Κυκλοφόρησε το 3ο τεύχος της Λεύγας

19.997 λεύγες υπό τη θάλασσα και ο μεσοπόλεμος δεν έχει ακόμη τελειώσει• τα προβλήματα της ζωής δεν απογράφονται και, ανάμεσα στην ελεημοσύνη και την αλληλεγγύη, η χαμένη τιμή των δημοσίων υπαλλήλων μπλέκεται με τις χαμένες ψευδαισθήσεις. Η σκιά του ομπρελοκουβαλητή, σαν στιγμιότυπο από το Παρίσι του 1871 ή τη Λωρίδα της Γάζας σήμερα, και ξαφνικά το σφύριγμα της λήξης και αυτού του παιχνιδιού. Τα παιδιά του ελληνικού λαού θα μπουν σε νέες περιπέτειες, το τρένο και αυτό το Σαββατοκύριακο θα παραμείνει ακινητοποιημένο και τα δημόσια έργα ακόμη δεν έχουν βρει ανάδοχο. Διαβάζοντας τα ψιλά γράμματα, μένουμε άφωνοι αλλά ευτυχώς προστατευμένοι από τον κομμουνισμό, έτοιμοι να παρασυρθούμε από τον δικό μας διάβολο, απείθαρχοι σαν τον τρελό απέναντι στον Ηγεμόνα.
Η λεύγα διανύει αποστάσεις κάθε δίμηνο.

Περιεχόμενα τεύχους 3 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2011)

Γιάννης Βογιατζής, Το πρόβλημα της ζωής
πρώτες ύλες
Στέφανος Βαμιεδάκης, Απογραφής το ανάγνωσμα
Κώστας Περούλης, Μια σύντομη ιστορία των αναθέσεων των δημοσίων έργων
Ελένη Κυραμαργιού, Ο Ηλεκτρικός δεν έγινε ακόμη Μετρό
Κωστής Καρπόζηλος, Τα παιδιά του ελληνικού λαού σε νέες περιπέτειες
κοντραπούντο
Η χαμένη τιμή των Δημοσίων Υπαλλήλων
αναλώσιμα
Γιώργος Καράμπελας, Μεσοπόλεμος χωρίς τέλος
Ελένη Κυραμαργιού, Παραμένοντας Προστάτης του Πολίτη
Μαίρη Καλδή, Μονόλογοι από τη Γάζα
Βιβή Αντωνογιάννη, Χαμένες ψευδαισθήσεις: Ελεημοσύνη και αλληλεγγύη
Ξένια Μαρίνου, Σκιές ιστορίας από το περιθώριο
Άγης Πετάλας, Η ανθρωπιά του προοδευτικού αντικομμουνισμού
σκραπ
Αλέκος Λούντζης, Σάι-φάι. Στιγμιότυπο τρίτο: Αφωνία
Γιώργος Καζαντζίδης, Ο ομπρελοκουβαλητής
Βασίλης Κρίτσας, Σπορτ-Ματ: Αθλητισμός και ιστορικός υλισμός
Γιώργος Μανουσέλης: Ψιλά γράμματα

Αναρχισμός και Ψυχολογία

Του Αλέξη Ματσάγγου
(Απόσπασμα από τον «Πρόλογο του μεταφραστή», στο Denis Fox, Αναρχισμός και Ψυχολογία, εκδόσεις futura, 2011.)

