Οι «indignados» και το Σύνταγμα ως η φάρσα της Πλατείας Ταχρίρ

Του Smirnoff
Αναδημοσίευση από Radical Desire

Μετά την επιτυχία των εξεγέρσεων στην Τυνησία και την Αίγυπτο να ανατρέψουν τα δικτατορικά καθεστώτα, ξεκίνησε στα καθ’ ημάς μία ολόκληρη συζήτηση για τη μεταφορά του παραδείγματος της πλατείας Ταχρίρ του Καΐρου στην ελληνική πολιτική πρακτική. Υπήρξαν μάλιστα και εκκλήσεις από μεριά πολιτικών δυνάμεων και προσώπων, όπως ο Αλέκος Αλαβάνος, να μετατραπεί η πλατεία Συντάγματος σε πλατεία Ταχρίρ, με τον κόσμο να παραμένει εκεί και μετά το τέλος της πορείας που συνόδευσε τη γενική απεργία της 15ης του Φλεβάρη. Όπως έδειξε η εμπειρία όμως οι εκκλήσεις έπεσαν στο κενό και αντί να μετατραπεί το Σύνταγμα σε Ταχρίρ μάλλον συνέβη το αντίθετο.
Ωστόσο, μετά την έναρξη του κινήματος της Puerta del Sol στη Μαδρίτη, που επικαλείται ως έμπνευση τις αραβικές εξεγέρσεις και ειδικότερα το παράδειγμα των ειρηνικών μαζικών συγκεντρώσεων στην πλατεία Ταχρίρ, η συζήτηση αναζωπυρώθηκε και εδώ, ενώ είχαμε και την πρώτη προσπάθεια χθες να μιμηθεί το παράδειγμα της Ισπανίας, με την οργάνωση συγκεντρώσεων σε μία σειρά πόλεις της επικράτειας. Η προσπάθεια αυτή εμφανίζει μία σειρά θιασώτες και οπαδούς, από το Σκάι και το Βήμα, μέχρι τμήματα της αριστερά και της αναρχίας.
Σε τι συνίσταται όμως το παράδειγμα της πλατείας Ταχρίρ που τείνει να μετατραπεί σε ιδεότυπο επιτυχημένης πολιτικής δράσης από ποικίλες μερίδες του εγχώριου πολιτικού φάσματος; Τι νοήματα επιχειρείται να προσκολληθούν στο όνομα «Ταχρίρ» ώστε να αξιοποιηθεί στον εγχώριο πολιτικό ανταγωνισμό; Αυτό που πρώτα και κύρια μεταφέρεται στην Ελλάδα από την εμπειρία της πλατείας του Καΐρου είναι ο υποτιθέμενος ειρηνικός- μη βίαιος χαρακτήρας των συγκεντρώσεων εκεί. Επίσης ο κατά κόρον αδιαμεσολάβητος από πολιτικά κόμματα τρόπος οργάνωσης τους. Η δε αυτή οργάνωση ήταν περισσότερο αποτέλεσμα αυθόρμητων και οριζόντιων προσπαθειών χιλιάδων ανθρώπων μέσα από ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης, όπως το facebook και το twitter. Τέλος στο επίπεδο του πολιτικού περιεχομένου τα βασικά χαρακτηριστικά που αποδίδονται στο συγκεκριμένο κίνημα είναι δύο. Ένα αρνητικό, το «φτάνει πια» που αποτυπώνει την υπερχειλισμένη αντίδραση στην υπάρχουσα κατάσταση και ένα ένα θετικό: «δημοκρατία», που εκφράζει τη συγκεκριμένη στόχευση. Ωστόσο και τα δύο εμφανίζονται εξαρχής ως ηγεμονικά, με την έννοια πως απαντούν σε μία πανθομολογούμενη έλλειψη και ένα all inconclusive πρόταγμα που αγκαλιάζει την μεγάλη πλειοψηφία χωρίς να δημιουργεί »αχρείαστες» διαιρέσεις στο εσωτερικό του λαού. Αυτά λοιπόν είναι τα σημαινόμενα που επισυνάπτονται στο σημαίνον Ταχρίρ στην προσπάθεια να μεταφερθεί στην εγχώρια πολιτική συζήτηση.
Πόσο όμως αντέχει αυτή η πρόσληψη της Ταχρίρ σε μία στοιχειώδη πραγματολογική εξέταση της αιγυπτιακής (και τυνησιακής) εξέγερσης; Και πόσο στέκει μία τέτοια σύγκριση με την ελληνική πραγματικότητα; Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά. Η αιγυπτιακή εξέγερση ούτε αυθόρμητη και αδιαμεσολάβητη ήταν ούτε μη βίαιη. Δεν ήταν αυθόρμητη διότι συνέβη ύστερα από 10 χρόνια κινηματικής και πολιτικής Άνοιξης της αιγυπτιακής κοινωνίας η οποία αφορούσε πολλά και αλληλεπικαλυπτόμενα πεδία. Από το κίνημα συμπαράστασης της δεύτερης παλαιστινιακής Ιντιφάντα το 2000, το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα κατά του πολέμου στο Ιράκ το 2003, τις μαζικές και άγριες απεργίες από το 2006 και μετά, πολλές από τις οποίες νικηφόρες, μέχρι ένα ισχυρό κίνημα νεολαίας με πολιτικά και κοινωνικά αιτήματα που ξεπήδησε ακριβώς ως συμπαράσταση στις εργατικές απεργίες και κατά της καταστολής που υπέστησαν. Το κίνημα αυτό δημιούργησε και τη δική του δομή, «Το κίνημα της 6ης του Απρίλη», που ήταν και αυτό που κάλεσε την πρώτη συγκέντρωση στην πλατεία Ταχρίρ. Το διαδίκτυο έπαιξε βοηθητικό ρόλο, στη διευκόλυνση της οργάνωσης των κινητοποιήσεων, ουδέποτε όμως υποκατέστησε τις πραγματικές κινηματικές δομές και την ουσιαστική ιδεολογική και πολιτική προπαρασκευή που είχε γίνει όλα αυτά τα χρόνια. Τέλος είναι λάθος επίσης πως οι συγκεντρώσεις είχαν εχθρική ή έστω επιφυλακτική στάση απέναντι στα κόμματα. Σημαντικός κόμβος για την εξέλιξη του κινήματος υπήρξε η ολόθερμη συμμετοχή των Αδελφών Μουσουλμάνων, του μόνου μαζικού κόμματος που επιβίωσε της καταστολής του καθεστώτος, συμμετοχή που βέβαια καλωσορίστηκε ιδιαίτερα από τους διαδηλωτές.
Όλα τα παραπάνω βέβαια επιμελώς αποκρύπτονται από τη συζήτηση εδώ για να οδηγηθούμε στη θέση περί της προκλήσεως ενός συμβάντος εκ του μηδενός, για να ενισχυθεί μία τάση αντιπολιτικής, η εχθρότητα απέναντι στα κόμματα και κατ’ επέκτασιν τις θέσεις τους, για να επιστρέψουμε σε μία προ της Πτώσης αρχή όπου όλα ήταν ειρηνικά και όμορφα, μέχρι να έρθουν τα κόμματα με τον ξύλινο λόγο τους και την ατελέσφορη ή και επικίνδυνη πρακτική τους, να τα διαταράξουν. Υποβαθμίζεται έτσι η πολιτική συζήτηση και εξαφανίζονται μία σειρά πολιτικά κεκτημένα των αγώνων δεκαετιών. Αν μπορεί να υπάρξει κάτι από το τίποτα, τότε ποιος ο λόγος όλων αυτών των συζητήσεων για στρατηγικές, αιτήματα, τακτικές και μορφές δράσης;
Ας περάσουμε τώρα στον ειρηνικό – μη βίαιο χαρακτήρα των αιγυπτιακών κινητοποιήσεων. Αυτό είναι ίσως το κεντρικό στοιχείο της αφήγησης που συγκροτεί τον ιδεότυπο «Ταχρίρ» . Μαθαίνουμε λοιπόν πως αυτό που εξασφάλισε τη μαζικότητα και την επιτυχία των αιγυπτιακών διαδηλώσεων είναι η μέχρι τέλους παθητική, μη βίαιη διάσταση τους, ο σεβασμός της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, η μη παρακώλυση της ομαλής λειτουργίας της οικονομίας και κοινωνίας. Όλα αυτά βέβαια, εμμέσως πλην σαφώς, αντιπαραβάλλονται με τον αναποτελεσματικό και αδιέξοδο χαρακτήρα των εγχώριων κινητοποιήσεων, όπως οι απεργίες, οι καταλήψεις και οι διαδηλώσεις. Η επιφανειακή αυτή προσέγγιση των διαδηλώσεων της πλατείας του Καΐρου λέει περισσότερα εξαιτίας αυτών που αποκρύπτει, παρά με αυτά που ρητά διατυπώνει. Διότι μπορεί για τα ευρωπαϊκά και ελληνικά δεδομένα η δράση των Αιγυπτίων να ήταν παθητική και μη βίαιη (ειρηνική παρουσία σε μία πλατεία), για το αιγυπτιακό καθεστώς όμως συνιστούσαν μία μέγιστη επιθετική κίνηση που υπονόμευε άμεσα την εξουσία του. Σε δικτατορικά καθεστώτα που απαγορεύουν ή περιστέλλουν δραστικά, με φυσική καταστολή, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και την ελεύθερη πολιτική έκφραση, κινήσεις που αμφισβητούν αυτή την απαγόρευση, όπως οι συγκεντρώσεις στην Ταχρίρ, μόνο με την ύπαρξη τους και δευτερευόντως με τα αιτήματα τους (που στην Αίγυπτο ήταν σαφώς αντικαθεστωτικά), εκλαμβάνονται και ορθά ως μέγιστες απειλές. Ταυτόχρονα, σε καθεστώτα που στηρίζουν τη κυριαρχία τους στην καταστολή και στη διάλυση κάθε αντιπολίτευσης εν τη γενέσει της είναι αποφασιστικής σημασίας, από τη σκοπιά των αντιπολιτευόμενων, να σπάσει το φράγμα του φόβου και καταστεί εφικτό να υπάρξει μία κρίσιμη μάζα ανθρώπων που θα αντέξει την καταστολή και θα επιτρέψει σε μεγαλύτερες μάζες να κατέβουν στους δρόμους. Το τελευταίο με τη σειρά του αποτελεί αποτελεί και το ποιοτικό άλμα που εν πολλοίς αχρηστεύει τις κατασταλτικές δυνατότητες του αστυνομικού κράτους.
Όπως βλέπουμε λοιπόν, μία συγκεκριμένη μορφή δράσης (μαζικές ειρηνικές συγκεντρώσεις) σε ένα δεδομένο συγκείμενο σαν και αυτό της Αιγύπτου, ενός διδακτορικού κράτους δηλαδή, μπορεί να αποδώσει σημαντικά αποτελέσματα. Τι σχέση όμως μπορεί να έχει αυτό με την ελληνική πραγματικότητα όπου το δικαίωμα των συναθροίσεων είναι ελεύθερο και όπου σύμφωνα με την αστυνομία το περασμένο χρόνο έγιναν 900 συγκεντρώσεις στο κέντρο της Αθήνας, από πολύ μαζικές έως ελάχιστα; Επίσης δεν είναι καθόλου αλήθεια πως οι αιγυπτιακές διαδηλώσεις ήταν εξολοκλήρου μη βίαιες, αντίθετα οι διαδηλωτές χρησιμοποίησαν αρκετή βία κάθε φορά που οι αστυνομία ή πληρωμένοι και μη οπαδοί του Μουμπάρακ προσπάθησαν να τους διαλύσουν. Αμυντική μεν αλλά βία δε. Αν θέλαμε λοιπόν να κάνουμε τη σύγκριση με την Ελλάδα, μία καλύτερη αναλογία θα ήταν αυτή της Κερατέας, όπου οι κάτοικοι κατέλαβαν την περιοχή τους για να εμποδίσουν την κατασκευή ΧΥΤΑ, ασκώντας αμυντική βία κάθε φορά που η αστυνομία προσπαθούσε να τους διαλύσει. Όμως οι κάτοικοι της Κερατέας δεν επιβραβεύονται από τα εγχώρια μίντια, αντίθετα λοιδορούνται ως «300 χούλιγκανς».
