Χρυσή Αυγή και στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης: Σκέψεις γύρω από τον φασισμό


Του Θανάση Λάγιου
[Εισήγηση στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου των Μάριου Εμμανουηλίδη και Αφροδίτης Κουκουτσάκη Χρυσή Αυγή και στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης, εκδόσεις futura, Αθήνα 2013]

Είθισται μία βιβλιοπαρουσίαση να αποτελεί μία συνάντηση αναγνώσεων, ενδεχομένως διαφορετικών μεταξύ τους, δηλαδή όχι απαραίτητα αντιφατικών ή αντιθετικών, αλλά ενεργοποιημένων μέσα από διαφορετικές προοπτικές. Ασφαλώς, όμως, η συνάντηση των αναγνώσεων έχει ως στόχο την ανάδειξη του υπό συζήτηση βιβλίου είτε μέσα από την συμφωνία είτε μέσα από τη διαφωνία με την προοπτική των συγγραφέων. Αυτή η προφανής διαπίστωση προϋποθέτει ένα διόλου προφανές ερώτημα: για ποιο λόγο πρέπει να αναδειχθεί και να συζητηθεί σήμερα το βιβλίο των Εμμανουηλίδη & Κουκουτσάκη; Η πρώτη απάντηση που έρχεται στο νου και στα χείλη σχεδόν αυθόρμητα και δίχως ιδιαίτερη δυσκολία, είναι ότι πρόκειται για ένα βιβλίο σχετικό με την Χρυσή Αυγή, δηλαδή σχετικό με το απόλυτο κακό που έπληξε εσχάτως την ελληνική κοινωνία, και επομένως είναι επείγουσα πολιτική ανάγκη και ύψιστο πολιτικό καθήκον να αναδειχθεί η σκοτεινή πλευρά αυτού του φαινομένου. Άλλωστε όλες οι δυνάμεις του λεγόμενου συνταγματικού τόξου έχουν στρέψει τα βέλη τους απέναντι στους χρυσαυγίτες, καθώς ο λόγος περί αντιφασισμού υποκαθιστά εκκωφαντικά τη σιωπή περί αντικαπιταλισμού. Εντούτοις, όσο προφανής και αν είναι αυτή η απάντηση, άλλο τόσο παραπλανητική είναι, διότι σίγουρα θα απογοητευθούν όσοι ελπίζουν να διαβάσουν ένα βιβλίο για την εγκληματική συμμορία της Χ. Α., ένα βιβλίο που να αφηγείται το εύπεπτο και χιλιοειπωμένο παραμύθι περί φασισμού, το οποίο μέσα από τα αντιφασιστικά δελτία των 8, μας γυρνάει στην παιδική μας ηλικία: «Περπατώ περπατώ εις το δάσος όταν ο λύκος δεν είναι εδώ. Λύκε-λύκε είσαι εδώ;».
            Το βιβλίο των Εμμανουηλίδη & Κουκουτσάκη δεν μπορεί να διαβαστεί ως απάντηση στο ερώτημα αναζήτησης του λύκου του παραμυθιού, το οποίο στη σύγχρονη εκδοχή του έχει τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη σε ρόλο κοκκινοσκουφίτσας. Ωστόσο, πρέπει να διαβαστεί, γιατί κατόρθωσε κάτι πραγματικά σπάνιο για βιβλία που γράφονται εντός μιας επικαιρότητας τόσο πολύπλοκης και πολυεπίπεδης και ταυτόχρονα τόσο ταχύτατα εξελισσόμενης, καθώς στις σελίδες του ο προσεκτικός αναγνώστης βρίσκει διατυπωμένη μια πρόγνωση των πολιτικών εξελίξεων με σαφήνεια τόσο αξιοθαύμαστη που αγγίζει τα όρια της προφητείας. Ας γίνουμε, όμως, πιο συγκεκριμένοι. Γράφει ο Εμμανουηλίδης τον Ιούνιο του 2013: «Τώρα το κράτος επιτρέπει σιωπηρά στον εφεδρικό στρατό εξουσίας να καταλάβει το αστικό έδαφος. Κι όταν αχνοφανεί ότι εγκαθίσταται επιτυχώς η νέα κοινωνική ρύθμιση ή μάλλον όταν φανεί η δυνατότητα να επιβληθούν οι κανόνες που θα προσφέρουν τη νέα ύλη σχέσεων υποταγής και τις νέες δυνατότητες, ίσως η πολυέξοδη για το σύστημα εξουσιών Χ.Α. παύσει να είναι χρήσιμη. (…) Κι αν ο ρατσισμός, ο αυθόρμητος ρατσισμός των μαζών δεν είναι διαχειρίσιμος, παρά μόνο βρίσκεται σε διακυμάνσεις έντασης, το πολιτικό μόρφωμα της Χ.Α. θα μπορέσει να συμπιεστεί από δημοκρατικές δυνάμεις».[1]  Και επισημαίνει εξίσου προφητικά η Κουκουτσάκη: «Με δυο λόγια, πόσο ανθεκτικό είναι το μόρφωμα Χ.Α. ως μέρος ενός σχήματος άσκησης εξουσίας και παραγωγής νομιμότητας, όταν οι εξελίξεις είναι απρόβλεπτες; Συνεπώς, θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε ότι εξίσου απρόβλεπτο είναι και το οπλοστάσιο του κράτους, εάν οι συνθήκες καταστήσουν περιττό ή και επίφοβο αυτό το μάλλον ‘‘απείθαρχο’’ τμήμα του συνεχούς μεταξύ παράνομων, νόμιμων και νομιμοποιημένων πρακτικών ενίσχυσης και επέκτασης της κυριαρχικότητας του κράτους με άξονα τη βία».[2] Επομένως, έχουμε να κάνουμε με την ακριβή πρόβλεψη, ήδη από τον Ιούνιο, όλων όσων παρακολουθήσαμε έκπληκτοι από τις οθόνες μας το Σάββατο της 28ης Σεπτεμβρίου, όταν συνελήφθη σχεδόν σύσσωμη η ηγεσία της Χ.Α. και ο αντιφασισμός από απαγορευμένη πρακτική μεταμορφώθηκε εν μία νυκτί σε κυβερνητική πολιτική, τονίζοντας ίσως για πρώτη φορά τόσο εμφατικά μετά τη Μεταπολίτευση ότι το μονοπώλιο της βίας είναι κρατικό.
            Στο σημείο αυτό προκύπτει το ερώτημα του πώς κατέστη εφικτή η διατύπωση αυτής της πρόβλεψης; Μάλλον πρέπει να δεχτούμε ότι οι  συγγραφείς, κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι κάτοχοι ιδιαίτερων μαντικών ικανοτήτων, αλλά είχαν την οξυδέρκεια και το θάρρος να ακολουθήσουν ένα δύσβατο μονοπάτι έρευνας και μία ελάχιστα χρησιμοποιημένη μέθοδο, για να συζητήσουν το φαινόμενο της Χ.Α. Ουσιαστικά αδιαφόρησαν για τη Χ.Α. και τη συγκυρία εμφάνισής της, δίχως ταυτόχρονα – και εδώ έγκειται η δυσκολία – να χάνουν την αίσθηση επαφής με τον επείγοντα χαρακτήρα των εξελίξεων. Όπως σημειώνουν στο κοινό τους εισαγωγικό σημείωμα: «Επιλέξαμε μια μη συγκυριακή προσέγγιση της συγκυρίας ως τη μόνη δυνατότητα κατανόησής της».[3] Ο Εμμανουηλίδης είναι σαφής από την πρώτη κιόλας γραμμή του κειμένου του: «Το κείμενο δε θέτει τη Χ.Α. ως το αυτόνομο ερευνητικό αντικείμενο του. Η Χ.Α. μπορεί να ήταν η αφετηρία του ερευνητικού αντικειμένου του, δεν ήταν όμως και το τέρμα του, δεν ήταν ο σκοπός του».[4] Στο ίδιο πνεύμα και η Κουκουτσάκη δηλώνει εξ αρχής ότι «το παρόν κείμενο δεν φιλοδοξεί να δώσει συνολικές ερμηνείες για την παρουσία της Χ.Α.» και ότι «υπό αυτό το πρίσμα, θα παραμείνω σε ερωτήματα μάλλον, παρά στην παράθεση απαντήσεων τις οποίες δεν έχω».[5] Κατά τη γνώμη μας, αυτή ακριβώς η μεθοδολογική προφύλαξη τους επέτρεψε να δουν τα πράγματα πιο καθαρά, διότι επέτρεψε να τεθεί το καίριο και κρίσιμο ερώτημα: πώς κατέστη δυνατή η εμφάνιση της Χ.Α.;.[6] Όχι το μεταφυσικό και ουσιοκρατικό ερώτημα «τι είναι η Χ.Α.;», αλλά το ιστορικό και γενεαλογικό ερώτημα των ιστορικών προϋποθέσεων εμφάνισής της στο κοινωνικό πεδίο. Με άλλα λόγια, όχι το μεταφυσικό ερώτημα «Λύκε-λύκε είσαι εδώ;» της ελληνικής αστυνομίας και δικαιοσύνης, αλλά το ερώτημα που στρέφει την προσοχή του στο ίδιο το δάσος και τους κινδύνους που κρύβει, στο δάσος εννοούμενο ως τον ιστορικό σχηματισμό δυνάμεων μιας κοινωνικής, πολιτικής, επιστημονικής και οικονομικής πραγματικότητας που επιτρέπει την εμφάνιση του λύκου του φασισμού. Μόνο αν εξεταστεί η συγκυρία υπό τη συγκεκριμένη προοπτική αναδύεται η δυνατότητα να διατυπωθούν αποφάνσεις σχετικά με «ένα αυθόρμητο ρατσιστικό και φασιστικό μουρμουρητό» που ξεκινά από τα κάτω και καταλήγει στη Χ.Α. (Εμμανουηλίδης)[7] ή σχετικά με την οικονομική κρίση όχι ως αιτίας αλλά ως καταλύτη της εμφάνισης της Χ.Α. (Κουκουτσάκη). Κοντολογίς, οι συγγραφείς αναδεικνύουν ότι, αν δεν υπήρχε το κατάλληλο περιβάλλον, θα ήταν αδύνατη η εμφάνιση της Χ.Α.: δίχως το δάσος ο λύκος μένει άφαντος.[8] Για λόγους οικονομίας χρόνου θα περιοριστούμε στην ανάδειξη του ιδιαίτερου ερωτήματος κάθε κειμένου. Άλλωστε η ανάδειξη του ερωτήματος έχει μεγαλύτερη σημασία για τον θεωρητικό στοχασμό από την απλή παράθεση των απαντήσεων, καθώς σύμφωνα με τον Deleuze, «στη φιλοσοφία, το ερώτημα και η κριτική του ερωτήματος συνιστούν μία και μοναδική διεργασία∙ ή αν προτιμάμε στη φιλοσοφία δεν υπάρχει λόγος κριτικής των λύσεων, αλλά αποκλειστικά και μόνο λόγος κριτικής των προβλημάτων».[9]
