Σουρεαλισμός και Αναρχισμός

Εισαγωγική Δήλωση

Σουρεαλιστές, δεν έχουμε σταματήσει να βλέπουμε στην αγία τριάδα: Κράτος-Εργασία-Θρησκεία ένα έκτρωμα εναντίον του οποίου ήρθαμε συχνά να συναντηθούμε μαζί με τους συντρόφους της Αναρχικής Ομοσπονδίας. Αυτή η προσέγγιση μάς οδήγησε και σήμερα να εκφραστούμε μέσα από την Le Libertaire.

Δεχόμαστε συγχαρητήρια κυρίως γιατί αυτή η συνεργασία θα μας επιτρέψει, νομίζουμε, να αποδεσμεύσουμε μερικές από τις μεγάλες γραμμές της κοινής δύναμής μας προς όλα τα επαναστατικά πνεύματα. Εκτιμούμε ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη για ένα ευρύ όραμα όλων των προτεινόμενων θεραπειών. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται πιθανό εκτός αν οι επαναστάτες εξετάσουν από κοινού τα προβλήματα του σοσιαλισμού ως στόχου, όχι για να εντοπίσουν εκεί μια επιβεβαίωση των δικών τους ιδεών, αλλά για εκμαιεύσουν μια ευέλικτη θεωρία που θα δώσει μια νέα ώθηση στην κοινωνική Επανάσταση. Η απελευθέρωση του Ανθρώπου δεν θα πρέπει, ούτως ώστε να μην αυτοαναιρείται ρητά, να περιοριστεί σε ένα οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, αλλά να διευρυνθεί στο ηθικό πεδίο (αποφασιστική ανανέωση των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων). Είναι εξαρτημένη άμεσα από το βαθμό συνειδητοποίησης από τις μάζες των επαναστατικών δυνατοτήτων τους και δεν πρέπει με κανένα τίμημα να γίνει επιβληθεί η αντίληψή της ως μια κοινωνία όπου όλοι οι άνθρωποι, κατά το παράδειγμα της Ρωσίας, θα γίνουν ίσοι στη σκλαβιά.

Ασυμφιλίωτοι με το καπιταλιστικό καταπιεστικό σύστημα, είτε εκφράζεται μέσα από την ύπουλη μορφή της αστικής «δημοκρατίας» και της αποικιοκρατικής μπόχας της, είτε παίρνει την όψη ενός απολυταρχικού ναζιστικού ή σταλινικού καθεστώτος, δεν μπορούμε παρά να επιβεβαιώσουμε για μια ακόμα φορά την απόλυτη εχθρότητά μας και με τα δυο αυτά μπλοκ. Όπως σε κάθε ιμπεριαλιστικό πόλεμο, αυτοί που προετοιμάζουν την επίλυση των μεταξύ τους συγκρούσεών και την εξόντωση της επαναστατικής βούλησης δεν είναι με το μέρος μας. Το μόνο που μπορούν να μας προσφέρουν είναι η περαιτέρω επιδείνωση της μιζέριας, της άγνοιας και της καταπίεσης. Δεν ελπίζουμε σε τίποτα άλλο από την αυτόνομη δράση των εργαζομένων της για την αντιπολίτευση που μπορεί να τους εμποδίσει και να οδηγήσει στην ανατροπή, με την έννοια ενός απόλυτου μετασχηματισμού του σημερινού κόσμου. Αυτή την ανατροπή, ο σουρεαλισμός υπήρξε ο πρώτος και ο μόνος που την μετέφρασε στο πεδίο των αισθήσεων το οποίο κατέχει. Η ανάπτυξή του, η διείσδυση του μέσα στα πνεύματα έχει κάνει πρόδηλη την φτώχια κάθε άλλης παραδοσιακής εκφραστικής μορφής, και έχει δείξει την ασυνάφειά τους με τις εκδηλώσεις της συνειδητής εξέγερσης ενός καλλιτέχνη ενάντια στις υλικές συνθήκες και την επιβεβλημένη από τον άνθρωπο ηθική. Ο αγώνας για την αντικατάσταση των κοινωνικών δομών και η δραστηριότητα στην οποία επιδόθηκε ο σουρεαλισμός για την μεταμόρφωση των πνευματικών δομών, μακράν από το να αποκλείουν το ένα το άλλο, είναι συμπληρωματικά. Η σύνδεσή τους πρέπει να δράσει καταλυτικά στην έλευση μιας εποχής απελευθερωμένης από κάθε ιεραρχία και κάθε περιορισμό.

Οι: Jean-Louis Bédouin, Robert Benayoun, André Breton, Roland Brudieux, Adrien Dax, Guy Doumayrou, Jacqueline Duprey-Senard, Jean-Pierre Duprey, Jean Ferry, Georges Goldfayn, Alain Lebreton, Gérard Legrand, Jehan Mayoux, Benjamin Péret, Bernard Roger, Jean Schuster, Anne Seghers et Clovis Trouille και οι αλλοδαποί σύντροφοί τους που διαμένουν στο Παρίσι.

[Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της γαλλικής «Αναρχικής Ομοσπονδίας» Le Libertaire («Ο Ελευθεριακός»), 12 Οκτώβρη 1951. Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Αύγουστος 2007.]

