Μεταμορφώσεις της εργασίας και σύγχρονες μορφές ζωής

Του Φώτη Τερζάκη

Από τις σπουδαιότερες κορυφώσεις του επαναστατικού πνεύματος του ’68 υπήρξε το ιταλικό κίνημα της Εργατικής Αυτονομίας, το οποίο στις μετωπικές αντιπαραθέσεις και στις άγριες απεργίες του Βορρά εκείνης της εποχής έθεσε ανοιχτά υπό αμφισβήτηση το ίδιο το καθεστώς της μισθωτής εργασίας. Προδομένο από τη συμμαχία της κοινοβουλευτικής Αριστεράς με τους Ιταλούς βιομηχάνους γνώρισε την ωμή καταστολή των χρόνων του ’70, και στα τέλη αυτής της δεκαετίας όλοι σχεδόν οι ηγέτες του Potere Operaio συνελήφθησαν και δικάστηκαν ή αναγκάστηκαν για τον ίδιο λόγο να δραπετεύσουν από την Ιταλία. Κάπου 30 χρόνια αργότερα, κάποιοι απ’ αυτούς επανεμφανίζονται ως θεωρητικοί παγκοσμίου κύρους με κοινωνικοπολιτικές αναλύσεις που διεκδικούν ευρύτατα ακροατήρια. Χαρακτηριστικά ο Tony Negri με το διάσημο έργο του Αυτοκρατορία (2000, σε συνεργασία με τον M. Hardt1) και, στην ίδια γραμμή σήμερα, ο Paolo Virno. Η Γραμματική του πλήθους (2003)2 είναι στην πραγματικότητα η όψιμη διδακτορική διατριβή του P. Virno, ο οποίος τώρα διδάσκει Επικοινωνίες στο Πανεπιστήμιο της Καλαβρίας. Είναι το έργο του που διαβάστηκε περισσότερο και, όπως θα δούμε, ένα έργο που διασυνδέεται απευθείας με την πρόσφατη σκέψη του Negri, πολύ περισσότερο απ’ όσο με τις παλαιότερες αναλύσεις της Αυτονομίας. Αξίζει να δούμε λοιπόν τι έχει αλλάξει στη σκέψη αυτών των στοχαστών μέσα στις λίγες δεκαετίες που μεσολάβησαν.
Στα κείμενα των θεωρητικών της Αυτονομίας από τη δεκαετία του ’70 εμφανίζεται η έννοια του «εργάτη-μάζα» ή του «κοινωνικού εργάτη». Πρόκειται για μία διεύρυνση της κλασικής έννοιας του προλεταριάτου προκειμένου να περιλάβουν στην ίδια κατηγορία τους περιστασιακά απασχολούμενους ή ακόμη και τους ανέργους, ακριβώς τη στιγμή που η γενικευμένη εισαγωγή του αυτοματισμού στην παραγωγή άλλαζε δραματικά το καθεστώς της εργασίας και δημιουργούσε το φαινόμενο που ονομάστηκε δομική ανεργία. Η γενική ιδέα ήταν πως η αναπαραγωγή του σύγχρονου καπιταλισμού απαιτούσε έλεγχο όχι μόνο της εργασίας αλλά και του ελεύθερου χρόνου, και των ιδιωτικών συμπεριφορών, ολόκληρης της ζωής εν ολίγοις των ανθρώπων, ούτως ώστε μπορούμε να μιλήσουμε για μαζική «προλεταριοποίηση» του πληθυσμού
· βάσει αυτής της σύλληψης μπορούσαν να διεκδικηθούν δικαιώματα και για εκείνους που είχαν πεταχτεί έξω από την αγορά εργασίας, και για εκείνους των οποίων η εργασία δεν είχε ποτέ θεσμική μορφή –παράδειγμα: η νεολαία, οι γυναίκες– αλλά επίσης να προταθεί η ιδέα του «κοινωνικού μισθού» με στόχο να απεξαρτηθεί η κοινωνική αναπαραγωγή από τις μισθωτές μορφές εργασίας. Μια διαπίστωση δηλαδή που συνελάμβανε τη μετατροπή ολόκληρης της κοινωνίας σε μεταφορικό εργοστάσιο, σύμφωνα με την ολοκληρωτική ροπή του υπερανεπτυγμένου καπιταλισμού, γινόταν μοχλός για τη βίαιη διεκδίκηση μιας επιστροφής της υπεραξίας στην κοινωνία.
Η έννοια της «μάζας» που χρησιμοποιούσαν τότε αυτοί οι διανοητές (στην έκφραση, ας πούμε, «εργάτης-μάζα») ήταν μια έννοια που εισήχθη στις θεωρητικές συζητήσεις από τις αρχές περίπου του εικοστού αιώνα, κυρίως από συντηρητικούς στοχαστές όπως ο J. Ortega y Gasset (Η εξέγερση των μαζών, 19303) οι οποίοι θρηνούσαν τη μαζοποίηση των σύγχρονων κοινωνιών, με όλα τα χαρακτηριστικά της αποξένωσης, αποπροσωποποίησης, της παρακμής των ανώτερων αξιών, κτλ. Ριζοσπάστες θεωρητικοί από τον μεταμαρξιστικό χώρο, όπως η Σχολή της Φραγκφούρτης, παρέλαβαν αυτή την έννοια δείχνοντας τον πραγματικό της συσχετισμό με το διευθυντικό-γραφειοκρατικό μοντέλο του ύστερου καπιταλισμού και με τις στρατηγικές που αυτό ανέπτυσσε, κυρίως μέσω της πολιτιστικής βιομηχανίας, για τη χειραγώγηση σε μεγάλη κλίμακα των ανθρώπινων αναγκών και συμπεριφορών (η προβληματική της «μαζικής κουλτούρας»). Σε όλες αυτές τις χρήσεις ο όρος είχε αρνητική συνδήλωση, ανεξαρτήτως της διάγνωσης του φαινομένου που επιχειρούσε η κάθε πλευρά, και υποδήλωνε μια σειρά από ανησυχητικά χαρακτηριστικά των σύγχρονων κοινωνιών, όπως η καταστροφή της ανεξάρτητης ατομικότητας, η παρακμή της παραδοσιακής έννοιας του πολίτη, η άρση των φιλελεύθερων διαμεσολαβήσεων μεταξύ οικονομικών και πολιτικών λειτουργιών, αφενός, και ιδιωτικής/δημόσιας σφαίρας, αφετέρου – σημάδευε δηλαδή τις ολοκληρωτικές εξελίξεις μέσα στην καρδιά των ίδιων των «φιλελεύθερων» κεφαλαιοκρατικών κοινωνιών της Δύσης.
Ο όρος «πλήθος» (
multitudo) που χρησιμοποιεί εμβληματικά σήμερα ο Virno, τον οποίο έθεσε σε κυκλοφορία βεβαίως ο Negri, είναι με κάποια έννοια κληρονόμος εκείνης της παλαιάς έννοιας της «μάζας», μπολιασμένος ωστόσο από το θεωρητικό ιδίωμα του Jules Deleuze από το οποίο εν τω μεταξύ επηρεάστηκαν τούτοι οι πρώην θεωρητικοί της Αυτονομίας. Με μια ουσιώδη νοηματική διαφορά: έχοντας ενδώσει πλέον σε έναν μεταμοντέρνο κρυπτοκομφορμισμό (κατά το παράδειγμα του φιλοσοφικού μέντορά τους) που επιζητεί δήθεν «θετικές όψεις» στον άκρως τεχνικοποιημένο καπιταλισμό των ημερών μας, χωρίς ν’ αποποιούνται ταυτόχρονα μια επαναστατικοφανή ρητορική, προσπαθούν να βρουν εποικοδομητικές πλευρές στα ανησυχητικά φαινόμενα που κανονικά σηματοδοτεί ο όρος. Έτσι, σύμφωνα με τη συλλογιστική που αναπτύσσει εδώ ο Virno, το «πλήθος» αντιτίθεται στον «λαό» όπως ακριβώς αντιτίθεται η κοινωνία στο κράτος, ο Σπινόζα στον Χομπς, η ανεστιότητα στην εδαφικότητα και η φυγόκεντρη κίνηση στην κεντρομόλο. Η επικράτηση της «γενικής διάνοιας», δηλ. ενός συνόλου επικοινωνιακών κοινών τόπων (βλ. διαδίκτυο), ο μηδενισμός που συνδέεται με τις διάχυτες μορφές ανασφάλειας, ακόμη και αποκρουστικές ψυχικές παραμορφώσεις όπως ο καιροσκοπισμός και η φλυαρία (δηλ. αποσύνδεση της γλώσσας από το αναφερόμενό της) γίνεται μια απεγνωσμένη προσπάθεια να παρουσιαστούν στη δυνητικά θετική, δηλαδή απελευθερωτική τους όψη. Γιατί;
Άξονας όλου του επιχειρήματος του
P. Virno είναι η αντιπαράθεση φορντικού-μεταφορντικού μοντέλου εργασίας. Όλα τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν παραπάνω απορρέουν από την προσαρμογή των ανθρώπων στο μεταφορντικό μοντέλο εργασίας που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες μορφές παραγωγής και αντιτίθεται ριζικά, υποτίθεται, στον ταιηλορισμό/φορντισμό που εφαρμοζόταν κατά τον προηγούμενο τρόπο οργάνωσης του καπιταλισμού (μέχρι περίπου το 1970). Δηλαδή, στην αποκτηνωτική εργασία της αλυσίδας παραγωγής, όπου ο εργαζόμενος δούλευε μηχανικά και τμηματικά χωρίς κανέναν απολύτως έλεγχο στο προϊόν και στη συνολική διαδικασία, σήμερα έχουμε την ελαστική, «ευφυή» λεγόμενη εργασία που συνδέεται περισσότερο με την τεχνολογία και τις στρατηγικές της επικοινωνίας. Βεβαίως η εξάρτηση της εργασίας από την εργοδοσία παραμένει, μαζί με όλες τις ανεπιθύμητες και αυταρχικές ιεραρχίες που συνεπάγεται, και αυτό είναι κάτι το οποίο πρέπει ν’ ανατραπεί· ωστόσο για τον Virno η φύση αυτών των νέων μορφών εργασίας υποτίθεται ότι ασκεί ικανότητες οι οποίες προηγουμένως ανήκαν στη σφαίρα της πολιτικής (του πρακτικού, σε αντίθεση με το τεχνικό πεδίο, κατά την ορολογία του Αριστοτέλη) και, άρα, παιδαγωγεί μεγάλες μάζες ανθρώπων, εργαζομένων όσο και μη εργαζομένων με τη συμβατική έννοια, σε μορφές δυνητικής αυτονομίας.
Η ιδέα αυτή είναι απολύτως ατυχής. Πρώτον, οι παραδοσιακές (ταιηλορικές/φορντικές) μορφές εργασίας καθόλου δεν προορίζονται να εξαφανιστούν, αφού δυστυχώς δεν έχει ακόμη κατασκευαστεί ο ανθρώπινος τύπος εκείνος που θα τρέφεται αποκλειστικά με πληροφορία
· επίσης, το κράτος κάθε άλλο παρά έχει αποδυναμωθεί, αφού όσο λιγότερο ελεύθερο είναι να χαράζει αυτόνομα την πολιτική του από εξωτερική άποψη τόσο περισσότερο ισχυροποιείται στο εσωτερικό του σαν δύναμη καταστολής, βιοπολιτικών παρεμβάσεων (για να χρησιμοποιήσω τον όρο του Φουκώ που μάλλον εγκρίνει ο Virno) και ελέγχου της κίνησης του εργατικού δυναμικού. Το κυριότερο όμως, ακόμη κι εκεί όπου εφαρμόζονται οι νέες μορφές, ποιοτικά μιλώντας η διαφορά είναι πολύ μικρότερη από εκείνη που θέλει να υποβάλει ο συγγραφέας. Αν στον φορντισμό μηχανοποιείται και απονεκρώνεται το σώμα του εργαζομένου (με όλες τις παθογενείς ψυχικές επιπτώσεις, φυσικά), τουλάχιστον ένα ίζημα σκέψης παραμένει δυνητικά αδέσμευτο· στο μεταφορντικό μοντέλο η καπιταλιστική λογική έχει αλώσει πλέον την ίδια τη σκέψη, τη διάνοια, η οποία στις «ευφυείς» μορφές εργασίας ακολουθεί την ίδια θλιβερή μοίρα του σώματος στις αλυσίδες παραγωγής: εργαλειοποιείται και απολιθώνεται. Μόνο ένας αφελέστατος τεχνοκράτης θα τολμούσε να υποστηρίξει πως η εργασία του διαφημιστή, του μάνατζερ, του ειδικού των δημοσίων σχέσεων, του προγραμματιστή είναι λιγότερο αποκτηνωτική από τη εργασία του εργάτη στη βαριά αυτοκινητοβιομηχανία. Στην πραγματικότητα είναι απείρως περισσότερο, αφού πλήττει το ίδιο το κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης, την ανθρώπινη συνείδηση, δημιουργώντας υβριδικά ανθρωποειδή τα οποία όχι μόνο δεν είναι σε θέση να προσανατολιστούν σε οιαδήποτε έννοια αυτονομίας, αλλά χάνουν και το τελευταίο έρεισμα αντίστασης στο οποίο κάθε αυτοσυνειδησία έβρισκε στέρεο έδαφος – την απείθαρχη ενστικτώδη φύση.