[…] Από την άλλη, το άρθρο τόσο στο γενικότερο πνεύμα του όσο και σε επιμέρους σημεία του «σηκώνει» αρκετή κριτική από διάφορες απόψεις, την οποία ασφαλώς και δεν μπορούμε να αναπτύξουμε πλήρως στον σύντομο αυτόν πρόλογο. Ας σημειώσουμε ότι ο αναρχισμός τον οποίο επιχειρεί ο Fox να φέρει σε συνομιλία με την Ψυχολογία είναι ένας, ήδη από μόνος του, αρκετά φιλικός προς την Ψυχολογία αναρχισμός – με τη θετική αλλά και την αρνητική έννοια. Δεν πρόκειται για τον αναρχισμό εν γένει (άλλωστε ο ίδιος ο Fox αναφέρεται ρητά στην ποικιλία των αναρχικών εκδοχών), αλλά για μια παραλλαγή του που είναι εξαιρετικά διαδεδομένη στη Βόρεια Αμερική και τελευταία τον απαντάμε όλο και συχνότερα και στην Ευρώπη, έναν αναρχισμό που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε «πολιτισμικό», «ηθικό», ακόμη και «ψυχολογικό», με την έννοια ότι δίνει έμφαση στην προσωπική και δια-προσωπική συνείδηση, στάση και πρακτική. Το πολιτικό σκεπτικό του αναρχισμού αυτού συνοψίζεται στη φράση του Gordon (2005) ότι «ο σκοπός για τους αναρχικούς δεν είναι να εισάγουν μια νέα κοινωνία αλλά να πραγματοποιήσουν μια εναλλακτική κοινωνία όσο γίνεται περισσότερο στο παρόν». Με τον τρόπο αυτόν το επίκεντρο του πολιτικού ενδιαφέροντος μετατοπίζεται από τις ευρύτερες κοινωνικές διεργασίες στη στάση και την πρακτική των ίδιων των αναρχικών ατόμων και ομάδων. Έτσι «οι αναρχικοί που προτάσσουν κοινωνικές σχέσεις χωρίς ιεραρχία και κυριαρχία αναλαμβάνουν οι ίδιοι τη συγκρότησή τους» (Gordon, 2005), δίνεται έμφαση στην εσωτερικευμένη-προσωπική διάσταση του «κράτους» και της «εξουσίας» και στην αναγκαιότητα της προσωπικής και δια-προσωπικής αλλαγής, το «κράτος» και η «εξουσία» λογίζονται κατά βάση ως μορφές ανθρώπινης συνείδησης και συμπεριφοράς. Παρά την αναμφισβήτητη αξία της ανάδειξης της πολιτικής σημασίας της «ιδιωτικής-προσωπικής-καθημερινής» σφαίρας και των σχέσεων που διαμορφώνονται στο πλαίσιό της, ένας πιο «πολιτικός» ή «κοινωνικός» αναρχισμός (ή και αναρχο-συνδικαλισμός) θα είχε διάφορα να αντιτάξει στο παραπάνω σκεπτικό. Όσον αφορά, για παράδειγμα, τη θεώρηση των εξουσιαστικών κοινωνικών δομών ως μορφών ανθρώπινης συμπεριφοράς: για να ανάγουμε τις πρώτες στις δεύτερες χωρίς να γινόμαστε αφηρημένοι και ηθικοπλαστικοί, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας δύο στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά θεμελιωδώς, και πολύ περισσότερο όταν αναφερόμαστε σε ιστορικές και κοινωνικές δομές μεγάλης κλίμακας όπως το κράτος και ο καπιταλισμός. Το ένα είναι η διάσταση και το βάρος του (ιστορικού) χρόνου, και το άλλο είναι η ιδιότητα της εξωτερίκευσης. Έτσι λοιπόν, ακόμη και αν δεχτούμε γενικά πως το κράτος και ο καπιταλισμός παράγονται, αναπαράγονται και διαιωνίζονται από την ανθρώπινη συμπεριφορά, θα πρέπει ταυτόχρονα να δούμε πως είναι το αποτέλεσμα απειράριθμων ανθρώπινων συμπεριφορών διαμέσου των αιώνων, και πως οι απειράριθμες αυτές παρελθούσες συμπεριφορές, μέσω της διαδικασίας της εξωτερίκευσης, έχουν προσδώσει στις δομές αυτές μια απαράγραπτη εξωτερική, υλική και αντικειμενική υπόσταση. Με δυο λόγια, το κράτος και ο καπιταλισμός δεν γεννιούνται σήμερα, και δεν γεννιούνται στο