Παρατηρήσεις για την κρίση

2. Τίνος υπηρέτης είναι το κράτος;

Όσοι, και είναι πια πολλοί σήμερα στο ζοφερό περιβάλλον της τρέχουσας κρίσης, επικαλούνται το κράτος σαν «το μόνο καταφύγιο εμπιστοσύνης» (Άντζελα Μέρκελ) επιδιώκουν να συγκαλύψουν τόσο τη φύση και τον πραγματικό ρόλο του κράτους στο καπιταλιστικό σύστημα εκμετάλλευσης όσο και την πρόθεσή τους να αποκαταστήσουν με κάθε τρόπο την κυριαρχία του κεφαλαίου, να αναστυλώσουν δηλαδή με όποιο τίμημα το σύστημα, με τρόπο ώστε να διασφαλιστεί ανεμπόδιστα η περαιτέρω αναπαραγωγή του και η συνέχεια της κυριαρχίας της πολιτικοοικονομικής ελίτ.
Από την άλλη, όσοι επενδύουν τις ελπίδες τους σε αυτές τις υποσχέσεις των πολιτικών για την επέμβαση του κράτους μην μπορώντας να δουν, διόλου αδικαιολόγητα, εναλλακτικές λύσεις στα προβλήματα και τις ανησυχίες τους, αναπόφευκτα θα απογοητευτούν, πιθανώς στο άμεσο μέλλον κιόλας. Και θα απογοητευτούν είτε έχουν πειστεί για τη ρυθμιστική αποτελεσματικότητα του κράτους έναντι του κεφαλαίου (π.χ. «συγκρατώντας» τις καταστροφικές του τάσεις – «ασυδοσία των “golden boys”», κ.λπ.) είτε έχουν πειστεί ότι το κράτος είναι ο κοινωνικοπολιτικός εκείνος θεσμός που θα διαμεσολαβήσει με «ουδέτερο» τρόπο, αμβλύνοντας τις επιπτώσεις της κρίσης με γνώμονα το «γενικό συμφέρον» των πολιτών του και της κοινωνίας συνολικά (π.χ. «προστατεύοντας» τα πιο ευάλωτα οικονομικά στρώματα και «θωρακίζοντας» την εθνική οικονομία), αφού αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά ότι το κράτος μεροληπτεί απροκάλυπτα υπέρ του κεφαλαίου, γιατί το κράτος είναι οργανικός παράγοντας στη διαδικασία συσσώρευσης και αναπαραγωγής του κεφαλαίου και δεν μπορεί να διαχωριστεί από αυτήν.

