Κράτος πρόνοιας: Ένα «κοινωνικό» όπλο στραμμένο ενάντια σε ποιον;

Της Κατερίνας Νασιώκα

Το να ισχυριστεί κανείς ότι το κοινωνικό κράτος εμφανίζεται σε προβιομηχανικές κοινωνίες, πριν δηλαδή την ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής, είναι ανιστορικό, επειδή ακριβώς η σύγχρονη κοινωνική πολιτική έχει καθαρά διαταξικό χαρακτήρα, βασίζεται δηλαδή στη συναίνεση των τάξεων, όπως αυτές διαμορφώνονται από τον καταμερισμό της εργασίας μέσα στον καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό και αποτελεί ξεκάθαρα απότοκο της οικονομίας (και της κοινωνίας) της Αγοράς. Φυσικά, υπήρχε κοινωνική φροντίδα στις αγροτικές οικονομίες (από τον φεουδάρχη, την ενορία, την κοινότητα), αλλά αυτή δεν θα πρέπει να συγχέεται με το σύγχρονο κοινωνικό κράτος που θεμελιώνεται πάνω στην «αλληλεγγύη» των τάξεων, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη διατήρηση της κοινωνικής «ειρήνης» και την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος. [1]
Σχηματικά αναφερόμενοι, η βιομηχανική επανάσταση και η ασύδοτη λειτουργία της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς στα τέλη του 19ου αιώνα έσπρωξαν τους κλασικούς οικονομολόγους να προτείνουν φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις –ουσιαστικά, παραχωρήσεις πολύ βασικών δικαιωμάτων και αγαθών προς την εργατική τάξη– προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα κοινωνικά προβλήματα που δημιούργησε η εκβιομηχάνιση της παραγωγής: εκτοπισμός αγροτών (λόγω των περιφράξεων) [2] και βίαιη αστικοποίηση, κακές συνθήκης διαβίωσης των εργατών στις πόλεις, εξαντλητικό ωράριο εργασίας (το 1847 εφαρμόστηκε ο Νόμος του δεκάωρου στην Αγγλία), διάλυση της (αγροτικής) κοινότητας κ.λπ. Οι Άγγλοι θεωρητικοί είναι οι πρώτοι που ήρθαν αντιμέτωποι με τα προβλήματα και τις ανισότητες που δημιούργησε η βιομηχανική επανάσταση, χωρίς πλέον το προστατευτικό δίχτυ της φεουδαρχίας. Πολλοί ισχυρίζονται σήμερα ότι αυτές οι προτάσεις ήταν όντως προοδευτικές, στόχευαν δηλαδή στην βελτίωση των συνθηκών ζωής των βιομηχανικών εργατών και οδηγούσαν σταθερά στην εδραίωση των κοινωνικών διεκδικήσεων. Πώς να αρνηθεί κανείς πως π.χ. η καθιέρωση της αργίας της Κυριακής, η ρύθμιση του εργασιακού ωραρίου, οι αλλαγές στα συστήματα εκπαίδευσης και υγείας, τα επιδόματα ανεργίας, [3] το κατώτατο όριο μισθού [4], μέτρα που κατά περίπτωση εφαρμόστηκαν, δεν προσπαθούσαν να λύσουν «το ‘κοινωνικό ζήτημα’ που συνιστούσαν οι στρατιές ανέργων ή εργαζόμενων μεν, αλλά ρακένδυτων, εξαθλιωμένων και πεινασμένων ‘ελεύθερων πολιτών’» [5], τους οποίους άφηνε πίσω της το ξεκίνημα της καπιταλιστικής μηχανής; Και αυτό συνέβαινε μέσα σε μια έντονη πολεμική τόσο από το παλαιότερο φεουδαρχικό καθεστώς, που ανέκοπτε την ελεύθερη μετακίνηση των εργατών, όσο και από τις πιέσεις για εντονότερη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας και απουσία της κρατικής παρέμβασης. Είναι λογικό πως κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί. Όμως, επίσης, είναι προφανές ότι το –κρυμμένο ή φανερό– νόημα των μεταρρυθμίσεων ήταν η διασφάλιση της οργάνωσης της καπιταλιστικής παραγωγής από τις καταστροφικές επιπτώσεις της λειτουργίας της ίδιας της ελεύθερης αγοράς, δηλαδή η δημιουργία μιας σταθερής αγοράς εργασίας μέσα από τη διάκριση των δυνάμενων και μη δυνάμενων να εργαστούν, από την επανένταξη όσων φτωχών και περιθωριοποιημένων ζούσαν περιφερόμενοι ή από προνοιακά επιδόματα και από την εμπέδωση του εργασιακού ήθους. [6]
Η κοινωνική πολιτική θεμελιώθηκε, έτσι, πάνω σε δύο βασικούς άξονες: α) την παροχή βοήθειας για επιβίωση και β) την εμπέδωση του αστικού εργασιακού ήθους. [7] Βασικοί της στόχοι ήταν: α) η εξασφάλιση της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, β) η απρόσκοπτη πρόσβαση του εργατικού δυναμικού στην αγορά εργασίας και γ) η εσωτερίκευση μιας ηθικής της εργασίας που θα διευκόλυνε τους δύο προηγούμενους στόχους. Η εργασία κατέστη κοινωνική αξία, ενώ ο άπορος που ζητούσε λόγω της κατάστασής του να εισαχθεί σε άσυλο ήταν πλέον κοινωνικά στιγματισμένος. [8] Η κοινωνική πολιτική αποτέλεσε, επομένως, ένα πατερναλιστικό καθεστώς αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, ένα μεγα-μηχανισμό ελέγχου του πληθυσμού, πειθάρχησης του σώματος και ενσωμάτωσης στην εργασία, την ίδια στιγμή που εμφανίστηκε ως άρνηση της αγοράς. Όπως αναφέρει ο Θανάσης Αλεξίου στο βιβλίο του Περιθωριοποίηση και ενσωμάτωση: η κοινωνική πολιτική ως μηχανισμός ελέγχου και κοινωνικής πειθάρχησης, «οι νέες εργατικές γενεές που δημιούργησε ο εργοστασιακός καταμερισμός αποδέχτηκαν ως αυτονόητη την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων ταυτιζόμενες με τα νέα περιεχόμενα της εργασίας». [9]
Το στάδιο της σταθεροποίησης του κοινωνικού κράτους εμφανίζεται ανάμεσα στα 1930-1950 (μετά από μια μακρά περίοδο πειραματισμού από το 1870-1930). [10] Η σφοδρή οικονομική ύφεση που ακολούθησε το κραχ του ’29 (στην Αμερική το 1932 υπήρχαν 13 εκατομμύρια άνεργοι) διαμόρφωσε το κλίμα που θα ευνοούσε την εισαγωγή και εμπέδωση ενός μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης το οποίο θα ολοκληρωνόταν κατά τους μεταπολεμικούς χρόνους, οδηγώντας σε μια μακρά περίοδο οικονομικής ευημερίας, το λεγόμενο welfare state (κράτος-πρόνοιας). Οι κεϋνσιανές πολιτικές θριάμβευσαν. Ο βασικός άξονας της πολιτικής του Κέυνς ήταν η διαπίστωση ότι η συνεχώς αυξανόμενη παραγωγικότητα θα έπρεπε να συνοδεύεται από αυξημένη ζήτηση, γεγονός που επέβαλε την ανακατανομή του εισοδήματος κατά τέτοιον τρόπο ώστε η μεγάλη μάζα των εργατών να διαθέτει την ανάλογη αγοραστική δύναμη που θα της επέτρεπε τη συμμετοχή στη μαζική κατανάλωση. Οι κεϋνσιανές αρχές (πολιτικές πλήρους απασχόλησης και κοινωνική ασφάλιση), παρείχαν κατ’ αυτό τον τρόπο τη βάση για μια νέα συνάρθρωση μεταξύ της μαζικής παραγωγής και της μαζικής κατανάλωσης (νέος κοινωνικός κανόνας κατανάλωσης).
Τι σήμαινε πρακτικά αυτό; Ότι η διάσωση του καπιταλισμού υπαγόρευσε εκτός από την εμπέδωση του εργασιακού ήθους και την εμπέδωση του καταναλωτικού ήθους. Ο καταναλωτισμός δεν περιορίζεται πια στην αγορά εμπορευματικών αγαθών (κατανάλωση) αλλά αποτελεί κεντρική αξία της ζωής του ανθρώπου, κύριο λόγο της ύπαρξής του καθώς σημαίνει την κατανάλωση ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής, ενός ειδικού φαντασιακού διαβίωσης που διαμορφώνει η κατίσχυση των εμπορευματικών σχέσεων στο κοινωνικό πεδίο. Βασικός μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου αποτελεί η πρόσβαση στην εργασία, «μέσα σε μια κοινωνία όπου η εργασία ορίζεται ως κύριο μέσο για την αυτοπραγμάτωση και την κοινωνική ένταξη». [11] Έτσι, η απουσία εργασίας που συνεπάγεται και απουσία καταναλωτικής ικανότητας ισοδυναμεί με κοινωνικό θάνατο. Ο Z. Bauman αναφέρει στο βιβλίο του Ζωή για κατανάλωση ότι «στην κοινωνία των καταναλωτών, οι ‘ανάπηροι’ που σταμπάρονται για αποκλεισμό (έναν αποκλεισμό οριστικό αμετάκλητο και τελεσίδικο) είναι οι ‘ελαττωματικοί καταναλωτές’». [12]
Για να μην μακρηγορούμε, η «σωτήρια» εφαρμογή της κεϋνσιανής δέσμευσης του κεφαλαίου στις αυξημένες κοινωνικές παροχές μέσω ενός παρεμβατικού κράτους, βάθυνε τη συναίνεση καθώς την ανήγαγε όχι σε παραχώρηση από την πλευρά της εργατικής τάξης για την εξασφάλιση της επιβίωσής της, όπως συνέβαινε άλλοτε, αλλά σε «συναίνεση επιθυμίας» για την κατάκτηση ενός κοινωνικού μοντέλου ευμάρειας που νομιμοποίησε, αντίστοιχα, την κατασκευή του κοινωνικού περιθωρίου και της φτώχειας. Το τίμημα για την ενίσχυση των οικονομικά ασθενέστερων στρωμάτων ήταν η πολιτική και κοινωνική τους ενσωμάτωση ενώ οι εργατικές ενώσεις (μέσα από τη μετατροπή τους σε γραφειοκρατικούς μηχανισμούς), τα κόμματα ή ακόμη και οι κυβερνήσεις της αριστεράς φαίνεται πως «ασχολήθηκαν πάντα και επίμονα με την καθυπόταξη των λαϊκών προσδοκιών». [13]
Σήμερα ζούμε την κατάρρευση του κράτους-πρόνοιας, μετά την κρίση που εμφανίζεται σταθερά από τη δεκαετία του ’70 και την αλλαγή του εργασιακού μοντέλου (ευελιξία, επισφάλεια). Οι κοινωνίες χαρακτηρίζονται μεταγραφειοκρατικές, μεταφορντιστικές και μετατεϊλοριστικές. Ο "καπιταλισμός-καζίνο" (όπως χαρακτηρίστηκε από τη δεκαετία του ’80) φέρνει τις κυβερνήσεις αντιμέτωπες με μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα, μεγάλο χρέος και ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο. Η εφαρμογή των πιο προωθημένων νεοφιλελεύθερων πολιτικών που ευνοούν το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο επιβάλλει τη δραστική περικοπή των δημοσιών δαπανών. Το πρώτο θύμα της κρίσης φαίνεται πως είναι το κράτος-πρόνοιας. [14] Ο νέος τρόπος οργάνωσης προωθεί το ατομικό αντί του κοινού, το ιδιωτικό αντί του δημοσίου, την ατομικότητα αντί της κοινωνικής αλληλεγγύης, την προσωπική ευθύνη αντί της ευθύνης απέναντι στην κοινωνία. Ωστόσο, σύμφωνα με τους Σ. Ρομπόλη και Μ. Ρέτσο, το βασικό χαρακτηριστικό σήμερα δεν είναι η μείωση της παρέμβασης του κράτους αλλά η αυξανόμενη διαπλοκή των σχέσεων κράτους-αγοράς με τέτοιον τρόπο ώστε «το δίλημμα κράτος ή αγορά είναι χωρίς ουσία γιατί οι σχέσεις κράτους και αγοράς είναι όσο ποτέ διαπλεκόμενες». [15]
Μπροστά στην ανησυχία και τον αυξανόμενο πανικό το βασικό αίτημα που προβάλλεται είναι «η επιστροφή στο κοινωνικό κράτος». Είναι, άραγε, αυτή μια διεκδίκηση που θέλουμε; Υπάρχει το επιχείρημα ότι η απαίτηση για αποτροπή της περικοπής των κοινωνικών παροχών και για υποχώρηση των φιλελεύθερων πολιτικών στο προηγούμενο επίπεδο (και τα δύο φαίνονται ανέφικτα στις δεδομένες συνθήκες) θα έσωζε μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων από την οικονομική και κοινωνική κατρακύλα, την «νεοένδεια» κ.λπ., γεγονός εξαιρετικής σημασίας. Είναι ωστόσο εξίσου εξαιρετικά σημαντικό να αναρωτηθούμε: Ποιους θα έσωζε και ποιο είναι σήμερα το νέο προλεταριάτο; Σύμφωνα με τον Σωτήρη Χτούρη, «στο πλαίσιο μιας εθνικής οικονομίας μιας αναπτυγμένης καπιταλιστικής χώρας, μόνο ένα μικρό μέρος των πολιτών του κράτους που έχει κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα ανήκει ουσιαστικά σ’ αυτή την τάξη που μπορούμε να ονομάσουμε προλεταριάτο. Είναι οι χαμηλόμισθοι και ανειδίκευτοι βιομηχανικοί εργάτες, τα άτομα με προσωρινή χαμηλόμισθη εργασία, νόμιμα ή παράνομα εγκατεστημένοι μετανάστες και διάφορες ομάδες του πληθυσμού που είναι κοινωνικά αποκλεισμένες. Τα περισσότερα από αυτά τα άτομα έχουν μόνο μια μικρή ή μηδαμινή προστασία και δεν συμμετέχουν παρά ελάχιστα στα λειτουργικά συστήματα της σύγχρονης κοινωνίας». [16] Ακόμη περισσότερο, φαίνεται ότι τείνουν να επικρατήσουν τα δίκτυα των παγκόσμιων διαχειριστών των εταιρειών/κεφαλαίου καθώς και οι ευέλικτες δικτυωμένες κοινωνικές και εργασιακές οντότητες τη στιγμή που η ταξική ταυτότητα υποχωρεί, η συγκρότηση της οποίας γίνεται εξαιρετικά περίπλοκη. Το νέο προλεταριάτο (και πρεκαριάτο) σήμερα ήδη εργάζεται και διαβιεί σε εξαιρετικά επισφαλείς συνθήκες χωρίς καμία προστασία (ανυπαρξία κοινωνικής ασφάλισης και ωραρίων εργασίας, εκτεταμένη παιδική εργασία κ.λπ.) και δεν μπορεί να είναι αυτό που διεκδικεί την μη περικοπή των κοινωνικών παροχών και την επιστροφή στο ένδοξο welfare state, αφού είναι ένα κομμάτι της κοινωνίας που δεν έχει απολαύσει ποτέ (παρά ίσως περιστασιακά) αυτά τα προνόμια. Οι διεκδικήσεις μας δυστυχώς δεν το περιλαμβάνουν. Θεωρείται ήδη χαμένο από χέρι.
Ποιους λοιπόν αφορά αυτή η διεκδίκηση «της επιστροφής του κοινωνικού κράτους»; Φυσικά αυτούς που συμμετέχουν στο κοινωνικό κράτος (και δεν είναι όσοι αναφέραμε προηγουμένως) οι οποίοι βλέπουν σταδιακά το προνόμιο της εργασιακής τους ασφάλειας και της κοινωνικής τους θέσης να καταρρέουν ανεπιστρεπτί.
Πέρα από αυτό είναι σημαντικό να σκεφτούμε τα νέα δεδομένα μέσα σε αυτές τις συνθήκες (παγκοσμιοποίησης), στις οποίες είναι φανερό ότι οι μορφές ανισότητας βαθαίνουν. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά διαφοροποίησης αποτελεί η άνιση κατανομή και άλλων πόρων πέραν του εισοδήματος και του πλούτου, όπως η πρόσβαση στην πληροφορία και η κινητικότητα, που θεωρείται ότι τέμνουν πλέον το πεδίο της κοινωνικής πολιτικής. Σκεφτείτε ότι από την 1η Ιουλίου 2010 η Φιλανδία είναι η πρώτη χώρα που κατοχυρώνει ως συνταγματικό -κοινωνικό- δικαίωμα ισότιμο με την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη την καθολική παροχή πρόσβασης στο internet υψηλής ταχύτητας. [17] Από την άλλη πλευρά, βλέπουμε πως ζούμε σε έναν παγκόσμιο χωριό που ελέγχει αυστηρά τη μετακίνηση. Η ελεύθερη μετακίνηση των πλουσίων αλλά και η δημιουργία περιοχών-«φρουρίων» και η παρεμπόδιση της ελεύθερης μετακίνησης στους φτωχούς, ανειδίκευτους εργάτες, τους περιβαλλοντικούς και οικονομικούς μετανάστες αναδεικνύουν τη χωρική ανισότητα σε κοινωνική διεκδίκηση. Η εφαρμογή «μεταναστευτικών πολιτικών» -στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής- από τα κράτη και τις κυβερνήσεις τους δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από έκφραση της πλήρους νομιμοποίησης αυτής της ανισότητας και δηλώνει την παγκόσμια συναίνεση για την ελεγχόμενη μετακίνηση των ανθρώπων που αναπαράγει την οικονομική υπεραξία και τον κοινωνικό διαχωρισμό.
Επομένως είναι καίρια η ερώτηση: «Πού μπορούμε να πάμε για να αλλάξουμε τον κόσμο;». [18] Αντί να τρέχουμε από φόβο στο κράτος «διεκδικώντας» στην ουσία καλύτερους όρους «εκμετάλλευσης» με το να ζητάμε την επιστροφή των μίνιμουμ κοινωνικών δικαιωμάτων μέσα σε μια δήθεν «κοινωνική ειρήνη», δεν είναι καλύτερο (όχι ευκολότερο) να ριζοσπαστικοποιήσουμε τις διεκδικήσεις μας («τα θέλουμε όλα για όλους» και όχι «θέλουμε λιγότερα», όπως ακριβώς έλεγε το πρόσφατο περίφημο σύνθημα της ΟΝΝΕΔ σε όλους τους πανεπιστημιακούς χώρους), να αμφισβητήσουμε το πεδίο της βιοπολιτικής (είμαστε αριθμοί για τις στατιστικές της εκάστοτε ισχύουσας κοινωνικής πολιτικής) και την αποικιοποίηση της ζωής μας, να αμφισβητήσουμε το αστικό εργασιακό ήθος που μεθοδεύει την υποταγή μας, θέλοντας να ζήσουμε μια αληθινά «φανταστική» ζωή;