κεφάλι μας ή στο σπίτι μας. Υπάρχουνε ήδη πριν εμείς γεννηθούμε, και υπάρχουνε έξω από μας, και αυτό ακριβώς είναι που τους δίνει τη δύναμη να επηρεάζουν τόσο καταλυτικά το μυαλό, την ψυχή και τη συμπεριφορά μας. Για να τα αντιμετωπίσουμε λοιπόν, ταυτόχρονα με την προσπάθεια να απαλλαγούμε από την επιρροή τους στη συνείδηση και την καθημερινή μας ζωή, είναι απαραίτητη και μια εξωστρεφής δράση που να ανταποκρίνεται στο «πραγματικό», «αντικειμενικό» τους μέγεθος. Είναι νομίζω προφανές ότι τη δράση αυτή δεν είναι σε θέση να την αναλάβουν εξολοκλήρου οι μειοψηφικές αναρχικές ομάδες ανά τον κόσμο. Υπάρχει βέβαια στο αναρχικό πλαίσιο που συζητάμε και μια υποτιθέμενη γέφυρα ανάμεσα στο «μικρο-πολιτικό» πεδίο της καθημερινής στάσης και πρακτικής των αναρχικών ομάδων και το «μακρο-πολιτικό» πεδίο της συνολικής κοινωνικής αλλαγής. Ονομάζεται «προ-εικονιστική πολιτική», σημαίνει πως οι μη ιεραρχικές αναρχικές κοινότητες προ-εικονίζουν την απελευθερωμένη ανθρώπινη κοινωνία, κατά τη γνώμη μου όμως είναι μια γέφυρα μη στερεή και ενδεχομένως επικίνδυνη. Καταρχήν, η ίδια η χρήση της «εικόνας» ως ιμάντα μεταφοράς από μια κοινωνική σχέση (την ιεραρχική) σε μια άλλη κοινωνική σχέση (τη μη ιεραρχική) παραπέμπει ευθέως στην κυρίαρχη σύγχρονη λογική του θεάματος, σύμφωνα και με τον περίφημο ορισμό του Debord για το θέαμα ως κοινωνική σχέση, καθιστώντας την «προ-εικονιστική πολιτική» ευάλωτη στη μετατροπή της σ’ ένα είδος επιφανειακού lifestyle – άλλωστε η λέξη «lifestyle» χρησιμοποιείται αρκετές φορές μέσα στο κείμενο του Fox, και κατά βάση ανυποψίαστα. Επίσης, η προ-εικονιστική αντιστοίχηση των λιγότερο ή περισσότερο περιορισμένων αναρχικών κοινοτήτων που λειτουργούν μέσα στην ασφυκτική υλική και ιδεολογική πίεση του καπιταλιστικού περιβάλλοντος με την πραγματικότητα της γενικευμένης κοινωνικής απελευθέρωσης από το περιβάλλον αυτό, είναι κατά τη γνώμη μου αρκετά προβληματική και πολιτικά επίφοβη. Μου έρχεται εδώ στο μυαλό η έξοχη ανάλυση του αντι-ψυχίατρου D. Cooper για το πώς το κυρίαρχο σύστημα μέσω των ψυχιατρικών ασύλων, του εγκλεισμού και της αναπήρωσης των ανθρώπων με ψυχικές δυσκολίες κατασκευάζει μια παραμορφωμένη και απωθητική εικόνα της «τρέλας» την οποία και προβάλλει στο κοινωνικό σύνολο ως «μπαμπούλα» περιφρούρησης της ψυχικής «κανονικότητας». Με έναν κάπως ανάλογο τρόπο, το κυρίαρχο σύστημα εκμεταλλεύεται την ύπαρξη των περιθωριοποιημένων (και συχνά αυτό-περιθωριοποιημένων) αναρχικών ομάδων για να κατασκευάσει την αρνητική εικόνα της «αναρχίας» ως ανώμαλης, ακραίας και φανατικής «αίρεσης» ή ως γνωρίσματος κάποιων «αιώνιων ρομαντικών losers» που η μοίρα τους είναι να τρώνε μια ζωή «ξύλο» (κυριολεκτικά και μεταφορικά) από το πάντοτε ισχυρότερο κράτος. Καλό είναι λοιπόν να είμαστε υποψιασμένοι, να μη βαυκαλιζόμαστε μπαίνοντας οι ίδιοι στο παιχνίδι τους, και να έχουμε πάντοτε κατά νου ότι οι δυνατότητες ελευθερίας (οπωσδήποτε υπαρκτές) που έχουμε σήμερα ως αναρχικοί ή ριζοσπάστες γενικότερα έχουν ελάχιστη σχέση με τις δυνατότητες ελευθερίας του ανθρώπινου είδους μετά την απαλλαγή του από το παγκόσμιο κρατικό και καπιταλιστικό κτήνος. Αυτές τις τελευταίες είναι δύσκολο ακόμα και να τις