Χρυσή Αυγή και στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης: Σκέψεις γύρω από τον φασισμό


Του Θανάση Λάγιου
[Εισήγηση στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου των Μάριου Εμμανουηλίδη και Αφροδίτης Κουκουτσάκη Χρυσή Αυγή και στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης, εκδόσεις futura, Αθήνα 2013]

Είθισται μία βιβλιοπαρουσίαση να αποτελεί μία συνάντηση αναγνώσεων, ενδεχομένως διαφορετικών μεταξύ τους, δηλαδή όχι απαραίτητα αντιφατικών ή αντιθετικών, αλλά ενεργοποιημένων μέσα από διαφορετικές προοπτικές. Ασφαλώς, όμως, η συνάντηση των αναγνώσεων έχει ως στόχο την ανάδειξη του υπό συζήτηση βιβλίου είτε μέσα από την συμφωνία είτε μέσα από τη διαφωνία με την προοπτική των συγγραφέων. Αυτή η προφανής διαπίστωση προϋποθέτει ένα διόλου προφανές ερώτημα: για ποιο λόγο πρέπει να αναδειχθεί και να συζητηθεί σήμερα το βιβλίο των Εμμανουηλίδη & Κουκουτσάκη; Η πρώτη απάντηση που έρχεται στο νου και στα χείλη σχεδόν αυθόρμητα και δίχως ιδιαίτερη δυσκολία, είναι ότι πρόκειται για ένα βιβλίο σχετικό με την Χρυσή Αυγή, δηλαδή σχετικό με το απόλυτο κακό που έπληξε εσχάτως την ελληνική κοινωνία, και επομένως είναι επείγουσα πολιτική ανάγκη και ύψιστο πολιτικό καθήκον να αναδειχθεί η σκοτεινή πλευρά αυτού του φαινομένου. Άλλωστε όλες οι δυνάμεις του λεγόμενου συνταγματικού τόξου έχουν στρέψει τα βέλη τους απέναντι στους χρυσαυγίτες, καθώς ο λόγος περί αντιφασισμού υποκαθιστά εκκωφαντικά τη σιωπή περί αντικαπιταλισμού. Εντούτοις, όσο προφανής και αν είναι αυτή η απάντηση, άλλο τόσο παραπλανητική είναι, διότι σίγουρα θα απογοητευθούν όσοι ελπίζουν να διαβάσουν ένα βιβλίο για την εγκληματική συμμορία της Χ. Α., ένα βιβλίο που να αφηγείται το εύπεπτο και χιλιοειπωμένο παραμύθι περί φασισμού, το οποίο μέσα από τα αντιφασιστικά δελτία των 8, μας γυρνάει στην παιδική μας ηλικία: «Περπατώ περπατώ εις το δάσος όταν ο λύκος δεν είναι εδώ. Λύκε-λύκε είσαι εδώ;».
            Το βιβλίο των Εμμανουηλίδη & Κουκουτσάκη δεν μπορεί να διαβαστεί ως απάντηση στο ερώτημα αναζήτησης του λύκου του παραμυθιού, το οποίο στη σύγχρονη εκδοχή του έχει τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη σε ρόλο κοκκινοσκουφίτσας. Ωστόσο, πρέπει να διαβαστεί, γιατί κατόρθωσε κάτι πραγματικά σπάνιο για βιβλία που γράφονται εντός μιας επικαιρότητας τόσο πολύπλοκης και πολυεπίπεδης και ταυτόχρονα τόσο ταχύτατα εξελισσόμενης, καθώς στις σελίδες του ο προσεκτικός αναγνώστης βρίσκει διατυπωμένη μια πρόγνωση των πολιτικών εξελίξεων με σαφήνεια τόσο αξιοθαύμαστη που αγγίζει τα όρια της προφητείας. Ας γίνουμε, όμως, πιο συγκεκριμένοι. Γράφει ο Εμμανουηλίδης τον Ιούνιο του 2013: «Τώρα το κράτος επιτρέπει σιωπηρά στον εφεδρικό στρατό εξουσίας να καταλάβει το αστικό έδαφος. Κι όταν αχνοφανεί ότι εγκαθίσταται επιτυχώς η νέα κοινωνική ρύθμιση ή μάλλον όταν φανεί η δυνατότητα να επιβληθούν οι κανόνες που θα προσφέρουν τη νέα ύλη σχέσεων υποταγής και τις νέες δυνατότητες, ίσως η πολυέξοδη για το σύστημα εξουσιών Χ.Α. παύσει να είναι χρήσιμη. (…) Κι αν ο ρατσισμός, ο αυθόρμητος ρατσισμός των μαζών δεν είναι διαχειρίσιμος, παρά μόνο βρίσκεται σε διακυμάνσεις έντασης, το πολιτικό μόρφωμα της Χ.