blaumachen #6



Κυκλοφόρησε το 6ο τεύχος του blaumachen (άνοιξη 2013)
Περιεχόμενα του τεύχους:
Editorial / Για την τρέχουσα κρίση, την Ευρωζώνη και τους ταξικούς αγώνες στην Ελλάδα / Το κίνημα των «Αγανακτισμένων» στην Ελλάδα / «Χωρίς εσένα γρανάζι δε γυρνά…» / Θέλουμε δουλειά και όχι ανεργία ή να τελειώνουμε και με τα δυο; / Για να απελευθερωθούμε από το χρέος ας καταστρέψουμε την οικονομία / Η ανάδυση του (μη-)υποκειμένου / Μορφή και περιεχόμενο της κρατικής καταστολής στις καταλήψεις / Για τις ταραχές στην Αγγλία και άλλα δεινά / Η μεταβατική περίοδος της κρίσης: η εποχή των ταραχών. Update (Σεπτέμβριος 2011) / Μια σύντομη κριτική της αυτοοργάνωσης στην Ελλάδα / Περί «κοινών» / Ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός και η αυτοδιαχείριση ως ουτοπικός ορίζοντας της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης / Κομμουνιστικοποίηση εναντίον Κοινωνικοποίησης / Συνοπτική παρουσίαση του περιοδικού SIC / Théorie Communiste, Η κομμουνιστικοποίηση σε ενεστώτα χρόνο / Τυφλοπόντικα, είσαι εδώ; Αναδιαρθρωμένο κεφάλαιο, πάλη των τάξεων και επαναστατική προοπτική / Συζήτηση για την έννοια της συγκυρίας.

248 σελ. / 16,5x24,0 εκ. / ΛΤ 9,00 ευρώ
Κεντρική διάθεση: Εκδόσεις futura, Χαριλάου Τρικούπη 72, Τηλ. 210 5226361
futura@otenet.gr

Για την απεργία που δε γίνεται: Όχι με ένα πάταγο, αλλά με ένα λυγμό


Αναδημοσίευση από: http://communisation.espivblogs.net/

Η παρακμή του εργατικού κινήματος είναι μια διαδικασία που έχει ήδη διαρκέσει πολλά χρόνια, τώρα ζούμε τα επεισόδια του τέλους της. Αυτή η διαδικασία, φυσικά, δεν ήταν μια ευθεία πορεία από την ακμή στο θάνατο. Είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων συγκρούσεων, συγκεκριμένων αποτυχιών, ειδικών μετασχηματισμών. Το εργατικό κίνημα λάμπει δια της απουσίας του σε όλο το χρονικό διάστημα των μνημονίων (του πολέμου που έχει κηρύξει το κεφάλαιο στην εργατική τάξη και τα μεσαία στρώματα που ζουν στην Ελλάδα). Κανένα σημαντικό γεγονός της ταξικής πάλης τα τελευταία χρόνια δεν αφορούσε το εργατικό κίνημα ως τέτοιο: Ούτε ο Δεκέμβρης του 2008, ούτε το κίνημα των «αγανακτισμένων». Οι απεργίες ήταν μισοπεθαμένες και οι βασικοί τους στόχοι αμυντικοί, «να χάσουμε όσο γίνεται λιγότερα». Αυτό είναι ένα στοιχείο που κυριαρχεί ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, αλλά από το 2010 και μετά έχει πλέον πάρει τον απόλυτα κυρίαρχο ρόλο. Οι διεκδικήσεις των εργαζομένων, τις σπάνιες φορές που αγωνίζονται μέσα στο χώρο εργασίας τους, είναι όχι απλώς αμυντικές αλλά φτάνουν στο σημείο να αναπαράγουν τις διασπάσεις που προκαλεί η νεοφιλελεύθερη διάρθρωση της εργασίας. Οι εργαζόμενοι συγκρούονται ολοένα και περισσότερο μεταξύ τους. Δε συγκρούονται μόνο εργαζόμενοι που απεργούν με άλλους που δεν μπορούν να «εξυπηρετηθούν» εξαιτίας της απεργίας των πρώτων, συγκρούονται και εργαζόμενοι μέσα στον ίδιο εργασιακό χώρο και μέσα στον αγώνα τους, καθώς οι διαιρέσεις είναι πολλές και ισχυρές, δεν μπορούν να αγνοηθούν στη διαπραγμάτευση με το αφεντικό, είτε αυτό είναι ιδιωτικό κεφάλαιο, είτε το κράτος. Κάθε συμβιβασμός σημαίνει ότι κάποιοι αποκλείονται από τα αποτελέσματα που θα αποφέρει μια «νίκη». Ο αποκλεισμός αυτός όμως δεν αφορά πλέον αυξήσεις μισθών αλλά συνήθως αφορά τις ίδιες θέσεις εργασίας, δηλαδή, μέσα σε συνθήκες κρίσης, την ίδια την επιβίωση.
