Κάλεσμα για την επεξεργασία ενός Προγράμματος Επανοικείωσης και Ανασυγκρότησης του Μέλλοντος

Σήμερα, πιο επιτακτικά από ποτέ, είναι απαραίτητο ένα Πρόγραμμα Επανοικείωσης και Ανασυγκρότησης του Μέλλοντος.[1]
Αναρωτιόμαστε: Η ουτοπία ή η δυστοπία θα είναι το μέλλον μας; Μήπως θα είναι, παραδόξως, ταυτόχρονα και τα δύο, σε έναν κόσμο που θα πολώνεται ολοένα και περισσότερο μεταξύ πλούσιων και φτωχών; Ή μήπως τίποτε από αυτές τις δύο αφηγηματικές κατηγορίες αλλά μια άλλη, μια μέχρι τώρα ανέκφραστη «αφήγηση» ενός άλλου είδους σχέσων, ένας ριζικά νέος τρόπος παραγωγής, μια αδύνατη να τη φανταστούμε μέχρι στιγμής βιοπρακτική είναι αυτά που πιθανώς θα σχηματίσουν τη δυνάμει μορφή του μέλλοντος; Και εμείς, πώς θέλουμε να είναι το μέλλον;

Στην εποχή μας, εποχή πολύπλευρης βαθιάς κρίσης του συστήματος και καταστροφής του οικοσυστήματος, είναι πάνδημος ένας θεαματικός μεταμοντέρνος πεσιμισμός, μια παραλυτική αίσθηση αδιεξόδου από το υπάρχον σύστημα, τον καπιταλισμό, που αν μη τι άλλο παρουσιάζεται ως η λιγότερο κακή επιλογή, στην οποία διαπιστώνουμε μεν μυριάδες προβλήματα και αντινομίες ωστόσο δεν έχουμε, ούτε και μπορούμε, υποτίθεται, πού αλλού να στραφούμε για να βρούμε μια διέξοδο. Δεν μπορούμε να φανταστούμε καν τίποτα καλύτερο, μια εναλλακτική λύση που να μας δίνει ταυτοχρόνως την αίσθηση ότι είναι και ρεαλιστικά εφικτή, ότι είναι δυνάμενη να πραγματωθεί. Είμαστε σχεδόν πεπεισμένοι ότι το μέλλον (αν υπάρξει μέλλον) θα μοιάζει με ένα συνεχώς ανακυκλούμενο παρόν συν επιπλέον τεχνολογία και λιγότερη φύση. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η επανάσταση ως καθολική ρήξη και η ουτοπία ως όραμα ενός διαφορετικού κόσμου είναι έννοιες ανυπόληπτες πια: η φήμη τους έχει αμαυρωθεί αφού εκλαμβάνονται ως σχεδόν συνώνυμες του ολοκληρωτισμού και της βίαιης εξάλειψης της διαφοράς (άτομο/ιδιωτικό/επιθυμία) προς χάρη της ταυτότητας (κοινωνία/δημόσια συναίνεση/ηθική ή κόμμα-κράτος/κανονιστικότητα/υποταγή).
Το μέλλον έχει ήδη καταληφθεί από τις εχθρικές προς τη ζωή δυνάμεις και έχει ακυρωθεί ως ουτοπία. Από τη μια, το ασφυκτικό «αδιέξοδο» που εκφράζεται και από την αφομοιωτική ικανότητα του συστήματος που αδρανοποιεί κάθε αντίπαλό του απλώς και μόνο ενσωματώνοντας τις αντιρρήσεις του στην ίδια την δομή του, σαν τη ρητορική υπεκφυγή που σπεύδει να παραδεχτεί τα αδύνατα σημεία της κατονομάζοντας τα πρώτη, καταλαμβάνοντας έγκαιρα τη θέση από την οποία θα ασκούνταν η κριτική του αντιπάλου – η επανάσταση είναι καθημερινή στο πλαίσιο της διαφήμισης. Από την άλλη, η «ουτοπική επιθυμία» έχει καταπιεστεί σε βαθμό πλήρους αναστολής της, με κύριο όπλο απώθησής της τον φόβο που γεννά η διόλου απίθανη εμφάνιση του ολοκληρωτισμού σε κάθε ουτοπιστική πρόταση, αν δεν θεωρείται ότι είναι εγγενές στοιχείο της, σύμφωνα πάντα με μια συγκεκριμένη ερμηνεία της ιστορίας, η οποία όσο και αν καταγγέλλει την ιδεολογία κάθε άλλο παρά αντι-ιδεολογική είναι η ίδια.