            Ποιο είναι, λοιπόν, το ερώτημα που αναδεικνύεται ως καίριο από τον Εμμανουηλίδη και το οποίο τον καθοδηγεί στην ανάλυσή του σχετικά με τον κοινωνικό εκφασισμό και τις στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης; Είναι το πρόβλημα της εξουσίας όπως τίθεται από τις εξελίξεις στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Σήμερα και με αφορμή την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση παραγωγής και κατανάλωσης, κυριαρχεί ο λόγος για κρίση της δημοκρατίας ή κρίση του πολιτικού συστήματος. Το πόσο εύκολες θεωρητικά και ταυτόχρονα ακίνδυνες πολιτικά είναι οι γενικεύσεις και οι κοινοτοπίες αυτού του τύπου φαίνεται από το γεγονός ότι ακόμα και οι κορυφαίοι εκπρόσωποι της αστικής δημοκρατίας και οι κεντρικοί πρωταγωνιστές του πολιτικού παιχνιδιού θεωρούν υποχρέωσή τους να το ομολογήσουν ακριβώς πριν ανακοινώσουν τα νέα μέτρα. Ωστόσο, ο Εμμανουηλίδης ρωτά: μήπως τελικά αυτό που εξελίσσεται μπροστά μας είναι κάτι πολύ περισσότερο και πολύ σημαντικότερο από όσο έχουμε συλλάβει ως τώρα; Μήπως τελικά αντί για κατίσχυση και περιφανή νίκη του νεοφιλελευθερισμού, ζούμε το τέλος του; Παραθέτω: «Όσον αφορά την παρούσα φάση, φαίνεται ότι η εισαγωγή του νέου, ασαφούς και υπό αναζήτηση μετα-νεοφιλελεύθερου καταστατικού πλαισίου αρχών της ζωής μας δεν είναι δυνατή με την άσκηση μιας νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής, με τη διευρυμένη διασπορά της εξουσίας, αλλά απαιτείται μια νέα διάταξη των μορφών και των τρόπων εξουσίας».[10] Και λίγες σελίδες μετά: «Όπως φαίνεται, η δυναμική της κρίσης απαιτεί την επίταση και διεύρυνση σε ακραία όρια αυτού που μάθαμε να αποκαλούμε νεοφιλελευθερισμό ή σε όρια εκτός του ονόματός του».[11] Για να καταλάβουμε για ποιους λόγους τολμά να μιλήσει για τέλος του νεοφιλελεύθερου μοντέλου άσκησης εξουσίας ή για μετανεοφιλελευθερισμό, σε πλήρη αντίθεση με ό,τι άδεται και θρυλείται νυχθημερόν δεξιά και αριστερά εδώ και πέντε χρόνια, πρέπει να προχωρήσουμε σε ορισμένες διευκρινήσεις σχετικά με τον όρο «εξουσία».
Όποιος ψάχνει κάτω από το σημαίνον «εξουσία» τα γνωστά από το σχολικό εγχειρίδιο της Αγωγής του Πολίτη σημαινόμενα «νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική», τα οποία συνιστούν την Αγία Τριάδα της αστικής δημοκρατίας μάλλον θα απογοητευτεί. Αντίθετα είναι απολύτως σαφής και ξεκάθαρη η υιοθέτηση εκ μέρους του συγγραφέα του τριγωνικού διαγράμματος της εξουσίας όπως το περιέγραψε ο Foucault: εξουσία ανώτατης αρχής ή κυριαρχίας (souveraineté), πειθαρχική εξουσία (disciplinaire) και κυβερνολογική (gouvernementalité). Για να μη χαθούμε  στον λαβύρινθο της φουκωικής αναλυτικής της εξουσίας γενικά, και για να μη συσκοτίσουμε την προοπτική του βιβλίου, θα δούμε από κοντά το φουκωικό τριγωνικό διάγραμμα, ώστε να αντιληφθούμε σε τι διακρίνεται η εξουσία ανώτατης αρχής ή κυριαρχική εξουσία, η πειθαρχική εξουσία και η κυβερνολογική.
Προφανώς, η πρώτη διάκριση είναι χρονολογική. Στην ιστορική εξέλιξη των δυτικών κοινωνιών, προηγείται η εξουσία του Κυρίαρχου, η οποία παγιώθηκε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και μέχρι τον 17ο αιώνα, ακολουθεί η πειθαρχική εξουσία, ο μηχανισμός (dispositif) της οποίας κάνει την εμφάνισή του από τα μέσα του 18ου και μέχρι τις αρχές του 19ου μαζί με την ανάδυση του καπιταλισμού και τέλος η κυβερνολογική η οποία εμφανίζεται στις αρχές του 19ου αιώνα και διατρέχει και τον 20ο. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η χρονολογική διάκριση είναι μία σύμβαση, καθώς σύμφωνα με τον Foucault, δε σημαίνει ότι στοιχεία της μιας τροπικότητας των σχέσεων εξουσίας δεν υπάρχουν και στις άλλες δύο. Ο Foucault είναι σαφής για τη συνύπαρξη και για τη μη εξαφάνιση των διάφορων τροπικοτήτων των σχέσεων εξουσίας: «δεν πρέπει να βλέπουμε τα πράγματα ως την αντικατάσταση μιας κοινωνίας της Κυριαρχίας από μία κοινωνία της πειθαρχίας, από μία κοινωνία, της, ας πούμε, διακυβέρνησης. Στην πραγματικότητα, έχουμε ένα τρίγωνο: κυριαρχία, πειθαρχία και κυβερνολογική διεύθυνση».[12] Συνεπώς δεν έχουμε ένα εγελιανό σχήμα υπέρβασης και αναίρεσης της μιας μορφής των σχέσεων εξουσίας από μία ανώτερη, δεν υπάρχει πρόοδος παρά μόνο ανάδυση διαφορών. Η δεύτερη διάκριση, λοιπόν, είναι ποιοτική, καθώς ο Foucault εξετάζει τους ιστορικούς μετασχηματισμούς που γνώρισε το δικαίωμα στο θάνατο και η εξουσία επί της ζωής. Όπως υποστηρίζει, στο πλαίσιο της κυριαρχικής εξουσίας ανήκει στον ηγεμόνα το δικαίωμα ζωής ή θανάτου του υπηκόου. Ο ηγεμόνας σε περίπτωση που πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό του και την κυριαρχία του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει τον θάνατο των υπηκόων του. Μόνο με αυτόν τον τρόπο ασκεί την εξουσία του επί της ζωής των υπηκόων του. Ουσιαστικά, όπως γράφει ο Foucault, «το δικαίωμα που διατυπώνεται ως ‘δικαίωμα ζωής και θανάτου’ είναι στην πραγματικότητα δικαίωμα να επιβάλλεις τον θάνατο ή να επιτρέπεις τη ζωή».[13] Αυτό το δικαίωμα αντιστοιχούσε σε έναν κοινωνικό σχηματισμό, στον οποίο η κύρια λειτουργία της εξουσίας ασκείτο επί της γης και των αγαθών της, δηλαδή σε μία προκαπιταλιστική διαμόρφωση της οικονομίας.
Ωστόσο, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος, δεν υπάρχει κανείς που να νομιμοποιείται να απαιτήσει την θανάτωση των πολιτών. Αντίθετα, η κυρίαρχη τάξη έχει την υποχρέωση να φροντίζει για τη ζωή τους, καθώς πλέον η κύρια λειτουργία της εξουσίας ασκείται επί των σωμάτων και της εργασίας τους. Δεν υπεξαιρεί τα αγαθά, δεν σφετερίζεται προϊόντα, αλλά πειθαρχεί τα ατομικά σώματα και τα εκπαιδεύει να εργάζονται εγκλείοντας τα σε χώρους με οργανωμένες και ιεραρχημένες σχέσεις που βασίζονται στην επιτήρηση, τη ρύθμιση, την ενίσχυση, την οργάνωση, κοντολογίς στο ντρεσάρισμα των ενεργειών τους εντός ενός τεράστιου πεδίου ορατότητας. Οι πειθαρχικές σχέσεις εξουσίας δε λειτουργούν μέσω της ρομφαίας του Βασιλιά, αλλά μέσω μηχανισμών σαν το γνωστό Πανοπτικόν του Bentham, καθώς μία καπιταλιστική οικονομία χρειάζεται ανάπτυξη και όχι καταστολή των παραγωγικών δυνάμεων. Το εργοστάσιο του καπιταλιστή αντικαθιστά τα κτήματα του βασιλιά ως πηγή πλούτου.
Όμως, πλέον οι εξελίξεις είναι ταχύτατες και για να εδραιωθεί η πειθαρχική εξουσία που ασκείται επί του ατομικού σώματος χρειάζεται μία νέα τροπικότητα εξουσίας η οποία «δεν αποκλείει την πειθαρχική τεχνολογία, αλλά την ενσωματώνει, την αφομοιώνει, την τροποποιεί μερικώς». Και τονίζει ο Foucault: «Στη νέα αυτή τεχνολογία της εξουσίας, δεν έχουμε να κάνουμε ακριβώς με την κοινωνία ούτε με το άτομο-σώμα. Αλλά με ένα νέο σώμα: ένα πολλαπλό σώμα, ένα πολυκέφαλο σώμα, το οποίο δεν είναι βεβαίως άπειρο, δεν είναι όμως και μετρήσιμο. Αυτή είναι η έννοια του ‘‘πληθυσμού’’. Η βιοπολιτική έχει να κάνει με τον πληθυσμό και ο πληθυσμός ως πολιτικό πρόβλημα, ως επιστημονικό και ως πολιτικό μαζί πρόβλημα, ως πρόβλημα βιολογικό και ως πρόβλημα της εξουσίας εμφανίζεται κατά την περίοδο αυτή».[14] Πλέον η κυρίαρχη τάξη δεν αφαιρεί τη ζωή, αλλά αφού την πειθαρχήσει, φιλοδοξεί να την ελέγχει καθολικά μέσω της επιστήμης: πίνακες και στατιστικές θνησιμότητας, γεννήσεων, ασφάλειες ζωής, πρόληψη κινδύνων και ατυχημάτων, κανόνες υγιεινής, περιζώνουν πλέον ολόκληρο τον πληθυσμό. «Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το παλιό δικαίωμα του να επιβάλεις τον θάνατο ή να επιτρέπεις τη ζωή αντικαταστάθηκε από μια εξουσία του να δίνεις ζωή ή να πετάς στο θάνατο».[15]  Όμως  πώς καθίσταται εφικτή η άσκηση του δικαιώματος θανάτου μέσα στο βιοπολιτικό σύστημα, πώς νομιμοποιείται η δολοφονία πολιτών από ένα σύστημα που στοχεύει στην προστασία του πληθυσμού;