Η τέχνη στον καιρό του μεγάλου κινδύνου

Του Φώτη Τερζάκη

Ο τόμος-απάνθισμα Έννοιες της τέχνης τον 20ο αιώνα, που εκδόθηκε προσφάτως σε καλαίσθητη έκδοση από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με επιστημονική επιμέλεια και εισαγωγή του επίκουρου καθ. Παναγιώτη Πούλου, είναι οπωσδήποτε μία προσφορά με εγκυκλοπαιδική και ευρετική αξία. Εμφανίζονται ονόματα και κείμενα σημαντικών κριτικών –όπως ο Aloisius Riegl και ο Aby Warburg από τους παλαιότερους, ο Arthur Danto, ο Mikel Dufrenne, ο Richard Wollheim και ο Hans Belting από τους νεότερους– παράλληλα με αισθητικές πραγματεύσεις φιλοσόφων και κοινωνιολόγων του αναστήματος του Μωρίς Μερλώ-Ποντύ, του Ζυλ Ντελέζ ή του Πιερ Μπουρντιέ· επίσης, κείμενα συγγραφέων πρώτου μεγέθους όπως ο Μαρσέλ Προυστ, ο Πωλ Βαλερύ και o Ρόμπερτ Μούζιλ, ενώ δεν λείπουν τεκμήρια μίας συζήτησης εκπροσώπων της αναλυτικής φιλοσοφίας –Jerome Stolnitz, George Dickie, Nelson Goodman– επί αισθητικού εδάφους που, κανονικά, δεν θα έπρεπε να θεωρείται ευτυχές πεδίο ενασχολήσεων γι’ αυτή την παράδοση. Ένα πανόραμα θα μπορούσε να πει κανείς, ακολουθώντας τον τίτλο της συλλογής, προσεγγίσεων και εννοιών της τέχνης που γέννησε ο εικοστός αιώνας.
Ωστόσο υπάρχει κάτι που προκαλεί από την πρώτη ματιά αμηχανία στον εγρήγορο αναγνώστη, και συνδέεται ακριβώς με το ετερόκλητο της συλλογής. Με ποια κριτήρια έγινε η επιλογή αυτού του απανθίσματος και ποιος ο αντικειμενικός του στόχος; Βεβαίως ο επιμελητής δίνει αρκετές –εύγλωττες– εξηγήσεις στην κατατοπιστική εισαγωγή του· ωστόσο το ερώτημα παραμένει διότι, με τα ίδια ακριβώς κριτήρια που περιγράφονται στις σελ. 9-11, μπορεί να σκεφτεί κάποιος άλλα 30 τουλάχιστον ονόματα που θα μπορούσαν να ενταχθούν στην ανθολογία. Αν άξονας του ενδιαφέροντος είναι οι εννοιολογήσεις της τέχνης εκ μέρους φιλοσόφων και θεωρητικών, υπάρχουν πολύ πιο σημαντικοί στοχαστές απ’ ορισμένους τουλάχιστον οι οποίοι βρήκαν θέση στον τόμο· αν πάλι το ενδιαφέρον εστιάζεται στις εξειδικευμένες προσεγγίσεις των τεχνοκριτικών που παρήγε ο εικοστός αιώνας, τα δύο ονόματα του
Reigl και του Warburg είναι υπερβολικά λίγα για μια επαρκή χαρτογράφηση του πεδίου· τέλος, από τη στιγμή που κρίθηκε ουσιώδες να συμπεριληφθούν αναστοχασμοί των ίδιων των δημιουργών, πού είναι όλοι εκείνοι που εκπροσώπησαν υψηλόφωνα τις πιο ριζοσπαστικές καλλιτεχνικές πρωτοπορίες του εικοστού αιώνα; Και γιατί μόνο από τη λογοτεχνία και όχι –ας πούμε– από τα εικαστικά, την αρχιτεκτονική ή τη μουσική; Από την άλλη, κάποιοι από τους ίδιους αυτούς συγγραφείς που εμφανίζονται έχουν δώσει κείμενα θεωρητικώς πολύ πιο βαρύνοντα (μου έρχονται στο νου, για παράδειγμα, οι αναλύσεις του A. Riegl για τη «συλλογική προσωπογραφία» του δέκατου έβδομου αιώνα…). Η απογοητευτική αίσθηση που δημιουργείται στον αναγνώστη είναι ότι τα κείμενα έχουν επιλεγεί δια κληρώσεως, και η αμφιθυμία του επιτείνεται από τη διακύμανση της μεταφραστικής ευστοχίας. Βεβαίως, θα πει κανείς, μία συλλογή είναι κατ’ ανάγκη ελλιπής και απλώς ενδεικτική· για να εκπληρώνει όμως το αίτημα της ενδεικτικότητας πρέπει να έχει έναν συνεκτικό και σαφώς προσδιορισμένο άξονα: ό,τι ακριβώς λείπει, δηλαδή, από αυτή τη «φυγόκεντρη» ανθολογία.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις επ’ ουδενί θέλουν να μειώσουν την αξία της συλλογής, η οποία ούτως ή άλλως πλουτίζει τη βιβλιοθήκη μας με κάποια κείμενα που θα χρειαστεί να διαβάσουμε και να ξαναδιαβάσουμε, προσθέτοντας μια μικρή ψηφίδα στην διαθέσιμη βιβλιογραφία. Τέτοια προβλήματα όμως ανομοιογένειας και ασυμμετρίας δυσκολεύουν μια συνολική κριτική αντιμετώπιση του εγχειρήματος· γι’ αυτό και θα περιοριστώ σε λίγες κατά τόπους θεματικές παρατηρήσεις που μου φαίνεται ότι αξίζουν περαιτέρω συζήτηση. Το κείμενο του
Aby Warburg, ας πούμε, αντιπροσωπευτικό δείγμα της κριτικής εμπειρογνωμοσύνης που εγκαινιάστηκε περίπου στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα και συνδέθηκε με την επαγγελματοποίηση της αρμοδιότητας του τεχνοκριτικού, εντυπωσιάζει με το εύρος των διεπιστημονικών του εξορμήσεων –ιστορικών, γραμματολογικών, θρησκειολογικών– προκειμένου ν’ ανταπεξέλθει στα ειδικά εικονολογικά του καθήκοντα. Ταυτόχρονα, όμως, το εύρος αυτό συγκαλύπτει μια μεθοδολογική στενότητα που είναι το τίμημα ακριβώς της τεχνικής εξειδίκευσης: η περιγραφική ακρίβεια των διαδρομών ορισμένων εικονολογικών μοτίβων είναι σχεδόν άχρηστη χωρίς μια πολιτισμική ανασύσταση που κάνει ορατές τις κοινωνικές σημασίες οι οποίες κρυσταλλώνονται στη μορφική επιφάνεια. To γιατί η ευρωπαϊκή Αναγέννηση στρέφει τα νώτα στον κοινό αραβομεσογειακό πολιτισμό του Μεσαίωνα και θέλει να ξαναπιάσει ένα νήμα της ελληνικής αρχαιότητας δεν εξηγείται χωρίς ανάλυση των υποκείμενων κοινωνιοοικονομικών δομών των εν λόγω ιστορικών μορφωμάτων, ούτε εξηγείται το γιατί, και σε ποιον ακριβώς βαθμό, μια τέτοια «επανασύνδεση» είναι ταυτόχρονα μετατόπιση και αλλοίωση.