Η απεργία των καθηγητών, που δεν έγινε, είναι βουτηγμένη σε αυτήν την πραγματικότητα. Οι καθηγητές δεν έχουν ενιαία συμφέροντα. Οι αναπληρωτές (που στην πραγματικότητα απολύονται με τις νέες ρυθμίσεις) είναι επισφαλείς εργαζόμενοι, η αντίθεση με τους μόνιμους είναι πολύ μεγάλη, δεν πρόκειται για τυπικό ζήτημα. Επίσης οι νέοι καθηγητές θα θιγούν πολύ περισσότερο από το μέτρο των υποχρεωτικών μετακινήσεων από ότι οι παλαιότεροι. Υπάρχουν συνεπώς τρία ήδη διαμορφωμένα υπο-στρατόπεδα, το κάθε ένα από τα οποία διεκδικεί αναγκαστικά το καλύτερο για τον εαυτό του. Όμως οι αναπληρωτές δεν μπορούν να έχουν τον ίδιο ρόλο με τους μόνιμους. Και οι παλαιότεροι αποτελούν την πλειοψηφία των προέδρων των ΕΛΜΕ. Αυτοί οι δύο παράγοντες ορίζουν την ιεραρχία ανάμεσα στα υπο-στρατόπεδα.
Οι καθηγητές έχουν ήδη υποστεί μείωση μισθών, όμως οι νεότεροι έχουν υποστεί πολύ μεγαλύτερη, αυτοί είναι που βρίσκονται σε αρκετές περιπτώσεις κάτω από το ιστορικά καθορισμένο όριο επιβίωσης του στρώματος της εργατικής τάξης στο οποίο ανήκουν. Οι νεότεροι, είναι αυτοί που μετά από τις μεγάλες μειώσεις των μισθών θα υποστούν και τις υποχρεωτικές μετακινήσεις, ένα μέτρο που πρόκειται να διαλύσει οικογένειες και να φτωχοποιήσει ακόμη περισσότερους. Τέλος, οι νεότεροι κάνουν λιγότερo ιδιαίτερα μαθήματα από τους παλαιότερους. Οι διαιρέσεις αυτές όχι μόνο έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο στην πλήρη απουσία απεργιών στον κλάδο της δευτεροβάθμιας εδώ και πολλά χρόνια αλλά αποδίδουν τώρα τους καρπούς τους σε μια κρίσιμη συγκυρία. Οι διαιρέσεις υπονομεύουν την ίδια την ενιαία διεκδίκηση. Αυτό που παρουσιάζεται σαν ενιαία διεκδίκηση είναι στην ουσία πολλές αντικρουόμενες διεκδικήσεις και μια υποβόσκουσα διάθεση ενός μέρους να μην υπάρξει καμία αγωνιστική κινητοποίηση καθώς οι ίδιοι δεν θίγονται «ιδιαίτερα» (λυπούνται μεν για τους άλλους, αλλά…).
