Περί αναρχίας (1)

Αφιερωμένο σε όσες/όσους διώκονται ή βρίσκονται όμηροι στα χέρια του κράτους.

«Ένας αναρχικός που ικανοποιείται με τον περιορισμό των εξουσιών και εγκαταλείπει την ιδέα της κατάργησης του κράτους και της ατομικής ιδιοκτησίας, ένας αναρχικός που αποδέχεται να απολαμβάνει κάποιος τα αγαθά του και τη μικρή του ατομική ευτυχία, διάγοντας μια άνετη ζωή σε μια πλούσια χώρα, ένας αναρχικός, λέω, που αποδέχεται τα όρια τα οποία του επιβάλλει το εδραιωμένο σύστημα, δεν είναι αναρχικός, αλλά φιλελεύθερος. Και δεν θα υπάρξει μια "σχιζοφρενική συνείδηση" που να μπορεί να τον σώσει.»
- Eduardo Colombo[1]

Η αναρχία δεν είναι ιδεολογικό σύστημα, ούτε θετική πολιτικοοικονομική ή κοινωνική θεωρία. Είναι μια υποκειμενική θέση που δηλώνεται έμπρακτα. Είναι η εφαρμογή της αρχής «δεν υπάρχει καμία εκ των προτέρων νομιμοποιημένη ανώτερη αρχή» ως γενικής αρχής στην πράξη. Επιδιώκοντας την εκ βάθρων διάρρηξη των παγιωμένων κοινωνικών σχέσεων και των κοινωνικών ρόλων, της ανισότητας, του ετεροκαθορισμού, της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, η αναρχία είναι μια διαρκής επαναστατική πράξη ενάντια στην υποταγή του υποκειμένου στο αφηρημένο. Αναγνωρίζει ωστόσο το ανέφικτο κάθε τελεολογικής επαγγελίας που υπόσχεται τη νομοτελειακή έλευση του επί γης παραδείσου. Αποδεσμευμένη από τη μεσσιανική προοπτική, από κάθε λόγο περί επικείμενης λύτρωσης, η αναρχία επαναφέρει στο επίκεντρο την εδώ-και-τώρα απελευθέρωση των ζωικών δυνάμεων, της καταστροφής και της δημιουργίας.
Η αναρχία θέτει υπό αμφισβήτηση την εγκυρότητα του νόμου, την κυριαρχία που αυτός επικυρώνει. «Η επαναστατική Πράξη που, ως "παράνομη" πράξη, αποβλέπει στην καταστροφή των δομών της κοινωνίας και τη δημιουργία νέων πρωτότυπων τρόπων συμβίωσης, είναι η πιο ριζική έμπρακτη κριτική του Δικαίου και της κοινωνίας.»[2]
Η αναρχική θέση, από τη σκοπιά του υποκειμένου, εδραιώνεται τοπολογικά στην έλλειψη ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, στη συνειδητή εξάλειψη της παγιωμένης «μορφής» μέσω της «ριζικής έμπρακτης κριτικής» – δηλαδή του σημαίνοντος της «πολιτικής τάξης», όπως αυτή συναρθρώνεται στην οργανωμένη σε κράτος κοινωνία και επιβάλλεται μέσω του νόμου, της καθολικής κανονιστικής προσταγής που καταστέλλει την επιθυμία, δίνοντας προτεραιότητα στην «υποχρέωση» και το «καθήκον», στην «υπακοή» και την «τιμωρία». Να είσαι αναρχικός σημαίνει να εντοπίζεις τον ανταγωνισμό για τον αυτοπροσδιορισμό του ποιείν/πράττειν πέρα από τον επικαθορισμό του νόμου, να βρίσκεσαι σε ρήξη δηλαδή με την ήδη διαμορφωμένη κοινωνική σύμβαση και τον κοινωνικό έλεγχο μέσα στην καπιταλιστική σχέση (τη μορφή-κράτος, τη μορφή-εμπόρευμα, τη μορφή-χρήμα), όπως επίσης και στην πατριαρχική σχέση, και να δρας αναλόγως. Να αντιστέκεσαι στους μηχανισμούς που νομιμοποιούν τη «μεταβίβαση» της εξουσίας, να απορρίπτεις τον ετεροπροσδιορισμό ο οποίος στο «όνομα του πολίτη», και τα συνακόλουθα «δικαιώματα» και «καθήκοντα» που απορρέουν από αυτή τη «βάφτιση», επιβάλει την κυριαρχία. Να μην υποκύπτεις στο ψευδοδίλημμα που θέτει αντίκρυ, σαν δύο ξέχωρα μεταξύ τους πράγματα, το δίκαιο και την αλήθεια.