Οι ίδιοι οι καλλιτέχνες, όταν καλούνται να αναστοχαστούν πάνω στην τέχνη τους, καθόλου δεν είναι απαλλαγμένοι από αυτό το διάχυτα φορμαλιστικό και αυξανόμενα τεχνικό πνεύμα: το διαπιστώνουμε στην εξόχως μικρολογική πραγμάτευση του Προυστ και στο σχεδόν επιστημονικό ύφος του Βαλερύ. Στον Μούζιλ, αντίθετα, μοιάζει να διασώζεται κάτι από τις μεγάλες αισθητικοφιλοσοφικές συζητήσεις της ρομαντικής γενιάς: το ανθρωπολογικό καθεστώς της τέχνης, η εναντίωσή της σε έναν εργαλειακά εξορθολογιζόμενο πολιτισμό, η ενότητα και οι διαφορές μεταξύ των τεχνών, τα προβλήματα που γεννούν η μαζική κυκλοφορία και τα νέα μηχανικά αναπαραγωγικά μέσα (εν προκειμένω, ο κινηματογράφος…). Γενικά, η εγκατάλειψη αυτών των πυρετωδών συζητήσεων του προηγούμενου αιώνα, και μαζί με αυτές του ενδιαφέροντος για το πρόβλημα του υλικού, που μεταφράζει το ευρύτερο πρόβλημα των σχέσεων τέχνης και φύσης, είναι δείγμα όχι μόνο του τεχνοκρατικού πνεύματος που όλο και πιο δεσποτικά επιβάλλει ο εικοστός αιώνας στη μελέτη των πολιτισμικών μορφών, αλλά και κυρίως του ίδιου του καθεστώτος των τεχνών τη στιγμή που αυτές περισφίγγονται διπλά από την εμπορευματική αγορά, αφενός, και από τη μαζική κουλτούρα, αφετέρου. Ενόψει αυτής της βαθμιαίας συρρίκνωσης των καλλιτεχνικών χειρονομιών ως χειρονομιών αντίστασης, που προχωρεί αύξουσα προς τα τέλη του εικοστού αιώνα, ο ίδιος ο αναστοχασμός οπισθοχωρεί στην όλο και πιο τεχνικά εννοημένη μορφική επιφάνεια· από την άλλη πλευρά, θολώνει η ίδια η διάκριση ανάμεσα στον «αισθητικό» και τον «μη αισθητικό» χαρακτήρα ή λειτουργία, διάκριση από την αξιωματική παραδοχή τής οποίας γεννήθηκε όλη η νεότερη Αισθητική.
Τα κείμενα των
Stolnitz, Dickie, Danto, Goodman, Belting περιστρέφονται όλα γύρω από αυτό το πρόβλημα, ενώ οι συμβολές του Wollheim και του Μπουρντιέ αναδεικνύουν κατά ειδικότερο τρόπο τη διάσταση της πρόσληψης ως συστατικής του «καλλιτεχνικού γεγονότος». Η σπουδαιότερη ενόραση που μοιάζει να έχει κερδηθεί εδώ είναι ότι δεν υπάρχουν αισθητικά και μη αισθητικά «αντικείμενα» αλλά αισθητικοί και μη αισθητικοί τρόποι προσέγγισης των πραγμάτων, και η δημιουργία ειδικών κριτηρίων ή δομών ευαισθησίας για τέτοιες προσεγγίσεις έχει μακράν διακλαδούμενες κοινωνιοπολιτισμικές παραμέτρους: ωστόσο η φορμαλιστική συρρίκνωση τέτοιων «αισθητικών» λειτουργιών και των κριτηρίων προσέγγισής τους σε απλούς συμβολικούς κώδικες, είτε η διάλυσή τους σε έναν κοινωνιολογικό αναγωγισμό της ανταπόκρισης ή του γούστου, χάνει από τα μάτια της το πρώτιστο ζήτημα του περιεχομένου και του υλικού, το μόνο που μπορεί ακόμα να υποδείξει την αξία της τέχνης ως εναλλακτικής σχέσης με τη φύση, και κατ’ επέκτασιν με την ίδια την κοινωνική αναπαραγωγή, απέναντι σ’ εκείνη που αντιπροσωπεύει η ετερόνομη εργασία.
Περνώντας από το κλειστό, αυτοαναφορικό κείμενο του Ζ. Ντελέζ που πασχίζει να κάνει τη ζωγραφική μάρτυρα ορισμένων ιδιοσυγκρασιακών δογμάτων της δικής του φιλοσοφίας (συλλαμβάνει μολαταύτα κάτι ουσιώδες από τη ζωγραφική του
Francis Bacon), αξίζει να σταθούμε λίγο περισσότερο στα κείμενα του Μερλώ-Ποντύ και του M. Dufrenne – τις θεωρητικά ευτυχέστερες, όπως μου φαίνεται, στιγμές του τόμου. Με την ευαισθησία και τη βαθύτητα που χαρακτηρίζει όλο του το έργο, ο πρώιμα χαμένος φαινομενολόγος βυθίζεται ως τις ρίζες της ζωγραφικής και της λογοτεχνίας για βρει το κοινό δρασιακό κέντρο, κάτω από τη μορφική επιφάνεια, που γεννά όλα τα ανθρώπινα ενεργήματα – και στον ίδιο βαθμό, επίσης, τον φιλοσοφικό στοχασμό. Αυτός ο αδιάκοπος διάλογος του μορφικού με το άμορφο, του ρητού με το άρρητο, μαρτυρία ενός διαρκούς πλεονάσματος της έκφρασης έναντι του ήδη εκπεφρασμένου, όχι μόνο φωτίζει το ίδιο το οντολογικό καθεστώς της δημιουργίας, αλλά και επιτρέπει να προσμετρήσουμε τί έχει χαθεί μέσα στον πραγμοποιημένο κόσμο του εμπορεύματος και των θεσμών: «Το Μουσείο σκοτώνει τη σφοδρότητα της ζωγραφικής, όπως ο Σαρτρ έλεγε ότι η βιβλιοθήκη μετατρέπει σε “μηνύματα” γραπτά που είχαν υπάρξει τα πεπραγμένα ενός ανθρώπου. Είναι η θανατερή ιστορικότητα» (σελ. 240).Στο δικό του κείμενο (διάλεξη που δόθηκε μάλιστα στην Αθήνα) ο M. Dufrenne αναδεικνύει αυτή ακριβώς τη διαλεκτική μορφής/περιεχομένου που χαθεί απ’ όλη σχεδόν τη σύγχρονη σκέψη, καταδεικνύοντας ταυτόχρονα τον διπλό, αληθή και ψευδή, χαρακτήρα της λεγόμενης καλλιτεχνικής αυτονομίας. Με την ίδια κίνηση διορθώνει την εναντιωματικότητα τέχνη-ηθική, που εμφανίζεται σε κάποιους άλλους από τους συγγραφείς του τόμου, στη θεωρητικά συνεπέστερη τέχνη-πολιτική. Εν ολίγοις: μπορούμε να καταλάβουμε τις μορφολογικές καινοτομίες της Γκερνίκα χωρίς να αναβιώσουμε την αγωνία της ανθιστάμενης Ευρώπης απέναντι στον προελαύνοντα φασισμό – ή, όπως έλεγε αλλού ο Αντόρνο, μπορούμε να συλλάβουμε τα καθαρά μουσικά γεγονότα μέσα σε μια συμφωνία του Μπετόβεν εάν δεν ακούμε ταυτόχρονα μέσα της τον απόηχο της Γαλλικής Επανάστασης; Το κείμενο κλείνει επισημαίνοντας το μόνο θετικό νόημα που θα μπορούσε να λάβει εκείνο που κάποιοι ονόμασαν στον αιώνα που πέρασε «υπέρβαση της τέχνης»: δηλαδή, ολόπλευρο δημιουργικό παιχνίδι των ανθρώπινων ικανοτήτων σε μια ηδονική και ελεύθερη ανταλλαγή του ανθρώπου και της φύσης, που αποκρυσταλλώνεται αυθόρμητα σε συλλογικές μορφές λαϊκής δημιουργίας. Χωρίς αυτό το ουτοπικό πρόγραμμα η «τέχνη» βεβαίως δεν υπάρχει – παρά μόνο σαν επενδυτική ευκαιρία γκαλεριστών και καλλιεργημένων φιλισταίων.