Α. θα μπορέσει να συμπιεστεί από δημοκρατικές δυνάμεις».[1]  Και επισημαίνει εξίσου προφητικά η Κουκουτσάκη: «Με δυο λόγια, πόσο ανθεκτικό είναι το μόρφωμα Χ.Α. ως μέρος ενός σχήματος άσκησης εξουσίας και παραγωγής νομιμότητας, όταν οι εξελίξεις είναι απρόβλεπτες; Συνεπώς, θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε ότι εξίσου απρόβλεπτο είναι και το οπλοστάσιο του κράτους, εάν οι συνθήκες καταστήσουν περιττό ή και επίφοβο αυτό το μάλλον ‘‘απείθαρχο’’ τμήμα του συνεχούς μεταξύ παράνομων, νόμιμων και νομιμοποιημένων πρακτικών ενίσχυσης και επέκτασης της κυριαρχικότητας του κράτους με άξονα τη βία».[2] Επομένως, έχουμε να κάνουμε με την ακριβή πρόβλεψη, ήδη από τον Ιούνιο, όλων όσων παρακολουθήσαμε έκπληκτοι από τις οθόνες μας το Σάββατο της 28ης Σεπτεμβρίου, όταν συνελήφθη σχεδόν σύσσωμη η ηγεσία της Χ.Α. και ο αντιφασισμός από απαγορευμένη πρακτική μεταμορφώθηκε εν μία νυκτί σε κυβερνητική πολιτική, τονίζοντας ίσως για πρώτη φορά τόσο εμφατικά μετά τη Μεταπολίτευση ότι το μονοπώλιο της βίας είναι κρατικό.
            Στο σημείο αυτό προκύπτει το ερώτημα του πώς κατέστη εφικτή η διατύπωση αυτής της πρόβλεψης; Μάλλον πρέπει να δεχτούμε ότι οι  συγγραφείς, κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι κάτοχοι ιδιαίτερων μαντικών ικανοτήτων, αλλά είχαν την οξυδέρκεια και το θάρρος να ακολουθήσουν ένα δύσβατο μονοπάτι έρευνας και μία ελάχιστα χρησιμοποιημένη μέθοδο, για να συζητήσουν το φαινόμενο της Χ.Α. Ουσιαστικά αδιαφόρησαν για τη Χ.Α. και τη συγκυρία εμφάνισής της, δίχως ταυτόχρονα – και εδώ έγκειται η δυσκολία – να χάνουν την αίσθηση επαφής με τον επείγοντα χαρακτήρα των εξελίξεων. Όπως σημειώνουν στο κοινό τους εισαγωγικό σημείωμα: «Επιλέξαμε μια μη συγκυριακή προσέγγιση της συγκυρίας ως τη μόνη δυνατότητα κατανόησής της».[3] Ο Εμμανουηλίδης είναι σαφής από την πρώτη κιόλας γραμμή του κειμένου του: «Το κείμενο δε θέτει τη Χ.Α. ως το αυτόνομο ερευνητικό αντικείμενο του. Η Χ.Α. μπορεί να ήταν η αφετηρία του ερευνητικού αντικειμένου του, δεν ήταν όμως και το τέρμα του, δεν ήταν ο σκοπός του».[4] Στο ίδιο πνεύμα και η Κουκουτσάκη δηλώνει εξ αρχής ότι «το παρόν κείμενο δεν φιλοδοξεί να δώσει συνολικές ερμηνείες για την παρουσία της Χ.Α.» και ότι «υπό αυτό το πρίσμα, θα παραμείνω σε ερωτήματα μάλλον, παρά στην παράθεση απαντήσεων τις οποίες δεν έχω».[5] Κατά τη γνώμη μας, αυτή ακριβώς η μεθοδολογική προφύλαξη τους επέτρεψε να δουν τα πράγματα πιο καθαρά, διότι επέτρεψε να τεθεί το καίριο και κρίσιμο ερώτημα: πώς κατέστη δυνατή η εμφάνιση της Χ.Α.;.[6] Όχι το μεταφυσικό και ουσιοκρατικό ερώτημα «τι είναι η Χ.Α.;», αλλά το ιστορικό και γενεαλογικό ερώτημα των ιστορικών προϋποθέσεων εμφάνισής της στο κοινωνικό πεδίο. Με άλλα λόγια, όχι το μεταφυσικό ερώτημα «Λύκε-λύκε είσαι εδώ;» της ελληνικής αστυνομίας και δικαιοσύνης, αλλά το ερώτημα που στρέφει την προσοχή του στο ίδιο το δάσος και τους κινδύνους που κρύβει, στο δάσος εννοούμενο ως τον ιστορικό σχηματισμό δυνάμεων μιας κοινωνικής, πολιτικής, επιστημονικής και οικονομικής πραγματικότητας που επιτρέπει την εμφάνιση του λύκου του φασισμού. Μόνο αν εξεταστεί η συγκυρία υπό τη συγκεκριμένη προοπτική αναδύεται η δυνατότητα να διατυπωθούν αποφάνσεις σχετικά με «ένα αυθόρμητο ρατσιστικό και φασιστικό μουρμουρητό» που ξεκινά από τα κάτω και καταλήγει στη Χ.