Το «Remap KM» και ο εκτοπισμός των κατοίκων στην περιοχή Κεραμεικός - Μεταξουργείο

Της Ελένης Τζιρτζιλάκη
από το Δίκτυο Νομαδική Αρχιτεκτονική [nomadas@otenet.gr]

Διαβάζω στο μαύρο με λευκά γράμματα φυλλάδιο με τον τίτλο ReMap: «Το ReMap αποτελεί ένα πολύπλευρο καλλιτεχνικό πρόγραμμα που λειτουργεί παράλληλα με την 1η Μπιενάλε της Αθήνας στην περιοχή Κεραμεικού - Μεταξουργείου της Αθήνας. Αποσκοπεί στο να δώσει μία ακόμα πτυχή στο θεματολόγιο και μεθοδολογικό πλαίσιο της 1ης Μπιενάλε της Αθήνας με τίτλο Destroy Athens μέσα από την εξερεύνηση της ταυτότητας της συγκεκριμένης περιοχής και την αναθεώρηση του τρόπου χρήσης ιδιωτικών και δημόσιων χώρων».
Αρχικά φαντάζει ως μια εξαιρετικά καλή ιδέα το ότι ένα πρόγραμμα καλλιτεχνικό εξερευνά την ταυτότητα, όπως μας λέει, της περιοχής Κεραμεικού - Μεταξουργείου «αναθεωρώντας μάλιστα τον τρόπο χρήσης των ιδιωτικών και δημόσιων χώρων της περιοχής».
Γνωρίζοντας το Μεταξουργείο και τους κατοίκους του από τις εξερευνήσεις που εδώ και χρόνια γίνονταν από την ομάδα Αστικό Κενό και αργότερα από το Δίκτυο Νομαδική Αρχιτεκτονική, τις συνθήκες κατοίκησης, καθώς παιδιά από την περιοχή ερχόντουσαν στο 87o Δημοτικό σχολείο και πήραν μέρος στη δράση το 2006 με θέμα «Ένα κενό οικόπεδο αφορμή διαλόγου κατασκευής ενεργοποίησης». Μέσα από το ΔΝΑ είχαμε αντιμετωπίσει εδώ και τρία χρόνια το ζήτημα του εκτοπισμού των κατοίκων από επενδυτές στην περιοχή. Οι κάτοικοι των κτιρίων αναγκάζονται να φύγουν όπως-όπως για να πάνε να ζήσουν σε άλλες περιοχές στην περιφέρεια της Αθήνας ή ακόμη κάποιοι μουσουλμάνοι να επιστρέψουν στην Κομοτηνή ή αν πρόκειται για άστεγους μετανάστες να βγουν στον δρόμο. Επίσης ξέραμε ότι σε πολλά εγκαταλειμμένα σπίτια είχαν βρει προσωρινό καταφύγιο μετανάστες (και όχι μόνο) και υπήρχε και μια γνωστή κατάληψη.
Φάνταζε ιδιαίτερα ενδιαφέρον ένα καλλιτεχνικό πρόγραμμα το οποίο θα μπορούσε να εργαστεί με αυτές τις ομάδες κατοίκων και να επανασχεδιάσει μαζί με τους κατοίκους χώρους και καταστάσεις όπως έγινε σε άλλες πόλεις της Ευρώπης.
Συνεχίζοντας την ανάγνωση, το πρόγραμμα γράφει: «είναι ένα πείραμα σε ψυχογεωγραφικούς χάρτες που δημιουργούνται μέσω μεταβατικών χώρων […] ο στόχος είναι να δημιουργηθούν διαφορετικές πιθανότητες σύνδεσης του απτού κόσμου των κτιρίων, δρόμων και αστικών χώρων με εφαρμογές σύγχρονης τέχνης κοινωνικά δίκτυα μέσα επικοινωνίας».