Στην πρώτη περίπτωση, εκείνων που επικαλούνται τη ρυθμιστική παρέμβαση, το κράτος δεν μπορεί να είναι η λύση στο πρόβλημα• είναι αναπόφευκτα μέρος του προβλήματος. Δεν είναι η απουσία βούλησης για παρεμβατική ρύθμιση, αλλά η έλλειψη δυνατότητας πραγματικής ρύθμισης η οποία δεν θα αντιβαίνει στις ίδιες τις προϋποθέσεις λειτουργίας και ανάπτυξης του συστήματος που ακυρώνει εκ των πραγμάτων κάθε ανάλογη απόπειρα. Όπως υπενθυμίζει ο ultra φιλελεύθερος Economist, «η σύγχρονη χρηματοδοτική [στα προϊόντα της οποίας αποδίδεται η κρίση] αναπτύχθηκε σε ένα περιβάλλον που είχε δημιουργηθεί από ρυθμιστικές αρχές και πολιτικούς», για να επισημάνει κατ’ αυτό τον τρόπο το ρόλο του κράτους στην τρέχουσα κρίση από τη στιγμή που αυτή αποδίδεται στην υποτιθέμενη απορύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα που ξεκίνησε στις Η.Π.Α. επί κυβερνήσεως Κλίντον προκειμένου να προσελκυσθούν διεθνή κεφάλαια στα αμερικανική χρηματοπιστωτική αγορά. Για τον Economist το σκάνδαλο φυσικά είναι η ίδια η ανάμειξη του κράτους στις αγορές, πρακτική στην οποία αποδίδει, με χαρακτηριστικό βρετανικό φλέγμα και φιλελεύθερο ζηλωτισμό, όλα τα δεινά της οικονομίας. Δεν είναι μόνο ότι η παρέμβαση του κράτους καταγγέλλεται ως επιζήμια καθαυτή, το κράτος κατηγορείται επίσης ότι παρεμβαίνοντας με οιοδήποτε τρόπο διαστρεβλώνει την ίδια τη λειτουργία της αγοράς προκαλώντας ανεξέλεγκτες αντιδράσεις των οικονομικών παραγόντων αφού, εκτός των άλλων, επιδρά καταλυτικά στην ψυχολογία και άρα στις αποφάσεις τους.
Ο ρεαλισμός τού Economist σε σχέση με τη λειτουργία του κεφαλαίου είναι αφυπνιστικός για όσους βαυκαλίζονται ότι, με την «παρέμβαση του κράτους», το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να «ρυθμιστεί» αποτελεσματικά ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος ανάλογων μελλοντικών κρίσεων: «Όπως πολλά από τα καινοτόμα χρηματοπιστωτικά εργαλεία της σύγχρονης χρηματοδοτικής χρησιμοποιήθηκαν για την αποφυγή των περιορισμών του σημερινού ρυθμιστικού πλαισίου των τραπεζών, έτσι και οι αυριανές καινοτομίες θα σχεδιαστούν για να αποφύγουν τους κανόνες του αύριο». Όπερ μεθερμηνεύεται στο προσφιλές δόγμα της εν λόγω φιλελεύθερης ιδεολογίας: η προσπάθεια επιβολής πλαισίων ρύθμισης από το κράτος είναι ματαιοπονία – το κεφάλαιο (εν. το κίνητρο του κέρδους, δηλαδή το ιδιωτικό συμφέρον) θα βρίσκει πάντα τρόπους υπέρβασης = κάθε ρύθμιση (δημόσια παρέμβαση) προκαλεί αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα = η «αυτορύθμιση» των αγορών χωρίς καμία διαστρεβλωτική και αναποτελεσματική ούτως ή άλλως ανάμειξη του κράτους είναι ο μόνος ενδεδειγμένος τρόπος. Μπορεί για τους συντάκτες του Economist αυτό να σημαίνει «ελευθερία της καινοτομίας» όμως δεν είμαι σίγουρος ότι θα συμφωνήσουμε όλοι σε αυτό.
Από την άλλη, η σοσιαλδημοκρατική (σοσιαλφιλελεύθερη για να είμαστε πιο ακριβείς) προσέγγιση του ζητήματος δεν αφήνει περιθώρια για μια διαφορετική ερμηνεία. Η «ελεύθερη αγορά», η «ανάπτυξη», ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής εν γένει δεν τίθενται καν σε αμφισβήτηση, τουναντίον θεωρούνται προϋποθέσεις εκ των ων ουκ άνευ του «σοσιαλισμού». Ο καπιταλισμός απλώς χρειάζεται ορισμένες ρυθμίσεις (που εύσχημα αποκαλούνται «δημοκρατικός έλεγχος») οι οποίες θα αποτρέπουν τις υπερβολές της εισοδηματικής ανισότητας και θα προστατεύουν τα αδύναμα κοινωνικά στρώματα αναδιανέμοντας πιο δίκαια τον κοινωνικό πλούτο μέσω του κράτους. Και αυτό είναι όλο. Η όποια υπόσχεση ή ελπίδα για ανασυγκρότηση του «κράτους πρόνοιας» που εμψυχώνει εκ νέου τη ρητορική αυτή είναι όμως ψευδής. Το κεϋνσιανικό μοντέλο ήταν αποτελεσματικό σε μια διαφορετική φάση του καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και σε διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Σήμερα είναι ένα ξεπερασμένο από την πραγματικότητα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας μοντέλο που απαιτεί μια διαφορετικού τύπου συναίνεση στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο, συναίνεση που επιτεύχθηκε λόγω συγκυριών αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο αλλά δεν είναι πια δυνατόν να επιτευχθεί καθώς οι παράγοντες συγκρότησής της είναι κατακερματισμένοι και διασκορπισμένοι μέσα στον νεοφιλελεύθερο «πλουραλιστικό» κόσμο που αναδύθηκε σταδιακά από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, ως μέρος της ίδιας διαλεκτικής που ανέδειξε τον κεϋνσιανισμό και το «κράτος πρόνοιας». Πολλοί ξεχνούν ότι ο Κέϋνς δεν ήταν σοσιαλιστής αλλά άνηκε στις τάξεις των φιλελεύθερων, μέλος ενός μικρού φιλελεύθερου κόμματος, και θέλοντας να διασώσει τον καπιταλισμό από την καταστροφή, δηλαδή από την εξέγερση των εργατών, κατάλαβε πολύ έγκαιρα ότι μόνο καθιστώντας «εταίρους» τους μέχρι πρότινος ανταγωνιστές θα μπορούσε να ξαναβρεί τη δυναμική του το σύστημα και να ανακάμψει. Όμως κι εδώ ελλόχευε η αντίφαση, την οποία κλήθηκε να επιλύσει το κράτος.
Δεν πρέπει να θεωρούμε την απορύθμιση που έγινε σημαία του νεοφιλελευθερισμού από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 (ενώ οι καταβολές της βρίσκονται πίσω, στη δεκαετία του ’30 κιόλας, με την σφοδρή αντίδραση του von Hayek στον «κρυπτοσοσιαλισμό», σύμφωνα με τον ίδιο, του Κέυνς) ως πραγματική βούληση αποδυνάμωσης της ουσιαστικής για το κεφάλαιο λειτουργίας του κράτους. Η λαίλαπα που από πολλούς αποκαλέστηκε η «νεοφιλελεύθερη επανάσταση» που αμφισβήτησε την «κεϋνσιανή συναίνεση», δεν κατάργησε τον ρόλο του κράτους ως ρυθμιστή του κοινού συμφέροντος απλώς έπεισε ότι το κοινό συμφέρον ήταν η απόσυρση του κράτους από την οικονομική σφαίρα προς όφελος της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» και η συρρίκνωση των δημοσίων δαπανών.
Η νεοφιλελεύθερη πρόταση βρήκε πολλούς πρόθυμους υποστηρικτές όταν η «χρυσή περίοδος» μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο είχε αρχίσει να χάνει τη λάμψη της και να φανερώνει σταδιακά τον κίβδηλο ουτοπισμό του κεϋνσιανισμού. Η απορύθμιση ήταν επιβεβλημένη κίνηση εκ μέρους των πολιτικοοικονομικών ελίτ προκειμένου να καταπολεμηθεί η κρίση που είχε φέρει την καπιταλιστική οικονομία, μετά από σχεδόν τρεις «χρυσές» δεκαετίες συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης, στα πρόθυρα βαθιάς ύφεσης. Οι υψηλοί μισθοί και η σταθερή αύξησή τους από τον πόλεμο και μετά, αποτέλεσμα των αγώνων των εργαζομένων αλλά και της υψηλής παραγωγικότητας που επέφεραν οι τεϋλορικές μέθοδοι εργασίας, οι τεχνολογικές εξελίξεις και η διεύρυνση της κατανάλωσης, η απείθεια της εργασίας μέσα σε ένα νέο κλίμα εναντίωσης που είχε τις ρίζες στην αντικουλτούρα της δεκαετίας του ’60 σε συνδυασμό με την ισχύ των εργατικών συνδικάτων που πίεζαν για όλο και περισσότερες παροχές, η άνοδος της τιμής του πετρελαίου και η συνακόλουθη αύξηση του κόστους παραγωγής, το υψηλό κόστος του κράτους πρόνοιας που αναδιένεμε κατά κάποιο τρόπο τα κέρδη του κεφαλαίου, το υπερβολικό κόστος του Ψυχρού πολέμου, η όξυνση του ανταγωνισμού από τις αναπτυσσόμενες χώρες, κυρίως της Ασίας, σε παραγωγικούς τομείς που μέχρι τότε ήταν λίγο πολύ είτε μονοπωλιακοί είτε ελέγχονταν από τις οικονομίες των χωρών του «πυρήνα», υπέσκαψε τη δυνατότητα κερδοφορίας του κεφαλαίου και του μοντέλου συσσώρευσης που είχε σκορπίσει την αισιοδοξία των μεταπολεμικών «χρυσών χρόνων» για μια συνεχή και σταθερή πορεία ανάπτυξης σε ολόκληρο τον Δυτικό κόσμο. Είχε έρθει η ώρα της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» και του «λιγότερου κράτους», είχε έρθει η ώρα του Ρέιγκαν και της Θάτσερ.
Ιδιωτικοποιώντας δημόσιες υπηρεσίες, επιχειρήσεις και οργανισμούς κοινής ωφέλειας, το κράτος υπό τη διακυβέρνηση των νεοφιλελεύθερων πρόσφερε στο κεφάλαιο, πέρα από τη συρρίκνωση των δημόσιων δαπανών που επέτρεψε την φοροαπαλλαγή των κερδών, και πέρα από την τιθάσευση της εργατικής δύναμης, με την αντι-συνδικαλιστική νομοθεσία και την απορύθμιση της αγοράς εργασίας, εκτός από ελευθερία κινήσεων και ένα νέο πεδίο δράσης. Οι ιδιωτικές επενδύσεις σε αποκλειστικά έως τότε ελεγχόμενους από το κράτος και άκρως κερδοφόρους λόγω της καθολικότητάς τους τομείς (υγεία, παιδεία, ενέργεια, δημόσια έργα, περιβάλλον, τηλεπικοινωνίες, κ.λπ.), οι «ιδιωτικοποιήσεις», τόνωσαν σημαντικά την οικονομία και την έβγαλαν σταδιακά από την ύφεση.
Η διαλεκτική αυτών των δύο φάσεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης είναι στην πραγματικότητα μια συνεχής μετατόπιση των ορίων «δημόσιου»-«ιδιωτικού» αναλόγως των εξελίξεων στον στίβο της κοινωνικής διαπάλης στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συγκυρίας της διαδικασίας καπιταλιστικής συσσώρευσης. Όμως πρόκειται πάντοτε για μετατόπιση και όχι για εξάλειψή τους αφού αυτή θα σήμαινε και την πλήρη απονομιμοποίηση του ίδιου του κράτους.


