Αναγνώσεις

Εδώ μπορείτε να βρείτε σε μορφή pdf το βιβλίο «Αθήνα ανοχύρωτη πόλη. Χωρική ανάλυση της εξέγερσης του Δεκέμβρη 2008», εκδόσεις Urban Anarchy, Θεσσαλονίκη 2010:

http://www.anarxeio.gr/contents/view/a8hna-anoxyroth-polh


Εδώ μπορείτε να διαβάσετε το καινούργιο τεύχος (#4) του QVzine με κεντρικό θέμα «Αρρενωπότητες: ιστορίες για το φύλο και άλλες σχέσεις εξουσίας»:

http://qvzine.net/qv4/qv4_home.htm

Τέχνη και («άυλη») εργασία

Παρέμβαση στη συζήτηση «Οι καλλιτέχνες ως εργαζόμενοι» που πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010 στην ΑΣΚΤ, στο πλαίσιο του 3ου Φεστιβάλ «Τέχνη εν κινήσει».

Ο Βάγκνερ ισχυριζόταν κάποτε ότι η «αληθινή τέχνη και μουσική είναι ασύμβατες με τον καπιταλισμό».
Αν και σε πολλούς από εμάς ένας τέτοιος ρομαντικός αφορισμός ηχεί παράδοξα οικείος, καθώς έχει βαθιές ρίζες στις αστικές ιδεοληψίες μας, η αλήθεια είναι πως στην πραγματικότητα όλοι ξέρουμε ότι οι εξελίξεις τον έχουν οικτρά διαψεύσει, σε βαθμό που σήμερα να ηχεί στ' αυτιά μας περισσότερο σαν ρομαντική αφέλεια παρά σαν ηθική προτροπή που θέτει το ζήτημα της χειραφέτησης της τέχνης.
Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία της μοντέρνας και της σύγχρονης τέχνης προκειμένου να επιβεβαιώσουμε την υποψία μας πως ο καπιταλισμός και η τέχνη μοιράζονται το ίδιο πάθος για τη δημιουργικότητα και την καινοτομία. Και πως, παρά τις συνεχείς εντάσεις στη σχέση τους και την τάση αλληλοκτονίας που φαινομενικά επιδεικνύουν, ούτε ο καπιταλισμός ούτε η τέχνη θα ήταν ό,τι είναι χωρίς να αναζωογονούνται διαρκώς από την αμφίδρομη αυτή σχέση. Υπόσχονται άλλωστε και οι δυο την ευτυχία. Και οι δύο προσπάθησαν να χειραφετήσουν το άτομο από τους προ-νεωτερικούς περιορισμούς, καταστρέφοντας κάθε παραδοσιακή κοινωνική μορφή και σχέση με τον κόσμο και τη φύση...
Έτσι λοιπόν, ακόμα και η απεγνωσμένη απόπειρα των καλλιτεχνικών πρωτοποριών να απαγκιστρώσουν την τέχνη από την εμπορευματική σχέση στην οποία ο καπιταλισμός ενσωματώνει κάθε κοινωνική σχέση λειτούργησε πίσω από την πλάτη τους μετατρεπόμενη σε κατάφoρη επιβεβαίωση αυτής της σχέσης. Δείτε πόσο αξίζει σήμερα ένα έργο της Ρωσικής πρωτοπορίας ή πώς έχει ενσωματωθεί πλήρως στη γλώσσα της διαφήμισης και του μάρκετινγκ η ρητορική των Καταστασιακών για την «πειραματική κατασκευή της καθημερινής ζωής», την «ανάπτυξη του δημιουργικού πνεύματος», τη «δημιουργία περιβαλλόντων» και την «κατασκευή του εαυτού».
Η ιδεαλιστική εμμονή πολλών από εμάς να βλέπουμε μέχρι σήμερα την τέχνη και τον καπιταλισμό ως ασύμβατες έννοιες δεν απηχεί τίποτ’ άλλο παρά τη σχιζοειδή αντίληψή μας για τη σημασία και τη λειτουργία της τέχνης μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Με άλλα λόγια, την άρνησή μας να αποδεχτούμε τον φετιχιστικό ρόλο της τέχνης στη συμβολική οικονομία και τη σχέση της με την πολιτική οικονομία, ενώ ταυτοχρόνως συνεχίζουμε απεγνωσμένα να προβάλουμε σε αυτήν την επιθυμία απελευθέρωσής μας από την καπιταλιστική σχέση της ανταλλακτικής αξίας.
Στο πλαίσιο μιας κραταιής, από τα τέλη του 18ου αιώνα έως τις μέρες μας, ιδεολογικής κατασκευής, η τέχνη θεωρείται «αυτόνομη». Έχει ενδιαφέρον να δούμε πότε και πώς απέκτησε η τέχνη αυτή την «αυτονομία» που της αποδίδουμε ακόμα και σήμερα. Όπως ισχυρίζεται ο Τέρι Ήγκλετον, η τέχνη «έγινε, περιέργως, αυτόνομη με την ένταξή της στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Όταν η τέχνη αποτελεί εμπόρευμα, απελευθερώνεται από τις παραδοσιακές κοινωνικές λειτουργίες της στα πλαίσια της Εκκλησίας, του Νόμου και του Κράτους, και γνωρίζει την ανώνυμη ελευθερία της αγοράς. Τώρα υπάρχει, όχι για κάποιο συγκεκριμένο κοινό, αλλά για οποιονδήποτε μπορεί να την εκτιμήσει, αλλά και να την αγοράσει. Στον βαθμό λοιπόν που η ύπαρξή της δεν εξυπηρετεί κάτι ή κάποιον συγκεκριμένα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει για τον εαυτό της. Είναι "ανεξάρτητη", γιατί έχει απορροφηθεί από την παραγωγή αγαθών».
Παρότι όμως η τέχνη απορροφάται από την παραγωγή αγαθών, η «ανεξαρτησία» της έχει αποκτήσει στο ιδεολογικό και συμβολικό επίπεδο μια ιδιαίτερη σημασία. Για την αστική κουλτούρα πρέπει να είναι ανεξάρτητη διότι είναι ο προνομιακός χώρος του διαχωρισμένου αισθητικού, όπου η ανθρώπινη έκφραση παραμένει ελεύθερη από τον καταναγκασμό ώστε να υπηρετεί την ομορφιά και τη χαμένη ενότητα αντικειμένου-υποκειμένου. Για την επαναστατική κουλτούρα, είναι ο προνομιακός χώρος όπου ριζώνει η αντίσταση στην αλλοτρίωση, η δυνάμει μήτρα της χειραφέτησης από τον καταναγκασμό και την υπαγωγή της ύπαρξης στον άτεγκτο νόμο της αξίας στο πλαίσιο του καπιταλισμού.
Και στις δύο περιπτώσεις, η τέχνη εκλαμβάνεται ως να λειτουργεί οιωνεί λυτρωτικά, αποφορτίζοντας την ανθρώπινη αγωνία της αλλοτρίωσης και της υποταγής στους κοινωνικούς όρους της εκμετάλλευσης των ανθρώπινων παραγωγικών ικανοτήτων. Η αφηρημένη αυτή λειτουργία της τέχνης μέσα στις καθαρά υλιστικές συνθήκες της εμπορευματικής παραγωγής αποκτά τη δυναμική θεμελιώδους διαχωρισμού, διαχωρίζοντας την ετερόνομη εργασία (δουλειά), που επιβάλλεται από την ανάγκη, από την αυτόνομη καλλιτεχνική ενασχόληση (δημιουργία), που είναι μια υψηλή μορφή ανθρώπινης επικοινωνίας και έκφρασης.
Αυτός ο διαχωρισμός αναπόφευκτα οριοθετεί ένα «έξω», ένα καταφύγιο μη ανταγωνιστικής, ανιδιοτελούς (με οικονομικούς όρους) δραστηριότητας, όπου οι αξίες είναι εξατομικευμένες στον υπέρτατο βαθμό (η ιδιοφυία, το ταλέντο, το χάρισμα κ.λπ.) και επανέρχονται στον κοινωνικό στίβο οριζόμενες από την αντίθεσή τους (μοναδικότητα, σπάνις, κ.λπ.) προς το τυποποιημένο και μαζικό προϊόν-εμπόρευμα ως απελευθερωμένες (ή δυνάμει απελευθερωτικές) μορφές του ανθρώπινου ποιείν/πράττειν.
Αυτός ο διαχωρισμός τοποθετεί σε έναν βαθμό σαν εξαίρεση τα άτομα στα οποία αποδίδονται ιδιαίτερες «δημιουργικές» ικανότητες, τους καλλιτέχνες, από τον καταναγκασμό της εργασίας ως μέσου για την επιβίωση. Τοποθετεί τη δραστηριότητά τους, την καλλιτεχνική πράξη, εκτός παραγωγικής διαδικασίας, καλλιεργώντας έτσι τον διαχωρισμό μεταξύ εκείνων που είναι ελεύθεροι να σκέφτονται και να δημιουργούν κι εκείνων που είναι καταδικασμένοι απλώς να δουλεύουν για να αναπαραχθούν.
Ενώ όμως προσλαμβάνεται ως «εξαίρεση», η καλλιτεχνική δραστηριότητα στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια μορφή εργασίας αν και αποτελεί ταυτοχρόνως και μια ιδιαίτερη μεσολάβηση των κοινωνικών σχέσεων που δημιουργούν οι ιστορικά συγκεκριμένες παραγωγικές συνθήκες.
Αυτή η αντίφαση δεν διέφυγε από τη διορατικότητα του Μαρξ, ο οποίος είχε επισημάνει ότι: «Ο συγγραφέας είναι παραγωγικά εργαζόμενος καθόσον παράγει ιδέες, αλλά από τη στιγμή που πλουτίζει τον εκδότη που εκδίδει το έργο του, είναι ένας μισθωτός εργαζόμενος για τον καπιταλιστή».
Όπως κάθε αξία χρήσης στον καπιταλισμό, η μοίρα των προϊόντων της καλλιτεχνικής εργασίας, δηλαδή των διακριτών «έργων τέχνης», είναι να εκφράζουν και μια ανταλλακτική αξία, γεγονός που τα τοποθετεί αυτομάτως στην τάξη των εμπορευμάτων. Άρα τα καθιστά αντικειμενοποιημένες μορφές της αφηρημένης αξίας.
Το έργο τέχνης, σε κάθε μορφή του, διαφέρει από το εμπόρευμα στο βαθμό που εμπεριέχει τον προσδιορισμό της αξίας του με όρους που φαινομενικά δεν υπόκεινται στον τυπικό «νόμο της αξίας». Δηλαδή, η αξία του δεν καθορίζεται με βάση τη δαπάνη χρόνου και την κατανάλωση εργατικής δύναμης, ως αφηρημένης εργασίας που παράγει αξίες με τη μορφή εμπορευμάτων, αλλά στην υποτιθέμενη ιδιότητά του να αποκτά αξία βάσει πολιτιστικά διαμορφωμένων και θεσμικά κατοχυρωμένων αισθητικών κριτηρίων που ουδεμία πραγματική σχέση έχουν με την εμπορευματική οικονομία.
Το έργο τέχνης καθίσταται έτσι, από τη μια, η άρνηση του εμπορεύματος, από την άλλη, όμως, καθίσταται ταυτοχρόνως και μια επιβεβαίωση της κυριαρχίας του εμπορεύματος, με την έννοια ότι, στο πλαίσιο του πολιτισμού μας, ανάγεται σε απόλυτο φετίχ, τόσο στο υλικό επίπεδο, ως μορφή, όσο και στο συμβολικό επίπεδο, ως περιεχόμενο. .
Αυτό που αποκαλύπτει τον ιδεολογικό χαρακτήρα της κυρίαρχης αντίληψης περί «αυτονομίας» της τέχνης είναι ο επανεντοπισμός της θέσης και του ρόλου των καλλιτεχνών στην διαδικασία παραγωγής αξίας στο πλαίσιο του ύστερου καπιταλισμού, της ευέλικτης κεφαλαιακής συσσώρευσης που αποκαλείται και «μετα-φορντισμός», καθώς και η αποσαφήνιση της σημασίας της σε αυτήν την ιστορικά καθορισμένη στιγμή εξέλιξης του καπιταλισμού.
Ισχυρίζομαι πως πρόκειται για μια αναβαθμισμένη λειτουργικά θέση σε σύγκριση με την αντίστοιχη θέση που κατείχαν οι καλλιτέχνες σε προηγούμενες εποχές και φάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Δεν είναι πλέον αποκλειστικά καθαυτή η καλλιτεχνική παραγωγή που καθιστά την καλλιτεχνική δραστηριότητα αποδοτική για το κεφάλαιο, αλλά κυρίως η ίδια η καλλιτεχνική πρακτική και τα μέσα της που αποτελούν πλέον πρότυπο αυτού που το κεφάλαιο θεωρεί «παραγωγική εργασία», αλλά και η χρήση αυτών των πρακτικών και των μέσων σε ολόκληρο το κύκλωμα αξιοποίησης της αξίας, από την παραγωγή ως την κατανάλωση.