1. Ελλ. έκδ. Scripta (Αθήνα 2002), μετ. Νεκτάριος Καλαϊτζής..
2.
Paolo Virno, Γραμματική του πλήθους. Για μια ανάλυση των σύγχρονων μορφών ζωής, μετ. Βασίλης Πασσάς, επιμ. Γιώργης-Βύρων Δάβος (Αλεξάνδρεια / Οδυσσέας: Αθήνα 2006).
3. Ελλ. έκδ. Δωδώνη (Αθήνα 1972), εισαγ.-μετ.-επιλεγ. Χρήστου Μαλεβίτση.

Για το ίδιο θέμα βλ. και το κείμενο «Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα. Ή ο γυμνός θεωρητικός λόγος του μεταφορντισμού».

Surveillance Camera Players (S.C.P.)


Συνέντευξη από τον
Tilman Baumgartel

Tilman Baumgartel: Τι ακριβώς κάνουν οι SPC;
Bill
Browne: Γενικά, οι SPC παρουσιάζουν δρώμενα ακριβώς μπροστά σε κάμερες παρακολούθησης, τοποθετημένες σε δημόσιους χώρους. Τα δρώμενα αυτά κατά βάση αποτελούνται από πολύ μεγάλου μεγέθους, χειροποίητα πλακάτ τα οποία κρατάμε μπροστά στην κάμερα. Το δρώμενο περιλαμβάνει επίσης και παντομίμα. Η ομάδα έχει στο ρεπερτόριό της περίπου έξι τέτοια έργα. Κάποια από αυτά έχουν σχεδιαστεί για να αναπαρασταθούν σε συγκεκριμένα μέρη, όπως εκκλησίες που διαθέτουν κάμερες παρακολούθησης, κ.λπ.