Στη δεύτερη περίπτωση, εκείνων δηλαδή που επικαλούνται την αυτονομία του, το κράτος είναι και πάλι μέρος του προβλήματος το οποίο καλείται να λύσει, όμως με έναν πιο ουσιαστικό τρόπο απ’ ότι στην πρώτη.
Όσο κι αν προτάσσει δυναμικά το ρόλο του «εγγυητή» για τις αγορές και την χρηματοπιστωτική ρευστότητα (βλ. σχέδια Πόλσον, Μπράουν, Σαρκοζί, Μέρκελ, Αλογοσκούφη, κ.λπ. κ.λπ.), το κράτος ως εκφραστής του δημόσιου συμφέροντος έχει αυτοακυρωθεί μέσα στην ολοσχερή συγχώνευσή του με την οικονομία και την ταύτιση δημοκρατίας και οικονομικού νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή της ταύτισης πολιτικής και οικονομίας, παρότι σε επίπεδο ρητορικής αυτά τα δύο υποτίθεται ότι πρέπει να παραμένουν διαχωρισμένα. Τα ιδιωτικά συμφέροντα έχουν ισχυροποιηθεί σε τέτοιο βαθμό έναντι του δημόσιου συμφέροντος που το κράτος εξαρτά την οικονομική πολιτική του από τις δικές τους αποφάσεις (βλ. π.χ. «επενδύσεις») και την προσαρμόζει το δυνατόν στις δικές τους ανάγκες (βλ. π.χ. δημόσιοι πόροι, εργασία, αγορά).
Υποταγμένο στο παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο και τη διεθνή κινητικότητά του το κράτος υποχρεώνεται να αναζητήσει αντισταθμιστικές λύσεις στο ασταθές, απρόβλεπτο και πολύπλοκο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον σε υπερκρατικούς πολιτικοοικονομικούς σχηματισμούς (όπως είναι π.χ. η Ευρωπαϊκή Ένωση) προκειμένου να μπορέσει να διατηρήσει ψηλά την αξία των κρατικών μηχανισμών ως μέσου για την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, παρεμβαίνοντας επιλεκτικά και με πυροσβεστικό κυρίως τρόπο στον εντός της επικράτειάς του κοινωνικό ανταγωνισμό, χειραγωγώντας με άλλα λόγια την εργατική δύναμη με κατασταλτικά μέτρα και διασφαλίζοντας την εύρυθμη λειτουργία των αγορών και την ελεύθερη ροή των διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων.
Η χρήση του κρατικού μηχανισμού από τις πολιτικοοικονομικές ελίτ προκειμένου να προστατευτούν συγκεκριμένα (ταξικά) συμφέροντα γίνεται με τη «μόχλευση» που προσφέρουν οι νόρμες που επιβάλλονται από τους μεγαλύτερους πολιτικοοικονομικούς σχηματισμούς οι οποίοι παρουσιάζονται πάντα ως «εξωτερικοί» μηχανισμοί, υπερκείμενοι του κάθε συγκεκριμένου κράτους-μέλους που οφείλει να ακολουθεί τους κανόνες ως «εταίρος».
Ένα διαφωτιστικό παράδειγμα επ’ αυτού από την πρόσφατη επικαιρότητα: Όταν οι εργαζόμενοι στην Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία του Ομίλου Λαναρά, που δουλεύουν εδώ και πολλούς μήνες απλήρωτοι, ζήτησαν από τον Αλογοσκούφη να υλοποιήσει τη δέσμευσή του για τη χρηματοδότηση των κλωστοϋφαντουργικών επιχειρήσεων της Βόρειας Ελλάδας με το συνολικό ποσό των 35 εκατομμυρίων ευρώ (εκ των οποίων μέχρι σήμερα έχουν χορηγηθεί μόλις τα 5) έλαβαν ως απάντηση ότι, η πρόθεση της κυβέρνησης να ενισχύσει οικονομικά τον κλάδο, και κατ’ αυτόν τον τρόπο να διασφαλίσει την απασχόληση χιλιάδων εργαζόμενων, «συναντά εμπόδια από την Επιτροπή Ανταγωνισμού της Ε.Ε.». Τρεις μέρες μόλις πριν, και σύμφωνα με τη γενική άτυπη ντιρεκτίβα των ισχυρών της Ε.Ε. για ενέσεις τόνωσης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα κάθε χώρας με ιδίους πόρους και όχι με κονδύλια ενός κοινού ταμείου, ο υπουργός είχε συναντηθεί με εκπροσώπους των τραπεζών προκειμένου να συζητήσουν τη διανομή 28 δις ευρώ που θα παρέχει υπό όρους το ελληνικό Δημόσιο για να στηρίξει τη ρευστότητα του εγχώριου τραπεζικού συστήματος (που κατά τα άλλα δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα, όπως μας διαβεβαιώνουν με κάθε τρόπο τελευταίως) προκειμένου να αντιμετωπιστεί η χρηματοπιστωτική κρίση και να ενισχυθεί η απρόσκοπτη παροχή στεγαστικών, καταναλωτικών και επαγγελματικών δανείων που αποτελούν και τον μοχλό κίνησης της σύγχρονης οικονομίας.
Ως «ουδέτερος» θεσμός που υπεραμύνεται του κοινού συμφέροντος των πολιτών του το κράτος παρουσιάζεται υποχρεωμένο από τις περιστάσεις, τη διεθνή συγκυρία, τις υποχρεώσεις του απέναντι στους εταίρους, τους συμμάχους και τη διεθνή κοινότητα, και τις συνθήκες που έχει διαμορφώσει η παγκοσμιοποίηση, να δράσει «ορθολογικά»: να στηρίξει με κάθε τρόπο το ίδιο το σύστημα γιατί η πιθανή του κατάρρευση θα σήμαινε περισσότερα δεινά «για όλους». Λογικό επιχείρημα, με ισχυρό έρεισμα στην εμπειρική πραγματικότητα, που φαίνεται να έχει αρκετή πειθώ ώστε να αποτρέπει την όποια εκδήλωση έντονης κοινωνικής δυσαρέσκειας σε υπολογίσιμο βαθμό που θα λειτουργούσε μεν αποσταθεροποιητικά και «χαοτικά» αλλά πιθανώς θα άνοιγε νέες προοπτικές στις ενδεχόμενες εξελίξεις.

Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις το κράτος εκλαμβάνεται φορμαλιστικά, ως μια «οντότητα» οι λειτουργίες της οποίας (κρατικοί μηχανισμοί) είναι δια-ταξικές (κοινό συμφέρον) και όχι διαλεκτικά, ως δυναμικό πεδίο ταξικού ανταγωνισμού που ηγεμονεύεται από τις πολιτικοοικονομικές ελίτ που χρησιμοποιούν τους μηχανισμούς του για την αναπαραγωγή των όρων κυριαρχίας τους. Η «φυσική» αντίληψη για το κράτος, ως ανώτερη έκφραση της πολιτικής κοινότητας, εξυπηρετεί την ιδεολογική χειραγώγηση και την υποταγή του «πολίτη» στην (αστική) νομιμότητα. Συμβάλει επίσης ενεργά στην ένταξη στη φαντασιακή κοινότητα του έθνους. Το κράτος φέρεται να διασφαλίζει το σύστημα εμφανιζόμενο ως υπεράνω ιδεολογιών, κομμάτων και συγκεκριμένων ιδιωτικών συμφερόντων διαιτητής που εξασφαλίζει το «δημόσιο συμφέρον», τα κοινά συμφέροντα «όλων των πολιτών», και προπάντων ως υπερασπιστής του «εθνικού συμφέροντος» (Ερνέστ Μαντέλ).

Για να δοθεί λοιπόν απάντηση στο ερώτημα «τίνος υπηρέτης είναι το κράτος» θα πρέπει να αναδιατυπωθεί η ίδια η ερώτηση καθώς το «υποκείμενο» κράτος, έτσι όπως εννοείται στις παραπάνω περιπτώσεις, δεν υπάρχει, άρα δεν μπορεί να είναι «υπηρέτης» κανενός. Αλλά αυτή είναι η ιδεολογικοποιημένη αστική αντίληψη για το κράτος, όπως την εκθέσαμε ήδη. Στη δική μας αντίληψη, το κράτος είναι ένα μόρφωμα που παράγουν οι ίδιες οι κεφαλαιοκρατικές παραγωγικές σχέσεις και δεν μπορούμε να το θεωρούμε εργαλειακά, σαν αυτόνομο δηλαδή μηχανισμό που δρα «ουδέτερα» προς όφελος όλων (το «σοσιαλιστικό» κράτος είναι εξίσου απαράδεκτο με το αστικό-καπιταλιστικό), αλλά μόνο σαν ένα δυναμικό πεδίο ανταγωνισμού που διαμορφώνει και διαμορφώνεται από αυτές τις σχέσεις μέσα στον γενικότερο ανταγωνισμό που διαμείβεται στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος και το οποίο ηγεμονεύεται από την κυρίαρχη τάξη. Υπ’ αυτό το πρίσμα, το ερώτημα πρέπει να ξαναδιατυπωθεί ως εξής: Μπορεί το κράτος να διαμορφώσει άλλες συνθήκες πέρα από τις συνθήκες που ορίζουν την ίδια την ύπαρξή του, τις κεφαλαιοκρατικές δηλαδή σχέσεις;
Σύμφωνα με όσα ισχυριζόμαστε εδώ, προφανώς όχι. Με δεδομένο λοιπόν ότι οι κεφαλαιοκρατικές παραγωγικές σχέσεις είναι φύσει σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας που εκδηλώνονται στο κοινωνικό πεδίο ως ανταγωνισμός εργασίας-κεφαλαίου (τόσο σε υλικό-οικονομικό όσο και σε πολιτικό-ιδεολογικό επίπεδο) από τον οποίο πηγάζει κάθε φαινόμενο που ανακύπτει συγκυριακά ως «οικονομική κρίση», δεν υπάρχει καμία δυνατότητα πραγματικού ελέγχου και αποτροπής των κρίσεων αυτών από το κράτος. Το ίδιο το κράτος είναι παράγοντας της κρίσης ως οργανικό συστατικό της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Είναι προφανές λοιπόν ότι όσοι αναζητούν διέξοδο από τις εγγενείς αντιφάσεις του συστήματος είναι χωρίς άλλο υποχρεωμένοι να αγωνιστούν για να βρεθούν τα μονοπάτια εκείνα που οδηγούν πέρα από το κράτος και τον καπιταλισμό, στον κομμουνισμό και στην αταξική κοινωνία των πραγματικά ελεύθερων ανθρώπων.