Πρόκειται αναμφίβολα για μία αλλαγή η οποία είναι συναφής με την κρίση του φορντισμού στη σφαίρα της παραγωγής και της κυκλοφορίας του κεφαλαίου και την αντίστοιχη κρίση της ρυθμιστικής ικανότητας του κεϋνσιανισμού στη σφαίρα του κράτους, που εκτυλίχθηκε ως δομική κρίση του μεταπολεμικού μοντέλου κοινωνικής αναπαραγωγής.
Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια εποχή εντοπίζεται ιστορικά, και παράλληλα με την ήττα του εργατικού κινήματος, το «τέλος των πρωτοποριών», των καλλιτεχνικών πρακτικών που έθεταν ως στόχο τους το «ξεπέρασμα της τέχνης» ως διαχωρισμένης από την εργασία δραστηριότητας. Και αυτό συνέβη διότι, στην αναδιαρθρωμένη, τεχνολογικά αναβαθμισμένη διάχυτη διαδικασία παραγωγής ως «παραγωγική εργασία» θεωρείται πλέον η εργασία που είναι συνδεδεμένη με τη «δημιουργικότητα», το συναίσθημα, τη νοημοσύνη, τη γλώσσα και γενικότερα τις επικοινωνιακές ικανότητες του υποκειμένου.
Οι νέες μορφές καπιταλιστικής συσσώρευσης τείνουν να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση «εργασίας» και «αξίας». Η αξιοποίηση, η απόσπαση δηλαδή υπεραξίας, δεν είναι πλέον αποκλειστικά συνδεδεμένη με την υλική παραγωγική διαδικασία και την εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο, σε ένα ορθολογικά οργανωμένο σύστημα παραγωγής μέσα στο εργοστάσιο. Δεν είναι μόνο η αλλοτριωμένη εργασία του «εργάτη μάζα», ενός έμβιου εξαρτήματος της παραγωγικής μηχανής, που το κεφάλαιο χρησιμοποιεί για να διευρύνει την παραγωγή αξίας, αλλά χρησιμοποιεί πια όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες που τυπικά δεν υπάγονται στην έννοια της εργασίας, όπως η δημιουργικότητα, εκφρασμένη ως καλλιτεχνική δραστηριότητα και παιχνίδι, η γλώσσα και η επικοινωνιακή ικανότητα, η αυτοπαραγωγή, η συνεργατικότητα και η κοινωνική δικτύωση, η διαμόρφωση της ταυτότητας, κ.λπ.
Με τις αναλύσεις του ιταλικού μετα-Εργατισμού (post-operaismo) και του Αυτόνομου μαρξισμού για τη μετάβαση από το φορντιστικό καθεστώς παραγωγής στο μετα-φορντιστικό, στο «κοινωνικό εργοστάσιο», τον «κοινωνικό εργάτη» και την «άυλη εργασία» (immaterial labor), την εργασία που επενδύει τα εμπορεύματα με τη συμβολική τους σημασία, καθώς και με τις όψιμες αμερικανοτραφείς θεωρίες του ακαδημαϊκού συρμού περί της σπουδαιότητας της «δημιουργικής τάξης» (creative class) στην παραγωγή του κοινωνικού πλούτου, η διεύρυνση της έννοιας της εργασίας και η ποιοτική αναβάθμισή της ώστε να περιλαμβάνει κάθε πτυχή της ανθρώπινης υπόστασης, κρύβει κάτω από το χαλί το διευρυμένο καθεστώς εκμετάλλευσης – την αναπαραγωγή δηλαδή των παραγωγικών σχέσεων τη στιγμή που οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν υποτίθεται αποκτήσει μια νέα δυναμική κι έχουν εμπλουτιστεί με βιοπολιτικό τρόπο. Αφήνει εκτός κάδρου επίσης την εγγενή αντίφαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δηλαδή την εκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας και της συλλογικής διάνοιας από τη μια και την ολοένα μεγαλύτερη ανάγκη του να περιορίσει το κόστος παραγωγής και αναπαραγωγής τους για το κεφάλαιο.
Η τέχνη αρχίζει τις τελευταίες δεκαετίες να παίζει έναν ολοένα και πιο καίριο μεσολαβητικό ρόλο στην παραγωγή αξίας, ενώ είναι ουσιαστική πλέον η συμβολή της στην πραγματοποίηση της υπεραξίας, στις συνθήκες του αποκαλούμενου «γνωσιακού καπιταλισμού», όπου η διευρυμένη κατηγορία του «ενοικίου» εξαπλώνεται ως «παρασιτική» μορφή του κέρδους και ως αντίρροπος μηχανισμός στην πτωτική τάση του κέρδους. Το ενοίκιο (μίσθιο - rent), ως μορφή πραγματοποίησης της υπεραξίας, διευρύνεται ώστε να συμπεριλάβει, εκτός της έγγειας ιδιοκτησίας που αποφέρει έσοδα από μισθώματα, και την πνευματική, καλλιτεχνική, και «μονοπωλιακή» ιδιοκτησία του «αυτόνομου» έργου τέχνης. Όπως στην πρώτη περίπτωση το κεφάλαιο εκμεταλλεύεται τη γη μέσω της ιδιοποίησής της έτσι και στη δεύτερη εκμεταλλεύεται το συλλογικά παραγόμενο άυλο κεφάλαιο, πολιτιστικό ή γνωσιακό, το οποίο ιδιοποιείται ελέγχοντας πλήρως την αξιοποίηση και τη διανομή του.
Η καλλιτεχνική δραστηριότητα, από τη σκοπιά του κεφαλαίου, δεν ενδιαφέρει πλέον τόσο γι' αυτό καθαυτό το προϊόν της παραγωγής της, τα έργα τέχνης ως διακριτά προϊόντα-εμπορεύματα δηλαδή, ακόμα κι αν είναι στο πεδίο της αγορά που εν πολλοίς καθορίζονται οι αξίες, όσο για την «επιτελεστικότητά» της, δηλαδή τις διαδικασίες οργάνωσης της διακίνησης, διανομής και κατανάλωσής τους, τη συμβολή τους στη συσσώρευση πολιτιστικού κεφαλαίου που μπορεί να πουληθεί με τη μορφή πνευματικών δικαιωμάτων και στη δημιουργία δικτύων συνεργασίας που εξασφαλίζουν κυκλώματα διανομής και κατανάλωσης, ανατροφοδοτώντας συνεχώς την παραγωγή με τη, συνήθως άμισθη, δημιουργική συμβολή των συμμετεχόντων.
Τώρα δεν έχει πια σημασία μόνο το γεγονός ότι στην τέχνη το υποκείμενο είναι η κύρια παραγωγική δύναμη –όπως έλεγε ο Αντόρνο–, αυτό συμβαίνει άλλωστε και στην υλική παραγωγή με τη ζωντανή εργασία, φορέας της οποίας είναι το υποκείμενο-εργάτης, αλλά ότι εμπλέκεται ολόκληρη η υπόσταση του υποκειμένου, η ίδια δηλαδή η υποκειμενικότητα εν συνόλω.
Με την υποκειμενικότητα να γίνεται η κατ' εξοχήν παραγωγική μηχανή, το «συναίσθημα», η «διάνοια» και η «δημιουργικότητα» είναι τα «μέσα παραγωγής», ενσωματωμένα στο και αδιαχώριστα από το υποκείμενο-φορέα της εργασιακής δύναμης και την επιθυμία του για «αυτο-έκφραση», «αυτο-καθορισμό» και «αυτο-ποίηση». Στην πραγματικότητα δηλαδή είναι η έννοια της εργατικής δύναμης του υποκειμένου που έχει διευρυνθεί ώστε να περιλαμβάνει περισσότερες πτυχές της ζωντανής έκφρασης.
Οι υπ' αυτή την έννοια αναβαθμισμένες δυνάμεις της παραγωγής παραμένουν ωστόσο εγκλωβισμένες στις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις. Η ποιοτική αναβάθμιση συνεχίζει να καθορίζεται με τα ποσοτικά κριτήρια της αξίας.
Δεν είναι λοιπόν μόνο η διάχυση της παραγωγής αξίας στο «κοινωνικό εργοστάσιο», είναι και η οργάνωση των ιδιαίτερων συνθηκών που απαιτεί η παραγωγής και η κατανάλωση της τέχνης με τη μορφή της βιομηχανίας και η πλήρης υπαγωγή των ζωικών δυνάμεων (animal spirits), και όχι μόνο της εργατικής δύναμης, στην αξιοποίηση της αξίας.
Η οικονομική ανάπτυξη των απο-βιομηχανοποιημένων κρατικών σχηματισμών βασίζεται ολοένα και περισσότερο στις «δημιουργικές βιομηχανίες», σε ό,τι ο Τόνι Μπλερ όρισε, ήδη από τη δεκαετία του ’90, χαράσσοντας τη νέα εθνική οικονομική πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας, ως «τις βιομηχανίες εκείνες που έχουν τις ρίζες τους στην ατομική δημιουργικότητα, ικανότητα και ταλέντο και που ενέχουν τη δυνατότητα για παραγωγή πλούτου και δημιουργία θέσεων εργασίας μέσω της παραγωγής και της εκμετάλλευσης της πνευματικής ιδιοκτησίας». Η γενιά των YBA, των Young British Artists, επιβεβαίωσε την πολιτική του με τον πλέον αποδοτικό τρόπο.
Οι μέχρι πρότινος θεωρούμενοι «αυτόνομοι» καλλιτεχνικοί τομείς, όπως είναι ας πούμε ο τομέας των εικαστικών τεχνών, ενσωματώνονται με ταχείς ρυθμούς στη «δημιουργική βιομηχανία». Αυτό επιβεβαιώνεται από την σταθερή αύξηση του παραγωγικού δυναμικού, την ορθολογική οργάνωση της διακίνησης και τη σημασία της μαζικής κατανάλωσης του καλλιτεχνικού έργου μέσα σε ένα πλήρως αισθητικοποιημένο και εμπορευματοποιημένο περιβάλλον. Η «άυλη εργασία» είναι έτσι εξίσου εκμεταλλεύσιμη με την υλική εργασία στο εργοστάσιο.
Η «πραγμάτωση της τέχνης στην καθημερινή ζωή» που επεδίωξαν με τη θεωρία, τη δράση και το έργο τους οι Καταστασιακοί έχει πλέον υλοποιηθεί με τον πιο σαφή τρόπο, αν και αυτό έγινε με τους όρους του κεφαλαίου.
Υπάρχει όμως και μια άλλη, ίσως πιο καίρια διάσταση σε όλα αυτά, που στις σημερινές συνθήκες αποθέωσης του «άυλου» (από τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα έως τη «δημιουργικότητα») παραμένει στο ημίφως. Η πραγματοποίηση της υπεραξίας, η μετατροπή δηλαδή σε χρήμα της αποσπασμένης υπεραξίας στον τομέα της παραγωγής στον πρωτογενή και τον δευτερογενή τομέα, είναι η διαδικασία που συνδέει άμεσα το «άυλο» με το υλικό. Συνδέει δηλαδή τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα με τη μελλοντική υλική παραγωγή και την αφηρημένη καλλιτεχνική δραστηριότητα με την αξία της ακίνητης περιουσίας.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα το οποίο μπορεί να φωτίσει τους μηχανισμούς μετατροπής του «άυλου» σε απτό κέρδος, σε χρήμα, είναι η διαδικασία του αστικού «εξευγενισμού» (gentrification), όπου γίνεται φανερός ο καταλυτικός ρόλος της τέχνης και των καλλιτεχνών στην αξιοποίηση του κεφαλαίου που επενδύεται στην αγορά ακινήτων.
Δεν θα επεκταθώ γύρω από αυτό το θέμα, αν και το θεωρώ σημαντικό για όσα συζητάμε εδώ. Θα παραπέμψω όσες και όσους ενδιαφέρονται να δουν πώς λειτουργεί στην πράξη στη γνωστή πλέον περίπτωση του Κεραμεικού-Μεταξουργείου και σε όσα διαμείβονται στην περιοχή αυτή τα τελευταία 4-5 χρόνια. Έχουν ειπωθεί πολλά για τη συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ γενικότερα το θέμα του «εξευγενισμού» και η σχέση του με την τέχνη και τους καλλιτέχνες έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών μελετών από διάφορες οπτικές γωνίες τις τελευταίες δεκαετίες, και μια στοιχειώδης έρευνα στο διαδίκτυο θα δώσει στον οποιονδήποτε τη δυνατότητα να ενημερωθεί και να βγάλει τα δικά της/του συμπεράσματα.