[1] Βλ. για μια πληρέστερη ανάλυση αυτού σχ. Θεόδωρος Σακελλαρόπουλος, «Αναζητώντας το νέο κοινωνικό κράτος», στο Θεόδωρος Σακελλαρόπουλος (επιμ.), Η μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους, εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 1999, σσ. 23-67 αλλά και Θανάση Αλεξίου, Περιθωριοποίηση και ενσωμάτωση: η κοινωνική πολιτική ως μηχανισμός ελέγχου και κοινωνικής πειθάρχησης, εκδόσεις Παπαζήσης 1998, σσ. 80-83.
[2] Βλ. σχ. Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, Οικονομικές Θεωρίες και Κοινωνική Πολιτική, εκδόσεις Αίολος, Αθήνα, 2002, σ. 14, υπ. 4, όπου αναφέρει ότι «μεταξύ του 1750-1819 5,4 εκατομμύρια εκτάρια ή 17% περίπου της συνολικής έκτασης της Αγγλίας περιφράχθηκαν σύμφωνα με τους νόμους», γεγονός που οδήγησε τους αγρότες, αποστερημένους από τη γη και μην έχοντας άλλα μέσα βιοπορισμού, να οδηγηθούν στα αστικά κέντρα για να εργασθούν ως μισθωτοί εργάτες στα εργοστάσια και τα ορυχεία. Οι νόμοι των περιφράξεων και της ατομικής ιδιοκτησίας δημιουργούν την κρίσιμη μάζα των βιομηχανικών εργατών και επιβάλλουν την μισθωτή εργασία.
[3] Όρος που εμφανίζεται καταγεγραμμένος στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα.
[4] Το πρώτο μισό του 19ου αι. οι μισθοί βρίσκονταν στο ελάχιστο όριο συντήρησης.
[5] Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, όπ.π., σ. 14.
[6] Φυσικά δεν αγνοούμε ούτε υποβαθμίζουμε την άλλη πλευρά του νομίσματος, δηλαδή το γεγονός ότι αιτία εμφάνισης του κοινωνικού κράτους είναι επίσης η ταξική πάλη και η αντίσταση της εργατικής τάξης, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση επιλέγουμε να προχωρήσουμε σε μια περαιτέρω ανάλυση των λειτουργιών του κοινωνικού κράτους ως εργαλείου της αστικής τάξης για την επίτευξη της ισορροπίας και την αποφυγή κοινωνικών αναταραχών και ανατροπών. Βλέπουμε, δηλαδή, περισσότερο την άποψη ότι το κεφάλαιο αγωνίζεται να εγκλωβίσει την εργασία, η οποία αμύνεται/αντιστέκεται σ’ αυτόν τον αγώνα του κεφαλαίου για την υποταγή της, παρά ότι η εργασία αγωνίζεται ενάντια στο κεφάλαιο.
[7] Βλ. σχ. Θανάσης Αλεξίου, όπ.π., σσ. 64-65.
[8] Βλ. σχ. Μια πλήρη ανάλυση της βρετανικής κοινωνίας του 18ου-19ου αιώνα στο Καρλ Πολάνυι, Ο μεγάλος μετασχηματισμός, εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2001, σσ. 78-102.
[9] Θανάσης Αλεξίου, όπ.π. σ. 126.
[10] Βλ. σχ. ταξινόμηση των σταδίων εξέλιξης και συγκρότησης του κράτους-πρόνοιας στο Θεόδωρος Σακελλαρόπουλος, όπ.π., σσ. 34-36.
[11] Θανάσης Αλεξίου, όπ.π. σ. 194.
[12] Zygmunt Bauman, Ζωή για κατανάλωση, εκδόσεις Πολύτροπον, Αθήνα, 2008, σσ. 77-78.
[13] Βλ. σχ. για σχετικές απόψεις των J. Hirsch και R. Miliband στο Παντελής Κυπριανός, «Κράτος Πρόνοιας και κοινωνικές σχέσεις μια κοινωνιολογική προέγγιση», σσ. 145-182 στο Θεόδωρος Σακελλαρόπουλος (επιμ.), όπ.π., από όπου και η φράση του Μίλιμπαντ, σ.152.
[14] Βλ. σχ. ανάλυση στο Σοφία Ν. Αντωνοπούλου, «Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, ο νεοφιλελευθερισμός και η κοινωνία των 2/3», σσ. 107-110 στο Θεοφάνης Πάκος (επιμ.), Κοινωνία των 2/3. Διαστάσεις του Σύγχρονου Κοινωνικού Προβλήματος, Διεθνές Συνέδριο, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Αθήνα, 2001.
[15] Σάββας Ρομπόλης – Μιχάλης Χλέτσος, Η Κοινωνική πολιτική μετά την κρίση του κράτους-πρόνοιας, εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1995, σ. 153
[16] Σωτήρης Χτούρης, «Κοινωνική διαφοροποίηση, κοινωνικές ομάδες και κοινωνική πολιτική», σ. 200, στο Θεόδωρος Σακελλαρόπουλος (επιμ.), όπ.π.
[17] Βλ. σχετ. «Συνταγματικό δικαίωμα η πρόσβαση στο ευρυζωνικό διαδίκτυο στη Φινλανδία», tvxs, Παρ. 02/07/2010 (http://tvxs.gr/news).
[18] Βλ. σχτ σσ. 34-37 του τρέχοντος τεύχους την ομιλία του J. Holloway για μια σχετική συζήτηση.

