Η έκπτωτη κυβέρνηση

Η ποικιλοτρόπως εκφρασμένη οξεία δυσφορία και η μαζική λαϊκή αντίδραση που έχει ξεσπάσει ενάντια στα μέτρα του πακέτου σταθερότητας που εφαρμόζει η κυβέρνηση του Πα.Σο.Κ. καθ’ υπαγόρευση της «τρόικας» και των «αγορών» προκειμένου, όπως διατείνεται, να «σώσει τη χώρα από τη χρεοκοπία», αντίδραση που απαξιώνεται, λοιδορείται και σπιλώνεται ασύστολα από την εξουσία και τα «παπαγαλάκια» της (βλ. την προπαγάνδα των μμε και πώς στρώνει το χαλί για την κλιμάκωση της βίαιης καταστολής κάθε αντίδρασης), εκτός από επιβεβλημένη είναι και απολύτως νόμιμη. Νόμιμη ακόμα και με συμβατικούς όρους, ακόμα και μέσα στο πλαίσιο της συστημικής ιδεολογίας. Μπορεί δηλαδή να δικαιολογηθεί και να καταδειχτεί ο αναγκαίος χαρακτήρας της σύμφωνα με την ίδια την πολιτική θεωρία της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και όχι μόνο από κάποιες δήθεν παρωχημένες «αντισυστημικές ιδεολογίες» που εχθρεύονται τον καπιταλισμό και το δημοκρατικό πολίτευμα.
Αυτή η επισήμανση γίνεται με διττό στόχο: αφενός, να επικυρώσει τη νομιμότητα των μαζικών αντιδράσεων οι οποίες, από τη δική μας πολιτική σκοπιά, δεν χρειάζονται, ούτως ή άλλως, καμία εκ των προτέρων κι έξω απ’ αυτές νομιμοποίηση, εφόσον είναι οι ίδιες που θεσπίζουν δίκαιο· αφετέρου, να καταδείξει εν μέρει τον ιδεολογικό χαρακτήρα της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, τονίζοντας μια από τις εγγενείς αντιφάσεις της: το γεγονός δηλαδή ότι επικαλείται πως μπορεί να επιλύσει ειρηνικά ό,τι επιλύει εν τέλει με τον εκβιασμό, την απειλή και τη χρήση βίας. Όχι απλώς με την ωμή βία της καταστολής που ασκείται εναντίον κάποιων «μειοψηφιών» που αντιστέκονται, αλλά κυρίως με τη συγκαλυμμένη βία της επιβολής μέσω του νόμου, που ασκείται εναντίον ολόκληρης της κοινωνίας, ενάντια στη βούληση των «ελεύθερων» πολιτών.
Το δικαίωμα στη διακυβέρνηση αφορά εν τέλει το δικαίωμα στη βία που η εξουσία χρησιμοποιεί ως μέσο για την επίτευξη των «έννομων σκοπών» που η ίδια θεσπίζει αυθαίρετα. Με άλλα λόγια, η εξουσία καθορίζει το δίκαιο και όχι το δίκαιο την εξουσία (το «κράτος δικαίου» είναι απλός ευφημισμός…). Παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις των υπερασπιστών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, το δικαίωμα άσκησης της εξουσίας δεν θεμελιώνεται σε ένα «συμβόλαιο αντιπροσώπευσης», στη μεταβίβαση δηλαδή της εξουσίας από τους πολίτες στην εκλεγμένη κυβέρνηση, θεμελιώνεται στη δυνατότητα της κυβέρνησης να επικαλεστεί συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, όπου ο χαρακτήρας του επείγοντος αίρει την πολιτική της δέσμευση τήρησης του δημοκρατικού συμβολαίου και η επιδίωξη της ευρύτερης δυνατόν συναίνεσης υποκαθίσταται από τη βίαιη επιβολή αυθαίρετων πολιτικών επιλογών με το πρόσχημα της προστασίας του «εθνικού συμφέροντος», τη «σωτηρία της πατρίδας». Σε αυτή την περίπτωση, διατηρείται μεν φαινομενικά η μορφή των δημοκρατικών διαδικασιών (διάλογος με τα κόμματα και τους κοινωνικούς εταίρους, «ανοιχτή διαβούλευση», κ.λπ.), το περιεχόμενό τους ωστόσο είναι προκαθορισμένο και συγκεκριμένο, σε βαθμό που ακυρώνει πλέον de facto, έχοντας ήδη ακυρώσει de jure, κάθε δυνατότητα τροποποίησης των ήδη ειλημμένων αποφάσεων (βλ. μνημόνιο). Γίνεται έτσι μια διαδικασία που έχει ως στόχο την επιτελεστική νομιμοποίηση της επιβολής: δια της προσφυγής στο «διάλογο» επικυρώνεται η «δημοκρατική» διακυβέρνηση και καθαγιάζεται η χρήση όλων των «νόμιμων» μέσων για την εφαρμογή των «συμφωνηθέντων», μέσα τα οποία, από ένα σημείο και πέρα, όταν η πειθώς παύει να είναι αποτελεσματική, είναι κατ’ ανάγκη βίαια.