Το κράτος, παρ’ ότι θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τις αντικειμενικές αυτές διαιρέσεις, και να περάσει «αναίμακτα» τις νέες ρυθμίσεις, κηρύσσει το νέο πόλεμο ενάντια στους εκπαιδευτικούς λίγο πριν τις πανελλαδικές εξετάσεις. Οι πανελλαδικές εξετάσεις, δεν είναι απλώς κάτι σημαντικό, είναι ο λόγος για τον οποίο υπάρχει η δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η κατανομή της εργασιακής δύναμης που επιτελούν αυτές οι εξετάσεις είναι ο θεμέλιος λίθος του εκπαιδευτικού συστήματος. Αν η σύγκρουση με επίδικο τις εξετάσεις είναι νικηφόρα για το κράτος, αυτή η «νίκη» είναι μια απόδειξη ότι όλα «δουλεύουν ρολόι», ότι προχωράει η διαμόρφωση κοινωνικής συναίνεσης στη βάση της καταστολής όποιου αντιστέκεται, στη βάση της «εθνικής προσπάθειας» για «ανάπτυξη». Πρόκειται για μια συνειδητή επιλογή σύγκρουσης από την πλευρά του κράτους, λόγω της (σωστής όπως αποδεικνύεται) εκτίμησης ότι θα νικήσει. Σκοπός του κράτους δεν είναι μόνο να «περάσει» τις ρυθμίσεις, αλλά να συντρίψει, ότι έχει απομείνει από τον συνδικαλισμό. Αυτή η στρατηγική είχε ήδη γίνει σαφής από την περίπτωση της επιστράτευσης στο Μετρό, αλλά τώρα παράγεται πιο αναβαθμισμένη. Αυτός ο στόχος είναι αναγκαίος καθώς η επερχόμενη ανάπτυξη θα μπορεί να υπάρξει μόνο στη βάση των πολύ χαμηλών μισθών, της πλήρως ατομικοποιημένης εργασιακής δύναμης, και της καταστολής όσων δεν μπορούν να ενσωματωθούν, καθώς είναι δεδομένο ότι, αν έρθει, θα είναι μια «άνεργη ανάπτυξη».
Τα αγωνιστικά στοιχεία ανάμεσα στους καθηγητές, κατανοώντας το ρίσκο που παίρνει το κράτος με την τακτική του, πίεσαν την ηγεσία της ΟΛΜΕ να κηρύξει απεργία στις εξετάσεις. Η στάση των καθηγητών ήταν αντικοινωνική, με την έννοια ότι με την αμφισβήτηση των εξετάσεων έθεταν σε αμφισβήτηση την ομαλή αναπαραγωγή ενός μέρους της κοινωνίας (πολλοί γονείς έχουν «επενδύσει» χρήμα στα παιδιά τους για να πετύχουν σ’αυτές τις εξετάσεις). Γιατί όμως μια αντικοινωνική στάση είχε τόσο μεγάλη υποστήριξη από τον κλάδο και κατ’επέκταση από μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης; Για πολλούς λόγους. Γιατί η επιστράτευση θυμίζει άλλες εποχές και ο κλάδος έχει πλειοψηφία αριστερών, γιατί το διακύβευμα (οι απολύσεις πολλών και η διάλυση των οικογενειών) συντονίζεται με το σημαντικότερο κοινωνικό πρόβλημα στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή (ανεργία-φτώχεια-κατάθλιψη), γιατί οι ίδιες οι εξετάσεις έχουν χάσει το κύρος τους καθώς οδηγούν με μαθηματική βεβαιότητα τους μαθητές στην ανεργία ή στη μετανάστευση στο εξωτερικό.