Τριγυρνώντας στους χώρους, οι οποίοι είναι εντυπωσιακοί καθώς είναι ποτισμένοι από πρόσφατα ίχνη κατοίκησης, που όμως τα έργα των καλλιτεχνών καμία σχέση δεν έδειχναν να έχουν με αυτούς, φάνταζαν παράξενοι άδειοι χώροι, ανάμεσα στους οίκους ανοχής, στα καταστήματα των μεταναστών και στις κατοικίες του Μεταξουργείου. Κάθε φορά που βγαίναμε αντιμετωπίζαμε τα βλέμματα κάποιων που μας κοιτούσαν σαν να είχαν πολλά αναπάντητα ερωτήματα για το τι ήταν αυτοί οι χώροι και τι κάναμε εμείς εκεί. Μας δημιουργήθηκαν και εμάς κάποια βασικά ερωτήματα όπως: Τι χρήση είχαν πριν οι χώροι αυτοί; Οι κάτοικοί τους τι έγιναν; Πού πήγαν; Ποιος ο λόγος που όλοι ήταν άδειοι; Τι θα γίνουν μετά; Ποιοι είναι οι ιδιοκτήτες;
Τη συνέχεια στο θέμα έδωσε η συνάντηση με τον Manray το βράδυ της Τετάρτης στην Μπιενάλε στο Γκάζι. Ο Μανρέυ είχε έλθει από το Βερολίνο και όλο το πρωί περπατούσε στην περιοχή, ρωτούσε επίμονα να μάθει τι συμβαίνει, καθώς γνωρίζει πολύ καλά το Κρόιτσμπεργκ είχε καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, ρωτούσε τι κάνουν οι αρχιτέκτονες σε σχέση με την περιοχή, τι σχέση έχουν οι χώροι με την Μπιενάλε, πώς αντιμετωπίζουν το ζήτημα οι καλλιτέχνες. Κάποιος καλλιτέχνης μας είπε ότι όταν πήγε πρώτη φορά στον χώρο που του έδωσαν μέσα ήταν κάποιοι μετανάστες, όταν ξαναπήγε είχαν φύγει. Κάποιοι άλλοι είπαν, ότι για να φύγουν αυτοί που έμεναν μέσα, τους έκοψαν το ρεύμα.
Για μια απάντηση άμεση σε όλα αυτά σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στη Χλόη Βαΐτσου, που, όπως έγραφε το φυλλάδιο, είχε την καλλιτεχνική διεύθυνση και τον συντονισμό του εν λόγω προγράμματος. Είπε ότι σε δύο ημέρες θα έφευγε για το Λονδίνο και δεν είχε καιρό για συζήτηση. Όπως μετά έμαθα πρόκειται για επενδυτικό σχέδιο στην περιοχή Κεραμεικός - Μεταξουργείο, τα κτίρια έχουν αγοραστεί από έναν επενδυτή, και ο εκτοπισμός των κατοίκων ήταν γεγονός για να μπορέσουν τα κτίρια να είναι άδεια στην έναρξη της Μπιενάλε της Αθήνας.
Τι έκαναν οι κάτοικοι; Δεν μπόρεσαν να αντιδράσουν γιατί απ’ ό,τι μάθαμε τους έκοψαν το ρεύμα και έτσι αναγκάστηκαν να φύγουν και να βρεθούν στο δρόμο, στην περίπτωση αυτή εκτοπίστηκαν βίαια για να εισβάλει η Τέχνη στους χώρους.
Καμία αντίρρηση για κάτι που έτσι και αλλιώς συμβαίνει όταν γίνονται επενδύσεις και αναπλάσεις περιοχών, αν και το ζητούμενο είναι διαφορετικό καθώς η ανάπλαση μιας περιοχής αφορά πρώτα απ’ όλους τους κατοίκους της. Οι καλλιτέχνες ως πρωτοπορία μπορούν να βρεθούν στο πλευρό τους και να βοηθήσουν σ’ αυτή την κατεύθυνση, άλλωστε έχουν κινηθεί πολλά project Site specific art.
Αυτό που ενοχλεί αφάνταστα και είναι κακόγουστο και ύποπτο είναι ότι ένα επενδυτικό πρόγραμμα παρουσιάζεται ως καλλιτεχνικό γεγονός και μάλιστα της πρωτοπορίας, παράλληλο πρόγραμμα με την 1η Μπιενάλε της Αθήνας και μπερδεύεται με νοήματα όπως ψυχογεωγραφικοί χάρτες, κοινωνικά δίκτυα, δηλαδή μ’ εκείνους που δούλεψαν και δουλεύουν ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση, υπερασπιζόμενοι την πόλη και αυτούς που την κατοικούν.