Οδηγώντας με σβηστά φώτα στο σκοτάδι

Μερικές παρατηρήσεις επί των «παρατηρήσεων περί καλλιτεχνικής ελευθερίας, επιμελητών, και του φαινόμενου των μπιενάλε»

Διάβασα το κείμενο του Αυγουστίνου Ζενάκου «Flashing Our Light. A Few Notes on Artistic Freedom, Curators, and the Biennial Phenomenon» που δημοσιεύτηκε στο 3ο τεύχος του διαδικτυακού περιοδικού σύγχρονης τέχνης kaput., στο οποίο, μεταξύ άλλων, μου ασκεί «δριμύτατη κριτική» απαξιώνοντας εμένα και τις απόψεις που κατά καιρούς δημοσιεύω σε αυτό το blog, ανταποδίδοντάς μου προφανώς τα εύσημα. Δεν θα προσπαθήσω να ανασυγκροτήσω τις παντελώς διαστρεβλωμένες εκ μέρους του θέσεις μου για να τις υπερασπιστώ από τα άσφαιρα πυρά του, όποιος θέλει ας διαβάσει τα κείμενά μου και ας βγάλει μόνος του τα συμπεράσματά του. Θα ανασκευάσω όμως κάποια από τα επιχειρήματα του Α.Ζ., πράγμα που κατέληξε να είναι περισσότερο διασκεδαστικό παρά δύσκολο. Ελπίζω το ίδιο διασκεδαστικό να είναι και για τον αναγνώστη.
Εν συντομία, τα πρώτα συμπεράσματα που μπορώ να βγάλω με ομολογουμένως γλαφυρή διάθεση από το εν λόγω κείμενο είναι ότι, ο Α.Ζ.:
- είναι επαρκής χρήστης της αγγλικής γλώσσας, τουλάχιστον σε επίπεδο έκθεσης ιδεών• χρειάζεται ακόμα εξάσκηση για να διεκδικήσει με ελπίδα μια θέση στους New York Times,
- πιστεύει ότι αντιστεκόμαστε στο σύστημα αναβοσβήνοντας τα φώτα του αυτοκινήτου μας,
- ταξιδεύει πολύ συχνά ανά την υφήλιο, δεν καταβάλλεται σωματικά, πολλαχώς δε πνευματικά: είναι πάντοτε έτοιμος να αποστομώσει με ακλόνητα επιχειρήματα και έγκυρη γνώση τους αδαείς,
- ενημερώνεται θεωρητικώς από «πρώτο χέρι», κυρίως παρακολουθώντας μπιενάλε και συνέδρια των μπιενάλε όπου συζητούνται εμβριθώς τα προβλήματα των μπιενάλε από ειδήμονες που διοργανώνουν ή θέλουν να διοργανώσουν μπιενάλε,
- κρατάει επιμελώς σημειώσεις απ’ ό,τι ακούει και βλέπει, κάτι που αποβαίνει χρήσιμο για την τεκμηρίωση των επιχειρημάτων του ερήμην καταλληλότερων βοηθημάτων,
- γνώρισε σημαντικούς ανθρώπους, και έμαθε πολλά από αυτούς – κυρίως όμως επιβεβαίωσε περίτρανα την ορθότητα των απόψεών του περί μπιενάλε τις οποίες σπεύδει να καταθέσει,
- φιλοδοξεί να εκλεγεί κάποια μέρα πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Μπιενάλε,
- έχει πάει σε σοβαρό πανεπιστήμιο, όπου και κατάφερε να περάσει το πρώτο έτος,
- δεν έχει διαβάσει ωστόσο Μαρξ, παρότι ως πρωτοετής όφειλε σαν πρώτο βήμα για τις ανώτερες σπουδές του στη Σαντάλ Μουφ, τον Λακλάου, γαρνιρισμένους με ολίγον Ζίζεκ και μπόλικο Λακάν• λίγος Φουκό, λίγος Ντελέζ, για να μην παραλείψει βεβαίως, ως τελειόφοιτος, να εντρυφήσει στους Χαρντ και Νέγκρι – και πού να πιάσουμε τα μεταπτυχιακά…,
- νομίζει ότι η ελευθερία έχει χορηγούς και δηλώνει πρόθυμος να διαπραγματευτεί μαζί τους, αφού είναι για καλό σκοπό, την τιμή της,
- δεν κατάλαβε γρι απ’ ό,τι λέω, γι’ αυτό και του συγχωρώ το ότι διαστρεβλώνει συστηματικά τις απόψεις μου, παρουσιάζοντάς με σαν ξεμωραμένο εραστή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού• δεν του συγχωρώ όμως την κακοποίηση των ιδεών και μπαίνω στον πειρασμό να του απαντήσω,
- δεν χάνει ευκαιρία να ευλογήσει τα γένια του, θέλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο να επισημάνει την απευθείας προνομιακή επικοινωνία του με τον «θεό» της σύγχρονης τέχνης,
- νομίζει ότι ο curator δεν διαφέρει και πολύ από τον marketing manager ή τον promoter• κοινοί τους στόχοι η με κάθε μέσο και τρόπο διεύρυνση της αγοράς, η προβολή του προϊόντος –που η λογική των πραγμάτων υπαγορεύει να έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά για να προβληθεί– και η προσέλκυση πελατών,
- επιθυμεί ο ίδιος, ως επιμελητής-μάνατζερ-τροφός και όχι ως κάτι άλλο, να χαρακτηρίζεται πιο κομψά ως auter, αν και δηλώνει ότι απεχθάνεται μετά βδελυγμίας τους αναχρονισμούς,
- νιώθει αλληλέγγυος με τους art directors των διαφημιστικών εταιριών που θεωρούν τους εαυτούς τους καλλιτέχνες και το έργο τους υψηλή τέχνη,
- είναι περήφανος ζηλωτής της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας – τίποτα απ’ όσα συμβαίνουν γύρω του δεν είναι ικανό να κλονίσει την πίστη του στο δόγμα,
- συμμετέχει σ’ έναν διεθνή διάλογο αυτιστικών, στην αιχμή των εξελίξεων στο χώρο της σύγχρονης τέχνης,
- φοβάται ότι το κύρος των απόψεών του θα καταρρεύσει αν δεν εδράζεται πάνω στους στιβαρούς τίτλους που συντάσσει με το όνομά του.