Καμία δυιστική αντίθεση που φυσικοποιείται, αποκτά υπόσταση και λαμβάνει θέση οντολογικού σημαίνοντος μέσα στις σχέσεις εξουσίας, ήτοι μια συγκεκριμένη μορφή ατομικού κυριαρχικού δικαιώματος που «επικυρώνεται» και «προστατεύεται» από το νόμο (βλ. π.χ. το «δικαίωμα» στην ιδιοκτησία), δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτή a priori ως ικανή συνθήκη για την κοινωνική συγκρότηση και τη θεμελίωση ενός εθελούσιου κοινωνικού δεσμού. Το σύμπτωμα, που φανερώνει την εγγενή αντίφαση της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας, τα εσαεί ασυμβίβαστα, ανταγωνιστικά συμφέροντα «πολίτη» και «ιδιώτη», δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να εκλογικευτεί. Εμμένει σθεναρά στην παθογενή φύση του ως απόρριμμα, αν και ρητώς δεν αναγνωρίζεται ποτέ σαν τέτοιο από τους κυβερνώντες, αντιθέτως, αποτελεί ένα θέμα προς συνεχή «διαπραγμάτευση» μέσα στο πλαίσιο της κορπορατιστικής αντίληψης για το κράτος.
Αναπόφευκτα, λοιπόν, πρώτιστο «καθήκον» του αναρχικού είναι να δρα με τέτοιο τρόπο, ώστε να διευρύνει και να διατηρεί πάση θυσία χαώδες το ρήγμα στις σχέσεις κυβερνητών και κυβερνώμενων, εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων, «κυρίων» και «δούλων», με στόχο να οξύνει τον ανταγωνισμό στα έσχατα όριά του: τη διάλυση της συγκεκριμένης κοινωνικής δομής και της καπιταλιστικής σχέσης. Μην υπακούοντας στις προσταγές του «δικαίου» των ισχυρών και των ιδιωτών, που ορίζεται πάνω στη βάση του αποκλεισμού και του μονοπωλίου, με πλήρη ασέβεια στην «έννομη τάξη» και την ηγεμονία, έχοντας εκ των προτέρων απόλυτη επίγνωση των συνεπειών αυτής της επιλογής, ο αναρχικός πραγματώνει αυτό που αρχικά φαίνεται παράδοξο: επιτίθεται καταστροφικά στην «κοινωνία», εννοούμενη ως απόλυτη αφαίρεση, για να διασώσει την κοινωνικότητα στη συγκεκριμένη βιοπρακτική, στη διαρκή επαναστατική πράξη της καθημερινότητας, στις αδιαμεσολάβητες ανθρώπινες σχέσεις: την ελευθερία, την ισότητα, τον αλληλοσεβασμό και την αλληλεγγύη.
Αυτή η επανεδαφικοποίηση της επιθυμίας μέσα στην καθημερινή ζωή, σημαίνει σε μια πρώτη φάση την απαγκίστρωση από την ιδέα της ιστορικής νομοτέλειας, από κάθε είδος ιστορικού πεπρωμένου, από κάθε τελεολογία. Σημαίνει επίσης τον αποφενακισμό του κοινωνικού σημαίνοντος ως «μεγάλου Άλλου», ως θεσμισμένης βίας η οποία νομιμοποιείται να επιβάλει καθολικά την κανονιστική προσταγή. Στη θέση μιας αλλότριας «κοινωνίας υπό το νόμο» (του θεού, του πατέρα, του κεφαλαίου, του κράτους), ο αναρχικός οραματίζεται την ελεύθερη και ισότιμη συνεργασία μέσα στην αυτόνομη συλλογικότητα. Και «αυτή η ελευθερία είναι μια διαρκής και χωρίς ανακωχή πάλη, ακόμη κι αν βρισκόμαστε σε μια αναρχική κοινωνία. Πάλη εναντίον αυτού που υφίσταται, του εδραιωμένου υπάρχοντος, προκειμένου να δοθεί χώρος σ' αυτό που δεν έχει εμφανιστεί ακόμη».[3]