Πώς επιλέγετε τα έργα; Ορισμένες επιλογές φαίνονται λογικές, όπως το «1984», αλλά γιατί το «Περιμένοντας τον Γκοντό»;
Επιλέξαμε τον Γκοντό γιατί θέλαμε κατά κάποιον τρόπο να διακωμωδήσουμε το ίδιο το έργο, το οποίο βέβαια είναι όλο λόγια και χωρίς καθόλου δράση. Οι κάμερες παρακολούθησης δεν έχουν τη δυνατότητα να συλλαμβάνουν ήχο, οπότε οποιαδήποτε παράσταση του Γκοντό θα έπρεπε να είναι σιωπηλή! Πλέον δεν ερμηνεύουμε παρωδίες όπως αυτή. Αυτές τις μέρες –από το Νοέμβρη του 1998– παρουσιάζουμε έργα που έχουμε γράψει οι ίδιοι και τα οποία αφορούν άμεσα στην παρακολούθηση και τα δικαιώματα περί ιδιωτικότητας.

Πόσοι άνθρωποι εμπλέκονται στους SCP και τι άλλο κάνουν εκτός από τη συμμετοχή τους στη συγκεκριμένη ομάδα; Υπάρχουν καθόλου επαγγελματίες ηθοποιοί του θεάτρου;
Ανά πάσα στιγμή, υπάρχουν περίπου έξι άτομα στην ομάδα, η οποία έχει ανεπίσημο χαρακτήρα και είναι οργανωμένη με πολύ χαλαρή διάταξη. Συνολικά, γύρω στα σαράντα άτομα έχουν συμμετάσχει στις παραστάσεις από την ίδρυσή μας, το 1996. Δεν υπάρχει κανένας επαγγελματίας του θεάτρου στην ομάδα –ποτέ δεν υπήρξε. Τα περισσότερα από τα μέλη είναι πολιτικοί ακτιβιστές οι οποίοι εμπλέκονται σε ποικίλες άλλες μάχες. Είμαστε όλοι αναρχικοί.

Γιατί δεν είναι σωστό να υπάρχουν κάμερες παρακολούθησης; Υποτίθεται ότι καθιστούν την πόλη ασφαλέστερη…
Η χρήση μηχανημάτων παρακολούθησης από την αστυνομία σε δημόσιους χώρους είναι κατάφωρη παραβίαση της τέταρτης τροποποίησης του Συντάγματος και της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Katz κατά Η.Π.Α. (1967).

Παρ’ όλα αυτά, έχει γίνει ιδιαίτερα αποδεκτό. Μία από τις συνήθεις αιτιολογίες είναι, όπως και εσείς ο ίδιος αναφέρετε σε ένα δοκίμιο, ότι μειώνεται η εγκληματικότητα. Και εάν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, όπως ισχυρίζεστε, τότε γιατί να διασκορπίζει κανείς τα τεράστια ποσά χρημάτων που απαιτούνται για να εγκατασταθούν και να ελέγχονται όλες αυτές οι κάμερες;
Ας είμαστε ξεκάθαροι: η εγκληματική δραστηριότητα μειώθηκε στη Νέα Υόρκη αφού είχαν εγκατασταθεί οι κάμερες. Η εγκληματική δραστηριότητα μειώθηκε διότι ο Δήμαρχος είπε στην αστυνομία να συλλάβει πάρα πολλούς φτωχούς ανθρώπους για μικρές παραβάσεις (50.000 συλλήψεις και από αυτές 2.000 μόνο αφορούσαν τη χρήση μαριχουάνας!). Η πολιτεία και η αστυνομία θέλουν να ξοδεύουν τεράστια ποσά σε κάμερες έτσι ώστε να μπορούν να παρακολουθούν τη δράση όσων διαμαρτύρονται για αυτά που έχουν διαπράξει η πολιτεία και η αστυνομία. Ας πάρουμε τον Καθεδρικό Ναό του St. Patrick για παράδειγμα: δεν υπάρχει καθόλου εγκληματικότητα εκεί, πραγματοποιούνται όμως πολλές πολιτικές διαμαρτυρίες ενάντια στις τακτικές της Καθολικής Εκκλησίας. Και έτσι ο Καθεδρικός Ναός που στερείται παντελώς εγκληματικότητας έχει περικυκλωθεί με ιδιαίτερα εξειδικευμένες κάμερες ψηφιακής παρακολούθησης.

Το «κοινό-στόχος» (target-group) σας είναι ουσιαστικά ένα άτομο. Γιατί τόση προσπάθεια για έναν μόνο τύπο;
Όχι, το πραγματικό κοινό-στόχος μας είναι όλοι οι άνθρωποι που προσπερνούν και βλέπουν τι κάνουμε. Στη Νέα Υόρκη, αυτός ο αριθμός ατόμων μπορεί να είναι πολύ μεγάλος: επιλέγουμε περιοχές με υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα για τα δρώμενά μας. Απλώς αστειευόμασταν όταν είπαμε ότι προσπαθούσαμε να διασκεδάσουμε φύλακες και αστυνομικούς που πλήττουν. Γάμα τους.

Μολαταύτα υπάρχει κάτι το παράλογο, ένα κατά κάποιον τρόπο ποιητικό στοιχείο στην παράσταση ενός έργου, ενός καλλιτεχνήματος, ενώπιον αυτών των μηχανικών ματιών. Πιστεύεις ότι αυτή η παράλογη πλευρά είναι σημαντική σ’ αυτό που κάνετε;
Ναι! Πιστεύουμε ότι η υποτιθέμενη λογική της παρακολούθησης είναι παράλογη: οι κάμερες κάνουν τους ανθρώπους παρανοϊκούς με την ελπίδα ότι αυτοί οι παρανοϊκοί θα συμπεριφερθούν ορθολογικά και δεν θα διαπράξουν κάποιο έγκλημα. Οι παρανοϊκοί άνθρωποι όμως ΔΕΝ είναι ορθολογικοί.

Τι επίδραση περιμένεις ότι θα έχει η πράξη σας στους θεατές;
Διάφορες επιδράσεις: 1) ότι θα αναστατώσει την καθημερινή τους ρουτίνα, 2) ότι θα τους δείξει πως απλά άτομα ή μικρές ομάδες μπορούν να είναι πολύ αποτελεσματικές, 3) ότι θα τους δείξει πως δεν υπάρχει λόγος να τρομοκρατούνται ή να γίνονται παρανοϊκοί με τις κάμερες, 4) ότι θα τους δείξει πως δεν είναι όλες οι διαμαρτυρίες θορυβώδεις, οργισμένες και χωρίς αίσθηση του χιούμορ.