Σύμφωνα με τον παραπάνω συλλογισμό, η κυβέρνηση του Πα.Σο.Κ. είναι μια κυβέρνηση που κυβερνά μεν νομότυπα, εφόσον έχει κερδίσει πανηγυρικά τις πρόσφατες εκλογές, είναι ωστόσο πλήρως απονομιμοποιημένη αφού χρησιμοποιεί τη βία για να επιβάλει άδικους νόμους, με τους οποίους η κοινωνία δεν συμφωνεί. Η κατάφωρα ταξική πολιτική της κυβέρνησης, που νομοθετεί εις βάρος των αδύναμων και υπέρ των ισχυρών, την καθιστά υπόλογο απέναντι στα πλατιά λαϊκά στρώματα των εντολοδόχων της.
Πιο συγκεκριμένα:
Υποτίθεται ότι οι νόμοι που ψηφίζει το κοινοβούλιο στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, πέρα από το να εξυπηρετούν πρωτίστως και πάνω απ’ όλα τα συμφέροντα του λαού, πρέπει να ικανοποιούν επίσης το κοινό περί δικαίου αίσθημα και να αποσπούν την αποδοχή και τη συναίνεση ευρύτερων στρωμάτων των πολιτών που καλούνται να τους επικυρώσουν τηρώντας τους.
Όταν οι νόμοι είναι άδικοι και δεν γίνονται αποδεκτοί από τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού, διότι ετούτος κρίνει ότι οι νόμοι αυτοί πλήττουν άμεσα τις ελευθερίες, τις κατακτήσεις και τα συμφέροντά του περισσότερο απ’ όσο τα φροντίζουν, και αν παρόλα αυτά η κυβέρνηση επιμείνει στις αποφάσεις της, παρότι αυτές είναι τελείως αντίθετες από τις προεκλογικές εξαγγελίες που την έφεραν στην εξουσία, έχει εξαπατήσει δηλαδή εκείνους που την ψήφισαν, τότε ο νόμος δεν μπορεί να τεθεί σε ισχύ παρά μόνο με τη βία.
Όταν τίθεται τέτοιο ζήτημα και η κυβέρνηση όντως καταφεύγει στη χρήση βίας, επιμένοντας να αγνοεί τις αντιδράσεις και να μην προσφεύγει σε εκλογές, ώστε να επιτρέψει στους πολίτες να ασκήσουν το υποτιθέμενο κυριαρχικό τους δικαίωμα και να αποφασίσουν οι ίδιοι για τα ζωτικά ζητήματα που αφορούν την επιβίωση και το μέλλον τους, τότε είναι μια μη νόμιμη κυβέρνηση που έχει καταχραστεί την ψήφο των πολιτών νομοθετώντας εις βάρος των συμφερόντων τους, ενάντια στη βούλησή τους.
Όταν στη δημοκρατία ο «κυρίαρχος λαός» διαφωνεί και εξεγείρεται κατά των νόμων που θεωρεί άδικους και παρόλα αυτά δεν λαμβάνεται υπόψη, αλλά αντιθέτως η βία χρησιμοποιείται ευθέως και απροκάλυπτα ως μέσο πειθάρχησης και συμμόρφωσης στις αυθαίρετες εντολές της εξουσίας, στους άδικους νόμους, τότε οι κυβερνώντες έχουν αθετήσει μονομερώς το συμβόλαιο δημοκρατικής νομιμότητας το οποίο υποτίθεται πως θεμελιώνεται στην ελεύθερη συμφωνία, στον πολιτικό διάλογο και στη συναινετική διαδικασία.
