Η διαλεκτική της απελευθέρωσης

0.
Υπάρχει κάτι βαθιά ανησυχαστικό στο υπόστρωμα των πρόσφατων γεγονότων που πανικοβάλει τους κυρίαρχους και όσους συντάσσονται μαζί τους. Είναι τα επίμονα σημάδια που φανερώνουν ότι η «υπεραξία» της συλλογικής δράσης δεν μπορεί να μετατραπεί πλέον σε κέρδος (όρος αναπαραγωγής) για το κεφάλαιο, αλλά μετατρέπεται ολοένα και περισσότερο σε παράγοντα καταστροφής του.
Η ανησυχητική αυτή τάση εμφανίζεται αρχικώς ως συλλογική, αν και μη συντονισμένη, άρνηση, η οποία παίρνει ποικίλες μορφές: από την εξέγερση μέχρι τις καθημερινές πρακτικές σαμποτάζ, καταστροφικού μένους, απείθειας, ανυπακοής και αμφισβήτησης, πρακτικές που καθιστούν προφανή και έκδηλη την επιθυμία για συνολική ρήξη, για την ανατροπή δηλαδή του καπιταλιστικού συστήματος, της εξουσίας και της εκμετάλλευσης.
Έχοντας κυριαρχήσει σχεδόν παντού, η σχέση κεφάλαιο παρουσιάζεται ως απόλυτη θετικότητα του είναι και του ανθρώπινου πράττειν. Έτσι αναπαράγεται, χρησιμοποιώντας το προϊόν της συλλογικής εργασίας και της συλλογικής νοημοσύνης. Με τη δύναμη της άρνησης, τα εξεγερμένα υποκείμενα επιδιώκουν την απελευθέρωση του ανθρώπινου πράττειν από τις επιβεβλημένες καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις, αμφισβητούν έμπρακτα τον Νόμο και την καταστατική ισχύ του στην συγκρότηση της μορφής-κράτος και την εκ μέρους του μονοπώληση της βίας, όπως επίσης και την ιδιοποίηση του συλλογικά παραγόμενου προϊόντος από την άρχουσα τάξη.
Με άλλα λόγια, η μορφή «κράτος», η μορφή «κεφάλαιο», η μορφή «εμπόρευμα», η μορφή «επιστήμη», δεν αναπαριστούν πια τις ζωτικές συνιστώσες μιας αναπόδραστης αναγκαιότητας που χαράζει τα όρια της «λογικής ανταπόκρισης στις επιθυμίες» διαφορετικών κοινωνιών και ανθρώπων δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον οργανωμένο χώρο της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης ως «φυσική» και απαραίτητη προϋπόθεση της κοινωνικής οργάνωσης, αναπαριστούν μορφές εγκλωβισμού τής δυνατότητας για την αυτόνομη θέσμιση της κοινωνίας.
Η άρνηση είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο η ολοποιητική θετικότητα των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων μπορεί να ανακοπεί και να αναστραφεί προς την αυτοθέσμιση, την έκφραση δηλαδή της καταστατικής δύναμης των αναδυόμενων συλλογικοτήτων που αντιμάχονται την κυριαρχία του κεφαλαίου και του κράτους. Από τη μοναξιά τής ετερόνομα καθορισμένης προσωπικότητας του «ελεύθερου ατόμου» στην πληθωρική υποκειμενικότητα της πολύμορφης συλλογικής οντότητας. Από την άρνηση της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης στην θέσμιση της αυτοδιάθεσης και της αυτονομίας. Διαλεκτική της απελευθέρωσης αποκαλούμε αυτήν ακριβώς την κίνηση από την καταστροφή στη δημιουργία.