Αυτή η στρατηγική της «αναστάτωσης» της καθημερινής ζωής χρησιμοποιείται αυτές τις μέρες από πολλές άλλες ομάδες. Έχει γίνει στρατηγική του μάρκετινγκ, για παράδειγμα, και ολόκληρα εμπορικά κέντρα σχεδιάζονται έτσι ώστε να βγάζουν τους ανθρώπους από την ύπνωσή τους. Γιατί πιστεύεις ότι αυτή η στρατηγική συνεχίζει να λειτουργεί; Και πώς νιώθεις για τις χειροποίητες αφίσες σας σε σύγκριση με τις πολύ πιο τελειοποιημένες και εκλεπτυσμένες μεθόδους του «σοκαριστικού» ή «guerilla» («αντάρτικου») μάρκετινγκ;
Όχι! Το μάρκετινγκ –ακόμη και η «ριζοσπαστική» διαφήμιση– έχει σχεδιαστεί για να διατηρήσει τους ανθρώπους στην ύπνωσή τους, όχι για να τους ξυπνήσει. Η διαφήμιση είναι μέρος της υπνώττουσας καθημερινής ζωής που οι SCP επιθυμούν να αναστατώσουν. Όσο για τη «high-tech/low-tech» αντίθεση ανάμεσα σ’ εμάς και τους διαφημιστές: μοιάζουμε ερασιτέχνες, ίσως ακόμη και παράλογοι, έτσι δεν είναι; Ωραία!

Είχατε ποτέ καμία αντίδραση από τους φύλακες που παρακολουθούν τις κάμερες εκτός από το να σας ζητήσουν να φύγετε από το κτίριο; Πώς αντιδρά το υπόλοιπο κοινό (εάν μπορούμε βέβαια να αποκαλέσουμε κοινό τους περαστικούς);
Οι επόπτες βρίσκουν αστείες τις παρωδίες μας, προσβάλλονται όμως όταν τους δείχνουμε μία πινακίδα που απευθύνεται άμεσα σ’ αυτούς και λέει «κοίτα τη δική σου δουλειά». Τα υπόλοιπα μέλη του κοινού (του πραγματικού κοινού των δρώμενών μας) πάντοτε συμφωνεί μαζί μας στο σημείο αυτό: οι κάμερες πρέπει να υποδεικνύονται με επαρκή σηματοδότηση. Μονάχα λίγοι μας λένε τις συνηθισμένες βλακείες για το ότι καταπολεμάται η εγκληματικότητα.

Πραγματοποιείτε επίσης πεζοπορικές περιηγήσεις στη Νέα Υόρκη. Τι κάνετε σ’ αυτές;
Μαθαίνουμε σε άλλους ανθρώπους να κάνουν ό,τι κάνουμε: να εντοπίζουν τις κάμερες, οι οποίες είναι συχνά συγκαλυμμένες ώστε να μοιάζουν με λάμπες του δρόμου ή διακοσμητικά στολίδια. Επίσης, επιβεβαιώνουμε ότι θα διαδοθούν οι χάρτες μας με τις τοποθεσίες όπου βρίσκονται οι διάφορες κάμερες. Αυτή είναι επίσης μία σημαντική λειτουργία των δρώμενών μας: η διάδοση αυτών των χαρτών. Είναι διαφορετικό να σου λέει κάποιος για τις κάμερες και διαφορετικό να είσαι ικανός να τις εντοπίσεις μόνος σου και να δεις πόσο πολλές πραγματικά υπάρχουν.

Υπάρχει καθόλου επιρροή της θεωρίας των Καταστασιακών στο έργο σας;
Μεγάλη. Αυτό που κάνουμε είναι να «αντιστρέφουμε» το θέαμα που συνιστούν οι κάμερες: αντί να τις καταστρέφουμε (αναρχικός που εμπνέεται από μιλιταριστική λογική) ή να γράψουμε στον αντιπρόσωπό μας στο Κογκρέσο ή να διαδηλώσουμε εναντίον τους (αριστερός), στρέφουμε τις κάμερες ενάντια στους αρχικούς τους σκοπούς και τις χρησιμοποιούμε για δικούς μας. Μολαταύτα, είμαι σίγουρος πως η Καταστασιακή Διεθνής θα ήταν αντίθετη στο βαθμό τον οποίο οι SCP χρησιμοποιούν τα μαζικά μέσα και εμφανίζονται σ’ αυτά.

Αυτό ήταν κάτι που επρόκειτο να σε ρωτήσω: εάν είστε τόσο αντίθετοι στο θέαμα, γιατί συμμετέχετε σ’ αυτό παραχωρώντας συνεντεύξεις – εφόσον όλοι γνωρίζουμε πως το θέαμα ενσωματώνει και καταβροχθίζει οτιδήποτε στο οποίο στρέφει την προσοχή του.
Ταΐζουμε το Θέαμα δηλητήριο μεταμφιεσμένο σε σπόρους για πουλιά.

Βλέπετε τους εαυτούς σας ως συνεχιστές της παράδοσης του πολιτικού θεάτρου του δρόμου που προέρχεται από τη δεκαετία του ’70;
Ναι. Είμαστε ένθερμοι θαυμαστές του «Living Theater».

Ομάδες όπως το «Living Theater» δεν υπάρχουν πια στην πραγματικότητα και ένας από τους λόγους που συμβαίνει αυτό ίσως είναι το ότι έχει μεταβληθεί η έννοια της δημόσιας σφαίρας. Ίσως ο πραγματικός κοινωνικός διάλογος και το πραγματικό «ζωντανό» κοινό να μην είναι πλέον στο δρόμο αλλά στα «μέσα». Οπότε, κάποιος θα μπορούσε ν’ αντιτάξει ότι αυτό το είδος δημοσίου θεάτρου του δρόμου δεν προσεγγίζει το κοινό, αλλά μονάχα μία περιορισμένη μερίδα του…
Κι όμως, η ομάδα του «Living Theater» είναι πάρα πολύ ζωντανή! Πραγματοποιεί παραστάσεις τόσο σε εσωτερικούς χώρους, όπως ένα παραδοσιακό θέατρο, όσο και σε εξωτερικούς, δημοσίως! Όσο για τις παρατηρήσεις σας σχετικά με τα «μέσα», μπορεί να αληθεύει για μερικούς ανθρώπους –αυτούς που έχουν χρήματα, εξουσία και πρόσβαση στα μέσα– ότι η δημόσια σφαίρα είναι περιττή ή ανεπιθύμητη/τρομακτική. Υπάρχουν όμως κάποιοι άλλοι άνθρωποι για τους οποίους ο δρόμος και ο δημόσιος χώρος είναι κυριολεκτικά τα πάντα (οι άστεγοι, προφανώς, αλλά και άλλοι άνθρωποι επίσης).

Τι ρόλο παίζει το διαδίκτυο σε αυτά που κάνετε;
Μας επιτρέπει να έχουμε επαφή με ομοϊδεάτες ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο. Μας προσφέρει τη δυνατότητα να μαθαίνουμε ειδήσεις από ανθρώπους οι οποίοι δεν μιλούν την αγγλική ως μητρική τους γλώσσα. Έχουν γράψει ή προβάλει πληροφορίες για μας στην τηλεόραση, στα ισπανικά, στα πορτογαλικά, στα γαλλικά, στα ολλανδικά και στα γερμανικά.

Δημοσιεύτηκε στο Y. Levin, Ursula Frohne, and Peter Weibel (επιμ.), CTR [Space]. Rhetorics of Surveillance from Bentham to Big Brother, The MIT Press, Κέημπριτζ, Μασαχουσέτη, 2002, σσ. 616-619. Μετάφραση: Μαριάννα Λεμπρέν.

