Αναγνώσεις

Εδώ μπορείτε να βρείτε σε μορφή pdf το βιβλίο «Αθήνα ανοχύρωτη πόλη. Χωρική ανάλυση της εξέγερσης του Δεκέμβρη 2008», εκδόσεις Urban Anarchy, Θεσσαλονίκη 2010:

http://www.anarxeio.gr/contents/view/a8hna-anoxyroth-polh


Εδώ μπορείτε να διαβάσετε το καινούργιο τεύχος (#4) του QVzine με κεντρικό θέμα «Αρρενωπότητες: ιστορίες για το φύλο και άλλες σχέσεις εξουσίας»:

http://qvzine.net/qv4/qv4_home.htm

Τέχνη και («άυλη») εργασία

Παρέμβαση στη συζήτηση «Οι καλλιτέχνες ως εργαζόμενοι» που πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010 στην ΑΣΚΤ, στο πλαίσιο του 3ου Φεστιβάλ «Τέχνη εν κινήσει».

Ο Βάγκνερ ισχυριζόταν κάποτε ότι η «αληθινή τέχνη και μουσική είναι ασύμβατες με τον καπιταλισμό».
Αν και σε πολλούς από εμάς ένας τέτοιος ρομαντικός αφορισμός ηχεί παράδοξα οικείος, καθώς έχει βαθιές ρίζες στις αστικές ιδεοληψίες μας, η αλήθεια είναι πως στην πραγματικότητα όλοι ξέρουμε ότι οι εξελίξεις τον έχουν οικτρά διαψεύσει, σε βαθμό που σήμερα να ηχεί στ' αυτιά μας περισσότερο σαν ρομαντική αφέλεια παρά σαν ηθική προτροπή που θέτει το ζήτημα της χειραφέτησης της τέχνης.
Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία της μοντέρνας και της σύγχρονης τέχνης προκειμένου να επιβεβαιώσουμε την υποψία μας πως ο καπιταλισμός και η τέχνη μοιράζονται το ίδιο πάθος για τη δημιουργικότητα και την καινοτομία. Και πως, παρά τις συνεχείς εντάσεις στη σχέση τους και την τάση αλληλοκτονίας που φαινομενικά επιδεικνύουν, ούτε ο καπιταλισμός ούτε η τέχνη θα ήταν ό,τι είναι χωρίς να αναζωογονούνται διαρκώς από την αμφίδρομη αυτή σχέση. Υπόσχονται άλλωστε και οι δυο την ευτυχία. Και οι δύο προσπάθησαν να χειραφετήσουν το άτομο από τους προ-νεωτερικούς περιορισμούς, καταστρέφοντας κάθε παραδοσιακή κοινωνική μορφή και σχέση με τον κόσμο και τη φύση...
Έτσι λοιπόν, ακόμα και η απεγνωσμένη απόπειρα των καλλιτεχνικών πρωτοποριών να απαγκιστρώσουν την τέχνη από την εμπορευματική σχέση στην οποία ο καπιταλισμός ενσωματώνει κάθε κοινωνική σχέση λειτούργησε πίσω από την πλάτη τους μετατρεπόμενη σε κατάφoρη επιβεβαίωση αυτής της σχέσης. Δείτε πόσο αξίζει σήμερα ένα έργο της Ρωσικής πρωτοπορίας ή πώς έχει ενσωματωθεί πλήρως στη γλώσσα της διαφήμισης και του μάρκετινγκ η ρητορική των Καταστασιακών για την «πειραματική κατασκευή της καθημερινής ζωής», την «ανάπτυξη του δημιουργικού πνεύματος», τη «δημιουργία περιβαλλόντων» και την «κατασκευή του εαυτού».
Η ιδεαλιστική εμμονή πολλών από εμάς να βλέπουμε μέχρι σήμερα την τέχνη και τον καπιταλισμό ως ασύμβατες έννοιες δεν απηχεί τίποτ’ άλλο παρά τη σχιζοειδή αντίληψή μας για τη σημασία και τη λειτουργία της τέχνης μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Με άλλα λόγια, την άρνησή μας να αποδεχτούμε τον φετιχιστικό ρόλο της τέχνης στη συμβολική οικονομία και τη σχέση της με την πολιτική οικονομία, ενώ ταυτοχρόνως συνεχίζουμε απεγνωσμένα να προβάλουμε σε αυτήν την επιθυμία απελευθέρωσής μας από την καπιταλιστική σχέση της ανταλλακτικής αξίας.
Στο πλαίσιο μιας κραταιής, από τα τέλη του 18ου αιώνα έως τις μέρες μας, ιδεολογικής κατασκευής, η τέχνη θεωρείται «αυτόνομη». Έχει ενδιαφέρον να δούμε πότε και πώς απέκτησε η τέχνη αυτή την «αυτονομία» που της αποδίδουμε ακόμα και σήμερα. Όπως ισχυρίζεται ο Τέρι Ήγκλετον, η τέχνη «έγινε, περιέργως, αυτόνομη με την ένταξή της στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Όταν η τέχνη αποτελεί εμπόρευμα, απελευθερώνεται από τις παραδοσιακές κοινωνικές λειτουργίες της στα πλαίσια της Εκκλησίας, του Νόμου και του Κράτους, και γνωρίζει την ανώνυμη ελευθερία της αγοράς. Τώρα υπάρχει, όχι για κάποιο συγκεκριμένο κοινό, αλλά για οποιονδήποτε μπορεί να την εκτιμήσει, αλλά και να την αγοράσει. Στον βαθμό λοιπόν που η ύπαρξή της δεν εξυπηρετεί κάτι ή κάποιον συγκεκριμένα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει για τον εαυτό της. Είναι "ανεξάρτητη", γιατί έχει απορροφηθεί από την παραγωγή αγαθών».
Παρότι όμως η τέχνη απορροφάται από την παραγωγή αγαθών, η «ανεξαρτησία» της έχει αποκτήσει στο ιδεολογικό και συμβολικό επίπεδο μια ιδιαίτερη σημασία. Για την αστική κουλτούρα πρέπει να είναι ανεξάρτητη διότι είναι ο προνομιακός χώρος του διαχωρισμένου αισθητικού, όπου η ανθρώπινη έκφραση παραμένει ελεύθερη από τον καταναγκασμό ώστε να υπηρετεί την ομορφιά και τη χαμένη ενότητα αντικειμένου-υποκειμένου. Για την επαναστατική κουλτούρα, είναι ο προνομιακός χώρος όπου ριζώνει η αντίσταση στην αλλοτρίωση, η δυνάμει μήτρα της χειραφέτησης από τον καταναγκασμό και την υπαγωγή της ύπαρξης στον άτεγκτο νόμο της αξίας στο πλαίσιο του καπιταλισμού.
Και στις δύο περιπτώσεις, η τέχνη εκλαμβάνεται ως να λειτουργεί οιωνεί λυτρωτικά, αποφορτίζοντας την ανθρώπινη αγωνία της αλλοτρίωσης και της υποταγής στους κοινωνικούς όρους της εκμετάλλευσης των ανθρώπινων παραγωγικών ικανοτήτων. Η αφηρημένη αυτή λειτουργία της τέχνης μέσα στις καθαρά υλιστικές συνθήκες της εμπορευματικής παραγωγής αποκτά τη δυναμική θεμελιώδους διαχωρισμού, διαχωρίζοντας την ετερόνομη εργασία (δουλειά), που επιβάλλεται από την ανάγκη, από την αυτόνομη καλλιτεχνική ενασχόληση (δημιουργία), που είναι μια υψηλή μορφή ανθρώπινης επικοινωνίας και έκφρασης.
Αυτός ο διαχωρισμός αναπόφευκτα οριοθετεί ένα «έξω», ένα καταφύγιο μη ανταγωνιστικής, ανιδιοτελούς (με οικονομικούς όρους) δραστηριότητας, όπου οι αξίες είναι εξατομικευμένες στον υπέρτατο βαθμό (η ιδιοφυία, το ταλέντο, το χάρισμα κ.λπ.) και επανέρχονται στον κοινωνικό στίβο οριζόμενες από την αντίθεσή τους (μοναδικότητα, σπάνις, κ.λπ.) προς το τυποποιημένο και μαζικό προϊόν-εμπόρευμα ως απελευθερωμένες (ή δυνάμει απελευθερωτικές) μορφές του ανθρώπινου ποιείν/πράττειν.
Αυτός ο διαχωρισμός τοποθετεί σε έναν βαθμό σαν εξαίρεση τα άτομα στα οποία αποδίδονται ιδιαίτερες «δημιουργικές» ικανότητες, τους καλλιτέχνες, από τον καταναγκασμό της εργασίας ως μέσου για την επιβίωση. Τοποθετεί τη δραστηριότητά τους, την καλλιτεχνική πράξη, εκτός παραγωγικής διαδικασίας, καλλιεργώντας έτσι τον διαχωρισμό μεταξύ εκείνων που είναι ελεύθεροι να σκέφτονται και να δημιουργούν κι εκείνων που είναι καταδικασμένοι απλώς να δουλεύουν για να αναπαραχθούν.
Ενώ όμως προσλαμβάνεται ως «εξαίρεση», η καλλιτεχνική δραστηριότητα στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια μορφή εργασίας αν και αποτελεί ταυτοχρόνως και μια ιδιαίτερη μεσολάβηση των κοινωνικών σχέσεων που δημιουργούν οι ιστορικά συγκεκριμένες παραγωγικές συνθήκες.
Αυτή η αντίφαση δεν διέφυγε από τη διορατικότητα του Μαρξ, ο οποίος είχε επισημάνει ότι: «Ο συγγραφέας είναι παραγωγικά εργαζόμενος καθόσον παράγει ιδέες, αλλά από τη στιγμή που πλουτίζει τον εκδότη που εκδίδει το έργο του, είναι ένας μισθωτός εργαζόμενος για τον καπιταλιστή».
Όπως κάθε αξία χρήσης στον καπιταλισμό, η μοίρα των προϊόντων της καλλιτεχνικής εργασίας, δηλαδή των διακριτών «έργων τέχνης», είναι να εκφράζουν και μια ανταλλακτική αξία, γεγονός που τα τοποθετεί αυτομάτως στην τάξη των εμπορευμάτων. Άρα τα καθιστά αντικειμενοποιημένες μορφές της αφηρημένης αξίας.
Το έργο τέχνης, σε κάθε μορφή του, διαφέρει από το εμπόρευμα στο βαθμό που εμπεριέχει τον προσδιορισμό της αξίας του με όρους που φαινομενικά δεν υπόκεινται στον τυπικό «νόμο της αξίας». Δηλαδή, η αξία του δεν καθορίζεται με βάση τη δαπάνη χρόνου και την κατανάλωση εργατικής δύναμης, ως αφηρημένης εργασίας που παράγει αξίες με τη μορφή εμπορευμάτων, αλλά στην υποτιθέμενη ιδιότητά του να αποκτά αξία βάσει πολιτιστικά διαμορφωμένων και θεσμικά κατοχυρωμένων αισθητικών κριτηρίων που ουδεμία πραγματική σχέση έχουν με την εμπορευματική οικονομία.
Το έργο τέχνης καθίσταται έτσι, από τη μια, η άρνηση του εμπορεύματος, από την άλλη, όμως, καθίσταται ταυτοχρόνως και μια επιβεβαίωση της κυριαρχίας του εμπορεύματος, με την έννοια ότι, στο πλαίσιο του πολιτισμού μας, ανάγεται σε απόλυτο φετίχ, τόσο στο υλικό επίπεδο, ως μορφή, όσο και στο συμβολικό επίπεδο, ως περιεχόμενο. .
Αυτό που αποκαλύπτει τον ιδεολογικό χαρακτήρα της κυρίαρχης αντίληψης περί «αυτονομίας» της τέχνης είναι ο επανεντοπισμός της θέσης και του ρόλου των καλλιτεχνών στην διαδικασία παραγωγής αξίας στο πλαίσιο του ύστερου καπιταλισμού, της ευέλικτης κεφαλαιακής συσσώρευσης που αποκαλείται και «μετα-φορντισμός», καθώς και η αποσαφήνιση της σημασίας της σε αυτήν την ιστορικά καθορισμένη στιγμή εξέλιξης του καπιταλισμού.
Ισχυρίζομαι πως πρόκειται για μια αναβαθμισμένη λειτουργικά θέση σε σύγκριση με την αντίστοιχη θέση που κατείχαν οι καλλιτέχνες σε προηγούμενες εποχές και φάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Δεν είναι πλέον αποκλειστικά καθαυτή η καλλιτεχνική παραγωγή που καθιστά την καλλιτεχνική δραστηριότητα αποδοτική για το κεφάλαιο, αλλά κυρίως η ίδια η καλλιτεχνική πρακτική και τα μέσα της που αποτελούν πλέον πρότυπο αυτού που το κεφάλαιο θεωρεί «παραγωγική εργασία», αλλά και η χρήση αυτών των πρακτικών και των μέσων σε ολόκληρο το κύκλωμα αξιοποίησης της αξίας, από την παραγωγή ως την κατανάλωση.
Πρόκειται αναμφίβολα για μία αλλαγή η οποία είναι συναφής με την κρίση του φορντισμού στη σφαίρα της παραγωγής και της κυκλοφορίας του κεφαλαίου και την αντίστοιχη κρίση της ρυθμιστικής ικανότητας του κεϋνσιανισμού στη σφαίρα του κράτους, που εκτυλίχθηκε ως δομική κρίση του μεταπολεμικού μοντέλου κοινωνικής αναπαραγωγής.
Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια εποχή εντοπίζεται ιστορικά, και παράλληλα με την ήττα του εργατικού κινήματος, το «τέλος των πρωτοποριών», των καλλιτεχνικών πρακτικών που έθεταν ως στόχο τους το «ξεπέρασμα της τέχνης» ως διαχωρισμένης από την εργασία δραστηριότητας. Και αυτό συνέβη διότι, στην αναδιαρθρωμένη, τεχνολογικά αναβαθμισμένη διάχυτη διαδικασία παραγωγής ως «παραγωγική εργασία» θεωρείται πλέον η εργασία που είναι συνδεδεμένη με τη «δημιουργικότητα», το συναίσθημα, τη νοημοσύνη, τη γλώσσα και γενικότερα τις επικοινωνιακές ικανότητες του υποκειμένου.
Οι νέες μορφές καπιταλιστικής συσσώρευσης τείνουν να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση «εργασίας» και «αξίας». Η αξιοποίηση, η απόσπαση δηλαδή υπεραξίας, δεν είναι πλέον αποκλειστικά συνδεδεμένη με την υλική παραγωγική διαδικασία και την εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο, σε ένα ορθολογικά οργανωμένο σύστημα παραγωγής μέσα στο εργοστάσιο. Δεν είναι μόνο η αλλοτριωμένη εργασία του «εργάτη μάζα», ενός έμβιου εξαρτήματος της παραγωγικής μηχανής, που το κεφάλαιο χρησιμοποιεί για να διευρύνει την παραγωγή αξίας, αλλά χρησιμοποιεί πια όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες που τυπικά δεν υπάγονται στην έννοια της εργασίας, όπως η δημιουργικότητα, εκφρασμένη ως καλλιτεχνική δραστηριότητα και παιχνίδι, η γλώσσα και η επικοινωνιακή ικανότητα, η αυτοπαραγωγή, η συνεργατικότητα και η κοινωνική δικτύωση, η διαμόρφωση της ταυτότητας, κ.λπ.
Με τις αναλύσεις του ιταλικού μετα-Εργατισμού (post-operaismo) και του Αυτόνομου μαρξισμού για τη μετάβαση από το φορντιστικό καθεστώς παραγωγής στο μετα-φορντιστικό, στο «κοινωνικό εργοστάσιο», τον «κοινωνικό εργάτη» και την «άυλη εργασία» (immaterial labor), την εργασία που επενδύει τα εμπορεύματα με τη συμβολική τους σημασία, καθώς και με τις όψιμες αμερικανοτραφείς θεωρίες του ακαδημαϊκού συρμού περί της σπουδαιότητας της «δημιουργικής τάξης» (creative class) στην παραγωγή του κοινωνικού πλούτου, η διεύρυνση της έννοιας της εργασίας και η ποιοτική αναβάθμισή της ώστε να περιλαμβάνει κάθε πτυχή της ανθρώπινης υπόστασης, κρύβει κάτω από το χαλί το διευρυμένο καθεστώς εκμετάλλευσης – την αναπαραγωγή δηλαδή των παραγωγικών σχέσεων τη στιγμή που οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν υποτίθεται αποκτήσει μια νέα δυναμική κι έχουν εμπλουτιστεί με βιοπολιτικό τρόπο. Αφήνει εκτός κάδρου επίσης την εγγενή αντίφαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δηλαδή την εκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας και της συλλογικής διάνοιας από τη μια και την ολοένα μεγαλύτερη ανάγκη του να περιορίσει το κόστος παραγωγής και αναπαραγωγής τους για το κεφάλαιο.
Η τέχνη αρχίζει τις τελευταίες δεκαετίες να παίζει έναν ολοένα και πιο καίριο μεσολαβητικό ρόλο στην παραγωγή αξίας, ενώ είναι ουσιαστική πλέον η συμβολή της στην πραγματοποίηση της υπεραξίας, στις συνθήκες του αποκαλούμενου «γνωσιακού καπιταλισμού», όπου η διευρυμένη κατηγορία του «ενοικίου» εξαπλώνεται ως «παρασιτική» μορφή του κέρδους και ως αντίρροπος μηχανισμός στην πτωτική τάση του κέρδους. Το ενοίκιο (μίσθιο - rent), ως μορφή πραγματοποίησης της υπεραξίας, διευρύνεται ώστε να συμπεριλάβει, εκτός της έγγειας ιδιοκτησίας που αποφέρει έσοδα από μισθώματα, και την πνευματική, καλλιτεχνική, και «μονοπωλιακή» ιδιοκτησία του «αυτόνομου» έργου τέχνης. Όπως στην πρώτη περίπτωση το κεφάλαιο εκμεταλλεύεται τη γη μέσω της ιδιοποίησής της έτσι και στη δεύτερη εκμεταλλεύεται το συλλογικά παραγόμενο άυλο κεφάλαιο, πολιτιστικό ή γνωσιακό, το οποίο ιδιοποιείται ελέγχοντας πλήρως την αξιοποίηση και τη διανομή του.
Η καλλιτεχνική δραστηριότητα, από τη σκοπιά του κεφαλαίου, δεν ενδιαφέρει πλέον τόσο γι' αυτό καθαυτό το προϊόν της παραγωγής της, τα έργα τέχνης ως διακριτά προϊόντα-εμπορεύματα δηλαδή, ακόμα κι αν είναι στο πεδίο της αγορά που εν πολλοίς καθορίζονται οι αξίες, όσο για την «επιτελεστικότητά» της, δηλαδή τις διαδικασίες οργάνωσης της διακίνησης, διανομής και κατανάλωσής τους, τη συμβολή τους στη συσσώρευση πολιτιστικού κεφαλαίου που μπορεί να πουληθεί με τη μορφή πνευματικών δικαιωμάτων και στη δημιουργία δικτύων συνεργασίας που εξασφαλίζουν κυκλώματα διανομής και κατανάλωσης, ανατροφοδοτώντας συνεχώς την παραγωγή με τη, συνήθως άμισθη, δημιουργική συμβολή των συμμετεχόντων.
Τώρα δεν έχει πια σημασία μόνο το γεγονός ότι στην τέχνη το υποκείμενο είναι η κύρια παραγωγική δύναμη –όπως έλεγε ο Αντόρνο–, αυτό συμβαίνει άλλωστε και στην υλική παραγωγή με τη ζωντανή εργασία, φορέας της οποίας είναι το υποκείμενο-εργάτης, αλλά ότι εμπλέκεται ολόκληρη η υπόσταση του υποκειμένου, η ίδια δηλαδή η υποκειμενικότητα εν συνόλω.
Με την υποκειμενικότητα να γίνεται η κατ' εξοχήν παραγωγική μηχανή, το «συναίσθημα», η «διάνοια» και η «δημιουργικότητα» είναι τα «μέσα παραγωγής», ενσωματωμένα στο και αδιαχώριστα από το υποκείμενο-φορέα της εργασιακής δύναμης και την επιθυμία του για «αυτο-έκφραση», «αυτο-καθορισμό» και «αυτο-ποίηση». Στην πραγματικότητα δηλαδή είναι η έννοια της εργατικής δύναμης του υποκειμένου που έχει διευρυνθεί ώστε να περιλαμβάνει περισσότερες πτυχές της ζωντανής έκφρασης.
Οι υπ' αυτή την έννοια αναβαθμισμένες δυνάμεις της παραγωγής παραμένουν ωστόσο εγκλωβισμένες στις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις. Η ποιοτική αναβάθμιση συνεχίζει να καθορίζεται με τα ποσοτικά κριτήρια της αξίας.
Δεν είναι λοιπόν μόνο η διάχυση της παραγωγής αξίας στο «κοινωνικό εργοστάσιο», είναι και η οργάνωση των ιδιαίτερων συνθηκών που απαιτεί η παραγωγής και η κατανάλωση της τέχνης με τη μορφή της βιομηχανίας και η πλήρης υπαγωγή των ζωικών δυνάμεων (animal spirits), και όχι μόνο της εργατικής δύναμης, στην αξιοποίηση της αξίας.
Η οικονομική ανάπτυξη των απο-βιομηχανοποιημένων κρατικών σχηματισμών βασίζεται ολοένα και περισσότερο στις «δημιουργικές βιομηχανίες», σε ό,τι ο Τόνι Μπλερ όρισε, ήδη από τη δεκαετία του ’90, χαράσσοντας τη νέα εθνική οικονομική πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας, ως «τις βιομηχανίες εκείνες που έχουν τις ρίζες τους στην ατομική δημιουργικότητα, ικανότητα και ταλέντο και που ενέχουν τη δυνατότητα για παραγωγή πλούτου και δημιουργία θέσεων εργασίας μέσω της παραγωγής και της εκμετάλλευσης της πνευματικής ιδιοκτησίας». Η γενιά των YBA, των Young British Artists, επιβεβαίωσε την πολιτική του με τον πλέον αποδοτικό τρόπο.
Οι μέχρι πρότινος θεωρούμενοι «αυτόνομοι» καλλιτεχνικοί τομείς, όπως είναι ας πούμε ο τομέας των εικαστικών τεχνών, ενσωματώνονται με ταχείς ρυθμούς στη «δημιουργική βιομηχανία». Αυτό επιβεβαιώνεται από την σταθερή αύξηση του παραγωγικού δυναμικού, την ορθολογική οργάνωση της διακίνησης και τη σημασία της μαζικής κατανάλωσης του καλλιτεχνικού έργου μέσα σε ένα πλήρως αισθητικοποιημένο και εμπορευματοποιημένο περιβάλλον. Η «άυλη εργασία» είναι έτσι εξίσου εκμεταλλεύσιμη με την υλική εργασία στο εργοστάσιο.
Η «πραγμάτωση της τέχνης στην καθημερινή ζωή» που επεδίωξαν με τη θεωρία, τη δράση και το έργο τους οι Καταστασιακοί έχει πλέον υλοποιηθεί με τον πιο σαφή τρόπο, αν και αυτό έγινε με τους όρους του κεφαλαίου.
Υπάρχει όμως και μια άλλη, ίσως πιο καίρια διάσταση σε όλα αυτά, που στις σημερινές συνθήκες αποθέωσης του «άυλου» (από τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα έως τη «δημιουργικότητα») παραμένει στο ημίφως. Η πραγματοποίηση της υπεραξίας, η μετατροπή δηλαδή σε χρήμα της αποσπασμένης υπεραξίας στον τομέα της παραγωγής στον πρωτογενή και τον δευτερογενή τομέα, είναι η διαδικασία που συνδέει άμεσα το «άυλο» με το υλικό. Συνδέει δηλαδή τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα με τη μελλοντική υλική παραγωγή και την αφηρημένη καλλιτεχνική δραστηριότητα με την αξία της ακίνητης περιουσίας.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα το οποίο μπορεί να φωτίσει τους μηχανισμούς μετατροπής του «άυλου» σε απτό κέρδος, σε χρήμα, είναι η διαδικασία του αστικού «εξευγενισμού» (gentrification), όπου γίνεται φανερός ο καταλυτικός ρόλος της τέχνης και των καλλιτεχνών στην αξιοποίηση του κεφαλαίου που επενδύεται στην αγορά ακινήτων.
Δεν θα επεκταθώ γύρω από αυτό το θέμα, αν και το θεωρώ σημαντικό για όσα συζητάμε εδώ. Θα παραπέμψω όσες και όσους ενδιαφέρονται να δουν πώς λειτουργεί στην πράξη στη γνωστή πλέον περίπτωση του Κεραμεικού-Μεταξουργείου και σε όσα διαμείβονται στην περιοχή αυτή τα τελευταία 4-5 χρόνια. Έχουν ειπωθεί πολλά για τη συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ γενικότερα το θέμα του «εξευγενισμού» και η σχέση του με την τέχνη και τους καλλιτέχνες έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών μελετών από διάφορες οπτικές γωνίες τις τελευταίες δεκαετίες, και μια στοιχειώδης έρευνα στο διαδίκτυο θα δώσει στον οποιονδήποτε τη δυνατότητα να ενημερωθεί και να βγάλει τα δικά της/του συμπεράσματα.