[1] Eduardo Colombo, Είμαι αναρχικός!, μτφρ. Παναγιώτης Καλαμαράς, Ελευθεριακή Κουλτούρα - Το Μοναστήρι του Θελήματος 17, Αθήνα 2003, σ. 15.
[2] Μανόλης Λαμπρίδης [1975], Η σύγκρουση με το Νόμο ως έμπρακτη κριτική του Δικαίου και το συναίσθημα ενοχής, β΄ έκδ., Έρασμος, Αθήνα 2003, σ. 11-12.
[3] Eduardo Colombo, ό.π., σ. 14.

Παγκόσμια εκστρατεία νόμου και τάξης...

Του Χρόνη Πολυχρονίου
Πηγή: «Ελευθεροτυπία», 18-11-2009
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=103001

Κοινωνική πρόνοια και ποινική Δικαιοσύνη είναι οι δύο αιχμές μιας επίθεσης για τον έλεγχο των φτωχών και την υποταγή τους στις επιλογές που λειτουργούν εις βάρος τους, σύμφωνα με τον Γάλλο κοινωνιολόγο, Loic Wacquant.
[…] Ειδικευμένος στην αστική κοινωνιολογία, την αστική φτώχεια, τις φυλετικές ανισότητες και την εθνογραφία, ο καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια και συγγραφέας πολλών συγγραμμάτων, με τελευταίο το «Τιμωρώντας τους φτωχούς: Η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της κοινωνικής ανασφάλειας», μιλά στην «Ε» για μέσα και τεχνικές κοινωνικού ελέγχου.


Στο τελευταίο σας βιβλίο γράφετε ότι η κρατική κινητοποίηση για την επιβολή του νόμου και της τάξης εκτοξεύθηκε τα τελευταία 25 χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες και τώρα εξαπλώνεται με φρενήρεις ρυθμούς στην Ευρώπη. Ποιες συνθήκες οδήγησαν στην εμφάνιση αυτή της τάσης στις ΗΠΑ και γιατί η Ευρώπη γνωρίζει τώρα το ίδιο φαινόμενο;