Μια κοινωνία μέσα στην κοινωνία

Από ομάδα ελευθεριακών κομμουνιστών

Στις 23 και 23 Οκτώβρη, το περιοδικό Ευτοπία [http://www.eutopia.gr] και η ομάδα ελευθεριακών κομμουνιστών [http://eleftheriakoi.blogspot.com] διοργανώνουν διήμερο με τίτλο «Μια κοινωνία μέσα στην κοινωνία». Το διήμερο θα γίνει στη Νομική σχολή.
Σκοπός του διημέρου είναι η διερεύνηση των τρόπων με των οποίων σήμερα ο κοινωνικοαπελευθερωτικός λόγος και πράξη μπορούν να έχουν ένα τέτοιο κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο, ώστε να αποτελούν μία ουσιαστικά επιδρώσα παράμετρο στις συνθήκες του σύγχρονου κοινωνικού ανταγωνισμού. Αν το πολιτικό σε κάνει να βλέπεις μπροστά, το κοινωνικό σε κάνει να προχωράς. Η σύνδεσή τους ασφαλώς οφείλει να είναι διαρκής, ώστε η διελκυστίνδα μεταξύ μιας γενικόλογης επαναστατικής φρασεολογίας και ενός άνευρου εναλλακτισμού να μην αντικαθιστά την παρουσία και δράση ενός πραγματικού ανταγωνιστικού κινήματος.
Το θέμα της πρώτης μέρας είναι ταυτόσημο με τον τίτλο του διημέρου. Βασικός ομιλητής είναι ο σύντροφος Andrea Papi. O Andrea Papi έχει συχνή παρουσία με κείμενά του στις σελίδες των ιταλικών περιοδικών Rivista Anarchica και Libertaria, ενώ ορισμένα από αυτά έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις της Ελευθεριακής Κουλτούρας, το περιοδικό Μαύρο Πιπέρι και την Ευτοπία. Ουσιαστικά, σ’ αυτήν την πρώτη μέρα, το ζητούμενο είναι οι τρόποι παρέμβασης των αναρχικών-ελευθεριακών στο κοινωνικό για τη γείωση του ελευθεριακού προτάγματος στους κοινωνικούς τόπους. Η επίθεση που δεχόμαστε με αφορμή την οικονομική κρίση καθιστά το πεδίο του κοινωνικού όλο και πιο κομβικό ως προς την διαμόρφωση ενός άλλου δρόμου, πλήρως αντίθετου από εκείνον της καπιταλιστικής ολοκληρωτικής βαρβαρότητας.
Το θέμα της δεύτερης μέρας είναι «Η τοπικότητα, οι κοινωνικοί αγώνες και το ελευθεριακό πρόταγμα σήμερα». Η εισήγηση σ’ αυτήν τη συζήτηση θα γίνει από την ομάδα ελευθεριακών κομμουνιστών. Η σύνδεση των παραπάνω εννοιών δεν μπορεί παρά να γίνεται στη σφαίρα του πολιτικού. Είναι συνεπώς τα δρώντα πολιτικά υποκείμενα εκείνα που οφείλουν να προσδιορίσουν την αξία, τη σχέση και την αλληλοσύνδεσή τους.
Σήμερα, οφείλουμε να ανασυγκροτήσουμε τις δυνάμεις μας επιχειρώντας να βρισκόμαστε με καλύτερους όρους στις αντιστάσεις που θα αναφανούν ή να αναδείξουμε νέες ουσιαστικές αντιστάσεις. Ζητούμενο όμως οφείλει να είναι η σαφήνεια και ενδυνάμωση του πολιτικού λόγου στο σήμερα να προκύπτει μέσα από την πραγματική αντιμετώπιση των μείζονων ζητημάτων που έχουν ανακύψει και τον καλύτερο δυνατό συντονισμό των δυνάμεων που ομονοούν.

συντροφικά

περιοδικό Ευτοπία - ομάδα ελευθεριακών κομμουνιστών

Αστικός Ζαπατισμός (Zapatismo Urbano)

του John Holloway
Ινστιτούτο Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών ΕπιστημώνΑυτόνομο Πανεπιστήμιο της Πουέμπλα, Μεξικό
Αναδημοσίευση από ratnet

Ι
Δεν είμαι ένας ντόπιος χωρικός. Πιθανότατα ούτε εσύ, αγαπητέ αναγνώστη, είσαι ένας ντόπιος χωρικός. Παρόλα αυτά αυτό το άρθρο αφορά μια εξέγερση ιθαγενών αγροτών.
Οι Ζαπατίστας της Τσιάπας είναι αγρότες. Οι περισσότεροι από εμάς που γράφουμε και διαβάζουμε αυτό το περιοδικό είμαστε «πρωτευουσιάνοι». Οι εμπειρίες μας απέχουν πολύ απ’ αυτές των Ζαπατίστας της Τσιάπας. Οι συνθήκες της ζωής μας είναι πολύ διαφορετικές από εκείνες των Ζαπατίστας της Τσιάπας και οι μορφές της πάλης μας, επίσης. Ωστόσο, o απόηχος της εξέγερσης των Ζαπατίστας στις πόλεις ήταν τεράστιος. Γιατί; Τι σημαίνει ο Ζαπατισμός για τις πόλεις;
Υπήρξαν δύο μορφές αντίδρασης στις πόλεις. Η πρώτη ήταν αντίδραση αλληλεγγύης: ο αγώνας των ιθαγενών της Τσιάπας είναι ένας δίκαιος αγώνας και θα του παρέχουμε όση υλική και πολιτική υποστήριξη μπορούμε. Ωστόσο, η αλληλεγγύη ορίζει τον αγώνα ως «αγώνα τους» και «αυτούς» ως ινδιάνους που ζουν στην Τσιάπας. Δεν υποτιμώ αυτή την αντίδραση αλλά δεν είναι αυτή που με ενδιαφέρει εδώ.
Η δεύτερη αντίδραση προχωράει πιο πέρα. Σ’ αυτή την περίπτωση, δεν πρόκειται για ζήτημα αλληλεγγύης στον αγώνα των άλλων αλλά για την κατανόηση ότι οι Ζαπατίστας και εμείς παίρνουμε μέρος στον ίδιο αγώνα. Οι Ζαπατίστας της Τσιάπας δεν μας παρέχουν ένα μοντέλο το οποίο μπορούμε να εφαρμόσουμε στον δικό μας αγώνα, αλλά βλέπουμε τις μορφές πάλης τους ως έμπνευση για την ανάπτυξη των δικών μας αντίστοιχων τρόπων. Μ’ αυτή την έννοια μπορούμε να μιλήσουμε για την εξάπλωση του Ζαπατισμού στις πόλεις, την ανάπτυξη ενός αστικού Ζαπατισμού για τον οποίο ο EZLN δεν αποτελεί πρότυπο αλλά σταθερό σημείο αναφοράς.
Δεν υπάρχει γραμμική εξέλιξη εδώ. Δεν μιλάμε για την εξάπλωση μιας οργάνωσης (παρόλο που η εξάπλωση του Μετώπου των Ζαπατίστας μέσα στο Μεξικό αποτελεί μέρος της διαδικασίας). Ούτε είναι στ’ αλήθεια ζήτημα εξάπλωσης της επιρροής από την Τσιάπας. Ούτε οι αποφάσεις του EZLN επηρεάζουν τους αγώνες στη Ρώμη ή στο Μπουένος Άιρες. Είναι περισσότερο ζήτημα συνήχησης και έμπνευσης. Η εξέγερση των Ζαπατίστας είχε μια τεράστια απήχηση στις πόλεις όλου του κόσμου επειδή τα θέματα που ο EZLN θέτει και ο προσανατολισμός που προτείνει συμβαδίζει με τους προβληματισμούς και τις κατευθύνσεις των ανθρώπων στις πόλεις. Υπήρξαν μια σταθερή πηγή έμπνευσης επειδή διαμόρφωσαν με συγκεκριμένη σαφήνεια (όχι μόνο στα μηνύματά τους αλλά και στις πράξεις τους) κατευθύνσεις και θέματα που ήδη ήταν παρόντα στους αστικούς αγώνες.
Ο στόχος της συζήτησης για τον αστικό Ζαπατισμό είναι διττός. Από τη μια πλευρά είναι ένας τρόπος να εστιάζουμε περισσότερο στη διαδικασία. Τι είναι αυτή η συνήχηση; Είναι μια φανταστική ή πραγματική συνήχηση; Ποιες είναι οι διαφορές του Ζαπατισμού στις πόλεις και του Ζαπατισμού στις αγροτικές περιοχές; Ποια είναι τα πρακτικά προβλήματα για την ανάπτυξη τέτοιων πολιτικών στις πόλεις;
Κατά δεύτερον, η συζήτηση για τον αστικό Ζαπατισμό είναι ένας τρόπος να μιλήσει κανείς για τον Ζαπατισμό σαν πρόκληση. Οι Ζαπατίστας δεν ζητούν την συμπάθεια και την αλληλεγγύη μας. Ο εορτασμός των δέκα ή των είκοσι χρόνων του ΕΖLΝ δεν θα έπρεπε να είναι μια γιορτή γι’ αυτούς αλλά μια πρόκληση για εμάς. Μας ζητούν να συμμετέχουμε στον αγώνα για έναν κόσμο αξιοπρέπειας. Πώς θα το κάνουμε αυτό, εμείς που ζούμε στις πόλεις, εμείς που γράφουμε και διαβάζουμε αυτό το περιοδικό;