Αστικό Κενό - Δράσεις 1998-2006




Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις futura το βιβλίο Αστικό Κενό - Δράσεις 1998-2006. Πρόκειται για μια έκδοση που καταγράφει τη δράση της ομάδας, με υλικό τεκμηρίωσης και κείμενα. Το Αστικό Κενό είναι μια ανοιχτή ομάδα που πραγματοποιεί συλλογικές δράσεις για τον χώρο και τα δικαιώματα στην πόλη. Η ομάδα, η οποία αποτελείται από αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες, έχει ξεκινήσει από το 1998 και έχει πραγματοποιήσει 13 δράσεις στον αστικό χώρο με στόχο να προκαλέσει την ενεργή συμμετοχή των πολιτών.
Οι δράσεις περιλαμβάνουν περπάτημα, ανάγνωση κειμένων και άλλες απλές καθημερινές δραστηριότητες και οργανώνονται από την ομάδα σε επιλεγμένες τοποθεσίες. Με την παρουσία τους στους τόπους αυτούς, τα μέλη της ομάδας Αστικό Κενό καλούν τους πολίτες να δραστηριοποιηθούν σε αυτές τις εγκαταλειμμένες περιοχές της πόλης. Τα αστικά κενά, χώροι οι οποίοι βρίσκονται συνήθως σε μία διφορούμενη νομική κατάσταση, μέσα από τις δράσεις αλλάζουν χρήση και μετασχηματίζονται σε χώρους διαπροσωπικής επαφής και επικοινωνίας.
Με αυτή την «εφήμερη κατοίκηση», το Αστικό Κενό θέτει σε δοκιμασία τη σχέση των τόπων με τους πολίτες και την αστική ζωή.
Στην Ομάδα Αστικό Κενό συμμετέχουν: Φοίβη Γιαννίση (αρχιτέκτων), Τζίμης Ευθυμίου εικαστικός), Λία Καναγκίνη (αρχιτέκτων), Νίκος Καζέρος (αρχιτέκτων), Ζήσης Κοτιώνης (αρχιτέκτων), Πάνος Κούρος (εικαστικός), Ζάφος Ξαγοράρης (εικαστικός), Χριστίνα Παρακεντέ (αρχιτέκτων), Ελένη Τζιρτζιλάκη (αρχιτέκτων), Χαρίκλεια Χάρη (αρχιτέκτων).

www.urbanvoidathens.wordpress.com

272 σελ. / 16,5 x 24,0 εκ. / Α/Μ εικονογράφηση / Δίγλωσση έκδοση: ελληνικά – αγγλικά / 20,90 ευρώ
ISBN 978-960-6654-69-5

Ανοιχτός Κύκλος Διαλέξεων 2008

«Μονοθεϊσμός, εκκοσμίκευση και το πρόβλημα των φονταμενταλισμών»

Διοργάνωση - συντονισμός: Μαρίνος Βλέσσας, Μάριος Μπέγζος και Φώτης Τερζάκης

Μετά την επιτυχία των δύο προηγούμενων κύκλων των κυριακάτικων ανοιχτών διαλέξεων, το 2006 με θέμα «Η Ελληνική Θρησκεία: από την πρώιμη αρχαιότητα μέχρι τις χριστιανικές απαρχές» και το 2007 με θέμα «Θρησκείες των μεγάλων ιστορικών πολιτισμών της Ασίας και της Αμερικής», το Κέντρο Διαπολιτισμικών Σπουδών σε συνεργασία με τις εκδόσεις futura, συνεχίζουν για τρίτη χρονιά με θρησκειολογικό αντικείμενο, εστιάζοντας στις ιστορικές εξελίξεις των μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών και την επιρροή τους στον κόσμο μας.