Όμως ακόμη και στην περίπτωση της Αιγύπτου και της Τυνησίας δεν πρέπει να υπερτονιστεί ο ρόλος των πολυήμερων, ειρηνικών συγκεντρώσεων στην πτώση του Μουμπάρακ και του Μπεν Άλι. Οι κινητοποιήσεις αυτές υπήρξαν ιδιαίτερα σημαντικές αλλά από μόνες τους δεν θα ήταν αρκετές για να προκαλέσουν την πτώση των δικτατόρων. Αντίθετα αυτό που έπαιξε καταλυτικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη ήταν κάτι που οι εδώ εγχώριοι υμνητές της πλατείας Ταχρίρ προσπαθούν επιμελώς να το ξεχάσουν. Ποιο είναι αυτό; μα η παράλυση της οικονομίας βέβαια. Η Αίγυπτος και η Τυνησία είναι δύο χώρες που η οικονομία τους στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στον τουρισμό. Η παρατεταμένη, αστάθεια, η συνεχόμενη βία και καταστολή, το συνεχές κλείσιμο των καταστημάτων, είτε λόγω των διαδηλώσεων είτε λόγω της συμμετοχής των ιδιοκτητών σε αυτές, παρέλυσαν την τουριστική βιομηχανία με αποτέλεσμα η οικονομία και οι αιγυπτιακές επιχειρήσεις και το κράτος να χάνουν δισεκατομμύρια δολάρια. Ταυτόχρονα τις τελευταίες μέρες των κινητοποιήσεων άρχισαν να εξαπλώνονται μαζικές απεργίες στις ιδιωτικές και μη βιομηχανίες, πολλές από τις οποίες ήταν ιδιαίτερα ριζοσπαστικές, φτάνοντας μέχρι το σημείο της εκδίωξης των διευθυντών από τα εργοστάσια και την κατάληψης τους από τους εργάτες. Ήταν αυτές οι εξελίξεις που έπεισαν το στρατό και την αστική τάξη που μέχρι τότε επέμεναν να στηρίζουν τον Μουμπάρακ (και τον Μπεν Άλι), να τους εγκαταλείψουν και να δρομολογήσουν έναν ελεγχόμενο εκδημοκρατισμό. Βλέπουμε λοιπόν πως όλες εκείνες οι μορφές πάλης που εδώ παρουσιάζονται ως αναποτελεσματικές )απεργίες, παράλυση της οικονομίας κλπ) είναι αυτές που σε τελική ανάλυση οδήγησαν στη νίκη τα κινήματα της Αιγύπτου και της Τυνησίας.
Τέλος λίγα λόγια για το πολιτικό περιεχόμενο της πλατείας Ταχρίρ, έτσι όπως αναμορφώνεται βέβαια για να παρουσιαστεί στην εγχώρια πραγματικότητα ως οδηγός αποτελεσματικής πολιτικής δράσης. Όπως επισημάναμε πιο πάνω, αυτό συνίσταται στη σημασία του να εκφραστεί η αγανάκτηση: να κατέβει ο κόσμος στους δρόμους και να εκφράσει ειρηνικά τη δυσαρέσκεια του. Και στην επίκληση της δημοκρατίας γενικά, απέναντι στους διεφθαρμένους πολιτικούς, τους ανεξέλεγκτους τραπεζίτες, τα αναποτελεσματικά κόμματα κ.ο.κ. Πράγματι, δε μπορεί να αρνηθεί κανείς πως αυτό που παρακίνησε τα εκατομμύρια των Αιγυπτίων και Τυνήσιων να κατέβουν στους δρόμους ήταν μία ειλικρινής αγανάκτηση και μία συσσωρευμένη δυσαρέσκεια από την καταπίεση που υφίστανται. Ωστόσο οι πηγές αυτής της καταπίεσης δεν ήταν κοινές για όλους όσους κινητοποιήθηκαν ούτε και η έκταση της. Διαφορετικά λοιπόν τα αίτια της καταπίεσης των Αιγυπτίων εργατών από τα μεσοστρώματα του Καΐρου, των ανέργων από τις θρησκευτικές μειονότητες, των δημοσίων υπαλλήλων από των γυναικών. Υπήρχε βέβαια μία προφανής κοινότητα , αυτή της έλλειψης πολιτικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων η οποία όμως είναι νόμιμο να ισχυριστούμε πως βιωνόταν διαφορετικά από τις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, ανάλογα με τη σχετική τους ισχύ στην αιγυπτιακή κοινωνία. Επίσης είναι σίγουρο πως υπήρξε μία αλληλοεπικάλυψη που σχετίζεται με τις πολλαπλές ιδιότητες πολλών από τους συμμετέχοντες στις διαδηλώσεις (πχ άνεργη χριστιανή γυναίκα ή μικρομεσαίος έμπορος μέλος των Αδελφών Μουσουλμάνων κ.λπ.). Απεδείχθη όμως πως όλες αυτές οι διαφορετικής ποιότητας και έκτασης, δυσαρέσκειες κατέστη δυνατόν να εκδηλωθούν στο ίδιο χώρο και χρόνο και να συμπυκνωθούν σε ένα σύνθημα: «δημοκρατία» έτσι όπως εξειδικεύονταν στο: «κάτω ο Μουμπάρακ». Στην περίπτωση λοιπόν της Αιγύπτου (και Τυνησίας) η δημοκρατία (η πολυκομματική κοινοβουλευτική δημοκρατία βέβαια) μετατράπηκε σε κύριο αδειανό σημαίνον που σταθεροποιούσε στο σημείο διαρραφής το νόημα των επιπλέοντων σημαινόντων όπως, ελευθερία, δικαιώματα, εργασία, αυξήσεις, θρησκευτική ελευθερία κλπ. που συμπύκνωναν τη δυσαρέσκεια των διαφορετικών υποκείμενων που απάρτιζαν το κίνημα.
Χωρίς εδώ να είμαστε σε θέση να κάνουμε μία διεξοδική ανάλυση για το πως το αστικό- δημοκρατικό πρόταγμα κατάφερε να ηγεμονεύσει στις αραβικές εξεγέρσεις αρκεί να επισημάνουμε πως στις συγκεκριμένες περιπτώσεις η πάλη ενάντια στο οποιοδήποτε κακώς κείμενο της κοινωνίας, όπως τη φτώχεια, την ανεργία, την θρησκευτική καταπίεση, την απουσία δικαιωμάτων, προσέκρουε πάνω στον αυταρχικό χαρακτήρα του καθεστώτος, την απουσία καναλιών πολιτικής διαμεσολάβησης με αποτέλεσμα να πολιτικοποιείται και να γενικεύεται σχεδόν αυτόματα. Η ικανοποίηση του οποιουδήποτε »μερικού» αιτήματος προϋπέθετε τη συνολική πολιτειακή αλλαγή. Αυτό έγινε πιο εμφανές μετά την πτώση των δικτατόρων και την δρομολόγηση εκλογών. Η μεγάλη κοινωνική και πολιτική συμμαχία που πραγματοποίησε την εξέγερση έσπασε και οι κινητοποιήσεις απομαζικοποιήθηκαν. Οι διαδηλώσεις για πιο βαθύ και γρήγορο εκδημοκρατισμό συνεχίστηκαν βέβαια, όπως και οι μία σειρά απεργίες και δράσεις. Όμως αυτές ξαναπέκτησαν τον μερικό και αποσπασματικό χαρακτήρα τους, με αποτέλεσμα να δοθεί η ευκαιρία στη μεταβατική χούντα που διοικεί αυτή τη στιγμή την Αίγυπτο και την Τυνησία, να τις αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά μέσω της καταστολής.. Τα παραπάνω δεν σημαίνουν πως πίσω από τα αιτήματα των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων που αποτέλεσαν το αιγυπτιακό και τυνησιακό κίνημα δεν υποκρύπτονταν διαφορετικά υλικά συμφέροντα. Αυτό που θέλουμε να αναδείξουμε εδώ είναι πως στη δεδομένη συγκυρία τα διαφορετικά αυτά αιτήματα των ξεχωριστών κοινωνικών ομάδων και τάξεων κατέστη δυνατό να νοηματοδοτηθούν από το σημαίνον (κοινοβουλευτική) δημοκρατία και να ξεδιπλωθούν κυρίως μέσα από την πάλη για την πραγματοποίηση της.
Με βάση τα παραπάνω, ας επιχειρήσουμε τώρα να επιστρέψουμε στο ερώτημα κατά πόσο το σχήμα: αυθόρμητη, μαζική ειρηνική διαμαρτυρία με στόχο τη δημοκρατία (γαρνιρισμένη βέβαια με κατηγορίες εναντίων των διεφθαρμένων πολιτικών, των αναποτελεσματικών κομμάτων κ.λπ.) που επιχειρούν οι προπαγανδιστές της πλατείας Ταχρίρ και αυτής της Puerta del Sol, στην Ελλάδα, μπορεί να λειτουργήσει με τον τρόπο που φαντασιώνονται πως λειτούργησε στην Αίγυπτο και την Τυνησία. Μπορεί λοιπόν η οργανωμένη από το facebook καθιστική διαμαρτυρία στο Σύνταγμα και σε άλλες πλατείες ανά την επικράτεια, με αίτημα μία αφηρημένη (πραγματική, μη διεφθαρμένη κοκ) δημοκρατία να προκαλέσει μία τόσο μεγάλης έκτασης πολιτική αλλαγή όπως στην Αίγυπτο; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα θα πρέπει να επικεντρώσουμε στα δεδομένα της ελληνικής κρίσης, διότι μπορεί στην Αίγυπτο και την Τυνησία το σημαίνον δημοκρατία να συνέδεσε και να συμπύκνωσε τα επιμέρους αιτήματα και δυσαρέσκειες των ξεχωριστών κοινωνικών ομάδων, αναδυόμενο ως αυτό που απουσιάζει και το σημαίνον αυτής της απουσίας, στην περίπτωση της Ελλάδας όμως είναι απίθανο να επιτελέσει αυτό το ρόλο. Αυτό συμβαίνει γιατί ο πυρήνας της ελληνικής κρίση δεν είναι η δυσλειτουργία των θεσμών ή «έλλειψη» δημοκρατίας. Το αντίθετο θα λέγαμε, η κρίση έδειξε πως στην Ελλάδα οι θεσμοί και η δημοκρατία λειτουργούν άψογα παίζοντας τέλεια το ρόλο τους στο να φυσικοποιούν και αποπολιτικοποιούν το πεδίο της οικονομίας, στο οποίο εντοπίζεται και η ελληνική κρίση, αποκρύπτοντας πως εκεί καμία δημοκρατία δεν υφίσταται ούτε επιτρέπεται. Δεν μπορείς άλλωστε να αποφασίσεις δημοκρατικά στο αν ισχύει ο νόμος της βαρύτητας. Στην Ελλάδα όλες οι δυσαρεστημένες κοινωνικές ομάδες ή και πρόσωπα μπορούν να εκφράσουν ελεύθερα την αγανάκτηση τους διαδηλώνοντας όσο θέλουν και φωνάζοντας όσο πιο δυνατά μπορούν, όπως αποδεικνύει και η πληθώρα διαμαρτυριών τον τελευταίο χρόνο. Βέβαια δεν υπάρχει κανένας να τους ακούσει από τη στιγμή που η οικονομία έχει μετατραπεί σε φυσική αναγκαιότητα που εκφράζεται αποκλειστικά μέσα από τα αλλεπάλληλα μνημόνια. Σε αυτό συμφωνούν η πλειοψηφία των κομμάτων, εκτός από το ΚΚΕ που διαφωνεί αλλά δεν παρουσιάζει καμία συγκεκριμένη εναλλακτική και το ΣΥΝ που επίσης διαφωνεί αλλά παρουσιάζει όλες τις πιθανές εναλλακτικές, δηλαδή πάλι καμία. Αν λοιπόν στην Αίγυπτο και την Τυνησία η απουσία της πολυκομματικής, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας συνιστούσε ένα πρώτο αλλά ανυπέρβλητο εμπόδιο για το ξεδίπλωμα και την επίτευξη των λαϊκών διεκδικήσεων, στην Ελλάδα συμβαίνει το αντίθετο: η ύπαρξη αυτής της δημοκρατίας είναι το ανυπέρβλητο εμπόδιο πάνω στο οποίο πέφτει ο κόσμος στην προσπάθεια του να συνειδητοποιήσει την πηγή των προβλημάτων του για να μπορέσει να τα επιλύσει..