Συγχωρήστε με που θα κλείσω απαισιόδοξα ετούτη την παρέμβαση, αλλά ειλικρινά δεν βλέπω πώς, υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι καλλιτέχνες θα μπορούσαν να αντισταθούν. Πώς θα μπορούσαν να βραχυκυκλώσουν το κύκλωμα παραγωγής-διακίνησης-κατανάλωσης, στο οποίο διαδραματίζουν έναν σημαντικό ρόλο, χωρίς ταυτοχρόνως να αυτοακυρωθούν, χάνοντας την ταυτότητά τους.
Οι εργαζόμενοι σε καθεστώς μισθωτής σχέσης, οι οποίοι πουλάνε το εμπόρευμα εργατική δύναμη, απεργούν, σαμποτάρουν, κάνουν καταλήψεις του εργασιακού χώρου, δείχνουν ανυπακοή στις επιταγές της εργοδοσίας, κάνουν κοπάνα, μειώνουν εσκεμμένα την παραγωγικότητά τους, κ.λπ. Η εργασία γι’ αυτούς είναι μια αναγκαία συνθήκη και όχι ο τρόπος τους να υπάρχουν. Εκ των πραγμάτων, κάθε αντίδρασή τους υπονομεύει την καπιταλιστική σχέση αφού θέτει σε κρίση τους όρους με την οποία αυτή συγκροτείται μέσα από την αντιπαράθεση εργασίας-κεφαλαίου. Αυτή είναι η δική τους έμπρακτη κριτική στην καπιταλιστική σχέση.
Πώς μπορεί ο καλλιτέχνης να κάνει κάτι ανάλογο από τη στιγμή που η εργασία του, η καλλιτεχνική πράξη, ταυτίζεται με ολόκληρη την υπόστασή του;
Δεν έχει καμία σημασία λοιπόν το ερώτημα κατά πόσο οι καλλιτέχνες είναι ή όχι εργαζόμενοι (πόσο μάλλον εργάτες), από τη στιγμή που η εκμετάλλευσή τους δεν αφορά μόνο την καλλιτεχνική εργασία τους και το προϊόν της, αλλά ολόκληρη την υπόστασή τους ως δρώντα υποκείμενα.
Εγκλωβισμένοι σε αυτό το «οντολογικό» αδιέξοδο και όντας υποχρεωμένοι να προσπαθούν να επιβιώσουν ως «ελεύθεροι παραγωγοί» σε ένα αμιγώς ανταγωνιστικό περιβάλλον που κυριαρχείται πλήρως από την αξία, οι καλλιτέχνες συνήθως αποφεύγουν να εντοπίσουν στις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις την αντίφαση της θέσης τους και εστιάζουν τις όποιες αντιδράσεις τους ενάντια στην «κυρίαρχη κουλτούρα», στους «θεσμούς», στα «κυκλώματα» και τους «παράγοντες της αγοράς», στις μορφές δηλαδή που παίρνουν αυτές οι σχέσεις και όχι στις ίδιες τις συνθήκες που τις παράγουν και τις επιβάλουν στα άτομα και την κοινωνία.
Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι επαναστατική μια κριτική στάση που υιοθετείται μέσα στο πλαίσιο των καλλιτεχνικών θεσμών, ούτε ο φενακισμός που αποκαλείται «πολιτική τέχνη» θέτοντας ως επιδίωξή της, στη μεν απλοϊκή μορφή της να «καταγγείλει», στη δε στοχαστική μορφή της να παρέμβει στην ίδια την οντότητα του πολιτικού. Ακόμα και ο ενεργός ρόλος τους στον κατά Ranciere «μερισμό του αισθητικού» που συμβάλει στη δημιουργία τόπων ανάδυσης του πολιτικού, έχει ενσωματωθεί ως παραγωγική διαδικασία υποκειμένων μέσα στο θέαμα της πολιτικής της ταυτότητας.
Είναι για μένα δεδομένο πως μόνο στο πλαίσιο ενός ευρύτερου αντι-καπιταλιστικού κινήματος που συγκροτείται με ταξικούς όρους είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί η όποια δυνατότητα έχουμε ως υποκείμενα, είτε αποκαλούμαστε καλλιτέχνες είτε απλώς εργαζόμενοι, να απελευθερώσουμε την ανθρώπινη δημιουργικότητα από την υπαγωγή της στην διευρυμένη αξιοποίηση της αξίας και από τον φετιχισμό του εμπορεύματος οργανωμένου ως θέαμα. Και αυτό μπορούμε να το καταφέρουμε μόνο αν η παραγωγική μας δύναμη ως όλον χρησιμοποιηθεί ως μη διαχωρισμένη εργασία, εργασία που αναπαράγει την ίδια τη ζωή και όχι τη σχέση κεφάλαιο.
Το ποιον δρόμο θα ακολουθήσει και ποια μέσα θα χρησιμοποιήσει η επιθυμία μας για τη χειραφέτηση των παραγωγικών μας δυνάμεων από τον φετιχισμό του εμπορεύματος είναι νομίζω, υπό τις παρούσες συνθήκες διευρυμένης κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής κρίσης, το πιο επείγον διακύβευμα.
Θα πρέπει ωστόσο να μην ξεχνάμε τη ρήση του Αντόρνο: «σε μια κοινωνία που θα είχε επιτύχει την ικανοποίησή της [...] θα ήταν δυνατός ο θάνατος της τέχνης».