Συγχωρήστε με που θα κλείσω απαισιόδοξα ετούτη την παρέμβαση, αλλά ειλικρινά δεν βλέπω πώς, υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι καλλιτέχνες θα μπορούσαν να αντισταθούν. Πώς θα μπορούσαν να βραχυκυκλώσουν το κύκλωμα παραγωγής-διακίνησης-κατανάλωσης, στο οποίο διαδραματίζουν έναν σημαντικό ρόλο, χωρίς ταυτοχρόνως να αυτοακυρωθούν, χάνοντας την ταυτότητά τους.
Οι εργαζόμενοι σε καθεστώς μισθωτής σχέσης, οι οποίοι πουλάνε το εμπόρευμα εργατική δύναμη, απεργούν, σαμποτάρουν, κάνουν καταλήψεις του εργασιακού χώρου, δείχνουν ανυπακοή στις επιταγές της εργοδοσίας, κάνουν κοπάνα, μειώνουν εσκεμμένα την παραγωγικότητά τους, κ.λπ. Η εργασία γι’ αυτούς είναι μια αναγκαία συνθήκη και όχι ο τρόπος τους να υπάρχουν. Εκ των πραγμάτων, κάθε αντίδρασή τους υπονομεύει την καπιταλιστική σχέση αφού θέτει σε κρίση τους όρους με την οποία αυτή συγκροτείται μέσα από την αντιπαράθεση εργασίας-κεφαλαίου. Αυτή είναι η δική τους έμπρακτη κριτική στην καπιταλιστική σχέση.
Πώς μπορεί ο καλλιτέχνης να κάνει κάτι ανάλογο από τη στιγμή που η εργασία του, η καλλιτεχνική πράξη, ταυτίζεται με ολόκληρη την υπόστασή του;
Δεν έχει καμία σημασία λοιπόν το ερώτημα κατά πόσο οι καλλιτέχνες είναι ή όχι εργαζόμενοι (πόσο μάλλον εργάτες), από τη στιγμή που η εκμετάλλευσή τους δεν αφορά μόνο την καλλιτεχνική εργασία τους και το προϊόν της, αλλά ολόκληρη την υπόστασή τους ως δρώντα υποκείμενα.
Εγκλωβισμένοι σε αυτό το «οντολογικό» αδιέξοδο και όντας υποχρεωμένοι να προσπαθούν να επιβιώσουν ως «ελεύθεροι παραγωγοί» σε ένα αμιγώς ανταγωνιστικό περιβάλλον που κυριαρχείται πλήρως από την αξία, οι καλλιτέχνες συνήθως αποφεύγουν να εντοπίσουν στις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις την αντίφαση της θέσης τους και εστιάζουν τις όποιες αντιδράσεις τους ενάντια στην «κυρίαρχη κουλτούρα», στους «θεσμούς», στα «κυκλώματα» και τους «παράγοντες της αγοράς», στις μορφές δηλαδή που παίρνουν αυτές οι σχέσεις και όχι στις ίδιες τις συνθήκες που τις παράγουν και τις επιβάλουν στα άτομα και την κοινωνία.
Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι επαναστατική μια κριτική στάση που υιοθετείται μέσα στο πλαίσιο των καλλιτεχνικών θεσμών, ούτε ο φενακισμός που αποκαλείται «πολιτική τέχνη» θέτοντας ως επιδίωξή της, στη μεν απλοϊκή μορφή της να «καταγγείλει», στη δε στοχαστική μορφή της να παρέμβει στην ίδια την οντότητα του πολιτικού. Ακόμα και ο ενεργός ρόλος τους στον κατά Ranciere «μερισμό του αισθητικού» που συμβάλει στη δημιουργία τόπων ανάδυσης του πολιτικού, έχει ενσωματωθεί ως παραγωγική διαδικασία υποκειμένων μέσα στο θέαμα της πολιτικής της ταυτότητας.
Είναι για μένα δεδομένο πως μόνο στο πλαίσιο ενός ευρύτερου αντι-καπιταλιστικού κινήματος που συγκροτείται με ταξικούς όρους είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί η όποια δυνατότητα έχουμε ως υποκείμενα, είτε αποκαλούμαστε καλλιτέχνες είτε απλώς εργαζόμενοι, να απελευθερώσουμε την ανθρώπινη δημιουργικότητα από την υπαγωγή της στην διευρυμένη αξιοποίηση της αξίας και από τον φετιχισμό του εμπορεύματος οργανωμένου ως θέαμα. Και αυτό μπορούμε να το καταφέρουμε μόνο αν η παραγωγική μας δύναμη ως όλον χρησιμοποιηθεί ως μη διαχωρισμένη εργασία, εργασία που αναπαράγει την ίδια τη ζωή και όχι τη σχέση κεφάλαιο.
Το ποιον δρόμο θα ακολουθήσει και ποια μέσα θα χρησιμοποιήσει η επιθυμία μας για τη χειραφέτηση των παραγωγικών μας δυνάμεων από τον φετιχισμό του εμπορεύματος είναι νομίζω, υπό τις παρούσες συνθήκες διευρυμένης κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής κρίσης, το πιο επείγον διακύβευμα.
Θα πρέπει ωστόσο να μην ξεχνάμε τη ρήση του Αντόρνο: «σε μια κοινωνία που θα είχε επιτύχει την ικανοποίησή της [...] θα ήταν δυνατός ο θάνατος της τέχνης».

Σας ευχαριστώ.

Ποιος φοβάται την ταξική συνείδηση;

του Mind the Gap
Αναδημοσίευση από Σχολιαστές χωρίς Σύνορα

Πολύ κροκοδείλιο δάκρυ έπεσε από τους ακριβοπληρωμένους δημοσιογράφους της πρωινής «ενημέρωσης» για τις ψιλές που άρπαξε ο Κωστής Χατζηδάκης. Εν ολίγοις παρουσίασαν τον πρώην υπουργό μεταφορών ως έναν «άμεμπτο» απλό πολίτη, σαν να μην είχε συμμετάσχει ποτέ σε καμία κυβέρνηση, σαν να μην έχει καμία σχέση με την εξουσία, την κακοδιαχείριση, τις ιδιωτικοποιήσεις και το μνημόνιο.
Προφανώς πίσω από την «συμπαράσταση» στο «θύμα», που σε καμία περίπτωση δεν προσφέρουν στα καθημερινά θύματα της βίας των απολύσεων, της βίας του εργασιακού μεσαίωνα, της βίας της κατάργησης των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, της βίας της κατάχρησης εξουσίας, της βίας της εξαθλίωσης του πολίτη, υπερασπίζονται συνολικά την «τάξη» (τους) γιατί γνωρίζουν ότι σε λίγο κανείς από αυτούς τους ξεπουλημένους προπαγανδιστές δεν θα μπορεί να κυκλοφορεί ανάμεσά μας χωρίς τα ΜΑΤ. Βαφτίζουν λοιπόν το γεγονός ως «τυφλή οργή» και «αγανάκτηση» προσπαθώντας να αποπλανήσουν τους τηλεθεατές από την απλή πραγματικότητα, ότι δηλαδή όλος αυτός ο συρφετός πολιτικών – δημοσιογράφων – επιχειρηματιών – τραπεζιτών και εργατοπατεράδων έχει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την εξαθλίωση των πολιτών και συνεπώς η βία εναντίων τους είναι άμυνα, είναι βία στη βία τους.
Μάλιστα φτάνουν στο σημείο να υπονοήσουν ότι το γεγονός του ξυλοφορτώματος «αμαύρωσε» την πορεία και λειτουργώντας ως εξαγορασμένοι δημοσκόποι να μιλήσουν αυθαίρετα, εκ μέρους της «πλειοψηφίας», υποστηρίζοντας πως ο «πολύς κόσμος» καταδίκασε το γεγονός. Φυσικά ουδείς από αυτά τα φτηνιάρικα φερέφωνα της χούντας των τραπεζιτών δε ήταν εκεί έξω, ούτε σε απόσταση χιλιομέτρων δεν θα πλησίαζαν σε μια διαδήλωση. Πλασάρουν ύπουλα τον εαυτό τους ως έναν από εμάς, λες και πρόκειται για άνεργους, χαμηλοσυνταξιούχους ή ημιαπασχολούμενους μεροκαματιάρηδες, ωσάν να έχουμε όλοι μαζί τους τις πανάκριβες φοροκλεμένες βίλες, τις καταθέσεις στο εξωτερικό, τα πολυτελή αυτοκίνητα και τις οφ σορ εταιρίες. Ο κάθε Μπάμπης Παπαχατζηαυτιαλυριοικοπρετεσαλτε καθημερινά διαβρώνει την ταξική συνείδηση του λαού εισβάλλοντας από τα παράθυρα στις συνειδήσεις ως «ένας από μας», ενώ παράλληλα αποκτά κάθε μέρα ολοένα και μεγαλύτερη «ταξική συνείδηση» άρχουσας τάξης που κινδυνεύει γιατί γνωρίζει την πραγματική αλήθεια για τον αναβρασμό στην κοινωνία και ξέρει ότι αν εκεί έξω στηθεί «λαοδικείο» θα πέσουν και τα δικά τους κεφάλια.
Και μετά εν χορώ και συντονισμένα (τυχαίο; δε νομίζω) αρχίζουν το γνωστό τροπάρι : «καταδικάζουμε την βία απ’ όπου και εάν προέρχεται», «και οι αστυνομικοί παιδιά του λαού είναι που κάνουν την δουλειά τους», «επιτέλους πρέπει να προστατεύεται ο πολίτης από τη βία» κ.λπ.
Ως μέρος της ολιγαρχίας που έχει σφετεριστεί την εξουσία και έχει καταληστέψει τους πολίτες, εκθειάζουν το έργο της παρακρατικής αστυνομίας, δηλαδή του στρατού που προστατεύει τους ίδιους από τους πολίτες. Ο κατασταλτικός μηχανισμός ούτε λίγο ούτε πολύ παρουσιάζεται ως «ασφάλεια για τον πολίτη», λες και τα ΜΑΤ, οι γερμανοτσολιάδες των ΔΙΑΣ και ΔΕΛΤΑ, τα δακρυγόνα και οι ξυλοδαρμοί να έχουν σχέση με την εγκληματικότητα και την καθημερινότητα. Η προστασία αυτών που έκλεψαν, καταχράστηκαν, ξεπούλησαν και εξαγοράστηκαν, οι οικογένειες των ημετέρων και η φύλαξη των περιουσιών τους είναι το μόνο έργο που επιτελούν οι γεμάτες ναζιστικούς θύλακες ομάδες «επιβολής τάξης» και «καταστολής».
Χωρίς τον στρατό τους θα είχαν λιντσαριστεί όλοι τους προ πολλού και για αυτό τον «χαϊδεύουν» και τον εκθειάζουν και σε κάθε αφορμή τον «παρασημοφορούν» τηλεοπτικά, παρουσιάζοντας ένα έργο που δεν υπάρχει. Εξ άλλου στο Κολωνάκι, στην Εκάλη και σε άλλες «χάι» περιοχές, όπου ζουν οι όμοιας τάξης με τους μεγαλοδημοσιογράφους άνθρωποι, η «ασφάλεια» είναι σε επίπεδα φύλαξης λευκού οίκου.
Ομοιοταξίτες λοιπόν υπερασπίζονται, λυσσαλέα και οργανωμένα, ενωμένες μεταξύ τους, όλες οι μη παραγωγικές ομάδες των κηφήνων της ελληνικής κοινωνίας το δικαίωμά τους στην εξουσία, τον παράνομο πλουτισμό, την υπεξαίρεση, την εκμετάλλευση και την εξαθλίωση του πολίτη. Και πρόκειται για σκληρό ανακλαστικό, με δεδομένη την κοινωνική οργή που εάν τυχαία μετατραπεί σε «εξέγερση» είναι βέβαιο πως θα στοιχίσει ακόμη και ζωές των ολιγαρχών. Όμως ο μεγάλος φόβος τους δεν είναι αυτός, αυτό που φοβούνται πραγματικά είναι μην αποκτήσει ο μέσος πολίτης την ταξική συνείδησή του, αυτή που επί χρόνια φρόντιζαν να εξαφανίσουν μελετημένα και στοχευμένα οι «λάιφσταϊλάδες» των καναλιών. Γιατί τότε η εξέγερση θα έχει χαρακτήρα «απαλλαγής» από τα κοινωνικά παράσιτα και συνεπώς χαρακτηριστικά «πολέμου» από τον οποίο ξέρουν πως θα βγουν χαμένοι, καταδικασμένοι, αυτοεξόριστοι, έκπτωτοι και ξεπεσμένοι ως κάστα και ως τάξη, θα τα χάσουν όλα και όλοι τους. Και ενώ μπορούν να διαχειριστούν εξεγέρσεις χωρίς ταξική συνείδηση έστω και με μερικές απώλειες, ακόμη και «θυσιάζοντας» κάποια εξιλαστήρια θύματα που δήθεν δικάζονται από την ημέτερη εξαγορασμένη δικαιοσύνη, ξέρουν ότι στην περίπτωση ενός ταξικού πολέμου θα εκριζωθούν όλοι τους ως «τζάκια» χωρίς επιστροφή.
Έκαναν λοιπόν το προφανές, έκαναν την κάστα και την «ομερτά» της μαφίας τους «ταξική συνείδηση», συσπειρώθηκαν όλοι μαζί εναντίον των πολιτών και ξεκίνησαν πρώτοι τον ταξικό πόλεμο για να προλάβουν το πρώτο χτύπημα πριν οι κολίγες αποκτήσουν την επικίνδυνη για αυτούς ταξική συνείδηση. Ο blitzkrieg ταξικός πόλεμος κατά των πολιτών έχει ήδη ξεκινήσει. Οι μεγαλοδημοσιογράφοι είναι στην πρώτη γραμμή κρούσης, ο στόχος είναι να μην αποκτηθεί ταξική συνείδηση από το λαό, δεν είναι πια απλά μισθοδοτούμενα εργαλεία της χούντας, είναι πλέον μέρος της τάξης που την έχει εγκαθιδρύσει στη χώρα την κατοχή και λειτουργούν «ταξικά» με ένα ιδιότυπο κοινωνικό υποσυνείδητο. Ομοίως και οι βουλευτές και υπουργοί των κομμάτων εξουσίας, οι μεγαλοεπιχειρηματίες και οι βιομήχανοι, οι τραπεζίτες, οι «θεσμικοί επενδυτές», οι εργατομπαμπάδες και όλοι οι παρατρεχάμενοι που απομυζούν τον λαό με οποιοδήποτε τρόπο, έχουν συσπειρωθεί ενάντια στον κοινό εχθρό τους, τον λαό που αρμέγουν.
Αυτοί λοιπόν έχουν αποκτήσει «ταξική συνείδηση» και ακριβώς για αυτό φοβούνται να μην αποκτήσει και ο λαός, αυτοί είναι η «άρχουσα τάξη» και το γνωρίζουν, προσδιορίζονται και αναγνωρίζονται αμέσως μεταξύ τους με ένα ιδιότυπο ταξικό «αυτοματισμό» και κατανοούν ανακλαστικά και υποσυνείδητα την δύναμη της ταξικής τους συνείδησης.
Αυτοί έχουν ήδη «ταξική συνείδηση», εμείς πότε θα αποκτήσουμε;

Mind the Gap

http://wp.me/pPn6Y-4DI

Χ.Υ.Τ.Α. Κερατέας: Η λαϊκή αυτοάμυνα είναι εδώ

Αναδημοσίευση από Βαθύ Κόκκινο
Γράφει ο askordoulakos

"Πέφτομε σε ενέδρα Γερμανών. Τόσο κοντά, που αρπαχτήκαμε χέρια με χέρια. Δεν μπορούσαμε να πυροβολήσουμε . Παλεύαμε ποιος θα έριχνε τον άλλο κάτω να τον σκοτώσει. Την ώρα που πάλευα εγώ με έναν Γερμανό, γυρίζει ο άλλος Γερμανός να με σκοτώσει αλλά πηδάει ένας αντάρτης, τον καβαλικεύει και τον μαχαιρώνει. Τη γλιτώνω εγώ και εξοντώνω τον Γερμανό. Αστραπιαία, σφαπ, του καρφώνω τη μάχαιρα."
Μιχάλης Μεταξάκης, επικεφαλής ομάδας του Ε.Λ.Α.Σ Κρήτης, που έπεσε σε γερμανική ενέδρα, στην τοποθεσία "Βρωμονερό" του Κρουσώνα Ηρακλείου, στις 14 Ιούλη 1944.