Μπορούμε άραγε σήμερα να αφυπνίσουμε και να απελευθερώσουμε την ουτοπική επιθυμία, να επεξεργαστούμε τις ροπές της προς μια κατεύθυνση και να της δώσουμε συγκεκριμένη μορφή; Και με ποιους τρόπους, που δεν θα είναι απλώς ιδεαλιστικοί, θα κάνουμε κάτι τέτοιο; Υφίσταται, έστω και απωθημένη, αυτή η επιθυμία ή αποτελεί απλώς μια φαντασίωση ή/και ένα ψυχολογικό ανάχωμα στη «σχιζοφρένεια» του «αποκεντρωμένου υποκειμένου» και της «ρευστής ταυτότητας» σε έναν αφιλόξενο κόσμο; Πώς ξεπερνάμε τις αντινομίες που εμπεριέχει κάθε απόπειρα γενίκευσης; Πώς θα γινόταν η μετάβαση σε έναν ριζικά διαφορετικό κόσμο; Είναι όλες οι προτάσεις για τον ενδεδειγμένο και απαραίτητο τρόπο μετάβασης έγκυρες; Ποιος ορίζει και με ποια κριτήρια την εγκυρότητά τους; Πώς ενσωματώνεται η εξαίρεση; Πώς μπορεί η ίδια η διαδικασία μορφοποίησης να αναζωπυρώνει την ουτοπική επιθυμία;
Τα ερωτήματα αυτά, όπως και πολλά άλλα, είναι καίρια και η επεξεργασία τους με κάθε μέσο και τρόπο που μπορούμε να επινοήσουμε ίσως συμβάλλει στο να επανακαθορίσουμε το όραμά μας για έναν άλλο κόσμο και να του δώσουμε εικόνα, να μπορέσουμε να το συντάξουμε σε μια «αφήγηση» η οποία θα σκιαγραφεί τη μορφή που θα μπορούσε να έχει μια ριζικά διαφορετική κοινωνία, μια κοινωνία ισοτιμίας και αλληλεγγύης, μια κοινωνία απελευθερωμένη και αυτόνομη. Και αυτή η μορφή δεν μπορεί να παραμένει αφηρημένη. Δεν μπορεί να είναι απλώς η περιγραφή μιας επιθυμίας ή μιας ανάγκης που εκφράζεται αποκλειστικά και μόνο ως άρνηση του υπάρχοντος. Οφείλουμε να επεξεργαστούμε μια πραγματική μορφή, που θα λαμβάνει υπόψη της τις υπάρχουσες δυνατότητες και θα εμπεριέχει όλες τις συναφείς πτυχές, από την υλική παραγωγή και την αναπαραγωγή της ζωής, που όπως μας δίδαξε ο Μαρξ αποτελεί τη βάση κάθε ανθρώπινης κοινωνίας και των σχέσεων που διαμορφώνονται στο πλαίσιό της, μέχρι τις ποικίλες δοξασίες και την διασφάλιση της ιδιαιτερότητας και της ελεύθερης ανάπτυξης κάθε ατόμου ξεχωριστά.