Κατά τις τρεις δεκαετίες μετά την κορύφωση του κινήματος των Πολιτικών Δικαιωμάτων, οι ΗΠΑ εγκατέλειψαν το ρόλο του ηγέτη στην προοδευτική δικαιοσύνη, που θα έδειχνε στην ανθρωπότητα το δρόμο για "μια κοινωνία χωρίς φυλακή", και αναδείχθηκαν σε απόστολο της "μηδενικής ανοχής" στην αστυνόμευση, σε εμπνευστή της λογικής "Στις τρεις φορές καίγεσαι" και σε παγκόσμιο πρωταθλητή της φυλάκισης. Γιατί; Η συμβατική απάντηση είναι ότι αυτή η εκπληκτική εξάπλωση τις τιμωρίας ωθήθηκε από την αύξηση της εγκληματικότητας. Αντιθέτως όμως, στη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου η εγκληματικότητα σε πρώτη φάση σταθεροποιήθηκε και εν συνεχεία μειώθηκε. Σκεφτείτε αυτή την απλή στατιστική: οι ΗΠΑ είχαν το 1975 21 κρατουμένους για κάθε 10.000 "καταχωρισμένα εγκλήματα". Τριάντα χρόνια αργότερα είχαν 125 κρατουμένους για κάθε 10.000 εγκλήματα. Αυτό σημαίνει ότι, επί σταθερού αριθμού εγκλημάτων, το αμερικανικό κράτος επέβαλλε εξαπλάσιες ποινές.
Για να εξηγήσουμε αυτή την απότομη άνοδο, πρέπει να βγούμε από το περιοριστικό πλαίσιο "έγκλημα και τιμωρία" και να δώσουμε έμφαση στις έξω-ποινικές λειτουργίες των ποινικών θεσμών. Ανακαλύπτουμε λοιπόν ότι, υπό το φως των ταραχών στα γκέτο στη δεκαετία του '60, η αστυνομία και οι φυλακές χρησιμοποιήθηκαν για να συγκρατηθεί η αστική αποδιοργάνωση που προκλήθηκε από την οικονομική απορρύθμιση και να επιβληθεί η πειθαρχία της ανασφαλούς απασχόλησης στη βάση της ταξικής δομής. Αυτή η στροφή της ποινικής πολιτικής προς την αυστηρότερη τιμωρία δεν αποτελεί απάντηση στην εγκληματική ανασφάλεια, αλλά στην κοινωνική ανασφάλεια που προκάλεσαν ο κατακερματισμός της μισθωτής εργασίας και η διατάραξη της εθνοφυλετικής ιεραρχίας.
Μια παρόμοια τάση προς την ποινικοποίηση του αστικού περιθωρίου έχει σαρώσει τη Δυτική Ευρώπη με καθυστέρηση δύο δεκαετιών και με μια-δυο διαφοροποιήσεις. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, προικισμένες με μια ισχυρή κρατική παράδοση, χρησιμοποιούν το "μπροστινό άκρο" της ποινικής αλυσίδας -την αστυνομία- παρά το "πίσω άκρο" -τη φυλακή- προκειμένου να κάμψουν τις κοινωνικές αναταραχές και την απελπισία στις περιοχές χαμηλού εισοδήματος. Ο ασπασμός του νόμου και της τάξης είναι ισχυρότερος σε επίπεδο ρητορείας παρά σε επίπεδο πραγματικής πολιτικής. Κι έπειτα, αντί να κάνουν μια βάναυση στροφή από την κοινωνική στην ποινική διαχείριση της φτώχειας, οι χώρες της γηραιάς ηπείρου ενίσχυσαν και τα δύο, επεκτείνοντας ταυτοχρόνως την κοινωνική πρόνοια και την αστυνομική παρέμβαση. Αλλά τελικώς η κυρίαρχη τάση είναι παρόμοια: μια αναθεώρηση της δημόσιας πολιτικής με προσανατολισμό προς την τιμωρία, η οποία συνδυάζει το "αόρατο χέρι" της αγοράς με τη "σιδερένια γροθιά" του ποινικού κράτους.
Ο ενισχυμένος θεσμός της φυλακής που έχει προκύψει ως αποτέλεσμα έχει καταλήξει να υπηρετεί τρεις αποστολές που ελάχιστη σχέση έχουν με τον έλεγχο του εγκλήματος: (στόχοι του είναι) να αναγκάσει τα θραύσματα της μεταβιομηχανικής (κατακερματισμένης) εργατικής τάξης σε επισφαλή μισθωτή εργασία. Να "αποθηκεύσει" τα πιο διασπαστικά και περιττά στοιχεία. Και να επιβεβαιώσει την εξουσία του κράτους στον περιορισμένο τομέα που θέτει τώρα ως πεδίο ευθύνης του.

Συνδέεται η εκστρατεία νόμου και τάξης που βλέπουμε σήμερα σε πολλές δυτικές κοινωνίες με αλλαγές στην πολιτική πρόνοιας και στη μεταχείριση των φτωχών;