 Μέσω του ρατσισμού, απαντά ο Foucault. Και διευκρινίζει: «Για να ασκήσει η εξουσία της κανονικοποίησης το παλαιό κυριαρχικό δικαίωμα της θανάτωσης, θα πρέπει να μετέλθει τον ρατσισμό. Με τον όρο θανάτωση, δεν εννοώ φυσικά μόνο την άμεση δολοφονία, αλλά και όλες τις μορφές έμμεσης δολοφονίας: την έκθεση σε θανάσιμο κίνδυνο, τον πολλαπλασιασμό των θανάσιμων κινδύνων ή πολύ απλά τον πολιτικό θάνατο, τον εξοστρακισμό, την απόρριψη…». Εξ ου και η όλη συζήτηση περί επιβίωσης και θανάτωσης επί μνημονίου: επιβίωσης και θανάτωσης των μεταναστών, των κηφήνων δημοσίων υπαλλήλων, των λαών των PIGS (γουρούνια). Ο θάνατος των υπαίτιων της κρίσης σηματοδοτεί την ενίσχυση της ζωής εκείνων που νοούνται ως μη υπεύθυνοι για την κρίση: των καθαρόαιμων ευρωπαίων, των ανταγωνιστικών ιδιωτικών υπαλλήλων, των λαών της υγιούς οικονομίας των τριών Α. Αν, κατά Αριστοτέλη, ο άνθρωπος ήταν ζώο πολιτικό, η βιοπολιτική εξουσία αποφασίζει ποιος είναι ζώο και ποιος άνθρωπος, ποιος είναι επικίνδυνος και ποιος όχι για τον υγιή πληθυσμό, ποιος περισσεύει και ποιος όχι.
Πώς, όμως, λειτουργεί αυτός ο ρατσισμός; Γιατί γίνεται τόσο εύκολα αποδεκτός ξεπερνώντας κατά πολύ τα όρια της Χ.Α. και διαπνέει ό,τι αυτοαποκαλείται «μεσαίος χώρος», «κέντρο» ή «μέσος άνθρωπος» και «κοινή λογική»; Αυτό είναι το ιδιαίτερο ερώτημα του κειμένου της Κουκουτσάκη, η οποία παρατηρεί ότι την ώρα που αποδομείται το κοινωνικό κράτος οικοδομείται ένα ποινικό κράτος με πρόσχημα τον κοινωνικό φόβο και το αίτημα για ασφάλεια και μέσω την υποχώρησης του κράτους δικαίου, καθώς σημειώνει ότι πολλές φορές «ο νόμος λειτουργεί ενάντια στον νόμο».[16] Όμως, αυτή η λειτουργία του νόμου ενάντια στον νόμο, η οποία είθισται να ερμηνεύεται ως πραξικοπηματική και ως έλλειψη δημοκρατικότητας, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει, καθώς συνιστά αναγκαία και ικανή συνθήκη της βιοπολιτικής διαμόρφωσης των σχέσεων εξουσίας. Ο λόγος είναι ότι η βιοπολιτική εξουσία δεν έχει να κάνει με υποκείμενα δικαίου, αλλά με έμβια όντα τα οποία διατρέχουν την πιθανότητα να αποτελούν φορείς κινδύνου για την υγεία του πληθυσμού. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια τομή στην αντιμετώπιση του κινδύνου και του φορέα του, καθώς η φιλοσοφική γλώσσα του Νόμου αδυνατεί σιγά-σιγά να αναπαραστήσει τις σχέσεις εξουσίας παραχωρώντας τη θέση της στην τεχνοεπιστημονική γλώσσα του Κανόνα. Πλέον η διάκριση νόμιμο – παράνομο μετατοπίζεται προς τη διάκριση κανονικό – μη κανονικό. Θα περιγράψουμε ξανά το προηγούμενο τριγωνικό διάγραμμα των τροπικοτήτων εξουσίας, μόνο που αυτή τη φορά θα χρησιμοποιήσουμε όχι την ορολογία της πολιτικής αλλά της ιατρικής εξουσίας και γνώσης. Διότι αν ο Νόμος επιτρέπει την ερμηνεία και τον κοινωνικό διάλογο, ο Κανόνας απλώς απαιτεί την εφαρμογή του, καθώς δε διαμορφώνεται μέσα από κοινωνικές δυναμικές, αλλά υποκρίνεται τόσο ότι αναπαριστά με επιστημονική αντικειμενικότητα το πραγματικό όσο και προ-δικάζει το δέον γενέσθαι. Όπως παρατηρεί ο Canguilhem, «κανονικό, από ετυμολογική άποψη, δεδομένου ότι norma σημαίνει τον γνώμονα, είναι αυτό που δεν κλίνει ούτε προς τα δεξιά ούτε προς τα αριστερά, άρα αυτό που παραμένει στο ορθό μέσο, εξού και οι δύο παράγωγες έννοιες: κανονικό είναι αυτό που είναι όπως πρέπει να είναι, και κανονικό, στην πλέον συνηθισμένη έννοια της λέξης, είναι αυτό που συναντάται στην πλειονότητα των περιπτώσεων ενός προσδιορισμένου είδους ή αυτό που συνιστά είτε τη μέση τιμή είτε το πρότυπο ενός μετρήσιμου χαρακτήρα».[17] Μόλις ακούσαμε μία ιατρική καταδίκη των δύο άκρων…
Μιλώντας σχηματικά, ενώ μέχρι τον 17ο αιώνα, όσον αφορά τον έλεγχο των ατόμων, κυρίαρχο μοντέλο υπήρξε εκείνο της λέπρας ή του λεπρού, δηλαδή, του ατόμου που εκδιώκεται, που πρέπει να αποκλειστεί, για να αποκαθαρθεί η κοινότητα, από τον 18ο αιώνα, το μοντέλο που εδραιώνεται είναι εκείνο της πανούκλας ή του πανωλόβλητου, δηλαδή του ατόμου που δεν πρέπει να αποκλειστεί, αλλά να εγκλειστεί. Ενώ το μοντέλο της λέπρας βασιζόμενο στον αποκλεισμό, χρειάζεται τον Νόμο για να μπορέσει να λειτουργήσει, το μοντέλο της πανούκλας χρειάζεται και τον Κανόνα. Πλέον η πολιτική και η ιατρική εξουσία δεν έρχονται αντιμέτωπες με τα νομικά δικαιώματα και τη νομική υπόσταση του λεπρού (αποτελεί ή όχι μέλος της κοινότητας), αλλά με τους κανόνες ελέγχου και θεραπείας του πανωλόβλητου (πώς πρέπει εντός της κοινότητας να ξαναγίνει υγιής δίχως να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την κοινότητα). Ο ασθενής πια δεν διώχνεται από την πόλη, αλλά μπαίνει σε καραντίνα, για να ελεγχθεί πιο αποτελεσματικά. Αντί για την απόσταση που απαιτούσε η λέπρα, η πανούκλα απαιτεί μία εγγύτητα και μία σταθερότητα της παρακολούθησης και του ελέγχου του ιατρικού βλέμματος. Αντί για τον οριστικό στιγματισμό του λεπρού, περνάμε στον διαρκή έλεγχο του πανωλόβλητου και της πανωλόβλητης πόλης στο σύνολό της με βάση μια νόρμα υγείας και κανονισμούς υγιεινής. Από την εξορία του ατόμου για την κάθαρση του πληθυσμού, περνάμε στη μέριμνα για τον πληθυσμό μέσω του ελέγχου του ατόμου.[18] Ωστόσο, πριν καλά-καλά εδραιωθεί ο νέος σχηματισμός, το πειθαρχικό μοντέλο, διακρίνεται ήδη μια νέα ανάδυση βάσει ενός νέου κινδύνου. Η επιδημία της ευλογιάς υπήρξε ο σημαντικότερος κίνδυνος τον 18ο αιώνα, καθώς 2/3 παιδιά μολύνονταν με θνησιμότητα 1/8.[19] Το 1718 εισήχθη στην Ευρώπη από την Κων/πολη το εμβόλιο της ευλογιάς.[20] Όπως παρατηρεί ο Foucault, το εμβόλιο έχει τέσσερα καινοφανή χαρακτηριστικά: είναι απόλυτα προληπτικό, σχεδόν απόλυτα επιτυχές, επεκτάσιμο σε όλο τον πληθυσμό με χαμηλό κόστος, και τέλος δεν υπάγεται σε καμία ιατρική θεωρία της εποχής, αλλά είναι εμπειρικά επαληθεύσιμο.[21] Ο νέος σχηματισμός δεν διακρίνει σε αρρώστους και μη, αλλά απευθύνεται στο σύνολο του πληθυσμού, επειδή διατρέχει κίνδυνο βάσει πιθανοτήτων. Επιπλέον, στο εσωτερικό του πληθυσμού διακρίνει ομάδες με μεγαλύτερη κανονικότητα κινδύνου, όπως τα βρέφη, και άλλες με μικρότερη, όπως οι ενήλικες, και προσπαθεί να φέρει την λιγότερη επιθυμητή κανονικότητα στο επίπεδο της περισσότερο επιθυμητής, για να δημιουργήσει στο τέλος τον Κανόνα.[22] Ενώ το πειθαρχικό μοντέλο βασίζεται στο ντρεσάρισμα του ατόμου, το νέο μοντέλο, της ασφάλειας, βασίζεται στην πρόγνωση και την πρόληψη του κινδύνου για τον πληθυσμό. Μόλις ακούσαμε τη λογική της μετονομασίας του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης σε Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη…
Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, γιατί δεν υπάρχει μία επιστροφή της εξουσιαστικής τροπικότητας προς την Κυριαρχία, όπως φαίνεται να υποστηρίζουν ενίοτε ο Εμμανουηλίδης και η Κουκουτσάκη, αλλά ότι μάλλον οδεύουμε προς μία τροπικότητα πρωτόγνωρη, μία τροπικότητα που ντελεζιανά θα μπορούσε να περιγραφεί όχι ως Κυριαρχία αλλά ως «κοινωνία του ελέγχου». Καταλαβαίνουμε γιατί μία κοινωνία ανέχεται δολοφονίες μεταναστών, «επειδή παίρνουν τις δουλειές των ελλήνων», αλλά παραχωρεί πενταετείς άδειες παραμονής σε ξένους «επενδυτές» που αγοράζουν ακίνητο αξίας 300.000 ευρώ και άνω. Καταλαβαίνουμε γιατί μια κοινωνία εθισμένη στην διαπόμπευση οροθετικών ιερόδουλων σε αστυνομικά τμήματα βάσει ιατρικών γνωματεύσεων, καθώς και στις συλλήψεις μεταναστών από αστυνομικούς με χειρουργικά γάντια και τη φυλάκιση τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, για λόγους κοινωνικής άμυνας και όχι δικαιοσύνης, όχι μόνο ψηφίζει Χ.Α., αλλά ανέχεται κιόλας μία κυβέρνηση που φωνάζοντας «Για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας» εφαρμόζει κανονικότατα την ατζέντα της Χ.Α. την ίδια στιγμή που την απονομιμοποιεί ως εγκληματική συμμορία. Όμως με αυτόν τον τρόπο, απλώς βλέπουμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος, ενώ η ιστορία δείχνει ότι η έλλειψη κριτικής σκέψης και εγρήγορσης απέναντι στη σύγχρονη συναρμογή σχέσεων εξουσίας και επιστημονικής γνώσης απλώς επιβεβαιώνει το ανώνυμο σύνθημα στους τοίχους των Εξαρχείων: «Όσο τα πρόβατα βελάζουν τόσο οι λύκοι θα ουρλιάζουν».