Α. Η καταστροφική δύναμη της άρνησης

1.
Η αντίδραση που πυροδοτήθηκε από την προκλητική δολοφονική πράξη ενός αστυνομικού τον περασμένο Δεκέμβρη και ξέσπασε σαν λαίλαπα, ανεξέλεγκτη και σαρωτική σε πολλές ελληνικές πόλεις, στράφηκε όχι μόνο κατά της αστυνομίας και του κράτους, στράφηκε ολοκληρωτικά ενάντια στο κυρίαρχο σύστημα. Η καταστροφική δύναμη της άρνησης δεν σηματοδότησε μόνο την δικαιολογημένη οργή για τον θάνατο του 15χρονου Αλέξη από το όπλο του μπάτσου Κορκονέα – από μόνη της η οργή, ακόμα και για έναν τόσο άδικο θάνατο, για μια εν ψυχρώ δολοφονία, δεν αρκεί για να αιτιολογήσει επαρκώς τις αμέτρητες επιθέσεις που έγιναν από τότε σε τράπεζες, πολυκαταστήματα, καταστήματα εμπορικών αλυσίδων και άλλα σύμβολα της κοινωνίας της κατανάλωσης και του θεάματος. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα μπαράζ από αυθόρμητες καταστροφικές επιθέσεις, τόσο στη συμβολική όσο και στην πραγματική καρδιά του πολιτισμού «μας», που εκφράζει έμπρακτα την ηχηρή και επίμονη άρνηση των εξεγερμένων υποκειμένων και την ολομέτωπη ρήξη τους με το σύστημα, όχι απλώς την οργή τους.
Δεν έχει νόημα να αναζητούμε την δικαιολόγηση των πολλαπλών και ποικίλλων καταστροφικών ενεργειών σε κάποια μορφή θετικής σκοπιμότητας, σύμφυτης με μια τελεολογική αντίληψη, ούτε καν στον ορίζοντα μιας «επαναστατικής προοπτικής», γιατί τότε θα συμφωνούσαμε, άρρητα μεν σαφώς δε, με τη λογική των κυρίαρχων. Θα βρισκόμασταν κι εμείς από τη δική τους μεριά και θα βλέπαμε τον κόσμο με τα δικά τους ματογυάλια, αχρηστεύοντας με αυτή μας την επιλογή το μοναδικό και αναπαλλοτρίωτο από την εξουσία όπλο που διαθέτουμε ενάντια στην κυριαρχία – την άρνησή μας.

2.
Η δύναμη της άρνησης είναι η μη-απαλλοτριώσιμη από τον μεγάλο Άλλο έκφραση της επιθυμίας για την απελευθέρωση. Είναι η δύναμη που κινητοποιεί τα αντανακλαστικά της ζωής απέναντι στην ορμή του θανάτου που απειλεί διαρκώς να μας καταπιεί και να μας αφανίσει. Και δεν εννοώ τον αναπόδραστο βιολογικό θάνατο, που έτσι κι αλλιώς παραμένει «κοινή μοίρα» όλων, ούτε την υποτιθέμενη ψυχική παρόρμηση προς τον αφανισμό και την (αυτό)καταστροφή, αλλά την ιδιαίτερη εκείνη κοινωνική έκφανση καθολικού θανάτου που εκδηλώνεται ως κλιμακούμενη καθυπόταξη της φύσης και του ανθρώπινου πράττειν στην κεφαλαιακή συσσώρευση. Εννοώ τον θάνατο που υποτάσσει τη ζωή στις προσταγές μιας συγκεκριμένης αντίληψης για τον προκαθορισμό της ανθρώπινης δραστηριότητας, της ανθρώπινης «ουσίας», που ο πολιτισμός μας αναγνωρίζει εμφατικά στην κυριαρχία επί της φύσης μέσω της επιστήμης και της τεχνολογίας, στην κεφαλαιακή συσσώρευση και στη μορφή εμπόρευμα. Με άλλα λόγια, τη διοχέτευση του ανθρώπινου πράττειν στην καταναγκαστική αέναη συσσώρευση νεκρής εργασίας. Μια διαδικασία φαύλη και καθηλωτική, που διαρρηγνύει αμετάκλητα τις σχέσεις με τη φύση, εξοντώνει το περιβάλλον, τους ανθρώπους, τους πολιτισμούς και τις κοινότητες τους. Η διαδικασία αυτή, που αναπαράγεται μέσα από την ίδια την αναπαραγωγή της ζωής μας, μας εγκλωβίζει σε μια φαινομενικά αναπόδραστη παγίδα.