Σε αυτό το υπό διαμόρφωση ανοικτό θεωρητικό και πραξιακό πλαίσιο καλούμε όσες και όσους αισθάνονται την ίδια ανάγκη με εμάς για την σύνταξη ενός Προγράμματος Επανοικείωσης και Ανασυγκρότησης του Μέλλοντος προκειμένου να επεξεργαστούμε από κοινού τη δυνατότητα να διαμορφώσουμε την εικόνα που θα μπορούσε να έχει ένα οικείο και επιθυμητό μέλλον. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει μόνο να προσπαθήσουμε να επινοήσουμε εξ αρχής, ex nihilo, μορφές και ιδέες (πράγμα που έτσι και αλλιώς πρέπει να κάνουμε) αλλά ότι πρέπει να επεξεργαστούμε τις μορφές, τις ιδέες και τις προτάσεις που έχουν διατυπωθεί ή/και δοκιμαστεί στο παρελθόν αλλά και όσες προτείνονται τώρα, σε συνδυασμό με τις δικές μας εμπειρίες και ιδέες, με τη δική μας αντίληψη της κατάστασης των πραγμάτων, με τα δικά μας οράματα και θέλω που αναζητούν επιτακτικά να αποκτήσουν συγκεκριμένη και αληθινή μορφή που θα τα καταστήσει δυνάμει εφικτά εάν δράσουμε αναλόγως.
Είναι δεδομένο ότι δεν μπορούμε να επαναπαυτούμε στη νομοτέλεια που μας υπόσχεται την αναπόφευκτη ιστορικά μετάβαση από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, από το «βασίλειο της ανάγκης» στο «βασίλειο της ελευθερίας» – όπως έλεγε και ο Μαρξ πρέπει να αγωνιστούμε για να διαμορφώσουμε τις συνθήκες εκείνες που θα καταστίσουν εφικτό το «τέλος της προϊστορίας». Αλλά ακόμα και αν δεχόμασταν μια τέτοια ιστορική νομοτέλεια, ότι δηλαδή ο σοσιαλισμός θα επέλθει αναπόφευκτα ασχέτως του πώς θα πράξουμε εμείς, θα θέλαμε να μπορούμε να απεικονίσουμε τη νέα μορφή της κοινωνίας και του κόσμου αυτού, που σήμερα για ποικίλους λόγους μοιάζει αδύνατον να φανταστούμε όπως ίσως μπορούσαν κάποτε, πριν από την απόλυτη επικράτηση του καπιταλισμού και της ιδεολογίας του.
Είναι προφανές ότι για τη μετάβαση σε έναν άλλο κόσμο δεν αρκούν μόνο η ευκαιριακή, «εδώ και τώρα» δράση και οι μεμονωμένες εστίες αντίδρασης (την οποία ωστόσο πρέπει να συνεχίσουμε με κάθε τρόπο και να την εντατικοποιήσουμε αφού είναι απολύτως καίρια και απαραίτητη, είναι το όπλο μας στον καθημερινό κοινωνικό ανταγωνισμό και στον γενικευμένο ταξικό πόλεμο), είναι προφανές ότι χρειάζεται μια πιο συγκεκριμένη κατεύθυνση, ένας πιο απτός προσανατολισμός. Γι’ αυτό, παράλληλα με την ενεργό καθημερινή δράση και ως απαραίτητο συμπλήρωμά της που θα την βαθύνει και θα την εμπλουτίσει ποικιλοτρόπως πρέπει να επεξεργαστούμε μια συγκροτημένη «θεωρία», να επαναχαράξουμε την κατεύθυνση της επιθυμίας μας, να επεξεργαστούμε λεπτομερώς ένα Πρόγραμμα Επανοικείωσης και Ανασυγκρότησης του Μέλλοντος.

Σε μια τέτοια διαδικασία παραγωγής του ριζικά διαφορετικού, της μορφής του Άλλου, οι καλλιτέχνες μπορούν πραγματικά να βρουν το αξιακό υπόβαθρο που χρειάζονται για να επαναφέρουν το νόημα στην καλλιτεχνική πράξη. Και τότε η δυνατότητα της τέχνης να μας κοινωνεί το Άλλο, το ριζοσπαστικά διαφορετικό, θα της προσδώσει εκ νέου μια κοινωνική λειτουργία και αξία η οποία θα κείται πέρα από την αισθητική ως κατηγορία του λόγου που μπορεί να θεμελιώσει μία επιστήμη. Η τέχνη τώρα θα αφορά τη ζωή ως ολότητα, με κάθε υλική δέσμευση που αυτό σημαίνει και με όλες τις επιπτώσεις που θα έχει η πιθανή πλήρης συγχώνευση της τέχνης με την καθημερινή πρακτική.