Ολοκληρώνοντας το παραπάνω συλλογισμό είμαστε τώρα σε θέση να απαντήσουμε κατά πόσο οι επίδοξοι μιμητές της πλατείας Ταχρίρ και της Puerta del Sol κομίζουν την λύση για το χειμαζόμενο ελληνικό κίνημα. Ένα σχήμα λοιπόν που υποδεικνύει ως υπαίτιους για την κρίση κάποιους διεφθαρμένους πολιτικούς και τραπεζίτες και ως απάντηση σε αυτή τη διεκδίκηση μία αφηρημένη, υπερταξική δημοκρατία. Και ως αποτελεσματική μορφή δράσης τις ειρηνικές καθιστικές διαμαρτυρίες που κανένα πρόβλημα δεν δημιουργούν στο κράτος και τα αφεντικά, όχι μόνο λύση δεν μπορεί να είναι, αντίθετα συνιστά μέρος του προβλήματος.
Εδώ θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως αυτό το περιεχόμενο και αυτή η μορφή δράσης έχουν τη δυνατότητα να απευθυνθούν σε ένα πλατύτερο κόσμο από αυτόν που συμμετέχει κανονικά στις παραδοσιακές διαμαρτυρίες, γεγονός που είναι αντικειμενικά θετικό. Αυτός ο ισχυρισμός θα είχε μία βάση ένα χρόνο πίσω, πριν την έκρηξη της ταξικής πάλης που συνόδεψε την υπογραφή του πρώτου μνημονίου. Πριν επίσης από όλη αυτή τη συζήτηση που διεξάγεται στην ελληνική κοινωνία για τα αίτια της οικονομικής κρίσης, το ταξικό περιεχόμενο του χρέους και του ευρώ, τον αντιδραστικό χαρακτήρα της ελληνικής δημοκρατίας. Αυτή η συζήτηση και οι κινητοποιήσεις δεν αφορούσαν μόνο τους συνήθεις ύποπτους του χώρου της αριστεράς και της αναρχίας, άλλα επεκτάθηκε σε μεγάλα τμήματα των λαϊκών στρωμάτων, όπως αποδεικνύουν και οι τελευταίες δημοσκοπήσεις. Η προσπάθεια λοιπόν όσων φιλοδοξούν να παράξουν και εδώ μία Ταχρίρ ή Puerta del Sol, παρακάμπτει όλη αυτή την εμπειρία και τα συμπεράσματα της και υποβαθμίζει σε ένα αρκετά χαμηλότερο επίπεδο δράσης και πολιτικής συνειδητοποίησης, όχι από αυτό που φαντασιώνεται η αριστερά αλλά από αυτό που είχε κατακτηθεί από τις μαζικές δράσεις του τελευταίου χρόνου. Αναγκαστικά λοιπόν και σε ένα χαμηλότερο επίπεδο αποτελεσματικότητας. Γιατί τι παραπάνω θα πετύχουν οι μαζικές καθιστικές διαμαρτυρίες, όσες μέρες και αν κρατήσουν, εκεί που απέτυχαν οι 9 γενικές απεργίες, οι δυναμικές διαδηλώσεις πολλών δεκάδων χιλιάδων, οι καταλήψεις κλπ. Όλες αυτές οι δράσεις δεν απέτυχαν επειδή δεν ήταν αρκετά μαζικές ή επειδή ήταν πολύ «αριστερίστικες» αλλά επειδή δεν κατάφεραν να μετουσιωθούν σε μία εναλλακτική πολιτική πρόταση και δύναμη που να διεκδικεί να τις ολοκληρώσει προτείνοντας μία διαφορετική κυβέρνηση-εξουσία.
Αν όμως το κίνημα της ελληνικής Ταχρίρ δεν διεκδικεί να πετύχει εκεί που πιο ριζοσπαστικές και αρκετά μαζικές δράσεις απέτυχαν, σε τι αποσκοπεί; Στο να διαχειριστεί το τραύμα αυτής της αποτυχίας βέβαια, κατασκευάζοντας ένα φετίχ στο οποίο θα κατευθυνθεί η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια και θα εκφραστεί ακίνδυνα, ικανοποιώντας την ανάγκη της ψυχικής και πολιτικής εκτόνωσης. Οι διαμαρτυρίες αυτές συνειδητά ή ασυνείδητα, δεν λογίζονται ως μέσα για την επίτευξη ενός στόχου: την αλλαγή της αντιλαϊκής πολιτικής, αλλά ως αυτοσκοπός. Γι αυτό και η έμφαση δίνεται στο να πραγματοποιηθούν αυτές οι διαμαρτυρίες, να είναι μαζικές, να είναι ειρηνικές, να είναι περιεκτικές ώστε να μην αφήνουν κανέναν απέξω. Οποιαδήποτε προσπάθεια να προσδιορισθούν στόχοι μη αυτοαναφορικοί και μορφές πάλης πιο αποτελεσματικές συναντά την άμεση κατηγορία για σεχταρισμό και εμμονή σε αποτυχημένες πρακτικές της «ξύλινης» αριστεράς. Ως τέτοιες λοιπόν παρουσιάζονται και από τα ποικιλώνυμα μίντια, ως ένα event, πανηγυρικό, πολιτισμένο, ευρωπαϊκό.
Αυτή η πραγματικότητα δυστυχώς έφτασε να αγγίζει και τμήματα της αριστεράς και της αναρχίας που μετατράπηκαν σε ενθουσιώδεις υποστηρικτές αυτών των μορφών δράσης αποφεύγοντας να κάνουν στοιχειώδη πολιτική ανάλυση. Ο ίδιος μηχανισμός του φετιχισμού βρίσκεται εν λειτουργία και εδώ με μία μικρή διαφοροποίηση που συνίσταται στο σχήμα: οτιδήποτε δεν θυμίζει την αποτυχημένη μέχρι τώρα πρακτική του κινήματος και της αριστεράς είναι καλό. Όποιος προσπαθήσει να αναδείξει προβλήματα και ανεπάρκειες αυτής της «νέας» μορφής δράσης χαρακτηρίζεται παλαιοαριστερός και καταγγέλλεται για πρωτογονισμό.
Βέβαια υπάρχει και εκείνο το τμήμα του χώρου που αναγνωρίζει τα προβλήματα και τα όρια του εν λόγω κινήματος, διατηρώντας επιφυλάξεις, υποστηρίζει όμως πως η αριστερά πρέπει να δοκιμάσει μία κριτική εμπλοκή, αναγνωρίζοντας το ως πεδίο δράσης και συζήτησης με ένα ευρύτερο ακροατήριο. Σε αντίθεση με το ΚΚΕ που ενώ αναδεικνύει μία σειρά προβλήματα που το χαρακτηρίζουν, καταγγέλλει και αποχωρεί. Η τοποθέτηση αυτή είναι ομολογουμένως η πιο σωστή αλλά πρέπει να υπάρχει συναίσθηση των ορίων της δυνατότητας της να επηρεάσει και να διαμορφώσει το συγκεκριμένο κίνημα. Από τη στιγμή που η ίδια αυτή η μορφή δράσης συνιστά μία μετατόπιση-υπεραναπλήρωση της αδυναμίας να επιτευχθεί πραγματική αλλαγή, οποιαδήποτε προσπάθεια να αποσπασθεί η προσήλωση από το φετίχ σε κάτι άλλο αναμένεται να συναντήσει έντονη αντίσταση. Όταν δεν μπορώ να έχω τη Charlize Theron μπορεί να μου αρκεί μία γόβα της. Εάν πείσω τον εαυτό μου πως εξαρχής αυτό που ήθελα ήταν η γόβα, τότε η Charlize μπορεί να εξαφανιστεί εντελώς από την εικόνα και αν προσπαθήσεις να μου πάρεις τη γόβα, κινδυνεύεις να βρεθείς με αυτή καρφωμένη στο κεφάλι…
Ολοκληρώνοντας, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε ορισμένα γεγονότα των τελευταίων ημερών. Η κυβέρνηση ανακοινώνει το τριετές, μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής σταθερότητας, εξαγγέλλει μία νέα φοροεπιδρομή, περικοπές και ιδιωτικοποιήσεις. Ταυτόχρονα τα στελέχη της επαναφέρουν συνεχώς τον μπαμπούλα της χρεοκοπίας, ενώ η Μαρία Δαμανάκη, εμφανώς σκόπιμα, »διαρρέει» πως στα ευρωπαϊκά επιτελεία συζητιέται η αποπομπή της Ελλάδας από την ΟΝΕ. Η στόχευση όλων αυτών είναι προφανής, η κυβέρνηση προσπαθεί να δημιουργήσει ένα κλίμα πανικού προκειμένου να παραλύσει τις αντιδράσεις απέναντι στα νέα μέτρα και να διευκολύνει την αποδοχή τους. Την ίδια στιγμή δεν προγραμματίζεται καμία κινητοποίηση από τη ΓΣΕΕ ή από άλλα συνδικάτα ενώ ο χώρος πανηγυρίζει για το πολύχρωμο, φρέσκο, all inclusive, κίνημα των Ελλήνων indignados. Τo Σκάι και τα άλλα αστικά μίντια επιχαίρουν γιατί επιτέλους έγινε και στην Ελλάδα μία πολιτισμένη, ευρωπαϊκή διαμαρτυρία, μακριά από μολότοφ, πέτρες και συγκρούσεις και η Αυγή, η εφημερίδα του ΣΥΝ, του κατεξοχήν εν Ελλάδι εκπροσώπου του επιλεκτικού υλισμού και του διαλεκτικού οπορτουνισμού, κατεβαίνει με πρωτοσέλιδο «Δημοκρατία» What a wonderful world…
Σε μία επίσκεψη του στο Λονδίνο το 2003, λίγο μετά την έναρξη του πολέμου στο Ιράκ, ο George Bush, ρωτήθηκε στη συνέντευξη τύπου να σχολιάσει τις μαζικές διαδηλώσεις κατά του πολέμου που έγιναν στην Βρετανία. Η απάντηση του ήταν ιδιαίτερα οξυδερκής: «Βλέπετε, ακριβώς γι’ αυτό κάναμε τον πόλεμο στο Ιράκ, για να μπορούν και οι Ιρακινοί να διαδηλώνουν ελεύθερα, όποτε διαφωνούν με την κυβέρνηση τους, όπως γίνεται και εδώ». Η χαρακτηριστική αποτυχία των αντιπολεμικών διαδηλώσεων, παρά τη μαζικότητα τους , να αποτρέψουν τον πόλεμο, οδήγησε το Ζίζεκ να ισχυριστεί πως η πραγματική λειτουργία τους ήταν κατά κάποιο τρόπο να τους κάνουν όλους να αισθανθούν καλά. Οι διαδηλωτές εξέφρασαν ηχηρά την αντίθεση στον πόλεμο, οι κυβερνήσεις επέτρεψαν αυτές τις διαμαρτυρίες να εκφραστούν ελεύθερα και ο πόλεμος… έγινε. Άλλωστε στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Ελπίζω ειλικρινά η εμφάνιση των Ελλήνων «indignados» να μην υποδηλώνει πως έχουμε φτάσει και εμείς στο ίδιο σημείο.