Α. (Εμμανουηλίδης)[7] ή σχετικά με την οικονομική κρίση όχι ως αιτίας αλλά ως καταλύτη της εμφάνισης της Χ.Α. (Κουκουτσάκη). Κοντολογίς, οι συγγραφείς αναδεικνύουν ότι, αν δεν υπήρχε το κατάλληλο περιβάλλον, θα ήταν αδύνατη η εμφάνιση της Χ.Α.: δίχως το δάσος ο λύκος μένει άφαντος.[8] Για λόγους οικονομίας χρόνου θα περιοριστούμε στην ανάδειξη του ιδιαίτερου ερωτήματος κάθε κειμένου. Άλλωστε η ανάδειξη του ερωτήματος έχει μεγαλύτερη σημασία για τον θεωρητικό στοχασμό από την απλή παράθεση των απαντήσεων, καθώς σύμφωνα με τον Deleuze, «στη φιλοσοφία, το ερώτημα και η κριτική του ερωτήματος συνιστούν μία και μοναδική διεργασία∙ ή αν προτιμάμε στη φιλοσοφία δεν υπάρχει λόγος κριτικής των λύσεων, αλλά αποκλειστικά και μόνο λόγος κριτικής των προβλημάτων».[9]
            Ποιο είναι, λοιπόν, το ερώτημα που αναδεικνύεται ως καίριο από τον Εμμανουηλίδη και το οποίο τον καθοδηγεί στην ανάλυσή του σχετικά με τον κοινωνικό εκφασισμό και τις στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης; Είναι το πρόβλημα της εξουσίας όπως τίθεται από τις εξελίξεις στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Σήμερα και με αφορμή την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση παραγωγής και κατανάλωσης, κυριαρχεί ο λόγος για κρίση της δημοκρατίας ή κρίση του πολιτικού συστήματος. Το πόσο εύκολες θεωρητικά και ταυτόχρονα ακίνδυνες πολιτικά είναι οι γενικεύσεις και οι κοινοτοπίες αυτού του τύπου φαίνεται από το γεγονός ότι ακόμα και οι κορυφαίοι εκπρόσωποι της αστικής δημοκρατίας και οι κεντρικοί πρωταγωνιστές του πολιτικού παιχνιδιού θεωρούν υποχρέωσή τους να το ομολογήσουν ακριβώς πριν ανακοινώσουν τα νέα μέτρα. Ωστόσο, ο Εμμανουηλίδης ρωτά: μήπως τελικά αυτό που εξελίσσεται μπροστά μας είναι κάτι πολύ περισσότερο και πολύ σημαντικότερο από όσο έχουμε συλλάβει ως τώρα; Μήπως τελικά αντί για κατίσχυση και περιφανή νίκη του νεοφιλελευθερισμού, ζούμε το τέλος του; Παραθέτω: «Όσον αφορά την παρούσα φάση, φαίνεται ότι η εισαγωγή του νέου, ασαφούς και υπό αναζήτηση μετα-νεοφιλελεύθερου καταστατικού πλαισίου αρχών της ζωής μας δεν είναι δυνατή με την άσκηση μιας νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής, με τη διευρυμένη διασπορά της εξουσίας, αλλά απαιτείται μια νέα διάταξη των μορφών και των τρόπων εξουσίας».[10] Και λίγες σελίδες μετά: «Όπως φαίνεται, η δυναμική της κρίσης απαιτεί την επίταση και διεύρυνση σε ακραία όρια αυτού που μάθαμε να αποκαλούμε νεοφιλελευθερισμό ή σε όρια εκτός του ονόματός του».[11] Για να καταλάβουμε για ποιους λόγους τολμά να μιλήσει για τέλος του νεοφιλελεύθερου μοντέλου άσκησης εξουσίας ή για μετανεοφιλελευθερισμό, σε πλήρη αντίθεση με ό,τι άδεται και θρυλείται νυχθημερόν δεξιά και αριστερά εδώ και πέντε χρόνια, πρέπει να προχωρήσουμε σε ορισμένες διευκρινήσεις σχετικά με τον όρο «εξουσία».