ΙΙ
Η εξέγερση των Ζαπατίστας υπήρξε ένα θεμελιακό σημείο αναφοράς για τους αστικούς αγώνες των τελευταίων δέκα χρόνων. Παρόλα αυτά υπάρχουν εμφανείς διαφορές στις συνθήκες και τις μορφές του αγώνα. Εμείς που ζούμε στις πόλεις και κοιτάζουμε τους Ζαπατίστας δεν είμαστε οργανωμένοι σε ένοπλο στρατό. Δεν ζούμε μέσα στις υποστηρικτικές κοινοτικές δομές που υπάρχουν στην Τσιάπας. Δεν έχουμε γη στην οποία μπορούμε να καλλιεργήσουμε βασικά είδη διατροφής απαραίτητα για την επιβίωσή μας και δεν είμαστε, στο σύνολο μας, συνηθισμένοι στα επίπεδα της απόλυτης φτώχειας που αποτελούν καθημερινή εμπειρία για τους Ζαπατίστας της Τσιάπας.
Υπάρχουν πλευρές της εξέγερσης των Ζαπατίστας που δεν είχαν καμία απήχηση στις πόλεις. Εμείς οι αστικοί Ζαπατίστας, γενικά, δεν θέλουμε να οργανωθούμε σε ένοπλο στρατό και συχνά απορρίπτουμε τον μιλιταρισμό ως μορφή οργάνωσης και πλαίσιο πάλης. Στις πρόσφατες συζητήσεις στην Ιταλία οι Ζαπατίστας αναφέρθηκαν ακόμα και ως παράδειγμα στα επιχειρήματα για την πλήρη απόρριψη της βίας. Η άλλη έποψη του Ζαπατισμού της Τσιάπας που βρήκε ελάχιστη απήχηση στις πόλεις είναι η χρήση των εθνικών συμβόλων, της εθνικής σημαίας, το παίξιμο του εθνικού ύμνου. Το αστικό Ζαπατιστικό κίνημα δεν είναι εθνικιστικό και σε πολλές περιπτώσεις είναι βαθιά αντι-εθνικιστικό. Δεν είναι τόσο ένα διεθνιστικό κίνημα όσο ένα παγκόσμιο κίνημα, ένα κίνημα πάλης για το οποίο σημείο αναφοράς αποτελεί ο παγκόσμιος καπιταλισμός και όχι το έθνος-κράτος.
Ποιες λοιπόν ήταν οι πλευρές της εξέγερσης των Ζαπατίστας που βρήκαν απήχηση στις πόλεις του κόσμου; Η πιο εμφανής ήταν το καθαρό γεγονός της επανάστασης, το γεγονός ότι οι Ζαπατίστας εξεγέρθηκαν όταν ο καιρός της επανάστασης φαινόταν να έχει περάσει, το "Ya Basta!" τους σε έναν κόσμο που είναι τόσο εμφανώς αισχρός.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι επίσης ότι αυτό το "Ya Basta!" στρέφεται ενάντια σε μια Αριστερά που είναι ξεπερασμένη, δύσκαμπτη και αλλοτριωμένη. Είναι η απόρριψη της επαναστατικής πρωτοπορίας και του κρατικιστικού ρεφορμισμού, η απόρριψη του κόμματος ως μορφή οργάνωσης και επιδίωξης της εξουσίας ως σκοπού.
Η απόρριψη των παλιών μορφών των αριστερών πολιτικών μας αφήνουν με ένα τεράστιο ερωτηματικό, που από μόνο του είναι σημαντικό. Η φράση των Ζαπατίστας «προχωράμε ακούγοντας» απαιτεί μια συγκεκριμένη συνήχηση, επειδή σημαίνει πως έχουμε συνείδηση ότι δεν γνωρίζουμε τον δρόμο μπροστά μας. Ο κόσμος γύρω μας μάς κάνει να ουρλιάζουμε, αλλά πού θα πάμε με την κραυγή μας, τι θα κάνουμε με την κραυγή μας; Η πολιτική της εξέγερσης είναι μια πολιτική αναζήτησης – όχι της σωστής γραμμής, αλλά κάποιου τρόπου να προχωρήσουμε μπροστά, κάποιου τρόπου να κάνουμε την κραυγή μας αποτελεσματική. Δεν υπάρχει το κόμμα για να μας δείξει ποιο δρόμο πρέπει να πάρουμε, έτσι πρέπει να τον βρούμε μόνοι μας.
Η πολιτική της ερώτησης οδηγεί σε συγκεκριμένες μορφές οργάνωσης. Οι οργανωτικές μορφές των Ζαπατίστας της Τσιάπας χαρακτηρίζονται από μια ένταση, όπως οι ίδιοι τονίζουν. Αυτή είναι η ένταση που συγκεντρώνεται στην αρχή του «κυβερνώ υπακούοντας». Από την μια πλευρά έχουν οργανωθεί σε στρατό, με όλα όσα αυτό σημαίνει και με όρους κάθετης ιεραρχίας. Από την άλλη πλευρά, ο στρατός υπόκειται στον έλεγχο των συμβουλίων των χωριών, όπου η συζήτηση και η συναίνεση είναι οι βασικές αρχές.
Η απόρριψη του κόμματος ως μορφή οργάνωσης σήμανε (αναπόφευκτα, ίσως) την αναγέννηση του συμβουλισμού (councilism), την αναγέννηση του συμβουλίου ή της συνέλευσης. Το συμβούλιο είναι ο παραδοσιακός τρόπος της έκφρασης εξέγερσης και εμφανίζεται ξανά και ξανά στις εξεγέρσεις, από την Παρισινή Κομμούνα μέχρι τα Συμβούλια Γειτονιάς της πρόσφατης εξέγερσης στην Αργεντινή. Είναι ένας εκφραστικός τρόπος οργάνωσης, που ψάχνει να αρθρώσει τον θυμό και τις ανησυχίες όσων συμμετέχουν. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη μορφή του κόμματος, που δεν είναι εκφραστική αλλά θεσμική, σχεδιασμένη να πραγματώσει το στόχο της κατάκτησης της κρατικής εξουσίας. Ως εκφραστική μορφή, το συμβούλιο τείνει να έχει οριζόντιες δομές, να ενθαρρύνει την ελεύθερη συμμετοχή όλων και να στοχεύει στην επίτευξη της συναίνεσης όσον αφορά τις αποφάσεις. Υπ’ αυτό το πρίσμα, το συμβούλιο δεν είναι τόσο μια τυπική δομή όσο ένας οργανωτικός προσανατολισμός. Αυτός ο οργανωτικός προσανατολισμός –έμφαση στην οριζοντιότητα, ενθάρρυνση της έκφρασης των αναζητήσεων των ανθρώπων, είτε είναι «επαναστατικές» ή «πολιτικές» είτε όχι– έχει γίνει βασικό χαρακτηριστικό του πρόσφατου κύματος της αστικής πάλης: όχι μόνο από τα Συμβούλια Γειτονιάς στην Αργεντινή, αλλά και από κάποιες ομάδες piquetero, από τις Μητέρες της Plaza de Mayo, από τα Κοινωνικά Κέντρα της Ρώμης, του Μιλάνου και του Τορίνου, γενικά από το κίνημα «για έναν άλλον κόσμο».
Ο Συμβουλισμός σχετίζεται με το ζήτημα της κοινότητας. Στις περιοχές των Ζαπατίστας στην Τσιάπας η κοινότητα υφίσταται, όχι σαν εξιδανικευμένο ειδύλλιο, αλλά απλώς επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι του χωριού γνωρίζονται μεταξύ τους μια ζωή και επειδή έχουν καθιερώσει πρακτικές να δουλεύουν και να αποφασίζουν από κοινού. Στις πόλεις, συχνά υπάρχει ελάχιστη αίσθηση της κοινότητας. Οι άνθρωποι που δουλεύουν μαζί δεν ζουν απαραίτητα κοντά, και οι άνθρωποι που ζουν κοντά συνήθως δεν έχουν καμιά επαφή μεταξύ τους. Η κραυγή διαμαρτυρίας που αισθανόμαστε συνήθως βιώνεται σαν μια απομονωμένη και απελπισμένη κραυγή, μια κραυγή που στην καλύτερη περίπτωση μοιραζόμαστε με μια χούφτα φίλων. Η (αν)οικοδόμηση των κοινοτικών δεσμών έχει, επομένως, καταστεί, κεντρικό σημείο ενδιαφέροντος του κινήματος στις πόλεις. Η δημιουργία κοινωνικών κέντρων ή εναλλακτικών cafι, ο συγχρωτισμός ανθρώπων σε ανεπίσημα και εναλλακτικά κινήματα δημιουργεί νέα πρότυπα ανάπτυξης συμβουλιστικών μορφών οργάνωσης.
Ίσως η βασική πρόκληση του αστικού Ζαπατισμού είναι η πρόκληση της αυτονομίας. Η Αυτονομία είναι απλώς η άλλη πλευρά του να πούμε ότι θέλουμε να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία. Η απόρριψη της επιδίωξης της κρατικής εξουσίας σημαίνει την απόρριψη του κόμματος ως μορφή οργάνωσης (θεωρώντας το κόμμα ως μια κρατικά-προσανατολισμένη μορφή οργάνωσης). Αλλά σημαίνει ακόμη περισσότερα από αυτό. Σημαίνει επίσης αλλαγή στον τρόπο κατανόησης της κοινωνικής σύγκρουσης ή της ταξικής πάλης. Η παραδοσιακή αντίληψη βλέπει την ταξική πάλη σαν πάλη για την εξουσία, μια πάλη για την εξουσία που απαραίτητα καθορίζει τα θέματα, τον ρυθμό και τις μορφές της πάλης. Η σύγκρουση είναι τότε ο άξονας της κοινωνικής πάλης. Αν, ωστόσο, πούμε ότι δεν θέλουμε να καταλάβουμε την εξουσία, τότε η όλη ιδέα της πάλης μετατοπίζεται. Αυτό που είναι πλέον κεντρικό δεν είναι η σύγκρουση με την άλλη πλευρά (κεφάλαιο) αλλά η οικοδόμηση του δικού μας κόσμου. Προσπαθούμε να εστιάσουμε στη δική μας πράξη, να σπρώξουμε τη σύγκρουση προς την άλλη πλευρά. Κι αυτό αποτελεί ταξική πάλη, κι αυτό αποτελεί σύγκρουση με το κεφάλαιο (αναπόφευκτα, αφού το κεφάλαιο είναι η επιβολή ενός αλλότριου ελέγχου πάνω στην δική μας δραστηριότητα). Αλλά αναλαμβάνουμε εμείς την πρωτοβουλία, στο μέτρο που είναι δυνατόν, καθορίζουμε εμείς τα ζητήματα που μας απασχολούν. Κάνουμε το κεφάλαιο να ακολουθεί τη δική μας ημερήσια διάταξη, κι έτσι γίνεται φανερό πως η επιθετικότητα προέρχεται από αυτούς, όχι από εμάς. Δεν μπορούμε να είμαστε αυτόνομοι σε μια καπιταλιστική κοινωνία, αλλά μπορούμε να σπρώξουμε τα όρια της αυτονομίας μας όσο γίνεται πιο μακριά. Το κεφάλαιο είναι η άρνηση της αυτονομίας, η αέναα επαναλαμβανόμενη άρνηση του αυτό-προσδιορισμού μας. (Ως μέρος αυτού, το κράτος είναι η αέναα επαναλαμβανόμενη άρνηση του συμβουλίου). Αν θεωρήσουμε τη σύγκρουση ως άξονα της πάλης, τότε θεωρούμε δεδομένη και συνεπώς συμμετέχουμε σ’ αυτήν την άρνηση. Με το να κάνουμε τη δική μας δημιουργικότητα (τη δική μας δύναμη-να-πράττουμε) κέντρο του κινήματος, το κεφάλαιο αποκαλύπτεται ως παράσιτο, εξαναγκάζεται να τρέχει συνέχεια πίσω μας. Αυτό πήρε μορφή στις Caracoles, τους χώρους των Επιτροπών Καλής Διακυβέρνησης των Ζαπατίστας, όπου περιφρονούν το κράτος, γυρίζουν την πλάτη στο κράτος, χωρίς να απαιτούν τίποτε από αυτό, χωρίς να αντιπαρατίθενται ανοιχτά με αυτό, απλώς κάνοντας το δικό τους.
Αλλά το να κάνουμε το δικό μας, το να αναπτύξουμε τη δική μας δημιουργικότητα δεν είναι το ίδιο στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Δεν κατέχουμε γη στην οποία μπορούμε να καλλιεργήσουμε ακόμη και τα πιο βασικά προϊόντα διατροφής. Ίσως είναι δυνατό να καταλάβουμε γη για τέτοιους σκοπούς (όπως κάποιες ομάδες piquetero στην Αργεντινή έχουν αρχίσει να κάνουν) αλλά για τις περισσότερες ομάδες πόλης αυτό δεν αποτελεί πιθανή εναλλακτική. Προκειμένου να αναπτύξουμε την αυτονομία μας εξαναγκαζόμαστε σε αντιφατικές καταστάσεις, στις οποίες είναι πολύ καλύτερο να αναγνωρίζουμε τις αντιφάσεις παρά να τις ψευτομπαλώνουμε, όπως ακριβώς οι Ζαπατίστας της Τσιάπας είχαν την αρετή να αναγνωρίζουν από την αρχή την αντίφαση της στρατιωτικής οργάνωσης σε ένα κίνημα για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Οι αυτόνομες ομάδες πόλης επιβιώνουν στη βάση είτε κρατικών επιδομάτων (που μερικές φορές επιδιώκονται από τους ίδιους, όπως στην περίπτωση των piqueteros που χρησιμοποιούν τα οδοφράγματα ως μέσο πίεσης προς την κυβέρνηση για παροχή οικονομικής ενίσχυσης στους ανέργους) είτε ενός μικτού καθεστώτος πόρων που προέρχονται από περιστασιακά ή τακτικά εργαζόμενους και κρατικά επιδόματα. Επομένως, πολλές ομάδες πόλεις αποτελούνται από ένα μείγμα ανθρώπων που έχουν τακτική απασχόληση, ανθρώπων που από επιλογή ή από ανάγκη έχουν μερική ή περιστασιακή απασχόληση και ανθρώπων που (πάλι από επιλογή ή ανάγκη) είναι άνεργοι και εξαρτώνται συχνά από κρατικά επιδόματα ή κάποιου είδους οικονομική δραστηριότητα για να επιβιώσουν. Αυτές οι διαφορετικές μορφές εξάρτησης από δυνάμεις που δεν ελέγχουμε (από το κεφάλαιο) δημιουργούν προβλήματα και περιορισμούς που πρέπει να αναγνωρίζονται. Την ίδια στιγμή, η σημασία αυτών των περιορισμών εξαρτάται από τη συλλογική δύναμη αυτών των ομάδων: οι piqueteros, για παράδειγμα, επέβαλαν την οικονομική ενίσχυση από τα κρατικά επιδόματα με οδοφράγματα και την διαχειρίζονται οι ίδιοι.
Όλες αυτές οι διαφορετικές μορφές εξάρτησης από το κεφάλαιο επιβάλλονται από την ιδιοκτησία, επειδή όλος ο πλούτος που παράγεται από τον άνθρωπο έχει παγιωθεί στη μορφή της ιδιοκτησίας που μας εναντιώνεται και μας αποκλείει. Το όριο του αυτόνομου αυτο-προσδιορισμού μας εμφανίζεται με τη μορφή της ιδιοκτησίας, πίσω από την οποία στέκονται οι δυνάμεις του νόμου και της τάξης που προστατεύουν την ιδιοκτησία. Φαίνεται, λοιπόν, ότι εξαναγκαζόμαστε πάλι στη λογική της σύγκρουσης στην οποία χάνουμε την πρωτοβουλία ή στην οποία είμαστε αναγκασμένοι να εστιάσουμε στην κατάληψη της εξουσίας ώστε να ελέγξουμε την αστυνομία και να αλλάξουμε τους νόμους περί της ιδιοκτησίας. Αν αποκλείσουμε αυτή την πορεία (επειδή απλώς ο έλεγχος του κράτους τείνει να γίνει έλεγχος από το κράτος) πώς μπορούμε να προχωρήσουμε; Πιθανώς, με την απο-φετιχοποίηση της ιδιοκτησίας, με το να θεωρήσουμε ότι η ιδιοκτησία δεν κάτι παγιωμένο αλλά μια συνεχή διαδικασία ιδιοποίησης, ένα ρήμα και όχι ένα ουσιαστικό. Σ’ αυτή την περίπτωση, το πρόβλημα δεν είναι να εννοιολογήσουμε τη δική μας δράση με όρους πρόκλησης απέναντι στην ιδιοκτησία, αλλά να εστιάσουμε στην δική μας κατασκευή ενός εναλλακτικού κόσμου και να σκεφτούμε πώς θα αποφύγουμε την καπιταλιστική ιδιοποίηση των προϊόντων του δικού μας πράττειν.
Τα προβλήματα που εμφανίζονται, όλα υποδεικνύουν τον κίνδυνο σύγχυσης ανάμεσα στην έμφαση στην αυτονομία και στην αντίληψη της μικροπολιτικής. Η έννοια της αυτονομίας, όπως κατανοείται εδώ, υποδεικνύει την κεντρικότητα του δικού μας πράττειν και την ανάπτυξη της δικής μας δύναμης-να-πράττουμε: αν δούμε τον κόσμο από αυτήν την προοπτική, τότε είναι ξεκάθαρο ότι το κεφάλαιο είναι ένα παράσιτο και ότι οι λεγόμενοι «ηγέτες» τρέχουν πίσω μας συνεχώς προσπαθώντας να ιδιοποιηθούν τα αποτελέσματα του δημιουργικού μας πράττειν. Το πρόβλημα της επανάστασης είναι να αποτινάξει αυτά τα παράσιτα, να τα αποτρέψει από την ιδιοποίηση της δημιουργικότητάς μας και των αποτελεσμάτων της, να τα καταστήσει άπραγα. Αυτή η πάλη δεν απαιτεί κάποια κεντρική οργάνωση (και οπωσδήποτε κανενός είδους προσανατολισμό προς το κράτος) αλλά η δύναμή της εξαρτάται από τον μαζικό χαρακτήρα. Αυτό που μπορεί να πετύχει μια ομάδα εξαρτάται ξεκάθαρα από την δύναμη συνολικά ενός κινήματος που πιέζει προς την ίδια ή παρόμοια κατεύθυνση. Η δύναμη αυτών των αποσπασματικών ομάδων εξαρτάται από τη δύναμη του κινήματος, όπως η δύναμη του κινήματος εξαρτάται από τη δύναμη των ομάδων που το αποτελούν.