Στις συνελεύσεις των καθηγητών με συντριπτική πλειοψηφία ψηφίστηκε η απεργία. ΑΛΛΑ. Υπάρχει ένα πολύ μεγάλο αλλά, ότι υπήρχαν κάποιες ΕΛΜΕ στις οποίες το ψήφισμα έλεγε ότι η απόφαση είναι «ηθική» και όχι πρακτική. Η απειλή της απόλυσης ήταν λοιπόν εν μέρει επιτυχημένη, το πιο βασικό όπλο του κράτους λειτούργησε εν μέρει. Ωστόσο, πολλές ΕΛΜΕ ψήφισαν πραγματικά απεργία. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος που έδειξε ότι υπήρχε μια δυναμική, ολόκληρη η «οργανωμένη κοινωνία», από τη Χρυσή Αυγή μέχρι την Ανταρσύα, άρχισε να προσεύχεται να μην αψηφήσουν στ’αλήθεια οι καθηγητές την επιστράτευση. Η άρνηση της επιστράτευσης θα είχε τα εξής αποτελέσματα: α) Σε περίπτωση μικρού αριθμού συμμετεχόντων στις απεργίες οι εξετάσεις θα διεξάγονταν μετά τις απολύσεις και η νίκη του κράτους θα ήταν ολοκληρωτική και με «πραγματικές απώλειες», β) αν ήταν μαζική η άρνηση της επιστράτευσης η σύγκρουση θα ήταν πολύ μεγάλη. Η κυβέρνηση δε θα μπορούσε να απολύσει, αλλά θα εξαπέλυε τις κρατικές και παρακρατικές δυνάμεις καταστολής ενάντια στους απεργούς για να τους ισοπεδώσει στο δρόμο. Η σύγκρουση θα γινόταν έξω από όλα τα σχολεία-εξεταστικά κέντρα, δηλαδή, διάσπαρτα σε ολόκληρη τη χώρα, και στις συγκρούσεις δε θα συμμετείχαν μόνο οι καθηγητές αλλά θα γινόταν ένα πανδαιμόνιο καθώς θα υπήρχαν γονείς, μαθητές και ο καθόλου ευκαταφρόνητος ακτιβίστικος χώρος.
Παραγωγικό, λοιπόν, δεν είναι να επαναλαμβάνεται η κοινοτοπία ότι «οι συνδικαλιστές πούλησαν την απεργία», αλλά να τίθεται το ερώτημα: «ποια ήταν η υλική βάση που είχαν για να πουλήσουν την απεργία;». Αντεστραμμένο το ερώτημα αυτό διατυπώνεται ως  «ποιος ήταν διατεθειμένος για μια καθολική σύγκρουση που θα συμπύκνωνε όλες τις αντιθέσεις»; Η απάντηση είναι ΚΑΝΕΙΣ. Το βράδυ της συνεδρίασης των προέδρων των ΕΛΜΕ μέσα και έξω από την αίθουσα η ατμόσφαιρα ήταν αντίστοιχη αυτής της απάντησης. Μέσα στην αίθουσα τον κρίσιμο ρόλο τον έπαιξαν δύο παράγοντες: Αφενός, η μη-διάθεση του ΣΥΡΙΖΑ και των δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς να συγκρουστούν στο κοινωνικό πεδίο με το κράτος, κάτι που σ’ αυτή τη συγκυρία τους τοποθέτησε απευθείας στο στρατόπεδο της καταστολής (στην πρωτοπορία αυτού του στρατοπέδου είχε τοποθετηθεί από την αρχή της εβδομάδας το ΚΚΕ). Αφετέρου οι πρόεδροι των ΕΛΜΕ που είχαν λάβει από τη βάση την απόφαση για «ηθική» απεργία μαζί με εκείνους που απλά βρήκαν την ευκαιρία να «προδώσουν» τη βάση όταν εμφανίστηκε το καταπληκτικό ερώτημα «υπάρχουν οι προϋποθέσεις;», τοποθετήθηκαν στη βάση των δικών τους συμφερόντων (κυρίως παλαιότεροι μόνιμοι). Οι τελευταίοι αποτελούν τον ορισμό της αναντιστοιχίας μεταξύ συμφερόντων των «εκπροσώπων» και συμφερόντων εκείνων που θίγονται περισσότερο. Οι τύποι αυτοί είναι βέβαια ενάντια στις ρυθμίσεις, αλλά όχι και τόσο ενάντια ώστε να ρισκάρουν μια πραγματική σύγκρουση, σ’ αυτή τη συγκυρία.