Στο εγχείρημα αυτό, εξίσου απαραίτητη είναι και η συμβολή ειδικών επιστημόνων από διάφορους κατακερματισμένους σήμερα κλάδους της ανθρώπινης γνώσης, όπως π.χ. ανθρωπολόγοι, περιβαλλοντολόγοι, οικονομολόγοι, πολεοδόμοι/αρχιτέκτονες, μηχανικοί, βιολόγοι, χημικοί, κ.λπ., αφού, προκειμένου να επιτύχουμε την τεκμηρίωση της ριζικά διαφορετικής μορφής (που δεν θέλουμε επουδενί –και δεν πρέπει– να είναι επιστημονική φαντασία!), οφείλουμε να επεξεργαστούμε πάρα πολλές πτυχές και λεπτομέρειες, τόσο οντολογικού όσο θεωρητικού και πρακτικού χαρακτήρα.
Όμως, πάνω απ’ όλα, η ανάπτυξη της σκέψης και η κατάθεση της εμπειρίας τής καθεμιάς και του καθενός από εμάς, ασχέτως επαγγελματικής ή κοινωνικής ιδιότητας, ηλικίας, φύλου ή εθνικότητας, σε απολύτως ισότιμη βάση, είναι αυτό που θα προσδώσει σε ένα τέτοιο ουτοπιστικό εγχείρημα τη δυνατότητα να συγκροτηθεί διαλεκτικά μέσα από την αντικειμενική σχέση της εμπειρίας και της πρόθεσης για ριζοσπαστική αλλαγή του υπάρχοντος· να φέρει τα δεδομένα της υπάρχουσας πραγματικότητας σε αντιπαράθεση με τις δυνατότητες και τις επιθυμίες μας, και έτσι να επιδιώξουμε, και ίσως εν τέλει να μπορέσουμε, να την ξεπεράσουμε. Να αναγεννηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα συλλογικό όραμα για μια εφικτή Ουτοπία.

Καλούμε λοιπόν όσες και όσους ενδιαφέρονται να συμμετέχουν στην επεξεργασία ενός τέτοιου ή ενός παρόμοιου Προγράμματος Επανοικείωσης και Ανασυγκρότησης του Μέλλοντος με σκοπό να το διαμορφώσουμε από κοινού με διάφορους τρόπους, να επικοινωνήσουν μαζί μας στο futura@ath.forthnet.gr


[1] Χρωστάω πολλά για την ιδέα αυτή και για τα όσα ισχυρίζομαι σε αυτό το κείμενο, χωρίς αυτός φυσικά να ευθύνεται για τις δικές μου τυχόν παρερμηνείες των ιδεών του, στον Φρέντρικ Τζέιμσον, και ιδιαίτερα στο βιβλίο του Αρχαιολογίες του Μέλλοντος. Τόμος 1: Η Επιθυμία που Λέγεται Ουτοπία, εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2008. Βλ. επίσης τα βιβλία Μια μοναδική Νεωτερικότητα. Δοκίμιο για την Οντολογία του Παρόντος, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2007 και Το Μεταμοντέρνο ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1999.