Smirnoff
http://radicaldesire.blogspot.com/2011/05/indignados.html

Ανταπόκριση από τη Μαδρίτη

Αναδημοσίευση από http://autonomosteki.espivblogs.net/

Πως ξεκίνησε
Την Κυριακή 15-5 είχε καλεστεί πορεία από την πλατφόρμα «Πραγματική Δημοκρατία Τώρα» στην οποία υπήρχε μεγάλη συμμετοχή του κόσμου (10.000-15.000;). Στο τέλος της πορείας ένα κομμάτι του κόσμου έκλεισε δύο κεντρικούς δρόμους της πόλης και με αφορμή αυτό έγιναν και κάποια ελάχιστα επεισόδια (κάηκαν λίγοι κάδοι και πετάχτηκαν κάποια κουτάκια μπύρας και ελάχιστες πέτρες)-σε ένα ποσοστό τους από ασφαλίτες, όπως φάνηκε από τις συλλήψεις που ακολουθήσανε. Συνελήφθησαν 24 άτομα, τα οποία αφέθηκαν ελεύθερα με ελαφρές κατηγορίες (διατάραξη κοινής ειρήνης).
Την Δευτέρα στις 20.00 είχε καλεστεί ανοιχτή συνέλευση-συγκέντρωση στην πλατεία sol (η κεντρική πλατεία της πόλης) στην οποία συμμετείχε πάρα πολύς κόσμος (15.000;) και η οποία κατέληξε (χωρίς προφανώς να προηγηθεί συζήτηση) στο να παραμείνει ο κόσμος στην πλατεία μέχρι την Κυριακή 22-5 (ημέρα τοπικών εκλογών). Το επόμενο πρωί στις 5 η αστυνομία διέλυσε τον κόσμο που παρέμενε και αντανακλαστικά καλέστηκε νέα συνέλευση για το ίδιο απόγευμα όπου με ακόμα περισσότερο κόσμο ξαναστήθηκαν σκηνές. Η αστυνομία απαγόρευσε τη συγκέντρωση (στην Ισπανία οποιαδήποτε συνάθροιση κόσμου χρειάζεται την άδεια της αστυνομίας) ενώ την επόμενη μέρα η εκλογική επιτροπή της Μαδρίτης την έβγαλε παράνομη. Ωστόσο η αστυνομία -αν και παρούσα με μεγάλο αριθμό ΜΑΤ- κρατάει πολύ διακριτική στάση και λόγο του αριθμού του κόσμου και του πολιτικού κλίματος θεωρώ απίθανο να κάνει οποιαδήποτε κίνηση. Μέχρι και αυτή τη στιγμή συνεχίζεται η κατάληψη της πλατείας με όλο και περισσότερο κόσμο να συμμετέχει (από τις συνελεύσεις μέχρι τη μπυροποσία).

Η δομή και η λειτουργία

Θεωρητικά (αυτήν την ώρα στην πλατεία βρίσκεται περισσότερο από 20.000 κόσμου και προφανώς η ντουντούκα δεν ακούγεται) κάθε μέρα στις 20.00 γίνεται συνέλευση στην οποία αποφασίζονται ψηφίζοντας δια της οχλοβοής κάποιες βασικές αποφάσεις που έχουν προκύψει από τις ομάδες εργασίας. Κάθε μεσημέρι επίσης υπάρχει γενική συνέλευση όπου οι συνθήκες επιτρέπουν τη συζήτηση. Από σήμερα αποφασίστηκε ο διάλογος να γίνεται πάνω σε θεματικές και κάθε συνέλευση να είναι καταληκτική για την κάθε θεματική. (Πως αποφασίζονται οι θεματικές: υπάρχει ένα κουτί παράπονων στο οποίο ο κόσμος ρίχνει χαρτάκια με παράπονα/ιδέες. Σύμφωνα με αυτό και τις ιδέες/προτεραιότητες του κόσμου της συνέλευσης αποφασίζονται οι θεματικές.) Παράλληλα συγκροτούνται ομάδες εργασίας οι οποίες συγκεκριμενοποιούν τις αποφάσεις της συνέλευσης, παίρνουν αποφάσεις και παρουσιάζουν θέσεις στη συνέλευση. Στην ουσία, οι ομάδες εργασίας έχουν χαρακτήρα μικρής αυτόνομης συνέλευσης

Και τι στο καλό κουβεντιάζεται; Και πολιτικά πώς χαρακτηρίζεται αυτό το πράγμα;