Σας ευχαριστώ.

Ποιος φοβάται την ταξική συνείδηση;

του Mind the Gap
Αναδημοσίευση από Σχολιαστές χωρίς Σύνορα

Πολύ κροκοδείλιο δάκρυ έπεσε από τους ακριβοπληρωμένους δημοσιογράφους της πρωινής «ενημέρωσης» για τις ψιλές που άρπαξε ο Κωστής Χατζηδάκης. Εν ολίγοις παρουσίασαν τον πρώην υπουργό μεταφορών ως έναν «άμεμπτο» απλό πολίτη, σαν να μην είχε συμμετάσχει ποτέ σε καμία κυβέρνηση, σαν να μην έχει καμία σχέση με την εξουσία, την κακοδιαχείριση, τις ιδιωτικοποιήσεις και το μνημόνιο.
Προφανώς πίσω από την «συμπαράσταση» στο «θύμα», που σε καμία περίπτωση δεν προσφέρουν στα καθημερινά θύματα της βίας των απολύσεων, της βίας του εργασιακού μεσαίωνα, της βίας της κατάργησης των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, της βίας της κατάχρησης εξουσίας, της βίας της εξαθλίωσης του πολίτη, υπερασπίζονται συνολικά την «τάξη» (τους) γιατί γνωρίζουν ότι σε λίγο κανείς από αυτούς τους ξεπουλημένους προπαγανδιστές δεν θα μπορεί να κυκλοφορεί ανάμεσά μας χωρίς τα ΜΑΤ. Βαφτίζουν λοιπόν το γεγονός ως «τυφλή οργή» και «αγανάκτηση» προσπαθώντας να αποπλανήσουν τους τηλεθεατές από την απλή πραγματικότητα, ότι δηλαδή όλος αυτός ο συρφετός πολιτικών – δημοσιογράφων – επιχειρηματιών – τραπεζιτών και εργατοπατεράδων έχει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την εξαθλίωση των πολιτών και συνεπώς η βία εναντίων τους είναι άμυνα, είναι βία στη βία τους.
Μάλιστα φτάνουν στο σημείο να υπονοήσουν ότι το γεγονός του ξυλοφορτώματος «αμαύρωσε» την πορεία και λειτουργώντας ως εξαγορασμένοι δημοσκόποι να μιλήσουν αυθαίρετα, εκ μέρους της «πλειοψηφίας», υποστηρίζοντας πως ο «πολύς κόσμος» καταδίκασε το γεγονός. Φυσικά ουδείς από αυτά τα φτηνιάρικα φερέφωνα της χούντας των τραπεζιτών δε ήταν εκεί έξω, ούτε σε απόσταση χιλιομέτρων δεν θα πλησίαζαν σε μια διαδήλωση. Πλασάρουν ύπουλα τον εαυτό τους ως έναν από εμάς, λες και πρόκειται για άνεργους, χαμηλοσυνταξιούχους ή ημιαπασχολούμενους μεροκαματιάρηδες, ωσάν να έχουμε όλοι μαζί τους τις πανάκριβες φοροκλεμένες βίλες, τις καταθέσεις στο εξωτερικό, τα πολυτελή αυτοκίνητα και τις οφ σορ εταιρίες. Ο κάθε Μπάμπης Παπαχατζηαυτιαλυριοικοπρετεσαλτε καθημερινά διαβρώνει την ταξική συνείδηση του λαού εισβάλλοντας από τα παράθυρα στις συνειδήσεις ως «ένας από μας», ενώ παράλληλα αποκτά κάθε μέρα ολοένα και μεγαλύτερη «ταξική συνείδηση» άρχουσας τάξης που κινδυνεύει γιατί γνωρίζει την πραγματική αλήθεια για τον αναβρασμό στην κοινωνία και ξέρει ότι αν εκεί έξω στηθεί «λαοδικείο» θα πέσουν και τα δικά τους κεφάλια.
Και μετά εν χορώ και συντονισμένα (τυχαίο; δε νομίζω) αρχίζουν το γνωστό τροπάρι : «καταδικάζουμε την βία απ’ όπου και εάν προέρχεται», «και οι αστυνομικοί παιδιά του λαού είναι που κάνουν την δουλειά τους», «επιτέλους πρέπει να προστατεύεται ο πολίτης από τη βία» κ.λπ.
Ως μέρος της ολιγαρχίας που έχει σφετεριστεί την εξουσία και έχει καταληστέψει τους πολίτες, εκθειάζουν το έργο της παρακρατικής αστυνομίας, δηλαδή του στρατού που προστατεύει τους ίδιους από τους πολίτες. Ο κατασταλτικός μηχανισμός ούτε λίγο ούτε πολύ παρουσιάζεται ως «ασφάλεια για τον πολίτη», λες και τα ΜΑΤ, οι γερμανοτσολιάδες των ΔΙΑΣ και ΔΕΛΤΑ, τα δακρυγόνα και οι ξυλοδαρμοί να έχουν σχέση με την εγκληματικότητα και την καθημερινότητα. Η προστασία αυτών που έκλεψαν, καταχράστηκαν, ξεπούλησαν και εξαγοράστηκαν, οι οικογένειες των ημετέρων και η φύλαξη των περιουσιών τους είναι το μόνο έργο που επιτελούν οι γεμάτες ναζιστικούς θύλακες ομάδες «επιβολής τάξης» και «καταστολής».
Χωρίς τον στρατό τους θα είχαν λιντσαριστεί όλοι τους προ πολλού και για αυτό τον «χαϊδεύουν» και τον εκθειάζουν και σε κάθε αφορμή τον «παρασημοφορούν» τηλεοπτικά, παρουσιάζοντας ένα έργο που δεν υπάρχει. Εξ άλλου στο Κολωνάκι, στην Εκάλη και σε άλλες «χάι» περιοχές, όπου ζουν οι όμοιας τάξης με τους μεγαλοδημοσιογράφους άνθρωποι, η «ασφάλεια» είναι σε επίπεδα φύλαξης λευκού οίκου.
Ομοιοταξίτες λοιπόν υπερασπίζονται, λυσσαλέα και οργανωμένα, ενωμένες μεταξύ τους, όλες οι μη παραγωγικές ομάδες των κηφήνων της ελληνικής κοινωνίας το δικαίωμά τους στην εξουσία, τον παράνομο πλουτισμό, την υπεξαίρεση, την εκμετάλλευση και την εξαθλίωση του πολίτη. Και πρόκειται για σκληρό ανακλαστικό, με δεδομένη την κοινωνική οργή που εάν τυχαία μετατραπεί σε «εξέγερση» είναι βέβαιο πως θα στοιχίσει ακόμη και ζωές των ολιγαρχών. Όμως ο μεγάλος φόβος τους δεν είναι αυτός, αυτό που φοβούνται πραγματικά είναι μην αποκτήσει ο μέσος πολίτης την ταξική συνείδησή του, αυτή που επί χρόνια φρόντιζαν να εξαφανίσουν μελετημένα και στοχευμένα οι «λάιφσταϊλάδες» των καναλιών. Γιατί τότε η εξέγερση θα έχει χαρακτήρα «απαλλαγής» από τα κοινωνικά παράσιτα και συνεπώς χαρακτηριστικά «πολέμου» από τον οποίο ξέρουν πως θα βγουν χαμένοι, καταδικασμένοι, αυτοεξόριστοι, έκπτωτοι και ξεπεσμένοι ως κάστα και ως τάξη, θα τα χάσουν όλα και όλοι τους. Και ενώ μπορούν να διαχειριστούν εξεγέρσεις χωρίς ταξική συνείδηση έστω και με μερικές απώλειες, ακόμη και «θυσιάζοντας» κάποια εξιλαστήρια θύματα που δήθεν δικάζονται από την ημέτερη εξαγορασμένη δικαιοσύνη, ξέρουν ότι στην περίπτωση ενός ταξικού πολέμου θα εκριζωθούν όλοι τους ως «τζάκια» χωρίς επιστροφή.
Έκαναν λοιπόν το προφανές, έκαναν την κάστα και την «ομερτά» της μαφίας τους «ταξική συνείδηση», συσπειρώθηκαν όλοι μαζί εναντίον των πολιτών και ξεκίνησαν πρώτοι τον ταξικό πόλεμο για να προλάβουν το πρώτο χτύπημα πριν οι κολίγες αποκτήσουν την επικίνδυνη για αυτούς ταξική συνείδηση. Ο blitzkrieg ταξικός πόλεμος κατά των πολιτών έχει ήδη ξεκινήσει. Οι μεγαλοδημοσιογράφοι είναι στην πρώτη γραμμή κρούσης, ο στόχος είναι να μην αποκτηθεί ταξική συνείδηση από το λαό, δεν είναι πια απλά μισθοδοτούμενα εργαλεία της χούντας, είναι πλέον μέρος της τάξης που την έχει εγκαθιδρύσει στη χώρα την κατοχή και λειτουργούν «ταξικά» με ένα ιδιότυπο κοινωνικό υποσυνείδητο. Ομοίως και οι βουλευτές και υπουργοί των κομμάτων εξουσίας, οι μεγαλοεπιχειρηματίες και οι βιομήχανοι, οι τραπεζίτες, οι «θεσμικοί επενδυτές», οι εργατομπαμπάδες και όλοι οι παρατρεχάμενοι που απομυζούν τον λαό με οποιοδήποτε τρόπο, έχουν συσπειρωθεί ενάντια στον κοινό εχθρό τους, τον λαό που αρμέγουν.
Αυτοί λοιπόν έχουν αποκτήσει «ταξική συνείδηση» και ακριβώς για αυτό φοβούνται να μην αποκτήσει και ο λαός, αυτοί είναι η «άρχουσα τάξη» και το γνωρίζουν, προσδιορίζονται και αναγνωρίζονται αμέσως μεταξύ τους με ένα ιδιότυπο ταξικό «αυτοματισμό» και κατανοούν ανακλαστικά και υποσυνείδητα την δύναμη της ταξικής τους συνείδησης.
Αυτοί έχουν ήδη «ταξική συνείδηση», εμείς πότε θα αποκτήσουμε;