Είχε αναφερθεί σε προηγούμενη ανάρτηση ότι το ζήτημα της λαϊκής αυτοάμυνας είναι κατ' εξοχήν πολιτικό. Τα πρόσφατα γεγονότα της Κερατέας θέτουν άπαντες -εξουσία και αγωνιζόμενη κοινωνία- αντιμέτωπους με την αντιμετώπιση του νέου αυτού φαινομένου: Την εμφάνιση του φαινομένου της λαϊκής αυτοάμυνας κατά του λαομίσητου πλέον συρφετού των δυνάμεων καταστολής, το οποίο φαινόμενο-εκτός των άλλων (πέτρες, μάχες έκ του συστάδην, μολότωφ κλπ)- περιλάμβανε ακόμα...και πυροβολισμούς εκ μερους των κατοίκων!
Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι οι κατ' εξοχήν νοικοκυραίοι της Κερατέας (μιας περιοχής κατά βάση συντηρητικής) πήραν τα στυλιάρια κι άρχισαν τα ντου κατά των ΜΑΤ. Άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας, μαθητές κι αρκετοί αλληλέγγυοι νεολαίοι, έδειξαν στο κράτος και στα ρεμάλια των δυνάμεων της τάξης ότι η ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤ' ΑΡΧΗΝ απάντηση από εδώ και πέρα θα είναι η ΛΑΪΚΗ ΑΥΤΟΑΜΥΝΑ.
Είναι ξεκάθαρο ότι το ξεσάλωμα των ΜΑΤ οφείλεται σε πολιτική επιλογή μιας κυβέρνησης ηλιθίων, οι οποίοι δείχνουν να μην καταλαβαίνουν αυτό το πολύ απλό, που γνωρίζει ακόμα κι ο πιο αδαής περί την πολιτική: Όσο πιο πολύ εντείνεις την καταστολή, τόσο πιο κοντά είσαι στη «μεγάλη έξοδο» κι εδώ καλό θα είναι να θυμηθούμε τι ζημιά έκανε ο Δεκέμβρης στον Καραμανλή.
Είναι επίσης ξεκάθαρο, ότι αυτό που όπλισε το χέρι των πολιτών της Κερατέας, είναι αυτό το οποίο θα οπλίσει τα χέρια όλο και περισσότερων πολιτών αύριο: Το ξεκαθάρισμα σιγά-σιγά του τοπίου, σχετικά με το ρόλο της κυβέρνησης, και των συμμάχων της στην επερχόμενη δυστυχία του τόπου. Η κοινωνία πλέον αρχίζει ν' αντιλαμβάνεται τι... «παίζεται». Γι' αυτό άλλωστε βαίνουν προς διάλυση χέρι-χέρι και η κυβέρνηση και το ΠΑΣΟΚ. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της αποχώρησης -ουσιαστικά-τμημάτων της ΠΑΣΚΕ από το ΠΑΣΟΚ.
Το πιο αξιοσημείωτο όμως σχετικά με τη στάση των Κερατιωτών αυτές τις μέρες όμως, είναι η ΑΥΤΟΠΕΠΟΙΘΗΣΗ που φαίνεται να απέκτησαν μετά τις οδομαχίες τους με τους ταγματασφαλίτες των ΜΑΤ, κάτι το οποίο φάνηκε από την ενότητά τους, τη μαχητικότητά τους, τη μαζικότητά τους κι από την έμπρακτη συμπαράσταση που τους έδειξαν κι άλλα τμήματα της κοινωνίας.
Στην Κερατέα γίνεται ένα πολύ ενδιαφέρον «πείραμα» αυτές τις ημέρες: Ίσως για πρώτη φορά μετά τον εμφύλιο, οι τοπικές κοινωνίες έρχονται αντιμέτωπες με την επίθεση ενός απομυθοποιημένου -στα μάτια τους- κράτους, αμύνονται, αντεπιτίθενται και βρίσκουν έμπρακτους συμμαχητές στο πλευρό τους, τα παιδιά με τα πρησμένα πόδια που το Δεκέμβρη του 2008 τα 'λεγαν αλήτες...
Το πανικόβλητο και απαξιωμένο μπλοκ εξουσίας βρίσκεται μπροστά σε μια αναπάντεχη, νέα πραγματικότητα: Την ενωμένη λαική αυτοάμυνα.
Το ίδιο όμως ισχύει και για το λαϊκό κίνημα...και ιδίως για το ΚΚΕ! Οψόμεθα...

askordoulakos

Φτιάχνοντας Κινήματα - Οργανώνοντας Κοινότητες. Σεξουαλικότητα -Πρακτικές - Θεωρίες - Στρατηγικές και Συλλογικά εγχειρήματα

Εισήγηση της συνέλευσης του Φεστιβάλ What Queer Fest? στο Αυτόνομο Στέκι, Κυριακή 28-11-2010

Η συνέλευση του φεστιβάλ αποτελείται από ανθρώπους που έχουν συμμετάσχει σε διάφορες πολιτικές τάσεις του ευρύτερου ανταγωνιστικού κινήματος, αν και αναγνωρίζουμε ότι το τι είναι και το πώς συγκροτείται ακριβώς αυτό το τελευταίο αποτελεί και αντικείμενο συζήτησής μας σήμερα. Η σχέση μας με τις ταυτότητες και παράλληλα η κριτική μας σε αυτές, πολιτικές ή άλλες, είναι πολυσήμαντη και αυτό συγκροτεί εν μέρει και την πολιτική μας αντίληψη ως συνέλευση. Οι περισσότεροι/ες από εμάς έχουμε αναπτύξει πολιτικές οπτικές και δράση μέσα σε συλλογικότητες που έχουν ως κομμάτι της δουλειάς τους, άξονα θεματικό ή αφετηρία το φύλο, τη σεξουαλικότητα και το πώς αυτά διαπλέκονται με τις σχέσεις εξουσίας, την κυριαρχία, τα πολλαπλά συστήματα καταπίεσης. Συμφωνούμε επίσης στο ότι μας ενδιαφέρει η πολιτική πολυφωνία και μια συνεχής (αυτο-)κριτική εξέταση των στόχων, των θεωριών, των προτεραιοτήτων, των στρατηγικών μας. Με άλλα λόγια μας ενδιαφέρει πολιτικά να συζητήσουμε μεταξύ μας για το πώς παράγονται οι πολιτικές σχετικά με το φύλο και τη σεξουαλικότητα και πώς αυτές επηρεάζουν δυνάμει τα κινήματα και τις κοινότητες τις οποίες χτίζουμε.
Οι συλλογικότητες που έχουν καλεστεί σήμερα εδώ είναι ενεργές στην αθήνα, την θεσσαλονίκη και την πάτρα. Είναι ομάδες που έχουν σε κάποιο βαθμό διαμορφώσει το τοπίο τα τελευταία δέκα χρόνια σε σχέση με τις πολιτικές απόψεις των χώρων μας και τους αναγνωρίζουμε ότι έχουν ανοίξει το πεδίο για καινούριες θέσεις και αναζητήσεις σε σχέση με το φύλο, τη σεξουλικότητα και το κυρίαρχο σύστημα εννοιολόγησής τους. Η επιλογή των ομάδων δεν ήταν βέβαια τυχαία. Πρόκειται για συλλογικότητες με τις οποίες αισθανόμαστε οικειότητα με την έννοια ότι είτε έχουμε παρακολουθήσει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τη δουλειά τους ή έχουμε βρεθεί δίπλα τους σε κοινά πράγματα στο δρόμο, ή έχουμε συζητήσει αρκετά μαζί τους, ή τέλος, μέλη της συνέλευσης του φεστιβάλ είναι και μέλη αυτών των συλλογικοτήτων. Τις ευχαριστούμε που δέχτηκαν να συμμετέχουν σε αυτή τη συζήτηση και την προετοιμασία που έχουν κάνει, για εμάς αυτό αποτελεί ενθάρρυνση και κυρίως αναγνώριση του φεστιβάλ ως έναν χώρο όπου η συζήτηση, ο γόνιμος διάλογος ή η εποικοδομητική διαφωνία είναι δυνατά.
Στόχος αυτής της κουβέντας είναι η ανταλλαγή εμπειρίας, καθώς πιστεύουμε ότι η ανάλυση και ο αναστοχασμός μπορεί να αναδείξει τόσο το βάθος όσο και την πολυμορφία των πολιτικών μας πρακτικών και των θεωρητικών μας σχημάτων. Θα προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε το πλαίσιο έτσι ώστε να αποτυπωθούν προβληματισμοί και διαφωνίες, ιδέες για τις επιλογές και τις θεωρητικές μας αναφορές. Πιστεύουμε ότι μια τέτοια ανταλλαγή θα παράγει γνώση μέσω της ανάδειξης των διαφορετικών σκεπτικών.
Από μεριάς μας θα θέλαμε να μιλήσουμε συνοπτικά για κάποια από τα σημεία που ανταποκρίνονται στο πώς οργανώθηκε το φεστιβάλ, τα οποία αποτελούν και κεντρικές πολιτικές θεωρήσεις και πρακτικές της νέας αυτής συνέλευσης. Τα περιεχόμενα της πολιτικής που κάνουμε γύρω από το φύλο και τη σεξουαλικότητα ελπίζουμε να φάνηκαν κατά την διάρκεια των τελευταίων δύο ημερών, οπότε στη συζήτηση αυτή θα επικεντρωθούμε πιο πολύ στην διαδικασία παραγωγής αυτών των περιεχομένων.

Αυτομόρφωση
Ένας κεντρικός άξονας στο πώς οργανωνόμαστε είναι το μέσα από ποιες διαδικασίες επιλέγουμε να έρθουμε κοντύτερα στον να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε τον κόσμο γύρω μας. Δεδομένου ότι όλες και όλοι έχουμε συνηθίσει σε μια παθητική διαδικασία μόρφωσης όπου δεν υπάρχει ισότιμη συμμετοχή εκείνων που προσλαμβάνουν τη γνώση, και ο καθορισμός της ίδιας της παραγωγής της γνώσης μάς είναι μακρινός, θεωρούμε ότι η αμφισβήτηση αυτού του τρόπου αποτελεί βασική πρακτική. Αυτό δεν το συναντούμε έξω από πολιτικούς χώρους και θα τολμούσαμε να πούμε, συχνά, ούτε και εντός τους. Λέμε λοιπόν ότι η αντίρροπη δύναμη προς τον κυρίαρχο τρόπο να κατανοούμε την πραγματικότητα είναι η αυτομόρφωση, και μάλιστα η συλλογική. Δηλαδή αναγνωρίζουμε ότι οι αφετηρίες μας είναι διαφορετικές, ότι έχουμε διαφορετικές επιθυμίες ή ότι έχουμε καταπιαστεί σε διαφορετικό βαθμό με θέματα. Φροντίζουμε στην διαδικασία αυτομόρφωσης να υπάρχει χρόνος και χώρος για την έκφραση κάθε διαφορετικής γνώμης, σιωπής, ένστασης ή κριτικής. Στο φεστιβάλ προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε γνώση από κοινού, ανιχνεύοντας τις κοινές πολιτικές μας αξίες, και να μην κάνουμε στερεότυπες προβολές για τις πολιτικές μας αφετηρίες στην διάρκεια των συζητήσεων, κάτι που άλλωστε ζητήσαμε και από τους ανθρώπους που συμμετέχουν στο φεστιβάλ.
Η συλλογική αυτομόρφωση που κάνουμε αναγνωρίζει την αξία του βιωματικού και του εμπειρικού. Η αφετηρία αυτή μας βοήθησε να μετατρέψουμε τις πληροφορίες και τα βιώματά μας σε γνώση, η οποία αποκρυσταλλώθηκε σαν να είναι στέρεη, στο περιεχόμενο του φεστιβάλ. Το φεστιβάλ και τα περιεχόμενά του είναι όμως πιο πολύ ένα πεδίο γέννησης αντιλήψεων, ιδεών και εφαρμογής πρακτικών. Αυτά όλα δεν περιμένουν τον ερχομό της επανάστασης, αλλά αποτελούν την καθημερινότητά μας, το εδώ και το τώρα. Σε αυτό το σήμερα όμως ξέρουμε ότι συγκροτείται ένα ανοιχτό πεδίο γνώσης που μπορούν να οικειοποιηθούν και να ανατρέξουν όλες και όλοι στο μέλλον, στις δικές τους πρακτικές και θεωρίες. Η σημερινή συζήτηση για εμάς κάνει πρακτική αυτή την θεώρηση των κοινοτήτων-συλλογικοτήτων (προσωρινών ή μη) ως μέρη που μπορούν να συγκοινωνούν με άλλα μέρη, ως μέρη που γειτνιάζουν με κάποιο τρόπο, ενώ με άλλους καθόλου. Τέλος, η διαδικασία της αυτομόρφωσης μας έχει οδηγήσει αναπόφευκτα στο εργαλείο του αναστοχασμού, καθώς εμπεριέχει την κριτική σκέψη. Ο αναστοχασμός αυτός είναι που θα μας κληρονομήσει, ως συλλογική κατάκτηση, το βίωμα του φεστιβάλ και κάθε συλλογικό βίωμα.

Αυτοοργάνωση
Δημιουργία σχέσεων
Ξεκινάμε από την παραδοχή ότι οι ανθρώπινες σχέσεις σήμερα είναι ιδιαίτερα ευάλωτες, στην αποξένωση, τον ατομισμό, την θεαματικότητα. Απέναντι σε αυτό θέλουμε να χτίσουμε σχέσεις συνειδητά, θεωρώντας τες ως βασικό στοιχείο της αυτοοργάνωσης των κοινοτήτων μας και κατ’ επέκταση των κινημάτων. Προσπαθήσαμε επίσης να χτίσουμε τέτοιες σχέσεις έχοντας στο μυαλό μας ότι υπάρχουν κυρίαρχοι τρόποι να κάνει κανείς πολιτική, οι οποίοι αποκλείουν το βίωμα, τα άτομα που δεν έχουν αναπτύξει ιδιαίτερα συγκροτημένο πολιτικό λόγο κλπ. Θελήσαμε να αμφισβητήσουμε και αυτόν τον τρόπο να παράγεται πολιτικός λόγος και πράξη. Δίνουμε έμφαση στην εμπιστοσύνη και την ασφάλεια προκειμένου να μπορεί να αναδυθεί ένας χώρος ανάμεσά μας όπου το πολιτικό μπορεί να γίνει προσωπικό και ανάποδα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που φέραμε ένα βίωμα καταπίεσης στην συνέλευση και αυτό μπόρεσε να εξελιχθεί σε μια πολιτική κουβέντα η οποία έγινε κτήμα όλων. Βέβαια δεν είναι λίγες οι φορές επίσης που αυτό δεν ήταν δυνατό. Παρόλα αυτά βλέπουμε τον σεβασμό και την υποστήριξη ως βασικά στοιχεία για μια κουλτούρα συζήτησης που θα μπορεί να χτίζει σχέσεις συντροφικές, και να μας αναμορφώνει προκειμένου να συναντηθούμε.
Επίσης, η προσπάθεια αυτή γίνεται έχοντας πάντα στο νου μας ότι αναζητούμε την αντι-ιεραρχία στην πράξη και όχι σαν μία μακρινή αξιακή αρχή. Και εκεί είναι που συναντάμε τις αντιστάσεις του καθενός και της καθεμιάς μας και καταλαβαίνουμε πόση δουλειά και συνέπεια χρειάζεται για να χτίσεις μια αντι-ιεραρχική δομή στο εσωτερικό, πόσο μάλλον όταν αυτή είναι το ζητούμενο και στη δημόσια σφαίρα. Οι σχέσεις εμπιστοσύνης και αντι-ιεραρχίας λοιπόν αποτελούν ζητούμενο και ιδανικό και όχι κεκτημένο. Ίσως το κενό αυτό που δημιουργείται ανάμεσα στο ιδανικό και την πραγματικότητα είναι αυτό που προσπαθούμε να καλύψουμε και είναι ένας δρόμος που χρειάζεται να διανύουμε συνέχεια, ξανά και ξανά, συνειδητά.