Κάποια βασικά χαρακτηριστικά που για μένα καθορίζουν το χαρακτήρα της κίνησης αυτής:
1. Είμαστε όλοι μαζί. Προφανώς και στρεφόμαστε απέναντι στους πολιτικούς, τραπεζίτες και λιγότερο στα ΜΜΕ αλλά εμείς δεν είμαστε ούτε αριστεροί, ούτε δεξιοί, κυρίως αυτοχαρακτηριζόμαστε ως πολίτες, ανεξάρτητοι, δεν έχουμε καμιά σημαία (χαρακτηριστικά, χτες που σε κάποια στιγμή ανέβηκε μια ισπανική σημαία γιουχαΐστηκε με το «δεν θέλουμε καμία σημαία». Επίσης, σε όλη την πλατεία με χιλιάδες κόσμου, δεν υπάρχει σχεδόν κανένα σύμβολο ταυτότητος).
2. Απέναντι στη βία. Από την πρώτη στιγμή ξεκαθαρίστηκε. Ότι γίνεται είναι ειρηνικό, δεν αποδεχόμαστε καμιά βίαιη ενέργεια. Χωρίς προφανώς να είναι διακηρυγμένη θέση της συνέλευσης, ο περισσότερος κόσμος θεωρεί τους μπάτσους παραστρατημένα αδέλφια μας (αν και τους γιουχάρει όταν φεύγουν), ονομάζει την κίνηση των ημερών ειρηνική επανάσταση και την θεωρεί σαν αδελφή κίνηση της ισλανδικής, βρετανικής και της τυνήσιας. (Προφανώς και ακούγεται και το παράδειγμα της Ελλάδας ή της Αργεντινής αλλά το σημείο αναφοράς είναι η Ισλανδία, η Βρετανία και η Τυνησία.)
3. Είμαστε απέναντι στο σύστημα ή θέλουμε να βελτιώσουμε της συνθήκες; Και τα δυο (μαζί, την ίδια στιγμή και από τους ίδιους ανθρώπους). Διαβάζοντας και ακούγοντας τα συνθήματα καταλαβαίνει κάνεις τις αντιθετικότητες. Εναντία στη δικτατορία των τραπεζών, αλλαγή του εκλογικού νόμου, το λένε δημοκρατία αλλά δεν είναι, δεν θέλουμε διεφθαρμένους πολιτικούς, βία είναι τα 600 ευρώ το μήνα, ελευθερία έκφρασης, ενάντια στον δικομματισμό είναι μερικά από τα συνθήματα που ακούγονται. Το ενδιαφέρον είναι ότι ακούγονται όλα από όλους.

Κράτος, κόμματα, εκλογές. Ο "χώρος"

Το πολιτικό background των ημερών είναι το εξής. Σε λιγότερο από μια εβδομάδα τοπικές εκλογές με ιδιαίτερο πολιτικό ειδικό βάρος (λόγω κρίσης) όπου αναμένεται σαρωτική νίκη του Partido Popular (δεξιά προς τα πολύ δεξιά). Τις πρώτες ημέρες το κράτος προσπάθησε να το χτυπήσει. Προβοκάτσιες, συλλήψεις, απαγορεύσεις πορειών, αδιαφορία από τα ΜΜΕ. Δεν το κατάφεραν και τώρα έχουμε την κυβέρνηση (σοσιαλδημοκράτες) να προσπαθούν να «ακούσουν τη νεολαία» και να «προβληματίζονται από τις ανησυχίες των νέων». Η αντιπολίτευση στάση αναμονής. Τα ΜΜΕ να το αποδέχονται (αποκρύβοντας τα όποια ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά έχει) και να το χρησιμοποιούν ως μέσο πίεσης προς διάφορες κατευθύνσεις. Η ενωμένη αριστερά (το μόνο κοινοβουλευτικό αριστερό κόμμα -στα δεξιά του ελληνικού συνασπισμού η προσωπική μου άποψη) να το στηρίζει (σαν μάνα ουρανού τους έκατσε εν όψη εκλογών).
Όσον αφορά το «χώρο». Από την πρώτη πορεία της Κυριακής κράτησε μια κριτική επαφή με αυτό που συμβαίνει. Ένα κομμάτι του (το μικρότερο) απέχει ονομάζοντάς το στην ολότητα του ρεφορμιστικό, ένα κομμάτι του το στηρίζει πολιτικά χωρίς να συμμετέχει ιδιαιτέρως και άλλο ένα κομμάτι συμμετέχει ενεργά. Το τελευταίο είναι και αυτό που μέσα κυρίως από τις ομάδες εργασίας δίνει (ή προσπαθεί να δώσει) κάποια σχετικώς πιο ριζοσπαστικά πολιτικά χαρακτηριστικά και κάποια σχετική εμπειρία οργανωτικού τύπου

Και κλείνοντας
Αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Μαδρίτη (και στην υπόλοιπη Ισπανία) είναι καταρχάς κάτι πρωτόγνωρο. Στους ανθρώπους της πλατείας βλέπω αυτό που ένιωθα και εγώ το Δεκέμβρη του 08. Ότι γίνεται κάτι κοσμοϊστορικό. Η ρουτίνα και η ροή της πραγματικότητας στην πλατεία (και μόνο εκεί γιατί στην υπόλοιπη πόλη η ζωή συνεχίζεται κανονικά) έχει σπάσει, ο κόσμος κοινωνικοποιείται διαφορετικά και διαφορετικά χαρακτηριστικά (συντροφικότητα, συμμετοχή, αλληλεγγύη κ.τ.λ.) αναδύονται. Ιστορικά η πόλη της Μαδρίτης είχε πάρα πάρα πολλά χρόνια να βγάλει κάτι αντίστοιχο.

Οι κοινωνικές δομές;
Η πλατφόρμα «πραγματική δημοκρατία τώρα» που είναι και βασική συνιστώσα και από αυτήν άρχισε, είναι ένα συνονθύλευμα ατόμων, NGOs, blogs, σελίδων του facebook, οργανώσεων και συλλογικοτήτων καλλιτεχνικού/ανθρωπιστικού/πολιτικού χαρακτήρα. Στην κατάληψη δεν συμμετέχει καμιά οργανωμένη συλλογικότητα και ούτε κάτι τέτοιο είναι αποδεκτό. Από τα βασικά χαρακτηριστικά είναι η ανυπαρξία σχέσεων αλληλοτροφοδότησης με τους κοινωνικούς χώρους. Με τη μοναδική εξαίρεση της σχολής φιλοσοφίας που είναι σε κατάληψη, σε κανένα σχολείο, σε καμιά σχολή, σε κανένα εργοστάσιο, σε καμία γειτονιά, σε κανένα νοσοκομείο δεν έχουν γίνει συνελεύσεις/κινήσεις/καταλήψεις. Αντίστοιχα, αν και υπάρχει ομάδα εργασίας σχετικά με αυτό, πουθενά στην πόλη δεν υπάρχουν αφίσες/συνθήματα/πανό. Ωστόσο στους χώρους δουλειάς και στο δρόμο είναι από τα βασικά θέματα συζήτησης. Διαφορετική είναι η κατάσταση στο internet μέσω του οποίου γίνεται η διάχυση της πληροφορίας και ο όποιος με τα όποια χαρακτηριστικά πολιτικός διάλογος. Τα κύρια μέσα που χρησιμοποιούνται είναι το twitter, το facebook και διάφορα blogs ενώ τα κινηματικά μέσα (indymedia, nodo50, kaosenlared κ.τ.λ.) δεν έχουν κάποιο σημαντικό ρόλο.

Η εξέλιξη του;

Αν και ήδη έχουν φανεί τα κυρίαρχα πολιτικά χαρακτηριστικά, ακόμα βρίσκεται σε μια φάση ρευστότητας η οποία μαζί με τη μαζικότητα και τα οργανωτικά χαρακτηριστικά αυτοοργάνωσης και αμεσοδημοκρατίας δεν μπορούν να αποκλείσουν καμία πιθανή εξέλιξη στις επόμενες ημέρες. Από τη ριζοσπαστικοποίησή του έως τη μετατροπή του στο μεγαλύτερο botellón (γιορτή με πολύ αλκοόλ σε πλατεία) που γνώρισε η ανθρωπότητα. Σήμερα για παράδειγμα, την ίδια στιγμή που στη μεσημεριανή συνέλευση το πρώτο θέμα (και αίτημα) ήταν η αλλαγή του εκλογικού νόμου, από την άλλη φάνηκαν τα πρώτα δείγματα απαγκίστρωσης από τις εκλογές αφού ακούστηκαν απόψεις να συνεχιστεί η κατάληψη και μετά τις εκλογές.


* Προσθήκη: Στις αυτοδιοικητικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν την Κυριακή 22-5 στην Ισπανία, οι Σοσιαλιστές απέσπασαν ποσοστό 27,8% ενώ το αντιπολιτευόμενο συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα αναδείχθηκε πρώτο με 10 μονάδες διαφορά (37,6%). Στις προηγούμενες περιφερειακές εκλογές (2007), το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSOE) είχε και πάλι χάσει από το PP με μικρή όμως διαφορά, 34,9% έναντι 35,6%.
Οι διαδηλωτές αποφάσισαν να παραμείνουν στις πλατείες για μία εβδομάδα ακόμη.