Ο Μάης του ’68, οι σημασίες κι οι αξίες του

Του Μωυσή Μπουντουρίδη

Για τον Jacques Lacan υπάρχουν δύο είδη θανάτου, ο πρώτος είναι ο φυσικός και ο δεύτερος ο συμβολικός (π.χ., η ταφή). Δεδομένου, λοιπόν, ότι κάθε ιστορικό συμβάν έχει μια συγκεκριμένη χρονική διάρκεια, αν ο φυσικός θάνατος είναι η στιγμή του τελειωμού του, μήπως θα μπορούσαν να θεωρηθούν σαν συμβολικοί θάνατοι οι επαναλαμβανόμενες σε τακτά χρονικά διαστήματα τελετές, οι επέτειοι και οι πανηγυρικοί εορτασμοί του; Όμως, τέτοιοι τελετουργικοί συμβολισμοί δεν αντιπαραβάλλονται μόνο απέναντι στην ζωντάνια και τον άμεσο δυναμισμό, που είχε κάποτε το συμβάν, όταν αρχικά λάμβανε χώρα. Επιπλέον, οι συμβολισμοί λειτουργούν αναδρομικά και μέσα από άλλους δύο κοινωνικούς μηχανισμούς: τη νοηματοδότηση και τη νομιμοποίηση. Από τη μια μεριά, οι συμβολικές αναπαραστάσεις στέκονται διαλεκτικά σε σχέση με αντιλήψεις και σκέψεις για το συμβάν, δηλαδή, με νοήματα, σημασίες και ερμηνείες. Όχι μόνο γιατί όλα αυτά αρθρώνονται διαλογικά και εννοιολογικά μέσα στους συμβολισμούς. Επίσης και γιατί η νοηματοδότηση ενός παρελθόντος συμβάντος ανοίγει τον χώρο των δυνατοτήτων, για να ξανασυμβεί αυτό και στο μέλλον. Γιατί, όπως έλεγε ο Jean-Paul Sartre για το 1968, «αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι η δράση έγινε, όταν όλοι έκριναν πως ήταν αδιανόητη: έγινε, επομένως, μπορεί να ξαναγίνει». Από την άλλη μεριά, μέσω των συμβολικών αναπαραστάσεων νομιμοποιείται η δράση για κοινωνικούς μετασχηματισμούς, για την ανάσταση, για το ξαναζωντάνεμα του πεθαμένου συμβάντος. Πώς; Όταν τα σύμβολα γίνονται ιδέες, ιδανικά και αξίες. Γιατί με την αφοσίωση και τις δεσμεύσεις σε αυτά νομιμοποιούνται ηθικά και κανονιστικά εκείνες οι ιδιαίτερες στάσεις ζωής, οι εκφράσεις πιστότητας στην αλήθεια του συμβάντος, που μπορούν να οδηγήσουν στο ξαναρχίνισμά του. Γιατί, όπως έλεγε ο Alain Badiou, «το ηθικό είναι μάλλον η επανεκκίνηση, παρά η συνέχιση».
Βέβαια, απέναντι στο συμβάν του Μάη του ’68, δεν συμπαρατάσσονται μονάχα οι υποκειμενικότητες, που νοηματοδοτούνται σημασιολογικά ή νομιμοποιούνται ηθικά με βάση την πίστη στις αλήθειες του ή την εμμονή στους κοινωνικούς αγώνες για την ανάστασή του. Απέναντί του βρίσκονται και οι δυνάμεις είτε της αντίδρασης ή της συσκότισης του περιεχομένου των κινητοποιήσεων, που έγιναν στην Γαλλία τον Μάη του 1968 (κι αλλού περίπου τότε). Πέρα, όμως, από αυτές, μήπως, με το πέρασμα του χρόνου, ο Μάης του ’68 κινδυνεύει να ξεχαστεί; Σίγουρα, θα μπορούσε να προβληματιστεί κανείς γι’ αυτό, βλέποντας τη μελαγχολική επετειακή τυπολατρία σαν μορφή ενόρμησης προς τον δεύτερο, τον συμβολικό θάνατο. Αλλά τότε, πού, σε ποιους λόγους, οφείλεται μια τέτοια συλλογική λήθη; Στην απάντηση αυτού του ερωτήματος είναι που υπάρχει κάτι το παράξενο (Kristin Ross). Γιατί παράδοξο φαίνεται να είναι το γεγονός ότι το έργο της διάβρωσης