Ναυαγοί στον Παράδεισο

Η ελληνική καλλιτεχνική πρωτοπορία της τελευταίας δεκαετίας καταποντίστηκε στα θολά νερά του Φαληρικού Δέλτα. Έβαλε πλώρη για την ουτοπία παραβλέποντας το προφανές: την αλλαγή του καιρού• έχασε έτσι τον προσανατολισμό της, και ναυάγησε άδοξα. Παραμένει ωστόσο αδιευκρίνιστο μέχρι στιγμής αν το ναυάγιο αυτό θα αποτελέσει αφορμή για ένα νέο ξεκίνημα ή αν θα παρασύρει μαζί του στον βυθό κάθε προσδοκία ενός ουσιαστικού κριτικού εγχειρήματος στο πλαίσιο της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα. Αν και είναι μάλλον απίθανο να ξαναβρεί την πορεία που είχε χαράξει και την οποία προσπάθησε με συνέπεια να ακολουθήσει μέχρις ότου υπέκυψε στην παραδείσια φωνή των σειρήνων, η καλλιτεχνική πρωτοπορία θα μπορούσε να ανασκουμπωθεί, να επανεξοπλιστεί και να αναζητήσει μια νέα ρότα που θα την οδηγήσει μακριά από την επίπλαστη ευδαιμονία της Εδέμ.

Προσωπικά δεν πιστεύω ότι μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο. Και αυτό για δύο λόγους:

• Πρώτον, η όποια δυναμική της ελληνικής καλλιτεχνικής πρωτοπορίας έχει υπονομευθεί πλέον από την ίδια, από την στάση της απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό, την ριζοσπαστική πολιτική και τα κινήματα, μία επαμφοτερίζουσα στάση έλξης-απώθησης, που επισφραγίζει, αν μη τι άλλο, τον αμιγώς θεωρητικό προσανατολισμό της. Όντας μια υπόθεση «ακαδημαϊκών» και «διανοουμένων», η πρωτοπορία προτίμησε να ακολουθήσει μια σχετικά ασφαλή παράκτια πορεία κοντά στους θεσμούς παρά να ξανοιχτεί σε περιπετειώδεις εξερευνήσεις σε πιο ταραγμένα και άγνωστα νερά. Και όποτε δοκίμασε να ξανοιχτεί στην περιπέτεια, ακολούθησε απλώς την πορεία που είχαν χαράξει προ πολλού άλλοι πάνω στον εννοιολογικό χάρτη, βρίσκοντας απάγκιο και ασφαλές λιμάνι στον έναν κοινό τόπο μετά τον άλλο. Τα ταξίδια της πρωτοπορίας μοιάζουν λοιπόν περισσότερο με τουριστικές κρουαζιέρες σε παραδεισένια, γραφικά νησιά παρά με ριψοκίνδυνα ταξίδια προς αναζήτηση ενός άλλου τόπου.
• Δεύτερον, η καλλιτεχνική πρωτοπορία δεν κατάφερε να αναλύσει την σημερινή κατάσταση των πραγμάτων με την απαραίτητη πολιτική οξυδέρκεια. Δεν διαθέτει πια τα κατάλληλα εννοιολογικά εργαλεία για κάτι τέτοιο. Τα έχει αφήσει πίσω της, αφού τα θεώρησε παρωχημένα και άχρηστα πλέον. Πίστεψε ότι αφορούσαν στο παρελθόν ενώ αυτά αφορούσαν στο μέλλον που ήρθε. Έτσι ερμήνευσε την επιμονή και την ένταση των φαινόμενων ως μια ιδεαλιστική αντανάκλαση της ετερογένειας του «πλήθους» και όχι ως διαδικασία σύστασης ενός νέου πολύμορφου συλλογικού Υποκειμένου. Την αδυναμία κατανόησης και ερμηνείας σε ένα επίπεδο που να συμπεριλαμβάνει τόσο τη θεωρία όσο και το γίγνεσθαι, τα γεγονότα και τις πράξεις, τη δράση και την αντίδραση μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ανταγωνισμού και πάλης, την αναπλήρωσε η μακάρια ενατένιση, η αισθητικοποίηση και η αποθέωση της αφήγησης υποκειμενικών εμπειριών, επιθυμιών και απόψεων ή/και η αναπαράσταση δήθεν συλλογικών προταγμάτων, αποκομμένων όμως από τους φυσικούς φορείς τους και τις καθορίζουσες συνιστώσες που τους προσδίδουν το όποιο νόημά τους. Η «κριτική» μπορεί να εννοείται έτσι ως μια επιτελεστική και ρητορική παρέμβαση με αφηρημένους «πολιτικούς» στόχους και καμία συγκεκριμένη δέσμευση πέρα από την φορμαλιστική αναφορικότητά της στην καλλιτεχνική πρακτική και την ιστορία της τέχνης. Επιδιώκοντας να γίνει συγκεκριμένη, μην τολμώντας ωστόσο να δεσμευτεί πραγματικά στην αναζήτηση ενός άλλου τόπου, η καλλιτεχνική πρωτοπορία έφτασε στην «no man's land», στην καθαρή αφαίρεση. Κι από εκεί στον άκριτο συμβιβασμό, δηλαδή στο ναυάγιο στα θολά νερά του (νέο)φιλελεύθερου παραδείσου.