Ένα άδειο σκυλόσπιτο στην αυλή

Του Vassili Salvatorov

Η σάρκα της κοκκινομάλλας σερβιτόρας μου θυμίζει / Το χλωμό χιόνι της πατρίδας και τη νιότη μου – / Τότε που ήθελα ακόμη. / Έχω ζήσει κι εγώ τις μέρες της δόξας μου / Ό,τι μου αναλογεί το έχω εισπράξει. / Κι αν ήμουν άπληστος, με συγχωρείτε / Αυτά που έμαθα ήταν μαθήματα της πείνας και μόνο.

Τώρα, αν και την πείνα μου την έχω χορτάσει, / Βολοδέρνω ακόμη στα ταχυφαγεία αναπολώντας / Μια μακρινή ζωή, προτού η καρδιά μου καταντήσει / Ένα άδειο σκυλόσπιτο στην αυλή.

Από την ποιητική συλλογή An Empty Doghouse in the Backyard, Hell’s Kitchen Press, Λόρενς, Κάνσας 2002. Μετάφραση: Μ.Π.

Fuck you, America!

Του Vassili Salvatorov

Στο λέω με το θράσος των ανθρώπων που πεθαίνουν για σένα / Με τη σημαία μπροστά, / Λάβαρο κάποιων αγώνων που χαράσσουν στη μνήμη / Αντικείμενα όπως το μίξερ, το αυτοκίνητο, ένα ψυγείο / Και –σίγουρα– μια μηλόπιτα με μήλα του Άινταχο. / Πόση δόξα αλήθεια! Επινίκια σε ροζ Cadillac / Με τη φωνή του Eminem για συντροφιά / “Im gonna fuck you”.

Αμερική λατρεύω να σε μισώ γι’ αυτό που είσαι. / Χλιδάτη πόρνη με λαμπερά φτιασίδια, στήθη σιλικόνης, μνήμες πυριτίου / Και κώλο που λικνίζεται στο σκαμπανέβασμα του χρηματιστηρίου. / Αποκαλύψου! Λάμψε! Σκόρπα τον όλεθρο! / Πάρε τα λάφυρα της νίκης, όλα δικά σου. / Ρίγη απόλαυσης ανάμεικτα με τρόμο που ’χει τη γεύση της βανίλιας / Καθηλώνουν τα πλήθη τη στιγμή που Εσύ βαδίζεις αγέρωχη / Με τη σημαία πάντα μπροστά, / Στο δρόμο που ’ναι σπαρμένος προσδοκίες / Και –φυσικά– φλεγόμενους Δίδυμους Πύργους και καμικάζι./ Μια αναλαμπή / Πυρπολυμένοι φάροι καθοδηγούν τα πλήθη στο επέκεινα.

Δοξάζω εγώ / Δοξασμένη εσύ, Αμερική / Φωτίζεις το δρόμο μου καθώς καίγεσαι ηρωικά, / Οι βόμβες σκάβουν το κορμί σου, σε τραυματίζουν ανεπανόρθωτα. / Όμως εσύ ξέρεις τον πόνο να τον μετατρέπεις σε οργή / Να γλείφεις τις πληγές σου εκδικούμενη και / Να εξαπολύεις τους κεραυνούς σου επί δικαίων και αδίκων όπου γης. / Είσαι μια πόρνη λαμπερή! Μια πόρνη οργισμένη!

Fuck you America σιγοτραγουδώ / Αν και ξέρω πως η φωνή μου θα απαχθεί από το προφανές και το επίκαιρο / Θα παραμείνω άθελά μου βουβός θαυμαστής σου και φίλος / Ακόμα και τώρα που σε μισώ μοιάζει πως σε λατρεύω / Τη σκοτεινή σου δύναμη ελέγχου και θανάτου / Τη νεοτερική σου όψη και την αφέλεια της πίστης σου σε σένα / Ανόητα, αβάσιμα συμπεράσματα που προκύπτουν αβίαστα / Στα χείλη εκείνων που αμφισβητούν κι εκείνων που δοξάζουν / Η πουτάνα δεν γίνεται. / Είναι.

Από την ποιητική συλλογή Fuck you America!, Open Window Press, Σικάγο 2004. Μετάφραση: Μ.Π.

Αντίσταση, ανατροπή και καταστροφή του συμπλέγματος της επιτήρησης και του ελέγχου

Μια συνέντευξη με τον Mike Davis

Mike Davis είναι καθηγητής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Ιρβάιν, και συγγραφέας μεταξύ άλλων των: City of Quartz: Excavating the Future in Los Angeles (1990), Dead Cities, And Other Tales (2003) και πιο πρόσφατα, Buda's Wagon: A Brief History of the Car Bomb (2007). Στα ελληνικά, κείμενά του έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις futura. Παρακάτω, ακολουθεί ένα απόσπασμα από συνέντευξή του, στις 23/2 στο Λονδίνο, στο περιοδικό Voices of Resistance from the Occupied London. Μετάφραση …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας.]

Ασχολείσαι συχνά με την εύρεση αναλογιών μεταξύ διάφορων τάσεων αστικού ελέγχου στον κόσμο. Θα μπορούσες να συγκρίνεις την κατάσταση στο Λος Άντζελες, την καταστολή και την επιτήρηση που διεξάγεται εκεί στην περίοδο που γράφεις το City of Quartz με την κατάσταση στο Λονδίνο σήμερα;