της συλλογικής μνήμης δεν μπορεί να χρεωθεί, δεν προέρχεται τόσο από τους γνωστούς και άγνωστους κύκλους της αντίδρασης ή της συσκότισης, όσο από μια πλεονασματική έξαψη ενός κυρίαρχου λόγου για τον Μάη του ’68. Σαν φαινομενικό στόχο του, ο λόγος αυτός έχει την δήθεν αμερόληπτη ανάλυση και ερμηνεία της σημασίας των γεγονότων του Μάη. Τελικά, όμως, καταλήγει να δημιουργεί τέτοια σύγχυση, αποπροσανατολισμό και παραπληροφόρηση, ώστε, για πολύ κόσμο, το ιστορικό συμβάν του Μάη να τείνει να βγαίνει έξω από την δημόσια συλλογική μνήμη. Ενώ είναι σίγουρο ότι υπάρχει έλλειμμα πειστικότητας στις φωνές της αντι-ολοκληρωτικής ή της αντι-κομουνιστικής υστερίας των αντιδραστικών ιστορικών ή φιλόσοφων. Ενώ είναι φανερό το έλλειμμα σοβαρότητας στις περισσότερες σκοταδιστικές απόψεις, που θέλουν να θάψουν τον Μάη, όπως του «εκκαθαριστή» Σαρκοζύ. Το κύριο πρόβλημα με τον πληθωρικό λόγο για τον Μάη, που καταντά να γίνει αντίλογος σε βάρος του ίδιου του συμβάντος, είναι ένα πρόβλημα σημασιολογικό και ηθικό. Η σύγχυση προέρχεται είτε γιατί αναζητούνται οι σημασίες για τον Μάη μέσα σε ιδέες και εννοιολογικά πλαίσια, που είναι εντελώς ξένα, πλήρως αποστασιοποιημένα, δεν έχουν την παραμικρή σχέση, με το ιστορικό πολιτικό συμβάν του Μάη του ’68. Είτε γιατί πρόκειται για αναλύσεις, που στηρίζονται και στηρίζουν κάποια αξιακά πρότυπα, τα οποία είναι εκ διαμέτρου αντίθετα και ανταγωνιστικά απέναντι στο σύνολο των ηθικών αρχών, που απορρέουν από την πίστη στα οράματα του Μάη και τις αντίστοιχες ελπίδες για την εφικτότητα κάποιων εναλλακτικών κοινωνικών μορφών.
Για παράδειγμα, ο λόγος για τον Μάη διανοούμενων, όπως οι Gilles Lipovetsky, Luc Ferry, Alain Renaut κ.ά., από τους «νέους φιλοσόφους» (και με πρώην αριστεριστές ανάμεσά τους). Προσάπτοντας αυθαίρετα, χωρίς καμιά ενδελεχή αιτιολόγηση, στο συμβάν του ’68 κάποια χαρακτηριστικά της δεκαετίας του 1980, αποσκοπούσαν να κατασκευάσουν αναδρομικά ένα «πνεύμα του Μάη», μ’ έναν τρόπο που θα διόρθωνε και θα αποκαταστούσε την ανώμαλη και διαταραγμένη ουσία της εξέγερσης του ’68. Με τον Μάη δήθεν άνοιγαν οι δίαυλοι της διάπλατης επικοινωνίας και της συναινετικής ομοφωνίας ενός νεο-Habermasιανού τύπου: του ελευθέρου λόγου και διάλογου, της δημοκρατικής συμμετοχής σε ανοιχτές συζητήσεις και διαβουλεύσεις, της καλλιτεχνικής δημιουργικότητας, αλλά και του ξέφρενου καταναλωτισμού. Ήθελαν, δηλαδή, να δουν το 1968 βεβιασμένα, σώνει και καλά, σαν τον προάγγελο και το άλλοθι της δεκαετίας του 1980, μιας περιόδου που χαρακτηριζόταν από την εξατομίκευση, την ιδιωτικοποίηση και τον θρίαμβο της δημοκρατίας της καπιταλιστικής αγοράς και της ιδεολογίας των φιλελεύθερων ανθρώπινων δικαιωμάτων. Όμως, όπως επεσήμανε ο Κορνήλιος Καστοριάδης, αυτό το «πνεύμα του ’68» στην πραγματικότητα ήταν το πνεύμα του αντί-’68, ένα πνεύμα που θεμελιωνόταν πάνω στα ερείπια του κινήματος του ’68.