Όποιος ψάχνει κάτω από το σημαίνον «εξουσία» τα γνωστά από το σχολικό εγχειρίδιο της Αγωγής του Πολίτη σημαινόμενα «νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική», τα οποία συνιστούν την Αγία Τριάδα της αστικής δημοκρατίας μάλλον θα απογοητευτεί. Αντίθετα είναι απολύτως σαφής και ξεκάθαρη η υιοθέτηση εκ μέρους του συγγραφέα του τριγωνικού διαγράμματος της εξουσίας όπως το περιέγραψε ο Foucault: εξουσία ανώτατης αρχής ή κυριαρχίας (souveraineté), πειθαρχική εξουσία (disciplinaire) και κυβερνολογική (gouvernementalité). Για να μη χαθούμε  στον λαβύρινθο της φουκωικής αναλυτικής της εξουσίας γενικά, και για να μη συσκοτίσουμε την προοπτική του βιβλίου, θα δούμε από κοντά το φουκωικό τριγωνικό διάγραμμα, ώστε να αντιληφθούμε σε τι διακρίνεται η εξουσία ανώτατης αρχής ή κυριαρχική εξουσία, η πειθαρχική εξουσία και η κυβερνολογική.
Προφανώς, η πρώτη διάκριση είναι χρονολογική. Στην ιστορική εξέλιξη των δυτικών κοινωνιών, προηγείται η εξουσία του Κυρίαρχου, η οποία παγιώθηκε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και μέχρι τον 17ο αιώνα, ακολουθεί η πειθαρχική εξουσία, ο μηχανισμός (dispositif) της οποίας κάνει την εμφάνισή του από τα μέσα του 18ου και μέχρι τις αρχές του 19ου μαζί με την ανάδυση του καπιταλισμού και τέλος η κυβερνολογική η οποία εμφανίζεται στις αρχές του 19ου αιώνα και διατρέχει και τον 20ο. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η χρονολογική διάκριση είναι μία σύμβαση, καθώς σύμφωνα με τον Foucault, δε σημαίνει ότι στοιχεία της μιας τροπικότητας των σχέσεων εξουσίας δεν υπάρχουν και στις άλλες δύο. Ο Foucault είναι σαφής για τη συνύπαρξη και για τη μη εξαφάνιση των διάφορων τροπικοτήτων των σχέσεων εξουσίας: «δεν πρέπει να βλέπουμε τα πράγματα ως την αντικατάσταση μιας κοινωνίας της Κυριαρχίας από μία κοινωνία της πειθαρχίας, από μία κοινωνία, της, ας πούμε, διακυβέρνησης. Στην πραγματικότητα, έχουμε ένα τρίγωνο: κυριαρχία, πειθαρχία και κυβερνολογική διεύθυνση».[12] Συνεπώς δεν έχουμε ένα εγελιανό σχήμα υπέρβασης και αναίρεσης της μιας μορφής των σχέσεων εξουσίας από μία ανώτερη, δεν υπάρχει πρόοδος παρά μόνο ανάδυση διαφορών. Η δεύτερη διάκριση, λοιπόν, είναι ποιοτική, καθώς ο Foucault εξετάζει τους ιστορικούς μετασχηματισμούς που γνώρισε το δικαίωμα στο θάνατο και η εξουσία επί της ζωής. Όπως υποστηρίζει, στο πλαίσιο της κυριαρχικής εξουσίας ανήκει στον ηγεμόνα το δικαίωμα ζωής ή θανάτου του υπηκόου. Ο ηγεμόνας σε περίπτωση που πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό του και την κυριαρχία του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει τον θάνατο των υπηκόων του. Μόνο με αυτόν τον τρόπο ασκεί την εξουσία του επί της ζωής των υπηκόων του. Ουσιαστικά, όπως γράφει ο Foucault, «το δικαίωμα που διατυπώνεται ως ‘δικαίωμα ζωής και θανάτου’ είναι στην πραγματικότητα δικαίωμα να επιβάλλεις τον θάνατο ή να επιτρέπεις τη ζωή».[13] Αυτό το δικαίωμα αντιστοιχούσε σε έναν κοινωνικό σχηματισμό, στον οποίο η κύρια λειτουργία της εξουσίας ασκείτο επί της γης και των αγαθών της, δηλαδή σε μία προκαπιταλιστική διαμόρφωση της οικονομίας.