Το μανιφέστο των Ισπανών διαδηλωτών


Είμαστε απλοί άνθρωποι. Είμαστε σαν εσάς: τους ανθρώπους, που ξυπνούν κάθε πρωί για να σπουδάσουν, να εργαστούν ή να βρουν δουλειά, άνθρωποι που έχουν οικογένεια και φίλους. Οι άνθρωποι, που δουλεύουν σκληρά κάθε ημέρα για να προσφέρουν ένα καλύτερο μέλλον για τους γύρω τους.
Μερικοί από μας θεωρούνται προοδευτικοί, άλλοι συντηρητικοί. Μερικοί από εμάς πιστεύουν στο Θεό, μερικοί όχι. Μερικοί από εμάς έχουν σαφώς καθορισμένες ιδεολογίες, άλλοι είναι απολιτίκ, αλλά είμαστε όλοι ανήσυχοι και εξοργισμένοι για τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές προοπτικές που βλέπουμε γύρω μας: τη διαφθορά ανάμεσα σε πολιτικούς, επιχειρηματίες, τραπεζίτες, αφήνοντας μας αβοήθητους, χωρίς φωνή.
Αυτή η κατάσταση έχει γίνει κανονικά, μια καθημερινή ταλαιπωρία, χωρίς ελπίδα. Αλλά αν ενώσουμε τις δυνάμεις μας, μπορούμε να την αλλάξουμε. Ήρθε η ώρα να αλλάξουμε τα πράγματα, ήρθε η ώρα να οικοδομήσουμε μια καλύτερη κοινωνία μαζί. Ως εκ τούτου, υποστηρίζουμε ότι:
Οι προτεραιότητες για κάθε προηγμένη κοινωνία πρέπει να είναι η ισότητα, η πρόοδος, η αλληλεγγύη, η ελευθερία του πολιτισμού, η βιωσιμότητα και η ανάπτυξη, η ευημερία και η ευτυχία των ανθρώπων.
Αυτά είναι αναφαίρετες αξίες που πρέπει να ισχύουν στην κοινωνία μας: το δικαίωμα στη στέγαση, την απασχόληση, τον πολιτισμό, την υγεία, την εκπαίδευση, την πολιτική συμμετοχή, την ελεύθερη προσωπική ανάπτυξη, καθώς και τα δικαιώματα των καταναλωτών για μια υγιή και ευτυχισμένη ζωή.
Η τρέχουσα κατάσταση της κυβέρνησης και του οικονομικού μας συστήματος, δεν φροντίζουν αυτά τα δικαιώματα, και με πολλούς τρόπους αποτελούν εμπόδιο για την πρόοδο της ανθρωπότητας.
Η δημοκρατία ανήκει στο λαό το οποίο σημαίνει ότι η κυβέρνηση αποτελείται από κάθε έναν από εμάς. Ωστόσο, στην Ισπανία, τα περισσότερα μέλη της πολιτικής τάξης δεν μας λαμβάνουν καν υπόψη. Οι πολιτικοί θα πρέπει να μεταφέρουν τη φωνή μας στα θεσμικά όργανα, διευκολύνοντας την πολιτική συμμετοχή των πολιτών μέσω άμεσων καναλιών, κάτι που θα προσφέρει το μεγαλύτερο όφελος για την ευρύτερη κοινωνία. Ο ρόλος τους είναι να πλουτίσουν και να ευημερούν εις βάρος μας, που είμαστε απλοί θεατές της δικτατορίας των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων που έχουν στην κατοχή τους στην εξουσία μέσω του δικομματισμού των PP & PSOE.
Η επιθυμία για εξουσία και η συσσώρευση της σε λίγους δημιουργεί ανισότητα, ένταση και αδικία, η οποία οδηγεί στη βία, την οποία εμείς απορρίπτουμε. Το πεπαλαιωμένο και αφύσικο οικονομικό μοντέλο ωθεί την μηχανή της κοινωνίας σε έναν συνεχόμενο κύκλο όπου οι λίγοι πλουτίζουν και οι πολλοί γίνονται φτωχότεροι. Μέχρι την κατάρρευση.
Η θέληση και ο σκοπός του ισχύοντος συστήματος είναι η συσσώρευση του χρήματος, όχι όσον αφορά την απόδοση και την ευημερία της κοινωνίας. Σπαταλώντας πόρους, μολύνοντας τον πλανήτη, δημιουργώντας ανεργία και δυσαρεστημένους πολίτες.
Οι πολίτες είναι τα γρανάζια μιας μηχανής σχεδιασμένης για να εμπλουτίσει μια μειοψηφία η οποία δεν αφορά τις ανάγκες μας. Είμαστε ανώνυμοι, αλλά χωρίς εμάς τίποτε από αυτά δεν θα υπήρχε, γιατί εμείς κινούμε τον κόσμο.
Αν ως κοινωνία δεν μάθουμε να εμπιστευόμαστε το μέλλον μας, ζώντας σε μια ανεξέλεγκτη οικονομία η οποία δεν επιστρέφει ποτέ τον παραγόμενο πλούτο στους περισσότερους, δεν θα μπορέσουμε να εξαλείψουμε τις αδικία απ’ την οποία υποφέρουμε.
Χρειαζόμαστε μία ηθική επανάσταση. Αντί να τοποθετούμε τα χρήματα πάνω τους ανθρώπους, ας τα φέρουμε στην υπηρεσία των ανθρώπων. Είμαστε άνθρωποι, όχι προϊόντα. Δεν είμαι ένα προϊόν αυτού που αγοράζω, του λόγου για τον οποίο το αγοράζω, ούτε αυτού από τον οποίο το αγοράζω.
Για όλα τα παραπάνω, είμαι εξοργισμένος.
Νομίζω ότι μπορώ να τα αλλάξω.
Νομίζω ότι μπορώ να βοηθήσω.
Γνωρίζω ότι μαζί μπορούμε. Γνωρίζω ότι μπορώ να βοηθήσω.
Ξέρω ότι μαζί μπορούμε.

Οπαδοί της αποανάπτυξης, ακόμη μια προσπάθεια…!