Η ξαφνική άνοδος και αποθέωση της τιμωρίας είναι μέρος μιας ευρύτερης αναδιάρθρωσης του κράτους, η οποία συνεπάγεται επίσης την αντικατάσταση του δικαιώματος στην κοινωνική πρόνοια από την υποχρέωση της αρχής της ανταποδοτικότητας της πρόνοιας (δηλαδή, την αναγκαστική συμμετοχή σε μια υποαμειβόμενη εργασία ως προϋπόθεση για τη λήψη κρατικής υποστήριξης). Ο περιορισμός της κοινωνικής αρωγής και η ενίσχυση των φυλακών αποτελούν τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, της πολιτικής αναδιάρθρωσης με βάση την επιβολή της τάξης σε κοινωνικό και αστικό επίπεδο.
Το 1971 οι Αμερικανοί κοινωνιολόγοι Frances Fox Piven και Richard Cloward έγραψαν ένα κλασικό έργο της κοινωνικής επιστήμης με τίτλο "Regulating the Poor" (Ρυθμίζοντας τη φτώχεια), στο οποίο πρότειναν η αρωγή προς τους φτωχούς να διαστέλλεται και να συστέλλεται μαζί με τους κύκλους της αγοράς εργασίας. Αυτό το μοντέλο λειτούργησε για μισό αιώνα, αρχής γενομένης από το Νιου Ντιλ. Όμως στην εποχή του "υπερκινητικού" κεφαλαίου και της ευέλικτης εργασίας, αυτή η κυκλική εναλλαγή έχει αντικατασταθεί από τη διαρκή συστολή της πρόνοιας και την απελευθέρωση μιας πρόθυμης να δουλέψει και φιλοπόλεμης ποινικής γραφειοκρατίας. Η μοναδική ελπίδα των φτωχών να τους αγκαλιάσει το κοινωνικό κράτος έχει υπερκεραστεί από τη ρύθμιση της φτώχειας από τη μια μέσω της πατερναλιστικής πράξης της περιοριστικής εφαρμογής της αρχής της ανταποδοτικότητας στην κοινωνική πρόνοια και από την άλλη μέσω της επέκτασης του "εγκλεισμού".
Στη δική μου εργασία χρησιμοποιώ την έννοια του γραφειοκρατικού πεδίου (του συνόλου των οργανισμών που προσδιορίζουν και διανέμουν τα δημόσια αγαθά) που έχει εισαγάγει ο Pierre Bourdieu, ώστε να συμπεριλάβω αυτές τις εξελίξεις στην κοινωνική πολιτική και την ποινική πολιτική σε ένα κοινό πλαίσιο ανάλυσης. Η κοινωνική πρόνοια, που επανέρχεται ως αρχή της ανταποδοτικότητας στην πρόνοια, και οι φυλακές, που στερούνται πλέον του προσχήματος της επανένταξης, συνιστούν τώρα ένα μοναδικό οργανωτικό πλέγμα που εκσφενδονίζεται στους φτωχούς, ενώ η κατανομή του ελέγχου γίνεται ανάλογα με το φύλο τους: η κοινωνική πρόνοια αναλαμβάνει τις γυναίκες και τα παιδιά, ενώ οι φυλακές αναλαμβάνουν τους άνδρες τους - που σημαίνει τους συζύγους, τους αδελφούς και τους γιους αυτών των γυναικών.

Λέτε λοιπόν ότι η κοινωνική πρόνοια και η ποινική Δικαιοσύνη είναι δύο πλευρές της πολιτικής που ασκείται έναντι των φτωχών...

Ναι, φυσικά. Ας θυμηθούμε πρώτα απ' όλα ότι η πρόνοια για τους φτωχούς και ο εγκλεισμός στις φυλακές έχουν κοινές ιστορικές καταβολές: επινοήθηκαν αμφότερα στον "μακρύ 16ο αιώνα" σε νομάδες που αποκόπηκαν από τους κοινωνικούς τους δεσμούς με το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, για να διδαχθούν την ηθική της μισθωτής εργασίας. Δεύτερον, το κοινωνικό προφίλ εκείνων που δέχονται κοινωνική αρωγή και των εγκλείστων (από την άποψη της τάξης, της εθνικότητας, της εκπαίδευσης, της στέγασης, της οικογένειας, του ιατρικού ιστορικού, της έκθεσης στη βία κτλ.) είναι περίπου ταυτόσημο, εκτός ίσως από τον παράγοντα του φύλου, που λειτουργεί αντεστραμμένος, καθώς αμφότεροι προέρχονται από τους ίδιους περιθωριοποιημένους τομείς της ανειδίκευτης εργατικής τάξης. Τρίτον, η αρχή της ανταποδοτικότητας στην κοινωνική πρόνοια και ο εγκλεισμός που δεν αποβλέπει στην επανένταξη, στηρίζονται στην ίδια φιλοσοφία του ηθικού συμπεριφορισμού και χρησιμοποιούν τις ίδιες τεχνικές ελέγχου, στις οποίες περιλαμβάνονται ο στιγματισμός, η επιτήρηση, οι ποινικές απαγορεύσεις και διαβαθμισμένες κυρώσεις για να "διορθώσουν" τη συμπεριφορά των πελατών τους. Καθεμιά από τις διαστάσεις αυτές έχει λάβει νέο νόημα υπό το νεοφιλελεύθερο κράτος.