Ωστόσο, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος, δεν υπάρχει κανείς που να νομιμοποιείται να απαιτήσει την θανάτωση των πολιτών. Αντίθετα, η κυρίαρχη τάξη έχει την υποχρέωση να φροντίζει για τη ζωή τους, καθώς πλέον η κύρια λειτουργία της εξουσίας ασκείται επί των σωμάτων και της εργασίας τους. Δεν υπεξαιρεί τα αγαθά, δεν σφετερίζεται προϊόντα, αλλά πειθαρχεί τα ατομικά σώματα και τα εκπαιδεύει να εργάζονται εγκλείοντας τα σε χώρους με οργανωμένες και ιεραρχημένες σχέσεις που βασίζονται στην επιτήρηση, τη ρύθμιση, την ενίσχυση, την οργάνωση, κοντολογίς στο ντρεσάρισμα των ενεργειών τους εντός ενός τεράστιου πεδίου ορατότητας. Οι πειθαρχικές σχέσεις εξουσίας δε λειτουργούν μέσω της ρομφαίας του Βασιλιά, αλλά μέσω μηχανισμών σαν το γνωστό Πανοπτικόν του Bentham, καθώς μία καπιταλιστική οικονομία χρειάζεται ανάπτυξη και όχι καταστολή των παραγωγικών δυνάμεων. Το εργοστάσιο του καπιταλιστή αντικαθιστά τα κτήματα του βασιλιά ως πηγή πλούτου.
Όμως, πλέον οι εξελίξεις είναι ταχύτατες και για να εδραιωθεί η πειθαρχική εξουσία που ασκείται επί του ατομικού σώματος χρειάζεται μία νέα τροπικότητα εξουσίας η οποία «δεν αποκλείει την πειθαρχική τεχνολογία, αλλά την ενσωματώνει, την αφομοιώνει, την τροποποιεί μερικώς». Και τονίζει ο Foucault: «Στη νέα αυτή τεχνολογία της εξουσίας, δεν έχουμε να κάνουμε ακριβώς με την κοινωνία ούτε με το άτομο-σώμα. Αλλά με ένα νέο σώμα: ένα πολλαπλό σώμα, ένα πολυκέφαλο σώμα, το οποίο δεν είναι βεβαίως άπειρο, δεν είναι όμως και μετρήσιμο. Αυτή είναι η έννοια του ‘‘πληθυσμού’’. Η βιοπολιτική έχει να κάνει με τον πληθυσμό και ο πληθυσμός ως πολιτικό πρόβλημα, ως επιστημονικό και ως πολιτικό μαζί πρόβλημα, ως πρόβλημα βιολογικό και ως πρόβλημα της εξουσίας εμφανίζεται κατά την περίοδο αυτή».[14] Πλέον η κυρίαρχη τάξη δεν αφαιρεί τη ζωή, αλλά αφού την πειθαρχήσει, φιλοδοξεί να την ελέγχει καθολικά μέσω της επιστήμης: πίνακες και στατιστικές θνησιμότητας, γεννήσεων, ασφάλειες ζωής, πρόληψη κινδύνων και ατυχημάτων, κανόνες υγιεινής, περιζώνουν πλέον ολόκληρο τον πληθυσμό. «Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το παλιό δικαίωμα του να επιβάλεις τον θάνατο ή να επιτρέπεις τη ζωή αντικαταστάθηκε από μια εξουσία του να δίνεις ζωή ή να πετάς στο θάνατο».[15]  Όμως  πώς καθίσταται εφικτή η άσκηση του δικαιώματος θανάτου μέσα στο βιοπολιτικό σύστημα, πώς νομιμοποιείται η δολοφονία πολιτών από ένα σύστημα που στοχεύει στην προστασία του πληθυσμού;
 Μέσω του ρατσισμού, απαντά ο Foucault. Και διευκρινίζει: «Για να ασκήσει η εξουσία της κανονικοποίησης το παλαιό κυριαρχικό δικαίωμα της θανάτωσης, θα πρέπει να μετέλθει τον ρατσισμό. Με τον όρο θανάτωση, δεν εννοώ φυσικά μόνο την άμεση δολοφονία, αλλά και όλες τις μορφές έμμεσης δολοφονίας: την έκθεση σε θανάσιμο κίνδυνο, τον πολλαπλασιασμό των θανάσιμων κινδύνων ή πολύ απλά τον πολιτικό θάνατο, τον εξοστρακισμό, την απόρριψη…». Εξ ου και η όλη συζήτηση περί επιβίωσης και θανάτωσης επί μνημονίου: επιβίωσης και θανάτωσης των μεταναστών, των κηφήνων δημοσίων υπαλλήλων, των λαών των PIGS (γουρούνια). Ο θάνατος των υπαίτιων της κρίσης σηματοδοτεί την ενίσχυση της ζωής εκείνων που νοούνται ως μη υπεύθυνοι για την κρίση: των καθαρόαιμων ευρωπαίων, των ανταγωνιστικών ιδιωτικών υπαλλήλων, των λαών της υγιούς οικονομίας των τριών Α. Αν, κατά Αριστοτέλη, ο άνθρωπος ήταν ζώο πολιτικό, η βιοπολιτική εξουσία αποφασίζει ποιος είναι ζώο και ποιος άνθρωπος, ποιος είναι επικίνδυνος και ποιος όχι για τον υγιή πληθυσμό, ποιος περισσεύει και ποιος όχι.