3.
Μια ζοφερή παγίδα θανάτου, που είναι στημένη για να αποτρέψει κάθε απόπειρα πραγματικής υπέρβασης της ζωώδους κατάστασης, της «αντανακλαστικής» δηλαδή ανταπόκρισης που όλοι μας εκδηλώνουμε στα ερεθίσματα της κάθε είδους προπαγανδιστικής βιομηχανίας που μας θέλει αποκλειστικά υποχείρια της ανάγκης, καταναλωτές υποκινούμενους από το ένστικτο και τις μετουσιωμένες επιθυμίες. Πειθήνιους και χειραγωγημένους οπαδούς της συναίνεσης και της κοινωνικής ειρήνης, υπό συγκεκριμένους πάντοτε όρους που διαιωνίζουν τη θεμελιακή δομή του status quo.
Αυτό που παγιδεύεται και εν τέλει απονεκρώνεται, βρίσκοντας την ιδανική μετάθεσή του στον φετιχισμό του εμπορεύματος, είναι η απωθημένη ανθρώπινη επιθυμία πραγμάτωσης της ανοιχτότητας, της δυνατότητας δηλαδή να απελευθερωθεί το ανθρώπινο πράττειν από τον καταναγκασμό. Οι σχέσεις που καθορίζουν (και καθορίζονται από) τη μορφή κεφάλαιο είναι σχέσεις υποτέλειας, καταπίεσης, διαχωρισμού και εκμετάλλευσης. Στο πλαίσιο αυτού του πυκνού πλέγματος σχέσεων κάθε προσπάθεια ριζοσπαστικής αλλαγής είναι καταδικασμένη να αποτύχει εάν δεν εκδηλωθεί καταστροφικά, δηλαδή ως άρνηση του «ήδη υπάρχοντος».

4.
Η άρνηση του θανάτου δεν μπορεί παρά να είναι κατάφαση της ζωής, δηλαδή της θετικής δημιουργίας και της ανύψωσης. Η άρνηση της υποταγής, ομοίως, είναι η κατάφαση της ελευθερίας, δηλαδή της θετικής βούλησης για την επινόηση των δυνατοτήτων, για την ανάπτυξη του ιδιαζόντως ανθρώπινου.
Μόνο που στον κόσμο μας, η σχέση άρνησης-κατάφασης, όπως όλα σχεδόν τα πράγματα, εμφανίζεται αντιστραμμένη. Όταν δίνουμε τα πρωτεία στη θετικότητα αντί, όπως αρμόζει στις περιστάσεις, να δίνουμε αυτή τη θέση στην άρνηση και την απείθεια που εκφράζονται με το καταστροφικό μένος και τη βίαιη αντίδραση, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι η θετικότητα είναι μια διφορούμενη έννοια, που ενώ εμφανίζεται να σημαίνει μια δημιουργική δύναμη αλλαγής, είναι αποκλειστικά σχεδόν αναφερόμενη στη «θετικότητα του ήδη υπάρχοντος» (υπό την έννοια του μόνου εφικτού, άρα και του «πραγματικού»). Στην αμφισημία της αυτή, η θετικότητα είναι η άλλη όψη της απανταχού παρούσας απαίτησης για προσαρμογή και υπακοή στις νόρμες του «πραγματικού» (στην κυριαρχία και τον Νόμο). Η διατήρηση της εικόνας του «πραγματικού» προϋποθέτει την αποδοχή της αρχής που τη συνέχει: ο πολιτισμός είναι ο Νόμος και ο Νόμος είναι ο πολιτισμός. Για την ακρίβεια, όχι τόσο η εξειδίκευση του νόμου στην εκάστοτε συγκεκριμένη απαγόρευση, αλλά ο Νόμος εν γένει, ως απαραίτητη κανονιστική προϋπόθεση συνοχής και συγκρότησης κάθε κοινωνίας.