Ξεκινάμε με την πρώτη διάλεξη, την Κυριακή, 20 Ιανουαρίου 2008, 19.00΄. Ο Φώτης Τερζάκης θα μιλήσει με θέμα «Η έννοια της εκκοσμίκευσης και τα μεταβαλλόμενα ιστορικά της πεπρωμένα».

Στο Βιβλιοπωλείο των εκδόσεων futura, Βίκτωρος Ουγκώ 15, Αθήνα. Στάση μετρό «Μεταξουργείο» (έξοδος Δηληγιάννη).
Η είσοδος είναι ελεύθερη.
Πληροφορίες: 210 5226173 - 5226361, futura@ath.forthnet.gr

Για τον «Καστοριαδισμό» ως ιδεολογία

Του Φώτη Τερζάκη

Μέσα στη χρονιά του 2007 είδαμε όχι μόνο μια σειρά επετειακών εκδηλώσεων για τα δεκάχρονα από τον θάνατο του Κορνήλιου Καστοριάδη, όπως θα ήταν αναμενόμενο, αλλά και σημάδια αναζωπύρωσης ενός θαυμασμού για τη σκέψη του –αποκλειστικά στην Ελλάδα– που είχε συχνά τα χαρακτηριστικά αφελούς ενθουσιασμού και άκριτου οπαδισμού κατά τρόπο ανάρμοστο, πιστεύω, για έναν «στοχαστή της αυτονομίας». Κατανοεί βέβαια κανείς τη δίψα του λεγόμενου αντιεξουσιαστικού χώρου για ισχυρά θεωρητικά παραδείγματα, σε μια εποχή που η σκέψη έχει λιγοστέψει απελπιστικά· δεν πρέπει να μας διαφύγει όμως ότι τον Καστοριάδη έτειναν πάντα να τον οικειοποιούνται και κύκλοι οι οποίοι κανονικά δεν θα έπρεπε να έχουν καμία σχέση με τη σκέψη του. Είναι χαρακτηριστική ας πούμε η έλξη που ασκούσε κατά την ψυχροπολεμική περίοδο σε μια μερίδα της φιλοαμερικανικής δεξιάς, για ευνόητους λόγους: οι ρητορικές ακρότητες του αντιμαρξισμού του, η ίδια η άρνησή του να αναγνωρίσει το ποσοστό εδάφους που μοιραζόταν πραγματικά με τα πιο διαλεκτικά ρεύματα της μεταμαρξιστικής παράδοσης (με αποκορύφωμα την παροιμιωδώς εσφαλμένη ανάλυσή του της διεθνούς σκηνής στις αρχές τής δεκαετίας του ’80), είναι στοιχεία που έβλαψαν τελικά τη δημόσια εικόνα του και την πρόσληψή του. Και μιλώντας ακόμα πιο γενικά, η απροθυμία του να αναγνωρίζει τα θεωρητικά του χρέη σε οιαδήποτε παράδοση στοχασμού –στον Φίχτε και στην θεωρία του υποκειμένου στον γερμανικό ιδεαλισμό, στην καντιανή Θεωρία του Σχηματισμού και ειδικά στην ερμηνευτική της αντιστροφή από τον Χάιντεγκερ, στον ντεσιζιονισμό του Σαρτρ και προπαντός στη φαινομενολογία του Μερλώ-Ποντύ, για ν’ αναφέρω μόνο τις εμφανέστερες– οδήγησε στην τεχνητή του μεγέθυνση στα μάτια όλων εκείνων οι οποίοι δεν είναι σε θέση να ελέγξουν τις πηγές του, πράγμα που εξηγεί εν μέρει γιατί αυτός ο στοχαστής έτεινε πάντα να έχει οπαδούς, αντί κριτικούς συνομιλητές ή διαδόχους.

Λέγοντας αυτά δεν θέλω καθόλου να μειώσω τη συμβολή του Καστοριάδη στις επαναστατικές αναζητήσεις του εικοστού αιώνα, ούτε ν’ αμφισβητήσω τη θέση που δικαιωματικά κατέχει ανάμεσα στους σημαντικότερους στοχαστές των τελών αυτού του αιώνα· στη θεωρία όμως δεν υπάρχουν παρθενογενέσεις και, άλλωστε, το τελευταίο που χρειαζόμαστε σήμερα είναι ένας φιλοσοφικός προφητισμός και πατρικές φιγούρες αδιαμφισβήτητου κύρους. Το σκέπτεσθαι είναι ένας μακρύς και κοπιώδης διάλογος από μιαν αβέβαιη και διαρκώς διακυβευόμενη θέση, και το να σβήνει ρητορικά κάποιος τα ίχνη της διαλογικότητας μέσα στην ίδια του τη σκέψη, ενδίδοντας στην παρόρμηση για σύστημα, δεν είναι η καλύτερη υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει στον στοχασμό. Ειρωνικά ίσως θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι η τάση του Καστοριάδη να μιλάει σαν να ήταν αυτός ο πρώτος (και τελευταίος) στοχαστής στον κόσμο, όπως και η προσκόλλησή του σε αναρίθμητους κοινούς διαφωτιστικούς τόπους, είναι το ανυπέρβλητο κατάλοιπο ενός αριστερίστικου δημαγωγισμού με τον οποίον δεν έλυσε ποτέ την αμφίθυμη σχέση του.