Πώς, όμως, λειτουργεί αυτός ο ρατσισμός; Γιατί γίνεται τόσο εύκολα αποδεκτός ξεπερνώντας κατά πολύ τα όρια της Χ.Α. και διαπνέει ό,τι αυτοαποκαλείται «μεσαίος χώρος», «κέντρο» ή «μέσος άνθρωπος» και «κοινή λογική»; Αυτό είναι το ιδιαίτερο ερώτημα του κειμένου της Κουκουτσάκη, η οποία παρατηρεί ότι την ώρα που αποδομείται το κοινωνικό κράτος οικοδομείται ένα ποινικό κράτος με πρόσχημα τον κοινωνικό φόβο και το αίτημα για ασφάλεια και μέσω την υποχώρησης του κράτους δικαίου, καθώς σημειώνει ότι πολλές φορές «ο νόμος λειτουργεί ενάντια στον νόμο».[16] Όμως, αυτή η λειτουργία του νόμου ενάντια στον νόμο, η οποία είθισται να ερμηνεύεται ως πραξικοπηματική και ως έλλειψη δημοκρατικότητας, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει, καθώς συνιστά αναγκαία και ικανή συνθήκη της βιοπολιτικής διαμόρφωσης των σχέσεων εξουσίας. Ο λόγος είναι ότι η βιοπολιτική εξουσία δεν έχει να κάνει με υποκείμενα δικαίου, αλλά με έμβια όντα τα οποία διατρέχουν την πιθανότητα να αποτελούν φορείς κινδύνου για την υγεία του πληθυσμού. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια τομή στην αντιμετώπιση του κινδύνου και του φορέα του, καθώς η φιλοσοφική γλώσσα του Νόμου αδυνατεί σιγά-σιγά να αναπαραστήσει τις σχέσεις εξουσίας παραχωρώντας τη θέση της στην τεχνοεπιστημονική γλώσσα του Κανόνα. Πλέον η διάκριση νόμιμο – παράνομο μετατοπίζεται προς τη διάκριση κανονικό – μη κανονικό. Θα περιγράψουμε ξανά το προηγούμενο τριγωνικό διάγραμμα των τροπικοτήτων εξουσίας, μόνο που αυτή τη φορά θα χρησιμοποιήσουμε όχι την ορολογία της πολιτικής αλλά της ιατρικής εξουσίας και γνώσης. Διότι αν ο Νόμος επιτρέπει την ερμηνεία και τον κοινωνικό διάλογο, ο Κανόνας απλώς απαιτεί την εφαρμογή του, καθώς δε διαμορφώνεται μέσα από κοινωνικές δυναμικές, αλλά υποκρίνεται τόσο ότι αναπαριστά με επιστημονική αντικειμενικότητα το πραγματικό όσο και προ-δικάζει το δέον γενέσθαι. Όπως παρατηρεί ο Canguilhem, «κανονικό, από ετυμολογική άποψη, δεδομένου ότι norma σημαίνει τον γνώμονα, είναι αυτό που δεν κλίνει ούτε προς τα δεξιά ούτε προς τα αριστερά, άρα αυτό που παραμένει στο ορθό μέσο, εξού και οι δύο παράγωγες έννοιες: κανονικό είναι αυτό που είναι όπως πρέπει να είναι, και κανονικό, στην πλέον συνηθισμένη έννοια της λέξης, είναι αυτό που συναντάται στην πλειονότητα των περιπτώσεων ενός προσδιορισμένου είδους ή αυτό που συνιστά είτε τη μέση τιμή είτε το πρότυπο ενός μετρήσιμου χαρακτήρα».[17] Μόλις ακούσαμε μία ιατρική καταδίκη των δύο άκρων…
Μιλώντας σχηματικά, ενώ μέχρι τον 17ο αιώνα, όσον αφορά τον έλεγχο των ατόμων, κυρίαρχο μοντέλο υπήρξε εκείνο της λέπρας ή του λεπρού, δηλαδή, του ατόμου που εκδιώκεται, που πρέπει να αποκλειστεί, για να αποκαθαρθεί η κοινότητα, από τον 18ο αιώνα, το μοντέλο που εδραιώνεται είναι εκείνο της πανούκλας ή του πανωλόβλητου, δηλαδή του ατόμου που δεν πρέπει να αποκλειστεί, αλλά να εγκλειστεί. Ενώ το μοντέλο της λέπρας βασιζόμενο στον αποκλεισμό, χρειάζεται τον Νόμο για να μπορέσει να λειτουργήσει, το μοντέλο της πανούκλας χρειάζεται και τον Κανόνα. Πλέον η πολιτική και η ιατρική