Πιο αναλυτικά και λίγο σοβαρότερα: Ο πολύγλωσσος, πολυπράγμων, πολυταξιδεμένος, πολυθόρυβος και πολυθεσίτης Α.Ζ. δεν αρκείται στην πολυέξοδη εφαρμογή των ιδεών του στην πράξη διοργανώνοντας μεγαλεπήβολες μπιενάλε, θέλει να γίνει και πολυξάκουστος στο διεθνές στερέωμα του «art world» εκφράζοντας πολυτελείς απόψεις που τις παρουσιάζει ως πολυπόθητες κοινές ανάγκες, εκφωνώντας λόγους στα αγγλικά. Εκτός από πολυμέριμνος μάνατζερ τοπικού πολυκαταστήματος που μας κολλάει με κάθε ευκαιρία στη μούρη λογιστικά φύλλα επικαλούμενος την πολυκοσμία στο ταμείο (50.000 θεατές παρακαλώ, δεν είναι παίξε γέλασε) προκειμένου να μας πείσει ότι η πολυσήμαντη και πολύγονη δράση του είναι ζωτική για την ανάπτυξη της σύγχρονης τέχνης εν Ελλάδι, επιθυμεί να γίνει και πολύφωτος κήρυκας του πλέον σύγχρονου ιδεολογικού κομφορμισμού: του «πλουραλισμού». Γι’ αυτό συγχέει πιθανώς την ελευθερία με το εύρος και την ποικιλία των προσφερόμενων επιλογών στο σούπερ μάρκετ, όπως ακριβώς συγχέει και τον curator με τον marketier.
Εκείνο που δεν θέλει να παραδεχτεί ο Α.Ζ., θεωρώντας το αφέλεια, ακόμα και γελοιότητα –κατηγορία την οποία φυσικά δεν θα είχε ποτέ το θράσος να ξεστομίσει καταπρόσωπο σε έναν από τα δισεκατομμύρια «ελεύθερους» αυτού του κόσμου–, είναι ότι σε μια κοινωνία όπου το χρήμα έχει αποκτήσει μεταφυσική σχεδόν υπόσταση και είναι ο διαμεσολαβητής των πάντων, που εμφανίζονται μπροστά του ως συγκρινόμενες ποσοτικά με αυτό αξίες, οι κάτοχοί του πλεονεκτούν σε δυνατότητες επιλογής· μπορούν να εκπληρώσουν απρόσκοπτα, ή τουλάχιστον πολύ πιο εύκολα τις επιθυμίες τους, και κατ’ αυτόν τον τρόπο επιδρούν στο συλλογικό γίγνεσθαι περισσότερο απ’ ότι τους αναλογεί πραγματικά ως μεμονωμένα άτομα· ικανοποιώντας δηλαδή τις επιθυμίες τους κάνουν αναπόφευκτα χρήση της εξουσίας που τους παρέχει η πλεονεκτική τους οικονομική θέση σ’ έναν απολύτως οικονομοκεντρικό κόσμο. Ο κόσμος που έχει ως μέτρο του το χρήμα είναι εκ των πραγμάτων ένας άνισος κόσμος. Κάποιοι δηλαδή είναι πιο «ελεύθεροι» από τους άλλους να κάνουν ό,τι θέλουν. Ακόμα και να τρέχουν με 200 χιλιόμετρα την ώρα με τα πολυτελή και ασφαλή αυτοκίνητά τους όταν το όριο ταχύτητας είναι 120 χιλιόμετρα. Και αυτοί, αντίθετα με ό,τι νομίζει ο Α.Ζ., αδιαφορούν πλήρως αν κάποιος… αντιστασιακός θα τους κάνει σινιάλο για να αποφύγουν το μπλόκο της τροχαίας, το χρήμα τούς θωρακίζει απέναντι στον νόμο. Ακόμα κι αν οι τροχονόμοι τους δώσουν τελικά κλήση και δεν υποκλιθούν απλώς, έμπλεοι δέους, στο πανάκριβο αυτοκίνητό τους και στην υψηλού κύρους αύρα τους, είναι σε θέση να την πληρώσουν χωρίς να τους κοστίζει τίποτα, αν δεν έχει ήδη σπεύσει να την «σβήσει» ο πολιτικός τους φίλος. Και αυτό δεν είναι θέμα ηθικής, αλλά δομικής θέσης σε ένα σύστημα που περιστρέφεται γύρω από το χρήμα και την αξία.
Το καίριο πλήγμα στην αφελή, αλλά όχι και τόσο αθώα άποψη του Α.Ζ., ο οποίος θεωρεί την ελευθερία αποκομμένη από την κοινωνική τάξη, οριζόμενη απλώς ως εύρος επιλογών και δυνατοτήτων, έρχεται από εκεί που δεν το περιμένει. Ένας από τους πλέον σημαντικούς συλλέκτες σύγχρονης τέχνης παγκοσμίως και επιφανής μεγαλοεπιχειρηματίας, ο Δάκης Ιωάννου, δηλώνει σε συνέντευξή του στην Καθημερινή (2/11/2008): «Μου αρέσει να έχω απόλυτη ελευθερία και να μην είμαι αναγκασμένος να βάζω νερό στο κρασί μου. Να κάνω ό,τι θέλω, όποτε θέλω. […] Θέλω να έχω την ευχέρεια των αποφάσεών μου και να μην αυτοπεριορίζομαι». Ο Δάκης Ιωάννου είναι ξεκάθαρος για τα θέλω του και για τα όρια της ελευθερίας του να τα ικανοποιήσει. Αναρωτιέμαι αν ο Α.Ζ. και όλοι εμείς οι υπόλοιποι έχουμε την ίδια ευχέρεια που δίνει στον κ. Ιωάννου, κυρίως και πρωτίστως, η οικονομική του θέση, να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες μας, να κάνουμε κι εμείς «ό,τι θέλουμε, όποτε θέλουμε» χωρίς να βάζουμε νερό στο κρασί μας. Αν κρίνω από τη γεύση και το χρώμα του κρασιού που πίνουμε καθημερινά, θα έλεγα μάλλον όχι…
Όμως η δήλωση αυτή του Δάκη Ιωάννου φανερώνει και κάτι ακόμα, εξίσου αποκαλυπτικό για την ιδεολογική σύγχυση που προκαλεί το νερωμένο κρασί στον Α.Ζ., αφού εκτός των άλλων αποδεικνύει ότι η κεφαλαιοκρατική τάξη έχει πλήρη συνείδηση της θέσης της, είναι πολύ πιο «αποϊδεολογικοποιημένη» και ειλικρινής απ’ ότι τα μεσοανώτερα στρώματα των μάνατζερ που συγχρωτίζονται μαζί της και βαυκαλίζονται, πουλώντας πνεύμα, ότι δημιουργούν τις προϋποθέσεις εκείνες που προσφέρουν θαλπωρή στην ανάπτυξη της «δημιουργικής παραγωγικότητας» αντί να μας πουν ότι έτσι βγάζουν το ψωμί τους. Τουλάχιστον εκείνοι λένε απροκάλυπτα ότι πράττουν όπως θέλουν και όλοι μας ξέρουμε από πού αντλούν αυτή τους τη δυνατότητα να το κάνουν: «It’s the economy, stupid!» – πόσο νερό πρέπει επιτέλους να βάλει κανείς στο κρασί του για να το καταλάβει;