Δεν υπάρχει καμιά απολύτως σχέση ανάμεσα στις ΗΠΑ και το σύμπλεγμα της επιτήρησης που υφίσταται στο Λονδίνο. Ακόμα και οι κάμερες CCTV μόνο τώρα τελευταία τέθηκαν στο προσκήνιο στις ΗΠΑ. Η συνολική επιτήρηση των κεντρικών περιοχών αμερικανικών πόλεων είναι κάτι για το οποίο έχω γράψει στις αρχές του '90 όμως μόνο όσον αφορά μικρές περιοχές, ελάχιστα στρέμματα στο κεντρικό Λος Άντζελες για παράδειγμα. Αν ο Giuliani [Σ.τ.μ. Rudolf Giuliani, συντηρητικός πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης] γίνει πρόεδρος θα έρθουμε πιο κοντά στην ιδέα της συνολικής επιτήρησης και του ελέγχου στο κέντρο των πόλεων όμως το Λονδίνο είναι τουλάχιστον μια αν όχι δυο γενιές πιο μπροστά από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Από την άλλη, στις ΗΠΑ η υποδομή ήδη υπάρχει: οι δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας έχουν πλέον συστήματα επιτήρησης που καταγράφουν το μποτιλιάρισμα. Όμως θεωρώ ότι το Λονδίνο είναι πραγματικά σοκαριστικό με πολλούς τρόπους. Για παράδειγμα, δεν είχα ιδέα, πριν έρθω εδώ, ότι τα υπόγεια περάσματα παρακολουθούνται και τα δεδομένα αποθηκεύονται. Στις ΗΠΑ τα πράγματα πήραν μια διαφορετική κατεύθυνση. Προφανώς, σε κάθε οικονομική συναλλαγή που έχεις, και ιδιαίτερα στο διαδίκτυο, υπάρχει μεταφορά δεδομένων ή ακόμα και πώλησή τους για λόγους μάρκετινγκ. Πιστεύω ότι το αμερικανικό πολιτικό σύστημα μπορεί να είναι το πιο προχωρημένο του κόσμου, με αυτήν την έννοια, χρησιμοποιώντας τα δεδομένα του μάρκετινγκ για να κατηγοριοποιήσει ανθρώπους και να τους περάσει πολιτικά μηνύματα. Επίσης, υπάρχει πολύ μεγαλύτερος προϋπολογισμός και περισσότερα ερευνητικά προγράμματα στις ΗΠΑ. Για να δώσω ένα παράδειγμα του πως λειτουργεί αυτό: Η κυβέρνηση Bush χρειάζεται προγράμματα υποδοχής μεταναστών ώστε να ικανοποιήσει την ανάγκη για εργατικά χέρια σε κρίσιμους τομείς όπως οι καλλιέργειες. Όμως, βρίσκεται εκτεθειμένη από μια εξέγερση της βάσης των ρεπουμπλικάνων ενάντια στους δημοκρατικούς. Ένα από τα πράγματα που ζητούν είναι η ανέγερση ενός τοίχους σε όλο το μήκος των μεξικανικών συνόρων και το Κογκρέσο πράγματι εξουσιοδότησε την κατασκευή μέρους του, αν και άνθρωποι που εργάζονται στον έλεγχο των συνόρων και στην επιτήρηση το κοροϊδεύουν μιας και οι τοίχοι αυτοί θα είναι ολότελα αναποτελεσματικοί: μεταλλικά αναχώματα ύψους 12 ποδιών [Σ.τ.μ: 4 μέτρα] που θα μπορούσε να σκαρφαλώσει ο καθένας. Εργάζονται σε κάτι εξ ολοκλήρου διαφορετικό: ένα εικονικό σύνορο, περισσότερο σαν τον εικονικό έλεγχο που υφίσταται αυτή τη στιγμή στο Λονδίνο. Έπρεπε να ταΐσουν κουτόχορτο τους συντηρητικούς των προαστίων που ήθελαν κάτι σε φυσικό τοίχος α-λα Βερολίνο, να τους δίνει την αίσθηση ασφάλειας του ελέγχου των συνόρων. Ο πραγματικός έλεγχος πάνω στις κινήσεις των ανθρώπων δεν έχει τόση ανάγκη από τα τείχη αυτά όσο έχει την τεχνολογία. Αυτή είναι και η σφαίρα όπου πιστεύω ότι οι ΗΠΑ είναι πιο προχωρημένες προς την δημιουργία μιας κοινωνίας ολοκληρωτικού ελέγχου. Ο Perry, ο κυβερνήτης του Τέξας, εξουσιοδότησε την τοποθέτηση καμερών σε περιοχές των συνόρων όπου περνούν άνθρωποι συχνά και τις συνέδεσε στο διαδίκτυο. Έτσι δημιούργησε ψηφιακούς ρουφιάνους. Ο καθένας μπορεί να σπαταλήσει το χρόνο του χαζεύοντας στην έρημο, κι αν δει έναν μεξικανό να έρχεται μπορεί να καλέσει κάποιο παράρτημα της τεξανής πολιτείας που θα ειδοποιήσει τους συνοριοφύλακες.
Έτσι το ίντερνετ μπορεί να απειλεί την ελευθερία χάρις στον τρόπο που μπορούμε όλοι να εποπτεύουμε, να καταπιέζουμε και να φυλακίζουμε ο ένας τον άλλον: είμαστε πλέον όλοι δεσμοφύλακες, επιτηρώντας ο ένας τις κινήσεις του άλλου. Είναι μια αποκρουστική ιδέα και η ακρο-δεξιά την λατρεύει, να έχει κάποιο ρόλο να παίξει στην αστυνόμευση της μετανάστευσης και της κοινωνίας. Ο καθένας, υπό μια έννοια, αρέσκεται να φοράει ένα αστυνομικό σήμα.
Στο Λ.Α. έβαλαν πρόσφατα ψηφιακές εικόνες στους δρόμους ταχείας κυκλοφορίας ώστε να μεταδίδουν προειδοποιήσεις για την κίνηση, παρόλο που είμαστε ακόμη πολύ πίσω από την Ευρώπη στο ζήτημα αυτό. Τώρα τους χρησιμοποιούν για συναγερμούς για απαγωγές κλπ. Το πρόβλημα με το να τοποθετηθούν ένα σωρό από αυτές στις ΗΠΑ και ιδιαίτερα στα κέντρα των πόλεων, είναι ότι δε θα άντεχαν ούτε μια μέρα! Θα ήταν αναγκασμένοι κατά κάποιο τρόπο να εξοπλίσουν, να οχυρώσουν και να προστατεύσουν τις κάμερες επιτήρησης. Το επίπεδο βανδαλισμού στα κέντρα των αμερικανικών πόλεων είναι πολύ προχωρημένο κι εκτενές... Κάποτε υπολόγισα την κάλυψη ανά τετραγωνικό μέτρο των γκράφιτι στο Λ.Α. και πήρα συνεντεύξεις από ανθρώπους που καθάριζαν τα γκράφιτι κλπ. Μπορούν να βάλουν κάμερες όμως θα σπαστούν και θα κατεβούν. Μπορεί να γίνεται με την μεσαία τάξη - ίσως περάσει στα κυριλέ προάστια του Santon ή στις συνοικίες των λευκών του Johannesburg όμως αν αρχίσεις να βάζεις κάμερες στις γειτονιές των αμερικανικών γκέτο, θα πρέπει να βάλεις κι από έναν αστυνομικό να φυλάει την καθεμιά τους. Είναι μια από τις αντιφάσεις της κοινωνίας του ελέγχου. Οι κάμερες CCTV δεν είναι τόσο προχωρημένες στις ΗΠΑ όσο στην Ευρώπη. Οι άνθρωποι επαναπαύονται περισσότερο στην ιδιωτική αστυνομία στις ΗΠΑ.

Γιατί δεν υπάρχουν βανδαλισμοί ενάντια στις κάμερες στο Λονδίνο;