Αυτή η ψοφοδεής στάση των συνδικαλιστών, αλλά και η μη αντίδραση της βάσης σ’ αυτή τη στάση, παράγεται από την αντίθετη προηγούμενη της: το περιεχόμενο της αγωνιστικής στάσης του αντιμνημονιακού κινήματος. Το κίνημα ενάντια στα μνημόνια ήταν ένα κίνημα κατά βάση πολιτικό (χωροταξικά ήταν απέναντι στη βουλή και προς αυτήν εξέπεμπε το λόγο του, ήταν διαιρεμένο ως δεξιά και αριστερά, σκοπό είχε την ανατροπή της κυβέρνησης). Αυτό το κίνημα ηττήθηκε οριστικά στις εκλογές του 2012. Από τότε έχουμε περάσει σε μια νέα φάση, στην οποία εδραιώνεται ένα ολοκληρωτικό καθεστώς καταστολής και ακόμη δεν έχει συγκροτηθεί ιστορικά το μαζικό στοιχείο που θα το αντιμετωπίσει, μπορεί και πάλι πολιτικά, αλλά μπορεί και όχι (η 12η Φλεβάρη του 2012 βρισκόταν ήδη μπλεγμένη μέσα σ’αυτήν την αντίφαση).
Το τέλος του συνδικαλισμού, δηλαδή το τέλος του εργατικού κινήματος (κάτι που δεν ταυτίζεται βέβαια με τέλος της ταξικής πάλης, αλλά με μια νέα φάση της) δεν ορίζεται λοιπόν από την «προδοσία των συνδικαλιστών». Ορίζεται από τη μη αντίδραση σ’αυτήν την προδοσία. Ορίζεται από το ότι, τα αγωνιστικά στοιχεία, οι συνδικαλιστές βάσης και ανένταχτα στοιχεία του κλάδου που ήταν έξω από το Τιτάνια δεν μπήκαν φουριόζοι μέσα να «σπάσουν τα κεφάλια των προδοτών». Δεν το έκαναν, όχι γιατί δεν τους έπνιγε η οργή, ή γιατί δεν είναι αρκετά αγωνιστές, αλλά γιατί και οι ίδιοι, ως τώρα, αποτελούσαν ως αντιπολίτευση μέρος εκείνου που πεθαίνει «όχι με πάταγο, αλλά με ένα λυγμό».
Ίσως αυτή τη φορά που πέθανε και η ΑΔΕΔΥ και ακολούθησε στον τάφο τη ΓΣΕΕ που μας έχει αφήσει χρόνους από το 2010, και ψυχορραγεί και η ΟΛΜΕ, τα αγωνιστικά στοιχεία να διασπάσουν επιτέλους τα σωματεία τους και να δημιουργήσουν άλλες μορφές, πιο επιθετικές που αντιστοιχούν περισσότερο στις συνθήκες. Θα μπορέσουν όμως ακόμη και οι πιο αγωνιστικές, πιο πολεμικές μορφές να ενώσουν την τάξη σε ένα διεκδικητικό αγώνα; Είναι πολύ αμφίβολο. Περισσότερο πιθανό φαίνεται, στην εξέλιξη του ταξικού αγώνα και στη βάση των συνδικαλιστικών αποτυχιών του, η τάξη να μπορεί να μπορεί να ενωθεί, όχι στη βάση της διεκδίκησης ενός συγκεκριμένου ταξικού συμφέροντος, αλλά πάνω στη βάση ενός αγώνα που θα καταργεί την καπιταλιστική κοινωνία. Είναι περισσότερο πιθανό, με βάση τις σημερινές εξελίξεις, η τάξη στο μέλλον να ενωθεί παίρνοντας άμεσα κομμουνιστικά μέτρα και καταργώντας και τον εαυτό της ως  τάξη.