Παραγωγή συγκρότησης
Τελικά ζώντας μέσα σε έναν κόσμο που θέλουμε να αλλάξουμε χρειάζεται να παράγουμε μια κάποια συγκρότηση, δηλαδή να πάρουμε αποφάσεις, να δημιουργήσουμε θέσεις, αναλύσεις και ερμηνείες μέσω των οποίων θα κάνουμε πράξη τις αντιστάσεις μας και θα ανοίξουμε ρωγμές στα κυρίαρχα παραδείγματα, πολιτικά, επιστημονικά, ηθικά, κοινωνικά.
Η αυτομόρφωση και η ποιότητα των μεταξύ μας σχέσεων, η αυτοργάνωση και η ουσιαστική αντι-ιεραρχία είναι οι βάσεις αυτής της παραγωγής συγκρότησης. Τα ερωτήματα εδώ αφορούν και τρία επιπλέον κομβικά ζητήματα: Ποιες είναι οι διαδικασίες λήψης συλλογικών αποφάσεων; Πώς διαμορφώνουμε τις θέσεις μας; Και πώς τελικά δρούμε, ποια χαρακτηριστικά θέλουμε να έχουν οι πολιτικές μας πράξεις;
Για το πώς παίρνονται οι αποφάσεις σε αντι-ιεραρχικά εγχειρήματα πολύ συχνά η απάντηση είναι εύκολη. Μα μόνο με ομοφωνία, πώς αλλιώς; Οπωσδήποτε η ομοφωνία μάς βρίσκει σύμφωνες και ήταν το βασικό μας εργαλείο για τη λήψη αποφάσεων στη διάρκεια της προετοιμασίας του φεστιβάλ. Η εμπειρία αυτού του εγχειρήματος μας έδειξε ότι για να είναι η ομοφωνία μια ουσιαστική και περιεκτική διαδικασία και οι αποφάσεις να εκπροσωπούν ένα συλλογικό αίσθημα, χρειάζεται πολύ δουλειά και επιμονή. Οι ομόφωνες αποφάσεις χτίζονται στη βάση των σχέσεων εμπιστοσύνης για τις οποίες μιλήσαμε παραπάνω. Μάθαμε επίσης ότι η ομοφωνία πραγματώνεται όχι πάνω σε προτάσεις που ανταγωνίζονται η μία την άλλη, σε μια προσπάθεια να επικρατήσει το καλύτερο επιχείρημα, αλλά πάνω σε ιδέες που προσπαθούν να ενσωματωθούν η μία στην άλλη, να διατυπωθούν με τρόπους που να είναι σε όλες κατανοητοί, να κουμπώσουν μεταξύ τους και έτσι να υποστηρίζονται τελικά από όλες και όλους. Τουλάχιστον αυτό είναι το ιδανικό. Συχνά η ομοφωνία καταλήγει να είναι ένα κενό εργαλείο, μια κατ’ επίφαση ομοφωνία όπου κάποιοι προτείνουν και οι υπόλοιποι αδιάφορα ή βαριεστημένα συναινούν. Αυτή τη συνθήκη ίσως είναι απαραίτητο να την ανατρέψουμε ακόμη και εάν συχνά φαίνεται ότι έτσι χάνουμε το στοίχημα της δράσης.
Η ουσιαστική διαδικασία της ομοφωνίας είναι απαραίτητη ειδικά για τη συγκρότηση των θέσεών μας. Οι θέσεις και οι αναλύσεις μας για τον κόσμο λειτουργούν ως αφετηρίες από τις οποίες εκκινούμε για να αλλάξουμε τα πράματα. Είναι πολύ απαραίτητο να ξέρουμε σε ποια βάρκα βρισκόμαστε και γιατί. Ο αναστοχασμός και η κριτική επανεξέταση των θέσεών μας είναι σημαντική γιατί πρέπει να είμαστε πάντα ενήμεροι για τις άλλες οπτικές, για τις κριτικές που μπορούν να αναπτυχθούν πάνω στις όποιες θέσεις μας. Σχεδόν εξίσου σημαντικό με την διατύπωση της θέσης μας με καθαρότητα και σαφήνεια είναι το να γνωρίζουμε την «άλλη» θέση. Με την προϋπόθεση ότι κανείς δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια ή το εργαλείο για την εύρεσή της, είναι ανάγκη το να στεκόμαστε πάνω σε ζωντανές αλήθειες, δηλαδή αλήθειες που τις δοκιμάζουμε συνεχώς παρά πάνω σε ψόφια δόγματα που δεν τα ακουμπάμε γιατί είναι οι «αρχές» μας. Θα θέλαμε να μην ερμηνευτεί αυτή η θέση σαν σχετικισμός του τύπου όλα θα μπορούσαν να είναι σωστά. Κάθε άλλο. Επειδή ακριβώς δεν μπορούν όλα να είναι σωστά προκρίνουμε μεταξύ μας μια κουλτούρα συζήτησης και ανταλλαγής όπου το να καταλήξουμε σε μία θέση θα σημαίνει ότι γνωρίζουμε τι έχουμε αποκλείσει και με ποιο τρόπο η θέση μας κατασκευάζει μια εκδοχή της πραγματικότητας και όχι μία άλλη.
Τέλος η πολυπόθητη πράξη. Η πράξη άλλοτε είναι στο τέλος και άλλοτε στην αρχή. Όπως και να έχει, έχουμε μάθει να καταλαβαίνουμε τον κόσμο μέσα από το σχήμα της αντιπαράθεσης θεωρία/πράξη, λόγος/δράση και άλλα τέτοια. Νομίζουμε ότι αυτή την αντίθεση πρέπει να την αμφισβητήσουμε, γιατί δεν είναι δική μας. Μία πρώτη σημείωση θα ήταν πως κάθε στιγμή μας μέσα στις κινηματικές διαδικασίες είναι μια πράξη απέναντι στην κυριαρχία. Κάθε στιγμή περισυλλογής, θεωρητικής αναζήτησης ή σιωπής ακόμη, είναι πράξη. Όσο είμαστε εδώ και προσπαθούμε να μην μας ρουφήξουν οι σχέσεις εξουσίας πράττουμε. Από την άλλη, οι πρακτικές μας αλλά και οι πράξεις μας οι πολιτικές, στο δρόμο, στην αντιπαράθεση με τις εξουσιαστικές σχέσεις θα πρέπει να σμιλεύονται πάνω στις αρχές μας και να παίρνουν περιεχόμενα από αυτά που θέλουμε να φτιάξουμε, από τη δική μας ηθική αντίληψη. Όμως η πράξη έχει και τη δική της γραμματική και συντακτικό, χρειάζεται ίσως να αφήνουμε κάποια περιθώρια και να μην ζητάμε από τη δράση μας να ευθυγραμμίζεται πάνω σε αφηρημένα θεωρητικά πλάνα. Ας μην ψάχνουμε την «καθαρότητα» ούτε στη θεωρία μας, ούτε στην πράξη μας. Η ισορροπία της πράξης είναι δύσκολη. Οι πρακτικές μας ενσωματώνουν την εμπειρία αυτού του κόσμου, τα όρια και τα περιθώρια του. Μπορούμε να τα διευρύνουμε αλλά μάλλον πρέπει να δεχτούμε ότι πάντα θα υπάρχουν αντιφάσεις και αμφιβολίες καθώς και ότι μπορεί ενίοτε οι επιθυμίες μας να διαμορφώνουν τις πράξεις προς μη γνωστές και προκαθορισμένες κατευθύνσεις. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι σκοποί αγιάζουν τα μέσα, ούτε ότι η πράξη έχει το ακαταλόγιστο. Για να ξεμάθουμε όσα ένα σύστημα εξουσίας μας έχει μάθει πρέπει να φτιάξουμε καινούριους τρόπους για να κάνουμε τα πράγματα. Η αμφισβήτηση των δοκιμασμένων πρακτικών μας χρειάζεται ίσως και αυτή. Αυτά που τελικά κάνουμε πρέπει να είναι την ίδια στιγμή το αποτέλεσμα της γνώσης μας αλλά και μια καινούρια γνώση. Αν από αυτά που κάνουμε δεν νιώθουμε να μαθαίνουμε τίποτα, τότε μάλλον πρέπει να ξανασκεφτούμε γιατί τα κάνουμε. Εγγυήσεις για το που θα μας πάνε οι πράξεις μας και οι πρακτικές μας δεν υπάρχουν. Η μόνη βεβαιότητα είναι αυτή της αυτοοργανωμένης συλλογικής δύναμης και της αλληλεγγύης των κοινοτήτων μας.

Εκ της συνελεύσεως,
What Queer Fest?
http://whatqueerfest.espivblogs.net/

5o Φεστιβάλ Πολιτικού Ντοκιμαντέρ στην κατάληψη Φάμπρικα Υφανέτ



Θεσσαλονίκη 1-5 Δεκεμβρίου 2010
Φάμπρικα Υφανέτ

Το παρελθόν έχει δείξει ότι η καπιταλιστική «αμοιβάδα» τείνει να αφομοιώνει οτιδήποτε μπορεί να καταστεί επικίνδυνο γι’ αυτήν και να αφήνει -πολλές φορές για άλλοθι– ανενόχλητους θεσμούς και δομές που μπορεί μεν να την αμφισβητούν αλλά δεν πρόκειται ποτέ να κινηθούν επιθετικά εναντίον της. Θέλοντας να διασαφηνίσουμε τον αξιακό μας ορίζοντα, που εστιάζει πάντα στην κοινωνική απελευθέρωση, οι δομές που κυοφορούμε εκτός από παράλληλες πρέπει να είναι και εχθρικές προς τον καπιταλισμό. Ειδάλλως καθίστανται εύκολο αντικείμενο αφομοίωσης και ακροβατούν μεταξύ mainstream εναλλακτισμού, αφομοιωμένου εθελοντισμού και κυρίαρχου πολιτισμού. Επομένως το
Φεστιβάλ Πολιτικού Ντοκιμαντέρ της Φάμπρικα Υφανέτ δεν θέλουμε να είναι μία εναλλακτική πρόταση εξόδου ή κύκλος δωρεάν προβολών αλλά αφορμή για τους αγωνιζόμενους-ες να γνωρίσουν παραδείγματα αγώνων που συνδέονται άμεσα με ένα κίνημα αντίστασης και αλληλεγγύης.
Τα αυτο-οργανωμένα εγχειρήματα είναι φορείς της πολιτικότητας τους και μαζί τους κουβαλούν την συλλογική διαδικασία δημιουργίας τους, σαν στοιχείο της υπόστασής τους. Την αυτο-οργάνωση, δηλαδή, σαν διαδικασία που επέτρεψε την παραγωγή τους και την αντι-εμπορευματικότητα σαν κανόνα στην διάδοση και την επικοινωνία τους. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια προσπαθούμε να οργανώνουμε κάθε δραστηριότητα μας αλλά και να
οργανωνόμαστε και οι ίδιο-ες.
Η τέχνη δεν είναι προνομιακό πεδίο κανενός. Όταν, δε, περιφράσσεται καθίσταται μέσο των τακτικών της μαζικής χειραγώγησης. Η διάκριση εύπεπτης και δύσπεπτης τέχνης, από την άλλη, εξυπηρετεί τα συμφέροντα του πολιτισμού της κυριαρχίας και την ρητορεία περί «γρήγορου και εύκολου». Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η μαζική κουλτούρα έχει επιλεχθεί ως η καταλληλότερη για να πλαισιώσει την καθημερινότητά μας, ενώ την ίδια στιγμή η τέχνη που παρουσιάζεται ως ποιοτική προορίζεται για εξαιρετικές συνθήκες και περιορισμένο αριθμό κοινωνών της. Ο κινηματογράφος και το ντοκιμαντέρ είναι μια μορφή έκφρασης που μπορεί να συμπλεύσει με τον κοινωνικό ανταγωνισμό, είναι οικοιοποιήσιμος από τους αγωνιζόμενους και να καταστεί απελευθερωτικός ακόμα και σήμερα που η έκφραση εμφανίζεται ήσσονος σημασίας μπροστά στον αγώνα για επιβίωση και αξιοπρέπεια.

Για πέμπτη χρονιά συνεχίζεται ο αντι-θεσμός του φεστιβάλ πολιτικού ντοκιμαντέρ που στεγάζεται στο κατειλημμένο εργοστάσιο της κλωστοϋφαντουργίας Υφανέτ. Επιλέγουμε
να κινηθούμε στον αντίποδα της πραγματικότητας που θέλει την έκφραση πιόνι στα χέρια της κατανάλωσης. Aπέναντι στις καλοστημένες φιέστες του εμπορεύματος και του θεάματος προσπαθούμε να προτάξουμε τις δικές μας αρχές. Τις αρχές που αντιστρατεύονται κάθε επιβολή φραγμών και αποκλεισμών, είτε ταξικών (εισιτήριο) είτε κοινωνικών (dress code, κοσμικά πάρτι). Επιλέγουμε και προτείνουμε την δημιουργία αντι-δομών μακριά από κάθε λογική που αναπαράγει και στηρίζει τις σχέσεις καταπίεσης και με αφορμή να ανταλλάξουμε τις εμπειρίες αγώνα που ο καθένας και η καθεμία έχει αποκομίσει, συναντιόμαστε αυτο-οργανωμένα και χωρίς καμία διαμεσολάβηση για να δούμε ντοκιμαντέρ και να συζητήσουμε.
Σε μία συγκυρία κρίσιμη που λαμβάνει χώρα η πιο συντονισμένη και μεθοδική επίθεση στο σύνολο των από τα κάτω και ενώ ο καπιταλισμός φαίνεται να μην έχει να δώσει απαντήσεις στην ολοένα και εντονότερη υποτίμηση των ζωών μας, είναι ευκαιρία να απελευθερώσουμε όσες περιοχές μπορούμε από το πεδίο κυριαρχίας του. Και για τον λόγο ότι το συνολικό δεν είναι μια αναπαράσταση από μια στιγμή του μέλλοντος αλλά ξεκινά και τροφοδοτείται μέσα από τον καθημερινό αγώνα, προσπαθούμε να δημιουργούμε, μέρα με τη μέρα, τους κατάλληλους όρους για να μπορέσουμε να αυτο-διαχειριστούμε την ζωή που μας ανήκει.
Πιο συγκεκριμένα τα ντοκιμαντέρ που θα προβληθούν θα είναι:

ΤΕΤΑΡΤΗ 1-12
- "Οι κόκκοι της άμμου" 61’, 2005, 20.00
Ο αγώνας μαθητών, καθηγητών και γονιών στην Οαχάκα του Μεξικό ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του εκπαιδευτικού συστήματος.
+ Εκδήλωση-συζήτηση "Η αναδιάρθρωση του ελληνικού πανεπιστημίου στην εποχή του μνημονίου". Από μέλη αυτόνομων φοιτητικών σχημάτων.

ΠΕΜΠΤΗ 2-12
- "Το δόγμα του Σοκ" 79’, 2009, 20.00
Η στρατηγική του κοινωνικού σοκ στην εμπέδωση της ελεύθερης αγοράς από οργανισμούς τύπου ΔΝΤ σε συνεργασία με τοπικές κυβερνήσεις. Βασισμένο στο βιβλίο της Naomi Klein.
+ Εισήγηση Προγράμματα δομικής προσαρμογής και στρατηγική της κοινωνικής απευαισθητοποίησης.
+ LIVE jazz jamming στο καφενείο της κατάληψης.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 3-12
- "Αλήθεια", 20.00
Οι αγώνες των κατοίκων του Όβατζικ στην Πέργαμο της Τουρκίας ενάντια στον ολοκληρωτισμό των μεταλλευτικών επιχειρήσεων.
+ Εκδήλωση-συζήτηση «Μεταλλευτικές δραστηριότητες, εργασία, απασχόληση και κοινωνικός εγκλωβισμός στη Βορειοανατολική Χαλκιδική». Από Πρωτοβουλία ενάντια στις
βλαπτικότητες.

ΣΑΒΒΑΤΟ 4-12
- "Cyclown Circus", 67΄, 19.00
Ένα ερασιτεχνικό αυτο-οργανωμένο ντοκιμαντέρ για την ομάδα κλόουν, ακροβατών και μουσικών που ταξιδεύουν ανά τον κόσμο κάνοντας παραστάσεις στον δρόμο. Κινηματογράφηση: Σφυρής Δημήτρης (βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ eco-films festival 2008).
+ Εισήγηση από την υπο-ομάδα για την αυτο-οργανωμένη έκφραση και την αντι-εμπορευματική κυκλοφορία της Φάμπρικα Υφανέτ και συζήτηση με τον σκηνοθέτη του "Cyclown Circus".

- "Οι κούφιοι άνθρωποι" (Θεσσαλονίκη, 2010), 21.00
Μια αυτόνομη παραγωγή απο το Συνεργείο- Υπόγειες Κινηματογραφικές Παραγωγές, πάνω στο ομώνυμο ποίημα του T.S. Eliot και το τραγούδι των Ωχρά Σπειροχαίτη.
+ Κουβέντα αυτο-οργανωμένη έκφραση στον κινηματογράφο.
+ LIVE Two hands was never enough (soundsystem)

ΚΥΡΙΑΚΗ 5-12
- "MST" 28’, 19.00
Ντοκιμαντέρ για το κίνημα των χωρίς γη στη Βραζιλία. Εικόνες και μαρτυρίες από καταλήψεις γης, συνελεύσεις κτλ.

- "Λευκωροσία, Ένας κατηλειμένος κοινωνικός χώρος", 20.00
Ντοκιμαντέρ για την απόπειρα κατάληψης στο μοναδικό δικτατορικό καθεστώς στην Ευρώπη.

- "Μέγαρα 1974 - Ο Αγώνας των Κατοίκων για την Γη και την Ελευθερία", 69’, 21.00
Στις 13 Απριλίου 1973, στην Πάχη των Μεγάρων, εκσκαφείς και μπουλντόζες ισοπεδώνουν 2.296 στρέμματα ελαιώνων. Με αυτή την ενέργεια ξεκινάει η υλοποίηση της κατασκευής συγκροτήματος διυλιστηρίων, ένα έργο, στο οποίο οι Μεγαρείς θα αντιδράσουν και τελικά δε θα πραγματοποιηθεί. Το ντοκιμαντέρ καταγράφει τη βίαιη αλλαγή που υπέστη το φυσικό τοπίο, μαρτυρίες των κατοίκων σχετικά με τις συνέπειες της μαζικής απαλλοτρίωσης της γης τους και την οργανωμένη κινητοποίησή τους, η οποία συνέπεσε χρονικά με την εξέγερση στο Πολυτεχνείο.