Αυτό θα ήταν κι ένα από τα δικά μου ερωτήματα. Νομίζω ότι πρέπει να προπαγανδίσουμε και να αγωνιστούμε για την ιδέα μιας παγκόσμιας εξέγερσης ενάντια στη συνθήκη της επιτήρησης, ενάντια στην καταστρατήγηση των αστικών ελευθεριών. Πρέπει να ενθαρρύνουμε τους ανθρώπους και να βρούμε κάθε πιθανό τρόπο να αντισταθούμε, να ανατρέψουμε και να καταστρέψουμε το σύμπλεγμα της επιτήρησης και του ελέγχου. Σίγουρα, εκατομμύρια εφήβων το κάνουν έτσι κι αλλιώς. Ο Kevin Lynch έγραψε ένα βιβλίο πάνω στον βανδαλισμό. Τον ενδιέφερε πολύ ο βανδαλισμός σαν μια αστική διαδικασία, οι βανδαλισμοί κάθε είδους. Τον μελέτησε στα '70, σε έναν βαθμό ώστε να καταλάβει πώς οι αρχιτέκτονες θα μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν και μερικώς επειδή τον ενδιέφερε η ίδια η λογική του. Θεώρησε πως οτιδήποτε ενέπλεκε τους ανθρώπους και το τεχνητό περιβάλλον, ακόμα και η καταστροφή του, ήταν κάτι το θεμιτό. Αν θες να δημιουργήσεις μια θεωρία συμμετοχικής αρχιτεκτονικής ή πολεοδομίας, ο βανδαλισμός φαίνεται να είναι η πιο συνηθισμένη και δημοφιλής μορφή συμμετοχής στο τεχνητό περιβάλλον, εξεγειρόμενος ενάντια στην απανθρωποποίησή του, με την συγκέντρωση της εργατικής τάξης στα κέντρα των αμερικανικών πόλεων κλπ.
Πιστεύω ότι χρειαζόμαστε μια στρατηγική ώστε να υποστηρίξουμε ο ένας τον άλλον: θα έπρεπε να βανδαλίζουμε και να ανατρέπουμε τη συνθήκη της επιτήρησης και την μεσαία τάξη που τη στηρίζει. Το να κατεβάζεις τις προειδοποιητικές πινακίδες «ένοπλης αυτοάμυνας» [Σ.τ.μ. συνηθίζεται στην αμερικανική επαρχία, ιδιαίτερα στον νότο, μια εσκεμμένη παρεξήγηση της «νόμιμης αυτοάμυνας’, που εμφανίζεται σε πινακίδες στα χωράφια με επιγραφές όπως «Αν πατήσεις στην ιδιοκτησία μου, σε περιμένει μολύβι» κλπ.] από τα χωράφια τρελαίνει τους ανθρώπους... Όχι ότι η ένοπλη αυτή αυτοάμυνα θα πραγματοποιηθεί σίγουρα, αλλά οι άνθρωποι νιώθουν εξαιρετικά εξασφαλισμένοι έχοντας την πινακίδα εκεί. Αν τους την αφαιρέσεις νιώθουν πως όλες οι δυνάμεις του σύμπαντος θα κινητοποιηθούν εναντίον τους, και πιθανό να δολοφονηθούν την επόμενη μέρα. Έχω ξεκινήσει μια σειρά από βανδαλισμούς μαύρων σκιάχτρων - που είναι ένα φαινόμενο αμερικάνικου σωβινισμού και ρατσισμού. Πρόκειται για φιγούρες μαύρων που τις βάζουν στα χωράφια, και είναι δημοφιλείς μεταξύ ανθρώπων που νοσταλγούν την παλιά φυλετική τάξη, όταν όλοι οι μαύροι ήταν υπηρέτες ή σκλάβοι. Όταν γύρισα στο Λ.Α. στα τέλη του '80 ανακάλυψα ότι υπήρχαν αρκετά τέτοια σε σπίτια στο Beverly Hills. Είναι κάτι στο οποίο μπορεί να εφαρμοστεί όλη η δημιουργική ενέργεια της νεολαίας: στο να βρεθούν τρόποι να αντιμετωπιστεί και να ανατραπεί η κοινωνία της επιτήρησης.
Στο κεντρικό σας ερώτημα δεν έχω καμία απάντηση. Έζησα στο Λονδίνο στα '80, αρκετά δυστυχισμένος και φτωχός, όπως είχα κάποιες σπουδαίες στιγμές. Ήμουν στη Fleet Street στην μάχη του Fortress Murdoch, όπου οι εργάτες των τυπογραφείων μάχονταν τους μπάτσους κάθε νύχτα... Υπέροχα πράγματα. Απέραντη ενέργεια στην πόλη. Έτσι, δεν με έλκει να γυρίσω πίσω και να δω τους ανθρώπους πειθήνιους και καθυποταγμένους. Το Λονδίνο είναι ένα μέρος όπου καταφτάνουν τόσοι άνθρωποι... Μετανάστες έρχονται για δουλειά, φοιτητές για να σπουδάσουν, μια συνεχής ροή ανθρώπων προς τα μέσα και προς τα έξω. Αναρωτιόμασταν αν αυτό έχει να κάνει με την καθυπόταξή του - ή αν, από την άλλη, προσφέρει πιθανότητες αντίστασης... Θα έλεγα ναι, αν και οι μετανάστες σήμερα είναι τόσο ριζοσπαστικά εκτεθειμένοι στο Λονδίνο όσο είναι και στις ΗΠΑ. Σε μια ομιλία μου προχθές προσπάθησα να εξηγήσω ότι δύσκολα μπορούμε να βρούμε μια άλλη στιγμή στην αμερικάνικη ιστορία που οι μετανάστες (περιλαμβανομένων των νομιμοποιημένων) να ήταν τόσο εκτεθειμένοι. Η κυβέρνηση του Bush υιοθετεί τη θέση ότι ακόμα και οι νόμιμοι μετανάστες δεν περιλαμβάνονται στην αμερικανική χάρτα των δικαιωμάτων ή στο σύνταγμα. Δεν απολαμβάνουν την προστασία της πολιτείας, τις αγγλοσαξονικές ελευθερίες κλπ. Γιγαντιαίες διαδηλώσεις για τα δικαιώματα των μεταναστών έλαβαν χώρα πέρυσι στις ΗΠΑ εκφράζοντας την υπαρξιακή αγωνία των ανθρώπων, την αναγνώριση του δικαιώματος στην ύπαρξη. Από την άλλη μεριά, αυτή η λογική στο Λονδίνο είναι σαφής: περισσότερο απ’ όσο η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο είναι η απόλυτη παιδική χαρά των πλουσίων. Ρώσοι δισεκατομμυριούχοι κατακλύζουν το Λονδίνο, κι όχι την Ν.Υ.. Γίνεται το παν για να διαβεβαιώσουν ότι είναι ένας απόλυτα ασφαλής τόπος για να αφήσεις τα λεφτά σου. Το Λονδίνο έπαιζε πάντοτε αυτόν τον ρόλο, σε ένα βαθμό μιας και θεωρούταν ότι η Νέα Υόρκη είναι ο απόλυτος τέτοιος προορισμός. Το Λονδίνο αμφισβητεί αυτή την πρωτιά με μεγάλη ένταση, και η ειρωνεία πίσω από αυτό είναι ότι η ένταση αυτή είναι κατά ένα μέρος αποτέλεσμα της πολιτικής του Ken Livingstone.

Στη διάλεξή σου στο RIBA μίλησες για τις πόλεις, ως τη μόνη ρεαλιστική λύση για το μέλλον, αναφορικά με το περιβάλλον. Θα μπορούσες να το εξηγήσεις λίγο;