III
Όταν σκεφτόμαστε την επανάσταση, ερχόμαστε αντιμέτωποι με το έργο της διάλυσης της Πραγματικότητας. Ο μετασχηματισμός του κόσμου σημαίνει τη μετακίνηση από έναν κόσμο που κυβερνιέται από την αντικειμενική πραγματικότητα σε έναν κόσμο στον οποίο η υποκειμενική δημιουργικότητα είναι το κέντρο, στον οποίο η ανθρωπότητα αποτελεί «τον πραγματικό της ήλιο». Ο αγώνας για έναν τέτοιο κόσμο σημαίνει μια συνεχή διαδικασία κριτικής, μια διαδικασία υπονόμευσης της αντικειμενικότητας της πραγματικότητας και φανέρωσης πως η ύπαρξή της εξαρτάται αποκλειστικά από την υποκειμενική δημιουργία. Ο αγώνας μας είναι ένας αγώνας ενάντια στον κόσμο-που-είναι, ενάντια στους κανόνες της λογικής του που μας λένε πως δεν-υπάρχει-εναλλακτική, ενάντια στη γλώσσα του πεζού λόγου που κλείνει τους ορίζοντές μας.
Η ποίηση της εξέγερσης των Ζαπατίστας (των λόγων και των έργων τους) δεν είναι στοιχείο περιφερειακό του κινήματός τους ούτε εξωτερική διακόσμηση ενός στη βάση του σοβαρού κινήματος, αλλά στοιχείο κεντρικό σ’ ολόκληρο τον αγώνα τους. Το γεγονός ότι οι Ζαπατίστας της Τσιάπας (και σε κάποιο βαθμό και άλλα Λατινοαμερικάνικα κινήματα ιθαγενών) έχουν τέτοια απήχηση στους αστικούς αγώνες σε όλο τον κόσμο έχει μεγάλη σχέση με τη γλώσσα που χρησιμοποιούν. Δεν είναι απλώς θέμα ωραίων λέξεων ή των αναμφίβολων λογοτεχνικών δεξιοτήτων του Marcos. Πάνω απ’ όλα είναι το γεγονός ότι προσφέρουν έναν άλλο τρόπο θέασης του κόσμου, ένα όραμα που σπάει την κυρίαρχη λογική του δεν-υπάρχει-εναλλακτική. Η ποίηση (και άλλες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης) προορίζονται να παίξουν έναν κεντρικό ρόλο στην αντικαπιταλιστική πάλη: ποίηση όχι ως όμορφες λέξεις αλλά ως πάλη ενάντια στην πεζογραφική λογική του κόσμου, ποίηση ως το κάλεσμα ενός κόσμου που ακόμη δεν υπάρχει.
Είναι αυτός ένας επικίνδυνος ρομαντισμός; Οδηγούν οι Ζαπατίστας ασυναίσθητα την επαναστατική νεολαία του κόσμου σε μορφές δράσης που είναι επικίνδυνα ανεδαφικές; Πρόσφατα, με την ευκαιρία του 10/20 εορτασμού τους, οι Ζαπατίστας υπογράμμισαν την κεντρική σημασία της οργάνωσης στον αγώνα τους: είναι αυτός ένας τρόπος να αντιστρέψουμε την εντύπωση ότι ο αγώνας τους είναι απλώς ποίηση, απλώς η δύναμη του κόσμου;
Ίσως υπάρχει ένα στοιχείο ρομαντισμού στην απήχηση του αγώνα των Ζαπατίστας. Μερικές φορές, για τους υποστηρικτές των Ζαπατίστας που επισκέπτονται τις ζαπατιστικές κοινότητες στην Τσιάπας υπάρχει αδιαμφισβήτητα μια σύγκρουση ανάμεσα στις προσδοκίες τους και την πραγματικότητα της εμπειρίας τους. Ωστόσο, δεν είναι αυτό το θέμα. Αυτοί που εμπλέκονται ενεργά στον αγώνα, είτε στις πόλεις είτε στην ύπαιθρο, έχουν επίγνωση των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν και της σημασίας της οργάνωσης. Η ποίηση των Ζαπατίστας δεν απομακρύνει τους ανθρώπους από το ζήτημα της οργάνωσης. Αυτό που κάνει μάλλον είναι να ανοίξει τις προοπτικές σε έναν κόσμο που φαίνεται τόσο τρομερά κλειστός. Ακόμη περισσότερο, προτείνει μορφές δράσης που σπάνε τη λογική του κεφαλαίου και καθιστούν δυσκολότερη για το κεφάλαιο την ενσωμάτωση στη σύσταση της κυριαρχίας.
Η κατηγορία κατά του ρομαντισμού στην πραγματικότητα σχετίζεται με το ζήτημα της εξουσίας. Ο «ρεαλισμός» ταυτίζεται με μια προοπτική που επικεντρώνει στην εξουσία και βλέπει την οργάνωση και τη δράση ως εργαλεία για την επίτευξη συγκεκριμένων αλλαγών (είτε μικρότερων είτε ριζικών κοινωνικών αλλαγών). Αλλά αυτή η προοπτική του πραγματισμού αποτυγχάνει να δει ότι η εργαλειακή προσέγγιση οδηγεί στην υιοθέτηση μορφών δράσης και οργάνωσης που εξουδετερώνουν και ακινητοποιούν το κίνημα για αλλαγή. Είναι ακριβώς επειδή ο εργαλειακός ρεαλισμός έχει αποτύχει να κατορθώσει το στόχο της ριζικής κοινωνικής αλλαγής που οι άνθρωποι παντού έχουν στραφεί μακριά από αυτή την προσέγγιση, σε μορφές δράσης που είναι περισσότερο εκφραστικές παρά εργαλειακές. Μέρος αυτού αποτελεί και το γεγονός ότι έχουν στραφεί μακριά από το στόχο της κατάληψης της κρατικής εξουσίας και μακριά από το κόμμα ως οργανωτική μορφή. Η ποίηση του κινήματος είναι μέρος της ίδιας διαδικασίας. Θα αποδειχθεί άραγε πιο ρεαλιστικός αυτός ο ποιητικός ρομαντισμός απ’ ότι ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός που προηγήθηκε; Δεν το γνωρίζουμε. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι ο ρεαλισμός της πολιτικής εξουσίας απέτυχε να κατορθώσει την ριζική κοινωνική αλλαγή και ότι η ελπίδα βρίσκεται στη διάρρηξη της πραγματικότητας, στη δημιουργία της δικής μας πραγματικότητας, της δικής μας λογικής, της δικής μας γλώσσας, των δικών μας χρωμάτων, της δικής μας μουσικής, του δικού μας χρόνου, του δικού μας χώρου. Αυτός είναι ο πυρήνας του αγώνα όχι μόνο εναντίον «τους» αλλά εναντίον του εαυτού μας, αυτός είναι ο πυρήνας της συνήχησης των Ζαπατίστας.