εξουσία δεν έρχονται αντιμέτωπες με τα νομικά δικαιώματα και τη νομική υπόσταση του λεπρού (αποτελεί ή όχι μέλος της κοινότητας), αλλά με τους κανόνες ελέγχου και θεραπείας του πανωλόβλητου (πώς πρέπει εντός της κοινότητας να ξαναγίνει υγιής δίχως να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την κοινότητα). Ο ασθενής πια δεν διώχνεται από την πόλη, αλλά μπαίνει σε καραντίνα, για να ελεγχθεί πιο αποτελεσματικά. Αντί για την απόσταση που απαιτούσε η λέπρα, η πανούκλα απαιτεί μία εγγύτητα και μία σταθερότητα της παρακολούθησης και του ελέγχου του ιατρικού βλέμματος. Αντί για τον οριστικό στιγματισμό του λεπρού, περνάμε στον διαρκή έλεγχο του πανωλόβλητου και της πανωλόβλητης πόλης στο σύνολό της με βάση μια νόρμα υγείας και κανονισμούς υγιεινής. Από την εξορία του ατόμου για την κάθαρση του πληθυσμού, περνάμε στη μέριμνα για τον πληθυσμό μέσω του ελέγχου του ατόμου.[18] Ωστόσο, πριν καλά-καλά εδραιωθεί ο νέος σχηματισμός, το πειθαρχικό μοντέλο, διακρίνεται ήδη μια νέα ανάδυση βάσει ενός νέου κινδύνου. Η επιδημία της ευλογιάς υπήρξε ο σημαντικότερος κίνδυνος τον 18ο αιώνα, καθώς 2/3 παιδιά μολύνονταν με θνησιμότητα 1/8.[19] Το 1718 εισήχθη στην Ευρώπη από την Κων/πολη το εμβόλιο της ευλογιάς.[20] Όπως παρατηρεί ο Foucault, το εμβόλιο έχει τέσσερα καινοφανή χαρακτηριστικά: είναι απόλυτα προληπτικό, σχεδόν απόλυτα επιτυχές, επεκτάσιμο σε όλο τον πληθυσμό με χαμηλό κόστος, και τέλος δεν υπάγεται σε καμία ιατρική θεωρία της εποχής, αλλά είναι εμπειρικά επαληθεύσιμο.[21] Ο νέος σχηματισμός δεν διακρίνει σε αρρώστους και μη, αλλά απευθύνεται στο σύνολο του πληθυσμού, επειδή διατρέχει κίνδυνο βάσει πιθανοτήτων. Επιπλέον, στο εσωτερικό του πληθυσμού διακρίνει ομάδες με μεγαλύτερη κανονικότητα κινδύνου, όπως τα βρέφη, και άλλες με μικρότερη, όπως οι ενήλικες, και προσπαθεί να φέρει την λιγότερη επιθυμητή κανονικότητα στο επίπεδο της περισσότερο επιθυμητής, για να δημιουργήσει στο τέλος τον Κανόνα.[22] Ενώ το πειθαρχικό μοντέλο βασίζεται στο ντρεσάρισμα του ατόμου, το νέο μοντέλο, της ασφάλειας, βασίζεται στην πρόγνωση και την πρόληψη του κινδύνου για τον πληθυσμό. Μόλις ακούσαμε τη λογική της μετονομασίας του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης σε Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη…
Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, γιατί δεν υπάρχει μία επιστροφή της εξουσιαστικής τροπικότητας προς την Κυριαρχία, όπως φαίνεται να υποστηρίζουν ενίοτε ο Εμμανουηλίδης και η Κουκουτσάκη, αλλά ότι μάλλον οδεύουμε προς μία τροπικότητα πρωτόγνωρη, μία τροπικότητα που ντελεζιανά θα μπορούσε να περιγραφεί όχι ως Κυριαρχία αλλά ως «κοινωνία του ελέγχου». Καταλαβαίνουμε γιατί μία κοινωνία ανέχεται δολοφονίες μεταναστών, «επειδή παίρνουν τις δουλειές των ελλήνων», αλλά παραχωρεί πενταετείς άδειες παραμονής σε ξένους «επενδυτές» που αγοράζουν ακίνητο αξίας 300.000 ευρώ και άνω. Καταλαβαίνουμε γιατί μια κοινωνία εθισμένη στην διαπόμπευση οροθετικών ιερόδουλων σε αστυνομικά τμήματα βάσει ιατρικών γνωματεύσεων, καθώς και στις συλλήψεις μεταναστών από αστυνομικούς με χειρουργικά γάντια και τη φυλάκιση τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, για λόγους κοινωνικής άμυνας και όχι δικαιοσύνης, όχι μόνο ψηφίζει Χ.