Αναπόφευκτα, οδεύουμε προς έναν κόσμο όπου τουλάχιστον τα δύο τρίτα του πληθυσμού θα ζουν σε πόλεις. Μακάρι να μπορούσα να πιστέψω τις ιδέες του Kropotkin για μια επιστροφή στην αλληλοβοήθεια και στην αποκέντρωση... Γι’ αυτό πιστεύω ότι θα πρέπει να αναζητήσουμε τις ρίζες αυτής της σπουδαίας συζήτησης για τις εναλλακτικές πόλεις ανάμεσα στους σοσιαλιστές και τους αναρχικούς ανάμεσα στα 1880 και στα 1930. Οι πόλεις είναι ο μόνος τρόπος να τετραγωνίσουμε τον κύκλο ανάμεσα στην απαίτηση της ανθρωπότητας για ισότητα και ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο σε έναν βιώσιμο πλανήτη. Η εναλλακτική για την ολοένα και εντονότερη ιδιωτική ή ατομική κατανάλωση είναι η δημόσια πολυτέλεια της πόλης. Είμαι πολύ επηρεασμένος από τις ιδέες των κονστρουκτιβιστών προερχόμενων από τη Ρωσία των αρχών του 20ου αιώνα. Ήρθαν αντιμέτωποι με το γεγονός ότι η Ρωσία δεν είχε τις δυνατότητες να χτίσει πολυτελείς κατοικίες για την εργατική τάξη, αλλά θα την παρηγορούσαν με τη δημιουργία των πιο υπέροχων, ουτοπικών δημοσίων χώρων. Κάθε εργοστάσιο θα είχε κι ένα μεγάλο αθλητικό κέντρο, έναν κινηματογράφο ή μια βιβλιοθήκη. Οι δημόσιοι χώροι δεν θα κάλυπταν μόνο τις κοινές ανάγκες, αλλά θα παρήγαγαν και θα ικανοποιούσαν και νέες. Είναι διαφορετικό να είσαι μόνος σου στο σπίτι με μια απεριόριστη πορνογραφία στο ίντερνετ και αρκετά διαφορετικό να είσαι νέος, στην πλατεία ή στο δημόσιο χώρο μαζί με ανθρώπους της ηλικίας σου και όλες τις πιθανότητες που συνεπάγεται κάτι τέτοιο...
Στην ουσία της, η πόλη είναι η οικονομία της κλίμακας: παράγει τις πιο ολοκληρωμένες σχέσεις μεταξύ ανθρώπου και φύσης. Παράγει ένα δημόσιο ή κοινωνικό πλούτο που δεν αποτελεί απλά υποκατάστατο της ιδιωτικής κατανάλωσης ή του ιδιωτικού πλούτου, αλλά επίσης τη βάση για ανάγκες που δεν μπορούν να υπάρξουν ή να εκπληρωθούν στον καπιταλισμό. Αν οι άνθρωποι είχαν δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε ολόκληρη την πορνογραφία που μπορείς να καταναλώσεις σε μια ζωή και στο φλερτάρισμα με ανθρώπους σε μια τεράστια πισίνα, τι θα επέλεγαν; Αυτός είναι ο πλούτος της πόλης. Ο Patrick Geddes, ο μεγάλος στοχαστής της πολεοδομίας από το Εδιμβούργο και φίλος του Kropotkin, ήταν ο πρώτος που είδε ότι η ανάπτυξη της πόλης και η ευάλωτη κατάσταση στην ενδοχώρα της είναι αλληλένδετες, ότι η πολεοδομική πυκνότητα υποστήριζε την διατήρηση του ανοιχτού χώρου και εξυπηρετεί τη φύση. 'Ήταν ο πρώτος που επεξεργάστηκε σοβαρά την πολιτική των υποδομών και της ανακύκλωσης, της μη-εξαγωγής των σκουπιδιών, της βιωσιμότητας... Που είδε ότι υπήρχε μια σχέση με την κοινωνική δικαιοσύνη. Ήταν αυτός που πήγε στην Ινδία με τον βρετανικό στρατό ερευνώντας τα συστήματα υγιεινής στη χώρα. Οι Ινδοί είχαν λύσει τα προβλήματά τους - ξέρουν τι να κάνουν με τα σκατά τους. Το πρόβλημα το έχουν αυτοί που θέλουν να τα ρίχνουν στο νερό! Ιδού η άμεση σύνδεση μεταξύ του Geddes και του Kropotkin και μια ολόκληρη, μερικώς χαμένη αναρχική παράδοση για την αυτο-οργάνωση του αστικού πεδίου, τις αυτοδιευθυνόμενες πόλεις και την περιβαλλοντική λειτουργία των πόλεων. Δεν υπάρχει άλλη πιθανή λύση: Η Γη δεν θα σωθεί από συλλογές υπογραφών. Η οικοδόμηση πόλεων που είναι πραγματικές πολιτείες με τη βαθειά έννοια του όρου είναι η λύση. Η δημιουργία μιας ισοτιμίας της ευχαρίστησης και της δημόσιας πολυτέλειας είναι η λύση. Και η αναγνώριση ότι η κατανάλωση έχει μετατραπεί σε μια πανούκλα που δηλητηριάζει εμάς και τα παιδιά μας.
Το 1934 ήρθε στο τέλος της μια συζήτηση κι ένας ελεύθερος στοχασμός για μια εναλλακτική πολεοδομία σε όλο το φάσμα, από την εγκατάλειψη των πόλεων και την επιστροφή στην αλληλοβοήθεια και στην ύπαιθρο, μέχρι σε ορισμένες περιπτώσεις όπως στη Σοβιετική Ένωση, τα οράματα των υπερ-πόλεων. Υπάρχει ένα φορτίο τεράστιου πλούτου στη δημιουργική ουτοπική σκέψη για την πολεοδομία που πρέπει να επανακτηθεί. Δεν είναι απλά το προϊόν στοχαστών και σχεδιαστών, σχεδίων και μελετών εργασίας των κυβερνήσεων, αλλά σύλληψης της ατομικής δραστηριότητας των παρειών της πόλης και των φτωχών, του καθένα.
Μιλώντας για τους Πρόβος στο Άμστερνταμ, τους καταστασιακούς κλπ... Το πρόβλημα είναι συνήθως η χρήση του αστικού πεδίου από πρωτοποριακές ομάδες, ανθρώπους που προσπαθούν να συντηρήσουν παραδοσιακές μποέμ καταστάσεις: πρόσφυγες, καταληψίες, καλλιτέχνες... Κάνοντας ασυνείδητα τη δουλειά της ανάπλασης και των επιχειρήσεων real estate. Στο Λος Άντζελες, παρά τους ωκεανούς χρημάτων που έχουν ριχτεί στο κέντρο (το Λ.Α. έχει ένα από τα πιο απάνθρωπα κέντρα του κόσμου), η πόλη δεν κατάφερε ποτέ να το ενσωματώσει. Το σημείο καμπής ήταν όταν οι φοιτητές μου της αρχιτεκτονικής και μερικοί φτωχοί καλλιτέχνες πρόθυμοι να ζήσουν μαζί με άστεγους ανθρώπους ξεκίνησαν να ζουν σε διαμερίσματα εκεί. Τελικά κατάφεραν να δημιουργήσουν ευχάριστα μέρη. Το αποτέλεσμα: εστιατόρια και μπαρ άρχισαν να ανοίγουν, όπως στην κάτω ανατολική πλευρά της Ν.Υ. ή στο Σόχο του Λονδίνου. Οι τιμές τινάχθηκαν στα ύψη, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι πετάχτηκαν έξω και γιάππηδες ήρθαν, μετατρέποντας την περιοχή σε στέκι πλουσίων. Αυτό είναι ένα πραγματικό πρόβλημα μιας και όταν έχεις μια δημιουργική κοινότητα ή ένα δίκτυο νέων ανθρώπων που προσπαθούν να ζήσουν στην πόλη με έναν διαφορετικό τρόπο μπορούν παρά τη θέλησή τους να γίνουν υπηρέτες της ανάπλασης.
Η ρεφορμιστική πολιτική δεν έχει να πει τίποτα πάνω σε αυτό. Δεν υπάρχει καμιά ρεφορμιστική κυβέρνηση πουθενά στον κόσμο που να μπορεί να αντιμετωπίσει τα σοβαρά προβλήματα της πολεοδομικής ανισότητας, μιας και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για τις αξίες των οικοπέδων, της γης κλπ. Μέχρι να μπορούμε να μιλήσουμε για τσάκισμα των εγκληματικών αξιών της γης ή για κοινωνικοποίηση της γης ή για συστήματα περιορισμένης ισότητας στη γη, δεν μπορούμε να ελέγξουμε την πόλη, δεν μπορούμε να πετύχουμε καμία πραγματική ισότητα μέσα της.