Η σύγχυσή του Α.Ζ. είναι φυσικά δικαιολογημένη και από μια άλλη σκοπιά, αν τη δούμε όχι ως αποτέλεσμα κακού μεθυσιού αλλά από «δομική» άποψη, δηλαδή από τη θέση του μέσα σε ένα σύστημα το οποίο και ο ίδιος με τη δράση του συνδιαμορφώνει και το οποίο παρουσιάζει –ω, τι έκπληξη!– δομική ομολογία με το κυρίαρχο οικονομικό σύστημα (ας αναλογιστούμε μόνο τον συγκεντρωτισμό και τις μονοπωλιακές τάσεις και ας τις συγκρίνουμε με το μπιεναλικό μοντέλο συγκέντρωσης πόρων και νομιμοποίησης πεδίων παραγωγής λόγου, ή ας επικεντρώσουμε την προσοχή μας στην παραγωγή αξίας, ή στον καταμερισμό της εργασίας κ.λπ.).
Αναμφίβολα, δεν είναι το σύστημα, αλλά η επιθυμία του Α.Ζ. να πράξει και να εκφραστεί μέσα σε αυτό, αποδεχόμενος τους όρους του, που τον εγκλωβίζει σε μια καταφανώς σαθρή ρητορική· όμως αυτό είναι δικαίωμά του και δεν μας αφορά, ούτε μπορεί να είναι αντικείμενο κριτικής αφού δεν πρόκειται παρά για προσωπικές δοξασίες και επιλογές που ο καθένας δικαιούται ελεύθερα να έχει ή/και να κάνει. Αυτό που μας αφορά ωστόσο, γι’ αυτό και έχω ανοίξει από καιρό αυτή τη διαμάχη μαζί του και με ό,τι αυτός εκπροσωπεί, είναι η ίδια η δομή που προσπαθεί να στήσει καθώς και η δομική θέση που επιχειρεί να καταλάβει, σχεδόν εξ απήνης και ερήμην μιας ευρύτερης κοινότητας την οποία εκ των υστέρων επικαλείται και ισχυρίζεται ότι φροντίζει για την ανάπτυξή της• εξ ου και λέω ότι είναι πασίδηλη πλέον η επιθυμία του να ηγεμονεύσει και υποστηρίζω ότι οι άοκνες προσπάθειες που καταβάλει να υπερασπιστεί ένα συγκεκριμένο, λειτουργικό κατ’ αυτόν, μοντέλο εξυπηρετεί πρωτίστως τις δικές του βλέψεις και μαζί μ’ αυτές φυσικά και τις βλέψεις άλλων που συγκυριακά βολεύονται.
Ο Α.Ζ. αυτοπαρουσιάζεται ως ο εμπνευσμένος κινητήριος μοχλός του «εκσυγχρονισμού» στην ελληνική σύγχρονη τέχνη και στα «πολιτιστικά δρώμενα». Από τη μια μεριά εκμεταλλεύεται τη θέση του ως συντάκτης μεγάλης εφημερίδας που τον τοποθετεί ήδη σε μια θέση ισχύος στο χώρο, από την άλλη καπηλεύεται συνειδητά τις συνδηλώσεις που φέρει ο όρος μπιενάλε και το συγκεκριμένο οργανωτικό μοντέλο διαχείρισης πολιτιστικού κεφαλαίου που προσελκύει τόσο ιδιώτες χορηγούς όσο και κρατικά και ευρωπαϊκά κονδύλια (υλοποιώντας ουσιαστικά στην πράξη το όραμα Καραμανλή για ένα «πλουραλιστικό» και ανταποδοτικό μοντέλο χρηματοδότησης του πολιτισμού), για να παρουσιάζει το εγχείρημά του ως ένα γενικότερο διακύβευμα που πρέπει να μας αφορά όλους και οφείλουμε, υπό την απειλή της κατηγορίας επί προδοσία των κοινών τάχα μου συμφερόντων για την «ανάπτυξη της τέχνης», να συστρατευτούμε για την επιτυχία του.
Προς επίρρωση των υποσχέσεων του, ο Α.Ζ. θέλει να μας πείσει, με άκομψο είναι η αλήθεια τρόπο, ότι οι μπιενάλε λειτουργούν ως «προστατευτικό κέλυφος» της ελευθερίας των καλλιτεχνών, με λίγα λόγια ως ένα είδος Προσωρινών Αυτόνομων Ζωνών (Hakim Bey) όπου οι επιλεγμένοι να συμμετάσχουν καλλιτέχνες είναι ελεύθεροι να παράγουν το έργο τους χωρίς να σκοτίζονται για τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις. Είναι η μπιενάλε-ΠΑΖ που θα λειτουργήσει σαν κυματοθραύστης. Οι ηρωικοί επιμελητές-μάνατζερ θα εκμεταλλευτούν κάθε ευκαιρία που παρέχει το σύστημα για να υλοποιήσουν το όραμά τους και να εξασφαλίσουν ότι οι καλλιτέχνες θα μπορούν να δημιουργήσουν ελεύθερα. Μόνο που πέρα από την κοινότοπη επίκληση σε μια αόριστη «αυτονομία» της τέχνης, ξεχνάει να μας πει ότι οι ΠΑΖ, αν μπορούν να έχουν αυτές καθαυτές κάποιο νόημα και να μας αφορούν, δεν έχουν αφεντικά και διευθυντές, δεν προσδοκούν να γίνουν «θεσμός» και, κυρίως, είναι αυτοοργανωμένες και όχι προσχεδιασμένες και ελεγχόμενες από κάποιους που παίρνουν τις αποφάσεις (μαζί φυσικά με το όποιο ρίσκο ενέχει το εγχείρημα) και υπαγορεύουν το ρυθμό αλλά και το τραγούδι. Ο ρόλος του πάτρωνα ταιριάζει γάντι σε όσους θέλουν να προσφέρουν (δήθεν αμερόληπτα και αφιλοκερδώς) «context, time and place» για την ανάπτυξη της «δημιουργικής παραγωγικότητας» των άλλων όταν μεσολαβούν εμπορεύσιμες αξίες – γνωρίζω καλά, από πρώτο χέρι, από την πολύχρονη πείρα μου ως εκδότης τι σημαίνει πατρωνία, δεν θα μασήσω τώρα στα «γεράματα» με τους γελοίους ισχυρισμούς του Α.Ζ. και των ομοίων του.
Ο Α.Ζ. θέλει να εμφανιστεί εύψυχος, ως έχων περάσει στην ανώτερη πνευματική σφαίρα της «μετα-ιδεολογίας», όπου τα πράγματα τα διαχειριζόμαστε «ρεαλιστικά», σύμφωνα με τις περιστάσεις, χωρίς να αναρωτιόμαστε για τις γενικότερες προϋποθέσεις και τις συνέπειες των κινήτρων και των πράξεών μας, αλλά και των ορίων της ελευθερίας μας. Ο κυνισμός που υποβόσκει σε μια ανάλογη θέση είναι πιο επικίνδυνος από τις πιο απροκάλυπτα εκφρασμένες και εκδηλωμένες επιθέσεις των νεοφιλελεύθερων γιατί επικαλείται το κοινό καλό ενώ με πολλούς τρόπους εξυπηρετεί ιδιωτικά συμφέροντα. Τι άλλο μπορεί να σημαίνει άραγε το ότι ο Α.Ζ., μαζί με τους συνέταιρούς του, ξεπούλησαν πρώτα την «Κόλαση» όσο όσο και τώρα εποφθαλμιούν να πατήσουν πόδι και στα χωράφια του (παράκτιου) «Παραδείσου» για να τον πουλήσουν κι αυτόν σε τιμή ευκαιρίας; Real estate goes on.

Καταπέλτης όμως και για τη λαθροχειρία που επιχειρεί κατ’ επανάληψη και με κάθε ευκαιρία ο Α.Ζ. προκειμένου να πείσει ότι όλα αυτά που υπερασπίζεται καλλιεργούν τάχα μου νέο έδαφος και ανοίγουν κανάλια επαφής του ευρύτερου κοινού με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά έργα, είναι η άποψη που εκφράζει ένας νέος μεν περιώνυμος δε και ισχυρός παίχτης στην ελληνική αγορά σύγχρονης τέχνης, ο Ανδρέας Μελάς, ιδιοκτήτης της γκαλερί «AMP», ο οποίος δηλώνει με αφοπλιστική ειλικρίνεια σε συνέντευξη του στο περιοδικό «Κ» της Καθημερινής (2/11/2008), αναφερόμενος στην παντελή απουσία κοινού από τις εκθέσεις του: «Στα εγκαίνια της πρώτης έκθεσης έγινε χαμός. Πάω την επόμενη μέρα και η γκαλερί είναι άδεια. Και τη μεθεπόμενη το ίδιο. Πού είναι το κοινό;». Εύλογο όσο και επιτακτικό, εν προκειμένω, ερώτημα και δεν νομίζω ότι ο Α.Ζ έχει κάποια απάντηση να δώσει. Θα πρέπει μάλλον να ξεσκονίσει τις αριθμητικές γνώσεις του και να μετρήσει ξανά τις 50.000 θεατές της Μπιενάλε της Αθήνας που συνδιοργάνωσε• μάλλον κάτι δεν πάει καλά στα νούμερα, κάτι είναι που του διαφεύγει – ή βαυκαλίζεται και συνάμα κοροϊδεύει κι όλους εμάς.
Ή μήπως θέλει να μας πει ότι αφού κανείς δεν πατάει στις γκαλερί εκτός από τους συνήθεις ύποπτους και κάποιους συγγενείς ή φίλους ανά περίσταση, η μοναδική ευκαιρία για τους καλλιτέχνες και το έργο τους να επικοινωνήσουν με ένα ευρύτερο κοινό είναι φεστιβαλικές διοργανώσεις τύπου μπιενάλε; Ότι η μπιενάλε είναι ένας «μηχανισμός» που παράγει υπεραξία την οποία καρπώνονται όλοι οι εμπλεκόμενοι: γκαλερίστες, συλλέκτες, επιμελητές, κριτικοί και αναμφίβολα όλοι οι καλλιτέχνες εφόσον αναβαθμίζεται γενικώς το προϊόν τους, ασχέτως κι αν αυτή η κατανομή είναι άνιση.
Ομολογουμένως αυτές οι αιτιάσεις πιθανώς να είναι αρκετά βάσιμες• όμως τι πραγματικά σημαίνουν πέρα από το ότι η τέχνη έχει ανάγκη τον συγκεντρωτισμό και την οικονομία κλίμακας που καθιστούν λειτουργικό αυτόν τον τρόπο εκθέσεων για να επικοινωνήσει με το αδιάφορο εν γένει κοινό; Και πιστεύει στ’ αλήθεια ο Α.Ζ. ότι αυτό το μοντέλο δεν επιδρά με πολύπλοκους τρόπους στην ίδια την παραγωγή των έργων; Η τέχνη έχει υποστεί μια μετάλλαξη που την ενσωματώνει ολοένα και περισσότερο στην οικονομία, αυτή είναι μια πραγματικότητα που ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει. Το ερώτημα είναι αν και πώς μπορεί να διατηρήσει (εφόσον πιστεύουμε ότι έχει σημασία να τη διατηρήσει) ή να ξαναβρεί, με τους υπάρχοντες φυσικά όρους αλλά με μια κατηγορηματική πρόθεση υπέρβασής τους, την κριτική της διάσταση. Και δεν εννοώ την κριτική απλώς ως σινιάλα, αλλά ως απόπειρα να φέρουμε στο φως και να καταγγείλουμε τις συγκαλυμμένες προϋποθέσεις της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας που βυθίζουν στην απελπισία τα τρία τέταρτα των κατοίκων του πλανήτη, όχι φυσικά «στρατεύοντας» το έργο μας, τη μορφή και το περιεχόμενό του, αλλά την ίδια την καλλιτεχνική διαδικασία και τη σχέση του καλλιτέχνη και της τέχνης με τη ζωή. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να αναρωτηθούμε: Είναι δυνατόν στις παρούσες κοινωνικές συνθήκες η τέχνη να αποκτήσει έναν τέτοιο ρόλο; Αν όχι, μπορεί να είναι μια τέχνη που μας αφορά ή θεωρούμε πια την τέχνη άλλο ένα μέσο επικοινωνίας, κάτι σαν τα εικονομηνύματα των κινητών τηλεφώνων; Είναι η οργανωτική δομή των μπιενάλε το κατάλληλο έδαφος για να ευδοκιμήσει μια πιο ουσιαστική σχέση με την τέχνη; Αν όχι, ποιο θα ήταν το κατάλληλο έδαφος και πώς μπορούμε να το καλλιεργήσουμε χωρίς να γίνει φέουδο κάποιων ισχυρών; Είναι δυνατόν να κάνουμε κάτι τέτοιο χωρίς ταυτόχρονα η πράξη μας αυτή να αμφισβητεί ριζικά το status quo και να επιφέρει μια πραγματική αλλαγή στην κοινωνία;