Αναφορές
Aubenas, Florence and Benasayag, Miguel. 2002. Résister, c’est créer. Paris: La Décoverte.
Colectivo Situaciones/ MTD Solano. 2002. La Hipótesis 891: Más Allá de los Piquetes. Buenos Aires: Ediciones de Mano en Mano.
Holloway, John. 1998. “Dignity’s Revolt.” στο Holloway and Peláez (1998),σσ. 159-198.
Holloway, John. 2002. Change the World without taking Power (London: Pluto)[Ελλ. έκδ.: Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία, μτφ. Άννα Χόλογουεη, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2008)
Holloway, John and Peláez, Eloína (επιμ). 1998. Zapatista! Reinventing Revolution in Mexico. London: Pluto.
Marx, Karl. 1975. “Introduction to the Contribution to the Critique of Hegel’s Philosophy of Law,” στο Marx Engels Collected Works, Vol. 3(London: Lawrence and Wishart), pp. 175-187
Ouviña, Hernán. 2003. “Las Asambleas barriales: apuntes a modo de hipótesis de trabajo” Bajo el Volcαn (Puebla), σσ. 59-72
Zibechi Raúl. 2003. La Genealogia de la Revuelta. Argentina: La sociedad en movimiento. La Plata: Letra Libre.

Δημοσιεύτηκε στο: John Holloway (2005) ,“Zapatismo Urbano”, Humboldt Journal of Social Relations, 29:1, 168-178.

Είναι διαθέσιμο στο ίντερνετ: http://accionzapatista.net/documents/hjsr/HollowayZapatismoUrbano.pdf

Μετάφραση: ratnet, 2010
http://ratnet-blog2.blogspot.com/2010/10/zapatismo-urbano.html

Οι «κηπουροί» του απαρτχάιντ

Το ρεπορτάζ στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του γνωστού για την «ευαισθησία του σε ζητήματα περιβάλλοντος» τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ (Τετάρτη, 29/9/2010) μας πληροφόρησε, με ασυγκράτητο ως συνήθως ενθουσιασμό, για μια «πρωτότυπη πρωτοβουλία κατοίκων» του Κεραμεικού και του Μεταξουργείου, της ιστορικής περιοχής στο κέντρο της Αθήνας, που έχει προ πολλού μπει στο στόχαστρο διάφορων επενδυτικών συμφερόντων του real estate λόγω των πρόσφορων στην εκμετάλλευση χαρακτηριστικών της (ρυμοτομία, στρατηγική θέση, διαθέσιμο κτιριακό απόθεμα κ.λπ.).
Δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται κάτι τέτοιο. Τα βαποράκια της «ενημέρωσης» του συγκροτήματος Αλαφούζου έχουν εδώ και καιρό αναλάβει κατ' αποκοπή το έργο της διακίνησης των αναπτυξιακών οραμάτων του παρασιτικού κεφαλαίου, που χρησιμοποιεί (ανεπιτυχώς έως τώρα) διάφορες μεθόδους για να προσελκύσει εύπορους πελάτες, πρόθυμους να καταναλώσουν τα ακριβά υποκατάστατα μιας «cool» ζωής στο κέντρο της Αθήνας. Στα αλλεπάλληλα δημοσιεύματα της Καθημερινής και στα ρεπορτάζ του ΣΚΑΪ τα τελευταία χρόνια βρίθουν οι ζοφερές περιγραφές για την «αφόρητη κατάσταση που επικρατεί στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας», ενώ σαν μοναδική αχτίδα φωτός παρουσιάζεται επανειλημμένως η δράση συγκεκριμένων επενδυτών του real estate οι οποίοι, πότε με τη μία και πότε με την άλλη πρωτοβουλία τους, αγωνίζονται σθεναρά προκειμένου να «σώσουν» και να αναζωογονήσουν την περιοχή.
Το εν λόγω ρεπορτάζ του ΣΚΑΪ παρουσίαζε τους «αντάρτες κηπουρούς», κάποιους κατοίκους(;) της περιοχής οι οποίοι, αγανακτισμένοι δήθεν από την αδιαφορία των αρχών για την υποβάθμισή της, πήραν την τύχη της γειτονιάς στα χέρια τους, θέλοντας να «διαμορφώσουν οι ίδιοι ένα ανθρώπινο περιβάλλον» εκεί όπου μέχρι σήμερα βασιλεύει η παρακμή, η εγκατάλειψη και η ανομία.
Τι ακριβώς έκαναν αυτοί οι «αντάρτες κηπουροί»; Όχι σπουδαία πράγματα. Για την ακρίβεια, καθάρισαν ένα οικόπεδο από τα σκουπίδια και τα μπάζα και φύτεψαν («προσωρινά», όπως εμφατικά μας επεσήμανε το ρεπορτάζ προς αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων) μερικά φυτά. Ύστερα κάλεσαν το κανάλι για να επιδείξουν, με τον χαρακτηριστικό στόμφο νεοφώτιστων ζηλωτών του αστικού «αντάρτικου», το μεγαλειώδες «έργο» τους.
Ας μην πάει όμως το μυαλό σας σε κάποιους ανθρώπους οι οποίοι μέσα από διαδικασίες συναπόφασης συγκεντρώθηκαν, κατέλαβαν ένα χώρο, σήκωσαν τα μανίκια και έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά, καθαρίζοντας, σκάβοντας και φυτεύοντας. Οι εξευγενισμένοι «αντάρτες» έφεραν μια μπουλντόζα και κάποιους εργάτες για να κάνουν τη βρώμικη δουλειά της απομάκρυνσης των σκουπιδιών, ενώ μερικοί εθελοντές «προσωρινοί κηπουροί» επιφορτίστηκαν με το σκάλισμα και το φύτεμα. Οι διοργανωτές, οι οποίοι εμφανίστηκαν ως εκπρόσωποι της ΜΚΟ «ΚΜ Πρότυπη Γειτονιά», ανέλαβαν απλώς τις δημόσιες σχέσεις του «αντάρτικου» εγχειρήματος, χρησιμοποιώντας μια κάλπικη ρητορική περί «αυτοοργάνωσης» και «εθελοντικής πρωτοβουλίας», σκορπώντας αστραφτερά χαμόγελα αυταρέσκειας μπροστά στην τηλεοπτική κάμερα που κατέγραφε την «αυθόρμητη» επέμβασή τους.
Φυσικά, δεν παρέλειψαν να τονίσουν σαφώς ότι οι «αντάρτες κηπουροί» είναι «αντάρτες» μέχρις ενός ορίου. Ότι υπάρχει μια απαράβατη κόκκινη γραμμή που δεν θα τολμούσαν ποτέ να περάσουν. Εξ αρχής δήλωσαν ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται για καταλήψεις, οι οποίες θα αμφισβητούσαν έμπρακτα την «ιερή» ιδιοκτησία και θα έδιναν πίσω στην κοινότητα αυτό που πραγματικά της ανήκει, μιας και κάτι τέτοιο θα άνοιγε προφανώς τους ασκούς του Αιόλου, αφού θα έθιγε τους διάφορους ιδιοκτήτες ακινήτων που όπως είναι φυσικό πάνω απ’ όλα νοιάζονται για την αξιοποίηση της περιουσίας τους, την οποία οι ίδιοι έχουν αφήσει να ρημάξει έως ότου κάποιοι, που δρουν εξ ονόματός τους, καταφέρουν να την αναβαθμίσουν, «καθαρίζοντας» την περιοχή από κάθε είδους «σκουπίδια», και να τη μετατρέψουν σε έναν αστικό «παράδεισο» «ήπιας εκμετάλλευσης», με ποδηλατοδρόμους, λοφτς, γκαλερί, πολυχώρους πολιτιστικών δραστηριοτήτων, cool cafe και εστιατόρια, ντιζαϊνάτα ξενοδοχεία, θέατρα και φοιτητικές εστίες.
Και για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η δράση τους επ'ουδενί συνιστά απειλή για την ιδιοκτησία, δηλώνουν ρητώς στην ιστοσελίδα της οργάνωσης ότι «Η ΚΜ Πρότυπη Γειτονιά προγραμματίζει την προσωρινή φύτευση επιλεγμένων κενών οικοπέδων στο ΚΜ. Σκοπός μας είναι ο καθαρισμός και προσωρινή αξιοποίηση όλων των κενών οικοπέδων στην περιοχή κατά τρόπο που να βελτιώνει την ποιότητα ζωής σε αυτή και να διασφαλίζει το δικαίωμα του ιδιοκτήτη για εκμετάλλευσή του οποιαδήποτε στιγμή.» (http://www.kmprotypigeitonia.org/?p=news&id=guerilla-gardening)
Όπως επίσης μάθαμε από το εν λόγω ρεπορτάζ του ΣΚΑΪ, στο χορό μπήκε και η δημοτική αρχή –παραμονές των εκλογών για την τοπική αυτοδιοίκηση γαρ–, δηλώνοντας ότι θα στηρίξει αυτήν την «πρωτότυπη πρωτοβουλία των κατοίκων». Με άλλα λόγια, η «αντάρτικη κηπουρική» προσφέρει ένα καλό άλλοθι στην προεκλογική καμπάνια του Κακλαμάνη, ο οποίος πασχίζει να βγάλει από πάνω του τη ρετσινιά για την προ διετίας καταστροφή του πάρκου Κύπρου και Πατησίων, όταν ανενδοίαστα προσπάθησε να το παραχωρήσει, με σκανδαλώδεις όπως αποκαλύφθηκε όρους, σε ιδιώτες που ήθελαν να το μετατρέψουν σε πάρκινγκ. Ο πονηρός πολιτευτής άρπαξε εν ολίγοις την ανέξοδη ευκαιρία που του δόθηκε, και έσπευσε να επιδείξει την «ευαισθησία» της δημοτικής αρχής για το αστικό περιβάλλον, παρότι είναι προφανές ότι τέτοιου είδους επεμβάσεις είναι μόνο για το θεαθήναι εφόσον δεν λύνουν κανένα πραγματικό πρόβλημα, αντιθέτως, αποτελούν ένα κυριολεκτικά φτηνό υποκατάστατο μιας αποτελεσματικής πολιτικής για την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι στην πλειονότητα είναι χαμηλού εισοδήματος εργαζόμενοι και μετανάστες.
Τέτοιου είδους παρεμβάσεις εντάσσονται στη γενικότερη στρατηγική της εξουσίας και του κεφαλαίου να οικειοποιούνται τις τακτικές και τις μεθόδους των αντισυστημικών, ριζοσπαστικών κινημάτων, με απώτερο στόχο να αμβλύνουν τις συγκρουσιακές αιχμές και την ταξική πόλωση. Εν ολίγοις, δεν είναι παρά προσομοιώσεις των αυθεντικών πρακτικών της αυτοοργανωμένης δράσης, τόσο των αυτόνομων αγώνων στις γειτονιές όσο και του αντιεξουσιαστικού, αντικαπιταλιστικού κινήματος, και μια καρικατούρα της αλληλεγγύης όσων αγωνίζονται πραγματικά ενάντια στις μορφές κράτος, χρήμα, εμπόρευμα, αξία, ενάντια στην εκμετάλλευση, την αυθεντία, τον ρατσισμό και την πατριαρχία.