Για να δικαιολογήσουν τη χρήση βίας, οι κυβερνώντες επικαλούνται τις συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, υποστηρίζοντας την αναγκαιότητα της σχετικής νομοθεσίας σαν ένα ζωτικό για τη διάσωση του κράτους διακύβευμα. Στην πραγματικότητα όμως, η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης δεν αφορά την υποτιθέμενη απειλή για το κράτος (βλ. χρεοκοπία)· είναι απλώς μια πρόφαση, από τη στιγμή που η όποια απειλή κατά του κράτους μπορεί να αποσοβηθεί και με άλλους διαθέσιμους τρόπους· τρόπους που πλήττουν ίσως λιγότερο τα συμφέροντα του λαού και δεν χρειάζεται να τον εξοντώσουν για να τον «σώσουν».
Εν τέλει, όμως, η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης χρησιμοποιείται για να αποσοβηθεί μια συγκεκριμένη απειλή για την κυβερνητική εξουσία, διότι αυτήν ακριβώς την εξουσία θέλει στην πραγματικότητα να προστατεύσει από την άρνηση του λαού να αποδεχτεί και να εφαρμόσει τους άδικους νόμους τους οποίους η κυβέρνηση προσπαθεί να επιβάλει.
Είναι προφανές λοιπόν ότι η εν λόγω παρεκτροπή της κυβέρνησης από τους «δημοκρατικούς θεσμούς» δίνει στους πολίτες κάθε δικαίωμα, όπως επιτάσσει το σύνταγμα, να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε συναφές με το σκοπό μέσο εναντίον της παράνομης κυβέρνησης και των αποφάσεών της, αμφισβητώντας έμπρακτα τη νομιμοποίησή της και τη δυνατότητά της να νομοθετεί και να κυβερνά.
Καμία ενέργεια που αποσκοπεί στην επαναφορά της «δημοκρατικής ομαλότητας», της «κυριαρχίας του λαού» δηλαδή, δεν μπορεί να κριθεί αθέμιτη και έκνομη στις περιστάσεις αυτές, εφόσον το συμβόλαιο κυβέρνησης-λαού δεν είναι πλέον έγκυρο με αποκλειστική ευθύνη της πρώτης – και για το λόγο αυτόν πρέπει να θεωρείται έκπτωτη.
Ως συνέπεια του κυβερνητικού πραξικοπήματος που αποσκοπεί στην επιβολή άδικων νόμων, είναι θεμελιώδες καθήκον και δικαίωμα των πολιτών να υπερασπιστούν την κυριαρχία τους –έστω κι αν στην αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία αυτή είναι απλώς κατ’ όνομα–, απέναντι στην αυταρχική βούληση της κυβέρνησης, απαιτώντας αδιαπραγμάτευτα την άμεση παραίτησή της, την ανάκληση όλων των μέτρων του πακέτου σταθερότητας και την ακύρωση όλων των σχετικών νόμων που τα επιβάλουν.

Ρευστή απειλή και Θεϊκή βία

Από Mankinddivine

Φίλε Μιχάλη, η ώρα της κρίσης γι’ αυτόν τον «αιώνιο» κοινωνικό πόλεμο που περιγράφεις, όντως πλησιάζει. Και η ώρα της κρίσης δεν είναι άλλη από την ώρα της Θεϊκής βίας (για να συνδέσω το κείμενό σου με την πρόσφατη συζήτηση στο Αυτόνομο Στέκι πάνω στις σχετικές ιδέες του Μπένγιαμιν): Η Θεϊκή βία είναι αυτή που κρίνει και ανασκευάζει τον κόσμο εκ βάθρων. Εν τη απουσία της ο κόσμος τούτος παραμένει άκριτος και αλύτρωτος, σε μια «αιώνια» limbo μεταξύ Κόλασης και Παράδεισου, σωρεύοντας ολοένα και περισσότερα χρέη απέναντί της και καλώντας την έτσι μυστικά να εμφανιστεί. Η Θεϊκή βία αποτελεί το τέλος της Κριτικής, με την διπλή έννοια της πραγμάτωσης και της αναίρεσής της – αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση…
Όπως πολύ ορθά διακρίνεις, το ειδοποιό χαρακτηριστικό της «ρευστής απειλής» που περιγράφεις είναι το απρόβλεπτο. Αυτό που δεν μπορείς να διακρίνεις είναι το πώς αυτή η ρευστή, απρόβλεπτη απειλή μπορεί να κερδίσει έναν πόλεμο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των αντιπάλων, τους όρους του οποίου ελέγχουν απόλυτα – και έχεις δίκιο που δεν μπορείς. Και ξέρεις γιατί; Γιατί πολύ απλά ο πόλεμος δεν μπορεί να κερδηθεί. Η ίδια η ύπαρξη του πολέμου ταυτίζεται αξιωματικά με τη νίκη τους και την ήττα μας. Πρόκειται για μια παράσταση με δεδομένη διανομή ρόλων. Ο πόλεμος υπάρχει από τότε που υπάρχουν κι αυτοί και διαρκεί όσο συνεχίζουν να υπάρχουν, κι αυτοί υπάρχουν μόνο ως νικητές. Ο πόλεμος είναι το παιχνίδι τους, «στημένο» και με «σημαδεμένη» τράπουλα, όσες παρτίδες κι αν παίξουμε.