Και αυτό μας φέρνει στην περίπτωση του περιβόητου «νέου πνεύματος του καπιταλισμού» των Luc Boltanski και Eve Chiapello. Πρόκειται για ένα κοινωνιολογικίζον σχήμα της τρέχουσας τρίτης φάσης ανάπτυξης του καπιταλισμού, η οποία, όπως υποστηρίζεται, χαρακτηρίζεται τώρα από τις αντι-ιεραρχικές δομές του μετα-Φορντισμού, την ανάπτυξη πολλαπλών οριζόντιων δικτύων παραγωγής, οργάνωσης και επικοινωνίας, την φιλελευθεροποίηση του καπιταλισμού. Και όλα αυτά υποστηρίζεται ότι προήλθαν από τη νέα-κινηματική «καλλιτεχνική κριτική» της εποχής του Μάη (σε αντιδιαστολή και διαφοροποίηση από την προγενέστερη «κοινωνική κριτική» του παραδοσιακού εργατικού κινήματος). Σωστά, το 1968 αναπαρίσταται από τις φωνές διαμαρτυρίας για την απομαγικοποίηση του καπιταλισμού, τη μιζέρια και την απώλεια της αυθεντικότητας της καθημερινότητας, την καταπιεστική υποδούλωση σε αυταρχικές τεχνολογίες, σε εργαλειακές λογικές, σε εγωιστικούς ωφελιμιστικούς οικονομικούς υπολογισμούς. Λάθος, όμως, υποστηρίζεται ότι η επαναστατική ορμή του Μάη ξαφνικά στέρεψε, αποφορτίσθηκε από το ανατρεπτικό και συγκρουσιακό δυναμικό της, έγινε μόδα, έχασε την οποιαδήποτε αγωνιστική συνάφεια για ριζοσπαστικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς και, ως δια μαγείας, μεταμορφώθηκε σε παθητικό διαφημιστικό πιόνι του νέου αφομοιωτικού πνεύματος του καπιταλισμού.
Όπως παρατηρεί ο Slavoj Zizek, τουλάχιστον, για τον Toni Negri και τον Michael Hardt, το νέο πνεύμα του καπιταλισμού περιέχει το σπέρμα του κομουνισμού, στο βαθμό που προωθείται η ανάδυση του «γενικού νου» μέσα από τα πλήθη της αντίστασης στον καπιταλισμό. Συνεπής με τις αρχικές εκτιμήσεις του Μαρξ, ο Negri θεωρεί ότι όχι μόνο είναι μακροπρόθεσμα ασυμβίβαστη με τον καπιταλισμό η ανάδυση της σύγχρονης «άυλης εργασίας» και της «κοινωνικής γνώσης», αλλά τελικά το αγωνιστικό «κοινό στοιχείο» θα ρίξει τον καπιταλισμό. Η ειρωνεία είναι ότι οι ιδεολόγοι του «νέου πνεύματος» πρεσβεύουν ακριβώς το αντίθετο. Γι’ αυτούς, το μήνυμα του Μάη ήταν ότι οι κοινοί αγώνες (και η θεωρητική κονιορτοποίηση του Μαρξισμού) αποτέλεσαν τους παράγοντες σταθεροποίησης του νέου αφομοιωτικού και ευέλικτου καπιταλισμού.
Μπροστά, λοιπόν, σε αυτή την ερμηνευτική σύγχυση και την ηθική χειραγώγηση, ποια σημασία, ποια αξία μπορεί να έχει σήμερα ο Μάης του ’68; Την απάντηση την δίνουν οι ίδιοι οι σημερινοί αγώνες της χειραφέτησης και αντίστασης, τα κοινωνικά κινήματα εναντίον της επισφάλειας, των πολέμων και της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Είναι η πίστη στην αναγκαιότητα ενός άλλου κόσμου, η εφικτότητα του οποίου συνεχίζει να επιβεβαιώνεται μέσα από τις μικρές στιγμές, όταν διασταυρώνονται τα βλέμματά μας, ή όταν συναντώνται οι ελπίδες και τα όνειρά μας. Αυτό είχε γίνει πριν σαράντα χρόνια στην Γαλλία, αυτό έγινε μόλις χθες στις διαδηλώσεις της Πρωτομαγιάς σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό θα ξαναγίνει.

(2 Μαΐου 2008)
Πηγή:
http://thrymmata.blogspot.com/2008/05/68.html