[1] Μ. Εμμανουηλίδης, «Οικονομία και κρίση της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής», σσ. 28-9.
[2] Α. Κουκουτσάκη, «Από το κοινωνικό στο ποινικό κράτος», σ. 135.
[3] Μ. Εμμανουηλίδης & Α. Κουκουτσάκη, «Εισαγωγικό Σημείωμα», σ. 13.
[4] Μ. Εμμανουηλίδης, «Οικονομία και κρίση της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής», σ. 15.
[5] Α. Κουκουτσάκη, «Από το κοινωνικό στο ποινικό κράτος», σ. 101.
[6] Βλ. Μ. Εμμανουηλίδης, «Οικονομία και κρίση της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής», σ. 18: «Συνοπτικά στο παρόν κείμενο μας ενδιαφέρει να διερευνήσουμε τις συνθήκες που επέτρεψαν και συγκρότησαν την πιθανότητα εμφάνισης της Χ.Α., τη στρατηγική της λειτουργία και όχι τα μορφολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά της παρούσας μορφής του ρατσισμού – φασισμού, αυθόρμητου, κομματικού ή κρατικού».
[7] Μ. Εμμανουηλίδης, «Οικονομία και κρίση της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής», σ. 17.
[8] Α. Κουκουτσάκη, «Από το κοινωνικό στο ποινικό κράτος», σ. 104.
[9] G. Deleuze, Εμπειρισμός και Υποκειμενικότητα, μτφρ. Π. Πούλιος, (Ολκός, 1995), σ. 165.
[10] Μ. Εμμανουηλίδης, «Οικονομία και κρίση της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής», σ. 23.
[11] Αυτ., σ. 27.
[12] M. Foucault, Security, Territory, Population, Lectures at the Collège de France, 1977-8, tr. G. Burchell, (Palgrave Macmillan, 2007), σ. 42. Επίσης, βλ. Ιστορία της Σεξουαλικότητας Ι, σ. 168.
[13]M. Foucault, Ιστορία της Σεξουαλικότητας Ι, σ. 158.
[14] M. Foucault, Για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας, μτφρ. Τ. Δημητρούλια, (Ψυχογιός, 2002), σ. 301.
[15] M. Foucault, Ιστορία της Σεξουαλικότητας Ι, σ. 161.
[16] Α. Κουκουτσάκη, «Από το κοινωνικό στο ποινικό κράτος», σ. 114.
[17] G. Canguilhem, Το Κανονικό και το Παθολογικό, μτ. Γ. Φουρτούνης, (Νήσος, 2007), σ. 161.
[18] Βλ. M. Foucault, Οι μη-κανονικοί, Παραδόσεις στο Κολέγιο της Γαλλίας, 1974-5, σσ. 103-5.
[19] M. Foucault, Security, Territory, Population, Lectures at the Collège de France, 1977-8, σ. 58.
[20] D. Porter, Civilization and the State. A History of Public Health from ancient to modern times, σ. 56.
[21] M. Foucault, Security, Territory, Population, Lectures at the Collège de France, 1977-8, σ. 58.
[22] Αυτ., σσ. 62-3.