φανταστούμε από δω που βρισκόμαστε, πολύ δε περισσότερο να τις «προ-εικονίσουμε» στην καθημερινότητά μας. Επιπλέον, το να θεωρεί και να κατασκευάζει κανείς τον εαυτό του ως «εικόνα και ενσάρκωση του απελευθερωμένου ανθρώπινου μέλλοντος» κυοφορεί το ενδεχόμενο ενός κακώς εννοούμενου ιδεαλισμού και μιας «μεγαλομανίας» που θυμίζει έντονα το ναρκισσισμό της κυρίαρχης κουλτούρας της Ψυχολογίας. Και πράγματι, αν «ο σκοπός για τους αναρχικούς είναι να πραγματοποιήσουν μια εναλλακτική κοινωνία όσο γίνεται περισσότερο στο (καπιταλιστικό) παρόν», αυτό τους φέρνει αρκετά κοντά στην κουλτούρα της Ψυχολογίας, η επιδίωξη της οποίας μπορεί κάλλιστα να οριστεί ως «η επίτευξη μιας πλήρους και ικανοποιητικής ανθρώπινης ζωής μέσα στο (καπιταλιστικό) παρόν». Με τον τρόπο αυτόν η ισότητα και η ελευθερία μετατρέπονται από καθολικός κοινωνικός στόχος σε ιδιαίτερο γνώρισμα συγκεκριμένων ατόμων και ομάδων, συντελώντας στο ενδεχόμενο ανάπτυξης μιας ναρκισσιστικής αυτό-αναφορικότητας με πολιτικό επίχρισμα. Αναφερόμενος στις διαφόρων ειδών πνευματικές κοινότητες ο Gordon (2010) παρατηρεί ότι «αυτές οι πρακτικές και οι τρόποι ζωής μπορούν να υποπέσουν σε μια αυτό-αναφορική υποκουλτούρα». Είναι/είμαστε άραγε βέβαιος/βέβαιοι ότι ο ίδιος κίνδυνος δεν ισχύει διόλου για τις πολιτικοποιημένες αναρχικές κοινότητες; Σε διάφορα σημεία του κειμένου γίνεται λόγος περί «αναρχικής κουλτούρας». Ας πάρουμε τη φράση «…μια αναρχική κουλτούρα όπου οι συμμετέχοντες ζουν μια πιο ικανοποιητική ζωή ενώ εργάζονται πιο αποτελεσματικά για έναν κόσμο που παρέχει καλύτερη ζωή σε όλους». Αν αφαιρέσουμε τη λέξη «αναρχική» από την αρχή της φράσης, σε τι διαφέρει ο ορισμός της εν λόγω κουλτούρας από την ανθρωπιστική εκδοχή της κουλτούρας της Ψυχολογίας; Με όλ’ αυτά δεν θέλω να υποτιμήσω την πολιτική αξία της δουλειάς που γίνεται από τις διάφορες αναρχικές κοινότητες σε όλο τον κόσμο. Θέλω απλώς να επιστήσω την προσοχή στους κινδύνους που μπορεί να εγκυμονεί η υπερβολική επικέντρωση στο «ιδιωτικό-προσωπικό-καθημερινό» πεδίο της πολιτικής (στον ίδιο βαθμό με τον κίνδυνο του φετιχισμού που εγκυμονεί η υπερβολική επικέντρωση στις μεγα-δομές του κράτους και της εμπορευματικής αγοράς). Οι κίνδυνοι αυτοί, άλλωστε, είναι σε μεγάλο βαθμό και οι λόγοι που κάνουν τους περισσότερους αναρχικούς ή ριζοσπάστες γενικότερα που είναι περισσότερο προσανατολισμένοι στη δράση στο μακρο-πολιτικό επίπεδο, να είναι εξαιρετικά επιφυλακτικοί απέναντι στην Ψυχολογία. Από τη δική μου πλευρά, θεωρώ πως υπάρχει και διαφορετικός τρόπος σύνδεσης της ριζοσπαστικής πολιτικής με την ψυχολογία. Ο τρόπος αυτός θα μπορούσε να συνοψιστεί στο μότο «ψυχολογία στην υπηρεσία της παγκόσμιας κοινωνικής αλλαγής», μια ψυχολογία δηλαδή που επιζητεί ακριβώς να εισάγει μια νέα κοινωνία, και όχι τόσο να πραγματοποιήσει μια εναλλακτική κοινωνία στο παρόν. Σε αυτό το πλαίσιο νομίζω λοιπόν πως θα είχε αν μη τι άλλο ενδιαφέρον να διερευνήσουμε ποιες δυνατότητες υπάρχουν ώστε να απεγκλωβίσουμε την ψυχολογία από τον περιορισμό της στο «προσωπικό-μικροπολιτικό» πεδίο, και να την εντάξουμε στο πλαίσιο της εξωστρεφούς πολιτικής δράσης μαζικής-μεγάλης κλίμακας που προανέφερα ως απαραίτητη. […]