Και τότε τι, τα παρατάμε και πάμε στο διάολο; Όχι βέβαια, το αντίθετο…Αυτό που λείπει νομίζω από την ανάλυσή σου είναι η σύνδεση της ρευστής απειλής με τη Θεϊκή βία. Η Θεϊκή βία δεν κερδίζει τον πόλεμο: Τον καταργεί. Για την ακρίβεια, τον καταργεί κερδίζοντάς τον, όμως η νίκη της υπερβαίνει τους στρατιωτικούς όρους, είναι τόσο ολοκληρωτική, τόσο φυσικά απόλυτη (σε αντίθεση με τις νίκες των αντιπάλων που χτίζονται ιδεολογικά ως απόλυτες, ενώ πάντοτε συστήνουν εκ νέου το πεδίο του πολέμου και τη δυνατότητα της Θεϊκής βίας) που σχεδόν εξαφανίζεται ως τέτοια, για να εμφανιστεί ως ένα απλό παρα-προϊόν του κύριου, γενεσιουργού και ριζικά αναδομητικού χαρακτήρα της έλευσής της: Της κατάργησης του ίδιου του παιχνιδιού που συνοδεύει την κατάργηση του αντιπάλου.
Η σύνδεση της ρευστής απειλής με τη Θεϊκή βία αναδεικνύεται στο κομβικό σημείο του απρόβλεπτου. Το απρόβλεπτο χαρακτηρίζει τη ρευστή απειλή, συγχρόνως όμως το απρόβλεπτο, όχι ως αστάθμητη εξωτερική μεταβλητή αλλά ως ιδιοσυστασιακό κέντρο, είναι το «σήμα κατατεθέν» της Θεϊκής βίας. Κανείς δεν γνωρίζει πότε θα ενσκήψει η Θεϊκή βία, είμαστε όμως βέβαιοι ότι ζούμε στην εποχή της. Για το τελευταίο δεν θα επιχειρηματολογήσω εδώ, και για λόγους χώρου, αλλά κυρίως διότι θεωρώ ότι μια τέτοια επιχειρηματολογία αντιστοιχεί σ’ έναν αυνανισμό της σκέψης (εξαιρετικά αντιερωτικό μάλιστα) στη θέα του αυτονόητου. Η εποχή μας είναι η εποχή της Θεϊκής βίας, αν όχι της βέβαιης έλευσής της όπως πιστεύω εγώ, τότε σίγουρα της βέβαιης αναγκαιότητάς της. Κι αυτό γιατί το παιχνίδι τελεί ήδη υπό κατάργηση, είτε ενσκήψει η Θεϊκή βία είτε όχι. Όπως γράφει και στο cd-συλλογή του zero artistic movement, «Η ιστορία ναι επαναλαμβάνεται γυρνώντας τις σελίδες, αυτό μας το ‘παν κι άλλοι, εδώ όμως δεν υπάρχει παρακάτω σελίδα».