Η κλιμάκωση της νεοφασιστικής βίας & η διαχείρισή της από το πολιτικό σύστημα


Του λάμπε ρατ

Μετά τις εκατοντάδες επιθέσεις και τους τραμπουκισμούς εναντίον μεταναστών, μετά τη δολοφονία του Σαχτζάτ Λουκμάν, μετά τις καταδρομικές επιχειρήσεις εναντίον στεκιών και αγωνιστών της αντεξουσίας και της αριστεράς, έφτασε η ώρα μιας εν ψυχρώ δολοφονίας με μαχαίρι ενός έλληνα υπηκόου, του Παύλου Φύσσα. Σε μια περιοχή όπου η Χ.Α. σημείωσε υψηλά εκλογικά ποσοστά και έχει απλώσει για τα καλά τα πλοκάμια της. Ήταν προφανώς θέμα χρόνου. Η νεοφασιστική βία κλιμακωνόταν για όποιον είχε μάτια για να δει και αυτιά για ν' ακούσει. Η δολοφονία έγινε από έναν εξαχρειωμένο λούμπεν εργάτη που έπαιρνε εθνικιστικά μεροκάματα από το κόμμα και, απ' ό,τι φάνηκε, είχε μια ιδιαίτερη εξοικείωση με τραμπούκικες - μπραβιλίδικες μεθόδους και πρακτικές.
Ήταν προσχεδιασμένη δολοφονία στο πλαίσιο της αλλαγής αντζέντας της Χ.Α. (απ' το μεταναστευτικό στον αντικομμουνισμό), όπως υποστηρίζουν σύντροφοι (βλ. εδώ: http://sinialo.espiv.net/?p=12667); Ήταν πολιτική παρέμβαση για να δοθεί νέα ώθηση στο κόμμα, αφού η αντιμεταναστευτική αντζέντα του ενσωματώθηκε από τον Ξένιο Δία και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως ισχυρίζεται διανοούμενος του ΣΥΡΙΖΑ (βλ. εδώ: http://www.rednotebook.gr/details.php?id=10588);
Όπως έχουμε ξαναπεί αλλού, η Χ.Α. κινείται παράλληλα σε δύο επίπεδα: και κόμμα και κίνημα. Το κίνημα συμμορφώνεται στη γενική κατεύθυνση που υποδεικνύει κάθε φορά το κόμμα. Η ντιρεκτίβα που προφανώς έχει δοθεί τους τελευταίους μήνες είναι: «πάμε καλά δημοσκοπικά, αυξάνουμε την ισχύ μας, οπότε προχωράμε τα σχέδιά μας και κλιμακώνουμε τη δράση μας». Συγκεκριμένα για τη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος, είχαν πρόσφατα εξαγγείλει τη δημιουργία «εθνικιστικού φορέα εργατών». Δεν ήταν λοιπόν τυχαία η επίθεση στα μέλη σωματείων της Ζώνης που πρόσκεινται στο Κ.Κ.Ε. στις 12-9-2013. Αλλά και ο Π. Φύσσας και ο πατέρας του ήταν μέλη του συνδικάτου μετάλλου. Ίσως λοιπόν να τον είχαν στοχοποιήσει όχι μόνο ως αντιφασίστα αλλά και για αυτή την ιδιότητά του, προκειμένου να στείλουν το μήνυμα ότι δεν αστειεύονται. Να σημειωθεί ότι τα σωματεία εργαζομένων στη Ζώνη, σε ανακοίνωσή τους στις 21-6-2012, είχαν μεταξύ άλλων αναφέρει ότι: «Ομάδα εργοδοτών είναι πίσω από μια σειρά από προσπάθειες τα τελευταία 2-3 χρόνια να διαλύσουν τα σωματεία μας ή να τα βάλουν στο χέρι. Αφού εξάντλησαν κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο, το τελευταίο διάστημα έχουν συνάψει σχέσεις με τη γνωστή σε όλους μας για τη δράση της και τις μεθόδους που χρησιμοποιεί, Χρυσή Αυγή, αλλά και με ανθρώπους του υποκόσμου, για να αναλάβουν εργολαβία την με κάθε τρόπο, μια για πάντα, εκκαθάριση της Ζώνης από εμάς».
Από την παραπάνω ντιρεκτίβα και τη συγκεκριμένη στοχοποίηση όμως μέχρι την εντολή για δολοφονία έλληνα υπηκόου υπάρχει μια απόσταση που δεν καλύπτεται και τόσο εύκολα από ένα κοινοβουλευτικό πλέον κόμμα. Εκτιμούμε λοιπόν ότι ουδέποτε δόθηκε άνωθεν εντολή για δολοφονία, χωρίς βέβαια αυτό να «αθωώνει» την ηγεσία, όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω. Τι νομίζουμε ότι έγινε; Ο τοπικός πυρήνας της Χ.Α., έχοντας αυξήσει την ισχύ του, ένιωσε έτοιμος να πάει ένα βήμα πιο πέρα, κι έτσι επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Οι κατά τόπους πυρήνες της Χ.Α. προφανώς εξαρτώνται από το κόμμα και λογοδοτούν σ' αυτό. Δεν είναι επ' ουδενί αυτόνομοι. Ως εκτελεστικά όργανα των άνωθεν εντολών και οδηγιών όμως, έχουν «διακριτική ευχέρεια» κατά την εκτέλεσή τους. Κάτι αντίστοιχο με την αστυνομία και τα όργανά της δηλαδή. Δεσμεύονται μεν σε ένα γενικό πλαίσιο, από κει και πέρα όμως ενδέχεται να επιδείξουν «υπερβάλλοντα ζήλο», να προβούν σε «κατάχρηση εξουσίας». Πρόκειται όμως για «κατάχρηση» εγγενή στο αρχικό πλαίσιο εξουσίας και στη δομή του καθήκοντός τους. Τα όρια απ' τα οποία «παρεκκλίνουν» είναι ήδη, εξαρχής, ξεχειλωμένα και ρευστά. Η ωμή εξουσία που ασκείται υπαγορεύεται από μια de facto σκοπιμότητα και η επιτυχία της εξαρτάται αποκλειστικά από το βαθμό καταστροφής που επιφέρει. Αν τώρα, η «κατάχρηση» αυτή νομιμοποιείται -ανάλογα με το υποκείμενο στο στόχαστρο, τη συγκυρία και τους σκοπούς που εξυπηρετεί- από το καθεστώς, τότε όλα καλά, δεν τρέχει κάστανο (βλ. π.χ. την αδίστακτη και πέραν της τυπικής νομιμότητας στάση-δράση της στρατοαστυνομίας στην πρόσφατη περίπτωση των δραπετών των φυλακών Τρικάλων). Αν όμως διαβεί το κατώφλι, αν ξεπεράσει όρια που δεν έπρεπε να ξεπεραστούν -τουλάχιστον όχι ακόμα, αν προκαλέσει υπολογίσιμες κοινωνικές αντιδράσεις και αν, αφού καταγγελθεί από μάρτυρες με αδιάσειστα στοιχεία, συλληφθεί ο δράστης-θύτης, τότε αυτός αποκόπτεται βιαίως από το πλαίσιο που ως εκείνη τη στιγμή τον προστάτευε και αφήνεται έκθετος. Τα όργανα δηλαδή είναι αναλώσιμα. Αυτό έγινε με τον Κορκονέα, έτσι και με τον Ρουπακιά. Ο Πατέρας τότε δεν αναγνωρίζει το παιδί του και το εγκαταλείπει στα όρνεα να το κατασπαράξουν. Κατ' αυτόν τον τρόπο, και το αρχικό -εγγενώς ρευστό- πλαίσιο εξουσίας μένει στο απυρόβλητο, και αστική δικαιοσύνη αποδίδεται, και κανείς δεν διαμαρτύρεται. Η Χ.Α. σφυρίζει αδιάφορα για τον Ρουπακιά («ήταν απλά ένας συμπαθών»), όπως η ΕΛ.ΑΣ. απέταξε τον Κορκονέα («ήταν ένας κακός, ανεκπαίδευτος, αστυνομικός»).
Όσον αφορά δε τη σχέση Χ.Α. - καθεστώτος, όπως έχουμε πει σε παλιότερα κείμενα, «...η Χ.Α. είναι ένα από τα οχήματα πάνω στα οποία ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός (με τα νεοφιλελεύθερα κράτη έκτακτης ανάγκης που του προσιδιάζουν) θα προσπαθήσει να επαναρυθμίσει την κοινωνία με ευνοϊκούς για τη λειτουργία του Συστήματος όρους, να την εκφασίσει και να τη στρατιωτικοποιήσει εθίζοντάς τη στη βία, την ασχήμια και τη χυδαιότητα, να την οδηγήσει στην πλήρη βιοπολιτική επιτήρηση, να χειραγωγήσει τις αντιστάσεις των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων προς εξωτερικούς και εσωτερικούς (μετανάστες, εξαθλιωμένους, τεμπέληδες, τσαμπατζήδες, απεργούς, αντιφρονούντες: οι νέοι asozialen) εχθρούς... η Χ.Α., με την αντισυστημική ρητορική, την παθιασμένη στράτευση, τον ακτιβισμό, τα μεροκάματα στα «παλικάρια» που θα τη στελεχώνουν και «το κοινωνικό έργο» (που θα ενισχυθεί στο μέλλον -βλ. π.χ. «συσσίτια μόνο για έλληνες»- με τη χρηματοδότηση που θα λάβει ως κόμμα του κοινοβουλίου), είναι απαραίτητη στο Σύστημα στους καιρούς της άγριας μετάβασης και των ταραχών γιατί αυτή τη στιγμή τα υπόλοιπα κόμματα του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού και του βιοπολιτικού ελέγχου έχουν απωλέσει την κοινωνική τους νομιμοποίηση, δεν έχουν κοινωνικά ερείσματα και ούτε πρόκειται να αποκτήσουν σύντομα γιατί δεν υπόσχονται πια τίποτα πέρα από την αυτοκρατορία του μικρότερου κακού, ούτε μπορούν πλέον, ως άμεση συνέπεια του πρώτου, να εμπνεύσουν μαζικά ακροατήρια... η Χ.Α. είναι το πεδίο απο-ταύτισης με το Σύστημα, το πεδίο παραβίασης του Συστήματος, που το ίδιο παράγει σ' αυτή την κρίσιμη συγκυρία για να δώσει στους αγανακτισμένους και οργισμένους υποτελείς την ψευδαίσθηση της αντίστασης στις προσταγές του Κεφαλαίου και να μπορέσει να αναπαραχθεί αποτελεσματικά χωρίς τον κίνδυνο της ριζικής αμφισβήτησης...», «...ο φασισμός/ναζισμός είναι ο κένταυρος του αρχαίου ελληνικού μύθου: το ανθρωπόμορφο παιδί του Θεού Δία-Κυρίαρχου, ο άρπαγας, υβριστής, αγροίκος και ασελγής που δεν σέβεται τα όρια ούτε του ίδιου του πατέρα-αφέντη· είναι ο «αληταράς» γιος που όσο πάει κόντρα στον Πατέρα του άλλο τόσο διαπνέεται από τις ίδιες (κυριαρχικές) αρχές και αξίες...» και «...η διαδικασία που τη συγκροτεί [τη Χ.Α.] είναι μάλλον ολοποιητική παρά εξατομικευτική: είναι οργανωμένο κοινοβουλευτικό κόμμα, με ιδεολογική πλατφόρμα και συγκεκριμένες στοχεύσεις, με διασυνδέσεις και χρηματοδότηση, ένα τυπικό κόμμα που ευνοείται και προμοτάρεται από το πραγματικό κόμμα (διαπλοκή κεφαλαίου - μίντια - πολιτικής - μαφίας) και με τη σειρά του προσπαθεί να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που του παρέχονται απ' το πραγματικό κόμμα με σκοπό να ενδυναμώσει τόσο τη θέση του μέσα στο σύστημα όσο και το ίδιο το σύστημα...». Με βάση τα παραπάνω λοιπόν, η Χ.Α. δεν είναι τόσο το μακρύ χέρι του καθεστώτος -παρόλο που de facto έχει και αυτή τη διάσταση-, όσο το νόθο τέκνο με πολλαπλή λειτουργική αξία για τον Πατέρα. Ανάμεσα στη Χ.Α. και το καθεστώς υπάρχει μια διαλεκτική σχέση. Από τη μία η Χ.Α. προσπαθεί να ενισχύσει τη θέση της μέσα στο Κράτος, μέσα στο κρατικοποιημένο έγκλημα, μέσα στο διαπλεκόμενο σχήμα «κεφάλαιο (λευκό και μαύρο) - μίντια - πολιτικό σύστημα». Από την άλλη το καθεστώς χρησιμοποιεί - αξιοποιεί τη Χ.Α. με την έννοια ότι έχει οφέλη τόσο από την ίδια τη δράση της όσο και από τη διαχείριση της δράσης της. Βέβαια, το πρώτο βιολί σ΄αυτή τη σχέση το παίζει το βαθύ κράτος και τα αφεντικά. Όπως την έβγαλαν από την αφάνεια, έτσι και θα μετασχηματίσουν τον ρόλο της αν προκρίνουν «μια πιο σοβαρή Χ.Α.», όπως είπε κι ο Μπάμπης Παπαδημητρίου, αυτός ο έμμισθος τσανακογλείφτης του καθεστώτος.
Ας δούμε τώρα πώς διαχειρίστηκε το πολιτικό σύστημα τη δολοφονία του Π. Φύσσα. Καταρχάς, η διαχείριση δεν ήταν ενιαία. Οι πολιτικοί παίχτες είναι πλέον πολλοί, και συχνά διαφωνούν μεταξύ τους. Επειδή όμως συμφωνούν στα μείζονα, οι φαινομενικά αντιθετικές πλευρές της διαχείρισης καταλήγουν να έχουν μια συμπληρωματικότητα. Είτε έτσι είτε αλλιώς, όλες αποτελούν εν τέλει μέρος μιας διακυβέρνησης με κύριους σκοπούς την ενίσχυση του διαμεσολαβητικού ρόλου του Κράτους και την αντίστοιχη αφαίρεση δύναμης από τους υποτελείς, την ανανέωση της πίστης στους θεσμούς (συμπεριλαμβανομένων των κομμάτων και των μίντια,  τα οποία συντονίζονται με το κοινό περί δικαίου αίσθημα για να επανακτήσουν το κύρος τους στις συνειδήσεις των υποτελών), την ιδεολογικοποίηση και ως εκ τούτου την απονεύρωση της τρέχουσας κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας, τον εγκλεισμό των υποτελών στο μαντρί της νομιμοφροσύνης ή της νόμιμης αντίστασης, την εκτροπή του κοινωνικού πολέμου σε κατευθύνσεις που διαιρούν τους υποτελείς και γίνονται εύκολα αντικείμενο διαχείρισης.
Η κυβέρνηση, δια του πρωθυπουργικού διαγγέλματος, παίζει σε πολλά επίπεδα: εθνική ενότητα κάτω από την κρατική κηδεμονία («Δεν είναι ώρα για εσωτερικές διαμάχες. Ούτε για ένταση. Οι όποιες πολιτικές διαφωνίες λύνονται με διάλογο δημοκρατικό, όχι με διαφωνίες εμπρηστικές, ούτε με τη βία, απ’ όπου και αν προέρχεται, και –πολύ περισσότερο– όχι με το αίμα. Που μας διαιρεί μέσα και μας εκθέτει έξω από την Ελλάδα. Όπως συνέβη με την απάνθρωπη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, που κάθε Έλληνας καταδικάζει με απέχθεια. Αγωνίζομαι και θα αγωνιστώ μέχρι τέλους για να τελειώσει η ανηφόρα των θυσιών του ελληνικού λαού.»), δημοκρατικό ανθρωπισμό («απάνθρωπη δολοφονία του Παύλου Φύσσα», «η κατηφόρα της βίας»), συγκινησιακό - ηθικιστικό λαϊκισμό («ας σεβαστεί λοιπόν ο καθένας το λαό, τους κόπους και τις θυσίες του»), επίκληση στο πατριωτικό συναίσθημα («να αποκτήσει η Ελλάδα εκείνο που της αξίζει: ανάπτυξη, ειρήνη και ευημερία», «της χώρας που γέννησε τη Δημοκρατία»), πρόσδοση ιστορικά φορτισμένης ταυτότητας στη Χ.Α. («επίγονοι των ναζί») ώστε να κατευθύνει τη σκέψη σε μια συγκινησιακή καταδίκη του απόλυτου Κακού και να την απομακρύνει από την ανίχνευση του ρόλου της Χ.Α. στην τρέχουσα συγκυρία, μηδενική ανοχή - αποφασιστικότητα - πυγμή ενάντια στους «εχθρούς της Δημοκρατίας και της κοινωνικής συνοχής». Έτσι λοιπόν, «η Δημοκρατία», ήτοι το καπιταλιστικό Κράτος, αφενός εμφανίζεται ως εγγυητής της κοινωνικής σταθερότητας, ως επιδιαιτητής ανάμεσα στα «άκρα», ως ο αυταρχικός -όταν χρειάζεται- ηθικός προστάτης και τιμωρός του Κακού και αφετέρου δείχνει τα δόντια, όχι βέβαια στη Χ.Α. αλλά στους πραγματικούς ή δυνάμει αντιπάλους της, ενός ντεσιζιονιστή απόλυτου Κυρίαρχου που διακρίνει κατά το δοκούν σε φίλους και εχθρούς.
Παράλληλα, μια άλλη κίνηση, αυτή τη φορά από τον υπουργό ΠΡΟ.ΠΟ., παράγει το προς μαζική κατανάλωση θέαμα της αμείλικτης διασφάλισης της δημόσιας τάξης. Ο υπουργός καταθέτει στον εισαγγελέα του αρείου πάγου μια λίστα με ποινικά αδικήματα που αποδίδονται στη Χ.Α., που είναι βέβαια πταίσματα σε σχέση τόσο με αυτά που δεν βεβαιώνονται από καμιά δικογραφία όσο και με αυτά που βεβαιώνονται μεν αλλά βρίσκονται εκτός λίστας. Τι μήνυμα στέλνει το Κράτος στη Χ.Α. με αυτή την κίνηση; «Το παρακάνατε μάγκες! Πρέπει να κρατήσουμε τα στοιχειώδη προσχήματα». Κάποιοι αναλώσιμοι οπαδοί - κινηματίες της Χ.Α. μπορεί να συλληφθούν και να καταδικαστούν το πολύ για σωματική βλάβη, και μέχρι εκεί θα φτάσει -προς το παρόν- το χέρι του ποινικού νόμου.
Όσον αφορά κάποιες φράξιες του ΠΑΣΟΚ, την «κεντροαριστερά», τις φυλλάδες τους και τα κανάλια τους, στην προσπάθειά τους να βρουν τη θέση τους στο αναδομούμενο πολιτικό σκηνικό, παίζουν τώρα το χαρτί του αντιφασισμού - αντιναζισμού. Αυτοί οι ευαίσθητοι δημοκράτες συγκλονίστηκαν από τη δολοφονία «ενός νεαρού ανθρώπου», και έτσι ενεργοποιήθηκαν τα πάλαι ποτέ αντιφασιστικά αντανακλαστικά τους. Στηλιτεύουν την ανοχή που για καιρό επιδείκνυε η Ν.Δ. προς τη Χ.Α., απορρίπτουν απερίφραστα τη θεωρία των δύο άκρων ως ανιστόρητη. Το περιβόητο «συνταγματικό τόξο» (sic), στο οποίο βέβαια εντάσσουν και τον ΣΥΡΙΖΑ, οφείλει να έρθει σε συννενόηση ενάντια στον «κοινό εχθρό». Δείχνουν με το δάχτυλο τη Χ.Α., στην προσπάθειά τους να αυξήσουν την ισχύ τους συσπειρώνοντας τους «κεντρώους δημοκρατικούς, προοδευτικούς πολίτες», την «κοινωνία των πολιτών». Παράγουν συστηματικά έναν λόγο αληθείας σύμφωνα με τον οποίο ο μεγαλύτερος εχθρός είναι από τη μία ο νεοναζισμός και από την άλλη η λαϊκή αντιβία, και όχι οι πολιτικές λεηλασίας και αρπαγής και ο θεσμικός αυταρχισμός που τις συνοδεύει.  Χτυπούν εξάλλου συνεχώς τα από τα κάτω ριζοσπαστικά κινήματα (βλ. π.χ. Σκουριές Χαλκιδικής), εγκαλούν και ταυτόχρονα προσεταιρίζονται τον ΣΥΡΙΖΑ (πολύ θα ήθελαν μια συνεργασία με έναν μετριοπαθή, αποκαθαρμένο από αριστεριστές και κινηματίες ΣΥΡΙΖΑ). Στο εξής, αυτοί οι απατεώνες θα επιμένουν ολοένα και περισσότερο στην ανάγκη συγκρότησης μιας «κεντροαριστεράς» που θα στέκει ως «η κύρια δύναμη σταθερότητας στην χώρα, ανάμεσα στη νεοφιλελεύθερη δεξιά και την αριστερίστικη και λαϊκιστική αριστερά».
Ως προς τους κρατιστές του ΣΥΡΙΖΑ, εγκαλούν το κράτος ότι δεν κάνει καλά τη δουλειά του και ζητούν απ' αυτό -ιδίως την αστυνομία και τη δικαιοσύνη- «να τσακίσει τη Χ.Α.», με αποτέλεσμα να καλλιεργούν αυταπάτες και ψευδαισθήσεις, να αφαιρούν δύναμη από τον λαϊκό παράγοντα και να ενισχύουν τόσο την διαμεσολάβηση του Κράτους στις κοινωνικές σχέσεις όσο και το κρατικό μονοπώλιο της απόφασης. Επίσης, προσπαθούν διαρκώς να επαναφέρουν την ιδεολογική διαιρετική τομή αριστεράς - δεξιάς, να επανασυγκροτήσουν τον πάλαι ποτέ «αντιδεξιό λαό», απαντώντας κατ' αυτόν τον τρόπο με το ίδιο νόμισμα στις τακτικές συσπείρωσης ενός συντηρητικού και φοβικού ακροατηρίου που εφαρμόζει η κυβέρνηση. Έτσι όμως χάνεται από το προσκήνιο η σύγκρουση ζωής και θανάτου που θα διατρέξει ολόκληρο τον 21ο αιώνα. Αυτή δεν είναι η σύγκρουση αριστεράς - δεξιάς, γιατί έχει απωλέσει την καθαρότητα, τη ζωντάνια, την ενέργεια και την ικανότητα να εμπνέει και να κινητοποιεί που είχε κάποτε, κουβαλά τα βαρίδια και τον τρόπο σκέψης του παρελθόντος, διαιρεί τους υποτελείς λόγω της ιστορικής της φόρτισης και μόνο, έχει πια καταστεί αφηρημένη και σχετική όσα νοήματα κι αν επενδυθούν στους δύο όρους, είναι ξεπερασμένη, αναχρονιστική, αποπροσανατολιστική και εύκολα διαχειρίσιμη στην τρέχουσα ιστορική συγκυρία. Η σύγκρουση ζωής και θανάτου λοιπόν δεν είναι άλλη από τη σύγκρουση της Ζωής με τον Θάνατο, των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων (ανταγωνισμός, φιλελεύθερος ωφελιμισμός, ταχύτητα κ.α.) με τον κοινωνικό κομμουνισμό (αμοιβαιότητα, αλληλοβοήθεια, συνεργασία, βραδύτητα κ.α.), του Κράτους με την ελεύθερη ένωση προσώπων, του εμπορεύματος με τις κοινωνικές ανάγκες, της λιτότητας ή της ανάπτυξης με την αρμονική και βιώσιμη σχέση με τη φύση πέρα από τα δίπολα που θέτει ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής και πέρα από το κυρίαρχο πολιτισμικό-ανθρωπολογικό μοντέλο, της Προόδου -που σωρεύει ερείπια επί ερειπίων- με το φρένο στην Πρόοδο, του καπιταλιστικού χάους και ανασφάλειας με την αξιοπρεπή ζωή, της ανεργίας και της αναπόδραστης αναγκαιότητας της μισθωτής εργασίας με την ελεύθερη και με ανθρώπινους ρυθμούς συνεργασία, της ηθικής εξαχρείωσης με την common decency, της λοβοτομημένης σκέψης με την ελεύθερη σκέψη.


λάμπε ρατ
τέλη σεπτέμβρη 2013

παλιότερα σχετικά κείμενα:

«Μπάτσοι, τι-βι, νεοναζί, όλα τα καθάρματα δουλεύουνε μαζί»





Για μια ακόμα φορά επιβεβαιώνεται περίτρανα ότι το γνωστό σύνθημα «Μπάτσοι, τι-βι, νεοναζί, όλα τα καθάρματα δουλεύουνε μαζί» συμπυκνώνει με μετωνυμικό τρόπο την πραγματικότητα της ταξικής πάλης.

Το βίντεο αφιερώνεται εξαιρετικά σε εκείνους τους «ευαίσθητους δημοκράτες» που παπαγαλίζουν τα περί «καταδίκης της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται» και μας μιλάνε για «άκρα», για την «ουδετερότητα» του κράτους κι άλλες τέτοιες παπαρολογίες.

Οι φασίστες ως «αγανακτισμένοι πολίτες» (όπως τους παρουσίασαν τα μμε) εν δράσει με την κάλυψη (φυσικά!) των μπάτσων.

ΕΛΑΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΙΔΙΟ ΜΑΓΑΖΙ!

 

Αναδημοσιεύουμε από το http://communisation.espivblogs.net/

 

RIP #KillahP – Ο αντιφασισμός δύναμη και όριο του κινήματος στην Ελλάδα


Δε θέλει και πολύ μυαλό για να καταλάβει κανείς ποια είναι τα στρατόπεδα που συγκρούονται. Από τη μια πλευρά είναι τα ΜΑΤ και οι «φουσκωτοί μπράβοι» των καπιταλιστών που δολοφόνησαν τον Killah P γιατί οι στίχοι των τραγουδιών του συμπυκνώνονται στο «αλήτες είναι τα ματ κι οι τραπεζίτες», κι από την άλλη πλευρά οι προλετάριοι από τη φτωχογειτονιά που έγινε η δολοφονία, από την ευρύτερη φτωχή εργατική περιοχή αλλά και από ολόκληρη την Αθήνα και σε ολόκληρη την Ελλάδα: Οι προλετάριοι που «τα σπάνε». Αυτές κι αυτοί που πετάνε πέτρες στους μπάτσους κι όλες αυτές κι αυτοί που τους βοηθάνε με την παρουσία τους να το κάνουν. Αυτοί που σπάνε τις βιτρίνες, τα αμάξια, τα μαγαζιά, δηλώνοντας με τις πράξεις τους απερίφραστα ότι αφού για να υπάρχει όλη αυτή η νεκρή εργασία σήμερα πρέπει να δολοφονούνται τύποι σαν τον KillahP από τους μπράβους των αφεντικών, ε, τότε, ναι! όλη αυτή η νεκρή εργασία πρέπει να καταστραφεί, να λαμπαδιάσει, να την πάρει ο διάολος.
Αυτή όμως η σύγκρουση και αυτές οι πρακτικές που είναι αναγκαίες για κάθε αλλαγή στις κοινωνικές σχέσεις δε συμβαίνουν ποτέ σε ιστορικό κενό. Δεν είναι ποτέ «Οι Πρακτικές» που αν τις ακολουθήσουν όλοι, τότε θα γίνει η επανάσταση. Είναι πρακτικές βουτηγμένες στη συγκυρία, δηλαδή σε ένα ποτάμι ολόκληρο από συνθήκες και συσχετισμούς, που είναι το αποτέλεσμα όλων των προηγούμενων συγκρούσεων και που  καθορίζει αυτές τις πρακτικές, τις βάζει σε ένα πλαίσιο και τις παρασέρνει στην πορεία του.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι αντιφάσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας παράγονται ως σύγκρουση «φασισμού-αντιφασισμού». Δεν έχει σημασία ότι γνωρίζουμε όλοι πώς η ΧΑ δεν είναι παρά ένα παράρτημα της κρατικής και ιδιωτικής αστυνομίας που καταστέλλει με όλους τους τρόπους το προλεταριάτο και διασφαλίζει τη συνέχεια της αναδιάρθρωσης, την υποτίμηση της εργασιακής δύναμης. Δεν έχει σημασία ότι γνωρίζουμε όλοι πώς το κράτος είναι αυτό που επιλέγει πώς και πότε θα οξύνει τη στρατηγική της έντασης που ακολουθεί εδώ και 5 χρόνια με ολοένα και  μεγαλύτερη προσήλωση, καθώς οι κίνδυνοι για τη συνέχεια του αυξάνονται. Όσα κι αν ξέρουμε, ότι κι αν κατανοούμε, είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγουμε από τους φετιχισμούς της καπιταλιστικής κοινωνίας, σ’ αυτήν την περίπτωση, ειδικά, από το φετιχισμό της πολιτικής, το φετιχισμό της δημοκρατίας.
Η σύγκρουση αυτή τη φορά, εγκλωβισμένη μέσα στον αντιφασισμό, έγινε στην Αμφιάλη, εκεί δηλαδή που βόλευε το κράτος να γίνει, εκεί που έδρασαν οι παρακρατικοί μηχανισμοί το τελευταίο διάστημα. Δεν έγινε σε πολλά σημεία της μητρόπολης όπως το πρώτο βράδυ του Δεκέμβρη του 2008, ούτε εκφράστηκε ως επίθεση στο αρχηγείο της αστυνομίας όπως έγινε την πρώτη Κυριακή εκείνου του Δεκέμβρη. Η περίοδος που διανύουμε τώρα είναι διαφορετική και από την «περίοδο του Δεκέμβρη» (από τα φοιτητικά του 06-07 μέχρι το Μάη του ’10) και από την «αντι-μνημονιακή περίοδο» (από το Μάη του ’10 μέχρι το Φλεβάρη του ’12). Στην τωρινή περίοδο το προλεταριάτο έχει εναποθέσει τις ελπίδες του για να διασωθεί από την ισοπέδωση στην αριστερά, έτσι η περίοδος αυτή παράγει αναγκαστικά τη σύγκρουση ως σύγκρουση «δεξιάς-αριστεράς», ως αναβίωση του ιστορικού ελληνικού διπόλου. Φαίνεται, από την ως τώρα εξέλιξη των πραγμάτων, ότι σ’ αυτή τη βάση θα συνεχίσει να συγκροτείται η σύγκρουση, να δομούνται τα στρατόπεδα (χωρίς βέβαια να αποκλείονται άλλες συναντήσεις που θα φέρουν ρήξεις και ανατροπές). Δεν έχει νόημα να κρίνουμε αξιολογικά την ιστορική παραγωγή της περιόδου. Αυτή είναι. Ας μην έχουμε όμως αυταπάτες ότι επιλέγουμε εμείς αυτό το πεδίο σύγκρουσης, ας μην έχουν αυταπάτες ακόμη και αυτοί οι σύντροφοι που έχουν ως πιο έντονο ταυτοτικό στοιχείο για τη δραστηριότητα τους τον «αντιφασισμό».
Το κράτος κλιμακώνει συνειδητά το επίπεδο της βίας του και μας αναγκάζει να έχουμε στο οπτικό μας πεδίο ως εχθρό μας τη Χρυσή Αβγή. Παρά τις παρωπίδες όμως που μας φοράει η πραγματικότητα που ζούμε, ξέρουμε όλοι ότι τα σφαγεία δουλεύουν ακόμη κι όταν δεν έχουν όση δύναμη έχουν σήμερα οι μαχαιροβγάλτες σαν αυτούς της ΧΑ. Ο εχθρός που πρέπει να νικήσουμε για να αλλάξουμε τη ζωή μας δεν είναι αυτός που θέλει το κράτος να μας τοποθετήσει απέναντι, για να μας πείσει ότι το ίδιο είναι μαζί μας, αρκεί να καταφέρουμε με τους αγώνες και το αίμα μας να το κάνουμε «πιο» δημοκρατικό. Ο εχθρός ΔΕΝ εξαντλείται στη Χρυσή Αβγή. Ο εχθρός είναι το ίδιο το δημοκρατικό κράτος, που αποτελεί βασικό μηχανισμό αναπαραγωγής της καπιταλιστικής κοινωνίας και που όταν ζορίζεται γεννάει μέσα από τα σπλάχνα του την κάθε Χρυσή Αβγή. Και η κάθε Χρυσή Αβγή, όπως κάθε έκτρωμα που παράγεται από τα σπλάχνα του κράτους για να διαχειριστεί την ταξική πάλη, ας μην έχουμε καμία αμφιβολία, ότι αν χρειαστεί θα θυσιαστεί στο βωμό της συνέχειας του κράτους.
Ακόμη και σήμερα, παρά τα φαινόμενα και τις κορώνες του κάθε φασίστα συμβούλου του πρωθυπουργού, αυτό μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της δολοφονίας του Killah P. Ίσως η απαραίτητη για τη συνέχιση της αναδιάρθρωσης χρυσαβγιτοποίηση του κράτους να επιτευχθεί πραγματικά με την κατάργηση της Χρυσής Αβγής. Η κατάργηση της Χρυσής Αβγής από το κράτος, αν συμβεί, θα είναι μια αντιφατική «νίκη» του αντιφασιστικού κινήματος που έχει παραχθεί στην Ελλάδα. Θα μας ελαφρύνει, ειδικά όσους είμαστε στο ίδιο στρατόπεδο με τον Killah P από το βάρος που έχει προσθέσει πάνω μας η ενδυνάμωση της με τα λεφτά των αφεντικών και τις πλάτες των μπάτσων. Αλλά το κρίσιμο στοιχείο για το κράτος δεν είναι η ύπαρξη ή μη της χρυσής αβγής, το κρίσιμο είναι η συνέχιση της διαδικασίας υποτίμησης με ενσωμάτωση των δικών μας αγώνων. Αυτή η συνέχεια/ενσωμάτωση είναι που απαιτεί σήμερα την ύπαρξη καταστολής επιπέδου ΧΑ, αυτή είναι που μπορεί να αναγκάσει το κράτος να μεταμορφωθεί.
Rest In Peace λοιπόν Killah P, μας βοήθησες στον πόλεμο όσο ήσουν μαζί μας. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμη μπροστά μας…