http://www.yfanet.net/

Σχετικά με το εγχείρημα ενός queer φεστιβάλ

Από What Queer Fest

Τον Νοέμβρη του 2009 μετά από πρωτοβουλία κάποιων μελών της ομάδας “Στην Πρίζα”, καλέστηκε μια συνάντηση σε μονοκατοικία των Πετράλωνων όπου συμμετείχε κόσμος από συλλογικότητες που δουλεύουν με αφετηρία το φύλο και την σεξουαλικότητα στα πλαίσια του ευρύτερου ανταγωνιστικού κινήματος. Θέμα της συνάντησης η συζήτηση για την πιθανότητα διοργάνωσης ενός queer φεστιβάλ στην Αθήνα. Αυτή η πρώτη αναγνωριστική κουβέντα εξελίχθηκε σε μια σταθερή συνέλευση που κλείνει πλέον ένα χρόνο δουλειάς. Αρχικά οι συνελεύσεις μας γίνονταν στο Φεμινιστικό Κέντρο Αθήνας και στη συνέχεια στην κατάληψη της Σκαραμαγκά.
Αν και αυτές τις μέρες γίνεται πια πολύς λόγος για το “queer” σε κινηματικούς και όχι μόνο κύκλους, μπορεί και εξαιτίας της μετάφρασης στα ελληνικά του έργου της δημοφιλούς, στα όρια του pop-icon, αμερικανίδας φιλοσόφου Τζούντιθ Μπάτλερ, η έννοια και το πολιτικό της περιεχόμενο παραμένει κατά τη γνώμη μας σε μεγάλο βαθμό ασαφής και αδιευκρίνιστη. Ακόμη περισσότερο θεωρούμε ότι τείνει να εγκλωβιστεί σε διάφορες ερμηνείες χοντροκομμένες και εκλαϊκευτικές με την κακή την έννοια, και να σηματοδοτήσει κάτι δήθεν “προχώ” το πολιτικό βάθος όμως του οποίου μένει “χαμένο στη μετάφραση”.
Έτσι παρόλο που εδώ παρουσιάζουμε ένα queer φεστιβάλ, και που κάποιοι και κάποιες από την συνέλευσή μας αυτοπροσδιορίζονται ως queers, ελπίζουμε να μπορέσουμε επί της ουσίας να επικοινωνήσουμε την πολιτική μας αντίληψη πέρα από το queer ως ταμπέλα. Στόχος μας δεν είναι να απαντήσουμε στην ερώτηση “τι είναι το κουίαρ”, αλλά ούτε και “να φέρουμε το queer εδώ”. Το πρόγραμμα του φεστιβάλ που επισυνάπτουμε ελπίζουμε να δίνει από μόνο του μια σχετικά καθαρή εικόνα για το πολιτικό σύμπαν το οποίο θέλουμε να χτίσουμε, και για τις πολιτικές διαδρομές που προσπαθούμε να περπατήσουμε.
Οι πολιτικές –θεωρητικές και πρακτικές– αναφορές μας, συναντιούνται σε μεγάλο βαθμό στους διάφορους φεμινισμούς των τελευταίων δεκαετιών, κυρίως αυτούς που οργανώνονται γύρω από την κριτική της ουσιοκρατίας, στην πρακτική και στο λόγο του ριζοσπαστικού κινήματος που θέτει το ζήτημα του φύλου και της σεξουαλικότητας ως ζήτημα εξουσίας και κυριαρχίας και στις βασικές αρχές της αυτοργάνωσης, της ομοφωνίας, της αντιιεραρχίας. Κάποιοι/ες από εμάς συμμετέχουν στο αναρχικό κίνημα, άλλοι σε ή/και δίπλα από χώρους αυτονομίας, ή χώρους που οργανώνονται γύρω από τα ίχνη της παράδοσης του ελευθεριακού κομμουνισμού – κάποιες πάλι με μεθοδικότητα περιδιαβαίνουμε ελεύθερα, αν και όχι πάντα χωρίς ενοχές, τα σύνορα όλου αυτού του πολιτικού μωσαϊκού.
Αυτές μας οι επιλογές κάνουν λοιπόν πραγματικά δύσκολο, ίσως ανέφικτο, να ορίσουμε μια, κάποια, σταθερή ταυτότητα μέσω της οποίας να συστηθούμε – ταυτόχρονα όμως το γεγονός αυτό αποτελεί και μια από τις βασικές μας αφετηρίες: οι ταυτότητες, πολιτικές, σεξουαλικές, φύλου, εθνικές και άλλες είναι το έδαφος της εμπειρίας μας, την ίδια στιγμή που τις αναγνωρίζουμε ως προϊόν της εξουσίας των κυρίαρχων λόγων και ταυτόχρονα τις χρησιμοποιούμε ως μια συνθήκη προσωρινή, καταστασιακή, στην οποία συναντιόμαστε. Για αυτό και θα μπορούσε απλώς να πούμε ότι η συνέλευση αποτελείται από όσες και όσους την ίδια στιγμή που στριμώχνονται μέσα στο δίπολο του γραμματικού γένους (βλ. όσοι και όσες) παλεύουν να το διαρρήξουν, ή ζουν ήδη μέσα και πάνω στις αναμφισβήτητες ρωγμές του: αλλόκοτες ετερο, τρανς, λεσβίες (και) φεμινίστριες, αδερφές, πούστηδες, υποκείμενα και σώματα που εν γένει η κυριαρχία σπρώχνει εκτός του ομαλού και χρησιμοποιεί για να συγκροτήσει την εξουσιαστική ιδέα του «φυσικού/φυσιολογικού», της νόρμας. Η πολιτική μας πράξη εν μέρει στοχεύει στο να αναδείξει αυτές τις διεργασίες της εξουσίας, να δημιουργήσει συλλογικές προϋποθέσεις τόσο για την άρνησή τους όσο και για την υπέρβασή τους, και να υπονομεύσει το σύστημα της αναπαραγωγής της κυριαρχίας που στηρίζεται στην κανονικοποίηση της επιθυμίας, στον ντετερμινισμό του δίπολου αρσενικό-θηλυκό, και τις δικαιϊκές πράξεις νομιμοποίησης των σεξουαλικών ταυτοτήτων (βλ. γάμος, στρέιτ ή γκέι).
Ταυτόχρονα προσπαθούμε να καλλιεργήσουμε μια πρακτική και θεώρηση του πολιτικού που μας επιτρέπει να χτίσουμε κοινότητες μέσα στις οποίες να φροντίζουμε τα σώματα και τις επιθυμίες μας στο εδώ και τώρα, να γιορτάζουμε τις ανάγκες και τα θέλω τους – κοινοτήτες οι οποίες μπορούν να μεταβάλλονται και να μετασχηματίζονται την ίδια στιγμή που λειτουργούν υποστηρικτικά, τροφοδοτώντας και πραγματώνοντας την ουσιαστική αλληλεγγύη.
Σε καμία περίπτωση δεν αντιλαμβανόμαστε το πολιτικό μας πρόγραμμα ως «θεματικό», όπως συχνά αποκαλείται στους πολιτικούς χώρους που συναντιόμαστε. Το φύλο και η σεξουαλικότητα δεν είναι «θέματα», παρά μόνο με την έννοια πώς όλα τα κομμάτια της ζωής μας είναι «θέματα» προς διαπραγμάτευση και τόποι από τους οποίους μπορεί να στηθεί η δημιουργική αποδιοργάνωση των εξουσιαστικών σχέσεων. Αμφισβητούμε επίσης πως μπορεί να υπάρξει ένα μοναδικό νήμα το οποίο να συνδέσει τις πολιτικές αντιστάσεις απέναντι στην κυριαρχία. Και φυσικά δεν νομιμοποιούμε σε καμία περίπτωση έναν κινηματικό θεωρητικό λόγο που στηρίζεται σε εργαλεία πλήρως απαρχαιωμένα και αναφέρεται σε «κύριες» και «δευτερεύουσες» αντιθέσεις. Ως εκ τούτου ένα πρώτο πεδίο δράσης είναι για εμάς τα ίδια τα ριζοσπαστικά κινήματα μέσα στα οποία ζούμε και τα οποία θρέφουν τις τρανσφοβικές, μισογύνικες, σεξιστικές και ομοφοβικές αντιλήψεις και πρακτικές του κυρίαρχου. Αντιλήψεις και πρακτικές από τις οποίες κανείς και καμιά μας δεν έχει ανοσία. Ούτε και εμείς, αν αναρωτιέστε.
Μαζί με όλα τα παραπάνω και παρόλο που πιστεύουμε πως δεν υπάρχει μία πολιτική δομή/θεωρία αντίστασης που να εκπροσωπήσει την «επανάσταση» ή κάποιο πρόγραμμα καθολικής πολιτικής ανατροπής, θεωρούμε πως έχοντας ως αφετηρία το δίπολο των φύλων και την κατηγορία της σεξουαλικότητας χρειάζεται οπωσδήποτε να εξερευνήσουμε το πώς αυτά διαρθώνονται σε πλέγματα με άλλες εξουσιαστικές δομές ή κατηγορίες παράγοντας τα υποκείμενα και τις διάφορες μορφές υποτέλειας στην κοινωνία που ζούμε. Στο πρόγραμμα του φεστιβάλ μέσα από τους άξονες έθνος και φύλο, Ψ-λόγος, επιστήμη, σώματα που αντιστέκονται και κινήματα/κοινότητες, κάνουμε μια προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση.
Αποτελούμε εν τέλει εκτός από μια συνέλευση και μια κοινότητα που νιώθει κυριολεκτικά στο πετσί της την εξουσία του καταναγκασμού «των δύο φύλων και της μίας σεξουαλικότητας». Με αυτό το τριήμερο φεστιβάλ δεν στοχεύουμε απλώς στο να σπάσουμε τα στερεότυπα αλλά να δείξουμε πώς αυτά σπάνε καθημερινά πάνω στο κοινωνικό μας σώμα. Θα θέλαμε, ιδανικά, πέρα από τα όρια των συμβατικών ταυτοτήτων να διαπραγματευτούμε από κοινού τα σώματα και τις επιθυμίες μας όπως τα βιώνουμε σε ένα πλαίσιο καπιταλιστικών, πατριαρχικών σχέσεων και κυρίαρχων εθνικών αφηγήσεων. Να δούμε πέρα από και κριτικά ένα φορμαλιστικό λόγο περί «δικαιωμάτων των μειονοτήτων» αλλά και πέρα από κενά σχήματα γενικής και αόριστης αλληλεγγύης προς κάποιους «άλλους» καταπιεσμένους. Και να προάγουμε πολιτικές που αντιμετωπίζουν τα ίδια μας τα σώματα ως φορείς εξουσίας και καθιστούν έτσι την ανάλυση της εμπειρίας και του βιώματος αναγκαία προϋπόθεση για να ανιχνεύσουμε και να κατανοήσουμε τις εξουσίες εντός μας.
Τέλος, επειδή η χωροταξία είναι πολύ σημαντική, αποφασίσαμε ότι η ιδέα «τρεις μέρες σε τρεις χώρους» καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τόσο την ποικιλία των πολιτικών μας διαδρομών αλλά και ταιριάζει με το πώς θα θέλαμε ως συνέλευση να αποδιοργανώνονται ενίοτε τα όρια/σύνορα ανάμεσα στους κινηματικούς χώρους δημιουργώντας νέες, περιστασιακές γεωγραφίες που θα επιτρέπουν τη συνάντηση διαφόρων υποκειμένων και διαφορετικών πολιτικών αντιλήψεων και πρακτικών. Η κατάληψη της Σκαραμαγκά, το κατειλημμένο κτίριο της Τσαμαδού 15 του Στεκιού Μεταναστών και το Αυτόνομο Στέκι είναι οι τρεις πολιτικοί χώροι που επιθυμούμε να αποτελέσουν τους τόπους δημιουργίας του φεστιβάλ.

Το πρόγραμμα του φεστιβάλ:
26/11/2010 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ στην Κατάληψη Πατησίων 61 & Σκαραμαγκά
• 18:00-19:00 _ ΠΡΟΒΟΛΗ: "PINK CAMOUFLAGE"
• 19:00-22:00 _ ΣΥΖΗΤΗΣΗ: "ΕΘΝΟΣ ΦΥΛΟ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ"
• 22:00-00:00 _ PERFORMANCE: "ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ"

27/11/2010 ΣΑΒΒΑΤΟ στο Κοινωνικό Κέντρο Τσαμαδού 15
• 12:00-14:00 _ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΜΩΒ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΗΣ ΜΠΡΟΣΟΥΡΑΣ "ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΠΥΡΑ"
• 14:00-16:00 _ BIRDWATCHING: ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΑΥΤΟΕΞΕΤΑΣΗΣ
• 15:00-17:00 _ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΧΟΡΤΟΦΑΓΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ
• 17:00-20:00 _ ΣΥΖΗΤΗΣΗ: "ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΡΕΛΑΣ"
• 20:00-22:00 _ ΠΡΟΒΟΛΕΣ: "TRANSVESTITES" _ "BORN QUEER, DEAR DOCTORS" _ "L'ORDRE DES MOTS"
• 22:00 _ pARtY

28/11/2010 ΚΥΡΙΑΚΗ στο Αυτόνομο Στέκι Ζωοδόχου Πηγής 95-97 & Ισαύρων
• 12:00-16:00 _ "WE ARE BORN NAKED – THE REST IS DRAG"
• 17:00-19:00 _ ΠΡΟΒΟΛΕΣ: "TRAVEL QUEERIES" _ "QUEER BEOGRAD"
• 19:00-21:00 _ ΣΥΖΗΤΗΣΗ: "ΦΤΙΑΧΝΟΝΤΑΣ ΚΙΝΗΜΑΤΑ, ΟΡΓΑΝΩΝΟΝΤΑΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ"
• 21:00 _ LIVE / PERFORMANCES


http://whatqueerfest.espivblogs.net/

«Αυτο»διοικητικές εκλογές με φόντο τα μνημόνια κοινωνικής υποδούλωσης και λεηλασίας

Αναδημοσίευση από αναρχικό Ρεσάλτο

Ένα χρόνο πριν, τα κλειδιά της πολιτικής διαχείρισης παραδόθηκαν από την κεντροδεξιά στην κεντροαριστερή παράταξη του κράτους με τις σκηνοθετημένες εκλογές του Οκτώβρη 2009. Η εναλλαγή αυτή είχε κριθεί, μήνες πριν, απαραίτητη από τις εγχώριες και υπερεθνικές ελίτ και προετοιμάστηκε κατάλληλα από τα Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης. Τα διαρκή σκάνδαλα που έβγαιναν στη φόρα, η κοινωνική εξέγερση του Δεκέμβρη 2008, η αδυναμία προώθησης των «αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών» και αντιμετώπισης της διάχυτης κοινωνικής ανταρσίας των ημερών, έκαναν την ανάγκη κυβερνητικής αλλαγής αδιαπραγμάτευτη για το καθεστώς.
Πρωταρχικό μέλημα της σοσιαλφιλελεύθερης διακυβέρνησης υπήρξε η επιστροφή στην Ομαλότητα και την Τάξη. Για τον σκοπό αυτό, πέρα από τα σώματα ασφαλείας και την ωμή καταστολή, επιστρατεύτηκαν οι «άνθρωποι του πνεύματος» και όλος ο δημοσιογραφικός συρφετός, σε μια προσπάθεια τόσο διανοουμενίστικης όσο και φτηνά προπαγανδιστικής σπίλωσης του εξεγερτικού συμβάντος. Και εγκαλέστηκε η αριστερά -κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική- να συμβάλλει στην ενσωμάτωση της αμφισβήτησης στο «έγκυρο» και αποδεκτό πλαίσιο της νομιμότητας, της διεκδίκησης, της συνδιαλλαγής.
Ακολούθησε η επέλαση για την προάσπιση της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης και κερδοφορίας μέσα σε περιβάλλον βαθιάς κρίσης του συστήματος. Μέσα σε τρεις μήνες το σύνθημα «χρήματα υπάρχουν» έγινε «ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε». Μια φτηνή δικαιολογία για τις πολιτικές-σοκ που ετοιμάζονταν. Το πρόγραμμα ξεθεμελίωσης των κοινωνικών-ταξικών κατακτήσεων ενός ολόκληρου αιώνα τέθηκε υπό την εποπτεία της τρόικας (ΔΝΤ-Κομισιόν-ΕΚΤ). Τα μνημόνια κοινωνικής υποδούλωσης και λεηλασίας συντάχθηκαν και υπογράφηκαν και η εφαρμογή τους έχει αρχίσει να χαράζει τα σημάδια της στο κοινωνικό σώμα. Η καθημερινή ζωή δυσκολεύει, η ανεργία καλπάζει, η ανέχεια διευρύνεται. Το καθημερινό βίωμα είναι τέτοιο που δεν χρειάζεται τη δική μας αποτύπωση. Όλοι το ζουν, όλοι το γνωρίζουν. Ιδιαίτερα στις περιοχές μας, που είναι έντονα ταξικά χαρακτηρισμένες και η ανεργία έχει εκτροχιαστεί.
Αυτό που χρειάζεται να επισημάνουμε είναι ότι είμαστε ακόμα στην αρχή. Νέα μέτρα, νέες περικοπές, νέα χαράτσια θα ακολουθήσουν. Η αστυνομία θα περιφρουρεί τη φτώχεια, τα δελτία ειδήσεων και οι πρωτοκλασάτοι δημοσιογράφοι θα αποτελούν το γραφείο τύπου της εκάστοτε κυβέρνησης, οι κοινωνικές αντιδράσεις, η παραβατικότητα, η επιθετικότητα και μαζί η καταστολή θα θεριέψουν. Ο δημοσιογραφικός οχετός και το «κοινωνικό έργο» της αποκατάστασης της τάξης από τις δυνάμεις καταστολής θα εναλλάσσονται και θα αλληλοσυμπληρώνονται. Άλλωστε, στο πλαίσιο της προετοιμασίας του για την αντιμετώπιση κοινωνικών εκρήξεων και ταραχών, το καθεστώς ψήφισε στο θερινό τμήμα της βουλής, στα τέλη Αυγούστου, εντελώς στα μουλωχτά, την ποινική διεύρυνση της χρήσης του τρομονόμου μέχρι και για πλημμελήματα σχετιζόμενα με ενέργειες πλήθους που εκδηλώνονται κατά βάση σε διαδηλώσεις. Στο επόμενο διάστημα, το στοίχημα ουσιαστικά θα παιχτεί στον προσανατολισμό της κοινωνικής οργής ενάντια στην πολιτική και οικονομική εξουσία και όχι στο εσωτερικό των καταπιεσμένων. Στη συνειδητοποίηση του κοινού εχθρού και στην αναγνώριση των κοινών πεδίων αγώνα κόντρα στα φαινόμενα κοινωνικού κανιβαλισμού, ενός πολέμου «όλων εναντίον όλων» που μόνο την κυριαρχία εξυπηρετεί.

«Αυτο»διοικητικές εκλογές στη βάση του «Καλλικράτη»

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, έρχονται οι δημοτικές-περιφερειακές εκλογές του Νοέμβρη, που θα διεξαχθούν στη βάση του νέου διοικητικού χάρτη του κράτους, του «Καλλικράτη». Βάσει αυτού προβλέπονται υποχρεωτικές συνενώσεις δήμων (μειώθηκαν σε 325 από 1034), η αντικατάσταση των νομαρχιών από 13 νέες Περιφερειακές «Αυτο»διοικήσεις (Περιφέρειες) και η συγκρότηση 7 Γενικών Διοικήσεων. Οι τελευταίες θα αποτελούν έναν ενδιάμεσο διοικητικό μηχανισμό μεταξύ του στενού πυρήνα του κράτους και των δύο βαθμών «αυτο»διοίκησης καθώς «θα αναλάβουν τον ρόλο της εποπτείας, τόσο σε σχέση με την εξειδίκευση της αναπτυξιακής στρατηγικής, όσο και σε σχέση με την κατανομή των οικονομικών πόρων».
Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της κρατικής αναδιάρθρωσης είναι η μεταφορά διοικητικών και εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από υψηλότερα επίπεδα διοίκησης (κεντρική εξουσία) σε χαμηλότερα και η διόγκωση του κάθε επιπέδου διοίκησης (περαιτέρω συγκεντροποίηση της εξουσίας με το επίχρισμα της αποκέντρωσης). Για παράδειγμα, στις 13 Περιφέρειες θα υπαχθούν υπηρεσίες που σήμερα ανήκουν σε διάφορα υπουργεία και θα αναλάβουν το ρόλο «να εξειδικεύουν και να υλοποιούν συγκεκριμένες αναπτυξιακές κατευθύνσεις και να προωθούν έργα και προγράμματα» (προς όφελος πάντα των επιχειρηματικών συμφερόντων).
Βέβαια, η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από το κεντρικό κράτος στα τοπικά και περιφερειακά του παραρτήματα θα πραγματοποιηθεί χωρίς κάποια αντίστοιχη διάθεση πόρων, με άμεση συνέπεια την επιβολή νέων έμμεσων φόρων στους κατοίκους και την αναμενόμενη πτώχευση πολλών δήμων (όπως έχει ήδη συμβεί σε αρκετούς μετά τον «Καποδίστρια»). Τα δημοτικά τέλη θα αυξηθούν δραματικά, ως σταθερή και εγγυημένη πηγή εσόδων, ενώ η μεταβίβαση της αρμοδιότητας των λεγόμενων «κοινωνικών υπηρεσιών» (σχολεία, υπηρεσίες υγεία κλπ) από τις νομαρχίες και τα υπουργεία στους νέους δήμους θα έχει ως αποτέλεσμα οι τελευταίοι να αναπτύξουν ακόμα πιο έντονα τη λογική της ανταποδοτικότητας. Της επιβολής, δηλαδή, επιπλέον χαρατσιών στους κατοίκους για τις λεγόμενες «υπηρεσίες του δήμου»: εκπαίδευση, υγεία, μαθήματα χορού, ζωγραφικής, μουσικών οργάνων, ΚΑΠΗ κλπ. Τι είπαμε θα ψηφίσουμε στις 7 & 14 Νοέμβρη;

Σαμποτάζ στις εκλογικές αυταπάτες

Η ψηφοφορία αποτελεί τη ραχοκοκαλιά των περίφημων δημοκρατικών διαδικασιών και οι εκλογές για την ανάδειξη αντιπροσώπων (στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο, στο συνδικάτο, στο δήμο, στην περιφέρεια, στο κοινοβούλιο) την πεμπτουσία του περιβόητου δημοκρατικού πολιτεύματος.
Στην πραγματικότητα, η πίστη στην αξία της ψηφοφορίας δεν είναι παρά αποτέλεσμα σκόπιμης απόκρυψης άλλων διαδικασιών και τρόπων λήψης συλλογικών αποφάσεων. Η ψηφοφορία πατάει πάνω στην εκ προοιμίου παραδοχή ότι σε οποιοδήποτε σώμα ανθρώπων δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνία και ότι οι διαφορετικές απόψεις είναι συνάμα οπωσδήποτε ανταγωνιστικές. Αφού η δυνατότητα για ομοφωνία (έστω και συναινετική) έχει απορριφθεί εκ των προτέρων και το ανταγωνιστικό πλαίσιο έχει εγκαθιδρυθεί, η ψηφοφορία έρχεται να «διευθετήσει» την ανάγκη λήψης αποφάσεων με την επικράτηση της πλειοψηφούσας άποψης. Με την έννοια αυτή οι «πολλοί» έχουν πάντα δίκιο και οι «λίγοι» πρέπει να αποδεχτούν τη γνώμη των «πολλών». Ούτε λόγος βέβαια, για το πώς διαμορφώνεται η γνώμη των «πολλών», για το πώς κατασκευάζεται η λεγόμενη «κοινή γνώμη» από την πολιτική, οικονομική και μιντιακή εξουσία, με τις γνωστές από την αρχαιότητα μεθόδους της χειραγώγησης, της εξαπάτησης, του εκβιασμού και της εξαγοράς. Είναι πραγματικά εκπληκτικό ότι η εξουσία έχει κατορθώσει να κατοχυρώσει μέσα στις κοινωνίες την αξία της ψηφοφορίας όταν τα πιο ζωντανά κοινωνικά κύτταρα, όπως οι παρέες, οι ομαδοποιήσεις, οι φιλικές και ερωτικές σχέσεις, ποτέ δεν την χρησιμοποιούν για να αποφασίσουν για οτιδήποτε.
Οι εκλογές, τώρα, συνιστούν τη θεσμικά ανώτερη μορφή ψηφοφορίας, η οποία γίνεται για την ανάδειξη αντιπροσώπων και όχι απλά για τη λήψη μιας συγκεκριμένης απόφασης. Η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία θεωρείται ιερό και ύψιστο δικαίωμα και παρουσιάζεται ως απόδειξη «υπευθυνότητας» και «συμμετοχής στα κοινά». Πρόκειται για μια θαυμάσια αντιστροφή, αφού στην πραγματικότητα η εκλογή αντιπροσώπων σημαίνει εκχώρηση της προσωπικής και συλλογικής αυτενέργειας, παραίτηση από τον ατομικό και κοινωνικό αυτοκαθορισμό, ανάθεση της καθημερινής μας ζωής και των κοινωνικών υποθέσεων σε κάποιον διαχειριστή ή «σωτήρα». Η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία είναι μια κάλπικη «συμμετοχή στα κοινά», που ανανεώνει την εξουσιοδότηση για τη διαιώνιση του συστήματος πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας. Όσο για τον δημοκρατικό πλουραρισμό, πρόκειται για μια ξεκάθαρη απάτη. Στην ουσία η πολυφωνική ορχήστρα του κομματικού συστήματος παίζει απλά διαφορετικά μέρη του ίδιου σκοπού (του σκοπού της εξουσίας) και η «ελεύθερη επιλογή» αντιπροσώπου (κυβερνήτη, βουλευτή, δημάρχου, δημοτικού συμβούλου κλπ) εξαντλείται στην επιλογή εκπροσώπου του καθεστώτος εκμετάλλευσης και υποταγής.