5.
Ο Νόμος υπερκαθορίζεται ως μορφή μέσα από την αξίωσή του για καθολική ισχύ προτού αποκτήσει οποιοδήποτε συγκεκριμένο περιεχόμενο.
Οι μυθολογικές καταβολές του Νόμου τού αποδίδουν θεϊκή προέλευση. Εδώ και πολύ καιρό, ωστόσο, η θεϊκή δύναμη εκπορεύεται πια από την επιστήμη, και ο θεός-πατέρας έχει πάρει τη μορφή του Κράτους• κατ’ ανάλογο τρόπο, η ηθική του πιστού έχει προσαρμοστεί στην ηθική του «νομοταγούς πολίτη» και στην ψυχολογία του «ελεύθερου υποκειμένου».
Η απαίτηση για υπακοή στον Νόμο έχει τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά μιας εξωτερικής επιβολής. Ταυτοχρόνως εδράζεται στην υποκειμενική αντίληψη για τα όρια και τις θεμιτές υπερβάσεις. Φανερώνει δηλαδή τις προσωπικές αντιδράσεις σε σχέση με τις ενσωματωμένες επιταγές του Νόμου. Η εσωτερίκευση του Νόμου, που ερμηνεύεται ως πατρογονικό σύνδρομο που συνδέεται με το «Όνομα του Πατρός», το άφατο όνομα του απόλυτου όντος, του θεού-πατέρα, είναι η εσωτερίκευση του ελέγχου της πράξης από τον λόγο.

6.
Η καταστροφική δύναμη της άρνησης είναι η θετική ενέργεια που επανασυνδέει το ζήτημα της πράξης με τις πηγαίες εκβολές του. Εκείνο που μας παρουσιάζεται ως «ανορθολογικό», «σκοτεινό», «κακό» και «απάνθρωπο», είναι επίσης η προνομιακή στιγμή όπου θεωρία και πράξη δεν είναι πια διαχωρισμένες καταστάσεις τού Είναι αλλά τρόπος ορισμού του. Στην καταστροφική στιγμή, ο διαχωρισμός του υποκειμένου σε «εγώ» και «είμαι» δεν έχει καμία σημασία προκειμένου να οριστεί η επιθυμία και η αναζήτηση τρόπων εκπλήρωσής της, διότι μέσα και σκοπός είναι στην καταστροφική πράξη ταυτόσημα, εκδηλώνονται δηλαδή ταυτοχρόνως και είναι αδιαχώριστα.
Η καταστροφική στιγμή είναι ταυτοχρόνως κι ένα σημείο. Είναι μια ρήξη στον χωροχρόνο του γεγονότος. Η συμπυκνωμένη ένταση της άρνησης που εκδηλώνεται ως καταστροφή διανοίγει ένα ερεβώδες κενό στο χείλος του οποίου η υποκειμενικότητα ταλαντεύεται μεταξύ ανασυγκρότησης και πλήρους κατάρρευσής της – θα οδηγηθεί στη φυσική εξόντωση ή στην τρέλα αν δεν καταφέρει να ανασυσταθεί σε ένα διαφορετικό σημείο. Η ταλάντευση αυτή μεταξύ εξόντωσης και αναγέννησης επαναφέρει τον δείκτη της ζωτικότητας σε ένα κρίσιμο σημείο. Καταστρέφοντας ό,τι μας απειλεί με αφανισμό ή θα χαθούμε μαζί του ή θα το ξεπεράσουμε και πάνω στα ερείπιά του θα ανασυνταχτούμε. Τίποτα δεν διασφαλίζει την επιθυμητή έκβαση παρά μόνο η ανυποχώρητη θέλησή μας για αυτοκαθορισμό.
Η υποταγή που εκδηλώνεται ως θετικότητα, από την άλλη, επιβάλει τον διαχωρισμό του υποκειμένου, παραδίδει την εποπτεία της πράξης στα πρωτεία του λόγου, στην κυριαρχία του πολιτισμικά καθορισμένου επί του μη-αναπαραστάσιμου. Πρόκειται για την απόρριψη της ανθρώπινης ανοιχτότητας στο άλλο, και στη δυνατότητα της έλλογης πράξης να εκδηλώνεται ως ειδοποιός ανθρώπινη διαφορά, ως ανθρώπινη «ουσία» που η πραγμάτωσή της είναι συνταυτισμένη με την πραγμάτωση της πραγματικά ελεύθερης ανθρώπινης κοινωνίας ως ύψιστη έκφρασή της.

[Τέλος α΄μέρους]