Σήμερα που οι ψυχροπολεμικές αντιπαραθέσεις είναι πια παρελθόν, άλλου είδους οικειοιποιήσεις του Καστοριάδη θα έπρεπε να αφυπνίσουν τα κριτικά μας αντανακλαστικά. Φιλελεύθεροι δυτικιστές του εκσυγχρονιστικού τύπου, καθώς και ελληνοκεντριστές όλων των αποχρώσεων (είδαμε το τελευταίο του βιβλίο, Η ελληνική ιδιαιτερότητα, στις βιτρίνες ως και νεοφασιστικών βιβλιοπωλείων) πιθανότατα παρανοούν ουσιώδεις πλευρές της σκέψης του, όμως πρέπει να καταλάβουμε τι ακριβώς μέσα σε αυτή τη σκέψη την καθιστά ευάλωτη σε τέτοιου είδους σφετερισμούς. Η καταγοήτευση του Καστοριάδη με την αρχαία Ελλάδα από τα τέλη τής δεκαετίας του ’70 και ύστερα, καθώς και η ανάγκη του να υποδείξει ένα ιστορικό πρόπλασμα των πολιτικών του ιδεών, τον οδήγησαν σε μια εξόχως μυθοποιητική και τεχνητά ομογενοποιημένη σύλληψη του «ελληνικού», όπου οι πιο σκοτεινές πλευρές του αρχαιοελληνικού κόσμου εξαφανίζονται ταχυδακτυλουργικά ενώ επιβάλλεται μία πολιτισμική ενότητα παραδείγματος η οποία εξαλείφει όλες τις ετερογενείς και δραματικά ασύμβατες μεταξύ τους συνιστώσες του εύθραυστου ιστορικού πειράματος που υπήρξε ο πολιτισμός του ελληνικού άστεως. Δεν έχω φυσικά στα πλαίσια αυτού του σύντομου σημειώματος τον χώρο να συζητήσω διεξοδικά όλα τα προβλήματα που θέτουν οι ύστερες πραγματεύσεις του Καστοριάδη· μπορώ να υποδείξω όμως ένα σημείο που θεωρώ κεντρικής σημασίας σε αυτή τη συζήτηση.

Μιλώντας ο Καστοριάδης για δημοκρατία με την καθ’ ύλην έννοια του όρου, δηλαδή μορφές οργανωμένης συλλογικότητας που βασίζονται στην ισότιμη διαβούλευση και στη διάχυση των προνομίων, πρότεινε την αρχαία ελληνική πόλη ως το πρωτοφανές ιστορικό περιβάλλον στο οποίο αναδύθηκε –και ως έναν βαθμό πραγματώθηκε– μια τέτοια σύλληψη. Καθένας μπορεί να δει πόσο η ιδέα αυτή συμπίπτει με τις αξιώσεις του παραδοσιακότερου ευρωκεντρικού φιλελευθερισμού ο οποίος, ήδη από τον δέκατο όγδοο αιώνα, βάσει του διπλού αξιώματος ότι, πρώτον, η αρχαία Ελλάδα είναι ο «φυσικός» πρόγονος της νεοτερικής Ευρώπης και, δεύτερον, ο ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι εγγενώς ανώτερος από κάθε άλλον στον κόσμο, προσπάθησε να κατοχυρώσει το μονοπώλιο στα «ανώτερα» πολιτισμικά επιτεύγματα της ανθρωπότητας, μεταξύ των οποίων η φιλοσοφία, η επιστήμη και η δημοκρατία. Σήμερα, εν πολλοίς και χάρη στη συμβολή τής κοινωνικής ανθρωπολογίας που στις καλύτερες εκδοχές της έθιξε πολλά από τ’ αυτονόητα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, γνωρίζουμε ότι αυτό δεν είναι αλήθεια. Στους αυτόχθονες της Αμερικής και της Αυστραλίας, στην υποσαχάρια Αφρική και στην κεντρασιατική ζώνη ανακαλύψαμε κοινωνίες (προφανώς όχι όλες) που λειτουργούν εξίσου αν όχι πολύ περισσότερο ισονομικά, διαβουλευτικά και με επίγνωση των θεσμών τους, και οπωσδήποτε χωρίς τις δραματικές ανισότητες που έπλητταν ακόμα και στις πιο δημοκρατικές του στιγμές το ελληνικό άστυ… Πέραν όμως αυτών των εμπειρικών στοιχείων που επιβάλλουν έναν δεύτερο αναστοχασμό επί του ζητήματος, υπάρχει εδώ, νομίζω, προπαντός ένα ζήτημα αρχής: μία σκέψη που θέλει να λέγεται αντιεξουσιαστική, σκέψη ταγμένη στην ανάγκη να ελευθερωθεί η ανθρωπότητα απ’ όλη την ανισότητα και την ετερονομία που σώρευσε πάνω της ένας πολιτισμός της σπάνης και της απώθησης, οφείλει να προϋποθέσει την ανάγκη για ισότητα και αυτοκαθορισμό ως θεμελιώδη, κατά κάποιον τρόπο εγγενή και αυθόρμητη ροπή τής ανθρωπότητας – ροπή η οποία μόνο κάτω από την πίεση τραυματικών και απρόβλεπτων ιστορικών συμβάντων μπορούσε να ανακοπεί, και υπό ένα τέτοιο πρίσμα να ερμηνεύσει την πραγματική ιστορία.

Αν υιοθετήσουμε ένα τέτοιο πρίσμα, ολοφάνερα η δημοκρατία (με την ουσιαστική πάντα έννοια του όρου) δεν μπορεί να θεωρηθεί «επινόηση» κανενός αποκλειστικά πολιτισμού: μάλλον το αντίθετο επιβάλλεται, να εξηγήσουμε πώς γεννήθηκε ιστορικά, και πώς μπόρεσε να διαιωνιστεί, η ανθρώπινη δουλεία και οι ατελείωτες θεσμικές και ψυχολογικές της μεταμορφώσεις. Όσο για την εισφορά του ελληνικού πολιτισμού πολύ πιο μετριοπαθές –αλλά και πιο ακριβές– θα ήταν να πούμε ότι έγκειται μάλλον στην εννοιοποίηση του πολιτικού: τη δημιουργία μιας ειδικής γλώσσας αφηρημένων εννοιών και όρων για να αρθρώσει προβλήματα που γεννά η συλλογική ανθρώπινη δράση, τα οποία και άλλοι είχαν θέσει και αντιμετωπίσει, ενδεχομένως και πολύ αποτελεσματικότερα, μιλώντας ωστόσο ακόμη γι’ αυτά με τον μεταφορικό τρόπο της σκέψης που εξακολουθούμε ν’ αποκαλούμε «μυθική»… Αν η γένεση μιας εννοιακής γλώσσας είναι ουσιώδης πολιτισμική δημιουργία και διεύρυνση των οριζόντων του νοητού, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ωστόσο και το ποσοστό της ξένωσης –ετερονομίας– που φέρει αυτή εγγενώς μαζί της: η αφηρημένη έννοια εκπροσωπεί το ίδιο είδος βίας απέναντι στη μη αναγώγιμη υλική φύση των πραγμάτων όπως το γενικό ισοδύναμο (το χρήμα) απέναντι στην ποιοτική φύση των αναγκών και των αξιών – και, πρακτικά, είναι η γενίκευση της χρηματικής οικονομίας εκείνη που έκανε δυνατή την αφηρημένη σκέψη, την ίδια τη φιλοσοφία.