Συνειδητή αποχή από τις κάλπες, να πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας

Στον αντίποδα των δημοκρατικών διαδικασιών, των παράλληλων μονολόγων, των ψηφοφοριών, της πλειοψηφούσας άποψης και της εκλογής αντιπροσώπων, στέκονται τα πειράματα της αυτοοργάνωσης. Εκείνου του τρόπου συζήτησης και λήψης αποφάσεων που βασίζεται στην ισότιμη οριζόντια ανταλλαγή απόψεων, την αμοιβαία μετατόπιση και τη σύνθεση. Εκείνης της διαδικασίας που κάθε φορά συγκεκριμενοποιείται από αυτούς που την συγκροτούν και βασίζεται στην επιθυμία και τη βούληση για συλλογική σύγκλιση, μακριά από ανταγωνιστικές λογικές, ιεραρχικές αντιλήψεις και συστήματα πλειοψηφίας/μειοψηφίας.
Τα τελευταία χρόνια, στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά και των συνοικιών του έχουν εμφανιστεί μια σειρά αυτοοργανωμένων συλλογικών εγχειρημάτων, τα οποία έχουν αρχίσει να ριζώνουν και να αφήνουν το αποτύπωμά τους κοινωνικά. Με διαρκή κοινωνική απεύθυνση μέσω έντυπου υλικού, με πολυποίκιλες παρεμβάσεις λόγου και δράσης, με αλληλεγγύη σε καταπιεζόμενα και αγωνιζόμενα κοινωνικά κομμάτια και σε φυλακισμένους αγωνιστές. Πέρα από το Ρεσάλτο, που δραστηριοποιείται κυρίως στον άξονα Κερατσινίου-Νίκαιας, υπάρχει η Συνέλευση Περάματος για την αλληλεγγύη και την δράση - De Stato, η Ελευθεριακή Συνέλευση Πειραιά, το αυτοδιαχειριζόμενο στέκι Κορυδαλλού Pasa Montana και η Συνέλευση Εξεγερμένων από τις περιοχές μας, μια πλατύτερη συλλογική προσπάθεια, συντονισμού, συνδιαμόρφωσης και σύμπραξης. Η Συνέλευση Εξεγερμένων, που δημιουργήθηκε μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη 2008, είναι ένας ανοιχτός αντιιεραρχικός συνελευσιακός τόπος και στην παρούσα φάση, στο πλαίσιο της πολύμορφης δραστηριοποίησης της γύρω από το ζήτημα της κρίσης, επεξεργάζεται τη διοργάνωση συλλογικών κουζίνων και χαριστικών παζαριών για την έμπρακτη αλληλεγγύη, αλληλοβοήθεια και συντροφικότητα στις γειτονιές. Παράλληλα, μια ανάσα πιο εκεί, στο Αιγάλεω, από την άνοιξη που μας πέρασε, υπάρχει και λειτουργεί το Σινιάλο, ένα καταληψιακό εγχείρημα μέσα στα μπλοκ των παλιών εργατικών πολυκατοικιών της περιοχής, που έχει ήδη μετατραπεί σε κοινωνικό πόλο συλλογικοποίησης και δράσης.
Η αποχή, λοιπόν, από τις κάλπες δεν είναι μια μεμονωμένη και ευκαιριακή επιλογή, που περιορίζεται στην κυριακή της εκλογοπανήγυρης. Είναι μια επιλογή σχετιζόμενη με την επανοικειοποίηση της κλεμμένης μας ζωής. Με τη δημιουργία κοινοτήτων αγώνα, αλληλοβοήθειας και αλληλεγγύης παντού, με ανοιχτές αντιιεραρχικές συνελεύσεις κατοίκων, εργαζομένων, ανέργων, μαθητών, φοιτητών, ντόπιων και μεταναστών, σε κάθε γειτονιά, εργασιακό και εκπαιδευτικό χώρο. Με την αυτοοργάνωση των αντιστάσεων και της καθημερινής μας ζωής. Με τη σύγκρουση και τη ρήξη με την κρατική-καπιταλιστική βαρβαρότητα, για έναν κόσμο ελεύθερο χωρίς εξουσία.

ΡΕΣΑΛΤΟ
Οκτώβρης 2010

http://anarxiko-resalto.blogspot.com/
http://anarxiko-resalto.blogspot.com/2010/10/blog-post_23.html

Τοπικότητα, κοινωνικοί αγώνες και το ελευθεριακό πρόταγμα σήμερα

Της ομάδας ελευθεριακών κομμουνιστών

Στις 23-24 Οκτώβρη, έγινε στην Νομική σχολή της Αθήνας το ευτοπικό διήμερο, το οποίο διοργανώθηκε από το περιοδικό Ευτοπία και την ομάδα ελευθεριακών κομμουνιστών. Την πρώτη μέρα, εισηγητής ήταν ο ιταλός σύντροφος Αντρέα Πάπι. Εδώ παραθέτουμε την εισήγηση της ομάδας ελευθεριακών κομμουνιστών για τη δεύτερη συζήτηση με τίτλο «τοπικότητα, κοινωνικοί αγώνες και το ελευθεριακό πρόταγμα σήμερα».

Εισαγωγή
Αμηχανία. Αυτή είναι η λέξη που καλύτερα από κάθε άλλη χαρακτηρίζει την κατάσταση των απελευθερωτικών, επαναστατικών ρευμάτων στις σημερινές συνθήκες. Στις συνθήκες της αποτυχίας κράτους και κεφαλαίου όχι μόνο να ικανοποιήσουν τις ψευδαισθήσεις της αέναης «ανάπτυξης» που καλλιέργησαν, αλλά και να συντηρήσουν τη απαραίτητη ευμάρεια που νοηματοδοτούσε την ανοχή των καταπιεσμένων απέναντί τους. Τα τριάντα αργύρια της κοινωνικής συναίνεσης αποδειχτήκαν κάλπικα.
«Ώρα να σπάσει αυτή η συναίνεση» είναι το αυθόρμητο συμπέρασμα. Πέρασε όμως τόσος καιρός που όλοι μας ζήσαμε υπό το θέαμα του καπιταλιστικού αυτοθαυμασμού (παλεύοντας να ανοίξουμε μικρές τρύπες που ελπίζαμε να γίνουν ρήγματα στο φράγμα), που για να λέμε την αλήθεια, δεν το πολυπιστεύαμε ότι θα δικαιωθούμε. Ότι δηλαδή θα βρεθεί μια κοινωνία , να την χτυπούν από παντού, με τη συναίνεση στο χέρι, χωρίς καμιά ασφάλεια ή βεβαιότητα. Κι επειδή δεν το πολυπιστεύαμε, δεν προετοιμαστήκαμε. Στεκόμαστε σήμερα αμήχανοι στο πως αυτή η συναίνεση θα σπάσει -στην έκταση που της αρμόζει- και ακόμα πιο αμήχανοι για το τι θα γίνει μετά. Κι αυτό το «μετά» αποδεικνύεται, τόσο πιο απαραίτητο να προταχθεί, όσο πλησιάζει στο «τώρα». Για το κάθε θύμα κράτους και κεφαλαίου, η πιθανότητα να πρέπει να ζυγίσει τις συνέπειες μια ολικής ρήξης με αυτές μιας νέας, ολικής υποταγής του, γίνεται όλο και πιο ορατή.
Δεν είμαστε αυτοί που περιμέναμε καρτερικά την θανάσιμη κρίση του καπιταλισμού, δεν ξέρουμε αν αυτή η κρίση είναι θανάσιμη ούτε αν τελικά υπάρχουν θανάσιμες κρίσεις. Αυτό που ξέρουμε είναι πως αντιμετωπίζουμε μια κατάσταση που εκτός από το μέλλον, μας έρχεται και από το παρελθόν. Το παρελθόν των επαναστατών που πρέπει να αποφασίσουν τι επανάσταση θέλουν, πώς να την κάνουν και πόσο μακριά θέλουν να φτάσει.
Λίγα χρόνια πριν μια τέτοια προοπτική σκέψη αν δεν ήταν ιδεολογική άσκηση επί χάρτου, εκλαμβάνονταν σαν αφόρητος ρομαντισμός. Σήμερα είναι ανάγκη. Τα πράγματα σοβαρεύουν, ό,τι γύρω μας δεν άλλαξε θα αλλάξει σύντομα. Γιατί ακόμα και αν αυτή κρίση αποδειχτεί κάτι πρόσκαιρο, ένα ακόμα καπρίτσιο ενός αποχαλινωμένου συστήματος που ζορίζεται για να δυναμώσει, εμείς είμαστε υποχρεωμένοι «να παίξουμε το χαρτί μας». Σε τελική ανάλυση θα ήταν άδικο να περιμένουμε μεγαλύτερη επιείκεια και κατανόηση από τις επόμενες γενιές επαναστατών από αυτή που δείξαμε εμείς στις προηγούμενες….

Μέρος Α
Οι αναρχοκομμουνιστικές αντιλήψεις, όπως άλλωστε και το σύνολο των ρευμάτων που απαρτίζουν το σώμα της ελευθεριακής σκέψης και πράξης, προσδιορίζονται πολύ περισσότερο από την τροχιά που τους επιβάλλει ένας σκληρός πυρήνας αξιακών σταθερών και πολιτικών προταγμάτων παρά από μια «υπεριστορική» στρατηγική πάλης. Στον πυρήνα αυτό βρίσκονται οι πολιτικές σταθερές που, απαράλλαχτες από το 19ο αιώνα, μπορούν και περιγράφουν με πληρότητα την ουσία του κοινωνικού ζητήματος, την κριτική των μέσων του απελευθερωτικού αγώνα, αλλά πάνω από όλα το διακύβευμά του. Κάποιος που αγνοεί τη φύση του αναρχισμού εύκολα θα μιλήσει για φυγή στην «ουτοπία» ίσως ακόμα και να θεωρήσει την έλλειψη μιας συσκευασμένης στρατηγικής σαν το φυτώριο του οπορτουνισμού. Κι όμως, το ανάποδο συμβαίνει. Ξεκινώντας από το τέλος, από το συνολικό, από το «τι χρειάζεται», τα ελευθεριακά ρεύματα δεσμεύουν τον εαυτό τους σε μια διαρκή επανεξέταση της αξίας του ίδιου του αγώνα, της αναγκαιότητάς του, της μορφής του. Η απροθυμία του αναρχισμού να παρέχει στους καταπιεσμένους έναν οδικό χάρτη για τη νίκη του στοίχισε πολύ σε ένα κόσμο που η τελεολογική εμμονή της αστικής σκέψης και του Χριστιανισμού κυριαρχούσε. Η απαίτηση όμως της συνολικότητας στον αγώνα δικαιώθηκε πικρά. Δεν φτάνει να υπάρχει λευκό ψωμί για όλους και ελευθερία λόγου: το απέδειξε ο Δυτικός καπιταλισμός τα τελευταία χρόνια. Δεν φτάνει η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής: το απέδειξε ο εξευτελισμός των σοσιαλιστικών πειραμάτων. Δεν φτάνει μια κάποια γενικευμένη λαϊκή κοινότητα: το απέδειξε ακόμα και ο φασισμός.
Για τους αναρχοκομμουνιστές το ζητούμενο, αυτό της αυτοδιευθυνόμενης πολιτικά κοινωνίας που κατέχει και νέμεται συλλογικά τα μέσα παραγωγής, αναπαρίσταται σε μια σειρά ιδιαίτερων θέσεων που έχουν αξία μόνο στο βαθμό που επιβεβαιώνονται μέσα σε υπαρκτά ή αναγκαία χαρακώματα αγώνα. Είναι η μαζική αθλιότητα που παράγουν οι γεωπολιτικές συγκρούσεις ενός νέου πολυπολικού κόσμου που αναδεικνύουν την διαλεκτική σχέση (και όχι απλά μια σχέση υποταγής) ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία. Είναι ο φιλελευθερισμός που μεταμορφώνει το κράτος από νταβατζή σε κλεπταποδόχο που μεταπουλάει τα κλοπιμαία του στους ιδιώτες, αναδείχνοντας την ανάγκη επανακατάκτησης από την κοινωνία της έννοιας του δημοσίου. Είναι οι πόλεις τέρατα, ο υδροκεφαλισμός της αστικοποίησης, η ερήμωση της γης που περιγράφουν την αξία της αποκέντρωσης. Η κυριαρχία της αγοράς και του κανιβαλικού ατομικισμού της είναι που παράγει την ανάγκη της νέας κοινότητας, το ξεμπρόστιασμα της αστικής δημοκρατίας είναι που αποκαλύπτει την επιταγή για καθολική και αδιαμεσολάβητη συμμετοχή όλων στο πολιτικό πεδίο. Φτάνει να διαβάσεις την ιστορία των επαναστάσεων για να διαγράψεις την λογική των «σταδίων για τον σοσιαλισμό», είναι η καθημερινότητα του σήμερα που επιβάλλει τόσο τους ταξικούς αγώνες και την οργάνωσή τους όσο και τις αντιθεσμίσεις ως μέσα, ξανά, επιβίωσης. Είναι τελικά η κρίση ως κρίση συστήματος που θέτει με πολύ πιο επιτακτικό τρόπο όλες αυτές τις προβληματικές και γεννάει την ανάγκη να παραχθεί μια στρατηγική αγώνα με προοπτική, όχι «γενικά», όχι για παντού και πάντα, αλλά για το εδώ και το τώρα. Μια στρατηγική που μπορεί να εφαρμοστεί, που να μπορεί να αντέξει σε αξιολόγηση, που να είναι τόσο ευλύγιστη ώστε να διορθώνει τα λάθη της και να ζυμώνεται και τόσο άκαμπτη που να μην επιτρέπει την αφομοίωση από το σύστημα ή την αποδόμηση και τον εκφυλισμό της.
Για να μπορέσει να υπάρξει πρέπει να είναι σε θέση να δει καθαρά γύρω της γι’ αυτό και δεν μπορεί να αποφύγει μια ανάλυση που θα εντοπίσει όχι μόνο τα δομικά στοιχεία μιας πραγματικότητας αλλά και τα ενδημικά, την ιστορικότητα και την επίδρασή της, όλα αυτά που δίνουν την υλική υπόσταση αυτού που βιώνουμε.
Μιλώντας για την Ελλάδα, και χωρίς κανένα φαντασιακό περί «ανάδελφου» εθνικού περιβάλλοντος, εντοπίζουμε εκείνα τα κομμάτια της ιστορικότητας που μπορούν να παράγουν συμπεράσματα χρήσιμα στην ερμηνεία των όσων συμβαίνουν αλλά και στην επιλογή των άμεσων στόχων, των μέσων πάλης αλλά και της μεσοπρόθεσμης κατεύθυνσης.
Είναι βασικό στοιχείο καθαυτής της πολιτικής εξουσίας η σύγκρουσή της με κάθε μορφή κοινότητας διαμορφωμένης από την κοινωνική βάση που θα μπορούσε να διεκδικήσει μια κάποια αυτονομία. Στην εγγεγραμμένη πολιτική ιστορία της Ελλάδας η τοπικότητα αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα αφού αυτή μέχρι και πριν λίγες δεκαετίες αποτέλεσε το βασικό κοινωνικό πεδίο που μέσα του υπήρξαν μαζικά τέτοιες κοινότητες.
Επιλέγοντας το συγκεντρωτικό μοντέλο, αυτό της εθνικής ομογενοποίησης και της ενιαίας διοίκησης, (σε ένα μετεπαναστατικό πολυκοινοτικό και πολυπολιτισμικό περιβάλλον), το Ελληνικό κράτος χρησιμοποίησε κάθε δυνατό μέσο ώστε παράλληλα με τις άλλες επιδιώξεις του, να αποδυναμώσει ή να εξαφανίσει αυτόν τον απειλητικό για την ύπαρξή του παράγοντα. Από τους επεκτατικούς πολέμους για την «εθνική ολοκλήρωση», τη «μεγάλη ιδέα», τις εθνοκαθάρσεις, την προσφυγιά, μέχρι την πολιτισμική απαξίωση και τον οικονομικό στραγγαλισμό. Αυτή η σύγκρουση, ανάμεσα στο «δήμο» και το κράτος επηρέασε σε μεγάλο βαθμό όλες τις πτυχές της νεοελληνικής ιστορίας.
Η Ελληνική εξουσία, οι δομές και η αποτελεσματικότητά της και κυρίως η σχέση της με την Ελληνική κοινωνία, το συμβολικό κύρος και η αποφασιστικότητα των όπλων της, ακόμα και σήμερα ως ηχώ, συνδέεται άρρηκτα με το χτύπημα τοπικών κοινοτήτων (ευθέως στην αρχή και με τον εθνικό ή πολιτικό μανδύα στη συνέχεια) και το χώνεμά τους σε μια διαδικασία όλο και αυξανόμενης διείσδυσης του κράτους στην κοινωνία. Μια διαδικασία που συνοψίζεται στο αέναο καθεστωτικό αίτημα του «εκσυγχρονισμού».
Η τοπικότητα και οι εσωτερικές δομές της ήταν επίσης αυτές που καθόρισαν την εξέλιξη μεγάλων κοινωνικών συγκρούσεων της Ελληνικής ιστορίας με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα της εθνικής αντίστασης και κυρίως του εμφυλίου όπου ένα κίνημα υπό την καθοδήγηση της μαρξιστικής και προλεταριακής ηγεσίας του ΚΚΕ βρέθηκε να επιβιώνει στα μικρά χωριά, να στηρίζεται στην τοπική αυτάρκεια, και να μονοπωλεί σχεδόν την ατζέντα του με εθνικά ζητήματα.
Παρενθετικά πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως όταν αναφερόμαστε στο «δήμο», όχι σαν μια επιθυμητή κοινωνική δομή ελευθερίας, αλλά σαν μια ιστορική οντότητα, αναφερόμαστε σε μια κοινότητα εξουσιαστική. Μια κοινότητα με πλούσιους και φτωχούς, με παπάδες και πατριαρχία μια κοινότητα ασφυκτικής πολιτισμικής καταστολής. Αλλά και μια κοινότητα που ενσωματώνει την κοινωνική αλληλεγγύη, μια κοινότητα πρόθυμη να πάρει φωτιά από τα απελευθερωτικά κηρύγματα, που διεκδικεί την αυτάρκεια και έχει την κοινωνικότητα ως θέσφατο. Αντιφατική και από τη στιγμή που καμιά πολιτική δυναμική δεν βρέθηκε για να της προσφέρει ένα αυτοδύναμο απελευθερωτικό πρόταγμα, καταδικασμένη να ηττηθεί στη σύγκρουσή της με το κράτος. Όπως και ηττήθηκε.
Η τοπικότητα σχεδόν αποδυναμώθηκε σαν πεδίο δημιουργίας κοινοτήτων και τίποτα δεν την αντικατέστησε. Η τοπική αυτονομία, η αλληλεγγύη, οι ανθρώπινες σχέσεις αποδείχθηκαν πολύ λίγες για να αντιμετωπίσουν τη σπάνη, την πατριαρχία, την πολιτιστική τρομοκρατία της εκκλησίας, την πολιτική και εθνική τρομοκρατία του κράτους, την οικονομική τρομοκρατία της κάθε τοπικής αστικής τάξης. Οι μάχες του εμφυλίου, οι υποχρεωτικές ή εθελούσιες μετακινήσεις πληθυσμών στα αστικά κέντρα αλλά κυρίως η ξενιτιά στέρησαν και το ανθρώπινο δυναμικό και την προοπτική υλικής επιβίωσης κοινοτικών δομών που όλο και περισσότερο εκλαμβάνονταν (αλλά και αυτομαστιγώνονταν) σαν ξεπερασμένες και οπισθοδρομικές. Προφανώς και η καπιταλιστική ανάπτυξη, που στις περισσότερες χώρες, ευθύνεται αποκλειστικά σχεδόν για τον αστικό μετασχηματισμό, έπαιξε και εδώ τον αποδομητικό της ρόλο. Σε μικρότερη όμως κλίμακα. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός πως μέχρι τα τέλη της μεταπολίτευσης η ελληνική παραγωγική βάση στηρίχθηκε κύρια στον πρωτογενή τομέα. Το ελληνικό κεφάλαιο, δυναμικό και δραστήριο δεν κατευθύνθηκε σε μια εσωτερική βιομηχανική παραγωγή και αυτό είχε σαν λογική συνέπεια τη μη ύπαρξη ενός τόσο μαζικού προλεταριάτου που θα μπορούσε να δημιουργήσει ευρείες κοινότητες σε ταξική βάση.
Το κράτος πλήρωσε ακριβά την απόφασή του να πετύχει τον «εκσυγχρονισμό». Ενσωματώνοντας υποχρεωτικά τις τοπικές εξουσίες, μεταμορφώνοντάς τες από δυνητικό εχθρό σε σίγουρο σύμμαχο, διαπραγματεύτηκε μαζί τους. Τις μετέτρεψε σε συστημικό πυλώνα (όπως άλλωστε έκανε και με άλλες δυνάμεις όπως η εκκλησία) εισάγοντας στον οργανισμό του ένα παράγοντα σύγκρουσης συμφερόντων που ακόμα και σήμερα το εμποδίζει να δει τον εαυτό του ως κάτι ενιαίο. Το κράτος-συμμαχία φέουδων, από την πρώτη μέρα της ανεξαρτησίας του έως τη μεταπολίτευση, ήταν ένα κράτος ανίκανο να οικειοποιηθεί τους κανόνες της συντεταγμένης αστικής δημοκρατίας, αυτούς του δημοκρατικού έθνους-κράτους. Η αδιάκοπη πολιτική ανωμαλία, η διαφθορά, η αναποτελεσματικότητα των σχεδιασμών, η ασυνέχεια, οι εξαρτήσεις, είχε ως συνέπεια την σε μεγάλη κλίμακα απώλεια του συμβολικού του κύρους ως ανώτατη κανονιστική αρχή.
Σε αυτό το περιβάλλον ήρθε η μεταπολίτευση, ως η καλύτερη προσπάθεια της εξουσίας να επιβάλει καθεστωτική ομαλότητα, έχοντας να διαχειριστεί μια αστικοποιημένη κοινωνία, πολυδιασπώντας τους καταπιεσμένους με την καρικατούρα της ιδεολογικής-κομματικής διαπάλης ενσωματωμένης στην καθεστωτική κανονικότητα. Αυτή θεσμοθέτησε τη νέα μορφή κράτους. Αυτή ενός μηχανισμού που έχει απέναντί του, επιτέλους, ένα αδόμητο αλλά ελεγχόμενα διασπασμένο κοινωνικό σύνολο και επιχειρεί την υπογραφή ενός «αξιόπιστου» κοινωνικού συμβολαίου για την εκμαίευση της κοινωνική ειρήνης. Σε αυτό όμως θα αναφερθούμε παρακάτω…
Αποδίδοντας στην τοπικότητα αυτή τη σημασία στην πολιτική εξέλιξη έχει ιδιαίτερη σημασία να παρακολουθήσουμε το πώς η αποδυνάμωσή των τοπικών κοινοτήτων αποτυπώθηκε σε θεσμικό και διοικητικό επίπεδο. Ένας κύκλος που ξεκινάει από τον Ιωάννη Καποδίστρια και την άρνησή του να αναγνωρίσει καν την κοινότητα σαν πολιτική οντότητα (για να καταλήξει στα γρήγορα να εξοντωθεί από αυτήν) και κλείνει στο «σχέδιο Καποδίστριας» ενάμιση αιώνα μετά που εξαφάνισε την κοινότητα από τον πολιτικό χάρτη. Με νομικά τερτίπια, με τη διαρκή αλλαγή των κανόνων και της διοικητικής δομής το κράτος πέτυχε, όσο η τοπική κοινότητα (ως χωριό αλλά εν μέρει και ως αστικός δήμος) διατηρούσε σημάδια ζωής, να μην υποψιαστεί ποτέ τη δυνατότητα να στοχαστεί τον εαυτό της με πολιτικούς όρους, να μην προλάβει να διακρίνει ότι είναι στόχος επίθεσης, να μην αναρωτηθεί γιατί.
Οι μαζικές αντιδράσεις στο «σχέδιο Καποδίστριας» αποτέλεσαν το κύκνειο άσμα αυτού του στοχασμού που δεν έγινε. Πολύ αργά, πολύ λάθος.
Ο Καλλικράτης είναι η συνέχεια της επίθεσης του κρατικού συγκεντρωτισμού. Ερχόμενος να αντικαταστήσει το μοντέλο κοινότητα-νομός-κράτος με το μοντέλο περιφέρεια-κράτος-Ευρωπαϊκή ένωση αποκαλύπτει ένα πολιτικό σχεδιασμό που πλέον υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα. Ένα πλάνο που στοχεύει στην σχεδιασμένη και απρόσκοπτη λεηλασία του δημόσιου πλούτου, στο σπάσιμο κάθε εμπόδιου για επέκταση των αγορών σε όλες τις πτυχές της ζωής, στον παντεπόπτη οφθαλμό του κοινωνικού ελέγχου και της καταστολής. Με ελάχιστες αντιδράσεις, και τις περισσότερες από αυτές να οφείλονται σε γελοίους παραγοντισμούς είναι μια μάχη που δεν ένοιωσε κανείς υπεύθυνος να δώσει. Μια μάχη χαμένη από τα πριν.
Έχει όμως τεράστια αναλυτική αξία γιατί αποκαλύπτει το διοικητικό μοντέλο το οποίο επιχειρούν να μας επιβάλλουν, σε ένα νέο πολυπολικό, παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, στη γεωπολιτική που εντάσσεται το Ελληνικό κράτος.
Η περιφέρεια γίνεται ο πρώτος βαθμός της κρατικής διοίκησης, αυτός που θα διαχειριστεί τους δημόσιους πόρους, που θα υποδέχεται τις νεοαποικιοκρατικές επενδύσεις (παρακάμπτοντας ακόμα και το σύνταγμα). Μπορούμε, ως μια εκ των συνεπειών της κρίσης να περιμένουμε να δούμε πώς θα εξελιχθεί η αναμόρφωση του δεύτερου βαθμού διοίκησης, του εθνικού κράτους…