Πώς ορίζετε το νεοφιλελεύθερο κράτος;

Οι οικονομολόγοι έχουν εισαγάγει μια έννοια του φιλελευθερισμού που τον εξισώνει με την κυριαρχία της "ελεύθερης αγοράς" και την επέλαση της "μικρής κυβέρνησης". Λοιπόν αυτή είναι η ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού, όχι η πραγματικότητά του. Η κοινωνιολογία του υφιστάμενου νεοφιλελευθερισμού αποκαλύπτει ότι εμπεριέχει την οικοδόμηση ενός κράτους-κενταύρου, φιλελεύθερου στην κορυφή και πατερναλιστικού στη βάση. Ο νεοφιλελεύθερος Λεβιάθαν ασκεί το laissez faire laissez passer έναντι των επιχειρήσεων και της ανώτατης τάξης, στο επίπεδο των αιτιών της ανισότητας. Είναι όμως άγρια παρεμβατικό και απολυταρχικό όταν καλείται να αντιμετωπίσει τις καταστρεπτικές συνέπειες της οικονομικής απορρύθμισης για όσους βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο του ταξικού φάσματος.
Έναντι της "ισχνής" αντίληψης των οικονομολόγων, προτείνω έναν "συμπαγή" κοινωνιολογικό χαρακτηρισμό του νεοφιλελευθερισμού, που προσθέτει τρία συστατικά στοιχεία στους νόμους της αγοράς: επιτηρητική εργασία, επιθετικό αστυνομικό και σωφρονιστικό μηχανισμό και το πολιτιστικό σχήμα λόγου της "προσωπικής ευθύνης" να κολλήσει όλα μαζί. Το "Τιμωρώντας τους φτωχούς" δείχνει ότι, όπως η επιτηρητική εργασία, το υπερτροφικό και υπερδραστήριο τιμωρητικό καθεστώς που ανόρθωσε η Αμερική για να περιορίσει τον απόηχο της κοινωνικής ανασφάλειας δεν είναι μια παράκαμψη από το νεοφιλελευθερισμό, αλλά ένα από τα συστατικά του στοιχεία.
Πέραν τούτου, ο αιτιολογικός σύνδεσμος μεταξύ του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού και της τιμωρητικής επέκτασης είναι φανερός εφόσον ιδωθεί σε διεθνές επίπεδο: δεν είναι τυχαίο ότι η Αγγλία διαπήδησε στην τάξη των ηγετών της φυλάκισης στη δυτική Ευρώπη υπό τον Μπλερ, ενώ η Χιλή διεκδίκησε τον τίτλο για τη Νότια Αμερική.

Επιχειρηματολογείτε στο τελευταίο έργο σας ότι η εκστρατεία για το νόμο και την τάξη υπό εξέλιξη είναι μια συμβολική έκθεση και τη συγκρίνετε με την πορνογραφία. Μπορείτε να μας εκθέσετε περαιτέρω την ιδέα;