Του Anselm Jappe

Ο λόγος περί «αποανάπτυξης»[1] είναι μία από τις σπάνιες σχετικά νέες θεωρητικές προτάσεις που εμφανίστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες. Το τμήμα του κοινού που είναι σήμερα δεκτικό στο λόγο περί «αποανάπτυξης» είναι ακόμη αρκετά περιορισμένο. Ωστόσο, είναι αναμφίβολα αναπτυσσόμενο. Αυτό οφείλεται σε μια συνειδητοποίηση μπροστά στην ολοφάνερη πραγματικότητα ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού μάς οδηγεί σε μια οικολογική καταστροφή, και δεν θα λύσουν το πρόβλημα λίγα παραπάνω φίλτρα ή λίγο λιγότερο ρυπογόνα αυτοκίνητα. Διαχέεται μια δυσπιστία απέναντι στην ίδια την ιδέα ότι μια διαρκής οικονομική μεγέθυνση είναι πάντοτε επιθυμητή. Ταυτόχρονα, αυξάνεται η δυσαρέσκεια σε σχέση με μια κριτική στον καπιταλισμό η οποία ουσιαστικά τον κατηγορεί για την άδικη κατανομή των προϊόντων του ή μόνο για τις «καταχρήσεις» του, όπως οι πόλεμοι και οι παραβιάσεις των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Το ενδιαφέρον για την έννοια της «αποανάπτυξης» εκφράζει την ολοένα και εντονότερη εντύπωση ότι το λάθος βρίσκεται στην ίδια την κατεύθυνση του ταξιδιού που έχει αναλάβει η κοινωνία μας, τουλάχιστον εδώ και μερικές δεκαετίες, και ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια «πολιτισμική κρίση» η οποία αφορά όλες τις αξίες της, ακόμη και στο επίπεδο της καθημερινής ζωής (λατρεία της κατανάλωσης, της ταχύτητας, της τεχνολογίας, κ.ά.). Έχουμε εισέλθει σε μια κρίση που είναι οικονομική, οικολογική και ενεργειακή ταυτόχρονα, και η «αποανάπτυξη» λαμβάνει υπόψη της όλους αυτούς τους παράγοντες και την αλληλεπίδρασή τους, αντί να επιδιώκει να «αναθερμάνει την ανάπτυξη» με τις «πράσινες τεχνολογίες», όπως κάνει ένα μέρος του οικολογισμού, ή να προτείνει απλά μια διαφορετική διαχείριση της βιομηχανικής κοινωνίας, όπως κάνει ένα μέρος της κριτικής που προέρχεται από το μαρξισμό.
Η «αποανάπτυξη» είναι επίσης αρεστή επειδή προτείνει ατομικά πρότυπα συμπεριφοράς τα οποία μπορούμε να αρχίσουμε να εφαρμόζουμε εδώ και τώρα, και επειδή ανακαλύπτει εκ νέου ουσιαστικές αρετές, όπως η αρμονική συμβίωση, η γενναιοδωρία, η εκούσια απλότητα και η δωρεά. Ωστόσο, προσελκύει το ενδιαφέρον και λόγω του ευγενούς ύφους της το οποίο μας επιτρέπει να πιστεύουμε ότι μπορούμε να πραγματοποιήσουμε μια ριζοσπαστική αλλαγή με μια γενική συναίνεση χωρίς να περάσουμε μέσα από ανταγωνισμούς και έντονες συγκρούσεις. Πρόκειται για ένα ρεφορμισμό που εμφανίζεται ως ριζοσπαστικός.
Η ιδέα της «αποανάπτυξης» έχει αναμφίβολα την αξία ότι θέλει πραγματικά να έρθει σε ρήξη με τον παραγωγισμό και τον οικονομισμό οι οποίοι για μεγάλο διάστημα αποτέλεσαν το κοινό υπόβαθρο της αστικής κοινωνίας και της μαρξιστικής κριτικής της. Μια βαθιά κριτική του καπιταλιστικού τρόπου ζωής είναι, κατ’ αρχήν, περισσότερο εμφανής στους οπαδούς της αποανάπτυξης παρά, για παράδειγμα, στους οπαδούς του νεο-εργατισμού οι οποίοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (ιδιαίτερα η ανάπτυξη της πληροφορικής) θα οδηγήσει στην κοινωνική απελευθέρωση. Οι οπαδοί της αποανάπτυξης επιχειρούν επίσης να ανακαλύψουν στοιχεία μιας καλύτερης κοινωνίας στη σημερινή ζωή, τα οποία έχουν συχνά αφήσει ως κληρονομιά οι προκαπιταλιστικές κοινωνίες, όπως η διάθεση για δωρεά. Κατά συνέπεια, δεν διακινδυνεύουν να βασίσουν τις ελπίδες τους –όπως κάνουν κάποιοι άλλοι– στη συνέχιση της αποσύνθεσης όλων των παραδοσιακών μορφών ζωής και στη βαρβαρότητα, οι οποίες υποτίθεται ότι προετοιμάζουν μια θαυμαστή αναγέννηση.
Το πρόβλημα είναι ότι οι θεωρητικοί της αποανάπτυξης παραμένουν αρκετά αόριστοι όσον αφορά τα αίτια του ανταγωνισμού για την οικονομική μεγέθυνση. Ο Μαρξ, στην κριτική της πολιτικής οικονομίας, απέδειξε ότι η αντικατάσταση της ανθρώπινης εργατικής δύναμης με τη χρήση της τεχνολογίας μειώνει την «αξία» που αντιπροσωπεύει κάθε προϊόν, πράγμα που ωθεί τον καπιταλισμό στη διαρκή αύξηση της παραγωγής. Σ’ αυτόν το μηχανισμό βρίσκουμε τη διττή φύση του «παλαιού εχθρού» μας, του εμπορεύματος: την αξία και την αξία χρήσης, οι οποίες παράγονται από την αφηρημένη και τη συγκεκριμένη πλευρά της εργασίας αντίστοιχα. Αυτές οι δύο πλευρές δεν συνυπάρχουν ειρηνικά, αλλά διαπερνώνται από μια βίαιη αντίφαση. Ας πάρουμε (όπως κάνει και ο ίδιος ο Μαρξ) το παράδειγμα ενός ράφτη πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση. Για να φτιάξει ένα πουκάμισο, και για την παραγωγή των πρώτων υλών που χρησιμοποιεί, χρειαζόταν περίπου μία ώρα. Επομένως, η «αξία» αυτού του πουκάμισου ήταν η αξία μίας ώρας. Όταν για την παραγωγή του υφάσματος και το ράψιμο εισήχθησαν οι μηχανές, αντί για ένα πουκάμισο, μπορούσε κανείς να φτιάξει δέκα σε μία ώρα. Αυτός που κατέχει αυτές τις μηχανές, οι οποίες λειτουργούν με απλούς εργάτες, θα προωθήσει στην αγορά τα πουκάμισα που παράγονται μ’ αυτόν τον τρόπο με μια τιμή πολύ χαμηλότερη από αυτή που μπορεί ο ράφτης. Στην πραγματικότητα, από τη στιγμή που μια μηχανή επιτρέπει την κατασκευή δέκα πουκάμισων σε μία ώρα, κάθε πουκάμισο δεν αντιπροσωπεύει παρά το ένα δέκατο της μίας ώρας εργασίας, δηλαδή έξι λεπτά. Η αξία του, και τελικά η χρηματική αποτίμησή του, μειώνονται σε τεράστιο βαθμό. Ο ιδιοκτήτης του κεφαλαίου έχει κάθε συμφέρον ο εργάτης να παράγει όσο το δυνατόν περισσότερο στην ώρα εργασίας για την οποία πληρώνεται. Αν τον υποχρεώσει να εργάζεται με μια μηχανή, όπως στο παραπάνω παράδειγμα, ο εργάτης κατασκευάζει πολύ περισσότερα πουκάμισα και επομένως αποφέρει πολύ υψηλότερο κέρδος στο αφεντικό του. Ολόκληρος ο καπιταλισμός υπήρξε μια διαρκής επινόηση νέων τεχνολογιών των οποίων ο στόχος ήταν να εξοικονομήσουν εργατική δύναμη, δηλαδή να παράγουν περισσότερα προϊόντα με λιγότερη εργατική δύναμη. Όμως, σε ένα καθεστώς όπου η αξία δίνεται από την εργασία, από τη «δαπάνη μυών, νεύρων και εγκεφάλου» (Μαρξ), εμπεριέχεται ένα πρόβλημα: η αξία κάθε προϊόντος μειώνεται και, κατά συνέπεια, μειώνονται επίσης η υπεραξία και τελικά το κέρδος που μπορεί να αποδώσει το εν λόγω προϊόν. Είναι μια κεντρική αντίφαση που συνόδευσε τον καπιταλισμό από τις απαρχές του και η οποία δεν επιλύθηκε ποτέ. Ο καπιταλισμός δεν είναι μια οργανωμένη κοινωνία, αλλά βασίζεται σ’ ένα διαρκή ανταγωνισμό, όπου κάθε οικονομικός φορέας δεν ενεργεί παρά για λογαριασμό του. Κάθε ιδιοκτήτης κεφαλαίου που εισάγει μια καινούρια μηχανή πραγματοποιεί ένα κέρδος πολύ μεγαλύτερο από τους ανταγωνιστές του, εξασφαλίζοντας περισσότερα προϊόντα από τους εργάτες του. Είναι επομένως αναπόφευκτο κάθε νέα εφεύρεση που εξοικονομεί εργασία να εφαρμόζεται στην πράξη. Ο ιδιοκτήτης κεφαλαίου που το κάνει αυτό, πραγματοποιεί σε μια πρώτη φάση ένα επιπλέον κέρδος. Σύντομα ωστόσο, οι άλλοι καπιταλιστές τον μιμούνται, και ένα νέο, πιο υψηλό, επίπεδο παραγωγικότητας καθιερώνεται. Έτσι, το επιπλέον κέρδος εξαφανίζεται μέχρι την επόμενη εφεύρεση. Αυτό σημαίνει ότι αν ένα πουκάμισο δεν «εμπεριέχει» πια μία ώρα εργασίας, αλλά μόνο έξι λεπτά, το κέρδος που αποφέρει αυτό το πουκάμισο μειώνεται επίσης. Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα ποσοστό υπερεργασίας, και άρα κέρδους, 10%[2]. Ένα πουκάμισο, για την παραγωγή του οποίου χρειάζεται μία ώρα, εμπεριέχει έξι λεπτά υπερεργασίας και ένα αντίστοιχο κέρδος με χρηματικούς όρους. Όμως, αν μόνο έξι λεπτά είναι απαραίτητα για να παραχθεί ένα πουκάμισο, αυτό δεν εμπεριέχει παρά 36 δευτερόλεπτα υπερεργασίας, που είναι η πηγή του κέρδους. Ο καπιταλιστής που εισάγει μια τεχνολογία η οποία αντικαθιστά τη ζωντανή εργασία πραγματοποιεί άμεσα ένα κέρδος για τον εαυτό του, αλλά συμβάλλει επίσης αθέλητα στη μείωση του ποσοστού του γενικού κέρδους. Κατά συνέπεια, η ίδια η καπιταλιστική λογική που ωθεί στη χρήση των τεχνολογιών καταλήγει να πριονίζει το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται ολόκληρο το σύστημα.
Αν δεν υπήρχαν άλλοι εμπλεκόμενοι παράγοντες, ο τρόπος καπιταλιστικής παραγωγής δεν θα διαρκούσε για μεγάλο διάστημα. Ωστόσο, υπάρχουν αντισταθμιστικοί μηχανισμοί. Ο πιο σημαντικός ανάμεσά τους είναι η διαρκής αύξηση της παραγωγής. Αν, στο συγκεκριμένο παράδειγμα, κάθε ξεχωριστό πουκάμισο εμπεριέχει το ένα δέκατο του κέρδους που εξασφάλιζε στο παρελθόν το πουκάμισο που κατασκεύαζε ο ράφτης, τότε αρκεί να παραχθούν όχι δέκα, αλλά δώδεκα πουκάμισα, αντί για ένα, προκειμένου να αντισταθμιστεί, ή ακόμη και να υπερ-αντισταθμιστεί, η μείωση του κέρδους. Σε ολόκληρη την ιστορία του καπιταλισμού υπήρχε μια διαρκής αύξηση της παραγωγής προϊόντων, έτσι ώστε η μείωση του παραγόμενου κέρδους σε κάθε μεμονωμένο προϊόν να αντισταθμίζεται και με το παραπάνω από τη συνολική αύξηση της μάζας των προϊόντων. Έτσι, δώδεκα πουκάμισα, από τα οποία το καθένα εμπεριέχει ένα ελάχιστο μέρος του κέρδους, αποφέρουν τελικά μεγαλύτερα κέρδη από ένα πουκάμισο με μεγάλο κέρδος. Αυτό εξηγεί επίσης την ατέρμονη αναζήτηση όλο και πιο νέων τομέων αξιοποίησης. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της αυτοκινητοβιομηχανίας: ένα προϊόν που, αρχικά, ήταν προϊόν πολυτελείας, έγινε κοινής χρήσης μετά το Βʹ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανοίγοντας ένα τεράστιο πεδίο νέων κερδών. Ωστόσο, όλα αυτά μόλις που κατάφερναν να αντισταθμίζουν την ενδημική τάση της παραγωγής όχι μόνο για τη μείωση του ποσοστού κέρδους (μόνο με αυτόν τον περιορισμένο τρόπο συζητήθηκε το πρόβλημα από τους παραδοσιακούς μαρξιστές), αλλά και της μάζας της αξίας ως τέτοιας.