Μέρος Β

Η βάση στην οποία επιχειρείται αυτή η ανάλυση, το ερώτημα που την κινητοποιεί μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: Αν αυτό που θέλουμε είναι η κοινωνική απελευθέρωση και αυτό που αναζητούμε είναι ο δρόμος προς αυτήν τότε το πρώτο αδιέξοδο που πρέπει να ξεπεραστεί είναι το πεδίο στο οποίο μπορούμε να περιμένουμε την δημιουργία εκείνων των κοινοτήτων που από τη μια θα αντισταθούν και θα επιτεθούν ενώ ταυτόχρονα θα οικειοποιηθούν τον απαραίτητο ζωτικό πολιτικό και κοινωνικό χώρο ώστε να γίνουν το κύτταρο της απελευθέρωσης; Πού θα φυτρώσουν οι κοινότητες αγώνα και αντιθέσμισης;
Και λέμε αδιέξοδο αναφερόμενοι στην κοινωνική αποδόμηση που ολοκλήρωσε η μεταπολίτευση. Μια αποδόμηση που πέρα από το πώς επέδρασε σε επίπεδο καθεστώτος (και άρα τι έχουμε να περιμένουμε από αυτό) πέρα από το πώς επέδρασε σε επίπεδο κοινωνικών σχέσεων αντανακλάται καθαρά στους κοινωνικούς αγώνες που εμφανίστηκαν, άνθησαν και ηττήθηκαν τα 35 αυτά χρόνια.
Επιχειρώντας και επιτυγχάνοντας το θεμελιακό αίτημα της αστικής δημοκρατίας, δηλαδή την συρρίκνωση και καθήλωση του δημόσιου πολιτικού χώρου της κοινωνίας σε απόσταση βολής από τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς η εξουσία πέτυχε και την εποπτεία κάθε πολιτικής δύναμης που δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό της συμμετοχής στο δημοκρατικό παιχνίδι, και την αποδοχή της ιδεολογίας σαν τον κυρίαρχο δίαυλο συμμετοχής των εκμεταλλευόμενων στον δημόσιο πολιτικό χώρο. Ένα δίαυλο που οδηγούσε κατευθείαν στους καθεστωτικούς κομματικούς μηχανισμούς, μια ιδεολογία που νοηματοδοτούνταν μέσα από την επιρροή της σε θεσμούς. Παγίδα στην οποία με χαρά και ευγνωμοσύνη έπεσε η αριστερά, επενδύοντας την «ένδοξη ιστορία της», εγκλωβίζοντας έτσι τις κοινωνικές εκείνες δυνάμεις που ήταν πρόθυμες να παλέψουν αντισυστημικά αλλά που αντιλαμβάνονταν αυτή την ιστορία ως δικό τους βίωμα.
Η ύπαρξη μιας ενιαίας και κεντρικής ΓΣΕΕ για παράδειγμα, καθ’ εικόνα και ομοίωση του κοινοβουλίου (με τις εκλογικές ισορροπίες της εργατικής τάξης) δεν μπορούσε παρά να παράγει μαζικές κινητοποιήσεις, απρόσωπες, στο κατώτατο όριο του ρεφορμισμού. Δεν μπορούσε παρά να αντιληφθεί τον εαυτό της (ειδικά από την ώρα που ο εκσυγχρονισμός κατέλαβε το κράτος με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ) σαν το εργατικό λόμπυ στην εξουσία. Δεν υπήρχε καμιά αντίφαση όταν το κράτος τιμούσε την εξέγερση του ’36 στη Θεσσαλονίκη την ίδια ώρα που τα ΜΑΤ αιματοκυλούσαν εργατικές διαδηλώσεις.
Το μεγαλύτερο μέρος των μεταπολιτευτικών κοινωνικών αγώνων, μέχρι τουλάχιστον τη δεκαετία του ’90, όση μαζικότητα κι αν είχαν, όσες κόκκινες σημαίες κι αν σήκωσαν, ότι συνθήματα κι αν φώναξαν ήταν αγώνες του καθεστωτικού θερμοκηπίου.
Πλάι όμως σε αυτούς,, στα απώτατα όρια της αστικοδημοκρατικής ελαστικότητας και πέρα από αυτά, άνθησαν αγώνες με χαρακτηριστικά που υπερέβαιναν τη δυνατότητα ενσωμάτωσης. Αγώνες που κράτησαν ζωντανή την επαναστατική φλόγα και δημιούργησαν μια καινούρια αγωνιστική ιστορία, παρακαταθήκη για σήμερα.
Ο σχηματισμός ενός βιομηχανικού προλεταριάτου τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, αποτέλεσμα μια θνησιγενούς απόπειρας εκβιομηχάνισης (με τις ρίζες της στη δεκαετία του ’50) έδωσε την ευκαιρία σε μαχητικά κομμάτια της επαναστατικής αριστεράς να κατορθώσουν τη δημιουργία κοινοτήτων αγώνα, αυτοοργανωμένων κοινωνικών δομών σε ταξική βάση, που πάλεψαν εκτός θερμοκηπίου και πέτυχαν νίκες που ξεπερνούσαν τον ρεφορμισμό. Τα βιομηχανικά σωματεία βάσης και η εμβληματική τους σύγκρουση με τον κλαδικό συνδικαλισμό ήταν η πρώτη αμφισβήτηση , στα πλαίσια της μεταπολίτευσης από την πλευρά καταπιεζόμενων κοινωνικών δυνάμεων του κοινωνικού συμβολαίου. Μπορούμε επίσης να αναφερθούμε και σε άλλους μεμονωμένους εργατικούς αγώνες αλλά και τοπικούς. Παρ’ όλη όμως την αξία τους ήταν καταδικασμένοι να ηττηθούν. Η εκβιομηχάνιση ανακόπηκε γρήγορα, η τοπικότητα ολοκλήρωσε την αποσάθρωσή της, η ιδεολογία στην κυβέρνηση (οι πρώτες δύο τετραετίες του ΠΑΣΟΚ) ολοκλήρωσε το σχέδιο του εκσυγχρονισμού για να μπορέσει να πεθάνει εν ειρήνη δίνοντας τη σκυτάλη στην πλήρη αποδόμηση του κοινωνικού και στον φιλελεύθερο ατομικισμό.
Η μόνη ανατρεπτική πολιτική δύναμη, στο μεταπολιτευτικό σκηνικό, που κατόρθωσε να γλιτώσει και από την μέγγενη της ενσωμάτωσης και από το αδιέξοδο της προσκόλλησης σε επαναστατικά υποκείμενα που θριαμβεύουν μονάχα στη θεωρία ήταν ο αναρχικός χώρος (και κάποιες μικρές δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που προσέγγιζαν την αυτονομία). Με ελάχιστη αυτοδύναμη συμμετοχή στην νεοελληνική αγωνιστική ιστορία, η εισαγόμενη από φοιτητικούς κύκλους (προϊόντα του Γαλλικού Μάη), επανεφεύρεση του αναρχισμού στην Ελλάδα άνοιξε νέες προοπτικές. Κουβαλώντας τις αντιλήψεις της κριτικής της καθημερινής ζωής μέσα από ένα ιδιόρρυθμο συγκρητισμό διαφορετικών ρευμάτων (αυτόνομων, καταστασιακών, συμβουλιακών…) αλλά με τα πιο ανυπόταχτα στοιχεία της αναρχικής πολιτικής κουλτούρας στο κέντρο, είχε τα απαραίτητα αντισώματα ώστε να ανοίξει τα μάτια του και να ανοιχτεί στις νέες ταυτότητες που γεννιόνταν στο αστικό περιβάλλον. Πάτησε πάνω στην πολιτισμική άρνηση, το underground, ζυμώθηκε με την νεοσχηματισμένη μητροπολιτική νεολαία και σε μεγάλο βαθμό έγινε μια πολιτικοκοινωνική κοινότητα των πιο συνειδητών τμημάτων της. Παίζοντας μόνος του, ο «χώρος», αφού ακόμα και οι λίγες δυνάμεις της αριστεράς που μπορούσαν να αντιληφθούν την κοινωνική δομή που σχημάτισε ο μεταβιομηχανικός καπιταλισμός είτε την απαξιούσαν σα στοιχείο του εποικοδομήματος είτε δεν είχαν τα απαραίτητα εργαλεία να παρέμβουν, δημιούργησε έναν χώρο κοινωνικής επιρροής, μικρό αλλά ανθεκτικό, μπολιασμένο με την αρχετυπικό πνεύμα της άρνησης και της εξέγερσης. Δεν χρειάζεται εδώ να ασχοληθούμε με τα ποικίλα προβλήματα που ανέδειξε η κοινωνική του καταγωγή και η μονομέρεια σε θεματικές και θέσεις. Γιατί το ουσιώδες είναι ότι κατάφερε να δημιουργηθεί την ώρα που όλοι οι άλλοι εξαφανίζονταν. Και καθώς τα χρόνια περνούσαν και η συλλογική εμπειρία συσσωρεύονταν επίπονα, ο όλο και πιο μαζικοποιούμενος «χώρος» απλώθηκε και στα πιο «υλικά» μέτωπα αγώνα. Σήμερα δύσκολα θα βρεις τοπικό αγώνα που να μην έχει στο εσωτερικό του αναρχικούς, ή να μην υιοθετεί το αναρχικό πρόταγμα της αυτοοργάνωσης ενώ σημαντική δουλειά γίνεται και στην ταξική πάλη. Φυσικά, όπως συμβαίνει παντού, αλλά και ως ιστορική αδυναμία του αναρχισμού, η πολιτική συγκρότηση υπολείπεται της κοινωνικής δυναμικής…
Πριν προχωρήσουμε στο σήμερα και τις αναγκαιότητές του κρίνουμε απαραίτητη μια διευκρίνιση θεωρητικού περιεχομένου: ανήκουμε στη σχολή του αναρχισμού που διαχωρίζει το πολιτικό από το κοινωνικό, κι αυτό διατρέχει όλη την ανάλυση και τις θέσεις. Δεν θα ήμασταν αναρχικοί αν θεωρούσαμε ότι η ευθύνη της απόφασης και της πραγμάτωσης της κοινωνικής αλλαγής ανήκε οπουδήποτε αλλού από τις ίδιες τις κοινωνικές δυνάμεις (εδώ θα συμφωνήσουν όλοι) και τις δικές τους απόλυτα αυτεξούσιες οργανώσεις (εδώ θα διαφωνήσουν πολλοί). Διαχωρίζοντας το πολιτικό δεν ανακαλύπτουμε υποψήφια καθοδηγητικά κέντρα ούτε «αόρατους καπετάνιους» της κοινωνίας. Αναφερόμαστε στις οργανωμένες δυνάμεις που δίνουν τη μάχη των ιδεών στον κεντρικό δημόσιο χώρο της κοινωνίας, που παλεύουν να πείσουν άτομα και κοινωνικές ομάδες για μια συνολική προοπτική, που αντιπαρατίθενται με το καθεστώς σαν τέτοιο ξεκινώντας πάντα τη μάχη του από το τέλος. Η συνάντηση πολιτικού και κοινωνικού θα συμβαίνει όταν η καταπιεζόμενη κοινωνία δομείται και αποκτά αυτοσυνείδηση, συνήθως όταν βρισκόμαστε σε περιόδους επαναστατικών αλλαγών. Αυτό όμως, όπως η ιστορική εμπειρία μας έχει δείξει, μπορεί να συμβεί μόνο στο βαθμό που και το πολιτικό και το κοινωνικό, έχουν καταφέρει ήδη να αναπτυχθούν σε ένα ικανό βαθμό. Το κοινωνικό χωρίς τις αφοσιωμένες στη συνολικότητα δυνάμεις θα εγκλωβιστεί στην αμεσότητα των αναγκών και την έλλειψη προοπτικής, θα υπονομευτεί από τις αμφίθυμες κοινωνικές δυνάμεις, θα κατακερματιστεί και θα συντριβεί όταν η κούραση της «ανωμαλίας» αντιπαρατεθεί με την «ομαλότητα» της παλινόρθωσης. Το πολιτικό χωρίς το κοινωνικό θα καταλήξει ιδεολογική σέχτα, θα πεθάνει ως ηρωική πρωτοπορία ή θα «διασωθεί» στη δικτατορία.
Το βασικό πρόβλημα των ημερών που ζούμε, τουλάχιστον στην Ελλάδα είναι πώς, ενώ κράτος και κεφάλαιο βλέπουν τα οικονομικά, πολιτικά και προπαγανδιστικά τους ερείσματα να χάνονται, η ίδια η κοινωνία αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ανυπαρξίας κοινών τόπων που θα μπορούσαν να εκκινήσουν διαδικασίες συσπείρωσης και αυτοοργάνωσης νέων κοινωνικών δομών. Η εξουσία, στο τέλος της μεταπολίτευσης, με πλεονάζουσα έπαρση πέταξε στα σκουπίδια το ιδεολογικό εργαλείο ενσωμάτωσης στη δημοκρατία (επαναφέροντας τα κόμματα στον παλιό καλό τους ρόλο αυτόν του διανομέα κοινωνικών πόρων και δύναμης), βασιζόμενη στο γεγονός ότι η κοινωνική αποδόμηση και η καταναλωτική ευμάρεια θα εξασφάλιζε την «χιλιετή της βασιλεία» χωρίς τα εμπόδια που βάζουν οι μηχανισμοί κοινωνικής αφομοίωσης του παρελθόντος. Τους χτύπησε μάλιστα αλύπητα, ως συντεχνίες, ως βαρίδια στην «ανάπτυξη». Και πέτυχε απόλυτα. Μέχρι του σημείου που έπαψε να μπορεί να συντηρεί αυταπάτες, που δεν μπορούσε άλλο να συνεχίζει να δανείζει. Τώρα ανακαλύπτει πόσο αποκομμένη είναι από την κοινωνία, πως δεν έχει κανένα αξιόπιστο μηχανισμό (ούτε συνδικάτα, ούτε κομματικές τοπικές, ούτε μαζικές θεματικές οργανώσεις, ούτε ενεργό εθνική συνείδηση, ούτε καν την εκκλησία) για να μανιπουλάρει τις εξελίξεις ή έστω να κρυφακούσει τι ετοιμάζεται κάτω.
Οι δυνάμεις της εξουσίας και οι δυνάμεις της ανατροπής τελικά αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα. Φαίνεται να μην υπάρχει κοινωνία για να απευθυνθούν. Από εκεί και πέρα αρχίζουν οι διαφορές: Οι δυνάμεις της αληθινής σοσιαλδημοκρατίας, του παρεμβατισμού, των κλειστών συνόρων παραμένουν, στο κόσμο της εξουσίας, πεταμένες στη γωνία ελπίζοντας, περισσότερο ίσως από τους επαναστάτες, σε μια παρατεινόμενη κρίση (είτε οικονομική είτε και εθνική) που θα σάρωνε το φιλελεύθερο μπλοκ και θα τις επανέφερε στο προσκήνιο ώστε να μπορέσουν να επανασυστήσουν ελεγχόμενες συσπειρώσεις κοινωνικών δυνάμεων. Για το μπλοκ εξουσίας που εδώ και 20 χρόνια βασιλεύει και κυβερνά η ακόμα μεγαλύτερη κοινωνική αποδόμηση με έμφαση πλέον στη διαίρεση των καταπιεσμένων σε μικροκοινωνική κλίμακα (συντεχνία εναντίον συντεχνίας, νέες αντιμεταναστευτικές πολιτικές, επικέντρωση στην εγκληματικότητα) είναι μονόδρομος για να εξασφαλίσει μέρες, μήνες και ίσως και χρόνια έμπρακτης υποταγής. Η όξυνση της καταστολής και η εμβάθυνση του κοινωνικού ελέγχου είναι η άλλη πλευρά αυτού του νομίσματος.
Προφανώς αυτό που πρέπει να κάνουμε εμείς είναι το αντίθετο.
Στο πολιτικό επίπεδο τα πράγματα είναι κάπως πιο «εύκολα». Τα κόμματα της αριστεράς, όσο και αν αυξήσουν τα εκλογικά τους κουκιά δεν φαίνονται ικανά να ξεπεράσουν την αναξιοπιστία που οι συνεπείς τους προσπάθειες εδώ και 35 χρόνια πέτυχαν: το θέμα σε συνθήκες κρίσης είναι να έχεις μέλη, όχι ψήφους. Και η ψαλίδα ανάμεσα σε αυτά τα δύο μεγαλώνει και θα μεγαλώνει.
Για τις δυνάμεις που κινούνται στο ελευθεριακό φάσμα, αναρχικών ή όχι, ζούμε το τέλος μιας περιόδου όπου οι κοινωνικές συνθήκες μπορούσαν χωρίς κόστος να ανακλώνται στις δομές τους με τη μορφή του ατομικού lifestyle και η οργάνωση να εξαντλείται σε λίγες ομάδες συγγένειας και αφορμαλιστικές συνελεύσεις, θεματικές ή επικαιρότητας. Η συσπείρωση σε μεγαλύτερα σχήματα πρέπει να γίνει παράλληλα με τον πολλαπλασιασμό των «πρωτοβάθμιων» συλλογικοτήτων. Ένα κύμα οργάνωσης πρέπει να σαρώσει τον αυτοαναφορικό τρόπο πολιτικής ύπαρξης. Οργάνωση που έχει νόημα μόνο αν οδηγεί στη μαζική κοινωνική παρέμβαση με επαναστατικά ποιοτικά χαρακτηριστικά. Πρέπει να πέσουν μαζικά συνθήματα πολιτικής συμμετοχής, αντίστασης και αυτοοργάνωσης σε κάθε μέτωπο που το καθεστώς ανοίγει. Πρέπει να ανοίξουμε δικά μας μέτωπα, να τολμήσουμε να μιλήσουμε και για μια διαφορετική κοινωνία και τους τρόπους να φτάσουμε σε αυτήν. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε καίρια τις αντιδραστικές ριζοσπαστικές δυνάμεις που βρίσκουν χώρο ύπαρξης. Πρέπει να σταθούμε μαχητικά ενάντια στην καταστολή, προσωποποιημένη ή ευρύτερη, χτυπώντας ένα προς ένα τα σχέδιά της. Πρέπει να ξανακάνουμε κοινά αποδεκτή αρετή την κοινωνικότητα και την αλληλεγγύη και ούτε αυτό, ούτε κανένα από όλα αυτά τα «πρέπει» μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τη δυναμική αλλά και την αξιοπιστία του παραδείγματος του να κάνεις πρώτος εσύ ότι προτείνεις με τόση αλαζονεία στους άλλους να κάνουν…