Mind the Gap

http://wp.me/pPn6Y-4DI

Χ.Υ.Τ.Α. Κερατέας: Η λαϊκή αυτοάμυνα είναι εδώ

Αναδημοσίευση από Βαθύ Κόκκινο
Γράφει ο askordoulakos

"Πέφτομε σε ενέδρα Γερμανών. Τόσο κοντά, που αρπαχτήκαμε χέρια με χέρια. Δεν μπορούσαμε να πυροβολήσουμε . Παλεύαμε ποιος θα έριχνε τον άλλο κάτω να τον σκοτώσει. Την ώρα που πάλευα εγώ με έναν Γερμανό, γυρίζει ο άλλος Γερμανός να με σκοτώσει αλλά πηδάει ένας αντάρτης, τον καβαλικεύει και τον μαχαιρώνει. Τη γλιτώνω εγώ και εξοντώνω τον Γερμανό. Αστραπιαία, σφαπ, του καρφώνω τη μάχαιρα."
Μιχάλης Μεταξάκης, επικεφαλής ομάδας του Ε.Λ.Α.Σ Κρήτης, που έπεσε σε γερμανική ενέδρα, στην τοποθεσία "Βρωμονερό" του Κρουσώνα Ηρακλείου, στις 14 Ιούλη 1944.

Είχε αναφερθεί σε προηγούμενη ανάρτηση ότι το ζήτημα της λαϊκής αυτοάμυνας είναι κατ' εξοχήν πολιτικό. Τα πρόσφατα γεγονότα της Κερατέας θέτουν άπαντες -εξουσία και αγωνιζόμενη κοινωνία- αντιμέτωπους με την αντιμετώπιση του νέου αυτού φαινομένου: Την εμφάνιση του φαινομένου της λαϊκής αυτοάμυνας κατά του λαομίσητου πλέον συρφετού των δυνάμεων καταστολής, το οποίο φαινόμενο-εκτός των άλλων (πέτρες, μάχες έκ του συστάδην, μολότωφ κλπ)- περιλάμβανε ακόμα...και πυροβολισμούς εκ μερους των κατοίκων!
Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι οι κατ' εξοχήν νοικοκυραίοι της Κερατέας (μιας περιοχής κατά βάση συντηρητικής) πήραν τα στυλιάρια κι άρχισαν τα ντου κατά των ΜΑΤ. Άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας, μαθητές κι αρκετοί αλληλέγγυοι νεολαίοι, έδειξαν στο κράτος και στα ρεμάλια των δυνάμεων της τάξης ότι η ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤ' ΑΡΧΗΝ απάντηση από εδώ και πέρα θα είναι η ΛΑΪΚΗ ΑΥΤΟΑΜΥΝΑ.
Είναι ξεκάθαρο ότι το ξεσάλωμα των ΜΑΤ οφείλεται σε πολιτική επιλογή μιας κυβέρνησης ηλιθίων, οι οποίοι δείχνουν να μην καταλαβαίνουν αυτό το πολύ απλό, που γνωρίζει ακόμα κι ο πιο αδαής περί την πολιτική: Όσο πιο πολύ εντείνεις την καταστολή, τόσο πιο κοντά είσαι στη «μεγάλη έξοδο» κι εδώ καλό θα είναι να θυμηθούμε τι ζημιά έκανε ο Δεκέμβρης στον Καραμανλή.
Είναι επίσης ξεκάθαρο, ότι αυτό που όπλισε το χέρι των πολιτών της Κερατέας, είναι αυτό το οποίο θα οπλίσει τα χέρια όλο και περισσότερων πολιτών αύριο: Το ξεκαθάρισμα σιγά-σιγά του τοπίου, σχετικά με το ρόλο της κυβέρνησης, και των συμμάχων της στην επερχόμενη δυστυχία του τόπου. Η κοινωνία πλέον αρχίζει ν' αντιλαμβάνεται τι... «παίζεται». Γι' αυτό άλλωστε βαίνουν προς διάλυση χέρι-χέρι και η κυβέρνηση και το ΠΑΣΟΚ. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της αποχώρησης -ουσιαστικά-τμημάτων της ΠΑΣΚΕ από το ΠΑΣΟΚ.
Το πιο αξιοσημείωτο όμως σχετικά με τη στάση των Κερατιωτών αυτές τις μέρες όμως, είναι η ΑΥΤΟΠΕΠΟΙΘΗΣΗ που φαίνεται να απέκτησαν μετά τις οδομαχίες τους με τους ταγματασφαλίτες των ΜΑΤ, κάτι το οποίο φάνηκε από την ενότητά τους, τη μαχητικότητά τους, τη μαζικότητά τους κι από την έμπρακτη συμπαράσταση που τους έδειξαν κι άλλα τμήματα της κοινωνίας.
Στην Κερατέα γίνεται ένα πολύ ενδιαφέρον «πείραμα» αυτές τις ημέρες: Ίσως για πρώτη φορά μετά τον εμφύλιο, οι τοπικές κοινωνίες έρχονται αντιμέτωπες με την επίθεση ενός απομυθοποιημένου -στα μάτια τους- κράτους, αμύνονται, αντεπιτίθενται και βρίσκουν έμπρακτους συμμαχητές στο πλευρό τους, τα παιδιά με τα πρησμένα πόδια που το Δεκέμβρη του 2008 τα 'λεγαν αλήτες...
Το πανικόβλητο και απαξιωμένο μπλοκ εξουσίας βρίσκεται μπροστά σε μια αναπάντεχη, νέα πραγματικότητα: Την ενωμένη λαική αυτοάμυνα.
Το ίδιο όμως ισχύει και για το λαϊκό κίνημα...και ιδίως για το ΚΚΕ! Οψόμεθα...

askordoulakos

Φτιάχνοντας Κινήματα - Οργανώνοντας Κοινότητες. Σεξουαλικότητα -Πρακτικές - Θεωρίες - Στρατηγικές και Συλλογικά εγχειρήματα

Εισήγηση της συνέλευσης του Φεστιβάλ What Queer Fest? στο Αυτόνομο Στέκι, Κυριακή 28-11-2010