Ακόμη πιο γενικά μιλώντας, καμία έκθεση του περιεχομένου της ετερονομίας δεν είναι δυνατή χωρίς μια εστιασμένη ανάλυση της εμπορευματικής δομής (μολονότι η ριζική δυνατότητά της εισάγεται με την ίδια τη γλώσσα) και των ειδικών σχέσεων κυριαρχίας (φυλετικής, ταξικής και εργαλειακής έναντι της φύσης) που κωδικοποιούνται μέσα στις λεγόμενες «φαντασιακές σημασίες» των κοινωνιών… Αν ο Καστοριάδης δεν αντιστάθηκε πάντα στον πειρασμό να εισάγει καινούργιες έννοιες εκεί που οι συσχετισμοί περιεχομένου μπορούσαν κάλλιστα να υπηρετηθούν από ήδη υπάρχουσες μόνο και μόνο για έχει τα προνόμια της πατρότητας, τουλάχιστον δεν ήταν αφελής: ήξερε να τις χρησιμοποιεί με συνέπεια σαν κριτικά εργαλεία για τον σκοπό του. Η πραγμοποίηση αυτών των εννοιών στα χέρια των αφελών οπαδών είναι θλιβερή και εκθέτει τον ίδιο τον εμπνευστή τους. «Ετερονομία», «αυτονομία», «θεσμίζουσα κοινωνία», «θεσμισμένη κοινωνία», «μάγματα» και «φαντασιακές σημασίες» έχουν γίνει στο στόμα τους μια ξύλινη γλώσσα που τείνει να υποκαταστήσει με έτοιμα κλισέ κάθε αναμέτρηση της σκέψης με ένα πολύπλοκο πραγματικό. Όσοι φαντάζονται ότι μπορεί να συσταθεί μία σοβαρή φιλοσοφία της ιστορίας ή κριτική του πολιτισμού βάσει της εναλλαγής τριών καθεστώτων, της «αυτονομίας», της «ετερονομίας» και της «ασημαντότητας», σκέφτονται με πιο πρωτόγονο τρόπο απ’ ό,τι τα εγχειρίδια του ιστορικού υλισμού της ΕΣΣΔ – λες και οι κοινωνίες είναι ομοιότροπα «θεσμισμένες» ή «θεσμίζουσες», απ’ όλα τα μέλη τους δηλαδή και στον ίδιο βαθμό, λες και το «φαντασιακό» τους δεν είναι εγγραφή στη δομή τού χαρακτήρα, δηλαδή εσωτερίκευση, ήδη εξωτερικών, υλικών σχέσεων κυριαρχίας, λες και η «δημιουργικότητα» εγγυάται από μόνη της τα συγκεκριμένα κοινωνικά περιεχόμενα που προκύπτουν… Αν μου επιτρέπεται λοιπόν να κλείσω με έναν παραινετικό τόνο, ας πω ότι γνήσια αντιεξουσιαστική σκέψη δεν πρόκειται να αναπτυχθεί ποτέ μέσ’ από τη σύσταση και τη λειτουργία εφηβικών fan-club, που είναι τα ίδια περισσότερο σύμπτωμα παρά κριτική της «εποχής τής ασημαντότητας».

- Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Βαβυλωνία, #40, Ιανουάριος 2008, http://www.babylonia.gr/

Open Studios: Μια πρόταση για αυτό-οργάνωση και δράση [Έκδοση 1.0]

Προτείνουμε ένα πείραμα: Τη συλλογική προσπάθεια για τη δημιουργία ενός εναλλακτικού «θεσμού», που θα προσφέρει ισότιμες ευκαιρίες σε όσους καλλιτέχνες θέλουν να παρουσιάσουν τη δουλειά τους. Ο θεσμός των Open Studios (Ανοιχτά Καλλιτεχνικά Εργαστήρια) είναι δοκιμασμένος εδώ και χρόνια σε διάφορες πόλεις του κόσμου και λειτουργεί με σχετική επιτυχία. Στο πλαίσιο ενός τέτοιου θεσμού, οι καλλιτέχνες που συμμετέχουν ανοίγουν τα εργαστήριά τους στο κοινό σε προσυμφωνημένες ημερομηνίες και ώρες, σε μια προσπάθεια να προσεγγίσουν με διαφορετικό, πιο άμεσο τρόπο τη σχέση τους μαζί του.
Πιστεύουμε ότι μια ανάλογη διοργάνωση είναι εφικτό να υλοποιηθεί και στην Αθήνα. Δεν απαιτεί οικονομικούς πόρους και πολύπλοκες διαδικασίες. Είναι ανοιχτή και δίνει ίσες ευκαιρίες συμμετοχής σε όλους χωρίς να θέτει προϋποθέσεις.

Θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε το πιθανό πλαίσιο μιας τέτοιας διοργάνωσης και να προτείνουμε ένα γενικό προσχέδιο δράσης. Τίποτα απ’ όσα ακολουθούν δεν είναι δεσμευτικό για κανέναν, παρά μόνο αποτελούν θέματα προς συζήτηση και περεταίρω επεξεργασία.