Ποτέ δεν κατηγόρησα τον Α.Ζ., ούτε και κάποιον άλλο απ’ όσο θυμάμαι, γιατί διοργανώνει εκθέσεις και εκδηλώσεις, με γειά τους με χαρά τους και κανένας λόγος δεν μου πέφτει τι κάνουν. Η μεριμνά του να χτίσει ένα «καταφύγιο της τέχνης» εν μέσω του βομβαρδισμένου τοπίου είναι συγκινητική, εμένα όμως δεν με πείθει, ας με συγχωρήσει αλλά βλέπω το κτίσμα του πιο πολύ σαν φυλακή. Ίσως κάποιους άλλους να τους πείθει, διόλου με αφορά. Ενίσταμαι όμως όταν αυτή του η δραστηριότητα παρουσιάζεται από τον ίδιο ως «πακέτο-προσφορά» που οφείλουμε να αγοράσουμε, έστω και με δόσεις, για να εκσυγχρονιστούμε αλλιώς θα παραμείνουμε αναποτελεσματικοί και μίζεροι. Δεν του πέρασε καν από το μυαλό να διερωτηθεί τι μπορούν να σημαίνουν τα όσα συμβαίνουν με καταιγιστικό ρυθμό στον κόσμο γύρω μας, ποιες μπορεί να είναι οι αιτίες του αδιεξόδου και τι μπορούμε να κάνουμε για να βγούμε από αυτό. Αντιθέτως, πατάει περισσότερο το γκάζι και ανεβάζει τις στροφές της μηχανής, αυξάνοντας ολοένα και περισσότερο την ταχύτητα, τόσο πολύ που αυτό που θα μπορούσε να είναι ένα δύσκολο αλλά απολαυστικό ταξίδι γεμάτο εικόνες και σκέψεις, αμφιβολίες, ελπίδες και οράματα, μετατρέπεται σε αγχώδη κούρσα με τον χρόνο, ένα επικίνδυνο χωρίς προορισμό ταξίδι στο σκοτάδι, με σβηστά μάλιστα τα φώτα.
Αν και μιλάμε, κυριολεκτικά, άλλη γλώσσα, ο Α.Ζ. αγγλικά εγώ ελληνικά, προφανώς δεν είναι αυτή η αιτία της πλήρους ασυνεννοησίας μας αφού με την ελάχιστη βοήθεια ενός λεξικού μπορούμε, αν θέλουμε, να καταλάβουμε τι λέει ο άλλος. Η ασυνεννοησία είναι θεμελιακή διότι αφορά στις πολιτικές θέσεις που εκφράζει καθένας από εμάς όπως προσπάθησα να δείξω, θέσεις οι οποίες είναι εκ διαμέτρου αντίθετες και ανταγωνιστικές. Το χάσμα μεταξύ μας είναι τεράστιο, και θα παραμείνει τέτοιο για όσο ο Α.Ζ., σε αντίθεση με μένα, πιστεύει ότι η συγχώνευση της τέχνης με το κεφάλαιο αποδεικνύει ότι «οι άνθρωποι προοδεύουν», ότι η αγορά είναι συνώνυμο της ελευθερίας, ότι αντίσταση μπορεί να γίνει ακόμα και μέσω της προσευχής, ότι αλληλεγγύη σημαίνει πρωτίστως ικανοποίηση του εγώ, ότι ατομική ελευθερία σημαίνει να έχω πολλές δυνατότητες επιλογής και, τέλος, ότι δεν αξίζει τον κόπο να αναζητούμε κάτι άλλο πέρα από αυτό που ήδη υπάρχει, μόνο να το αναπαράγουμε ζητωκραυγάζοντας θερμά για τις «ελευθερίες» που απλόχερα μας παρέχει. Όπως λένε και στον Economist για τον καπιταλισμό, «παρά τις όποιες αδυναμίες του, είναι το καλύτερο οικονομικό σύστημα που ανακαλύψαμε ποτέ».
Αυτό που φαίνεται να μην θέλει να καταλάβει ο Α.Ζ. και όσοι συμμερίζονται τις απόψεις του είναι ότι όταν οδηγείς με σβηστά φώτα στο σκοτάδι, με 130 χιλιόμετρα την ώρα, ελαφρώς θολωμένος από το νερωμένο κρασί που συνήθισες πια αδιαμαρτύρητα να πίνεις, το θέμα δεν είναι αν κάποιος θα σου κάνει σινιάλο για να γλιτώσεις την κλήση της τροχαίας, αλλά αν κάποιος θα σε προειδοποιήσει για να γλιτώσεις τον γκρεμό.

Παρατηρήσεις για την κρίση

1. Το ρήγμα στη συνείδηση

Όσοι προβλέπουν την «κατάρρευση του συστήματος» στο πολύ άμεσο μέλλον, επικαλούμενοι τη βαθιά κρίση που μαστίζει την παγκόσμια οικονομία, θα πρέπει να είναι πιο φειδωλοί στις εκτιμήσεις τους καθώς, πέρα από τους πραγματικά πολύ ισχυρούς κλυδωνισμούς που η κρίση προκαλεί και τις αλλαγές που θα επιφέρει, τίποτα δεν συνηγορεί υπέρ αυτής της άποψης.
Η σπουδή και η αποφασιστικότητα με την οποία η άρχουσα πολιτικοοικονομική τάξη δρα για να επαναφέρει τη «διαταραγμένη ισορροπία», με κύριο μέσο το κράτος και ανασύροντας από τη θεωρία κάθε ευεπίφορο για τους σκοπούς της επιχείρημα, υιοθετώντας ανενδοίαστα ακόμα και δόγματα της αντίπαλης, δήθεν «νεκρής» πολιτικής ιδεολογίας, διασφαλίζει εν μέρει και ελλείψει ισχυρής εναλλακτικής πρότασης με ρεαλιστική υπόσταση και ευρύ λαϊκό έρεισμα, την προσωρινή τουλάχιστον διάσωση του καπιταλισμού.