Η συνέλευση του φεστιβάλ αποτελείται από ανθρώπους που έχουν συμμετάσχει σε διάφορες πολιτικές τάσεις του ευρύτερου ανταγωνιστικού κινήματος, αν και αναγνωρίζουμε ότι το τι είναι και το πώς συγκροτείται ακριβώς αυτό το τελευταίο αποτελεί και αντικείμενο συζήτησής μας σήμερα. Η σχέση μας με τις ταυτότητες και παράλληλα η κριτική μας σε αυτές, πολιτικές ή άλλες, είναι πολυσήμαντη και αυτό συγκροτεί εν μέρει και την πολιτική μας αντίληψη ως συνέλευση. Οι περισσότεροι/ες από εμάς έχουμε αναπτύξει πολιτικές οπτικές και δράση μέσα σε συλλογικότητες που έχουν ως κομμάτι της δουλειάς τους, άξονα θεματικό ή αφετηρία το φύλο, τη σεξουαλικότητα και το πώς αυτά διαπλέκονται με τις σχέσεις εξουσίας, την κυριαρχία, τα πολλαπλά συστήματα καταπίεσης. Συμφωνούμε επίσης στο ότι μας ενδιαφέρει η πολιτική πολυφωνία και μια συνεχής (αυτο-)κριτική εξέταση των στόχων, των θεωριών, των προτεραιοτήτων, των στρατηγικών μας. Με άλλα λόγια μας ενδιαφέρει πολιτικά να συζητήσουμε μεταξύ μας για το πώς παράγονται οι πολιτικές σχετικά με το φύλο και τη σεξουαλικότητα και πώς αυτές επηρεάζουν δυνάμει τα κινήματα και τις κοινότητες τις οποίες χτίζουμε.
Οι συλλογικότητες που έχουν καλεστεί σήμερα εδώ είναι ενεργές στην αθήνα, την θεσσαλονίκη και την πάτρα. Είναι ομάδες που έχουν σε κάποιο βαθμό διαμορφώσει το τοπίο τα τελευταία δέκα χρόνια σε σχέση με τις πολιτικές απόψεις των χώρων μας και τους αναγνωρίζουμε ότι έχουν ανοίξει το πεδίο για καινούριες θέσεις και αναζητήσεις σε σχέση με το φύλο, τη σεξουλικότητα και το κυρίαρχο σύστημα εννοιολόγησής τους. Η επιλογή των ομάδων δεν ήταν βέβαια τυχαία. Πρόκειται για συλλογικότητες με τις οποίες αισθανόμαστε οικειότητα με την έννοια ότι είτε έχουμε παρακολουθήσει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τη δουλειά τους ή έχουμε βρεθεί δίπλα τους σε κοινά πράγματα στο δρόμο, ή έχουμε συζητήσει αρκετά μαζί τους, ή τέλος, μέλη της συνέλευσης του φεστιβάλ είναι και μέλη αυτών των συλλογικοτήτων. Τις ευχαριστούμε που δέχτηκαν να συμμετέχουν σε αυτή τη συζήτηση και την προετοιμασία που έχουν κάνει, για εμάς αυτό αποτελεί ενθάρρυνση και κυρίως αναγνώριση του φεστιβάλ ως έναν χώρο όπου η συζήτηση, ο γόνιμος διάλογος ή η εποικοδομητική διαφωνία είναι δυνατά.
Στόχος αυτής της κουβέντας είναι η ανταλλαγή εμπειρίας, καθώς πιστεύουμε ότι η ανάλυση και ο αναστοχασμός μπορεί να αναδείξει τόσο το βάθος όσο και την πολυμορφία των πολιτικών μας πρακτικών και των θεωρητικών μας σχημάτων. Θα προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε το πλαίσιο έτσι ώστε να αποτυπωθούν προβληματισμοί και διαφωνίες, ιδέες για τις επιλογές και τις θεωρητικές μας αναφορές. Πιστεύουμε ότι μια τέτοια ανταλλαγή θα παράγει γνώση μέσω της ανάδειξης των διαφορετικών σκεπτικών.
Από μεριάς μας θα θέλαμε να μιλήσουμε συνοπτικά για κάποια από τα σημεία που ανταποκρίνονται στο πώς οργανώθηκε το φεστιβάλ, τα οποία αποτελούν και κεντρικές πολιτικές θεωρήσεις και πρακτικές της νέας αυτής συνέλευσης. Τα περιεχόμενα της πολιτικής που κάνουμε γύρω από το φύλο και τη σεξουαλικότητα ελπίζουμε να φάνηκαν κατά την διάρκεια των τελευταίων δύο ημερών, οπότε στη συζήτηση αυτή θα επικεντρωθούμε πιο πολύ στην διαδικασία παραγωγής αυτών των περιεχομένων.

Αυτομόρφωση
Ένας κεντρικός άξονας στο πώς οργανωνόμαστε είναι το μέσα από ποιες διαδικασίες επιλέγουμε να έρθουμε κοντύτερα στον να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε τον κόσμο γύρω μας. Δεδομένου ότι όλες και όλοι έχουμε συνηθίσει σε μια παθητική διαδικασία μόρφωσης όπου δεν υπάρχει ισότιμη συμμετοχή εκείνων που προσλαμβάνουν τη γνώση, και ο καθορισμός της ίδιας της παραγωγής της γνώσης μάς είναι μακρινός, θεωρούμε ότι η αμφισβήτηση αυτού του τρόπου αποτελεί βασική πρακτική. Αυτό δεν το συναντούμε έξω από πολιτικούς χώρους και θα τολμούσαμε να πούμε, συχνά, ούτε και εντός τους. Λέμε λοιπόν ότι η αντίρροπη δύναμη προς τον κυρίαρχο τρόπο να κατανοούμε την πραγματικότητα είναι η αυτομόρφωση, και μάλιστα η συλλογική. Δηλαδή αναγνωρίζουμε ότι οι αφετηρίες μας είναι διαφορετικές, ότι έχουμε διαφορετικές επιθυμίες ή ότι έχουμε καταπιαστεί σε διαφορετικό βαθμό με θέματα. Φροντίζουμε στην διαδικασία αυτομόρφωσης να υπάρχει χρόνος και χώρος για την έκφραση κάθε διαφορετικής γνώμης, σιωπής, ένστασης ή κριτικής. Στο φεστιβάλ προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε γνώση από κοινού, ανιχνεύοντας τις κοινές πολιτικές μας αξίες, και να μην κάνουμε στερεότυπες προβολές για τις πολιτικές μας αφετηρίες στην διάρκεια των συζητήσεων, κάτι που άλλωστε ζητήσαμε και από τους ανθρώπους που συμμετέχουν στο φεστιβάλ.
Η συλλογική αυτομόρφωση που κάνουμε αναγνωρίζει την αξία του βιωματικού και του εμπειρικού. Η αφετηρία αυτή μας βοήθησε να μετατρέψουμε τις πληροφορίες και τα βιώματά μας σε γνώση, η οποία αποκρυσταλλώθηκε σαν να είναι στέρεη, στο περιεχόμενο του φεστιβάλ. Το φεστιβάλ και τα περιεχόμενά του είναι όμως πιο πολύ ένα πεδίο γέννησης αντιλήψεων, ιδεών και εφαρμογής πρακτικών. Αυτά όλα δεν περιμένουν τον ερχομό της επανάστασης, αλλά αποτελούν την καθημερινότητά μας, το εδώ και το τώρα. Σε αυτό το σήμερα όμως ξέρουμε ότι συγκροτείται ένα ανοιχτό πεδίο γνώσης που μπορούν να οικειοποιηθούν και να ανατρέξουν όλες και όλοι στο μέλλον, στις δικές τους πρακτικές και θεωρίες. Η σημερινή συζήτηση για εμάς κάνει πρακτική αυτή την θεώρηση των κοινοτήτων-συλλογικοτήτων (προσωρινών ή μη) ως μέρη που μπορούν να συγκοινωνούν με άλλα μέρη, ως μέρη που γειτνιάζουν με κάποιο τρόπο, ενώ με άλλους καθόλου. Τέλος, η διαδικασία της αυτομόρφωσης μας έχει οδηγήσει αναπόφευκτα στο εργαλείο του αναστοχασμού, καθώς εμπεριέχει την κριτική σκέψη. Ο αναστοχασμός αυτός είναι που θα μας κληρονομήσει, ως συλλογική κατάκτηση, το βίωμα του φεστιβάλ και κάθε συλλογικό βίωμα.

Αυτοοργάνωση
Δημιουργία σχέσεων
Ξεκινάμε από την παραδοχή ότι οι ανθρώπινες σχέσεις σήμερα είναι ιδιαίτερα ευάλωτες, στην αποξένωση, τον ατομισμό, την θεαματικότητα. Απέναντι σε αυτό θέλουμε να χτίσουμε σχέσεις συνειδητά, θεωρώντας τες ως βασικό στοιχείο της αυτοοργάνωσης των κοινοτήτων μας και κατ’ επέκταση των κινημάτων. Προσπαθήσαμε επίσης να χτίσουμε τέτοιες σχέσεις έχοντας στο μυαλό μας ότι υπάρχουν κυρίαρχοι τρόποι να κάνει κανείς πολιτική, οι οποίοι αποκλείουν το βίωμα, τα άτομα που δεν έχουν αναπτύξει ιδιαίτερα συγκροτημένο πολιτικό λόγο κλπ. Θελήσαμε να αμφισβητήσουμε και αυτόν τον τρόπο να παράγεται πολιτικός λόγος και πράξη. Δίνουμε έμφαση στην εμπιστοσύνη και την ασφάλεια προκειμένου να μπορεί να αναδυθεί ένας χώρος ανάμεσά μας όπου το πολιτικό μπορεί να γίνει προσωπικό και ανάποδα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που φέραμε ένα βίωμα καταπίεσης στην συνέλευση και αυτό μπόρεσε να εξελιχθεί σε μια πολιτική κουβέντα η οποία έγινε κτήμα όλων. Βέβαια δεν είναι λίγες οι φορές επίσης που αυτό δεν ήταν δυνατό. Παρόλα αυτά βλέπουμε τον σεβασμό και την υποστήριξη ως βασικά στοιχεία για μια κουλτούρα συζήτησης που θα μπορεί να χτίζει σχέσεις συντροφικές, και να μας αναμορφώνει προκειμένου να συναντηθούμε.
Επίσης, η προσπάθεια αυτή γίνεται έχοντας πάντα στο νου μας ότι αναζητούμε την αντι-ιεραρχία στην πράξη και όχι σαν μία μακρινή αξιακή αρχή. Και εκεί είναι που συναντάμε τις αντιστάσεις του καθενός και της καθεμιάς μας και καταλαβαίνουμε πόση δουλειά και συνέπεια χρειάζεται για να χτίσεις μια αντι-ιεραρχική δομή στο εσωτερικό, πόσο μάλλον όταν αυτή είναι το ζητούμενο και στη δημόσια σφαίρα. Οι σχέσεις εμπιστοσύνης και αντι-ιεραρχίας λοιπόν αποτελούν ζητούμενο και ιδανικό και όχι κεκτημένο. Ίσως το κενό αυτό που δημιουργείται ανάμεσα στο ιδανικό και την πραγματικότητα είναι αυτό που προσπαθούμε να καλύψουμε και είναι ένας δρόμος που χρειάζεται να διανύουμε συνέχεια, ξανά και ξανά, συνειδητά.