Η όλη ιστορία της «αντάρτικης κηπουρικής» θα ήταν προφανώς για γέλια, ως μια αστεία απόπειρα κάποιων «ευαισθητοποιημένων» αστών να επενδύσουν τον καθώς πρέπει «ακτιβισμό» τους με μια κούφια ρητορική για την δήθεν από-τα-κάτω επανοικειοποίηση του δημόσιου χώρου, αν δεν είχε και μια άλλη, σκοτεινή (και κυριολεκτικά φασίζουσα) πτυχή.
Η ίδια ΜΚΟ, τα μέλη της οποίας κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να δείξουν πόσο κόπτονται για την περιβαλλοντική αναβάθμιση της περιοχής και την ποιότητα ζωής των κατοίκων της, ανέλαβε μία ακόμη φαεινή πρωτοβουλία: διοργάνωσε συνάντηση για «διάλογο» επιχειρηματιών και κατοίκων με την αστυνομία σε κεντρικό ξενοδοχείο του Μεταξουργείου, προκειμένου να τεθεί επί τάπητος το πρόβλημα της ασφάλειας της περιοχής, ήτοι το ζήτημα των ανθρώπινων «σκουπιδιών» που τη ρυπαίνουν με τη μιαρή παρουσία τους συνιστώντας απειλή για τους κατοίκους της.
Από το περιεχόμενο και το ύφος της λιτής ανακοίνωσης που έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της ΜΚΟ «ΚΜ Πρότυπη Γειτονιά», υπό τον τίτλο «Κοινωνική συνοχή & ασφάλεια» (http://www.kmprotypigeitonia.org/index.php?p=news&id=meetingwithpolice), καταλαβαίνουμε γιατί δεν είναι διόλου παράξενο που η συνάντηση αυτή μετατράπηκε, όπως μας πληροφορεί σχετικό ρεπορτάζ της Ελευθεροτυπίας (http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=208886), αλλά και η καταγγελία εργαζόμενου στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο (http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1211735), σε μια σύναξη διάφορων επώνυμων και μη «αγανακτισμένων πολιτών», οι οποίοι απαίτησαν επιτακτικά από τους εκπρόσωπους της αστυνομίας να δεσμευτούν «εδώ και τώρα» ότι θα λάβουν μέτρα «για την εκκαθάριση της γκετοποιημένης ζώνης, όπου έχουν τα θέατρα, τις γκαλερί, τις επιχειρήσεις και τα σπίτια τους». Κατάφεραν έτσι να αποσπάσουν την (κάπως αόριστη είναι αλήθεια) υπόσχεση από τον γενικό διευθυντή της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής Γρηγόρη Μπαλάκο ότι από τις 5 Οκτωβρίου θα ξεχυθούν στους δρόμους 1.350 αστυνομικοί με αποστολή να «σκουπίσουν» αποτελεσματικά την ευρύτερη περιοχή του κέντρου της Αθήνας.
Η συνάντηση αυτή ξεγύμνωσε κυριολεκτικά τις καλυμμένες πίσω από τις «αντάρτικες» ρητορείες αντιλήψεις των διοργανωτών περί του τι ακριβώς σημαίνει γι’ αυτούς «λύση στο πρόβλημα της ασφάλειας» και τι εννοούν ως «κοινωνική συνοχή». Μα πάνω απ’ όλα κατέστησε σαφές ποιοί είναι εκείνοι που πρέπει να «εξαφανιστούν» προκειμένου να επανακτήσουν οι ίδιοι τη χαμένη ηρεμία τους και να συνεχίσουν απρόσκοπτα τις «υψηλές» ενασχολήσεις τους. Οι μετανάστες, οι χρήστες ουσιών, τα θύματα του τράφικινγκ, οι άστεγοι και οι παρίες που βρίσκουν καταφύγιο στις παρυφές του κέντρου της Αθήνας, πρέπει να βιώσουν στο πετσί τους –εκτός από την αναλγησία του κράτους, τον κοινωνικό αποκλεισμό και την πλήρη εξαθλίωση–, τη βιαιότητα του απάνθρωπου κατασταλτικού μηχανισμού και να εκδιωχτούν κακήν κακώς γιατί βρωμίζουν την αστραφτερή μόστρα των γκαλερί και των θεάτρων της περιοχής.

Είναι γνωστό ότι η άλλη όψη των ΜΚΟ είναι οι offshore εταιρείες. Όπως είναι γνωστό επίσης ότι οι ΜΚΟ είναι το συγχωροχάρτι (αλλά ταυτοχρόνως και η διακήρυξη ανωτερότητας και υπεροχής) της μπουρζουαζίας. Μ’ αυτόν τον εύσχημο τρόπο οι ξιπασμένοι αστοί ξεπλένουν ενοχές και κεφάλαια, συνδυάζοντας κυνικά το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Το πνεύμα του εθελοντισμού, της χορηγίας, της ενασχόλησης με τα κοινά, εμποτισμένο από την ιδεολογία της «αξιοκρατίας» και της «δημιουργικότητας», δεν είναι ικανό να επιβληθεί στην ακόρεστη δίψα για δύναμη και πλούτο.
Η ΜΚΟ «ΚΜ Πρότυπη Γειτονιά» δεν είναι παρά η (νέα) βιτρίνα της «δημιουργικότητας», πίσω από την οποία προσπαθούν μάταια να κρυφτούν τα «υψηλού φρονήματος» επενδυτικά συμφέροντα που λυμαίνονται την περιοχή, πασχίζοντας να τη φέρουν στα μέτρα τους και να την «αναπτύξουν» σύμφωνα με το δικό τους «όραμα». Ένα όραμα που περιλαμβάνει αποκλειστικά τους νέους έποικους της περιοχής, μεσοανώτερης κοινωνικής τάξης: «εναλλακτικούς» επιχειρηματίες, κοσμοπολίτες αρχιτέκτονες, γκαλερίστες και curators, «ευαισθητοποιημένους» καλλιτέχνες, φιλότεχνους γιάπηδες, και κάποια wannabe φυντάνια της τέχνης που συρρέουν όπου μυρίζονται την παραμικρή ευκαιρία να τσιμπήσουν κανά ψίχουλο free-press δόξης.
Τα σχέδιά τους ωστόσο καταρρέουν υπό το βάρος της αδήριτης πραγματικότητας που έχει διαμορφωθεί από τη δράση αυτών των ίδιων, οι οποίοι θέλουν να ευημερούν συνεχίζοντας ανενόχλητοι να οικειοποιούνται τον κοινωνικό πλούτο εις βάρος των υπολοίπων, και ας διαμαρτύρονται τώρα για την «κατάντια» και την «παρακμή», απαιτώντας με περισσό θράσος την εξαφάνιση όλων εκείνων που δεν σέβονται το «όραμά» τους και απειλούν τα «δικαιώματά» τους: την ιδιοκτησία τους, τις επιχειρήσεις τους, την ευμάρεια και την ησυχία τους.
Είναι αν μη τι άλλο τραγελαφικό, άτομα που κάποτε λάνσαραν στην πιάτσα της «προχωρημένης» τέχνης τις «σκληρές» φωτογραφίες της Ναν Γκόλντιν, με τους ασθενείς του aids, τους πρεζάκηδες, τους αλήτες, τα τραβεστί, τους νταβατζήδες και τις πόρνες, και που καρπώνονταν με φανφαρόνικες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις την «υπεραξία» του κοινωνικού περιθωρίου εκ του ασφαλούς, όντας οι ίδιοι βολεμένοι στο απυρόβλητο, να εξανίστανται και να ωρύονται τώρα που η πραγματικότητα έχει κάνει τις ωμές καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις του περιθωρίου να μοιάζουν με εικονογράφηση παιδικού παραμυθιού.
Η «δημιουργική τάξη», που πίστεψε αφελώς ότι αρκεί μια επίφαση «εναλλακτικότητας» για να ηγεμονεύσει και να επιβάλλει τους όρους του παιχνιδιού κατά πως τη συμφέρει, διασφαλίζοντας τη μακροημέρευσή της, συνειδητοποιεί αίφνης –με βίαιο είναι η αλήθεια τρόπο–, ότι οι απόκληροι, όσοι δεν έχουν καμία ελπίδα να συμπεριληφθούν στην κοινωνία των λίγων βολεμένων και ισχυρών σαν φθηνό, αναλώσιμο εργατικό δυναμικό, «οικειοποιούνται» με τον δικό τους τρόπο ό,τι μπορούν, αρπάζοντας κάποια ψίχουλα από τον πλούτο που τόσο επιδεικτικά συσσωρεύεται γύρω τους.
Ο ταξικός πόλεμος δεν αφορά πια μόνο την αντιπαράθεση κεφαλαίου-εργασίας, μιας και η κοινωνία της εργασίας πνέει τα λοίσθια και το εμπόρευμα εργατική δύναμη απαξιώνεται, στερώντας από όλο και περισσότερους ακόμη και τα στοιχειώδη μέσα επιβίωσης, αλλά την άγρια αντιπαράθεση μεταξύ αποκλεισμένων και όσων αγωνίζονται να διατηρήσουν τα προνόμιά τους. Το απαρτχάιντ είναι το καθεστώς μιας κοινωνίας σε βαθιά κρίση και η ιδεολογία της «δημιουργικής τάξης» δεν είναι παρά η κυνική δικαιολόγησή του.
Όμως, ο γενναίος νέος κόσμος που οραματίζονται οι «προοδευτικοί αναμορφωτές» της ανώτερης τάξης, που σήμερα νιώθουν τόσο άβολα με όλα όσα ξέβρασε η κοινωνική, πολιτική και οικονομική κρίση μπροστά στην διπλαμπαρωμένη από το φόβο πόρτα τους, έχει αρχίσει να γκρεμίζεται συθέμελα. Και στα ερείπιά του δεν μπορεί να φυτρώσει ούτε καν η ρεφορμιστική προσδοκία, παρά μόνον «προσωρινές» ψευδαισθήσεις.