Α., αλλά ανέχεται κιόλας μία κυβέρνηση που φωνάζοντας «Για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας» εφαρμόζει κανονικότατα την ατζέντα της Χ.Α. την ίδια στιγμή που την απονομιμοποιεί ως εγκληματική συμμορία. Όμως με αυτόν τον τρόπο, απλώς βλέπουμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος, ενώ η ιστορία δείχνει ότι η έλλειψη κριτικής σκέψης και εγρήγορσης απέναντι στη σύγχρονη συναρμογή σχέσεων εξουσίας και επιστημονικής γνώσης απλώς επιβεβαιώνει το ανώνυμο σύνθημα στους τοίχους των Εξαρχείων: «Όσο τα πρόβατα βελάζουν τόσο οι λύκοι θα ουρλιάζουν».


[1] Μ. Εμμανουηλίδης, «Οικονομία και κρίση της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής», σσ. 28-9.
[2] Α. Κουκουτσάκη, «Από το κοινωνικό στο ποινικό κράτος», σ. 135.
[3] Μ. Εμμανουηλίδης & Α. Κουκουτσάκη, «Εισαγωγικό Σημείωμα», σ. 13.
[4] Μ. Εμμανουηλίδης, «Οικονομία και κρίση της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής», σ. 15.
[5] Α. Κουκουτσάκη, «Από το κοινωνικό στο ποινικό κράτος», σ. 101.
[6] Βλ. Μ. Εμμανουηλίδης, «Οικονομία και κρίση της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής», σ. 18: «Συνοπτικά στο παρόν κείμενο μας ενδιαφέρει να διερευνήσουμε τις συνθήκες που επέτρεψαν και συγκρότησαν την πιθανότητα εμφάνισης της Χ.Α., τη στρατηγική της λειτουργία και όχι τα μορφολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά της παρούσας μορφής του ρατσισμού – φασισμού, αυθόρμητου, κομματικού ή κρατικού».
[7] Μ. Εμμανουηλίδης, «Οικονομία και κρίση της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής», σ. 17.
[8] Α. Κουκουτσάκη, «Από το κοινωνικό στο ποινικό κράτος», σ. 104.
[9] G. Deleuze, Εμπειρισμός και Υποκειμενικότητα, μτφρ. Π. Πούλιος, (Ολκός, 1995), σ. 165.
[10] Μ. Εμμανουηλίδης, «Οικονομία και κρίση της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής», σ. 23.
[11] Αυτ., σ. 27.
[12] M. Foucault, Security, Territory, Population, Lectures at the Collège de France, 1977-8, tr. G. Burchell, (Palgrave Macmillan, 2007), σ. 42. Επίσης, βλ. Ιστορία της Σεξουαλικότητας Ι, σ. 168.
[13]M. Foucault, Ιστορία της Σεξουαλικότητας Ι, σ. 158.
[14] M. Foucault, Για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας, μτφρ. Τ. Δημητρούλια, (Ψυχογιός, 2002), σ. 301.
[15] M. Foucault, Ιστορία της Σεξουαλικότητας Ι, σ. 161.
[16] Α. Κουκουτσάκη, «Από το κοινωνικό στο ποινικό κράτος», σ. 114.
[17] G. Canguilhem, Το Κανονικό και το Παθολογικό, μτ. Γ. Φουρτούνης, (Νήσος, 2007), σ. 161.
[18] Βλ. M. Foucault, Οι μη-κανονικοί, Παραδόσεις στο Κολέγιο της Γαλλίας, 1974-5, σσ. 103-5.
[19] M. Foucault, Security, Territory, Population, Lectures at the Collège de France, 1977-8, σ. 58.
[20] D. Porter, Civilization and the State. A History of Public Health from ancient to modern times, σ. 56.
[21] M. Foucault, Security, Territory, Population, Lectures at the Collège de France, 1977-8, σ. 58.
[22] Αυτ., σσ. 62-3.