Αστική νεοτερικότητα και Τέχνη

Του Φώτη Τερζάκη

«Εκείνο που δίνει στη σύγχρονη τέχνη όλη τη ριζοσπαστική της αιχμή είναι ακριβώς η χειραφέτηση από λειτουργικά ή λατρευτικά συμφραζόμενα και από κοινωνικά προκαθορισμένα καθήκοντα. Από τη στιγμή που θεωρήθηκε ζήτημα ατομικής ιδιοφυΐας και έμπνευσης ενός χαρισματικού καλλιτέχνη, έγινε έμβλημα της ίδιας τής ανθιστάμενης υποκειμενικότητας απέναντι σε μια κοινωνία η οποία γίνεται αντιληπτή πλέον ως απειλή για τις ανάγκες του ατόμου. Η αστική κοινωνία, το περιβάλλον μέσα στο οποίο βρήκε για πρώτη φορά η τέχνη την αυτονομία της και έγινε Τέχνη, είναι κοινωνία από την ίδια της την υφή θεμελιωμένη σε μια συγκρουσιακή σχέση μεταξύ ατομικού και ολότητας: μοντέλο της είναι ο ανταγωνισμός των ιδιοκτητών στην αγορά. Η γενικευμένη σύγκρουση που σοβεί στα θεμέλιά της συγκαλύπτεται προς στιγμήν από την ιστορική αισιοδοξία της τάξης που συγκέντρωσε στα χέρια της όλες τις εξουσίες ανάμεσα στον δέκατο έκτο και τον δέκατο όγδοο αιώνα, αλλά η βουή της αρχίζει ν’ ακούγεται απειλητικά την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης και καθώς προχωρούμε στον δέκατο ένατο αιώνα. Οι πνευματικές σφαίρες του φιλελεύθερου καταστατικού χάρτη σείονται συθέμελα και στρέφονται η μία εναντίον της άλλης, καθώς η πολιτική-διαχειριστική ελίτ που εξακολουθεί να αντλεί τη νομιμοποίησή της από τα κελεύσματα του Πρακτικού Λόγου ανταγωνίζεται σκληρά για την εξουσία με την προσηλωμένη στα εργαλειακά αιτήματα του Καθαρού Λόγου τεχνοεπιστήμη, ενώ η τέχνη και η καλαισθησία, το καταφύγιο της Κριτικής Δύναμης, ανοίγει ένα διπλό μέτωπο απέναντι και στις δύο που πασχίζουν να καταπιούν την εύθραυστη αυτονομία της. Στον δέκατο ένατο αιώνα ακριβώς η ανεξαρτησία της τέχνης και του καλλιτέχνη γίνεται σάλπισμα αντίστασης στην «πεζότητα» μιας εμπορευματικής και τεχνοκρατούμενης κοινωνίας, καθώς όμως μεταβαίνουμε στον εικοστό αιώνα η παροξυσμική όξυνση του αιτήματος για ανεξαρτησία πέφτει θύμα της ίδιας της τής αυταπάτης: «καθαρή τέχνη», σε τελευταία ανάλυση, θα πει καθαρή ανταλλακτική αξία. Η πρώτη που το συνέλαβε, πίσω από την πλάτη των καλλιτεχνών, ήταν η διογκούμενη εκθεσιακή σφαίρα που γεννήθηκε ως θεσμός της καινούργιας αγοράς για τα «έργα τέχνης», στον κώδικα της οποίας ο μύθος της μοναδικότητας του καλλιτέχνη μεταγράφει το νόημα του ανεκτίμητου από το μη ανταλλάξιμο στο αστρονομικό και το ίδιο το έργο μετατρέπεται σε διαφήμιση της τιμής του. Όσοι από τους δημιουργούς κατάλαβαν γρήγορα τι έχει παιχτεί εδώ, ξεκίνησαν έναν διαρκή ανταρτοπόλεμο με τα γούστα των εμπόρων και του κοινού ή εξήγγειλαν οργισμένα οι ίδιοι το τέλος της «τέχνης».