Το κείμενο αυτό είναι το πρώτο σε μια σειρά κειμένων που θα ακολουθήσουν και επιθυμεί ν’ ανοίξει μια δημόσια συζήτηση πάνω στα ζητήματα: 1. του ρόλου της Tέχνης στην περιοχή· 2. του Εκτοπισμού των κατοίκων. Tι σημαίνει καταστασιακός χάρτης και ReMap· 3. της επανάχρησης στην περιοχή του Μεταξουργείου, του ρόλου του Δήμου, των επενδυτών κλπ.

Για τις «Τροχιές του αισθητικού» του Φώτη Τερζάκη

Του Κώστα Δεσποινιάδη

Ο Φώτης Τερζάκης είναι ένας από τους ελάχιστους ανεξάρτητους Έλληνες διανοούμενους που επιμένουν να παράγουν κριτικό λόγο στην εποχή της γενικευμένης συναίνεσης. Από τα πρώτα κιόλας έργα του δείχνει να είναι πεπεισμένος (και να το εφαρμόζει απαρέγκλιτα στα γραπτά του) πως «όταν η σκέψη δεν ασκείται ως απερίφραστη κριτική της κυριαρχίας, μοιραία λειτουργεί ως εξ αντικειμένου συνενοχή με την κυριαρχία» και επιπροσθέτως δείχνει να έχει πλήρη συναίσθηση ότι ο στοχασμός πάνω στη βαρβαρότητα που μας περιβάλει και η καταγγελία αυτής της βαρβαρότητας είναι ένα πρώτο, έστω και ελάχιστο βήμα.
Γεννημένος το 1959 (άρα, σχετικά νέος για θεωρητικός) έχει να επιδείξει ένα σημαντικό έργο που περιλαμβάνει πρωτότυπες μελέτες για μια ευρεία γκάμα θεμάτων (φιλοσοφία, ψυχανάλυση, αντιψυχιατρική, θρησκειολογία, κοινωνιολογία της μουσικής, πολιτικά δοκίμια, ανθρωπολογία, αισθητική, κ.ά.) και μέχρι σήμερα αριθμεί 17 βιβλία. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε και αρκετές δεκάδες μεταφράσεις έργων από συναφή θεωρητικά πεδία, γεγονός ιδιαιτέρως σημαντικό για μια γλώσσα σαν τη δική μας που δεν έχει παράδοση πρωτότυπων θεωρητικών κειμένων, καθώς και πάμπολλα διάσπαρτα κριτικά κείμενα σε περιοδικά και εφημερίδες. Πέρα από το ασυνήθιστο για τα ελληνικά δεδομένα εύρος των ενδιαφερόντων του, αξίζει να σημειωθεί ότι η θεωρητική του εργασία αναπτύσσεται εκτός Πανεπιστημίου, γεγονός που την καθιστά διττά σημαντική: Πρώτον, γιατί κάτι τέτοιο σημαίνει ότι ο Τερζάκης δεν πληρώνεται από το Κράτος ή από κάποιον άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα για να σκέφτεται και να γράφει, με όλες τις πρακτικές δυσκολίες που κάτι τέτοιο συνεπάγεται, και δεύτερον γιατί έτσι έχουμε μία έμπρακτη αμφισβήτηση του γελοίου (και στον πυρήνα του βαθύτατα εξουσιαστικού) αξιώματος ότι οι μόνοι αρμόδιοι για τον στοχασμό και τη θεωρητική παραγωγή είναι οι κάθε είδους «ειδικοί», που πλην ελαχίστων εξαιρέσεων δεν είναι παρά οι κρατικοδίαιτοι αρουραίοι των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, το έργο των οποίων είναι αντιστρόφως ανάλογο με την ποσότητα των κονδυλίων που ξεκοκαλίζουν.
Στις 560 σελίδες του τελευταίου του έργου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις
futura με τίτλο Τροχιές του αισθητικού και υπότιτλο η ιστορική σύσταση μιας αισθητικής φιλοσοφίας και ο ανθρωπολογικός της ορίζοντας, ο συγγραφέας παρουσιάζει μια κριτική επισκόπηση του συνόλου της αισθητικής σκέψης. Οι κάπως συστηματικότεροι αναγνώστες του Τερζάκη θα γνωρίζουν βέβαια ότι μια προβληματική περί του αισθητικού είναι συχνά παρούσα στα γραπτά του, αλλά με το παρόν έργο έχουμε την πρώτη αναλυτική και πιο συγκροτημένη πραγμάτευση του θέματος από τον συγγραφέα. Μιας και το θέμα λόγω της φύσης του αλλά και της ευρύτητάς του δεν προσφέρεται για μια τηλεγραφική βιβλιοπαρουσίαση, αρκούμαστε εδώ να πούμε ότι ο συγγραφέας δείχνει να έχει αξιοθαύμαστη γνώση και εποπτεία του υλικού που πραγματεύεται, ο λόγος του καθιστά εφικτό να διακρίνονται οι περιγραφικές από τις αξιολογικές του κρίσεις, ενώ ταυτόχρονα η έντονα κριτική του διάθεση, που διατρέχει όλο το βιβλίο, αποτελεί πρόκληση για μια δημιουργική αναγνωστική αναμέτρηση με τα υπό εξέταση ζητήματα. Σε κάθε περίπτωση, είναι ένα εγχείρημα που αξίζει την προσοχή μας και που η πραγματοποίησή του είναι φανερό ότι απαίτησε ιδιαίτερο κόπο από την πλευρά του δημιουργού. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι μέχρι τώρα δεν είχαμε τίποτα ανάλογο στα ελληνικά, αν εξαιρέσουμε το περί αισθητικής βιβλίο του Παπανούτσου που μόνο ως αφελές σχολικό ανάγνωσμα μπορεί να διαβαστεί σήμερα. […]

* Το κείμενο είναι αναδημοσίευση από το περιοδικό Ένεκεν, τχ. 8-9, Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 2007

Κώστας Ρουσάκης Pier Paolo Caminetti - Μία γιγαντομηχανή

Συναρμολόγηση εύθραυστου μνημείου. Στο γήπεδο μπάσκετ, κάτω από τη γέφυρα, δίπλα στις γραμμές του τρένου.

Εγκαίνια: 6/ 9/2007: 19.00
7 & 8/9: 11:00-23:00
Σταθμός ΗΣΑΠ Μοσχάτο, Οδός Θεσσαλονίκης 51-57

Πληροφορίες: 697 045 1349
roussakis.kostas@gmail.com