Σ’ αυτή τη λογική βρίσκεται η βαθιά αιτία της οικολογικής κρίσης. Ο οικολογικός λόγος εξηγεί συχνά αυτή την κρίση ως συνέπεια μιας λανθασμένης ανθρώπινης συμπεριφοράς απέναντι στη φύση, ένα είδος απληστίας ή αρπακτικότητας του ανθρώπινου όντος ως τέτοιου. Ή ακόμη, η οικολογία παρουσιάζεται ως ένα πρόβλημα που μπορεί να λυθεί στο εσωτερικό του καπιταλισμού, με τον «πράσινο καπιταλισμό». Έτσι, γίνεται λόγος για τη δημιουργία θέσεων εργασίας στον οικολογικό τομέα, για μια πιο καθαρή βιομηχανία, για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, για φίλτρα, για πιστώσεις διοξειδίου του άνθρακα… Στην πραγματικότητα, πολύ σπάνια σημειώνεται ότι η ίδια η οικολογική κρίση συνδέεται βαθιά με την ίδια τη λογική του καπιταλισμού. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, αναφέρουμε παραπάνω: αν δέκα πουκάμισα που παράγονται από τη βιομηχανία εμπεριέχουν το ίδιο κέρδος με ένα χειροποίητο πουκάμισο, τότε πρέπει να παραχθούν (τουλάχιστον) δέκα. Τα δέκα βιομηχανικά πουκάμισα αντιπροσωπεύουν πολύ περισσότερες πρώτες ύλες, αλλά όλα μαζί έχουν την ίδια ακριβώς αξία με ένα χειροποίητο πουκάμισο –στην πραγματικότητα, απαιτείται πάντοτε μία ώρα για να παραχθούν. Σ’ ένα καπιταλιστικό καθεστώς, είναι απαραίτητο να παραχθούν και στη συνέχεια να πουληθούν δέκα πουκάμισα –και άρα να καταναλωθούν δεκαπλάσιοι πόροι για να εξασφαλιστεί τελικά η ίδια ποσότητα αξίας, επομένως και χρημάτων.
Εδώ και δέκα χρόνια, ο καπιταλισμός αποφεύγει το τέλος του τρέχοντας διαρκώς λίγο ταχύτερα από την τάση του να καταρρεύσει, χάρη σε μια διαρκή αύξηση της παραγωγής. Όμως, αν και η αξία δεν αυξάνεται, για την ακρίβεια μειώνεται, αντίθετα, αυτό που αυξάνεται, είναι η κατανάλωση πόρων, η μόλυνση και η καταστροφή. Ο καπιταλισμός είναι σαν ένα μάγο που αναγκάζεται να ρίχνει όλον τον υλικό κόσμο στο μεγάλο καζάνι της παγκοσμιοποίησης, για να αποφύγει το σταμάτημα των πάντων. Η οικολογική κρίση δεν μπορεί να βρει τη λύση της στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο έχει την ανάγκη να μεγεθύνεται διαρκώς, να καταναλώνει όλο και περισσότερες πρώτες ύλες, μόνο και μόνο για να αντισταθμίσει τη μείωση της μάζας της αξίας του. Γι’ αυτό το λόγο, οι προτάσεις για «βιώσιμη ανάπτυξη» ή για «πράσινο καπιταλισμό» δεν μπορούν να οδηγήσουν πουθενά: προϋποθέτουν ότι το καπιταλιστικό κτήνος μπορεί να εξημερωθεί, δηλαδή ότι ο καπιταλισμός έχει την επιλογή να σταματήσει την ανάπτυξή του και να παραμείνει στάσιμος, περιορίζοντας έτσι τις ζημίες που παράγει. Όμως, αυτή η ελπίδα είναι μάταιη: όσο συνεχίζεται η αντικατάσταση της εργατικής δύναμης από τις τεχνολογίες, ενώ η αξία ενός προϊόντος έγκειται στην εργασία που αντιπροσωπεύει, θα υπάρχει πάντοτε ανάγκη να αναπτύσσεται η παραγωγή με υλικούς όρους, και άρα να χρησιμοποιούνται περισσότεροι πόροι και να αυξάνεται η μόλυνση σε μεγαλύτερη κλίμακα. Μπορούμε να επιθυμούμε μια άλλη μορφή κοινωνίας –αλλά όχι ένα είδος καπιταλισμού διαφορετικού από τον «πραγματικά υπαρκτό καπιταλισμό».
Είναι οι βασικές κατηγορίες του καπιταλισμού –η αφηρημένη εργασία, η αξία, το εμπόρευμα, το χρήμα, που δεν ανήκουν σε καμία περίπτωση σε κάθε τρόπο παραγωγής, αλλά μόνο στον καπιταλιστικό– αυτές οι οποίες προκαλούν τον τυφλό δυναμισμό του. Εκτός από το εξωτερικό όριο, που συνίστατο στην εξάντληση των πόρων, το καπιταλιστικό σύστημα εμπεριείχε εξαρχής ένα εσωτερικό όριο: την υποχρέωση να μειώνει –λόγω του ανταγωνισμού– τη ζωντανή εργασία η οποία αποτελεί ταυτόχρονα τη μοναδική πηγή αξίας. Εδώ και μερικές δεκαετίες, αυτό το όριο μοιάζει να έχει ξεπεραστεί, και η παραγωγή της «πραγματικής» αξίας έχει σε μεγάλο βαθμό αντικατασταθεί από την προσομοίωσή της στη χρηματοπιστωτική σφαίρα. Εξάλλου, το εξωτερικό και το εσωτερικό όριο άρχισαν να αποκαλύπτονται πλήρως την ίδια στιγμή: περίπου το 1970. Αν ο καπιταλισμός δεν μπορεί να υπάρχει παρά ως φυγή προς τα εμπρός και ως διαρκής υλική μεγέθυνση για να αντισταθμίζει τη μείωση της αξίας, μια πραγματική «αποανάπτυξη» δεν θα είναι εφικτή παρά μόνο με το τίμημα μιας συνολικής ρήξης με την παραγωγή εμπορευμάτων και χρήματος.
Οι «οπαδοί της αποανάπτυξης» σε γενικές γραμμές οπισθοχωρούν μπροστά σ’ αυτή τη συνέπεια, που μπορεί να τους φαίνεται υπερβολικά «ουτοπική». Ορισμένοι συντάσσονται με το σύνθημα «Να βγούμε από την οικονομία». Όμως, οι περισσότεροι παραμένουν στο πλαίσιο μιας «εναλλακτικής οικονομικής επιστήμης» και μοιάζουν να πιστεύουν ότι η τυραννία της ανάπτυξης δεν είναι παρά ένα είδος παρεξήγησης την οποία θα μπορούσαμε να καταπολεμήσουμε δραστικά με τη βοήθεια επιστημονικών συνεδρίων που συζητούν για τον καλύτερο τρόπο υπολογισμού του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Πολλοί οπαδοί της αποανάπτυξης πέφτουν στην παγίδα της παραδοσιακής πολιτικής, θέλουν να συμμετέχουν στις εκλογές ή να υποχρεώσουν τους βουλευτές να υπογράψουν καταστατικούς χάρτες. Μερικές φορές, η αποανάπτυξη γίνεται μάλιστα ένας λόγος λίγο σνομπ, με τον οποίο οι αστοί καταπραΰνουν το ενοχικό τους αίσθημα τους μαζεύοντας επιδεικτικά τα πεταμένα λαχανικά στο τέλος της αγοράς. Και πρέπει επίσης να αναρωτηθούμε για το λόγο που έχει δείξει ενδιαφέρον για την αποανάπτυξη μια ορισμένη «νέα δεξιά», καθώς και για τον κίνδυνο να υποπέσουμε σε ένα μονόπλευρο εγκώμιο των «παραδοσιακών» κοινωνιών στον παγκόσμιο Νότο.
Είναι κάπως ανόητο να πιστεύουμε ότι η αποανάπτυξη, ή κάτι παρόμοιο, θα μπορούσε να καταστεί η επίσημη πολιτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο «αποαναπτυσσόμενος καπιταλισμός» είναι σχήμα οξύμωρο, το ίδιο ανέφικτος με τον «οικολογικό καπιταλισμό». Αν η αποανάπτυξη δεν θέλει να περιοριστεί στο να συνοδεύει και να δικαιολογεί την «αναπτυσσόμενη» πτώχευση της κοινωνίας –και αυτός ο κίνδυνος είναι πραγματικός: μια ρητορική της λιτότητας θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμεύσει για να χρυσώσει το χάπι των νεόπτωχων και να μετατρέψει αυτό που είναι εξαναγκασμός σε φαινομενική επιλογή, για παράδειγμα το να ψάχνει κανείς μέσα στα σκουπίδια–, πρέπει να προετοιμαστεί για συγκρούσεις και ανταγωνισμούς. Όμως, αυτοί οι ανταγωνισμοί δεν θα συμπίπτουν πλέον με τις παλαιές γραμμές διαχωρισμού που όριζε η «πάλη των τάξεων». Η απαραίτητη υπέρβαση του παραδείγματος του παραγωγισμού –και των τρόπων ζωής που το συνοδεύουν– θα συναντήσει αντιστάσεις σε όλους τους κοινωνικούς τομείς. Ένα μέρος των σημερινών «κοινωνικών αγώνων» σ’ ολόκληρο τον κόσμο είναι ουσιαστικά αγώνας για την πρόσβαση στον καπιταλιστικό πλούτο, ο οποίος δεν αμφισβητεί το χαρακτήρα αυτού του υποτιθέμενου πλούτου. Ένας κινέζος ή ένας ινδός εργάτης έχει σοβαρούς λόγους να ζητάει έναν καλύτερο μισθό, αλλά, αν τον εξασφαλίσει, είναι πιθανό να αγοράσει ένα αυτοκίνητο και να συμβάλει έτσι στην «ανάπτυξη» και στις ολέθριες συνέπειές της στο οικολογικό και κοινωνικό πεδίο. Πρέπει να ελπίζουμε ότι θα υπάρξει μια προσέγγιση ανάμεσα στους αγώνες που διεξάγονται για να βελτιωθεί η θέση των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων και τις προσπάθειες που καταβάλλονται για να ξεπεραστεί ένα κοινωνικό μοντέλο που βασίζεται στην υπερβολική ατομική κατανάλωση. Πιθανόν ορισμένα κινήματα αγροτών του παγκόσμιου Νότου να κινούνται ήδη προς αυτή την κατεύθυνση, κυρίως ανακτώντας κάποια στοιχεία των παραδοσιακών κοινωνιών, όπως η συλλογική κατοχή της γης ή η ύπαρξη μορφών αναγνώρισης του ατόμου οι οποίες δεν συνδέονται με την επίδοσή του στην αγορά.

1. Σ.τ.Μ.: Στην ελληνική γλώσσα συχνά συγχέεται η οικονομική μεγέθυνση [croissance (fr), growth (en)] και η ανάπτυξη [développement (fr), development (en)]. Στο κείμενο, ο όρος αποανάπτυξη αναφέρεται στη décroissance, δηλαδή στη μείωση της οικονομικής μεγέθυνσης (ποσοτικό χαρακτηριστικό, ενώ η ανάπτυξη αναφέρεται σε περισσότερο ποιοτικά χαρακτηριστικά).
2. Σ’ αυτό το παράδειγμα, δε λαμβάνουμε υπόψη τη διαφορά μεταξύ υπεραξίας και κέρδους.

Το κείμενο είναι προδημοσίευση από το βιβλίο Σημειώσεις της Στέπας που θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις Εκδόσεις των Ξένων
http://www.disobey.net/hotel/