Παραγωγή συγκρότησης
Τελικά ζώντας μέσα σε έναν κόσμο που θέλουμε να αλλάξουμε χρειάζεται να παράγουμε μια κάποια συγκρότηση, δηλαδή να πάρουμε αποφάσεις, να δημιουργήσουμε θέσεις, αναλύσεις και ερμηνείες μέσω των οποίων θα κάνουμε πράξη τις αντιστάσεις μας και θα ανοίξουμε ρωγμές στα κυρίαρχα παραδείγματα, πολιτικά, επιστημονικά, ηθικά, κοινωνικά.
Η αυτομόρφωση και η ποιότητα των μεταξύ μας σχέσεων, η αυτοργάνωση και η ουσιαστική αντι-ιεραρχία είναι οι βάσεις αυτής της παραγωγής συγκρότησης. Τα ερωτήματα εδώ αφορούν και τρία επιπλέον κομβικά ζητήματα: Ποιες είναι οι διαδικασίες λήψης συλλογικών αποφάσεων; Πώς διαμορφώνουμε τις θέσεις μας; Και πώς τελικά δρούμε, ποια χαρακτηριστικά θέλουμε να έχουν οι πολιτικές μας πράξεις;
Για το πώς παίρνονται οι αποφάσεις σε αντι-ιεραρχικά εγχειρήματα πολύ συχνά η απάντηση είναι εύκολη. Μα μόνο με ομοφωνία, πώς αλλιώς; Οπωσδήποτε η ομοφωνία μάς βρίσκει σύμφωνες και ήταν το βασικό μας εργαλείο για τη λήψη αποφάσεων στη διάρκεια της προετοιμασίας του φεστιβάλ. Η εμπειρία αυτού του εγχειρήματος μας έδειξε ότι για να είναι η ομοφωνία μια ουσιαστική και περιεκτική διαδικασία και οι αποφάσεις να εκπροσωπούν ένα συλλογικό αίσθημα, χρειάζεται πολύ δουλειά και επιμονή. Οι ομόφωνες αποφάσεις χτίζονται στη βάση των σχέσεων εμπιστοσύνης για τις οποίες μιλήσαμε παραπάνω. Μάθαμε επίσης ότι η ομοφωνία πραγματώνεται όχι πάνω σε προτάσεις που ανταγωνίζονται η μία την άλλη, σε μια προσπάθεια να επικρατήσει το καλύτερο επιχείρημα, αλλά πάνω σε ιδέες που προσπαθούν να ενσωματωθούν η μία στην άλλη, να διατυπωθούν με τρόπους που να είναι σε όλες κατανοητοί, να κουμπώσουν μεταξύ τους και έτσι να υποστηρίζονται τελικά από όλες και όλους. Τουλάχιστον αυτό είναι το ιδανικό. Συχνά η ομοφωνία καταλήγει να είναι ένα κενό εργαλείο, μια κατ’ επίφαση ομοφωνία όπου κάποιοι προτείνουν και οι υπόλοιποι αδιάφορα ή βαριεστημένα συναινούν. Αυτή τη συνθήκη ίσως είναι απαραίτητο να την ανατρέψουμε ακόμη και εάν συχνά φαίνεται ότι έτσι χάνουμε το στοίχημα της δράσης.
Η ουσιαστική διαδικασία της ομοφωνίας είναι απαραίτητη ειδικά για τη συγκρότηση των θέσεών μας. Οι θέσεις και οι αναλύσεις μας για τον κόσμο λειτουργούν ως αφετηρίες από τις οποίες εκκινούμε για να αλλάξουμε τα πράματα. Είναι πολύ απαραίτητο να ξέρουμε σε ποια βάρκα βρισκόμαστε και γιατί. Ο αναστοχασμός και η κριτική επανεξέταση των θέσεών μας είναι σημαντική γιατί πρέπει να είμαστε πάντα ενήμεροι για τις άλλες οπτικές, για τις κριτικές που μπορούν να αναπτυχθούν πάνω στις όποιες θέσεις μας. Σχεδόν εξίσου σημαντικό με την διατύπωση της θέσης μας με καθαρότητα και σαφήνεια είναι το να γνωρίζουμε την «άλλη» θέση. Με την προϋπόθεση ότι κανείς δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια ή το εργαλείο για την εύρεσή της, είναι ανάγκη το να στεκόμαστε πάνω σε ζωντανές αλήθειες, δηλαδή αλήθειες που τις δοκιμάζουμε συνεχώς παρά πάνω σε ψόφια δόγματα που δεν τα ακουμπάμε γιατί είναι οι «αρχές» μας. Θα θέλαμε να μην ερμηνευτεί αυτή η θέση σαν σχετικισμός του τύπου όλα θα μπορούσαν να είναι σωστά. Κάθε άλλο. Επειδή ακριβώς δεν μπορούν όλα να είναι σωστά προκρίνουμε μεταξύ μας μια κουλτούρα συζήτησης και ανταλλαγής όπου το να καταλήξουμε σε μία θέση θα σημαίνει ότι γνωρίζουμε τι έχουμε αποκλείσει και με ποιο τρόπο η θέση μας κατασκευάζει μια εκδοχή της πραγματικότητας και όχι μία άλλη.
Τέλος η πολυπόθητη πράξη. Η πράξη άλλοτε είναι στο τέλος και άλλοτε στην αρχή. Όπως και να έχει, έχουμε μάθει να καταλαβαίνουμε τον κόσμο μέσα από το σχήμα της αντιπαράθεσης θεωρία/πράξη, λόγος/δράση και άλλα τέτοια. Νομίζουμε ότι αυτή την αντίθεση πρέπει να την αμφισβητήσουμε, γιατί δεν είναι δική μας. Μία πρώτη σημείωση θα ήταν πως κάθε στιγμή μας μέσα στις κινηματικές διαδικασίες είναι μια πράξη απέναντι στην κυριαρχία. Κάθε στιγμή περισυλλογής, θεωρητικής αναζήτησης ή σιωπής ακόμη, είναι πράξη. Όσο είμαστε εδώ και προσπαθούμε να μην μας ρουφήξουν οι σχέσεις εξουσίας πράττουμε. Από την άλλη, οι πρακτικές μας αλλά και οι πράξεις μας οι πολιτικές, στο δρόμο, στην αντιπαράθεση με τις εξουσιαστικές σχέσεις θα πρέπει να σμιλεύονται πάνω στις αρχές μας και να παίρνουν περιεχόμενα από αυτά που θέλουμε να φτιάξουμε, από τη δική μας ηθική αντίληψη. Όμως η πράξη έχει και τη δική της γραμματική και συντακτικό, χρειάζεται ίσως να αφήνουμε κάποια περιθώρια και να μην ζητάμε από τη δράση μας να ευθυγραμμίζεται πάνω σε αφηρημένα θεωρητικά πλάνα. Ας μην ψάχνουμε την «καθαρότητα» ούτε στη θεωρία μας, ούτε στην πράξη μας. Η ισορροπία της πράξης είναι δύσκολη. Οι πρακτικές μας ενσωματώνουν την εμπειρία αυτού του κόσμου, τα όρια και τα περιθώρια του. Μπορούμε να τα διευρύνουμε αλλά μάλλον πρέπει να δεχτούμε ότι πάντα θα υπάρχουν αντιφάσεις και αμφιβολίες καθώς και ότι μπορεί ενίοτε οι επιθυμίες μας να διαμορφώνουν τις πράξεις προς μη γνωστές και προκαθορισμένες κατευθύνσεις. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι σκοποί αγιάζουν τα μέσα, ούτε ότι η πράξη έχει το ακαταλόγιστο. Για να ξεμάθουμε όσα ένα σύστημα εξουσίας μας έχει μάθει πρέπει να φτιάξουμε καινούριους τρόπους για να κάνουμε τα πράγματα. Η αμφισβήτηση των δοκιμασμένων πρακτικών μας χρειάζεται ίσως και αυτή. Αυτά που τελικά κάνουμε πρέπει να είναι την ίδια στιγμή το αποτέλεσμα της γνώσης μας αλλά και μια καινούρια γνώση. Αν από αυτά που κάνουμε δεν νιώθουμε να μαθαίνουμε τίποτα, τότε μάλλον πρέπει να ξανασκεφτούμε γιατί τα κάνουμε. Εγγυήσεις για το που θα μας πάνε οι πράξεις μας και οι πρακτικές μας δεν υπάρχουν. Η μόνη βεβαιότητα είναι αυτή της αυτοοργανωμένης συλλογικής δύναμης και της αλληλεγγύης των κοινοτήτων μας.