Ορισμένες γενικές προτάσεις

  1. Η διοργάνωση ανήκει σε όλους όσοι συμμετέχουν και κανείς δεν μπορεί να τη σφετεριστεί προς δικό του αποκλειστικό συμφέρον. Δεν υπάρχουν «επιμελητές», «διοργανωτές», «χορηγοί» κ.λπ.
  2. Δεν τίθενται προϋποθέσεις συμμετοχής. Όλοι οι καλλιτέχνες, μπορούν να λάβουν μέρος αρκεί να δεσμευτούν ότι θα σεβαστούν ένα γενικό κανονιστικό πλαίσιο που θα καθοριστεί σε κοινή συμφωνία από όλους.
  3. Το πλαίσιο της διοργάνωσης οφείλει να παραμείνει «ουδέτερο» και πολύ σχηματικό, χωρίς να περιορίζει τις ελευθερίες των συμμετεχόντων αλλά επιδιώκοντας να καθορίζει ορισμένες γενικές αρχές οργάνωσης.
  4. Όλες οι αποφάσεις που αφορούν τη διοργάνωση (και όχι την εκάστοτε επιμέρους συμμετοχή) λαμβάνονται συλλογικά απ’ όλους τους συμμετέχοντες με διαδικασίες που μένει να καθοριστούν.
  5. Κάθε απόφαση μπορεί να αναθεωρηθεί και να τροποποιηθεί σύμφωνα με συγκεκριμένες προτάσεις που θα τύχουν γενικής αποδοχής.
  6. Ο καθένας είναι υπεύθυνος για τη συμμετοχή του και μόνο και είναι υποχρεωμένος να συμβάλλει με όποιον τρόπο μπορεί στην επιτυχία της διοργάνωσης.
  7. Ο καθένας είναι ελεύθερος να χειριστεί όπως νομίζει τη συμμετοχή του. (Αυτό σημαίνει πως κάποιος μπορεί να θέλει να στείλει δικές του προσκλήσεις, να διοργανώσει ένα πάρτι στο εργαστήριό του, να φιλοξενήσει τη δουλειά και άλλων καλλιτεχνών που για διάφορους λόγους δεν λαμβάνουν μέρος αυτόνομα, να πουλάει έργα του σε ενδιαφερόμενους επισκέπτες, να έχει προσωπικό χορηγό, επιμελητή, κ.λπ.)


Ορισμένες προτάσεις για την οργάνωση

  1. Δημιουργείται μια ιστοσελίδα ή blog όπου ανακοινώνεται η πρόθεση για τη διοργάνωση των Ανοιχτών Καλλιτεχνικών Εργαστηρίων και δημοσιεύεται ένα σκαρίφημα της ιδέας προς συζήτηση και επεξεργασία από όλους τους ενδιαφερόμενους.
  2. Οι ενδιαφερόμενοι να συμμετάσχουν καθορίζουν από κοινού το χρονικό πλαίσιο της εκδήλωσης: πόσες φορές το χρόνο, ποια εποχή, για πόσες μέρες, ώρες κ.λπ
  3. Συστήνονται μία οργανωτική και μία εκτελεστική επιτροπή με διαδικασίες που θα πρέπει να καθοριστούν. Κάθε μέλος αυτών των επιτροπών είναι ισότιμο με όλους τους συμμετέχοντες και είναι ανακλητό ανά πάσα στιγμή και εφόσον υπάρξουν τεκμηριωμένες ενστάσεις.
  4. Οι επιτροπές φροντίζουν για τον συντονισμό και την ομαλή ροή της διοργάνωσης, χωρίς να έχουν καμία εξουσιοδότηση για λήψη αποφάσεων που αφορούν γενικά στη διοργάνωση.
  5. Όλες οι απαιτούμενες εργασίες προετοιμασίας και υλοποίησης της διοργάνωσης γίνονται εθελοντικά.
  6. Τα πιθανά έξοδα της διοργάνωσης (όπως π.χ. το κόστος για την παραγωγή διαφημιστικού/ενημερωτικού υλικού) θα καταμεριστούν ισομερώς σε κάθε συμμετέχοντα ο οποίος θα πρέπει να καταβάλλει το ποσό που του αναλογεί.


Ορισμένες προτάσεις για την προβολή και την επικοινωνία

  1. Εκτυπώνεται φυλλάδιο που περιέχει χάρτη όπου αναγράφονται τα εργαστήρια που συμμετέχουν, πληροφορίες πρόσβασης, πολύ σύντομες πληροφορίες για τον κάθε καλλιτέχνη και το έργο του. Τα φυλλάδια αυτά διανέμονται σε διάφορα σημεία της πόλης (εστιατόρια, μπαρ, βιβλιοπωλεία, γκαλερί, μουσεία, καταστήματα της γειτονιάς, κ.λπ.) και από τους συμμετέχοντες καλλιτέχνες.
  2. Εκτυπώνονται αφίσες και flyers.
  3. Οργανώνεται συνέντευξη Τύπου και συντάσσονται δελτία Τύπου.
  4. Επιδιώκεται συνεργασία με διάφορα έντυπα και ραδιοφωνικούς σταθμούς που μπορούν να ενισχύσουν την προβολή της διοργάνωσης.
  5. Τοποθετείται ταμπέλα σήμανσης έξω από κάθε εργαστήριο, με το όνομα του καλλιτέχνη και τις ώρες επίσκεψης. Οι ταμπέλες είναι κοινής αισθητικής και μεγέθους για όλους.


Ελπίζουμε ότι οι παραπάνω σκέψεις θα αποτελέσουν αφορμή για έναν γόνιμο διάλογο που ίσως να οδηγήσει και στην υλοποίηση μιας τέτοιας διοργάνωσης. Είναι μια ευκαιρία να αποδείξουν, όσοι το επιθυμούν, ότι δεν υπάρχει μόνο ένας τρόπος να γίνονται τα πράγματα αλλά πολλοί.

Διακινείστε αυτό το κείμενο (ή την ιδέα) ελεύθερα. Δεν ανήκει σε κανέναν.
futura [Έκδοση 1.0Αθήνα, 3/1/2008]