Η λαίλαπα της «μεγαλύτερης κρίσης μετά από το κραχ του ’29», όπως αποκαλείται, δεν προκαλεί μόνο σοβαρές απώλειες. Όπως κάθε κρίση του παρελθόντος δημιουργεί επίσης μεγάλες ευκαιρίες για εκείνους που είναι σε θέση, ξέρουν και μπορούν να τις αδράξουν. Είναι πάντα μια καλή συγκυρία την οποία τμήματα της πολιτικοοικονομικής ελίτ εκμεταλλεύονται για να ξεπαστρέψουν από τη μια τους ανταγωνιστές τους και, από την άλλη, τους ταξικούς τους αντίπαλους.
Ας μην ξεχνάμε ότι, σύμφωνα με τη δική τους οπτική, ο καπιταλισμός εμφανίζεται να αναπτύσσεται με τη «δημιουργική καταστροφή» (Σουμπέτερ), με την «απελευθέρωση» του κεφαλαίου από αντι-παραγωγικές επενδύσεις και τις συνακόλουθες επιπτώσεις που αυτή η κίνηση έχει στην διάρθρωση της παραγωγής, στην απασχόληση, στις τιμές, στα κέρδη, κ.ο.κ.. Σύμφωνα με αυτή την λογική, κάθε νέο μοίρασμα της τράπουλας έχει, όπως είναι αναπόφευκτο, χαμένους και κερδισμένους. Η αισιόδοξη πλευρά της θεωρίας λέει ότι οι κερδισμένοι θα είναι πιο πολλοί και ότι υπάρχει μέριμνα ακόμα και για τους χαμένους· με απλά λόγια ισχυρίζονται ότι «μαζί με τον βασιλικό ποτίζεται κι η γλάστρα» – γι’ αυτό και όλοι πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι. Η άλλη πλευρά, η πιο συγκαλυμμένη και κυνική, αδιαφορεί πλήρως για το εφικτό ή όχι αυτής της προσδοκίας αφού αναγνωρίζει απροκάλυπτα ότι έτσι κι αλλιώς πρόκειται για τη θεωρία που εκφράζει πρωτίστως τα συμφέροντα των κερδισμένων, με άλλα λόγια για την ηθική των ισχυρών.
Είναι κοινός πια τόπος ότι η πολιτική οικονομία είναι μια ακόμα αστική ιδεολογία (δηλαδή ταξική) που εμφανίζεται με την επίφαση της επιστήμης (δηλαδή των «αντικειμενικών νόμων» και της «φυσικής τάξης») και αποτρέπει κάθε συζήτηση για τη δυνατότητα εναλλακτικών λύσεων ως «ουτοπισμό». Το δυσάρεστο είναι ότι έχει καταφέρει να παρασύρει και τον υποτιθέμενο αντίπαλό της, τη σοσιαλδημοκρατική αριστερά, στο δικό της παιχνίδι.

Η φαινομενική ένταση της ιδεολογικής μάχης μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλδημοκρατίας που έχει φουντώσει εκ νέου με αφορμή την τρέχουσα κρίση είναι εύλογο να απογοητεύει εκείνους που μιλούσαν για το «τέλος της ιστορίας» και την οριστική επικράτηση του φιλελευθερισμού· αποτελεί καθαυτή αδιάσειστη απόδειξη της πλάνης τους. Από την άλλη, είναι εξίσου εύλογο να πούμε ότι οι όροι με τους οποίους διαμείβεται η διαμάχη αυτή τους δίνει εν τέλει δίκιο. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια νίκη των φιλελεύθερων, αφού έχουν καταφέρει να φέρουν τη συζήτηση με τον αντίπαλο στα μέτρα τους: δεν αμφισβητείται η ελεύθερη αγορά αλλά το εύρος ρύθμισής της. Δεν αμφισβητείται ο καπιταλισμός αλλά η «ασυδοσία ορισμένων κερδοσκόπων». Η συζήτηση δεν ξεπερνάει ποτέ τα όρια που έχουν τεθεί με κοινή αποδοχή. Το πρόβλημα είναι ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για τα όρια που έχουν χαράξει προ πολλού οι φιλελεύθεροι. Υπ’ αυτή την έννοια, οι υβριδικές από άποψη ιδεολογικής νομιμοποίησης «κρατικοποιήσεις» χρεοκοπημένων τραπεζών και επιχειρήσεων μοιάζουν απολύτως λογικές.
Όμως, η ίδια ιδεολογική διαμάχη θα απογοητεύσει εξίσου και όσους από εμάς θεωρούμε τις συνθήκες της (κάθε) κρίσης ευεπίφορο έδαφος για επαναστατικές λύσεις, για διαφορετικούς φυσικά λόγους. Αφενός, διότι ο περιορισμός της συζήτησης σε μια διελκυστίνδα μεταξύ επιχειρημάτων για λιγότερη ή περισσότερη ρύθμιση και παρέμβαση του κράτους στην οικονομία δεν επιτρέπει την επικέντρωση της προσοχής μας στον πυρήνα του προβλήματος, που δεν είναι άλλος από έναν πολιτισμό που περιστρέφεται γύρω από την παραγωγή αξίας. Αφετέρου, διότι είναι προφανές ότι οποιαδήποτε άλλη συζήτηση που θα έθετε ζήτημα ριζικής ανατροπής του συστήματος με στόχο μια πιο δίκαιη κοινωνία για όλους αποδεικνύεται, για μια ακόμα φορά, ότι αφορά μια μειοψηφία μόνο και δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει το ευρύτερο ακροατήριο που θα την καθιστούσε υπολογίσιμη εναλλακτική λύση.

Είναι σε όλους μας προφανές νομίζω ότι, παρά τις όποιες προσδοκίες μας, οι συνθήκες για μια πιο δραστική, συνολική πολιτική απάντηση στην κρίση δεν είναι κοινωνικά ώριμες. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ωριμάζουν κιόλας, έστω και με απρόβλεπτο και χαοτικό τρόπο. Οι πυρήνες αντίδρασης είναι ήδη πολλοί και πολυποίκιλοι (που υπό μία έννοια μπορεί να είναι διάχυση δυνάμεων, υπό μία άλλη, κυτταρική ανάπτυξη που τείνει να δικτυωθεί), δημιουργούνται δε ολοένα και περισσότεροι. Σε καμιά περίπτωση ωστόσο δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ένα συλλογικό, συνεκτικό υποκείμενο δράσης (όπως είναι ας πούμε η «εργατική τάξη»), ικανό να ανατρέψει τις δεδομένες ισορροπίες. Από την άλλη, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα συγκρότησής του μελλοντικά, προπαντός αν οι εξελίξεις τείνουν στο χειρότερο όπως όλα δείχνουν. (Ακόμα και να ξεπεραστεί η οικονομική κρίση, θα παραμείνουμε αντιμέτωποι με την πολύ πιο σοβαρή οικολογική κρίση την οποία πρέπει να αντιμετωπίσουμε επειγόντως!)
Η επικείμενη διεύρυνση της οικονομικής κρίσης, τα αποτελέσματα της οποίας θα είναι επώδυνα για όλους (όχι όμως τόσο όσο για τους περισσότερο αδύναμους που θα την πληρώσουν ακριβότερα, κάποιοι ακόμα και με τη ζωή τους), θα αναγκάσουν πολλούς να αναθεωρήσουν δεδομένες έως τώρα απόψεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο γίνονται μέχρι σήμερα τα πράγματα και πιθανώς να τους κάνει να σκεφτούν ότι πρέπει να αλλάξουν· να σκεφτούν ίσως και την κατεύθυνση που πρέπει να πάρουν.
Πράγματι, μπορεί ο καπιταλισμός να βγει μπαρουτοκαπνισμένος μεν σώος δε, αν και παραπαίοντας, από μία ακόμα κρίση, το κύρος του όμως θα έχει δεχτεί ισχυρότατο πλήγμα, προκαλώντας ένα ρήγμα στη συνείδηση πολλών ανθρώπων. Κανείς δεν είναι σε θέση να πει πράγματι τι είδους ιδέες, συμπεριφορές και τάσεις θα αναδυθούν στο άμεσο μέλλον μέσα από αυτό το ρήγμα και πώς θα εκφραστούν πολιτικά. Οι διεργασίες που σοβούν κάτω από την επιφάνεια των γεγονότων, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε ατομικό επίπεδο, θα διαμορφώσουν ένα νέο τοπίο, την εικόνα του οποίου δεν είμαστε σε θέση να σκιαγραφήσουμε.
Ακόμα κι έτσι ωστόσο, μπορούμε να θεωρούμε βέβαιο ότι: το πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού δεν θα ειρηνεύσει παρά μόνο όταν και εάν αρθούν αυτές καθαυτές οι προϋποθέσεις των κρίσεων, δηλαδή οι ίδιες οι προϋποθέσεις του καπιταλιστικού συστήματος και κάθε συστήματος κυριαρχίας πάνω στον άνθρωπο και τη φύση.