Βλέπε σχετικά:
http://www.kmprotypigeitonia.org
http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1211735
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=208886
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_1_02/10/2010_417236
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=192064
http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1213006
http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1213441
http://en.wikipedia.org/wiki/Nan_Goldin
http://radicaldesire.blogspot.com/2010/10/blog-post_7064.html

Το τέλος της πολιτικής

Της ομάδας Krisis*

Η κρίση της εργασίας επιφέρει αναγκαστικά την κρίση του κράτους και της πολιτικής. Κατ’ αρχήν, το σύγχρονο κράτος οφείλει τη σταδιοδρομία του στο γεγονός ότι το σύστημα της εμπορευματικής παραγωγής έχει την ανάγκη μιας ανώτερης αρχής που θα εγγυάται τους κοινούς όρους του ανταγωνισμού, τις γενικές νομικές βάσεις και τις προϋποθέσεις για τη διαδικασία αξιοποίησης - συμπεριλαμβανομένου ενός κατασταλτικού μηχανισμού για τις περιπτώσεις που το ανθρώπινο υλικό παραβαίνει τις συστημικές επιταγές και καθίσταται απείθαρχο. Το κράτος κατά τον 20ό αιώνα έπρεπε να αναλάβει ολοένα και περισσότερες κοινωνικοοικονομικές λειτουργίες για να εντάξει τις μάζες στη μορφή της αστικής δημοκρατίας. Οι λειτουργίες του δεν περιορίζονται στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών, αλλά περιλαμβάνουν τη δημόσια υγεία, υπηρεσίες μεταφορών και επικοινωνιών, καθώς και κάθε είδους υποδομές. Αυτές οι υποδομές, των οποίων τη διαχείριση ή την επίβλεψη αναλαμβάνει το κράτος, είναι ουσιαστικές για τη λειτουργία της κοινωνίας της εργασίας, αλλά δεν μπορούν να είναι οργανωμένες όπως η διαδικασία αξιοποίησης μιας ιδιωτικής επιχείρησης; συχνά, οι «ιδιωτικοποιημένες» δημόσιες υπηρεσίες δεν είναι παρά μεταμφιεσμένες κρατικές καταναλωτικές δαπάνες. Κι αυτό διότι οι υποδομές αυτές πρέπει να είναι διαθέσιμες σε μόνιμη βάση στην κοινωνία ως σύνολο και δεν μπορούν να ακολουθούν τους κύκλους προσφοράς και ζήτησης της αγοράς.
Καθώς το κράτος δεν αποτελεί από μόνο του μια μονάδα αξιοποίησης, κι έτσι δεν μπορεί να μετασχηματίζει την εργασία σε χρήμα, πρέπει να αφαιρεί χρήματα από την πραγματική διαδικασία αξιοποίησης για να χρηματοδοτεί τις λειτουργίες του. Εάν η αξιοποίηση της αξίας παγώσει, τα χρηματοκιβώτια του κράτους αδειάζουν. Το κράτος, που εμφανίζεται ως κυρίαρχος της κοινωνίας, αποδεικνύεται εντελώς εξαρτημένο από την τυφλή μανία της φετιχοποιημένης οικονομίας που χαρακτηρίζει την κοινωνία της εργασίας. Το κράτος μπορεί να περάσει όσα νομοσχέδια θέλει; εάν όμως οι παραγωγικές δυνάμεις (οι γενικές δυνάμεις της ανθρωπότητας) ξεπεράσουν σε ανάπτυξη το εργασιακό σύστημα, οι συγκεκριμένοι νόμοι, που έχουν συνταχθεί και είναι εφαρμόσιμοι μόνο σε σχέση με τα υποκείμενα της εργασίας, δεν οδηγούν πουθενά.
Ως αποτέλεσμα της διαρκώς αυξανόμενης μαζικής ανεργίας, τα έσοδα από τη φορολόγηση των εισοδημάτων εξαντλούνται. Η κοινωνική ασφάλιση καταρρέει καθώς ο αριθμός των «πλεοναζόντων» ανθρώπων συνιστά μία κρίσιμη μάζα που πρέπει να τροφοδοτηθεί από την αναδιανομή των χρηματικών αποδόσεων που έχουν παραχθεί αλλού στο καπιταλιστικό σύστημα. Όμως και η διαδικασία των αλλεπάλληλων συγχωνεύσεων του κεφαλαίου που βρίσκεται σε κρίση και «διαφεύγει» των συνόρων των εθνικών οικονομιών, επιφέρει την εξάντληση των κρατικών εσόδων από τη φορολόγηση των εταιρικών κερδών. Ως εκ τούτου, οι πιέσεις που ασκούν οι πολυεθνικές εταιρείες στις εθνικές οικονομίες που ανταγωνίζονται για τις ξένες επενδύσεις, έχουν ως αποτέλεσμα τις φοροαπαλλαγές των εταιρειών, τη διάλυση του κράτους πρόνοιας και τη μείωση των προδιαγραφών προστασίας του περιβάλλοντος. Γι' αυτό και το δημοκρατικό κράτος μεταλλάσσεται σε έναν απλό διαχειριστή της κρίσης.
Όσο το κράτος πλησιάζει σε μια χρηματοοικονομική κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, τόσο περιστέλλεται στον κατασταλτικό του πυρήνα. Οι περικοπές στις υποδομές αφήνουν άθικτες μόνον εκείνες που εξυπηρετούν τις απαιτήσεις του πολυεθνικού κεφαλαίου. Όπως συνέβαινε κάποτε στις αποικίες, η κοινωνική μέριμνα περιορίζεται διαρκώς σε λίγα οικονομικά κέντρα ενώ η υπόλοιπη επικράτεια μετατρέπεται σε έρημη χώρα. Ό,τι μπορεί να ιδιωτικοποιηθεί ιδιωτικοποιείται, ακόμη κι αν ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι αποκλείονται και από τις πλέον στοιχειώδεις παροχές.
Όταν η αξιοποίηση της αξίας συγκεντρώνεται σε μερικά μόνο καταφύγια της παγκόσμιας αγοράς, δεν έχει πλέον σημασία η ύπαρξη ενός περιεκτικού συστήματος παροχών που μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες του πληθυσμού συνολικά. Το αν θα υπάρχουν τρένα ή ταχυδρομικές υπηρεσίες αφορά πλέον αποκλειστικά τη σχέση τους με το εμπόριο, τη βιομηχανία και τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η εκπαίδευση μετατρέπεται σε προνόμιο των νικητών της παγκοσμιοποίησης. Η διανοητική, καλλιτεχνική και θεωρητική καλλιέργεια ζυγίζεται με βάση το κριτήριο της εμπορευσιμότητας και σιγά-σιγά μαραίνεται. Τα κενά στη χρηματοδότηση διευρύνονται καταστρέφοντας τις δημόσιες υπηρεσίες υγείας και προκαλώντας την ανάδυση ενός ταξικού συστήματος ιατρικής περίθαλψης. Στην αρχή κρυφά και σταδιακά, και τελικά με ανάλγητη ευθύτητα διαδίδεται ο νόμος της κοινωνικής ευθανασίας: Θα πεθάνεις νωρίς επειδή είσαι φτωχός και πλεονάζων.
Στα πεδία της ιατρικής, της εκπαίδευσης, του πολιτισμού και των γενικών υποδομών διατίθενται σε αφθονία οι γνώσεις, οι ικανότητες, οι τεχνικές και οι μέθοδοι, μαζί με τα αναγκαία εργαλεία. Σύμφωνα, όμως, με τον κανόνα που λέει ότι «υπόκεινται σε επαρκή κονδύλια» –και ο οποίος συγκεκριμενοποιεί τον παράλογο νόμο της κοινωνίας της εργασίας–, όλες αυτές οι ικανότητες και οι δεξιότητες μένουν θαμμένες ή τσακίζονται και πετιούνται στα σκουπίδια. Το ίδιο ισχύει και για τα μέσα παραγωγής στον αγροτικό τομέα και τη βιομηχανία από τη στιγμή που αποδεικνύονται «μη κερδοφόρα». Πέρα από την καταπιεστική προσομοίωση της εργασίας που επιβάλλεται καταναγκαστικά στους ανθρώπους και από το καθεστώς των χαμηλών μισθών μαζί με την περικοπή των επιδομάτων κοινωνικής πρόνοιας, το δημοκρατικό κράτος, που έχει ήδη μετασχηματιστεί σε ένα καθεστώς απαρτχάιντ, δεν έχει τίποτα να προσφέρει στους πρώην εργαζόμενους υπηκόους του. Σε ένα πιο προχωρημένο στάδιο η κρατική διοίκηση θα αποσυντεθεί. Ο κρατικός μηχανισμός θα καταντήσει μια διεφθαρμένη «κλεπτοκρατία», οι ένοπλες δυνάμεις θα γίνουν πολεμικές συμμορίες με δομές μαφίας, και οι αστυνομικές δυνάμεις ληστοσυμμορίτες.
Κανένα πιθανό πολιτικό σχέδιο δεν μπορεί να σταματήσει ή να αντιστρέψει αυτή τη διαδικασία. Από τη φύση της η πολιτική συνδέεται με την κοινωνική οργάνωση στη μορφή κράτος. Όταν τα θεμέλια του κρατικού οικοδομήματος καταρρέουν, η πολιτική και οι εφαρμογές της στερούνται ερεισμάτων. Μέρα με τη μέρα, η αριστερή δημοκρατική συνταγή της «πολιτικής διαμόρφωσης» των συνθηκών ζωής γελοιοποιείται όλο και περισσότερο. Πέρα από την ατελείωτη καταπίεση, τη σταδιακή εξάλειψη του πολιτισμού και την ενίσχυση της «τρομοκρατίας της οικονομίας», δεν απομένει τίποτε να «διαμορφωθεί». Καθώς ο κοινωνικός αυτοσκοπός που προσιδιάζει στην κοινωνία της εργασίας αποτελεί αξιωματική προϋπόθεση των δυτικών δημοκρατιών, οποιαδήποτε πολτική-δημοκρατική ρύθμιση γίνεται αβάσιμη όταν η εργασία βρίσκεται σε κρίση. Το τέλος της εργασίας είναι το τέλος της πολιτικής.

* Gruppe Krisis (1999), «Μανιφέστο ενάντια στην εργασία», κεφ. 12, στο Gruppe Krisis, Norbert Trenkle, Anselm Jappe, Κείμενα για την εργασία και την κρίση, μτφρ. Σωκράτης Παπάζογλου, Εύη Παπακωνσταντίνου, εκδόσεις των ξένων, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 61-64.