Το γεγονός ότι ζούμε στην εποχή της Θεϊκής βίας δίχως να γνωρίζουμε το αν και το πότε θα ενσκήψει, μας βάζει σε μια άβολη, ασυνήθιστη και παράδοξη σχέση με το χρόνο και τον εαυτό μας, ιδιαίτερα όσους είναι πολιτικά συνειδητοί και συμμετέχουν με τον α ή β τρόπο στο ανταγωνιστικό κοινωνικό κίνημα. Έχουμε μάθει να λειτουργούμε στη βάση της εκτίμησης της εικόνας και των δυνατοτήτων του παρόντος, αυτός είναι ο ριζοσπαστικός μας ρεαλισμός που μας συνδέει με την εκάστοτε κοινωνική πραγματικότητα και μας προφυλάσσει από την προβολή των ιδεοληψιών μας. Σήμερα όμως βρίσκουμε τον εαυτό μας εξαναγκασμένο σε μια «μελλοντολογία», μια ακατανίκητη έλξη του βλέμματος σ’ ένα δυνητικό σημείο του άμεσου και ορατού μέλλοντος που είναι καθ’ όλα ρεαλιστική και καθόλου ιδεοληπτική. Όταν στο κοντινό μέλλον που θα ζήσουν οι περισσότεροι από μας επίκειται κάτι τόσο ριζικό και συγκλονιστικό (είτε ενσκήψει η Θεϊκή βία είτε όχι), η συνείδηση φυσιολογικά απορροφάται σ’ αυτό. Σε αναλογία ιστορικού χρόνου βρισκόμαστε λίγα δευτερόλεπτα πριν σκάσει η βόμβα, πριν εκραγεί το ηφαίστειο. Αυτά τα δευτερόλεπτα είναι λογικό να στεκόμαστε με κομμένη την ανάσα, και το βλέμμα μαζί με όλο μας το είναι στραμμένο προς τον κρατήρα και τη στιγμή που έρχεται. Όλο μας το παρόν συνοψίζεται σε δυο λέξεις: εν αναμονή.
Η κατάστασή μας γίνεται ακόμη πιο άβολη και παράδοξη από το γεγονός ότι η Θεϊκή βία σηματοδοτεί την έλευση του ριζικά καινούργιου, τη συντριβή σύσσωμης της παλιάς πραγματικότητας. Έστω και ως αναγκαίο πλην αβέβαιο σενάριο, η Θεϊκή βία ρίχνει τις τωρινές μας απόπειρες κοινωνικής αντίστασης στον καιάδα της παλιάς πραγματικότητας, τις αρνείται στον ίδιο τουλάχιστον βαθμό που τις πραγματώνει. Η Θεϊκή βία ονομάζεται έτσι επειδή ακριβώς πρόκειται για κάτι ποσοτικά και ποιοτικά διαφορετικό από οτιδήποτε έχουμε κάνει μέχρι τώρα για την κοινωνική απελευθέρωση. Από την οπτική της Θεϊκής βίας και της αναγκαιότητάς της, στο παρόν δεν υπάρχει κανένα απολύτως κοινωνικό κίνημα αντίστασης. Υπάρχει μόνον η αναμονή της Θεϊκής βίας, η αναμονή της μεταμόρφωσής μας στην Θεϊκή βία. Ο αναγκαίος αλλά δυνητικός, μελλοντικός μας εαυτός καθιστά τον τωρινό μας εαυτό ανούσιο, ξεπερασμένο, σχεδόν ανύπαρκτο.
Πώς να χειριστούμε αυτή μας την ομολογουμένως αστεία μέσα στην κρισιμότητά της κατάσταση; Τα ζητήματα που ανοίγουν είναι πολλά και σίγουρα δεν έχω τις απαντήσεις. Το μόνο σίγουρο είναι ότι μια μονόπλευρη, παραδοσιακά ρεαλιστική προσήλωση στο παρόν δεν είναι καθόλου ρεαλιστική και δεν μας πάει πολύ μακριά, καθότι το παρόν που ζούμε σήμερα, το παρόν που ζούμε για χιλιάδες χρόνια τώρα, σύντομα τελειώνει. Μιλώντας τελείως γενικά, ίσως αυτό που χρειάζεται να είναι μια σύνδεση του παρόντος με το άμεσο μέλλον, αλλά σύνδεση αντίστροφη από αυτή που ξέρουμε ως τώρα, μια σύνδεση όπου τη ρεαλιστική προτεραιότητα έχει το μέλλον κι όχι το παρόν. Μέχρι τώρα λέγαμε πάντα ότι «χωρίς το τάδε ή το δείνα στοιχείο στο παρόν μας, δεν υπάρχει μέλλον», στοιχίζαμε δηλαδή το μέλλον στη βάση του παρόντος. Σήμερα όμως ισχύει σε μεγαλύτερο βαθμό το αντίστροφο: Δίχως το ολότελα καινούργιο, απελευθερωμένο μέλλον της έλευσης της Θεϊκής μας βίας, δεν υπάρχει παρόν, είμαστε ήδη νεκροί και απλά περιμένουμε τον ιερέα (τη Μάνα Φύση μ’ άλλα λόγια) να το ανακοινώσει και επίσημα. Το παρόν μας έχει αξία, όχι όμως γι’ αυτό που είναι, αλλά γιατί μέσα του ζει και αναπνέει αυτό που έρχεται.