Μέρος Γ
Ως πολιτικά υποκείμενα, μέσα στο ελευθεριακό φάσμα, οι αναλύσεις, οι δομές, οι στρατηγικές, οι δράσεις, έχουν σκοπό: την κοινωνική απελευθέρωση.
Το πρόταγμα της κοινωνικής απελευθέρωσης παραμένει πάντα επίκαιρο, απαράλλαχτο όσο η κοινωνική αθλιότητα που το γέννησε παραμένει κυρίαρχη. Μιλώντας για τον τελικό στόχο του αγώνα μας, δεν έχουμε παρά ελάχιστα καινούρια πράγματα να πούμε.
Τα περισσότερα έχουν ήδη ειπωθεί: άμεσος και καθολικός κοινωνικός έλεγχος στη λήψη αποφάσεων, κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και συλλογικός σχεδιασμός της, πολιτισμική απελευθέρωση, οικολογικό βίωμα, φεντεραλισμός… Στην «αιώνια» διαμάχη ανάμεσα σε αυτούς που υποστηρίζουν ότι «τα πάντα επαναλαμβάνονται» και αυτούς που λένε πως «τα πάντα είναι καινοφανή» το απελευθερωτικό πρόταγμα ανήκει στους πρώτους. Αυτό που ανήκει κυρίως στους δεύτερους είναι η στρατηγική του αγώνα. Γιατί για πρώτη φορά στην ιστορία βιώνουμε μια πλήρη αδυναμία να εντοπίσουμε με ρεαλιστικούς όρους τα κοινωνικά πεδία μέσα στα οποία θα αναπτυχθούν οι κοινότητες αγώνα και αντιθέσμισης. Ή αλλιώς, δεν έχουμε πού να κοιτάξουμε για να βρούμε το «επαναστατικό υποκείμενο». Το χωριό είναι τόπος απόμαχων, εγκλωβισμένων και τουριστών. Η γειτονιά αν δεν είναι ενότητα στο χάρτη ενός μεσοαστικού προαστίου είναι μια Βαβέλ αλληλοϋποβλεπόμενων «γνωστών». Η καπιταλιστική παραγωγή βασίζεται σε χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις που δυσκολεύουν το στήσιμο σωματείων, η πολιτική στράτευση έχει απαξιωθεί. Οι επιμέρους κουλτούρες (κυρίως της νεολαίας) συνιστούν έναν ενσωματωμένο γαλαξία καταναλωτικών ναρκισσισμών.
Μόνο ο χώρος του παραγωγικού δημοσίου έχει απομείνει ικανός να συγκεντρώνει υπολογίσιμους αριθμούς ανθρώπων και κρίσιμες ενότητες καθηκόντων αλλά εκεί είναι που βασιλεύει η λογική της υποταγής. Διότι εκεί είναι το τελευταίο προγεφύρωμα (ως κομματική εξαγορά ή κομματικός συνδικαλισμός) των καθεστωτικών πολιτικών δυνάμεων στην κοινωνική δομή. Το δημόσιο συγκροτεί ένα κοινωνικό πεδίο που κυριαρχεί η συνενοχή του ρουσφετιού την ίδια ώρα που έχει μπει στο στόχαστρο της καπιταλιστικής επέκτασης.
Με δυο λόγια η κοινωνία, για να εξεγερθεί πρέπει να ξαναφτιαχτεί. Και αυτό είναι ένα πρωτοφανές ζήτημα.
Ο Δεκέμβρης του ’08 απέδειξε ότι η οργή, η απαραίτητη καύσιμη ύλη του απελευθερωτικού αγώνα υπάρχει. Πού ήταν όμως κρυμμένοι όλοι αυτοί που εξεγέρθηκαν; Και πού πήγαν μετά;
Το καλό είναι πως πέρα από τα φαινόμενα κοινωνικού κανιβαλισμού και αντιδραστικής στροφής (που είναι σίγουρα λιγότερα από ότι θα μπορούσε κανείς να προβλέψει πριν μια πενταετία) βλέπουμε να γεννιούνται σαν τα μανιτάρια, σκόρπια και απομονωμένα για την ώρα, πρωτοβουλίες και κινήσεις κυρίως σε τοπικό αλλά και σε ταξικό επίπεδο που φανερώνουν τόσο μια αγωνιστική διάθεση όσο και μια τάση επανασχηματισμού κοινοτήτων. Πλατείες, πάρκα, οικολογικά ζητήματα, πρωτοβάθμια σωματεία.
Η αυτοοργάνωση εμφανίζεται σαν κοινωνικός αυτοματισμός. Λογικά θα αντιτείνει κανείς πως είναι η υποκίνηση αναρχικών και αριστερών που παίζει το ρόλο της: σίγουρα, αλλά κανείς δεν μπορεί να μην παρατηρήσει το πόσο αποτυγχάνουν από την άλλη οι προσπάθειες πολιτικής στρατολόγησης παλιάς κοπής. Όσο και να το επιζητά ο ελιτισμός μας, ευτυχώς, ούτε εμείς ούτε κανένας άλλος μπορεί να παραστήσει τον «μεγάλο ωρολογοποιό» των κοινωνικών δομών.
Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι σαν πολιτικά υποκείμενα να διακρίνουμε τις δυναμικές που αναπτύσσονται, να τις ενισχύουμε εντάσσοντας τες σε ένα σκεπτικό που εισάγει την ενότητα και τη προοπτική τους, να συμβάλλουμε στην «υπεράσπισή» τους απέναντι στην καταστολή, να αποκαλύψουμε τις αφομοιωτικές ντρίπλες της καθεστωτικής προπαγάνδας ή το καπέλωμα…
Αυτό που μπορούμε να κάνουμε σαν κοινωνικά υποκείμενα είναι να συμμετέχουμε ολόψυχα σε αυτές, αλλά πάνω από όλα να δημιουργήσουμε καινούριες. Από το πιο μεγάλο έως το πιο μικρό, από το σωματείο και τη λαϊκή συνέλευση, έως μια συλλογική κουζίνα ή το κράτημα των παιδιών της πολυκατοικίας σε βάρδιες, καλό είναι ότι είναι άμεσα εφικτό.
Από τα όσα βλέπουμε να ξεσπούν, αλλά και ως προϊόν απλών παρατηρήσεων της Ελληνικής πραγματικότητας (παράλογη υπερσυγκέντρωση σε αστικά κέντρα, σταδιακή εξαφάνιση της αγροτικής παραγωγής, ανυπαρξία κοινωνικής πρόνοιας , πλήθος μικρών επιχειρήσεων και γιγάντωση ενός άχρηστου τομέα υπηρεσιών) μπορούμε να αναμένουμε πως η τοπικότητα θα είναι ένα πεδίο προνομιακό για την δημιουργία νέων αυτοοργανωμένων κοινοτήτων. Όχι ως αναβίωση παλαιών και νεκρών δομών εντοπιότητας, αλλά ως μια νέα προσέγγιση σχηματισμού κοινωνικού ιστού που να μπορεί να συστήσει πολιτικό σώμα. Η τοπικότητα όμως δεν θα παράγει τίποτα καλύτερο από ότι στο παρελθόν αν δεν συνδεθεί με την ταξική πάλη. Γι’ αυτό και είναι άμεσα αναγκαίο να αναζητηθούν οι τρόποι σύνδεσης και συντονισμού των τοπικών και ταξικών κοινοτήτων που υπάρχουν και που θα δημιουργηθούν.
Δεν ανακαλύπτουμε την Αμερική, ούτε εξιδανικεύουμε κάποιες δομές θεωρώντας πως εμπεριέχουν μαγικά ένα περιεχόμενο.
Στοίχημα είναι. Οι κακοτοπιές στην διαδρομή της αυτοοργάνωσης περιμένουν.
Δεν αγνοούμε όμως και την συγκυρία.
Είτε πρόκειται για ένα αγώνα, είτε εξίσου σημαντικό, για μια αντιθέσμιση (το σχηματισμό δηλαδή μιας δομής που επανοικειοποιείται κομμάτια της ζωής αυτόνομα έξω από το κράτος και τις αγορές με όρους ισότητας και ελευθερίας), η πίεση της κρίσης δρα προωθητικά. Το ίδιο κάνει και η καταπιεσμένη από τον φιλελευθερισμό, κοινωνική φύση του ανθρώπινου όντος. Και όλα αυτά μπορεί να καταλήξουν στο κυνήγι μεταναστών, στη σύγκρουση κοινωνικών ομάδων στο εσωτερικό των καταπιεσμένων, όπως και μπορεί να αναδείξουν νέες, άφθαρτες ηγεσίες βάσης που θα εκμεταλλευτούν την αυτοοργάνωση για να την εξοντώσουν αγοράζοντας θέσεις εξουσίας.
Η αυτοοργάνωση όμως είναι διακύβευμα. Όποιος την αμφισβητεί στο όνομα των κινδύνων της μπορεί να απευθυνθεί για σιγουριά και βεβαιότητα στο Χριστό, τον Λένιν ή αν προτιμά, ας κάτσει να περιμένει τη μεγάλη νύχτα. Η συνολικοποίηση, με τη έννοια της λειτουργική ενότητας όλων αυτών των εγχειρημάτων που σχηματίζονται, είναι ο μόνος δρόμος που έχουμε και ως πολιτικά και ως κοινωνικά υποκείμενα για να κάνουμε το επόμενο βήμα. Η προσπάθεια αυτά τα εγχειρήματα να πολλαπλασιαστούν, να επεκταθούν (ειδικά οι αντιθεσμίσεις στην παραγωγική διαδικασία), να βρεθούν, να συντονιστούν, να σχηματίσουν πολιτικό σώμα με τον δικό τους δημόσιο χώρο όπου θέσεις και ρεύματα θα συγκρούονται και θα ζυμώνονται, είναι ο πυρήνας όλων των προσπαθειών για κοινωνική αλλαγή σήμερα. Το να αποκτήσουν κρίσιμη μάζα ως κοινωνική δύναμη και έτσι τη δική τους αυτοσυνείδηση, είναι ο μόνος τρόπος να προστατευτούν από τον ρεφορμισμό (ως εγχειρήματα αγώνα) ή τον εναλλακτισμό (ως αντιθεσμίσεις). Μια συνείδηση όμως που δεν μπορεί να υπάρξει όσο η κοινωνία ως σύνολο συνεχίζει να διατηρεί αυταπάτες για τις «υποχρεώσεις» της που απορρέουν από το κοινωνικό συμβόλαιο.
Είναι καθήκον των επαναστατών τόσο στο εσωτερικό των κοινοτήτων αγώνα και αντιθέσμισης όσο και στο πολιτικό πεδίο, στο μέτρο και στις κατευθύνσεις που αρμόζουν στη θέση του καθένα και πάντα υπό τον όρο ότι εντάσσονται λειτουργικά στη στρατηγική του αγώνα, να πολεμήσουν με λόγο και πράξεις την ανακωχή των καταπιεσμένων προς το κράτος. Οι «ιεροί θεσμοί», ο σεβασμός στην αστική δημοκρατία, η καθεστωτική νομιμότητα, πρέπει να χτυπηθούν, να υπονομευτούν, να γελοιοποιηθούν, πρέπει να σπάσει η κουλτούρα της υποταγής. Οι καταπιεσμένοι εδώ και 20 χρόνια τίμησαν την «υπογραφή» τους με την εξουσία χάνοντας την αξιοπρέπειά τους για «ένα κινητό και τέσσερις ρόδες». Αλλά κράτος και κεφάλαιο, όπως κάθε παράσιτο, δεν έχουν μπέσα. Καιρός να το συνειδητοποιήσουν όλοι.
Αναφερόμενοι στο σήμερα και σε έναν μεσοπρόθεσμο στόχο του αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση θέλουμε ένα πλατύ κοινωνικό μέτωπο που θα αγωνίζεται αλλά και θα δημιουργεί τη δική του αυτόνομη υπόσταση. Αυτοοργανωμένο, εξωθεσμικό, μαχητικό.
Για να ανοίγει διαύλους ελευθερίας, ισότητας, αδελφότητας. Για να ναρκοθετεί το έδαφος για το κράτος και το κεφάλαιο, επιβάλλοντας ένα νέο σημείο ισορροπίας στον κοινωνικό πόλεμο, με την εξουσία σε θέση άμυνας. Θέλουμε τη δημιουργία μιας κοινωνίας μέσα στην κοινωνία.
Μια κοινωνία που θα επεκτείνεται επιθετικά αναζητώντας το όλον, που θα απελευθερώνει χώρους, που θα καταλαμβάνει κομμάτια της παραγωγής. Που θα αντιστέκεται στις επιθέσεις του συστήματος και θα το χτυπά σε κάθε ευκαιρία. Τη μήτρα από όπου θα προέλθει ένας νέος πολιτισμός, ένα νέο δίκαιο, μια διαρκώς εξελισσόμενη πολιτειακή αλλαγή. Με τα μέσα και τους όρους του σήμερα και με τις αναφορές μας στα απελευθερωτικά εγχειρήματα του παρελθόντος, από τον Ουγγρικά εργατικά συμβούλια, τον Ισπανικό αναρχικό κολεκτιβισμό, τα σοβιέτ της πρώτης περιόδου, αλλά και πιο πίσω, στη μητέρα κάθε σύγχρονης επαναστατικής απόπειρας, την Παρισινή κομμούνα και την κοινωνική της δημοκρατία διακρίνουμε το ρήγμα που ανοίγει η κρίση κατάρρευσης των παλιών ψευδαισθήσεων, και αφήνουμε πίσω τις δικές μας στην αναζήτηση του σχεδίου και των στόχων.
Πρέπει να «παίξουμε το χαρτί μας» και αν τελικά δεν είμαστε εμείς, θα έρθουν άλλοι, μετά από εμάς. Αλήθεια όμως, γιατί να μην είμαστε εμείς;

Ομάδα Ελευθεριακών Κομμουνιστών
Οκτώβρης 2010
http://eleftheriakoi.blogspot.com/