Εκ της συνελεύσεως,
What Queer Fest?
http://whatqueerfest.espivblogs.net/

5o Φεστιβάλ Πολιτικού Ντοκιμαντέρ στην κατάληψη Φάμπρικα Υφανέτ



Θεσσαλονίκη 1-5 Δεκεμβρίου 2010
Φάμπρικα Υφανέτ

Το παρελθόν έχει δείξει ότι η καπιταλιστική «αμοιβάδα» τείνει να αφομοιώνει οτιδήποτε μπορεί να καταστεί επικίνδυνο γι’ αυτήν και να αφήνει -πολλές φορές για άλλοθι– ανενόχλητους θεσμούς και δομές που μπορεί μεν να την αμφισβητούν αλλά δεν πρόκειται ποτέ να κινηθούν επιθετικά εναντίον της. Θέλοντας να διασαφηνίσουμε τον αξιακό μας ορίζοντα, που εστιάζει πάντα στην κοινωνική απελευθέρωση, οι δομές που κυοφορούμε εκτός από παράλληλες πρέπει να είναι και εχθρικές προς τον καπιταλισμό. Ειδάλλως καθίστανται εύκολο αντικείμενο αφομοίωσης και ακροβατούν μεταξύ mainstream εναλλακτισμού, αφομοιωμένου εθελοντισμού και κυρίαρχου πολιτισμού. Επομένως το
Φεστιβάλ Πολιτικού Ντοκιμαντέρ της Φάμπρικα Υφανέτ δεν θέλουμε να είναι μία εναλλακτική πρόταση εξόδου ή κύκλος δωρεάν προβολών αλλά αφορμή για τους αγωνιζόμενους-ες να γνωρίσουν παραδείγματα αγώνων που συνδέονται άμεσα με ένα κίνημα αντίστασης και αλληλεγγύης.
Τα αυτο-οργανωμένα εγχειρήματα είναι φορείς της πολιτικότητας τους και μαζί τους κουβαλούν την συλλογική διαδικασία δημιουργίας τους, σαν στοιχείο της υπόστασής τους. Την αυτο-οργάνωση, δηλαδή, σαν διαδικασία που επέτρεψε την παραγωγή τους και την αντι-εμπορευματικότητα σαν κανόνα στην διάδοση και την επικοινωνία τους. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια προσπαθούμε να οργανώνουμε κάθε δραστηριότητα μας αλλά και να
οργανωνόμαστε και οι ίδιο-ες.
Η τέχνη δεν είναι προνομιακό πεδίο κανενός. Όταν, δε, περιφράσσεται καθίσταται μέσο των τακτικών της μαζικής χειραγώγησης. Η διάκριση εύπεπτης και δύσπεπτης τέχνης, από την άλλη, εξυπηρετεί τα συμφέροντα του πολιτισμού της κυριαρχίας και την ρητορεία περί «γρήγορου και εύκολου». Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η μαζική κουλτούρα έχει επιλεχθεί ως η καταλληλότερη για να πλαισιώσει την καθημερινότητά μας, ενώ την ίδια στιγμή η τέχνη που παρουσιάζεται ως ποιοτική προορίζεται για εξαιρετικές συνθήκες και περιορισμένο αριθμό κοινωνών της. Ο κινηματογράφος και το ντοκιμαντέρ είναι μια μορφή έκφρασης που μπορεί να συμπλεύσει με τον κοινωνικό ανταγωνισμό, είναι οικοιοποιήσιμος από τους αγωνιζόμενους και να καταστεί απελευθερωτικός ακόμα και σήμερα που η έκφραση εμφανίζεται ήσσονος σημασίας μπροστά στον αγώνα για επιβίωση και αξιοπρέπεια.

Για πέμπτη χρονιά συνεχίζεται ο αντι-θεσμός του φεστιβάλ πολιτικού ντοκιμαντέρ που στεγάζεται στο κατειλημμένο εργοστάσιο της κλωστοϋφαντουργίας Υφανέτ. Επιλέγουμε
να κινηθούμε στον αντίποδα της πραγματικότητας που θέλει την έκφραση πιόνι στα χέρια της κατανάλωσης. Aπέναντι στις καλοστημένες φιέστες του εμπορεύματος και του θεάματος προσπαθούμε να προτάξουμε τις δικές μας αρχές. Τις αρχές που αντιστρατεύονται κάθε επιβολή φραγμών και αποκλεισμών, είτε ταξικών (εισιτήριο) είτε κοινωνικών (dress code, κοσμικά πάρτι). Επιλέγουμε και προτείνουμε την δημιουργία αντι-δομών μακριά από κάθε λογική που αναπαράγει και στηρίζει τις σχέσεις καταπίεσης και με αφορμή να ανταλλάξουμε τις εμπειρίες αγώνα που ο καθένας και η καθεμία έχει αποκομίσει, συναντιόμαστε αυτο-οργανωμένα και χωρίς καμία διαμεσολάβηση για να δούμε ντοκιμαντέρ και να συζητήσουμε.
Σε μία συγκυρία κρίσιμη που λαμβάνει χώρα η πιο συντονισμένη και μεθοδική επίθεση στο σύνολο των από τα κάτω και ενώ ο καπιταλισμός φαίνεται να μην έχει να δώσει απαντήσεις στην ολοένα και εντονότερη υποτίμηση των ζωών μας, είναι ευκαιρία να απελευθερώσουμε όσες περιοχές μπορούμε από το πεδίο κυριαρχίας του. Και για τον λόγο ότι το συνολικό δεν είναι μια αναπαράσταση από μια στιγμή του μέλλοντος αλλά ξεκινά και τροφοδοτείται μέσα από τον καθημερινό αγώνα, προσπαθούμε να δημιουργούμε, μέρα με τη μέρα, τους κατάλληλους όρους για να μπορέσουμε να αυτο-διαχειριστούμε την ζωή που μας ανήκει.
Πιο συγκεκριμένα τα ντοκιμαντέρ που θα προβληθούν θα είναι:

ΤΕΤΑΡΤΗ 1-12
- "Οι κόκκοι της άμμου" 61’, 2005, 20.00
Ο αγώνας μαθητών, καθηγητών και γονιών στην Οαχάκα του Μεξικό ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του εκπαιδευτικού συστήματος.
+ Εκδήλωση-συζήτηση "Η αναδιάρθρωση του ελληνικού πανεπιστημίου στην εποχή του μνημονίου". Από μέλη αυτόνομων φοιτητικών σχημάτων.

ΠΕΜΠΤΗ 2-12
- "Το δόγμα του Σοκ" 79’, 2009, 20.00
Η στρατηγική του κοινωνικού σοκ στην εμπέδωση της ελεύθερης αγοράς από οργανισμούς τύπου ΔΝΤ σε συνεργασία με τοπικές κυβερνήσεις. Βασισμένο στο βιβλίο της Naomi Klein.
+ Εισήγηση Προγράμματα δομικής προσαρμογής και στρατηγική της κοινωνικής απευαισθητοποίησης.
+ LIVE jazz jamming στο καφενείο της κατάληψης.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 3-12
- "Αλήθεια", 20.00
Οι αγώνες των κατοίκων του Όβατζικ στην Πέργαμο της Τουρκίας ενάντια στον ολοκληρωτισμό των μεταλλευτικών επιχειρήσεων.
+ Εκδήλωση-συζήτηση «Μεταλλευτικές δραστηριότητες, εργασία, απασχόληση και κοινωνικός εγκλωβισμός στη Βορειοανατολική Χαλκιδική». Από Πρωτοβουλία ενάντια στις
βλαπτικότητες.

ΣΑΒΒΑΤΟ 4-12
- "Cyclown Circus", 67΄, 19.00
Ένα ερασιτεχνικό αυτο-οργανωμένο ντοκιμαντέρ για την ομάδα κλόουν, ακροβατών και μουσικών που ταξιδεύουν ανά τον κόσμο κάνοντας παραστάσεις στον δρόμο. Κινηματογράφηση: Σφυρής Δημήτρης (βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ eco-films festival 2008).
+ Εισήγηση από την υπο-ομάδα για την αυτο-οργανωμένη έκφραση και την αντι-εμπορευματική κυκλοφορία της Φάμπρικα Υφανέτ και συζήτηση με τον σκηνοθέτη του "Cyclown Circus".

- "Οι κούφιοι άνθρωποι" (Θεσσαλονίκη, 2010), 21.00
Μια αυτόνομη παραγωγή απο το Συνεργείο- Υπόγειες Κινηματογραφικές Παραγωγές, πάνω στο ομώνυμο ποίημα του T.S. Eliot και το τραγούδι των Ωχρά Σπειροχαίτη.
+ Κουβέντα αυτο-οργανωμένη έκφραση στον κινηματογράφο.
+ LIVE Two hands was never enough (soundsystem)

ΚΥΡΙΑΚΗ 5-12
- "MST" 28’, 19.00
Ντοκιμαντέρ για το κίνημα των χωρίς γη στη Βραζιλία. Εικόνες και μαρτυρίες από καταλήψεις γης, συνελεύσεις κτλ.

- "Λευκωροσία, Ένας κατηλειμένος κοινωνικός χώρος", 20.00
Ντοκιμαντέρ για την απόπειρα κατάληψης στο μοναδικό δικτατορικό καθεστώς στην Ευρώπη.

- "Μέγαρα 1974 - Ο Αγώνας των Κατοίκων για την Γη και την Ελευθερία", 69’, 21.00
Στις 13 Απριλίου 1973, στην Πάχη των Μεγάρων, εκσκαφείς και μπουλντόζες ισοπεδώνουν 2.296 στρέμματα ελαιώνων. Με αυτή την ενέργεια ξεκινάει η υλοποίηση της κατασκευής συγκροτήματος διυλιστηρίων, ένα έργο, στο οποίο οι Μεγαρείς θα αντιδράσουν και τελικά δε θα πραγματοποιηθεί. Το ντοκιμαντέρ καταγράφει τη βίαιη αλλαγή που υπέστη το φυσικό τοπίο, μαρτυρίες των κατοίκων σχετικά με τις συνέπειες της μαζικής απαλλοτρίωσης της γης τους και την οργανωμένη κινητοποίησή τους, η οποία συνέπεσε χρονικά με την εξέγερση στο Πολυτεχνείο.

http://www.yfanet.net/