Η ιστορική περιπέτεια της τέχνης στην αστική νεοτερικότητα είναι εξόχως διδακτική για όποιον έχει την αφέλεια να παίρνει κατά γράμμα τις διακηρύξεις της τελευταίας. Η αστική υποκριτικότητα και ψευδολογία συνυφαίνεται καταστατικά με τα ίδια τα θεωρητικά προγράμματα που εξήγγειλε η νέα κοινωνία από την εποχή των μεγάλων επαναστάσεων, και δεν υπάρχει πνευματική παραγωγή του σύγχρονου κόσμου η οποία να μπορεί να κριθεί σε τελευταία ανάλυση από άλλη σκοπιά εκτός από εκείνη μιας δραστικής κριτικής της ιδεολογίας. Από αυτή την οπτική δεν εξαιρούνται οι τρεις «ανεξάρτητες» πνευματικές σφαίρες, τις οποίες θα μπορούσε κάποιος να συζητήσει εκτενώς ως τις τρεις θεμελιώδεις αυταπάτες της νεοτερικότητας: η γνωσιολογική αυταπάτη, που ήταν απαραίτητη για να συσταθεί όλη η σύγχρονη επιστήμη και παραμένει ακόμα το θεμελιακό της στήριγμα, η οποία συνίσταται στην ψευδαίσθηση πως το πραγματικό είναι εννοιακά αναγώγιμο και πως η γνώση «κατέχει» το αντικείμενό της· η ηθικοπρακτική αυταπάτη, που συνίσταται στην ψευδαίσθηση πως υπάρχει μια «ελεύθερη βούληση», ανεξάρτητη δηλαδή από το σύνθετο πλέγμα των κοινωνιοψυχολογικών και βιολογικών παραγόντων που μορφοποιούν τη μεμονωμένη ατομικότητα, κι ένα «αυτόνομο» εγώ που δεν θέλει να ξέρει τίποτε για τις ορμικές του συνιστώσες, του οποίου η έτσι κατασκευασμένη «ελευθερία» απολήγει σε μια ομολογία υπακοής στον εσωτερικευμένο κοινωνικό κανόνα· και η αισθητική αυταπάτη, που συνίσταται στην ψευδαίσθηση της αυτοτέλειας της «μορφής». Η κριτική αυτής της τελευταίας αυταπάτης μπορεί να φωτίσει το τραγικό πεπρωμένο της τέχνης στον αιώνα της μεγάλης κρίσης, τον εικοστό αιώνα, και μέσω αυτού τη σύστοιχη έκλειψη του όρου Αισθητική στις σημερινές θεωρητικές συζητήσεις.

Για την αυτοτέλεια της «μορφής» ισχύει κατ’ αρχάς ότι και για την αυτάρκεια της «έννοιας»: έχει κατασκευαστεί ως απώθηση του υλικού περιεχομενικού στοιχείου και είναι σύμμετρη με την ακατάσχετη επιδίωξη κυριαρχίας εκ μέρους ενός εργαλειακού πνεύματος πάνω στον κόσμο και τη φύση. Η μεταφυσικά κατοχυρωμένη από τους μεγάλους μονοθεϊσμούς διάκριση ανάμεσα σε φθαρτό σώμα και άφθαρτη ψυχή είναι μέρος της ίδιας διαδικασίας και έχει το ίδιο ακριβώς νόημα: να επεκτείνει την κυριαρχία μιας ιμπεριαλιστικά διογκούμενης υποκειμενικότητας πάνω στο ίδιο της το σώμα και στις προ-υποκειμενικές του ορμικές και μιμητικές δυνάμεις, σαν μέρος μιας αποτελεσματικής κυριάρχησης της φύσης. Στο τέρμα αυτής της διαδικασίας η ίδια η «έλλογη» υποκειμενικότητα είναι καταδικασμένη να συντριβεί από τις δυνάμεις που μόνη της εξαπέλυσε: το όνειρο μιας απεριόριστης εργαλειοτεχνικής κυριαρχίας πάνω στη φύση γίνεται ο εφιάλτης του τεχνικοποιημένου ολοκληρωτικού καπιταλισμού, των συνεπειών του οποίου μόλις σήμερα γινόμαστε έντρομοι μάρτυρες… Και ο σχηματισμός που πυροδότησε αυτή την τελευταία εκτίναξη του πολιτισμού προς το αυτοκαταστροφικό του όριο, είναι ακριβώς η διαμόρφωση μιας κοινωνίας της αγοράς: ακριβέστερα, η οργάνωση ολόκληρης της κοινωνικής σφαίρας με όρους εμπορευματικής αγοράς. Πρότυπο της άσαρκης «έννοιας» είναι το χρήμα ως αφηρημένο γενικό ισοδύναμο, και μοντέλο της καθαρής «μορφής» η απαλλαγμένη από κάθε υλικό συσχετισμό ή ποιοτικές χρήσεις ανταλλακτική αξία.»

- Απόσπασμα από την Εισαγωγή του βιβλίου του Φώτη Τερζάκη Τροχιές του αισθητικού. Η ιστορική σύσταση μιας αισθητικής φιλοσοφίας και ο ανθρωπολογικός της ορίζοντας που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις futura.

Δεν υπάρχουν σχόλια: