Η αθλιότητα της καθεστωτικής διανόησης

Μόλις προχθές, το βαρύ πυροβολικό της καθεστωτικής διανόησης συντάχτηκε και εξαπέλυσε από το οχυρό της αστικής κουλτούρας ηχηρή ομοβροντία, με τη μορφή κοινού κειμένου στην «Ελευθεροτυπία», κατά του «αίσχους της βίας» των «αυτοαποκαλούμενων “παρεμβάσεων”» που γίνονται αυτές τις μέρες στη διάρκεια θεατρικών παραστάσεων, αρχής γενομένης κατά την πρεμιέρα της παράσταση «Ρομπέρτο Τσούκο» στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Ωστόσο, οι πύρινες βολές των Απόστολου Δοξιάδη, Τάκη Θεοδωρόπουλου και Πέτρου Μάρκαρη, αναγνωρισμένων συγγραφέων που τα βιβλία τους πλασάρονται ψηλά στις λίστες των ευπώλητων κι έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, αστέρων σε ένα στερέωμα που θυμίζει τον χιλιομπαλωμένο μπερντέ του Καραγκιόζη, αστόχησαν παταγωδώς, καταρρακώνοντας επιπλέον το από πολλού τρωθέν κύρος αυτών και των ομοίων τους. Βάλλοντας κατά των εξεγερμένων με τα σκουριασμένα επιχειρήματά τους επιβεβαιώνουν πόσο ανυπόληπτοι είναι (ευτυχώς!) στα μάτια της νέας γενιάς, όταν με βδελυγμία αποδοκιμάζουν τις αντιδράσεις της για να χαϊδέψουν τ’ αυτιά του βολεμένου και κομφορμιστικού κοινού τους, ανταποδίδοντας προφανώς την «αναγνώριση» ως οφείλουν.
Όμως, αν και εμφανίζονται σαν τους Τρεις Σωματοφύλακες του φιλελεύθερου διαφωτιστικού Λόγου (ο μαθηματικός Δοξιάδης εκπροσωπεί την [επιστημονική] Γνώση, ο «καλλιτέχνης» Θεοδωρόπουλος την [υψηλή] Αισθητική, και ο «αστυνόμος» Μάρκαρης την [νομοκανονιστική] Ηθική), στην πραγματικότητα δεν μπορούν να συγκαλύψουν την πικρία των ηθικά ηττημένων που ξεχειλίζει περίσσια από το κείμενό τους. Επικαλούνται το «κοινωνικό μας συμβόλαιο»(;) ως κανονιστικό πλαίσιο της ζωής και της τέχνης, και εγκαλούν στην τάξη όσους το παραβαίνουν. Ακόμα όμως κι αν δεχτούμε ότι το συμβόλαιο αυτό δεν είναι εξαρχής ψευδεπίγραφο, ότι δήθεν υπογράφεται απ’ όλους προς το καλό όλων, ξεχνούν να μας πουν για τα «ψιλά γράμματα» και τις ρητορικές λαθροχειρίες των συντακτών του συμβολαίου, καθώς επίσης και για εκείνους που πρώτοι παρενέβησαν τους όρους του και θέλουν τώρα να τιμωρήσουν όσους με αγανάκτηση τους ακολούθησαν.
Ο ξεδιάντροπα λαϊκίστικος χαρακτήρας της παρέμβασής των τριών επιβεβαιώνεται από την αμετροεπή τρομολαγνεία τους. Σαν τους δημαγωγούς του χειρίστου είδους, απροκάλυπτα ταγμένοι στην ιδεολογία των ισχυρών, μαραγκιασμένα απολειφάδια μια κάποτε σφριγηλής και ανένδοτης στη στάση της απέναντι στην εξουσία διανόησης, αυτοί οι χωρίς ηθικό έρμα και κοινωνικό έρεισμα «πνευματικοί ταγοί» του τρομαγμένου όχλου των καταναλωτών, απευθύνονται στα χειρότερα των ενστίκτων του πλήθους. Τρομοκρατώντας παρά διαμαρτυρόμενοι, διερωτώνται αναίσχυντα για τους εξεγερμένους: «τι μας λέει ότι δεν θα δούμε μεθαύριο τους ίδιους ή άλλους να καίνε βιβλία ή να επιχειρούν να ορίσουν το τι θα λέμε και τι θα σκεφτόμαστε;» Και συνεχίζουν, με απειλητικό ύφος και δασκαλίστικη ζέση, να εγκαλούν τους καλλιτέχνες που συμμετέχουν ενεργά στις διαμαρτυρίες να σεβαστούν τη «δημοκρατική» τάξη, αφού είναι «λιγότερο ή περισσότερο πλουσιοπάροχα επιχορηγούμενοι από τους φόρους μας», θεωρώντας προφανώς ότι για το λόγο αυτό έχουμε κάθε δικαίωμα να τους επιπλήττουμε και να τους ζητάμε να συμμορφωθούν, να μη σπάνε τις βιτρίνες και τις «βιτρίνες». Να απαιτούμε να πάψουν πια να μας ταράζουν με τα ακατανόητα καμώματά τους, να πάψουν επιτέλους να αμφισβητούν «ανενδοίαστα την ουσία της ίδιας της δημοκρατίας, με την επίθεση στην καρδιά της, που είναι η ελευθερία της σκέψης, του λόγου και της έκφρασης, που αντιπροσωπεύει η τέχνη».
Το ότι οι τρεις συγγραφείς διαρρηγνύουν υποκριτικά τα ιμάτιά τους για την «ελευθερία της έκφρασης» (η οποία, παρεμπιπτόντως, δεν είδαμε να βάλλεται από κάποιους πέραν του κατεστημένου στο οποίο και οι ίδιοι ολόψυχα ανήκουν), και βλέπουν κάθε αντίδραση στη μακαριότητά τους ως εχθρική υποκίνηση που στόχο έχει να καταλύσει την τάξη και την αρμονία του γυάλινου κόσμου τους, δεν μας προκαλεί φυσικά κατάπληξη. Όταν στέκεσαι όπως αυτοί πίσω από τις βιτρίνες της αγοράς και πίσω από τις οθόνες των τηλεοράσεων, εξέχων και διακεκριμένος, ο κόσμος μοιάζει λαμπερός, συμφιλιωμένος και εύτακτος• το γυαλί σε προστατεύει από τη συγκαλυμμένη καθημερινή βία που βιώνουμε οι περισσότεροι από εμάς που δεν έχουμε ανάλογα προνόμια. Η συναίνεση μοιάζει δεδομένη – το επιβεβαιώνει η προσήλωση όλων μας στον γυάλινο κόσμο άλλωστε, απ’ όποια μεριά του γυαλιού κι αν βρισκόμαστε. Τι γίνεται όμως όταν σπάνε (κυριολεκτικά όσο και συμβολικά) οι βιτρίνες και διασαλεύεται η κατεστημένη τάξη; Τότε αποκαλύπτεται –φευ! – ότι τα φαντάσματα εκεί έξω λυσσομανούν και ο φόβος αναπόφευκτα φτάνει ως το μεδούλι. Είναι η στιγμή που πρέπει να διαλέξεις πού θα ταχτείς και τι θέση θα πάρεις. Και αυτοί έχουν από καιρό επιλέξει να γίνουν οι Σωματοφύλακες του κατεστημένου, του κόσμου που αρέσκεται να καθρεφτίζεται αυτάρεσκα στις γυάλινες επιφάνειες – διαφανείς αν εστιάσεις μακριά, μέσα από αυτές, αυτοανακλαστικές αν το βλέμμα σου προσηλωθεί στην επιφάνειά τους.
Οι τρεις Σωματοφύλακες-υπερασπιστές του χρυσελεφάντινου πύργου της υψηλής τέχνης –την ιερότητα του οποίου βεβήλωσαν υποτίθεται οι βάρβαροι, οι απολίτιστοι που τόλμησαν να εξεγερθούν–, εκτός από την ευγενή καταγωγή τους θέλουν να επιδείξουν γενναιοφροσύνη και πνευματικό σθένος, όπως αρμόζει να κάνουν οι «διανοούμενοι» στις ζοφερές περιστάσεις, όταν ο κίνδυνος ανατροπής των δεδομένων (και των βολεμένων) είναι κάτι παραπάνω από μια αφηρημένη απειλή, απλώς μια μακρινή σκιά στον ορίζοντα. Οι εξεγερμένοι των ελληνικών πόλεων, μαθητές, φοιτητές, παραβατικοί, μετανάστες, εργαζόμενοι, αποκλεισμένοι, αυτά τα οργισμένα υποκείμενα που έδωσαν αίφνης σάρκα και πνεύμα στη μέχρι πρότινος άμορφη σκιά, στο φάντασμα που εδώ και καιρό πλανάται πάνω από τον πλανήτη, είναι γι’ αυτούς τα μιάσματα («απόβλητοι της κοινωνίας», όπως τους θέλουν κάποιοι εξίσου φωτισμένοι πολιτικοί μας), που προκαλούν το κοινό αίσθημα με την ανάρμοστη συμπεριφορά τους. Απ’ ό,τι φάνηκε από τα όσα συνέβησαν τις τελευταίες μέρες, δεν θέλουν να κάθονται φρόνιμα στ’ αυγά τους και να παρακολουθούν την παράσταση της ζωής τους να παίζεται ερήμην τους, μπροστά στα μάτια τους, το θεατρικό έργο κάποιας συγγραφικής ιδιοφυΐας, διευθυνόμενο με απαράμιλλο οίστρο, αν και με μια δόση σαδισμού απέναντι στους χαρακτήρες, από έναν εξίσου εμπνευσμένο σκηνοθέτη. Παραβαίνουν τον κανόνα, δεν θέλουν να συμπεριληφθούν στην δική «μας» κοινωνία. Ας τους εξοστρακίσουμε λοιπόν…
Αλήθεια, «πού μπαίνει το όριο σε αυτή την κωμικοτραγική “πολιτιστική επανάσταση” των απολίτιστων;» Φωνάζουν, σπάνε και καίνε, πετάνε πέτρες και μολότοφ, οργανώνουν πορείες, καταλήψεις, ανοιχτές συνελεύσεις, συγκρούονται με τους μπάτσους, τους φασίστες και τους παρακρατικούς, φτιάχνουν πανό, γράφουν κείμενα, σχεδιάζουν εικόνες, δράσεις και χάπενινγκ, επινοούν συνθήματα και μη συμβατικούς τρόπους επικοινωνίας και οργάνωσης, συμμετέχουν, γελούν, ελπίζουν, συζητούν, ονειρεύονται και διατρανώνουν την αλληλεγγύη τους, παρεμβαίνοντας ενεργά στη σκηνοθεσία όσο και στο ίδιο το έργο της ζωής τους. Ποιοι είναι όλοι αυτοί, και τι να θέλουν άραγε; Γιατί μιλούν για αξιοπρέπεια, δικαιοσύνη και ελευθερία; Τι γλώσσα ακατανόητη αν και παράδοξα οικεία είναι αυτή που χρησιμοποιούν; Γιατί γελάνε, αστειεύονται και ενίοτε θυμώνουν; Και γιατί είναι τόσοι πολλοί και τόσο ανεξέλεγκτοι πια;
Τι ακριβώς είναι αυτό που εγείρει τη μήνιν των τριών κομψευόμενων διανοούμενων; Ότι «ανεχόμαστε αγόγγυστα την κάθε ομάδα “επαναστατημένων” νεαρών να μαγαρίζει(!) ανενόχλητα την Ακρόπολη»; Ότι λερώθηκαν με σπρέι οι φρεσκοβαμμένοι τοίχοι του «καινούργιου, καθαρού φουαγιέ»(!) του Εθνικού; Ότι κάποιες θεατρικές παραστάσεις διακόπηκαν και κάποιοι ενοχλήθηκαν γιατί τους χάλασε η βραδιά; Ότι ακούστηκε ο οργισμένος λόγος ανθρώπων που δεν υποδύονταν το ρόλο για τον οποίο τους είχαν προορίσει; Ότι οι ίδιοι και οι όμοιοί τους δεν αποτελούν πια το επίκεντρο του ενδιαφέροντος και ότι η τέχνη τους πνέει τα λοίσθια μαζί με τη νομιμοποίηση της «κοινωνίας» μας; Ότι αμφισβητούνται τα θέσφατα του «πολιτισμού» μας; Ότι κάποιοι –νέα και ωραία αγόρια και κορίτσια κυρίως– αμφισβητούν έμπρακτα κάθε είδος διαμεσολάβησης και χειραγώγησης και εξεγείρονται ενάντια στον καθωσπρεπισμό και την υποκρισία τους;
Ας αφήσουν κατά μέρους τις ρητορικές νουθεσίες και ας μας πουν επιτέλους ξεκάθαρα τι είναι αυτό που κατά τη γνώμη τους διακυβεύεται σε αυτή την εξέγερση. Τι είναι αυτό που κινδυνεύει από αυτήν και που αξίζει να το διασώσουμε. Οι «εκ του ασφαλούς αντι-εξουσιαστές» πήραν θέση και ανέλαβαν την ευθύνη των λόγων και των πράξεών τους. Διατράνωσαν την αντίθεσή τους στη βαρβαρότητα, λόγω και έργω. Και κάποιοι από αυτούς θα πληρώσουν την εξέγερσή τους με βαρύ τίμημα. Ό,τι κι αν κατηγορούνται ότι δήθεν έπραξαν, ωστόσο, δεν είναι αυτοί που κακοποιούν και δικάζουν ανήλικα παιδιά με τρομονόμους, κι ούτε πάλι είναι αυτοί που οδηγούν ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού στην ανέχεια, στο περιθώριο και την απελπισία. Όπως επίσης δεν είναι αυτοί που ληστεύουν με κάθε μέσο και τρόπο (νομιμοφανώς πάντα!) τον κοινωνικό πλούτο, καταστρέφοντας ολοσχερώς τους ανθρώπους, την κοινωνία και το περιβάλλον.
Ο μηχανισμός που παρέταξε ορδές μπάτσων για να φυλάξουν το γελοίο δέντρο του δημάρχου Κακλαμάνη στην πλατεία του Συντάγματος δεν προστάτεψε ούτε την Πάρνηθα, ούτε τη μισή Πελοπόννησο όταν παραδόθηκαν στις φλόγες από τα «νόμιμα επιχειρηματικά συμφέροντα». Οι ευφυείς συγγραφείς μας δεν οσμίζονται τάχα μου τι γίνεται τώρα στον Ελαιώνα, παρά τη βρώμα που ζέχνει… Οι λαλίστατοι απολογητές της «νομιμότητας» και των αρχών της «κοινής μας ζωής» καταπίνουν τη γλώσσα τους και περί άλλα τυρβάζουν όταν θα έπρεπε να μιλήσουν, αν όχι να κραυγάσουν. Καταλαβαίνουμε βέβαια ότι η αγωγή και η παιδεία τους δεν τους επιτρέπει να εξεγείρονται, θεωρώντας κάθε μορφή εξέγερσης «ανορθολογική» και επικίνδυνη, μη συναφή με τους καλούς τρόπους των καλλιεργημένων αστών, αν και υποτιμούν τις αιματηρές επαναστάσεις με τις οποίες οι ίδιοι επιβλήθηκαν. Δεν κραυγάζουν ποτέ, ακόμα κι όταν η οργή τούς πνίγει. Αντ’ αυτού, φροντίζουν με το κομψό ύφος και τον μειλίχιο τόνο τους, επικαλούμενοι τα υψηλά ιδανικά και την κοινωνία «μας», να κάνουν εξίσου καλά, αν όχι και καλύτερα, ό,τι άλλοι (παπάδες, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, συνδικαλιστές, πανεπιστημιακοί, κομματικά στελέχη, κ.λπ. κ.λπ.) κάνουν με πιο άκομψο και χυδαίο τρόπο. Να υπερασπίζονται δηλαδή από τη θέση των προνομιούχων την σάπια και άδικη τάξη πραγμάτων και να σπιλώνουν κάθε εναντίωση σε αυτήν, συκοφαντώντας και διαβάλλοντας τους αγώνες των ανθρώπων που εξεγείρονται. Χωρίς να το καταλαβαίνουν, ωστόσο, καταβαραθρώνονται οι ίδιοι στο χάσμα που άνοιξε η ανοησία τους και η αφ’ υψηλού θεώρησή τους, η οίηση και η αηδία που εξέφρασαν. Οι «καλλιγραφίες» τους αιωρούνται μετέωρες, λίγο άσχετες λίγο ελαφρές, παραμένουν ιπτάμενες, αλγεινές και αποκομμένες από την αντίδρασή μας στα γεγονότα και τη συμμετοχή μας στην εξέγερση. Ας μείνουν, λοιπόν, έμπλεοι απορίας, να κοιτάζουν καθώς τους προσπερνάμε. Ο πολιτισμός τους είναι η βαριά σιδερένια αλυσίδα που τους καθηλώνει. Ίσως να ήθελαν, μα δεν μπορούν να ακολουθήσουν. Είναι φυλακισμένοι στον πύργο τους κι εκεί θα μείνουν, μίζεροι και μόνοι, με έσχατη συντροφιά την ηχώ των κούφιων λέξεων της στιλπνής πρόζας τους, να υπερασπίζονται τα άδεια πλέον από το σφρίγος της ζωής τείχη. Αυτά θα γίνουν αναπόφευκτα και ο τάφος τους… Τα λόγια τους σαν ψίθυρος θα σβήσουν και κανείς δεν θα τα μνημονεύει πια.
Τους προσπερνάμε και τους λέμε ότι αρνιόμαστε από δω και μπρος να ζήσουμε με τις ψευδαισθήσεις που αφειδώς μας πουλάνε. Γευτήκαμε την πραγματική ελευθερία, και το μεθύσι της μας έχει συνεπάρει τόσο που για μας δεν υπάρχει επιστροφή στην «ομαλή ζωή» που αυτοί χαίρονται να διαφημίζουν. Δεν τους χαρίζουμε τίποτα! Δεν τους χαρίζουμε τις μικρές στιγμές της νίκης μας, την επανάκτηση της αξιοπρέπειάς μας. Δεν τους χαρίζουμε καν τον οίκτο μας. Όσο σφοδρά κι αν βάλλουν με τα κανόνια τους δεν μπορούν πια να μας πλήξουν. Είμαστε άτρωτοι, γιατί είμαστε πολλοί, αλληλέγγυοι και αποφασισμένοι!

Κοινωνική έκρηξη και πολιτικό νόημα

Του Φώτη Τερζάκη

H αιφνίδια κοινωνική έκρηξη των τελευταίων ημερών έσπειρε σε όλους μας ρίγη τρόμου και ανησυχίας – για διαφορετικούς λόγους. Πολλοί τρόμαξαν από την αγριότητα και τον τυφλό χαρακτήρα που όλο και περισσότερο παίρνουν τέτοια συλλογικά φαινόμενα στις ημέρες μας, σαν μια πυρκαγιά που καίει αδιακρίτως οτιδήποτε βρει μπροστά της• άλλοι όμως τρομάξαμε από τους όρους με τους οποίους συνεχίζει να παίζεται το παιχνίδι από τους εκπροσώπους του πολιτικού συστήματος και τους επαγγελματίες διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Θυμάμαι το κλίμα των ημερών όπου στο επίκεντρο των συζητήσεων ήταν η λεγόμενη τρομοκρατία (της «17ης Νοέμβρη») όταν, με τον ίδιο τρόπο, πριν εκφέρεις δημόσια κρίση όφειλες να περάσεις από το ταπεινωτικό τελετουργικό της αποκήρυξης και της καταδίκης. Να υπογράψεις δήλωση νομιμοφροσύνης δηλαδή, πράγμα που ανατρίχιασα όταν είδα και πάλι να το ζητούν –και με τον τρόπο που το ζητούσαν– αυτές τις ημέρες από εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ.
Όχι φυσικά ότι πιστεύει κανένας πως ο ΣΥΡΙΖΑ είχε οποιαδήποτε επιρροή στους εξεγερμένους και μία δήλωσή του θα άλλαζε την έκβαση των γεγονότων. Το θέμα ήταν να κατασκευαστεί εκείνη η συναίνεση του πολιτικού συστήματος (γι’ αυτό το ΚΚΕ επαινέθηκε τόσο γενναιόδωρα) που θα επέτρεπε στο μεν πρακτικό πεδίο τη μεθόδευση δοκιμασμένων πρακτικών καταστολής, στο δε θεωρητικό την απόκρυψη των κοινωνικών αιτίων της έκρηξης. Σαν να λέμε, είμαστε όλοι στο πλευρό των μαθητών που διαδηλώνουν ειρηνικά για τον θάνατο του συμμαθητή τους αλλά θα πατάξουμε ανελέητα οιοδήποτε ξεχείλισμα οργής ενάντια στην κοινωνία• επικρίνουμε την αυθαιρεσία της αστυνομίας, τα δημοκρατικά ελλείμματα των υπηρεσιών, την αναποτελεσματικότητα της παρούσας κυβέρνησης, κλπ. αλλά θα διασύρουμε οιονδήποτε τολμήσει να καταγγείλει το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του και μιλήσει για το ψεύδος της «δημοκρατίας» που τσακίζει τη δυνατότητα διαφανών διαβουλεύσεων στη δημόσια σφαίρα, που συσσωρεύει τον κοινωνικό πλούτο σε όλο και λιγότερα χέρια, που παράγει αποκλεισμό για όλο και μεγαλύτερα κομμάτια της κοινωνίας πετώντας τα απλώς να πεθάνουν στον δρόμο – εν ολίγοις, για το ότι η ίδια η κοινωνία έχει προ πολλού διαλυθεί, λειτουργώντας ως αγορά με μοναδική κινητήρια δύναμη το κεφαλαιοκρατικό κέρδος.
Για πρώτη φορά όμως η μεθόδευση απέτυχε παταγωδώς. Και απέτυχε κυρίως λόγω της μαζικότητας και του βάθους της διαμαρτυρίας, που ήταν ο όντως απρόβλεπτος παράγοντας: διότι «200-300 κουκουλοφόρους» μπορείς εύκολα να τους απομονώσεις, να τους σπιλώσεις, αν χρειαστεί και να τους πυροβολήσεις, δεν μπορείς όμως να ποινικοποιήσεις μερικές χιλιάδες ανθρώπους από άκρη σε άκρη της χώρας… Ακόμα και το μείζον στρατήγημα του κατεξουσιασμού, το «διαίρει και βασίλευε» που στρέφει τη μία κοινωνική ομάδα εναντίον της άλλης, μπλοκάρισε, όταν είδαμε ακόμη και ανθρώπους των οποίων τα υλικά συμφέροντα θίχτηκαν να διστάζουν να συνταχθούν με τους μηχανισμούς οι οποίοι ήδη με πολλούς τρόπους τούς συνθλίβουν. Βεβαίως, καθένας με στοιχειώδη κρίση αντιλαμβάνεται ότι σε ένα ξεχείλισμα μαζικής δυσφορίας δεν μπορούν να χαραχτούν ευδιάκριτες διαχωριστικές ανάμεσα στους ειρηνικούς διαδηλωτές, εκείνους που απαντούν δυναμικά στις προκλήσεις της καταστολής, τους εξαγριωμένους από τη στέρηση που δρουν με τυφλή μανία και όσους επωφελούνται πλιατσικολογώντας ένα μηδαμινό ξύσμα της ευτυχίας που προορίζεται πάντα για άλλους… Ακόμα περισσότερο, αντιλαμβάνεται ότι η πολιτική σημασία των συλλογικών πράξεων δεν ταυτίζεται με ό,τι οι ίδιοι οι δρώντες λένε (ή είναι ανίκανοι να πουν) αλλά αναδύεται εκ των υστέρων μέσ’ από τον μεθοδικό φωτισμό των κινήτρων τους, που είναι σε τελευταία ανάλυση κοινωνικά καθορισμένα και σπανίως ολότελα διαφανή στους ίδιους. Μόνο έτσι μπορούμε να μεταφράσουμε την κοινωνική έκρηξη σε πολιτικό νόημα και πολιτικό λόγο – και είναι αυτό ακριβώς που χρειάζεται τώρα να κάνουμε.
Ό,τι, δηλαδή, ούτε μπορούν ούτε θέλουν να κάνουν οι κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις. Επί μία τουλάχιστον εβδομάδα η κυβέρνηση δεν πατούσε πουθενά και θα μπορούσε με ένα ελάχιστο φύσημα να πέσει – αν δεν τη στήριζε το ίδιο το πολιτικό σύστημα, δηλαδή η «μείζων αντιπολίτευση» και οι εξ αντικειμένου συνοδοιπόροι της. Αγορασμένες σύσσωμες από τις πραγματικές (και αθέατες) κεφαλαιοκρατικές ελίτ, οι κυβερνητικές «πλειοψηφίες» φαίνονται ανίκανες να συλλάβουν οιοδήποτε κοινωνικό μήνυμα και να εξαγάγουν τις απαιτούμενες πολιτικές σημασίες. Οπότε, τι μέλλει γενέσθαι; Είναι το πιο δύσκολο ν’ απαντήσει κανείς• όλα δείχνουν ωστόσο ότι ελάχιστα πράγματα μπορούν να γίνουν μεμονωμένα, σε εθνικό επίπεδο. Το καλύτερο που έχουμε να ελπίσουμε είναι μια αλυσίδα διαδοχικών εξεγέρσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη –η οποία έχει τα μάτια στραμμένα τούτη την ώρα στην Ελλάδα και πασχίζει να αντλήσει μαθήματα– που, πιέζοντας αφόρητα τις κυρίαρχες ελίτ, θα ανοίξουν μια πιθανότητα αναδιαπραγμάτευσης με την κοινωνική βάση: μια επαναφορά της πολιτικής, δηλαδή, την οποία έχει σήμερα εκτοπίσει η άνωθεν τεχνοκρατική διεύθυνση... Αλλιώς δεν θα μπορούμε καν να μιλάμε πλέον για «κοινωνικές εξεγέρσεις» αλλά μάλλον για κοινωνικό πόλεμο, χωρίς λόγο και χωρίς κανόνες, χωρίς αυτοσυντηρητικούς μηχανισμούς, μέσα στον οποίον θα καταποντιστούν οι κοινωνίες της θεσμοποιημένης ανισότητας μαζί με το ίδιο το λεηλατημένο περιβάλλον.

Μανιφέστο για τους Καιρούς που Ζούμε!

Του inlovewithlife

Την τελευταία εβδομάδα η μαθητιώσα νεολαία βρίσκεται στους δρόμους. Την τελευταία εβδομάδα για τα κακώς κείμενα της κοινωνίας μας ξελασπώνουν τα παιδιά μας. Τώρα έρχεται η δική μας ώρα. Από εδώ και πέρα αρχίζει αυτή η ανένδοτη αλληλουχία γεγονότων, που βάζει εμάς να γράφουμε ιστορία. Από εδώ και πέρα αρχίζουμε όλοι να παίρνουμε τα πράγματα στα χέρια μας με σκοπό να αλλάξουμε τις ζωές μας.
Δεν υπάρχουν έτοιμες συνταγές σε αυτά που από εδώ και πέρα κάνουμε. Υπάρχει μόνο η φαντασία και η διάθεση να αλλάξουμε τα πράγματα προς το καλύτερο και το δικαιότερο. Ούτε υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές σε αυτά που από εδώ και πέρα κάνουμε. Γι’ αυτό σπάμε ηλίθιους διαχωρισμούς σε αριστερούς και δεξιούς, αφήνουμε πίσω κομματικές ταυτότητες και γραμμές, πετάμε στα σκουπίδια ό,τι μας μπλοκάρει, σκεφτόμαστε ελεύθερα, λειτουργούμε συλλογικά και αλληλέγγυα.

Κάνουμε από τα πιο απλά, όπως:
# Πιάνουμε κουβέντα με όλους για όλα, όχι τα συνηθισμένα αλλά αυτά που μας βασανίζουν.
# Γράφουμε μόνοι μας ή με άλλους ένα φλογερό κείμενο, το βγάζουμε φωτοτυπίες και το μοιράζουμε στον κόσμο.
# Παίρνουμε με τους φίλους μας φύλλα ταπετσαρίας, γράφουμε σε αυτά συνθήματα που μας αρέσουν όπως “όλοι στους δρόμους”, “κάντε συνελεύσεις παντού” και τα κολλάμε σε όλα τα λεωφορεία. Το μήνυμά μας να φτάσει σε όλη την πόλη.
# Κάνουμε αυθόρμητες εκδηλώσεις στους δρόμους της πόλης, ό,τι γουστάρει και αγαπά ο καθένας.
# Πηγαίνουμε στις καταλήψεις των μαθητών, κουβεντιάζουμε με τα παιδιά, ακούμε αυτά που έχουν να μας πουν, τα στηρίζουμε ψυχολογικά.
# Συμμετέχουμε σε εκδηλώσεις, πορείες, διαδηλώσεις, συνελεύσεις.
# Δεν καθόμαστε μόνοι σπίτι μας. Η σύναξη κάτω του ενός ατόμου τιμωρείται με απουσία από την ιστορία. Έχει ωραίο Ήλιο και ωραίους Ανθρώπους έξω.

Μέχρι τα λίγο πιο πολύπλοκα, όπως:
Όσοι συμμετέχουμε σε κινήματα πόλης και συλλόγους καλούμε σε τοπική πορεία και μετά λαϊκή συνέλευση. Αν μπορούμε, καταλαμβάνουμε κάποιο δημόσιο χώρο και τον κάνουμε σπίτι μας, καλώντας εκεί τοπικές συνελεύσεις. Στις συνελεύσεις συζητάμε αρχικά ό,τι μας βασανίζει, από το πιο απλό ως το πιο σύνθετο και μετά προτείνουμε και συζητάμε λύσεις. Μεταξύ μας την ξύλινη γλώσσα των πολιτικών την αφήνουμε στους πολιτικούς.
Όσοι συμμετέχουμε σε σωματεία εργαζομένων σπάμε επειγόντως ό,τι έχει μπλοκάρει τη δράση τους ως τώρα. Περνάμε ψηφίσματα, καλούμε τους εργαζομένους για συμμετοχή στις πορείες και στις συνελεύσεις μας, ενισχύουμε τις δημοκρατικές διαδικασίες, συντονιζόμαστε με άλλα σωματεία, καλούμε σε απεργία. Ξεπερνάμε χωρίς πολλά πολλά τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, πρωτοβάθμιες ή δευτεροβάθμιες, αν είναι διεφθαρμένες και εμποδίζουν σε όλα αυτά.
Όσοι συμμετέχουμε σε κόμματα ή σε αρτηριοσκληρωμένες καταστάσεις δεν υπακούμε σε γραμμές. Η δική μας άποψη για τα πράγματα έχει μεγαλύτερη αξία από αυτή της γραμμής. Όπως και η άποψη του διπλανού. Η αλήθεια της γραμμής δεν καλύπτει την αλήθεια κάθε ανθρώπου. Η αλήθεια κάθε ανθρώπου όμως αλλάζει την πραγματικότητα. Και αυτό γίνεται εδώ και τώρα.

Μην κοιτάτε αποσβολωμένοι όσοι διαβάσατε το κείμενο. Αυτά και άπειρα άλλα ΉΔΗ συμβαίνοουν. Τα media απέδειξαν πόσο ΛΙΓΑ είναι. Πάρτε την κατάσταση στα χέρια σας. Χρησιμοποιείστε το tag "griots" για ότι ανεβάσετε ή έχετε ήδη ανεβάσει σχετικό με το θέμα. ΚΑΙ η ενημέρωση στα χέρια μας.

Προς τους δημοσιογράφους: Να χαρείτε, σταματήστε να βιντεοσκοπείτε ή να μεταδίδετε τα δάχτυλο αντί για το φεγγάρι. Εντάξει, ακούσαμε εκατομμύρια φορές για τα 250 καταστήματα που έπαθαν ζημιές. Για τη νεολαία όμως, για την κοινωνία και τα προβλήματά της δεν ακούσαμε τίποτα. Τι νομίζετε ότι όλοι αυτοί που γεμίζουν τις διαδηλώσεις, τις συνελεύσεις κ.τ.λ. είναι βαλτοί; Έχετε καταντήσει πια γραφικοί. Όσο και να θέλετε, ο κόσμος πλέον για πρώτη φορά συζητάει και κατεβαίνει στους δρόμους για άλλα πράγματα από αυτά που του μεταδίδετε. Συνεχίστε αυτή τη χαζή κωμωδία. Αυτή τη φορά θα την παίζετε χωρίς θεατές.
Προς τους καλλιτέχνες: Καιρός να βγείτε στους δρόμους. Δεν γίνατε αυτό που γίνατε, για να εκτελείτε μπροστά σε κλειστά μάτια/ώτα. Γεμίστε την πόλη με δρώμενα. Πάτε στις συνελεύσεις και προτείνετε θεατρικές παραστάσεις, μουσικές εκδηλώσεις, καλλιτεχνικά δρώμενα και θα δείτε ανταπόκριση. Κατεβείτε στις διαδηλώσεις με δρώμενα. Τι ακριβώς περιμένετε, για να σταματήσετε τον εκφυλισμό στον οποίο έχει φτάσει η τέχνη σήμερα;
Προς τους ανθρώπους του πνεύματος: Εδώ δύσκολα τα πράγματα. Εσάς σας έχει βαρέσει τόσο η μαλακία τα τελευταία χρόνια, που σήμερα έχετε φτάσει στο σημείο να αναμασάτε την προπαγάνδα των καναλιών, που μεταδίδει το κράτος. «Όχι άλλη Βία», “Βάνδαλοι”, “γνωστοί - άγνωστοι”, “τα παιδιά σήμερα δεν έχουν καλή ανατροφή”. Ξυπνήστε από τον λήθαργο, στον οποίο έχετε περιπέσει και ως γερασμένα μυαλά που είστε ενωθείτε και εσείς με τον κόσμο και κάντε ένα ελάχιστο κάτι. Η πνευματική “πρωτοπορία” αυτής της κοινωνίας είστε αναντίστοιχη της εποχής και αυτό είναι η χειρότερη βρισιά για εσάς.
Προς τους πολιτικούς: Αφού δεν υπάρχετε, που δεν υπάρχετε, δεν πάτε σπίτια σας; Στις τελευταίες εκλογές υπήρχε ένα μπλουζάκι που έλεγε «ψήφο σε κανένα πούστη, μπουρδέλο τα κάνω και μόνος μου».
Προς τους «καπιτάλες»: Μμμ, κάτι μου λέει ότι τελικά εσείς παίρνετε όλες τις αποφάσεις άρα εσείς είστε και το πρόβλημα. Φροντίστε να συνηθίσετε αυτούς τους καιρούς που ζούμε σε μία άλλη ποιότητα δημοκρατίας. Κάτι τρίζει; Μην φοβάστε, μάλλον είναι το έδαφος κάτω από τα πόδια σας.

Αγνοείστε τα μμε! Κατεβείτε στους δρόμους!

Τα μμε απέδειξαν περίτρανα αυτές τις μέρες ότι δεν είναι παρά μηχανισμοί κατασκευής συναίνεσης προς χάρη της άρχουσας τάξης και του συστήματος. Το ίδιο έκαναν και πολλοί «επώνυμοι» μπλόγκερς (η δήθεν «δημοσιογραφία των πολιτών», τρομάρα τους), οι οποίοι μπροστά στο «παράθυρό τους στον κόσμο» ξεφωνίζουν μαλακίες, αγανακτισμένοι τάχα μου για την «κατάπτωση της δημοκρατίας μας». Τα ασύστολα ψεύδη, η συκοφαντία, η απόκρυψη, η διαστρέβλωση και η συγκάλυψη ξεπέρασαν κάθε όριο που μόνο σε ολοκληρωτικά καθεστώτα δικαιολογείται. Και μην βιαστούν κάποιοι να μας πουν ότι εδώ το κράτος δεν επέβαλε σε κανένα μμε λογοκρισία, ότι έχουμε δημοκρατία, ελευθερία έκφρασης, κ.λπ., κ.λπ.. Ας αναρωτηθούν «σε ποιον ανήκουν τα μμε;» και θα καταλάβουν τι βλέπουν και τι ακούν αυτές τις μέρες. Βαρέθηκα πια αυτή την υφέρπουσα φασιστοειδή λογική της «φιλελεύθερης δημοκρατίας» και όλες τις γελοιότητες που την υποστηρίζουν. Όλοι αυτοί οι κουστουμάτοι κύριοι και οι ξανθές κυρίες, αλλά και οι «want to be a star» του διαδικτύου και των «νέων μέσων», δεν θα δαγκώσουν ποτέ (μα ποτέ!) το χέρι που τους ταΐζει. Και δεν εννοώ τα αφεντικά τους καθώς πολλοί από αυτούς ισχυρίζονται ότι δεν έχουν κανέναν πάνω από το κεφάλι τους, αλλά το σύστημα και τις «αξίες» του: τη «δημοκρατία», την «περιουσία», την «ελευθερία», την «ισότητα», τη «δικαιοσύνη», την «αξιοκρατία», τον «πολιτισμό».

Όσοι βρίσκονται στους δρόμους, στις σχολές, στα στέκια, στις συνελεύσεις, μαθητές, φοιτητές και εργαζόμενοι, ξέρουν ότι αυτές τις μέρες ζουν κάτι μεγαλειώδες και σημαντικό, μια ιστορική αστεακή εξέγερση που λόγω των ποιοτικών και ποσοτικών χαρακτηριστικών της δεν μοιάζει με καμία από τις προηγούμενες. Τα μμε θέλουν να παρουσιάσουν μια εικόνα χάους, μιας «κοινωνικής αναταραχής» που δεν έχει κανέναν πολιτικό στόχο αλλά, όπως έλεγε κι ένας πάνσοφος καθηγητής πανεπιστημίου ψες στην ΕΤ3, είναι μια «συναισθηματική αντίδραση»!!! Αυτά τους συμφέρει αυτά λένε.

Χθες, μετά την πορεία, έγιναν ανοιχτές συνελεύσεις σε σχολές (ήμουν στο ΕΜΠ) όπου πάρθηκαν αποφάσεις για την συνέχιση και την οργανωμένη κλιμάκωση του αγώνα σε όλα τα επίπεδα. Το Πολυτεχνείο θα είναι το συντονιστικό κέντρο και γίνεται προσπάθεια οργάνωσης ενός δικτύου αντι-πληροφόρησης, με ραδιοφωνικό σταθμό, ιστοσελίδα, κ.λπ.. Τέθηκαν συγκεκριμένα πολιτικά αιτήματα (αφοπλισμός της αστυνομίας, κατάργηση μονάδων καταστολής, τιμωρία των ενόχων για όλα τα μέχρι σήμερα εγκλήματα των μπάτσων, απελευθέρωση όλων των συλληφθέντων και όλων των αγωνιστών κρατουμένων, παραίτηση της κυβέρνησης, κ.ά.). Η συνέλευση κάλεσε όλες και όλους να συμμετέχουν ενεργά στην κατάληψη και να μην επιτρέπουν στις δυνάμεις καταστολής και στους φασίστες συντρόφους τους να επιδίδονται σε ένα όργιο κατασταλτικής βίας καθημερινά. (Παρεμπιπτόντως, όταν συμβαίνει το μακελειό, οι τηλεοπτικές κάμερες που όταν θέλουν πάνε παντού -μη μας πουν τώρα ότι στα Εξάρχεια είναι πιο επικίνδυνα από ότι στη Βαγδάτη-, ως δια μαγείας στρέφονται αλλού. Ο δε φωτογράφος που τράβηε τη φωτογραφία με τον ματατζή που σημαδεύει τους διαδηλωτές με περίστροφο απολύθηκε από τον "Ελεύθερο Τύπο". Τι σημειολογική ειρωνεία! Η εφημερίδα αυτή είναι "ελεύθερος" Τύπος όσο "ελεύθερη" είναι η δημοκρατία.)

Είναι υποχρέωση κάθε ελεύθερα σκεπτόμενου ανθρώπου και καθενός που πιστεύει σε μια άλλη κοινωνία, να συνδράμουν με κάθε τρόπο και χωρίς κανέναν ενδοιασμό τον αγώνα που συνεχίζεται.
Να κατέβουν στις πορείες (σήμερα Πέμπτη, 18.00 στα Προπύλαια, Παρασκευή, 12.00 στα Προπύλαια, 15.30 στο Σύνταγμα, και όπου αλλού), να συμμετέχουν στις ανοιχτές συνελεύσεις και στις επιτροπές συντονισμού και ενίσχυσης, να περιφρουρήσουν με την παρουσία τους το κίνημα από τη βάρβαρη κρατική καταστολή και να αντισταθούν αν χρειαστεί.
Τώρα δεν είναι ώρα για αναλύσεις και αναστοχασμό, είναι ώρα της δράσης! Τίποτα δεν έχει τελειώσει, τίποτα δεν έχει χαθεί. Όλα είναι ανοιχτά και περιμένουν εμάς να τα διαμορφώσουμε.

Ένα πρώτο σχόλιο για τις αστιακές εξεγέρσεις

Όσοι έσπευσαν να βγάλουν γρήγορα συμπεράσματα από τα πρωτόγνωρης έντασης και έκτασης γεγονότα των τριών τελευταίων ημερών, που μετέτρεψαν αρκετές πόλεις σε μικρά ή μεγάλα πεδία μάχης, θα πρέπει να είναι πολύ επιφυλακτικοί και να μην παρασύρονται από καθεστωτικές λογικές του τύπου «η βία γεννάει τη βία» (αυτό όλοι το ξέρουμε!) ή να αποδίδουν ό,τι γίνεται στους «γνωστούς-άγνωστους» και στους «κουκουλοφόρους» ή, ακόμα ακόμα, να επισείουν τον κίνδυνο της «συντηρητικής στροφής» του εκλογικού σώματος λόγω του φόβου που συσπειρώνει τα πιο συντηρητικά τμήματα της κοινωνίας. Γιατί πίσω από την «κουκούλα» δεν κρύβονται οι «εχθροί της κοινωνίας», κρύβονται τα παιδιά της, και κάτω από την οργή που έβγαλε χιλιάδες ανθρώπους στο δρόμο σοβεί μια υπερσυμπυκνωμένη πια κοινωνική ένταση που δημιουργεί η κοινωνική πραγματικότητα και τα αδιέξοδα ενός αυτοκαταστροφικού πολιτισμού.
Ούτε φυσικά, συμμερίζομαι την άποψη κάποιων άλλων, ανεγκέφαλων συνήθως, που θεωρούν τη βία αυτοσκοπό και το γενικευμένο μπάχαλο επανάσταση. Πιστεύω απαρέγκλιτα ότι το αναρχικό/αντιεξουσιαστικό/αυτόνομο κίνημα πρέπει να στραφεί στην κοινωνία, στους ανθρώπους με τα πραγματικά προβλήματα, επιθυμίες και ανάγκες, να εργαστεί μαζί τους για την πραγματική ανατροπή και όχι να αποξενωθεί πλήρως, στρεφόμενο εναντίον τους.
Καλά θα κάνουν να είναι πιο φειδωλοί στα συμπεράσματά τους και να μετριάσουν τις εμβριθείς αναλύσεις τους ιδιαίτερα όλοι εκείνοι που βγάζουν τα συμπεράσματά τους παρακολουθώντας τις εξελίξεις εκ του μακρόθεν, από τα κάθε είδους μήντια, έντυπα και ηλεκτρονικά. Ή ακόμα κι εκείνοι που αποκαλούνται «ρεπόρτερ» και στήνονται πίσω από τις διμοιρίες των ΜΑΤ, ασκώντας περίπου καθήκοντα δημοσίων σχέσεων για την αστυνομία. Όποιος θέλει να αφουγκραστεί τι συμβαίνει πραγματικά πρέπει να βγει στο δρόμο, να συμμετάσχει σωματικά στον παλμό του οργισμένου πλήθους· να βρεθεί με χιλιάδες άλλους ανθρώπους κάθε ηλικίας, να δει, να ακούσει, να συζητήσει· να καταλάβει, όσο μπορεί κανείς να καταλάβει, τι είναι αυτό που προκάλεσε την έκρηξη.

Θα επανέλθω αναλυτικότερα όταν θα έχω σαφέστερη αντίληψη των γεγονότων και κυρίως όταν θα διαφανεί τι θα γίνει όταν αυτά, αναπόφευκτα, κοπάσουν.
Αναδημοσιεύω ωστόσο ένα κείμενο που έγραψα την προηγούμενη Πέμπτη, 4 του μήνα, σαν σχόλιο σε ένα κείμενο του Μανώλη Ανδριωτάκη για τη «γηπεδοποίηση» της μπλογκόσφαιρας. Αν και φαινομενικά άσχετο, το σχόλιο αυτό αποδεικνύεται αρκετά συναφές με τα όσα διαδραματίζονται αυτές τις μέρες.

«Αγαπητέ Μανώλη,
Παρακολουθώ από καιρό με ενδιαφέρον το μπλογκ σου, αποφεύγω ωστόσο να σχολιάσω τα κείμενά σου μιας και στα περισσότερα ζητήματα η οπτική μου είναι τελείως διαφορετική από τη δική σου. Μια «κριτική» παρέμβαση εκ μέρους μου θα προκαλούσε πιθανότατα έναν ατέρμονα και μάλλον κουραστικό για τους αναγνώστες σου διάλογο. Κι αν πήρα τώρα την πρωτοβουλία να σχολιάσω το παρόν δημοσίευμά σου είναι γιατί θίγεις ένα από πολλές απόψεις επίκαιρο και σημαντικό ζήτημα, το ζήτημα του ανταγωνισμού.
Θεωρώ ότι ο κοινωνικός ανταγωνισμός, πέρα από τη συμβολική του διάσταση που εσύ εντοπίζεις στη «γηπεδοποιημένη» μπλογκόσφαιρα, ερείδεται στις υλικές βάσεις της ανθρώπινης ζωής και όχι απλώς στην «ανθρώπινη φύση», όπως θα ήθελαν οι Βρετανοί εμπειριστές και οι νεοφιλελεύθεροι. Το να μην λειτουργήσω λοιπόν «ανταγωνιστικά» (σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο) θα ήταν σαν να αποδεχόμουν εκ προοιμίου τη θέση σου, με την οποία όπως ήδη δήλωσα διαφωνώ.
Η διαφωνία μου μαζί σου είναι πως φαίνεται να ξεχνάς ότι ο ανταγωνισμός είναι μια υπάρχουσα κοινωνική πραγματικότητα που η κυρίαρχη ιδεολογία θέλει να εξαφανίσει σαν μιαρό σκουπίδι κάτω από το χαλί της ευπρέπειας, της τάξης, του κομφορμισμού και της συναίνεσης, αποβλέποντας σε πολιτικά οφέλη που αφορούν συγκεκριμένες μερίδες του πληθυσμού (για να μη χρησιμοποιήσω την αποτρόπαια για πολλούς λέξη «τάξεις»), αυτές οι οποίες επωφελούνται περισσότερο από το status quo. Ποιοι δεν θέλουν, από τη μια, τον ανταγωνισμό, αλλά, από την άλλη, θέλουν να διατηρήσουν τις παρούσες συνθήκες που τον προκαλούν; Τι νόημα έχει να μιλάς για τη δυνατότητα απάλειψης του ανταγωνισμού σε μια κοινωνία αδικίας, ανισότητας, κυριαρχίας και εκμετάλλευσης; Και πώς μπορούν να ξεπεραστούν πιθανώς αυτές οι συνθήκες που μόλις περιγράψαμε αν όχι μέσα από την ίδια τη διαπάλη και τον ανταγωνισμό;
Όμως, για να μην παρεξηγηθώ, είναι προφανώς άλλο η αφηρημένη «ανταγωνιστικότητα» και άλλο ο κοινωνικός ανταγωνισμός, με άλλα λόγια δηλαδή η κοινωνική πάλη. Και είναι άλλο πράγμα ο συμβολικός ανταγωνισμός π.χ. του ποδοσφαίρου, και εν γένει των σπορ και των αθλημάτων, και άλλο ο πραγματικός κοινωνικός ανταγωνισμός, έστω κι αν μεταξύ τους υπάρχει συνάφεια. Στην πρώτη περίπτωση, η ταύτιση των οπαδών με τις ομάδες τους είναι απολύτως ανοιχτή στην υποκειμενική συμβολική επένδυση. Η απόλυτη, διαχωριστική πόλωση «εμείς» και οι «άλλοι» πληρώνεται με ποικίλα υποκειμενικά περιεχόμενα: ταξικά, εθνικά, σεξιστικά, τοπικιστικά, κ.λπ. Το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο η βαλβίδα ασφαλείας για την εκτόνωση των ακραίων ενστίκτων βίας, ούτε μόνο μια «φαντασιακή κοινότητα» που υποστασιοποιείται ως μάζα στο γήπεδο, αλλά και μια μήτρα αναπαραγωγής των ανταγωνιστικών συνθηκών, όπως πολύ σωστά παρατηρείς, αφού μοιάζει να είναι μια χωροχρονική συμπύκνωση της θεαματικής κοινωνίας. Αυτή η «τελετουργική» διάσταση του ποδοσφαίρου μπορεί να βρεθεί σε αντίστοιχες πρακτικές των ανθρώπινων κοινωνιών από πολύ παλιά και δεν τονίζει, νομίζω, τίποτ’ άλλο παρά την πρωταρχική σημασία που έχει η συμβολική διάσταση με την οποία «οργανώνει» ο άνθρωπος τις σχέσεις του με τη φύση και την κοινωνία.
Για να γίνω κατανοητός θα πρέπει μάλλον πρώτα να αποσαφηνίσω την εκ μέρους μου χρήση του όρου «ανταγωνισμός». Θα έχει καταστεί μάλλον σαφές ότι για μένα ο ανταγωνισμός δεν είναι μια επιλογή που μπορεί να τη θεωρούμε σωστή ή λανθασμένη, «καλή» ή «κακή» – δεν πρόκειται καν για επιλογή! Είναι η αντικειμενική έκφραση στο κοινωνικό πεδίο συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων. Είναι η «ένταση» που απορρέει από τη σχέση κυρίαρχου-κυριαρχούμενου, εκμεταλλευτή και εκμεταλλευόμενου, «κυρίου» και «δούλου», και δεν εννοώ μόνο τις οικονομικές σχέσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο ανταγωνισμός είναι η μήτρα της αλλαγής, από αυτή θα προκύψει ό,τι νέο, και μόνο μέσα από αυτή την πάλη μπορούν πιθανώς να εξαλειφθούν οι προϋποθέσεις που αναπαράγουν τον ανταγωνισμό.
Θα πρέπει νομίζω να αντιμετωπίζουμε θετικά το γεγονός ότι ξέσπασαν και πάλι ιδεολογικές διαμάχες και ανταγωνισμοί που στη δεκαετία του ’90 και μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν ξεπερασμένες. Και δεν πρέπει να μας προκαλεί κατάπληξη ότι ο ανταγωνισμός των ιδεών, των απόψεων και των στάσεων μαίνεται στο διαδίκτυο, ειδικότερα εάν θεωρούμε ότι το διαδίκτυο είναι ένα νέο, δημοκρατικό μέσο, ανοιχτό στον καθέναν (αν και προσωπικά δεν συμφωνώ με αυτή την άποψη). Είναι φυσικό στην μπλογκόσφαιρα να οξύνονται φαινόμενα που η τηλεόραση, ας πούμε, δεν μπορεί να τα παράγει παρά μόνο να τα αναπαραστήσει ως εικόνα. Και αυτό διότι η τηλεόραση δεν είναι ένα «ανοιχτό» και δημοκρατικό μέσο όπως θέλει να παρουσιάζεται, αλλά ένα μέσο που ιδιωτικοποιήθηκε για να «εκδημοκρατιστεί», να ξεφύγει δήθεν από την ασφυκτική αγκάλη του κράτους και να περάσει εν τέλει στον «δημοκρατικό έλεγχο» της αγοράς όπου οι τηλεθεατές «ψηφίζουν» μέσω της AGB. Όμως η τηλεόραση, περνώντας στα χέρια των ιδιωτών και όχι ας πούμε στον πραγματικά δημοκρατικό έλεγχο των πολιτών (αν και οι συχνότητες είναι δημόσιο αγαθό), περιόρισε στο ελάχιστο το πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού για τον έλεγχό της και διεύρυνε τη λογική του εμπορικού ανταγωνισμού. Λόγω του ιδιοκτησιακού της καθεστώτος τοποθετείται λοιπόν αναπόφευκτα σε συγκεκριμένη θέση στο πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού. Δεν συμβαίνει το ίδιο με το διαδίκτυο, όπου οι ιδιοκτησιακές σχέσεις είναι πολύ πιο συγκαλυμμένες και η «πλατφόρμα» του μέσου πολύ πιο ανοιχτή. Εδώ τα προβλήματα που ανακύπτουν είναι πολύ διαφορετικά, έχουν όμως πάντοτε το ίδιο φόντο: μια εκ βάθρων άνιση κοινωνία.
Είναι κατά τη γνώμη μου λάθος να καταδικάζουμε το σύμπτωμα, τον ανταγωνισμό τον ίδιο δηλαδή, ως πηγή της γενικευμένης αγριότητας και βίας που αντανακλάται με ιδιαίτερη οξύτητα παντού γύρω μας σήμερα, και όχι την ασθένεια, δηλαδή τις πραγματικές αιτίες που τον προκαλούν. Από την ιδιωτική έως τη δημόσια σφαίρα οι εντάσεις και οι προστριβές είναι αλλεπάλληλες και συνεχείς γιατί οι ίδιες οι κοινωνικές σχέσεις μας είναι ανταγωνιστικές. Και φυσικά τα φαινόμενα αυτά θα εντείνονται όσο οι συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες που μας φέρνουν στις συγκεκριμένες θέσεις ανταγωνισμού δεν αλλάζουν ριζικά.
Ο ανταγωνισμός ως ένδειξη δήθεν «βαρβαρότητας» (βία, κανιβαλισμός, μιαρότητα, ιεροσυλία, κ.λπ. κ.λπ.) απηχεί τις αστικές αντιλήψεις για μια εύτακτη και ιεραρχικά οργανωμένη κοινωνία του αστικού πολιτισμού. Η αστική ιδεολογία αναγνωρίζει τον οικονομικό ανταγωνισμό ως θεμελιώδες κίνητρο για την παραγωγή πλούτου, ως «φυσικό» ανθρώπινο χαρακτηριστικό («πόλεμος όλων εναντίον όλων»), ενώ, από την άλλη, προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποσιωπήσει και να καταστείλει τον κοινωνικό ανταγωνισμό. Δεν είναι λοιπόν το «ανορθολογικό» στοιχείο («κοιτάξτε πώς συμπεριφέροντε οι οπαδοί στο γήπεδο!»), ή οι «διαστρεβλωμένες ιδεολογίες» που λέει και ο Ομπάμα (συμπεριλαμβάνοντας συλλήβδην σε αυτές ό,τι δεν συντονίζεται με το αμερικανικό όραμα για τον κόσμο), που δήθεν προκαλούν την κοινωνική αναταραχή, τον ανταγωνισμό και την πάλη, και που δεν μας αφήνουν να «προοδεύσουμε όλοι μαζί», να δημιουργήσουμε «νέα παραδείγματα», κ.λπ.. Γιατί, στην πραγματικότητα δεν είμαστε όλοι μαζί, οι «άνθρωποι» αφηρημένα. Ίσως θα έπρεπε, αλλά δεν είμαστε. Αντιθέτως, είμαστε διαχωρισμένοι μέσα σε ένα πολύπλοκο σύστημα πολιτικοοικονομικής ανισότητας, εξουσίας, καταπίεσης και εκμετάλλευσης, το οποίο είναι το πεδίο παραγωγή της ίδιας μας της υποκειμενικότητας. Μέσα σε αυτή την πολυπλοκότητα των σχέσεων και των διαφορετικών υποκειμενικών θέσεων προκύπτει ο σφοδρός ανταγωνισμός, και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού οι ίδιες οι καπιταλιστικές σχέσεις είναι ανταγωνιστικές.
Είναι προφανές λοιπόν γιατί ο ανταγωνισμός δεν θα εξαλειφτεί επειδή απλώς «εμείς» το θέλουμε ή επειδή «εμείς» θεωρούμε ότι έτσι πρέπει να εξαλειφτεί. Γι’ αυτό και κατά τη γνώμη μου η παραγνώριση της σημασίας του κοινωνικού ανταγωνισμού είναι μια επικίνδυνη πολιτικά άποψη, που τείνει περισσότερο προς την ηθικολογία παρά προς την κριτική, και παρά την απερίφραστα δηλωμένη πεποίθηση ότι πρέπει να αλλάξουν τα πράγματα λειτουργεί εν τέλει αντίστροφα απ’ ότι επιδιώκει, εξυπηρετεί δηλαδή με τον καλύτερο τρόπο τη συναίνεση που απαιτεί από εμάς το σύστημα για την αναπαραγωγή του.
Το διαδίκτυο όπως και κάθε άλλος «δημόσιος» χώρος θα παραμείνουν, και πρέπει να παραμείνουν, πεδία σύγκρουσης και διαπάλης. Θα διαμορφώνονται μέσα από αυτή, με τους περιορισμούς και τις δυνατότητες που οι ίδιες οι κοινωνικές σχέσεις θα ορίζουν. Δεν πρέπει νομίζω να αποδεχόμαστε σε κανένα κοινωνικό πεδίο την ειρήνη όταν αυτός που θέλει να την επιβάλει είναι ο νικητής, γιατί τότε δεν κάνουμε τίποτ’ άλλο παρά να παραδεχόμαστε την ήττα μας και να δηλώνουμε, συζητώντας «πολιτισμένα», την υποταγή μας.»

Περί Ομπάμα

Η μάσκα έπεσε πιο γρήγορα απ’ ότι περίμεναν ακόμα και οι πιο απαισιόδοξοι, και ο Ομπάμα μας δείχνει από τώρα κιόλας, πριν καλά-καλά αναλάβει τα καθήκοντά του, το αληθινό του πρόσωπο. Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ μπορεί να είναι μαύρος, η ψυχή του όμως απ’ ό,τι φαίνεται ήταν ανέκαθεν λευκή. Τόσο «λευκή» όσο και ο Λευκός Οίκος, το κατώφλι του οποίου θα διαβεί λίαν συντόμως βαστώντας ψηλά τη σημαία του «αντιτρομοκρατικού αγώνα» που εξαπέλυσε ο καουμπόη προκάτοχός του με αφορμή τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001.
«Δεν μπορούμε να ανεχτούμε έναν κόσμο όπου αθώοι δολοφονούνται από εξτρεμιστές που βασίζονται σε διαστρεβλωμένες ιδεολογίες», είπε αυτός που πριν από έναν μήνα φάνταζε αλλιώτικος. Μάλλον ήταν περισσότερο η δική τους προσμονή για τον Σωτήρα που γέμισε με τόση χαρά τόσους και τόσους διαφορετικούς ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο, παρά η δική του δεσμευτική υπόσχεση για πραγματική αλλαγή. Όσα πρέπει να αλλάξουν είναι όντως πολλά για να τα περιμένει κανείς από έναν άνθρωπο, ακόμα κι όταν αυτός έχει ριγμένο στους ώμους του τον χιτώνα του λυτρωτή.
Ο πρώτος έγχρωμος πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ, ένα πραγματικά σημαντικό από πολλές απόψεις πρόσωπο, ακολουθεί τα χνάρια τόσων και τόσων προέδρων που άπλωσαν πριν απ’ αυτόν τα πόδια τους πάνω στο οβάλ γραφείο. Ο προκάτοχός του George W. Bush jr. θεωρείται πια από τους περισσότερους, εντός και εκτός Αμερικής, ένας επικίνδυνος συντηρητικός ευαγγελιστής που αιματοκύλησε τον πλανήτη, ένας ανανήψας χριστιανός που κατ’ εντολήν του θεού του (πολλοί θυμήθηκαν αίφνης ότι η φράση που αναγράφεται στα χαρτονομίσματα του δολαρίου, «In God We Trust», είναι αμφίσημη όσον αφορά το αν ο «θεός» που επικαλείται είναι ο γνωστός θεός ή το ίδιο το χρήμα) άδραξε την ευκαιρία όταν κλήθηκε να «σώσει τις ΗΠΑ και τον κόσμο από το κακό», και συνάμα φυσικά να διασφαλίσει τον έλεγχο σημαντικών ενεργειακών πηγών και να εξασφαλίσει μερικά καλά συμβόλαια για τους φίλους του. Ο Μπους ήταν ένας ακραιφνής ιδεολόγος και ποτέ δεν το έκρυψε. Αν δεν είχε φτάσει εκεί που έφτασε θα έκανε μεγάλη καριέρα ως τηλευαγγελιστής, από τους χιλιάδες που υπάρχουν στις ΗΠΑ. Ήταν ένας αγωνιστής για τη διάδοση του λόγου του θεού (του) και της ελευθερίας (της αγοράς). Κανείς δεν τον θεώρησε όμως ποτέ Μεσσία. Δικαιολογημένα προφανώς. Η θεόπνευστη αλαζονεία του Μπους, εκτός από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων, εξόντωσε και την αμερικανική οικονομία. Ο Μπους κατέληξε άχρηστος ακόμα και για το κεφάλαιο αφού, παρά τις νομοθετικές διευκολύνσεις που αφειδώς παρείχε στα επιχειρηματικά συμφέροντα και στον πλούτο καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του, το απαξίωσε συνολικά βυθίζοντας τις ΗΠΑ σε ένα απύθμενο εξωτερικό χρέος και καταρρακώνοντας την εικόνα της ως «συμμάχου και φίλης χώρας».
Ο Ομπάμα, από την άλλη, θεωρήθηκε σχεδόν Μεσσίας που ήρθε για να σώσει και αυτός με τη σειρά του τις ΗΠΑ και τον κόσμο, όμως η δική του παρέμβαση γίνεται στο όνομα ενός πιο αφηρημένου και πανταχού παρόντος «κακού», της «διαστρεβλωμένης ιδεολογίας», αυτήν τη διαστροφή στοχεύει πρωτίστως να εξοβελίσει σύμφωνα με τα λόγια του. Θα πρέπει να είμαστε πολύ καχύποπτοι με τον Ομπάμα όταν με έντεχνο τρόπο αποφεύγει να πει ξεκάθαρα σε τι θεό πιστεύει, και δεν εννοώ φυσικά μια δήλωση «χριστιανικής πίστης» που θα αποδεικνύει ότι δεν είναι μεταμφιεσμένος μουσουλμάνος που κατέλαβε συνωμοτικά την προεδρία...
Όντας επιτυχημένο υβρίδιο ο ίδιος («μπάσταρδος» είχε αυτοαποκληθεί δημοσίως αμέσως μετά τη νίκη του στις εκλογές), δηλώνει ότι επιθυμεί να συμφιλιώσει τα αντίθετα. Ο Ομπάμα εκπροσωπεί μια νέα γενιά που θέλει να παρουσιάζεται ως κριτική απέναντι στις ιδεολογίες του παρελθόντος, υιοθετώντας μιαν υποτίθεται «μετα-ιδεολογική» στάση. Όμως αυτό είναι φυσικά φενάκη, αν όχι κατάφορο ψέμα. Η ιδεολογία που στηρίζουν με όλο τους το πάθος οι πάσης φύσεως «μετα-ιδεολόγοι» είναι, συμπτωματικά, η φιλελεύθερη δημοκρατία και ο καπιταλισμός.
Με στραμμένη την προσοχή όλων στην οικονομική κρίση που μαστίζει την αμερικανική κοινωνία και στις λύσεις που προσδοκάται ότι θα δώσει η κυβέρνηση Ομπάμα για την αντιστροφή του αρνητικού κλίματος και την επανεκκίνηση της αναπτυξιακής μηχανής των ΗΠΑ, ξεχνάμε ότι ο «προσηνής πρόεδρος» έχει ήδη μπροστά του ένα βουνό προβλήματα που ξεπερνούν κατά πολύ το αμιγώς οικονομικό, όπως είναι οι πόλεμοι στο Ιράκ και το Αφγανιστάν και η διαφαινόμενη απώλεια της ηγεμονίας της Αμερικής στη σκακιέρα του διεθνούς ανταγωνισμού. Όταν το 1993 ο Bill Clinton είχε αναλάβει την προεδρία, μπορούσε να παίζει το αγαπημένο του σαξόφωνο σόλο, κάνοντας πάρτι μόνος του σχεδόν. Η ΕΣΣΔ είχε διαλυθεί, το ίδιο, αλλά με πιο οδυνηρό τρόπο, διαλυόταν και η Γιουγκοσλαβία• κι ενώ η Κίνα, η Ινδία και η Λατινική Αμερική πάλευαν ακόμα με την υπανάπτυξη, η Ιαπωνία και η Ε.Ε. ήταν γερά δεμένες στην άμαξα των ΗΠΑ. Η ηγεμονία τους στο διεθνές στερέωμα ήταν αδιαμφισβήτητη, και όταν χρειάστηκε να το αποδείξει (ή να το επιδείξει), ο επίσης συγκαταβατικός και μειλίχιος πρόεδρος Κλίντον δεν δίστασε ούτε στιγμή ν’ αλλάξει το σκοπό της μελωδίας που μέχρι τότε μας έπαιζε. Οι νότες μετατράπηκαν αυτοστιγμεί σε βόμβες και η μελωδία έγινε πολεμικό εμβατήριο. Η Σερβία, ένας σωρός από συντρίμμια.
Το διεθνές περιβάλλον που έχει να αντιμετωπίσει ο Ομπάμα είναι σήμερα τελείως διαφορετικό και η εικόνα της Αμερικής έχει ήδη ξεφτίσει. Ο δράκος ξύπνησε στην καρδιά της Κίνας και πετάει φωτιές. Η ανακατανομή της δύναμης και της επιρροής στον διεθνή ανταγωνισμό αναμένεται να επιφέρει αναπόφευκτα σφοδρές και πολυποίκιλες συγκρούσεις στο μέλλον. Αν οι προκάτοχοι του Ομπάμα χρειάστηκε να ισοπεδώσουν τρεις χώρες για να επιβληθούν στο «κακό», τι επιλογές θα έχει εκείνος για να υποστηρίξει τα συμφέροντα των ΗΠΑ;
Οι δηλώσεις σαν κι αυτή που παραθέσαμε ήδη, είναι απόλυτα συναφείς με την πράξη και αποκαλύπτουν τις προθέσεις του νέου, «χαρισματικού» προέδρου. Η επιλογή του Ομπάμα να διατηρήσει στο υπουργείο «άμυνας» τον Ρεπουμπλικάνο Ρόμπερτ Γκέιτς, στέλεχος της απερχόμενης κυβέρνησης Μπους, να χρίσει υπουργό εξωτερικών την Χίλαρι Κλίντον, σε συνδυασμό με την ανάθεση διοικητικών καθηκόντων και σε άλλα στελέχη του αντίπαλου κόμματος, δεν είναι μόνο μια χειρονομία που αποσκοπεί στην συσπείρωση του διαιρεμένου έθνους (;) αλλά κυρίως μια πολιτική απόφαση (που προφανώς υπηρετεί και μία δέσμευση) να ακολουθήσει την πεπατημένη στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, και όχι μόνο. Ακόμα κι αν το κάνει με το απαράμιλλο στυλ του, αν αλλάξει δηλαδή τον άξεστο τόνο του Μπους με τον δικό του μειλίχιο τόνο, το πραγματικό νόημα των λόγων και των πράξεων δεν πρόκειται ν’ αλλάξει.
Για να καταλάβουμε τι πραγματικά λέει ο Ομπάμα θα θέλαμε να μας ξεκαθαρίσει ποια είναι γι’ αυτόν η «ορθή» ιδεολογία, σε σχέση με την οποία οι άλλες είναι «διαστρεβλωμένες». Και γιατί αυτή η ιδεολογία, αν μαντέψουμε την προφανή απάντηση για το ποια μπορεί να είναι, νομιμοποιεί εξίσου την εξόντωση αθώων, σε μεγαλύτερη κλίμακα μάλιστα απ’ ότι οι «διαστρεβλωμένες»; Θα συμφωνούσαμε πιθανώς με τον Ομπάμα, ότι τα θύματα στη Βομβάη, στη Βαγδάτη, στη Νότια Οσετία, στην Παλαιστίνη, στην Καμπούλ, στη Βηρυτό, στη Νέα Υόρκη, στο Βελιγράδι, ή προχθές στο Βιετνάμ, στο Λάος, στην Καμπότζη, στη Χιροσίμα και όπου αλλού, άμαχοι και αθώοι ως επί το πλείστον, είναι θύματα εξτρεμιστών «που βασίζονται σε διαστρεβλωμένες ιδεολογίες», αν συμπεριλάμβανε ανάμεσα σε αυτές και την ιδεολογία της υπερδύναμης της οποίας την ηγεσία ανέλαβε: την πιο επιθετική και δολοφονική υπερδύναμη στην ιστορία του κόσμου.
Τα θύματα δεν χωρίζονται σε καλούς και κακούς, και δεν είναι σίγουρα η ιδεολογία που σκοτώνει αθώους ανθρώπους (όσο «διαστρεβλωμένη» και αν είναι η ιδεολογία από μόνη της δεν σκοτώνει), αλλά οι «έξυπνοι» πύραυλοι, οι βόμβες, οι νάρκες, οι χειροβομβίδες, οι σφαίρες. Η μαζική εξόντωση όσων δεν υποτάσσονται στην αμερικανική αντίληψη για τον κόσμο είναι η πραγματικά «διαστρεβλωμένη ιδεολογία», και ο Ομπάμα αποδεικνύεται ότι μιλάει εξίσου καλά με τους προκατόχους του τη γλώσσα της. Θα ήθελα, ειλικρινά, να κάνω λάθος, όμως το πρόσωπο που μας δείχνει τώρα ο Ομπάμα δεν είναι το ίδιο χαμογελαστό πρόσωπο που βλέπαμε πριν από τις εκλογές, όταν υποσχόταν ότι μπορεί να φέρει την αλλαγή. Πίσω από τη μάσκα που πέφτει εμφανίζεται το γνωστό ανέκφραστο πρόσωπο του «θείου Σαμ» που όλοι ξέρουμε. Το χρώμα του δέρματος τονίζει τα ζωηρά χρώματα της αστερόεσσας – είναι ιδιαίτερα φωτογενές.

Επίμετρο: Λίγες μέρες μετά τις παραπάνω δηλώσεις του νέου προέδρου, σε κάποιο χωριό του Αφγανιστάν ο γάμος κατέληξε, για μια ακόμα φορά, σε μακελειό…

Παρατηρήσεις για την κρίση

2. Τίνος υπηρέτης είναι το κράτος;

Όσοι, και είναι πια πολλοί σήμερα στο ζοφερό περιβάλλον της τρέχουσας κρίσης, επικαλούνται το κράτος σαν «το μόνο καταφύγιο εμπιστοσύνης» (Άντζελα Μέρκελ) επιδιώκουν να συγκαλύψουν τόσο τη φύση και τον πραγματικό ρόλο του κράτους στο καπιταλιστικό σύστημα εκμετάλλευσης όσο και την πρόθεσή τους να αποκαταστήσουν με κάθε τρόπο την κυριαρχία του κεφαλαίου, να αναστυλώσουν δηλαδή με όποιο τίμημα το σύστημα, με τρόπο ώστε να διασφαλιστεί ανεμπόδιστα η περαιτέρω αναπαραγωγή του και η συνέχεια της κυριαρχίας της πολιτικοοικονομικής ελίτ.
Από την άλλη, όσοι επενδύουν τις ελπίδες τους σε αυτές τις υποσχέσεις των πολιτικών για την επέμβαση του κράτους μην μπορώντας να δουν, διόλου αδικαιολόγητα, εναλλακτικές λύσεις στα προβλήματα και τις ανησυχίες τους, αναπόφευκτα θα απογοητευτούν, πιθανώς στο άμεσο μέλλον κιόλας. Και θα απογοητευτούν είτε έχουν πειστεί για τη ρυθμιστική αποτελεσματικότητα του κράτους έναντι του κεφαλαίου (π.χ. «συγκρατώντας» τις καταστροφικές του τάσεις – «ασυδοσία των “golden boys”», κ.λπ.) είτε έχουν πειστεί ότι το κράτος είναι ο κοινωνικοπολιτικός εκείνος θεσμός που θα διαμεσολαβήσει με «ουδέτερο» τρόπο, αμβλύνοντας τις επιπτώσεις της κρίσης με γνώμονα το «γενικό συμφέρον» των πολιτών του και της κοινωνίας συνολικά (π.χ. «προστατεύοντας» τα πιο ευάλωτα οικονομικά στρώματα και «θωρακίζοντας» την εθνική οικονομία), αφού αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά ότι το κράτος μεροληπτεί απροκάλυπτα υπέρ του κεφαλαίου, γιατί το κράτος είναι οργανικός παράγοντας στη διαδικασία συσσώρευσης και αναπαραγωγής του κεφαλαίου και δεν μπορεί να διαχωριστεί από αυτήν.

Στην πρώτη περίπτωση, εκείνων που επικαλούνται τη ρυθμιστική παρέμβαση, το κράτος δεν μπορεί να είναι η λύση στο πρόβλημα• είναι αναπόφευκτα μέρος του προβλήματος. Δεν είναι η απουσία βούλησης για παρεμβατική ρύθμιση, αλλά η έλλειψη δυνατότητας πραγματικής ρύθμισης η οποία δεν θα αντιβαίνει στις ίδιες τις προϋποθέσεις λειτουργίας και ανάπτυξης του συστήματος που ακυρώνει εκ των πραγμάτων κάθε ανάλογη απόπειρα. Όπως υπενθυμίζει ο ultra φιλελεύθερος Economist, «η σύγχρονη χρηματοδοτική [στα προϊόντα της οποίας αποδίδεται η κρίση] αναπτύχθηκε σε ένα περιβάλλον που είχε δημιουργηθεί από ρυθμιστικές αρχές και πολιτικούς», για να επισημάνει κατ’ αυτό τον τρόπο το ρόλο του κράτους στην τρέχουσα κρίση από τη στιγμή που αυτή αποδίδεται στην υποτιθέμενη απορύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα που ξεκίνησε στις Η.Π.Α. επί κυβερνήσεως Κλίντον προκειμένου να προσελκυσθούν διεθνή κεφάλαια στα αμερικανική χρηματοπιστωτική αγορά. Για τον Economist το σκάνδαλο φυσικά είναι η ίδια η ανάμειξη του κράτους στις αγορές, πρακτική στην οποία αποδίδει, με χαρακτηριστικό βρετανικό φλέγμα και φιλελεύθερο ζηλωτισμό, όλα τα δεινά της οικονομίας. Δεν είναι μόνο ότι η παρέμβαση του κράτους καταγγέλλεται ως επιζήμια καθαυτή, το κράτος κατηγορείται επίσης ότι παρεμβαίνοντας με οιοδήποτε τρόπο διαστρεβλώνει την ίδια τη λειτουργία της αγοράς προκαλώντας ανεξέλεγκτες αντιδράσεις των οικονομικών παραγόντων αφού, εκτός των άλλων, επιδρά καταλυτικά στην ψυχολογία και άρα στις αποφάσεις τους.
Ο ρεαλισμός τού Economist σε σχέση με τη λειτουργία του κεφαλαίου είναι αφυπνιστικός για όσους βαυκαλίζονται ότι, με την «παρέμβαση του κράτους», το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να «ρυθμιστεί» αποτελεσματικά ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος ανάλογων μελλοντικών κρίσεων: «Όπως πολλά από τα καινοτόμα χρηματοπιστωτικά εργαλεία της σύγχρονης χρηματοδοτικής χρησιμοποιήθηκαν για την αποφυγή των περιορισμών του σημερινού ρυθμιστικού πλαισίου των τραπεζών, έτσι και οι αυριανές καινοτομίες θα σχεδιαστούν για να αποφύγουν τους κανόνες του αύριο». Όπερ μεθερμηνεύεται στο προσφιλές δόγμα της εν λόγω φιλελεύθερης ιδεολογίας: η προσπάθεια επιβολής πλαισίων ρύθμισης από το κράτος είναι ματαιοπονία – το κεφάλαιο (εν. το κίνητρο του κέρδους, δηλαδή το ιδιωτικό συμφέρον) θα βρίσκει πάντα τρόπους υπέρβασης = κάθε ρύθμιση (δημόσια παρέμβαση) προκαλεί αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα = η «αυτορύθμιση» των αγορών χωρίς καμία διαστρεβλωτική και αναποτελεσματική ούτως ή άλλως ανάμειξη του κράτους είναι ο μόνος ενδεδειγμένος τρόπος. Μπορεί για τους συντάκτες του Economist αυτό να σημαίνει «ελευθερία της καινοτομίας» όμως δεν είμαι σίγουρος ότι θα συμφωνήσουμε όλοι σε αυτό.
Από την άλλη, η σοσιαλδημοκρατική (σοσιαλφιλελεύθερη για να είμαστε πιο ακριβείς) προσέγγιση του ζητήματος δεν αφήνει περιθώρια για μια διαφορετική ερμηνεία. Η «ελεύθερη αγορά», η «ανάπτυξη», ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής εν γένει δεν τίθενται καν σε αμφισβήτηση, τουναντίον θεωρούνται προϋποθέσεις εκ των ων ουκ άνευ του «σοσιαλισμού». Ο καπιταλισμός απλώς χρειάζεται ορισμένες ρυθμίσεις (που εύσχημα αποκαλούνται «δημοκρατικός έλεγχος») οι οποίες θα αποτρέπουν τις υπερβολές της εισοδηματικής ανισότητας και θα προστατεύουν τα αδύναμα κοινωνικά στρώματα αναδιανέμοντας πιο δίκαια τον κοινωνικό πλούτο μέσω του κράτους. Και αυτό είναι όλο. Η όποια υπόσχεση ή ελπίδα για ανασυγκρότηση του «κράτους πρόνοιας» που εμψυχώνει εκ νέου τη ρητορική αυτή είναι όμως ψευδής. Το κεϋνσιανικό μοντέλο ήταν αποτελεσματικό σε μια διαφορετική φάση του καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και σε διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Σήμερα είναι ένα ξεπερασμένο από την πραγματικότητα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας μοντέλο που απαιτεί μια διαφορετικού τύπου συναίνεση στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο, συναίνεση που επιτεύχθηκε λόγω συγκυριών αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο αλλά δεν είναι πια δυνατόν να επιτευχθεί καθώς οι παράγοντες συγκρότησής της είναι κατακερματισμένοι και διασκορπισμένοι μέσα στον νεοφιλελεύθερο «πλουραλιστικό» κόσμο που αναδύθηκε σταδιακά από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, ως μέρος της ίδιας διαλεκτικής που ανέδειξε τον κεϋνσιανισμό και το «κράτος πρόνοιας». Πολλοί ξεχνούν ότι ο Κέϋνς δεν ήταν σοσιαλιστής αλλά άνηκε στις τάξεις των φιλελεύθερων, μέλος ενός μικρού φιλελεύθερου κόμματος, και θέλοντας να διασώσει τον καπιταλισμό από την καταστροφή, δηλαδή από την εξέγερση των εργατών, κατάλαβε πολύ έγκαιρα ότι μόνο καθιστώντας «εταίρους» τους μέχρι πρότινος ανταγωνιστές θα μπορούσε να ξαναβρεί τη δυναμική του το σύστημα και να ανακάμψει. Όμως κι εδώ ελλόχευε η αντίφαση, την οποία κλήθηκε να επιλύσει το κράτος.
Δεν πρέπει να θεωρούμε την απορύθμιση που έγινε σημαία του νεοφιλελευθερισμού από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 (ενώ οι καταβολές της βρίσκονται πίσω, στη δεκαετία του ’30 κιόλας, με την σφοδρή αντίδραση του von Hayek στον «κρυπτοσοσιαλισμό», σύμφωνα με τον ίδιο, του Κέυνς) ως πραγματική βούληση αποδυνάμωσης της ουσιαστικής για το κεφάλαιο λειτουργίας του κράτους. Η λαίλαπα που από πολλούς αποκαλέστηκε η «νεοφιλελεύθερη επανάσταση» που αμφισβήτησε την «κεϋνσιανή συναίνεση», δεν κατάργησε τον ρόλο του κράτους ως ρυθμιστή του κοινού συμφέροντος απλώς έπεισε ότι το κοινό συμφέρον ήταν η απόσυρση του κράτους από την οικονομική σφαίρα προς όφελος της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» και η συρρίκνωση των δημοσίων δαπανών.
Η νεοφιλελεύθερη πρόταση βρήκε πολλούς πρόθυμους υποστηρικτές όταν η «χρυσή περίοδος» μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο είχε αρχίσει να χάνει τη λάμψη της και να φανερώνει σταδιακά τον κίβδηλο ουτοπισμό του κεϋνσιανισμού. Η απορύθμιση ήταν επιβεβλημένη κίνηση εκ μέρους των πολιτικοοικονομικών ελίτ προκειμένου να καταπολεμηθεί η κρίση που είχε φέρει την καπιταλιστική οικονομία, μετά από σχεδόν τρεις «χρυσές» δεκαετίες συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης, στα πρόθυρα βαθιάς ύφεσης. Οι υψηλοί μισθοί και η σταθερή αύξησή τους από τον πόλεμο και μετά, αποτέλεσμα των αγώνων των εργαζομένων αλλά και της υψηλής παραγωγικότητας που επέφεραν οι τεϋλορικές μέθοδοι εργασίας, οι τεχνολογικές εξελίξεις και η διεύρυνση της κατανάλωσης, η απείθεια της εργασίας μέσα σε ένα νέο κλίμα εναντίωσης που είχε τις ρίζες στην αντικουλτούρα της δεκαετίας του ’60 σε συνδυασμό με την ισχύ των εργατικών συνδικάτων που πίεζαν για όλο και περισσότερες παροχές, η άνοδος της τιμής του πετρελαίου και η συνακόλουθη αύξηση του κόστους παραγωγής, το υψηλό κόστος του κράτους πρόνοιας που αναδιένεμε κατά κάποιο τρόπο τα κέρδη του κεφαλαίου, το υπερβολικό κόστος του Ψυχρού πολέμου, η όξυνση του ανταγωνισμού από τις αναπτυσσόμενες χώρες, κυρίως της Ασίας, σε παραγωγικούς τομείς που μέχρι τότε ήταν λίγο πολύ είτε μονοπωλιακοί είτε ελέγχονταν από τις οικονομίες των χωρών του «πυρήνα», υπέσκαψε τη δυνατότητα κερδοφορίας του κεφαλαίου και του μοντέλου συσσώρευσης που είχε σκορπίσει την αισιοδοξία των μεταπολεμικών «χρυσών χρόνων» για μια συνεχή και σταθερή πορεία ανάπτυξης σε ολόκληρο τον Δυτικό κόσμο. Είχε έρθει η ώρα της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» και του «λιγότερου κράτους», είχε έρθει η ώρα του Ρέιγκαν και της Θάτσερ.
Ιδιωτικοποιώντας δημόσιες υπηρεσίες, επιχειρήσεις και οργανισμούς κοινής ωφέλειας, το κράτος υπό τη διακυβέρνηση των νεοφιλελεύθερων πρόσφερε στο κεφάλαιο, πέρα από τη συρρίκνωση των δημόσιων δαπανών που επέτρεψε την φοροαπαλλαγή των κερδών, και πέρα από την τιθάσευση της εργατικής δύναμης, με την αντι-συνδικαλιστική νομοθεσία και την απορύθμιση της αγοράς εργασίας, εκτός από ελευθερία κινήσεων και ένα νέο πεδίο δράσης. Οι ιδιωτικές επενδύσεις σε αποκλειστικά έως τότε ελεγχόμενους από το κράτος και άκρως κερδοφόρους λόγω της καθολικότητάς τους τομείς (υγεία, παιδεία, ενέργεια, δημόσια έργα, περιβάλλον, τηλεπικοινωνίες, κ.λπ.), οι «ιδιωτικοποιήσεις», τόνωσαν σημαντικά την οικονομία και την έβγαλαν σταδιακά από την ύφεση.
Η διαλεκτική αυτών των δύο φάσεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης είναι στην πραγματικότητα μια συνεχής μετατόπιση των ορίων «δημόσιου»-«ιδιωτικού» αναλόγως των εξελίξεων στον στίβο της κοινωνικής διαπάλης στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συγκυρίας της διαδικασίας καπιταλιστικής συσσώρευσης. Όμως πρόκειται πάντοτε για μετατόπιση και όχι για εξάλειψή τους αφού αυτή θα σήμαινε και την πλήρη απονομιμοποίηση του ίδιου του κράτους.


Στη δεύτερη περίπτωση, εκείνων δηλαδή που επικαλούνται την αυτονομία του, το κράτος είναι και πάλι μέρος του προβλήματος το οποίο καλείται να λύσει, όμως με έναν πιο ουσιαστικό τρόπο απ’ ότι στην πρώτη.
Όσο κι αν προτάσσει δυναμικά το ρόλο του «εγγυητή» για τις αγορές και την χρηματοπιστωτική ρευστότητα (βλ. σχέδια Πόλσον, Μπράουν, Σαρκοζί, Μέρκελ, Αλογοσκούφη, κ.λπ. κ.λπ.), το κράτος ως εκφραστής του δημόσιου συμφέροντος έχει αυτοακυρωθεί μέσα στην ολοσχερή συγχώνευσή του με την οικονομία και την ταύτιση δημοκρατίας και οικονομικού νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή της ταύτισης πολιτικής και οικονομίας, παρότι σε επίπεδο ρητορικής αυτά τα δύο υποτίθεται ότι πρέπει να παραμένουν διαχωρισμένα. Τα ιδιωτικά συμφέροντα έχουν ισχυροποιηθεί σε τέτοιο βαθμό έναντι του δημόσιου συμφέροντος που το κράτος εξαρτά την οικονομική πολιτική του από τις δικές τους αποφάσεις (βλ. π.χ. «επενδύσεις») και την προσαρμόζει το δυνατόν στις δικές τους ανάγκες (βλ. π.χ. δημόσιοι πόροι, εργασία, αγορά).
Υποταγμένο στο παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο και τη διεθνή κινητικότητά του το κράτος υποχρεώνεται να αναζητήσει αντισταθμιστικές λύσεις στο ασταθές, απρόβλεπτο και πολύπλοκο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον σε υπερκρατικούς πολιτικοοικονομικούς σχηματισμούς (όπως είναι π.χ. η Ευρωπαϊκή Ένωση) προκειμένου να μπορέσει να διατηρήσει ψηλά την αξία των κρατικών μηχανισμών ως μέσου για την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, παρεμβαίνοντας επιλεκτικά και με πυροσβεστικό κυρίως τρόπο στον εντός της επικράτειάς του κοινωνικό ανταγωνισμό, χειραγωγώντας με άλλα λόγια την εργατική δύναμη με κατασταλτικά μέτρα και διασφαλίζοντας την εύρυθμη λειτουργία των αγορών και την ελεύθερη ροή των διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων.
Η χρήση του κρατικού μηχανισμού από τις πολιτικοοικονομικές ελίτ προκειμένου να προστατευτούν συγκεκριμένα (ταξικά) συμφέροντα γίνεται με τη «μόχλευση» που προσφέρουν οι νόρμες που επιβάλλονται από τους μεγαλύτερους πολιτικοοικονομικούς σχηματισμούς οι οποίοι παρουσιάζονται πάντα ως «εξωτερικοί» μηχανισμοί, υπερκείμενοι του κάθε συγκεκριμένου κράτους-μέλους που οφείλει να ακολουθεί τους κανόνες ως «εταίρος».
Ένα διαφωτιστικό παράδειγμα επ’ αυτού από την πρόσφατη επικαιρότητα: Όταν οι εργαζόμενοι στην Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία του Ομίλου Λαναρά, που δουλεύουν εδώ και πολλούς μήνες απλήρωτοι, ζήτησαν από τον Αλογοσκούφη να υλοποιήσει τη δέσμευσή του για τη χρηματοδότηση των κλωστοϋφαντουργικών επιχειρήσεων της Βόρειας Ελλάδας με το συνολικό ποσό των 35 εκατομμυρίων ευρώ (εκ των οποίων μέχρι σήμερα έχουν χορηγηθεί μόλις τα 5) έλαβαν ως απάντηση ότι, η πρόθεση της κυβέρνησης να ενισχύσει οικονομικά τον κλάδο, και κατ’ αυτόν τον τρόπο να διασφαλίσει την απασχόληση χιλιάδων εργαζόμενων, «συναντά εμπόδια από την Επιτροπή Ανταγωνισμού της Ε.Ε.». Τρεις μέρες μόλις πριν, και σύμφωνα με τη γενική άτυπη ντιρεκτίβα των ισχυρών της Ε.Ε. για ενέσεις τόνωσης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα κάθε χώρας με ιδίους πόρους και όχι με κονδύλια ενός κοινού ταμείου, ο υπουργός είχε συναντηθεί με εκπροσώπους των τραπεζών προκειμένου να συζητήσουν τη διανομή 28 δις ευρώ που θα παρέχει υπό όρους το ελληνικό Δημόσιο για να στηρίξει τη ρευστότητα του εγχώριου τραπεζικού συστήματος (που κατά τα άλλα δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα, όπως μας διαβεβαιώνουν με κάθε τρόπο τελευταίως) προκειμένου να αντιμετωπιστεί η χρηματοπιστωτική κρίση και να ενισχυθεί η απρόσκοπτη παροχή στεγαστικών, καταναλωτικών και επαγγελματικών δανείων που αποτελούν και τον μοχλό κίνησης της σύγχρονης οικονομίας.
Ως «ουδέτερος» θεσμός που υπεραμύνεται του κοινού συμφέροντος των πολιτών του το κράτος παρουσιάζεται υποχρεωμένο από τις περιστάσεις, τη διεθνή συγκυρία, τις υποχρεώσεις του απέναντι στους εταίρους, τους συμμάχους και τη διεθνή κοινότητα, και τις συνθήκες που έχει διαμορφώσει η παγκοσμιοποίηση, να δράσει «ορθολογικά»: να στηρίξει με κάθε τρόπο το ίδιο το σύστημα γιατί η πιθανή του κατάρρευση θα σήμαινε περισσότερα δεινά «για όλους». Λογικό επιχείρημα, με ισχυρό έρεισμα στην εμπειρική πραγματικότητα, που φαίνεται να έχει αρκετή πειθώ ώστε να αποτρέπει την όποια εκδήλωση έντονης κοινωνικής δυσαρέσκειας σε υπολογίσιμο βαθμό που θα λειτουργούσε μεν αποσταθεροποιητικά και «χαοτικά» αλλά πιθανώς θα άνοιγε νέες προοπτικές στις ενδεχόμενες εξελίξεις.

Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις το κράτος εκλαμβάνεται φορμαλιστικά, ως μια «οντότητα» οι λειτουργίες της οποίας (κρατικοί μηχανισμοί) είναι δια-ταξικές (κοινό συμφέρον) και όχι διαλεκτικά, ως δυναμικό πεδίο ταξικού ανταγωνισμού που ηγεμονεύεται από τις πολιτικοοικονομικές ελίτ που χρησιμοποιούν τους μηχανισμούς του για την αναπαραγωγή των όρων κυριαρχίας τους. Η «φυσική» αντίληψη για το κράτος, ως ανώτερη έκφραση της πολιτικής κοινότητας, εξυπηρετεί την ιδεολογική χειραγώγηση και την υποταγή του «πολίτη» στην (αστική) νομιμότητα. Συμβάλει επίσης ενεργά στην ένταξη στη φαντασιακή κοινότητα του έθνους. Το κράτος φέρεται να διασφαλίζει το σύστημα εμφανιζόμενο ως υπεράνω ιδεολογιών, κομμάτων και συγκεκριμένων ιδιωτικών συμφερόντων διαιτητής που εξασφαλίζει το «δημόσιο συμφέρον», τα κοινά συμφέροντα «όλων των πολιτών», και προπάντων ως υπερασπιστής του «εθνικού συμφέροντος» (Ερνέστ Μαντέλ).

Για να δοθεί λοιπόν απάντηση στο ερώτημα «τίνος υπηρέτης είναι το κράτος» θα πρέπει να αναδιατυπωθεί η ίδια η ερώτηση καθώς το «υποκείμενο» κράτος, έτσι όπως εννοείται στις παραπάνω περιπτώσεις, δεν υπάρχει, άρα δεν μπορεί να είναι «υπηρέτης» κανενός. Αλλά αυτή είναι η ιδεολογικοποιημένη αστική αντίληψη για το κράτος, όπως την εκθέσαμε ήδη. Στη δική μας αντίληψη, το κράτος είναι ένα μόρφωμα που παράγουν οι ίδιες οι κεφαλαιοκρατικές παραγωγικές σχέσεις και δεν μπορούμε να το θεωρούμε εργαλειακά, σαν αυτόνομο δηλαδή μηχανισμό που δρα «ουδέτερα» προς όφελος όλων (το «σοσιαλιστικό» κράτος είναι εξίσου απαράδεκτο με το αστικό-καπιταλιστικό), αλλά μόνο σαν ένα δυναμικό πεδίο ανταγωνισμού που διαμορφώνει και διαμορφώνεται από αυτές τις σχέσεις μέσα στον γενικότερο ανταγωνισμό που διαμείβεται στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος και το οποίο ηγεμονεύεται από την κυρίαρχη τάξη. Υπ’ αυτό το πρίσμα, το ερώτημα πρέπει να ξαναδιατυπωθεί ως εξής: Μπορεί το κράτος να διαμορφώσει άλλες συνθήκες πέρα από τις συνθήκες που ορίζουν την ίδια την ύπαρξή του, τις κεφαλαιοκρατικές δηλαδή σχέσεις;
Σύμφωνα με όσα ισχυριζόμαστε εδώ, προφανώς όχι. Με δεδομένο λοιπόν ότι οι κεφαλαιοκρατικές παραγωγικές σχέσεις είναι φύσει σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας που εκδηλώνονται στο κοινωνικό πεδίο ως ανταγωνισμός εργασίας-κεφαλαίου (τόσο σε υλικό-οικονομικό όσο και σε πολιτικό-ιδεολογικό επίπεδο) από τον οποίο πηγάζει κάθε φαινόμενο που ανακύπτει συγκυριακά ως «οικονομική κρίση», δεν υπάρχει καμία δυνατότητα πραγματικού ελέγχου και αποτροπής των κρίσεων αυτών από το κράτος. Το ίδιο το κράτος είναι παράγοντας της κρίσης ως οργανικό συστατικό της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Είναι προφανές λοιπόν ότι όσοι αναζητούν διέξοδο από τις εγγενείς αντιφάσεις του συστήματος είναι χωρίς άλλο υποχρεωμένοι να αγωνιστούν για να βρεθούν τα μονοπάτια εκείνα που οδηγούν πέρα από το κράτος και τον καπιταλισμό, στον κομμουνισμό και στην αταξική κοινωνία των πραγματικά ελεύθερων ανθρώπων.

Οδηγώντας με σβηστά φώτα στο σκοτάδι

Μερικές παρατηρήσεις επί των «παρατηρήσεων περί καλλιτεχνικής ελευθερίας, επιμελητών, και του φαινόμενου των μπιενάλε»

Διάβασα το κείμενο του Αυγουστίνου Ζενάκου «Flashing Our Light. A Few Notes on Artistic Freedom, Curators, and the Biennial Phenomenon» που δημοσιεύτηκε στο 3ο τεύχος του διαδικτυακού περιοδικού σύγχρονης τέχνης kaput., στο οποίο, μεταξύ άλλων, μου ασκεί «δριμύτατη κριτική» απαξιώνοντας εμένα και τις απόψεις που κατά καιρούς δημοσιεύω σε αυτό το blog, ανταποδίδοντάς μου προφανώς τα εύσημα. Δεν θα προσπαθήσω να ανασυγκροτήσω τις παντελώς διαστρεβλωμένες εκ μέρους του θέσεις μου για να τις υπερασπιστώ από τα άσφαιρα πυρά του, όποιος θέλει ας διαβάσει τα κείμενά μου και ας βγάλει μόνος του τα συμπεράσματά του. Θα ανασκευάσω όμως κάποια από τα επιχειρήματα του Α.Ζ., πράγμα που κατέληξε να είναι περισσότερο διασκεδαστικό παρά δύσκολο. Ελπίζω το ίδιο διασκεδαστικό να είναι και για τον αναγνώστη.
Εν συντομία, τα πρώτα συμπεράσματα που μπορώ να βγάλω με ομολογουμένως γλαφυρή διάθεση από το εν λόγω κείμενο είναι ότι, ο Α.Ζ.:
- είναι επαρκής χρήστης της αγγλικής γλώσσας, τουλάχιστον σε επίπεδο έκθεσης ιδεών• χρειάζεται ακόμα εξάσκηση για να διεκδικήσει με ελπίδα μια θέση στους New York Times,
- πιστεύει ότι αντιστεκόμαστε στο σύστημα αναβοσβήνοντας τα φώτα του αυτοκινήτου μας,
- ταξιδεύει πολύ συχνά ανά την υφήλιο, δεν καταβάλλεται σωματικά, πολλαχώς δε πνευματικά: είναι πάντοτε έτοιμος να αποστομώσει με ακλόνητα επιχειρήματα και έγκυρη γνώση τους αδαείς,
- ενημερώνεται θεωρητικώς από «πρώτο χέρι», κυρίως παρακολουθώντας μπιενάλε και συνέδρια των μπιενάλε όπου συζητούνται εμβριθώς τα προβλήματα των μπιενάλε από ειδήμονες που διοργανώνουν ή θέλουν να διοργανώσουν μπιενάλε,
- κρατάει επιμελώς σημειώσεις απ’ ό,τι ακούει και βλέπει, κάτι που αποβαίνει χρήσιμο για την τεκμηρίωση των επιχειρημάτων του ερήμην καταλληλότερων βοηθημάτων,
- γνώρισε σημαντικούς ανθρώπους, και έμαθε πολλά από αυτούς – κυρίως όμως επιβεβαίωσε περίτρανα την ορθότητα των απόψεών του περί μπιενάλε τις οποίες σπεύδει να καταθέσει,
- φιλοδοξεί να εκλεγεί κάποια μέρα πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Μπιενάλε,
- έχει πάει σε σοβαρό πανεπιστήμιο, όπου και κατάφερε να περάσει το πρώτο έτος,
- δεν έχει διαβάσει ωστόσο Μαρξ, παρότι ως πρωτοετής όφειλε σαν πρώτο βήμα για τις ανώτερες σπουδές του στη Σαντάλ Μουφ, τον Λακλάου, γαρνιρισμένους με ολίγον Ζίζεκ και μπόλικο Λακάν• λίγος Φουκό, λίγος Ντελέζ, για να μην παραλείψει βεβαίως, ως τελειόφοιτος, να εντρυφήσει στους Χαρντ και Νέγκρι – και πού να πιάσουμε τα μεταπτυχιακά…,
- νομίζει ότι η ελευθερία έχει χορηγούς και δηλώνει πρόθυμος να διαπραγματευτεί μαζί τους, αφού είναι για καλό σκοπό, την τιμή της,
- δεν κατάλαβε γρι απ’ ό,τι λέω, γι’ αυτό και του συγχωρώ το ότι διαστρεβλώνει συστηματικά τις απόψεις μου, παρουσιάζοντάς με σαν ξεμωραμένο εραστή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού• δεν του συγχωρώ όμως την κακοποίηση των ιδεών και μπαίνω στον πειρασμό να του απαντήσω,
- δεν χάνει ευκαιρία να ευλογήσει τα γένια του, θέλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο να επισημάνει την απευθείας προνομιακή επικοινωνία του με τον «θεό» της σύγχρονης τέχνης,
- νομίζει ότι ο curator δεν διαφέρει και πολύ από τον marketing manager ή τον promoter• κοινοί τους στόχοι η με κάθε μέσο και τρόπο διεύρυνση της αγοράς, η προβολή του προϊόντος –που η λογική των πραγμάτων υπαγορεύει να έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά για να προβληθεί– και η προσέλκυση πελατών,
- επιθυμεί ο ίδιος, ως επιμελητής-μάνατζερ-τροφός και όχι ως κάτι άλλο, να χαρακτηρίζεται πιο κομψά ως auter, αν και δηλώνει ότι απεχθάνεται μετά βδελυγμίας τους αναχρονισμούς,
- νιώθει αλληλέγγυος με τους art directors των διαφημιστικών εταιριών που θεωρούν τους εαυτούς τους καλλιτέχνες και το έργο τους υψηλή τέχνη,
- είναι περήφανος ζηλωτής της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας – τίποτα απ’ όσα συμβαίνουν γύρω του δεν είναι ικανό να κλονίσει την πίστη του στο δόγμα,
- συμμετέχει σ’ έναν διεθνή διάλογο αυτιστικών, στην αιχμή των εξελίξεων στο χώρο της σύγχρονης τέχνης,
- φοβάται ότι το κύρος των απόψεών του θα καταρρεύσει αν δεν εδράζεται πάνω στους στιβαρούς τίτλους που συντάσσει με το όνομά του.

Πιο αναλυτικά και λίγο σοβαρότερα: Ο πολύγλωσσος, πολυπράγμων, πολυταξιδεμένος, πολυθόρυβος και πολυθεσίτης Α.Ζ. δεν αρκείται στην πολυέξοδη εφαρμογή των ιδεών του στην πράξη διοργανώνοντας μεγαλεπήβολες μπιενάλε, θέλει να γίνει και πολυξάκουστος στο διεθνές στερέωμα του «art world» εκφράζοντας πολυτελείς απόψεις που τις παρουσιάζει ως πολυπόθητες κοινές ανάγκες, εκφωνώντας λόγους στα αγγλικά. Εκτός από πολυμέριμνος μάνατζερ τοπικού πολυκαταστήματος που μας κολλάει με κάθε ευκαιρία στη μούρη λογιστικά φύλλα επικαλούμενος την πολυκοσμία στο ταμείο (50.000 θεατές παρακαλώ, δεν είναι παίξε γέλασε) προκειμένου να μας πείσει ότι η πολυσήμαντη και πολύγονη δράση του είναι ζωτική για την ανάπτυξη της σύγχρονης τέχνης εν Ελλάδι, επιθυμεί να γίνει και πολύφωτος κήρυκας του πλέον σύγχρονου ιδεολογικού κομφορμισμού: του «πλουραλισμού». Γι’ αυτό συγχέει πιθανώς την ελευθερία με το εύρος και την ποικιλία των προσφερόμενων επιλογών στο σούπερ μάρκετ, όπως ακριβώς συγχέει και τον curator με τον marketier.
Εκείνο που δεν θέλει να παραδεχτεί ο Α.Ζ., θεωρώντας το αφέλεια, ακόμα και γελοιότητα –κατηγορία την οποία φυσικά δεν θα είχε ποτέ το θράσος να ξεστομίσει καταπρόσωπο σε έναν από τα δισεκατομμύρια «ελεύθερους» αυτού του κόσμου–, είναι ότι σε μια κοινωνία όπου το χρήμα έχει αποκτήσει μεταφυσική σχεδόν υπόσταση και είναι ο διαμεσολαβητής των πάντων, που εμφανίζονται μπροστά του ως συγκρινόμενες ποσοτικά με αυτό αξίες, οι κάτοχοί του πλεονεκτούν σε δυνατότητες επιλογής· μπορούν να εκπληρώσουν απρόσκοπτα, ή τουλάχιστον πολύ πιο εύκολα τις επιθυμίες τους, και κατ’ αυτόν τον τρόπο επιδρούν στο συλλογικό γίγνεσθαι περισσότερο απ’ ότι τους αναλογεί πραγματικά ως μεμονωμένα άτομα· ικανοποιώντας δηλαδή τις επιθυμίες τους κάνουν αναπόφευκτα χρήση της εξουσίας που τους παρέχει η πλεονεκτική τους οικονομική θέση σ’ έναν απολύτως οικονομοκεντρικό κόσμο. Ο κόσμος που έχει ως μέτρο του το χρήμα είναι εκ των πραγμάτων ένας άνισος κόσμος. Κάποιοι δηλαδή είναι πιο «ελεύθεροι» από τους άλλους να κάνουν ό,τι θέλουν. Ακόμα και να τρέχουν με 200 χιλιόμετρα την ώρα με τα πολυτελή και ασφαλή αυτοκίνητά τους όταν το όριο ταχύτητας είναι 120 χιλιόμετρα. Και αυτοί, αντίθετα με ό,τι νομίζει ο Α.Ζ., αδιαφορούν πλήρως αν κάποιος… αντιστασιακός θα τους κάνει σινιάλο για να αποφύγουν το μπλόκο της τροχαίας, το χρήμα τούς θωρακίζει απέναντι στον νόμο. Ακόμα κι αν οι τροχονόμοι τους δώσουν τελικά κλήση και δεν υποκλιθούν απλώς, έμπλεοι δέους, στο πανάκριβο αυτοκίνητό τους και στην υψηλού κύρους αύρα τους, είναι σε θέση να την πληρώσουν χωρίς να τους κοστίζει τίποτα, αν δεν έχει ήδη σπεύσει να την «σβήσει» ο πολιτικός τους φίλος. Και αυτό δεν είναι θέμα ηθικής, αλλά δομικής θέσης σε ένα σύστημα που περιστρέφεται γύρω από το χρήμα και την αξία.
Το καίριο πλήγμα στην αφελή, αλλά όχι και τόσο αθώα άποψη του Α.Ζ., ο οποίος θεωρεί την ελευθερία αποκομμένη από την κοινωνική τάξη, οριζόμενη απλώς ως εύρος επιλογών και δυνατοτήτων, έρχεται από εκεί που δεν το περιμένει. Ένας από τους πλέον σημαντικούς συλλέκτες σύγχρονης τέχνης παγκοσμίως και επιφανής μεγαλοεπιχειρηματίας, ο Δάκης Ιωάννου, δηλώνει σε συνέντευξή του στην Καθημερινή (2/11/2008): «Μου αρέσει να έχω απόλυτη ελευθερία και να μην είμαι αναγκασμένος να βάζω νερό στο κρασί μου. Να κάνω ό,τι θέλω, όποτε θέλω. […] Θέλω να έχω την ευχέρεια των αποφάσεών μου και να μην αυτοπεριορίζομαι». Ο Δάκης Ιωάννου είναι ξεκάθαρος για τα θέλω του και για τα όρια της ελευθερίας του να τα ικανοποιήσει. Αναρωτιέμαι αν ο Α.Ζ. και όλοι εμείς οι υπόλοιποι έχουμε την ίδια ευχέρεια που δίνει στον κ. Ιωάννου, κυρίως και πρωτίστως, η οικονομική του θέση, να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες μας, να κάνουμε κι εμείς «ό,τι θέλουμε, όποτε θέλουμε» χωρίς να βάζουμε νερό στο κρασί μας. Αν κρίνω από τη γεύση και το χρώμα του κρασιού που πίνουμε καθημερινά, θα έλεγα μάλλον όχι…
Όμως η δήλωση αυτή του Δάκη Ιωάννου φανερώνει και κάτι ακόμα, εξίσου αποκαλυπτικό για την ιδεολογική σύγχυση που προκαλεί το νερωμένο κρασί στον Α.Ζ., αφού εκτός των άλλων αποδεικνύει ότι η κεφαλαιοκρατική τάξη έχει πλήρη συνείδηση της θέσης της, είναι πολύ πιο «αποϊδεολογικοποιημένη» και ειλικρινής απ’ ότι τα μεσοανώτερα στρώματα των μάνατζερ που συγχρωτίζονται μαζί της και βαυκαλίζονται, πουλώντας πνεύμα, ότι δημιουργούν τις προϋποθέσεις εκείνες που προσφέρουν θαλπωρή στην ανάπτυξη της «δημιουργικής παραγωγικότητας» αντί να μας πουν ότι έτσι βγάζουν το ψωμί τους. Τουλάχιστον εκείνοι λένε απροκάλυπτα ότι πράττουν όπως θέλουν και όλοι μας ξέρουμε από πού αντλούν αυτή τους τη δυνατότητα να το κάνουν: «It’s the economy, stupid!» – πόσο νερό πρέπει επιτέλους να βάλει κανείς στο κρασί του για να το καταλάβει;

Η σύγχυσή του Α.Ζ. είναι φυσικά δικαιολογημένη και από μια άλλη σκοπιά, αν τη δούμε όχι ως αποτέλεσμα κακού μεθυσιού αλλά από «δομική» άποψη, δηλαδή από τη θέση του μέσα σε ένα σύστημα το οποίο και ο ίδιος με τη δράση του συνδιαμορφώνει και το οποίο παρουσιάζει –ω, τι έκπληξη!– δομική ομολογία με το κυρίαρχο οικονομικό σύστημα (ας αναλογιστούμε μόνο τον συγκεντρωτισμό και τις μονοπωλιακές τάσεις και ας τις συγκρίνουμε με το μπιεναλικό μοντέλο συγκέντρωσης πόρων και νομιμοποίησης πεδίων παραγωγής λόγου, ή ας επικεντρώσουμε την προσοχή μας στην παραγωγή αξίας, ή στον καταμερισμό της εργασίας κ.λπ.).
Αναμφίβολα, δεν είναι το σύστημα, αλλά η επιθυμία του Α.Ζ. να πράξει και να εκφραστεί μέσα σε αυτό, αποδεχόμενος τους όρους του, που τον εγκλωβίζει σε μια καταφανώς σαθρή ρητορική· όμως αυτό είναι δικαίωμά του και δεν μας αφορά, ούτε μπορεί να είναι αντικείμενο κριτικής αφού δεν πρόκειται παρά για προσωπικές δοξασίες και επιλογές που ο καθένας δικαιούται ελεύθερα να έχει ή/και να κάνει. Αυτό που μας αφορά ωστόσο, γι’ αυτό και έχω ανοίξει από καιρό αυτή τη διαμάχη μαζί του και με ό,τι αυτός εκπροσωπεί, είναι η ίδια η δομή που προσπαθεί να στήσει καθώς και η δομική θέση που επιχειρεί να καταλάβει, σχεδόν εξ απήνης και ερήμην μιας ευρύτερης κοινότητας την οποία εκ των υστέρων επικαλείται και ισχυρίζεται ότι φροντίζει για την ανάπτυξή της• εξ ου και λέω ότι είναι πασίδηλη πλέον η επιθυμία του να ηγεμονεύσει και υποστηρίζω ότι οι άοκνες προσπάθειες που καταβάλει να υπερασπιστεί ένα συγκεκριμένο, λειτουργικό κατ’ αυτόν, μοντέλο εξυπηρετεί πρωτίστως τις δικές του βλέψεις και μαζί μ’ αυτές φυσικά και τις βλέψεις άλλων που συγκυριακά βολεύονται.
Ο Α.Ζ. αυτοπαρουσιάζεται ως ο εμπνευσμένος κινητήριος μοχλός του «εκσυγχρονισμού» στην ελληνική σύγχρονη τέχνη και στα «πολιτιστικά δρώμενα». Από τη μια μεριά εκμεταλλεύεται τη θέση του ως συντάκτης μεγάλης εφημερίδας που τον τοποθετεί ήδη σε μια θέση ισχύος στο χώρο, από την άλλη καπηλεύεται συνειδητά τις συνδηλώσεις που φέρει ο όρος μπιενάλε και το συγκεκριμένο οργανωτικό μοντέλο διαχείρισης πολιτιστικού κεφαλαίου που προσελκύει τόσο ιδιώτες χορηγούς όσο και κρατικά και ευρωπαϊκά κονδύλια (υλοποιώντας ουσιαστικά στην πράξη το όραμα Καραμανλή για ένα «πλουραλιστικό» και ανταποδοτικό μοντέλο χρηματοδότησης του πολιτισμού), για να παρουσιάζει το εγχείρημά του ως ένα γενικότερο διακύβευμα που πρέπει να μας αφορά όλους και οφείλουμε, υπό την απειλή της κατηγορίας επί προδοσία των κοινών τάχα μου συμφερόντων για την «ανάπτυξη της τέχνης», να συστρατευτούμε για την επιτυχία του.
Προς επίρρωση των υποσχέσεων του, ο Α.Ζ. θέλει να μας πείσει, με άκομψο είναι η αλήθεια τρόπο, ότι οι μπιενάλε λειτουργούν ως «προστατευτικό κέλυφος» της ελευθερίας των καλλιτεχνών, με λίγα λόγια ως ένα είδος Προσωρινών Αυτόνομων Ζωνών (Hakim Bey) όπου οι επιλεγμένοι να συμμετάσχουν καλλιτέχνες είναι ελεύθεροι να παράγουν το έργο τους χωρίς να σκοτίζονται για τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις. Είναι η μπιενάλε-ΠΑΖ που θα λειτουργήσει σαν κυματοθραύστης. Οι ηρωικοί επιμελητές-μάνατζερ θα εκμεταλλευτούν κάθε ευκαιρία που παρέχει το σύστημα για να υλοποιήσουν το όραμά τους και να εξασφαλίσουν ότι οι καλλιτέχνες θα μπορούν να δημιουργήσουν ελεύθερα. Μόνο που πέρα από την κοινότοπη επίκληση σε μια αόριστη «αυτονομία» της τέχνης, ξεχνάει να μας πει ότι οι ΠΑΖ, αν μπορούν να έχουν αυτές καθαυτές κάποιο νόημα και να μας αφορούν, δεν έχουν αφεντικά και διευθυντές, δεν προσδοκούν να γίνουν «θεσμός» και, κυρίως, είναι αυτοοργανωμένες και όχι προσχεδιασμένες και ελεγχόμενες από κάποιους που παίρνουν τις αποφάσεις (μαζί φυσικά με το όποιο ρίσκο ενέχει το εγχείρημα) και υπαγορεύουν το ρυθμό αλλά και το τραγούδι. Ο ρόλος του πάτρωνα ταιριάζει γάντι σε όσους θέλουν να προσφέρουν (δήθεν αμερόληπτα και αφιλοκερδώς) «context, time and place» για την ανάπτυξη της «δημιουργικής παραγωγικότητας» των άλλων όταν μεσολαβούν εμπορεύσιμες αξίες – γνωρίζω καλά, από πρώτο χέρι, από την πολύχρονη πείρα μου ως εκδότης τι σημαίνει πατρωνία, δεν θα μασήσω τώρα στα «γεράματα» με τους γελοίους ισχυρισμούς του Α.Ζ. και των ομοίων του.
Ο Α.Ζ. θέλει να εμφανιστεί εύψυχος, ως έχων περάσει στην ανώτερη πνευματική σφαίρα της «μετα-ιδεολογίας», όπου τα πράγματα τα διαχειριζόμαστε «ρεαλιστικά», σύμφωνα με τις περιστάσεις, χωρίς να αναρωτιόμαστε για τις γενικότερες προϋποθέσεις και τις συνέπειες των κινήτρων και των πράξεών μας, αλλά και των ορίων της ελευθερίας μας. Ο κυνισμός που υποβόσκει σε μια ανάλογη θέση είναι πιο επικίνδυνος από τις πιο απροκάλυπτα εκφρασμένες και εκδηλωμένες επιθέσεις των νεοφιλελεύθερων γιατί επικαλείται το κοινό καλό ενώ με πολλούς τρόπους εξυπηρετεί ιδιωτικά συμφέροντα. Τι άλλο μπορεί να σημαίνει άραγε το ότι ο Α.Ζ., μαζί με τους συνέταιρούς του, ξεπούλησαν πρώτα την «Κόλαση» όσο όσο και τώρα εποφθαλμιούν να πατήσουν πόδι και στα χωράφια του (παράκτιου) «Παραδείσου» για να τον πουλήσουν κι αυτόν σε τιμή ευκαιρίας; Real estate goes on.

Καταπέλτης όμως και για τη λαθροχειρία που επιχειρεί κατ’ επανάληψη και με κάθε ευκαιρία ο Α.Ζ. προκειμένου να πείσει ότι όλα αυτά που υπερασπίζεται καλλιεργούν τάχα μου νέο έδαφος και ανοίγουν κανάλια επαφής του ευρύτερου κοινού με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά έργα, είναι η άποψη που εκφράζει ένας νέος μεν περιώνυμος δε και ισχυρός παίχτης στην ελληνική αγορά σύγχρονης τέχνης, ο Ανδρέας Μελάς, ιδιοκτήτης της γκαλερί «AMP», ο οποίος δηλώνει με αφοπλιστική ειλικρίνεια σε συνέντευξη του στο περιοδικό «Κ» της Καθημερινής (2/11/2008), αναφερόμενος στην παντελή απουσία κοινού από τις εκθέσεις του: «Στα εγκαίνια της πρώτης έκθεσης έγινε χαμός. Πάω την επόμενη μέρα και η γκαλερί είναι άδεια. Και τη μεθεπόμενη το ίδιο. Πού είναι το κοινό;». Εύλογο όσο και επιτακτικό, εν προκειμένω, ερώτημα και δεν νομίζω ότι ο Α.Ζ έχει κάποια απάντηση να δώσει. Θα πρέπει μάλλον να ξεσκονίσει τις αριθμητικές γνώσεις του και να μετρήσει ξανά τις 50.000 θεατές της Μπιενάλε της Αθήνας που συνδιοργάνωσε• μάλλον κάτι δεν πάει καλά στα νούμερα, κάτι είναι που του διαφεύγει – ή βαυκαλίζεται και συνάμα κοροϊδεύει κι όλους εμάς.
Ή μήπως θέλει να μας πει ότι αφού κανείς δεν πατάει στις γκαλερί εκτός από τους συνήθεις ύποπτους και κάποιους συγγενείς ή φίλους ανά περίσταση, η μοναδική ευκαιρία για τους καλλιτέχνες και το έργο τους να επικοινωνήσουν με ένα ευρύτερο κοινό είναι φεστιβαλικές διοργανώσεις τύπου μπιενάλε; Ότι η μπιενάλε είναι ένας «μηχανισμός» που παράγει υπεραξία την οποία καρπώνονται όλοι οι εμπλεκόμενοι: γκαλερίστες, συλλέκτες, επιμελητές, κριτικοί και αναμφίβολα όλοι οι καλλιτέχνες εφόσον αναβαθμίζεται γενικώς το προϊόν τους, ασχέτως κι αν αυτή η κατανομή είναι άνιση.
Ομολογουμένως αυτές οι αιτιάσεις πιθανώς να είναι αρκετά βάσιμες• όμως τι πραγματικά σημαίνουν πέρα από το ότι η τέχνη έχει ανάγκη τον συγκεντρωτισμό και την οικονομία κλίμακας που καθιστούν λειτουργικό αυτόν τον τρόπο εκθέσεων για να επικοινωνήσει με το αδιάφορο εν γένει κοινό; Και πιστεύει στ’ αλήθεια ο Α.Ζ. ότι αυτό το μοντέλο δεν επιδρά με πολύπλοκους τρόπους στην ίδια την παραγωγή των έργων; Η τέχνη έχει υποστεί μια μετάλλαξη που την ενσωματώνει ολοένα και περισσότερο στην οικονομία, αυτή είναι μια πραγματικότητα που ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει. Το ερώτημα είναι αν και πώς μπορεί να διατηρήσει (εφόσον πιστεύουμε ότι έχει σημασία να τη διατηρήσει) ή να ξαναβρεί, με τους υπάρχοντες φυσικά όρους αλλά με μια κατηγορηματική πρόθεση υπέρβασής τους, την κριτική της διάσταση. Και δεν εννοώ την κριτική απλώς ως σινιάλα, αλλά ως απόπειρα να φέρουμε στο φως και να καταγγείλουμε τις συγκαλυμμένες προϋποθέσεις της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας που βυθίζουν στην απελπισία τα τρία τέταρτα των κατοίκων του πλανήτη, όχι φυσικά «στρατεύοντας» το έργο μας, τη μορφή και το περιεχόμενό του, αλλά την ίδια την καλλιτεχνική διαδικασία και τη σχέση του καλλιτέχνη και της τέχνης με τη ζωή. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να αναρωτηθούμε: Είναι δυνατόν στις παρούσες κοινωνικές συνθήκες η τέχνη να αποκτήσει έναν τέτοιο ρόλο; Αν όχι, μπορεί να είναι μια τέχνη που μας αφορά ή θεωρούμε πια την τέχνη άλλο ένα μέσο επικοινωνίας, κάτι σαν τα εικονομηνύματα των κινητών τηλεφώνων; Είναι η οργανωτική δομή των μπιενάλε το κατάλληλο έδαφος για να ευδοκιμήσει μια πιο ουσιαστική σχέση με την τέχνη; Αν όχι, ποιο θα ήταν το κατάλληλο έδαφος και πώς μπορούμε να το καλλιεργήσουμε χωρίς να γίνει φέουδο κάποιων ισχυρών; Είναι δυνατόν να κάνουμε κάτι τέτοιο χωρίς ταυτόχρονα η πράξη μας αυτή να αμφισβητεί ριζικά το status quo και να επιφέρει μια πραγματική αλλαγή στην κοινωνία;

Ποτέ δεν κατηγόρησα τον Α.Ζ., ούτε και κάποιον άλλο απ’ όσο θυμάμαι, γιατί διοργανώνει εκθέσεις και εκδηλώσεις, με γειά τους με χαρά τους και κανένας λόγος δεν μου πέφτει τι κάνουν. Η μεριμνά του να χτίσει ένα «καταφύγιο της τέχνης» εν μέσω του βομβαρδισμένου τοπίου είναι συγκινητική, εμένα όμως δεν με πείθει, ας με συγχωρήσει αλλά βλέπω το κτίσμα του πιο πολύ σαν φυλακή. Ίσως κάποιους άλλους να τους πείθει, διόλου με αφορά. Ενίσταμαι όμως όταν αυτή του η δραστηριότητα παρουσιάζεται από τον ίδιο ως «πακέτο-προσφορά» που οφείλουμε να αγοράσουμε, έστω και με δόσεις, για να εκσυγχρονιστούμε αλλιώς θα παραμείνουμε αναποτελεσματικοί και μίζεροι. Δεν του πέρασε καν από το μυαλό να διερωτηθεί τι μπορούν να σημαίνουν τα όσα συμβαίνουν με καταιγιστικό ρυθμό στον κόσμο γύρω μας, ποιες μπορεί να είναι οι αιτίες του αδιεξόδου και τι μπορούμε να κάνουμε για να βγούμε από αυτό. Αντιθέτως, πατάει περισσότερο το γκάζι και ανεβάζει τις στροφές της μηχανής, αυξάνοντας ολοένα και περισσότερο την ταχύτητα, τόσο πολύ που αυτό που θα μπορούσε να είναι ένα δύσκολο αλλά απολαυστικό ταξίδι γεμάτο εικόνες και σκέψεις, αμφιβολίες, ελπίδες και οράματα, μετατρέπεται σε αγχώδη κούρσα με τον χρόνο, ένα επικίνδυνο χωρίς προορισμό ταξίδι στο σκοτάδι, με σβηστά μάλιστα τα φώτα.
Αν και μιλάμε, κυριολεκτικά, άλλη γλώσσα, ο Α.Ζ. αγγλικά εγώ ελληνικά, προφανώς δεν είναι αυτή η αιτία της πλήρους ασυνεννοησίας μας αφού με την ελάχιστη βοήθεια ενός λεξικού μπορούμε, αν θέλουμε, να καταλάβουμε τι λέει ο άλλος. Η ασυνεννοησία είναι θεμελιακή διότι αφορά στις πολιτικές θέσεις που εκφράζει καθένας από εμάς όπως προσπάθησα να δείξω, θέσεις οι οποίες είναι εκ διαμέτρου αντίθετες και ανταγωνιστικές. Το χάσμα μεταξύ μας είναι τεράστιο, και θα παραμείνει τέτοιο για όσο ο Α.Ζ., σε αντίθεση με μένα, πιστεύει ότι η συγχώνευση της τέχνης με το κεφάλαιο αποδεικνύει ότι «οι άνθρωποι προοδεύουν», ότι η αγορά είναι συνώνυμο της ελευθερίας, ότι αντίσταση μπορεί να γίνει ακόμα και μέσω της προσευχής, ότι αλληλεγγύη σημαίνει πρωτίστως ικανοποίηση του εγώ, ότι ατομική ελευθερία σημαίνει να έχω πολλές δυνατότητες επιλογής και, τέλος, ότι δεν αξίζει τον κόπο να αναζητούμε κάτι άλλο πέρα από αυτό που ήδη υπάρχει, μόνο να το αναπαράγουμε ζητωκραυγάζοντας θερμά για τις «ελευθερίες» που απλόχερα μας παρέχει. Όπως λένε και στον Economist για τον καπιταλισμό, «παρά τις όποιες αδυναμίες του, είναι το καλύτερο οικονομικό σύστημα που ανακαλύψαμε ποτέ».
Αυτό που φαίνεται να μην θέλει να καταλάβει ο Α.Ζ. και όσοι συμμερίζονται τις απόψεις του είναι ότι όταν οδηγείς με σβηστά φώτα στο σκοτάδι, με 130 χιλιόμετρα την ώρα, ελαφρώς θολωμένος από το νερωμένο κρασί που συνήθισες πια αδιαμαρτύρητα να πίνεις, το θέμα δεν είναι αν κάποιος θα σου κάνει σινιάλο για να γλιτώσεις την κλήση της τροχαίας, αλλά αν κάποιος θα σε προειδοποιήσει για να γλιτώσεις τον γκρεμό.

Παρατηρήσεις για την κρίση

1. Το ρήγμα στη συνείδηση

Όσοι προβλέπουν την «κατάρρευση του συστήματος» στο πολύ άμεσο μέλλον, επικαλούμενοι τη βαθιά κρίση που μαστίζει την παγκόσμια οικονομία, θα πρέπει να είναι πιο φειδωλοί στις εκτιμήσεις τους καθώς, πέρα από τους πραγματικά πολύ ισχυρούς κλυδωνισμούς που η κρίση προκαλεί και τις αλλαγές που θα επιφέρει, τίποτα δεν συνηγορεί υπέρ αυτής της άποψης.
Η σπουδή και η αποφασιστικότητα με την οποία η άρχουσα πολιτικοοικονομική τάξη δρα για να επαναφέρει τη «διαταραγμένη ισορροπία», με κύριο μέσο το κράτος και ανασύροντας από τη θεωρία κάθε ευεπίφορο για τους σκοπούς της επιχείρημα, υιοθετώντας ανενδοίαστα ακόμα και δόγματα της αντίπαλης, δήθεν «νεκρής» πολιτικής ιδεολογίας, διασφαλίζει εν μέρει και ελλείψει ισχυρής εναλλακτικής πρότασης με ρεαλιστική υπόσταση και ευρύ λαϊκό έρεισμα, την προσωρινή τουλάχιστον διάσωση του καπιταλισμού.

Η λαίλαπα της «μεγαλύτερης κρίσης μετά από το κραχ του ’29», όπως αποκαλείται, δεν προκαλεί μόνο σοβαρές απώλειες. Όπως κάθε κρίση του παρελθόντος δημιουργεί επίσης μεγάλες ευκαιρίες για εκείνους που είναι σε θέση, ξέρουν και μπορούν να τις αδράξουν. Είναι πάντα μια καλή συγκυρία την οποία τμήματα της πολιτικοοικονομικής ελίτ εκμεταλλεύονται για να ξεπαστρέψουν από τη μια τους ανταγωνιστές τους και, από την άλλη, τους ταξικούς τους αντίπαλους.
Ας μην ξεχνάμε ότι, σύμφωνα με τη δική τους οπτική, ο καπιταλισμός εμφανίζεται να αναπτύσσεται με τη «δημιουργική καταστροφή» (Σουμπέτερ), με την «απελευθέρωση» του κεφαλαίου από αντι-παραγωγικές επενδύσεις και τις συνακόλουθες επιπτώσεις που αυτή η κίνηση έχει στην διάρθρωση της παραγωγής, στην απασχόληση, στις τιμές, στα κέρδη, κ.ο.κ.. Σύμφωνα με αυτή την λογική, κάθε νέο μοίρασμα της τράπουλας έχει, όπως είναι αναπόφευκτο, χαμένους και κερδισμένους. Η αισιόδοξη πλευρά της θεωρίας λέει ότι οι κερδισμένοι θα είναι πιο πολλοί και ότι υπάρχει μέριμνα ακόμα και για τους χαμένους· με απλά λόγια ισχυρίζονται ότι «μαζί με τον βασιλικό ποτίζεται κι η γλάστρα» – γι’ αυτό και όλοι πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι. Η άλλη πλευρά, η πιο συγκαλυμμένη και κυνική, αδιαφορεί πλήρως για το εφικτό ή όχι αυτής της προσδοκίας αφού αναγνωρίζει απροκάλυπτα ότι έτσι κι αλλιώς πρόκειται για τη θεωρία που εκφράζει πρωτίστως τα συμφέροντα των κερδισμένων, με άλλα λόγια για την ηθική των ισχυρών.
Είναι κοινός πια τόπος ότι η πολιτική οικονομία είναι μια ακόμα αστική ιδεολογία (δηλαδή ταξική) που εμφανίζεται με την επίφαση της επιστήμης (δηλαδή των «αντικειμενικών νόμων» και της «φυσικής τάξης») και αποτρέπει κάθε συζήτηση για τη δυνατότητα εναλλακτικών λύσεων ως «ουτοπισμό». Το δυσάρεστο είναι ότι έχει καταφέρει να παρασύρει και τον υποτιθέμενο αντίπαλό της, τη σοσιαλδημοκρατική αριστερά, στο δικό της παιχνίδι.

Η φαινομενική ένταση της ιδεολογικής μάχης μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλδημοκρατίας που έχει φουντώσει εκ νέου με αφορμή την τρέχουσα κρίση είναι εύλογο να απογοητεύει εκείνους που μιλούσαν για το «τέλος της ιστορίας» και την οριστική επικράτηση του φιλελευθερισμού· αποτελεί καθαυτή αδιάσειστη απόδειξη της πλάνης τους. Από την άλλη, είναι εξίσου εύλογο να πούμε ότι οι όροι με τους οποίους διαμείβεται η διαμάχη αυτή τους δίνει εν τέλει δίκιο. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια νίκη των φιλελεύθερων, αφού έχουν καταφέρει να φέρουν τη συζήτηση με τον αντίπαλο στα μέτρα τους: δεν αμφισβητείται η ελεύθερη αγορά αλλά το εύρος ρύθμισής της. Δεν αμφισβητείται ο καπιταλισμός αλλά η «ασυδοσία ορισμένων κερδοσκόπων». Η συζήτηση δεν ξεπερνάει ποτέ τα όρια που έχουν τεθεί με κοινή αποδοχή. Το πρόβλημα είναι ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για τα όρια που έχουν χαράξει προ πολλού οι φιλελεύθεροι. Υπ’ αυτή την έννοια, οι υβριδικές από άποψη ιδεολογικής νομιμοποίησης «κρατικοποιήσεις» χρεοκοπημένων τραπεζών και επιχειρήσεων μοιάζουν απολύτως λογικές.
Όμως, η ίδια ιδεολογική διαμάχη θα απογοητεύσει εξίσου και όσους από εμάς θεωρούμε τις συνθήκες της (κάθε) κρίσης ευεπίφορο έδαφος για επαναστατικές λύσεις, για διαφορετικούς φυσικά λόγους. Αφενός, διότι ο περιορισμός της συζήτησης σε μια διελκυστίνδα μεταξύ επιχειρημάτων για λιγότερη ή περισσότερη ρύθμιση και παρέμβαση του κράτους στην οικονομία δεν επιτρέπει την επικέντρωση της προσοχής μας στον πυρήνα του προβλήματος, που δεν είναι άλλος από έναν πολιτισμό που περιστρέφεται γύρω από την παραγωγή αξίας. Αφετέρου, διότι είναι προφανές ότι οποιαδήποτε άλλη συζήτηση που θα έθετε ζήτημα ριζικής ανατροπής του συστήματος με στόχο μια πιο δίκαιη κοινωνία για όλους αποδεικνύεται, για μια ακόμα φορά, ότι αφορά μια μειοψηφία μόνο και δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει το ευρύτερο ακροατήριο που θα την καθιστούσε υπολογίσιμη εναλλακτική λύση.

Είναι σε όλους μας προφανές νομίζω ότι, παρά τις όποιες προσδοκίες μας, οι συνθήκες για μια πιο δραστική, συνολική πολιτική απάντηση στην κρίση δεν είναι κοινωνικά ώριμες. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ωριμάζουν κιόλας, έστω και με απρόβλεπτο και χαοτικό τρόπο. Οι πυρήνες αντίδρασης είναι ήδη πολλοί και πολυποίκιλοι (που υπό μία έννοια μπορεί να είναι διάχυση δυνάμεων, υπό μία άλλη, κυτταρική ανάπτυξη που τείνει να δικτυωθεί), δημιουργούνται δε ολοένα και περισσότεροι. Σε καμιά περίπτωση ωστόσο δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ένα συλλογικό, συνεκτικό υποκείμενο δράσης (όπως είναι ας πούμε η «εργατική τάξη»), ικανό να ανατρέψει τις δεδομένες ισορροπίες. Από την άλλη, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα συγκρότησής του μελλοντικά, προπαντός αν οι εξελίξεις τείνουν στο χειρότερο όπως όλα δείχνουν. (Ακόμα και να ξεπεραστεί η οικονομική κρίση, θα παραμείνουμε αντιμέτωποι με την πολύ πιο σοβαρή οικολογική κρίση την οποία πρέπει να αντιμετωπίσουμε επειγόντως!)
Η επικείμενη διεύρυνση της οικονομικής κρίσης, τα αποτελέσματα της οποίας θα είναι επώδυνα για όλους (όχι όμως τόσο όσο για τους περισσότερο αδύναμους που θα την πληρώσουν ακριβότερα, κάποιοι ακόμα και με τη ζωή τους), θα αναγκάσουν πολλούς να αναθεωρήσουν δεδομένες έως τώρα απόψεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο γίνονται μέχρι σήμερα τα πράγματα και πιθανώς να τους κάνει να σκεφτούν ότι πρέπει να αλλάξουν· να σκεφτούν ίσως και την κατεύθυνση που πρέπει να πάρουν.
Πράγματι, μπορεί ο καπιταλισμός να βγει μπαρουτοκαπνισμένος μεν σώος δε, αν και παραπαίοντας, από μία ακόμα κρίση, το κύρος του όμως θα έχει δεχτεί ισχυρότατο πλήγμα, προκαλώντας ένα ρήγμα στη συνείδηση πολλών ανθρώπων. Κανείς δεν είναι σε θέση να πει πράγματι τι είδους ιδέες, συμπεριφορές και τάσεις θα αναδυθούν στο άμεσο μέλλον μέσα από αυτό το ρήγμα και πώς θα εκφραστούν πολιτικά. Οι διεργασίες που σοβούν κάτω από την επιφάνεια των γεγονότων, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε ατομικό επίπεδο, θα διαμορφώσουν ένα νέο τοπίο, την εικόνα του οποίου δεν είμαστε σε θέση να σκιαγραφήσουμε.
Ακόμα κι έτσι ωστόσο, μπορούμε να θεωρούμε βέβαιο ότι: το πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού δεν θα ειρηνεύσει παρά μόνο όταν και εάν αρθούν αυτές καθαυτές οι προϋποθέσεις των κρίσεων, δηλαδή οι ίδιες οι προϋποθέσεις του καπιταλιστικού συστήματος και κάθε συστήματος κυριαρχίας πάνω στον άνθρωπο και τη φύση.

Η αγορά της σύγχρονης τέχνης φοράει τα μαύρα

Μαύρη πλερέζα έχει φορέσει η παγκόσμια αγορά της σύγχρονης τέχνης. Πενθεί απ’ ό,τι φαίνεται για την, απρόσμενη δήθεν, απώλεια της υπόληψής της. Μαζί μ’ αυτήν πενθούνε νιές, πενθούν και παλικάρια. Και πώς να μην πενθήσουν… Τα μαντάτα από την πρόσφατη Frieze Art Fair του Λονδίνου, ένα από τα μεγαλύτερα παζάρια σύγχρονης τέχνης στον κόσμο, είναι θλιβερά και κάνουν κάποιους να θρηνούν με επίσης μαύρο δάκρυ τώρα που τα φώτα χαμηλώνουν και το πάρτυ που είχε στηθεί τα τελευταία χρόνια μοιάζει να έφτασε, μάλλον άδοξα, στο τέλος του. Η πρόσφατη κρίση, αναμενόμενη κρίση ενός γενικότερου μοντέλου ανάπτυξης και όχι στενά οικονομική και απλώς συγκυριακή, ήρθε να μετατρέψει το πάρτυ, πάνω που φούντωνε, σε κηδεία.
Η αγορά της σύγχρονης τέχνης είναι άλλη μια «φούσκα» που σκάει με παταγώδη κρότο και καταβαραθρώνει σταθερές μέχρι χθες «αξίες» αφήνοντας ενεούς όλους όσους επένδυσαν (με κάθε τρόπο) σ’ αυτήν. Τα χτυπήματα που δέχεται η αγορά της σύγχρονης τέχνης είναι πολλαπλά και ένα από τα πλέον ισχυρά, που την κλονίζει στη βάση της, είναι ότι η συγκεκριμένη αγορά, όπως και η αγορά ακριβών αυτοκινήτων, αποψιλώνεται από μια πολυπληθή μερίδα αγοραστών στην οποία είχε στηριχτεί η πρόσφατη ανάπτυξή της αλλά και η υπερβολική άνοδος των τιμών που παρατηρήθηκαν τα τελευταία χρόνια. Οι νέο-γιάπηδες, μαζί με την ξανθή σύζυγο, το τζιπ και το σπίτι με πισίνα (αν και υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο φαντασιακό των γιάπηδων από χώρα σε χώρα, σε αυτές τις τρεις επιλογές, κατά έναν παράδοξο τρόπο, συγκλίνουν), εξαγόραζαν κοινωνικό στάτους κάνοντας παράλληλα και μια επικερδή (έτσι τουλάχιστον πίστευαν) επένδυση σε έργα τέχνης. Όλα έγιναν σε έναν αδικαιολόγητα υπερθετικό βαθμό και ο μαξιμαλισμός, απόλυτα συμβατός με τη λογική της ανάπτυξης και του κέρδους, κυριάρχησε. Οι γκαλερί, οι φουάρ και οι μπιενάλε ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια απανταχού της γης μαζί με μια πληθώρα καλλιτεχνών, «θεωρητικών», κριτικών και επιμελητών, οι δημοπρασίες έργων σύγχρονης τέχνης έπιαναν ασύλληπτες τιμές (όπως προσφάτως τα έργα του Damien Hirst π.χ.), ενώ τα πιο trendy περιοδικά του χώρου άρχισαν να πάσχουν από υπερτροφία λόγω των πολλών διαφημίσεων που φιλοξενούσαν ανά τεύχος.
Αναμφίβολα η αγορά «ανθούσε» και πλημμύριζε με αισιοδοξία τους έμπορους σύγχρονης τέχνης, τα στελέχη και τα κάθε είδους φερέφωνά τους και συνακόλουθα και τους καλλιτέχνες που εκτός από το να ονειρεύονται να γίνουν «σταρ» μπορούσαν επίσης να ευελπιστούν πως, δοθείσης της ευκαιρίας, μπορούν ακόμα και να πλουτίσουν. Όλα αυτά έως χτες που η κρίση υπέβοσκε, πριν ακόμα ξεσπάσει σαν κατακλυσμός που θα αφήσει πίσω του, οπόταν κοπάσει, ένα αναδιαμορφωμένο τοπίο, του οποίου την εικόνα κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει καθώς όλα είναι ανοιχτά στο ενδεχόμενο – και ακριβώς αυτό είναι που μας τρομάζει. Σήμερα, με την κρίση σε εξέλιξη να δημιουργεί ένα περιβάλλον αστάθειας, σύγχυσης και πανικού, τις οικονομικές ζημιές να αγγίζουν δυσθεώρητα ύψη την ώρα που οι δείκτες των χρηματιστηρίων κατρακυλάνε συνεχώς στον πάτο και η χρηματιστηριακή κρίση περνάει και στην αποκαλούμενη «πραγματική οικονομία», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για όλους μας, χιλιάδες μέχρι χτες «εύποροι» (συνήθως κάτοχοι μετοχών της εταιρίας που εργάζονται ή/και γενικότερα επενδυτές) που είδαν το κεφάλαιό τους να συρρικνώνεται μέχρις εξαφανίσεως ενώ οι εταιρικές καρέκλες τους τρίζουν επικίνδυνα (αν κάθονται ακόμα σε αυτές), σκέφτονται πώς θα διασώσουν ό,τι διασώζεται και πώς θα ξεπεράσουν τον σκόπελο χωρίς να βουλιάξουν. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το τελευταίο πράγμα που θα κάνουν θα είναι να αγοράσουν το υπερτιμημένο συνήθως έργο κάποιου σύγχρονου καλλιτέχνη, πόσο μάλλον κάποιου νέου και μη καταξιωμένου. Η «κρίση εμπιστοσύνης» που πλήττει το οικονομικό σύστημα δύσκολα θα αποκατασταθεί και κάθε αμφιλεγόμενη «αξία» θα υποτιμείται συνεχώς. Εκτός κι αν συμβεί ένα θαύμα, μια νεκρανάσταση που θα εμφυσήσει εκ νέου ζωή στο πτώμα. Τέτοιες ελπίδες όμως μόνον οι πιστοί δικαιούνται να τρέφουν.
Τίποτα από αυτά δεν πρέπει να μας προκαλεί κατάπληξη αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς· υπήρχε εξ αρχής κάτι εγγενώς σάπιο και άρρωστο σε αυτή την αγορά «συμβολικής αξίας» και όλοι το υποψιαζόμασταν ή το ξέραμε. Η τέχνη σαν εμπόρευμα (είτε στη μορφή του έργου τέχνης είτε στην ίδια την ενασχόληση με αυτήν με όρους αγοράς), πραγμοποιημένη και φετιχοποιημένη μορφή αξίας, είναι αναμφίβολα η λογική ενός ετοιμοθάνατου πια μοντέλου. Η κρίση που μαστίζει την παγκόσμια οικονομία στραγγαλίζει έναν ήδη φθισικό που ήξερε να κρύβει καλά την αρρώστια του κάτω από μια παχιά στρώση μακιγιάζ για να μοιάζει ζωντανός και υγιής υπό το φως των προβολέων που τόσο τον έθελγαν. Και παρόλο που δεν τον είχε καταβάλλει ακόμα η ανίατη αρρώστια του πέφτει τώρα, από τους πρώτους λόγω της ανίσχυρης κράσης του, θύμα της κρίσης.
Αν και «από άποψη» φορούσαν ήδη μαύρα, κάτι που είναι αρκετό, κατά έναν παράδοξα ειρωνικό τρόπο, για να τους γλιτώσει από τον κόπο να πρέπει να αλλάξουν ρούχα για την επικείμενη κηδεία, οι διαπρύσιοι κήρυκες της ιδεολογίας της αγοράς και οι ινστρούχτορες τής με κάθε μέσο ανάπτυξης, έως πρότινος λαλίστατοι και αλαζόνες, καταπίνουν τώρα τη γλώσσα τους και αποσύρονται διακριτικά στη σκιά του σαστισμένου και αμήχανου «art crowd» που αποτελούσε το κοινό τους, ψελλίζοντας ακατάληπτες δικαιολογίες. Ευτυχώς για τους ίδιους δεν κινδυνεύουν να πεινάσουν: κατέχουν έτσι κι αλλιώς πολλές επαγγελματικές ιδιότητες και θέσεις ούτως ώστε δύσκολα θα μείνουν άνεργοι ακόμα και σε πιο δύσκολες για τους πολλούς ώρες. Δεν πρέπει να ανησυχούμε καθόλου γι’ αυτούς. Θα τους μείνει αναπόφευκτα μια πίκρα για τις ανεκπλήρωτες φιλοδοξίες τους και ίσως ένας πληγωμένος εγωισμός που δεν θα τους επιτρέπει να παραδεχτούν την ήττα, όμως δεν ξεχνάμε –αντιθέτως, αυτό ακριβώς είναι που μας κάνει να θυμώνουμε– ότι τα σπασμένα θα τα πληρώσουν εν τέλει άλλοι, και μάλιστα πολύ ακριβά.
Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση σαρώνει σαν λαίλαπα το έτσι κι αλλιώς σαθρό υπόβαθρο μιας υπερτιμημένης ιδεολογίας, που κάποιοι δικοί μας εδώ, σε μια απελπισμένη και προφανώς μάταιη κίνηση διάσωσης των «επενδύσεών» τους και του όποιου κύρους τους (η άλλη εξήγηση γι’ αυτή τους την εμμονή σε αποδεδειγμένα εξ αρχής κούφια ιδεολογήματα είναι ότι πρόκειται για καθαρή βλακεία), επιμένουν ακόμα, σε μια ύστατη προσπάθεια, να μας την παρουσιάζουν σαν ψαλμωδία των Χερουβείμ που θα μας συντροφεύει στην προδιαγεγραμμένη πορεία μας από την Κόλαση προς τον Παράδεισο που μας ετοιμάζουν. Μόνο που τώρα η «μουσική» τους ηχεί φάλτσα και όλο και πιο πολλοί από εμάς δεν θέλουμε πια να συνεχίσουμε να την ακούμε. Άλλες μουσικές αρχίζουν να φτάνουν, αχνά προς στιγμήν, στ’ αυτιά μας…
Οι χαλεποί καιροί που πιθανώς έρχονται θα σβήσουν και το τελευταίο ίχνος νομιμοποίησης που απολάμβαναν οι απόψεις των «εκσυγχρονιστών» μάνατζερ της τέχνης, αυτών των ψευδοπροφητών που βαυκαλίζονταν ότι θα κυριαρχήσουν. Η ηγεμονική θέση που φάνηκε να απέκτησαν πρόσκαιρα λόγω των συγκυριών και με την ιδεολογική συγκάλυψη της απύθμενης κενότητας των ρητορειών περί αγοράς και ανάπτυξης που τόσο καιρό μάς τσαμπουνάνε, πολύ δύσκολα θα επανακτηθεί αφού ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Θα πρέπει να βρουν ένα καινούργιο παραμύθι να μας πουν τώρα ή, αν ενδιαφέρθηκαν ποτέ πραγματικά για την τέχνη, θα πρέπει να πάψουν επιτέλους να ασελγούν πάνω στο πτώμα της και να αφήσουν την ψυχή της, αν ποτέ είχε κάτι τέτοιο, να αναπαυτεί εν ειρήνη.

Ποιος είναι ο δολοφόνος της φύσης;

Του Φώτη Τερζάκη

Οι δραματικές καιρικές μεταβολές που πλήττουν με ήδη τρομακτικές συνέπειες τον πλανήτη φαίνεται ότι σήμαναν τους πρώτους συναγερμούς. Ερευνητικές επιτροπές, διεθνείς διασκέψεις και ειδικά επιστημονικά συνέδρια πολλαπλασιάζονται εσχάτως δίνοντας στη δημοσιότητα εφιαλτικές προβλέψεις για την επόμενη πεντηκονταετία. Η απροσδόκητη αύξηση των τιμών των τροφίμων παγκοσμίως, ο πόλεμος για το ρύζι και ο θάνατος για την τορτίγια, σε συνδυασμό με το ακόμη πιο τρομακτικό πρόβλημα της μείωσης των υδάτινων αποθεμάτων, αλληλεπιδρούν με την αλλαγή του κλίματος προδιαγράφοντας ένα μέλλον όλο και πιο αγωνιώδες για ένα αυξανόμενο ποσοστό του πληθυσμού τού πλανήτη. Καμία έκπληξη, βέβαια, για όσους εδώ και είκοσι τουλάχιστον χρόνια πασχίζουμε σε όλους τους δυνατούς τόνους να δείξουμε τον αυτοκαταστροφικό βηματισμό τού παρόντος πολιτισμού... Το ότι κάποια πράγματα αρχίζουν να γίνονται κοινή συνείδηση είναι βέβαια κάτι· αναρωτιέται όμως κανείς ποια δύναμη στο σημερινό κόσμο είναι ικανή να ανακόψει την αυτοκτονική πορεία ολόκληρης της ανθρωπότητας, όταν αυτό στην πράξη σημαίνει να εξουδετερωθούν κτηνώδη και ανυποχώρητα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα – και μαζί τους, κατά πάσα πιθανότητα, οι ίδιες οι παγκόσμιες πλουτοκρατικές και διοικητικές ελίτ που είναι έτοιμες να θυσιάσουν οσαδήποτε δισεκατομμύρια ανθρώπινου πληθυσμού χάριν των άθλιων μεσοπρόθεσμων ταξικών ή και «εθνικών» τους συμφερόντων…

Ας πούμε ότι αυτή είναι πολιτική διάσταση του προβλήματος. Υπάρχει όμως και μία άλλη, συμπληρωματική, που συνδέεται με το ιδιάζον καθήκον, όπως λέμε, του θεωρητικού και του ακόμη αποκαλούμενου διανοουμένου: να επισημανθούν και να απονομιμοποιηθούν οι συγκεκριμένες εκείνες ιδεολογικές διαμορφώσεις που εξουσιοδότησαν συλλογικές αποφάσεις και πρακτικές οι οποίες οδήγησαν τον κόσμο μας, αυτό που αποκαλούμε «πολιτισμό», στο χείλος της αβύσσου όπου τον βρίσκουμε σήμερα. Μία από τις τραγικότερες ειρωνείες αναγκάζει τον ασυμβίβαστα σκεπτόμενο διανοητή του καιρού μας να παίξει, θέλοντας ή μη, τον άχαρο ρόλο τού επιθεωρητή που ψάχνει να ανακαλύψει, συνδέοντας μισοφώτιστα σημεία και διάσπαρτες ενδείξεις, όχι μόνο τον τελικό αυτουργό αλλά και όλη τη μακριά αλυσίδα των υποκινητών και των συνενόχων.

Και τέτοιοι συνένοχοι είναι πολλοί. Εμφανέστατα, και εν πρώτοις, το πνεύμα τής όλης νεωτερικής τεχνοεπιστήμης που προβαίνει σε ένα απερίφραστο εγχείρημα κατεξουσιασμού της φύσης υπάγοντάς την, ήδη από την εποχή του Γαλιλαίου, του Βάκωνα και του Καρτέσιου, στις αρχές της μετρησιμότητας και της αποδοτικότητας. Η μετρησιμότητα είναι βέβαια όρος για να καταστεί η φύση πρακτικώς αποδοτική, δηλαδή απεριόριστα εκμεταλλεύσιμη, ωστόσο τη παραλλάσσουσα έμφαση μεταξύ των δύο αυτών αλληλοδιαπλεκόμενων όψεων διακρίνει κάποιος στις παραδόσεις του ευρωπαϊκού ορθολογισμού και του αγγλοσαξωνικού εμπειρισμού. Το όλο εγχείρημα νομιμοποιείται με την κατασκευή μιας ηγεμονικής αρχής του ανθρώπινου υποκειμένου, του λεγόμενου Cogito, το οποίο δεν είναι απλώς μια μεταφυσική εξουσιοδότηση του είδους Άνθρωπος, αλλά συγκαλύπτει πάντα και μία ειδικώς ταξική φύση: οι νέοι κυρίαρχοι θα παγιδεύσουν τις εργαζόμενες τάξεις στο ίδιο εκείνο καθεστώς παθητικού «αντικειμένου» το οποίο είχαν προηγουμένως αποδώσει στη ζωντανή φύση.

Αν από τη μία της πλευρά η μετρησιμότητα αποβλέπει στην αποδοτικότητα, από την άλλη της πλευρά όμως υπηρετεί μια τρίτη, και ίσως βαθύτερη αρχή: την ελεγξιμότητα του κόσμου. Το αίτημα αυτό λάνθανε από την αρχή στη νεωτερική επιστήμη, αναδύθηκε όμως με πολύ πιο συνειδητό και απερίφραστο τρόπο στα ρεύματα του θετικισμού τού δέκατου ένατου αιώνα, και κυρίως στην τροπή που έλαβε το συνολικό θετικιστικό εγχείρημα στις αρχές τού εικοστού: το υστερικό ενδιαφέρον για τη λογική, την αξιωματική και την κυβερνητική ως κανονιστικές επιστήμες. Το αίτημα της κανονιστικότητας είναι η απαίτηση του γιγαντιαίου τεχνοδιοικητικού συστήματος για πολλαπλό έλεγχο σε όλα τα πεδία του πραγματικού και για τον γραφειοκρατικό προγραμματισμό τους: το αίτημα του καπιταλισμού, δηλαδή, στον υπερσυγκεντρωτικό και ολοκληρωτικό στάδιο της ανάπτυξής του – η απόλυτη κυριαρχία του νεκρού πάνω στο ζωντανό.

Αναδρομικά, όμως, με την ίδια αυτή κίνηση, αποκαλύπτει το τεράστιο ιστορικό βάθος του πράγματος: την καταγωγή της αρχής της ελεγξιμότητας από μιαν απώτατη πατριαρχική βία, που είναι η προϊστορία, και όρος δυνατότητας, της ίδιας της γένεσης του νεωτερικού καπιταλισμού. Αποκρυσταλλώσεις αυτού του ιδιαζόντως πατριαρχικού φαντασιακού θα δούμε είτε στον υπερβατικού Νου της ελληνικής μεταφυσικής που οργανώνει και μορφοποιεί μια χαώδη ύλη, είτε στον πνευματικό και έλλογο Θεό τού ιουδαϊκού μονοθεϊσμού που δημιουργεί εκ του μηδενός τον κόσμο. Και όλα προϋποθέτουν εκείνη την αποφασιστική αποϊεροποίηση της φύσης που θα της υποκλέψει οριστικά κάθε υπαρκτική αυτοδυναμία, κάθε αυτενεργή και έμψυχη ποιότητα, και θα την παραδώσει δέσμια στις ωμές εργαλειοτεχνικές επεμβάσεις – φύση που αντικατοπτρίζει το καθεστώς αιχμαλωσίας στο οποίο βρίσκονται ήδη όσοι διατηρούν σχέσεις ύποπτης συνάφειας μαζί της: πρωτίστως, οι δούλοι και οι γυναίκες.