Μία από τις προκλήσεις στο "Τιμωρώντας τους φτωχούς" είναι να ξεπεράσουμε την τελετουργική αντίθεση μεταξύ υλιστικών προσεγγίσεων, προερχομένων από τον Καρλ Μαρξ, και των συμβολικών προσεγγίσεων, που εμπνέονται από τον Εμίλ Ντέρκχαϊμ. Ο πρώτος βλέπει κοινωνική πρόνοια και ποινική δικαιοσύνη ως όργανα ταξικού ελέγχου, ενώ ο δεύτερος τα ερμηνεύει ως οχήματα για επικοινωνιακές νόρμες και δέσμευση κοινωνιών. Στην πραγματικότητα, η φυλακή είναι αρκετά πολύπλοκο ίδρυμα ώστε να λειτουργεί και στις δύο παραμέτρους αμοιβαία ή διαδοχικά.
Είναι βασικό να λάβουμε υπόψη τις συμβολικές διαστάσεις της τιμωρίας σε μια εποχή όπου η τιμωρητική πολιτική οδηγείται όλο και περισσότερο από θεωρητικές εκφράσεις σε κατάσταση αμόκ. Η καταπολέμηση του εγκλήματος έχει παντού μεταλλαχθεί σε ένα γκροτέσκο θέατρο αστικής ηθικής όπου εκλεγμένοι αξιωματούχοι χρησιμοποιούν για να σκηνοθετήσουν την αρσενική τους πυγμή και να λοιδορήσουν τους "ανάξιους" φτωχούς, όπως και να υποστηρίξουν το έλλειμμα της νομιμότητας από το οποίο πάσχουν όταν εγκαταλείπουν την προστατευτική αποστολή του κράτους στο κοινωνικό και οικονομικό μέτωπο. Οι πολιτικοί υπεραμύνονται μέτρων -όπως απαγορεύσεις κυκλοφορίας για τους νέους, αυτόματες επιβολές ισοβίων για αμετανόητους εγκληματίες ή δεμένους μαζί κρατουμένους με ριγωτές στολές- τα οποία είναι εντελώς άνευ αξίας από την πρακτική άποψη της μείωσης της εγκληματικότητας, όσο αυτά βολεύουν στο να γεννούν συναισθήματα εκδίκησης και στο να δραματοποιούν το όριο μεταξύ "ημών" των νομοταγών εργαζόμενων οικογενειών και "αυτών" του αποκρουστικού υποκόσμου.
Η πυρετώδης εκστρατεία να μπουν στη μαύρη λίστα και να εξοριστούν οι σεξουαλικοί εγκληματίες, για παράδειγμα, είναι ακατανόητη από την αυστηρή άποψη του λογικού ελέγχου της εγκληματικότητας. Η διάχυση θεσπισμάτων όπως ο "Megan's Law"* ακριβώς όταν ο δείκτης σεξουαλικών εγκλημάτων πέφτει, δεν βγάζει νόημα με όρους οργανικής λογικής, από τη στιγμή που θέτει πρώην σεξουαλικούς εγκληματίες υπό επαναλαμβανόμενη ταπείνωση, τους ωθεί στην παρανομία και συνεπώς αυξάνει τις πιθανότητες να υποτροπιάσουν. Αλλά έχει νόημα για τα καλά εάν υπολογίσεις ότι με το να μεταχειρίζεσαι σεξουαλικούς εγκληματίες ως ανήθικα σκουπίδια που πρέπει να φυλακίζονται, εκτοπίζει το συλλογικό άγχος από τη δουλειά, την οικογένεια και τη σεξουαλικότητα προς την κατεύθυνση των παραβιαζόντων το νόμο και, συμβολικά, τσιμεντώνει την ηθική ενότητα εκείνων που αυτοπροσδιορίζονται από την αντίθεσή τους προς αυτούς.

* Νόμος της Πολιτείας της Καλιφόρνια του 2004 που μεταξύ άλλων πληροφορεί κάθε ενδιαφερόμενο (και μέσω ιστοσελίδας) για τις κινήσεις κάθε καταδικασμένου για σεξουαλικά εγκλήματα στο παρελθόν. Ο «Νόμος της Μέγκαν» ονομάστηκε έτσι εις μνήμην της 7χρονης Μέγκαν Κάνκαν από το Νιου Τζέρσεϊ, την βίασε και σκότωσε υπότροπος παιδεραστής που είχε μόλις μετακομίσει στη γειτονιά της.