Η ολοφάνερη χρεοκοπία της μπουρζουαζίας

Οι μεγαλόσχημοι αγύρτες της νεοελληνικής άρχουσας τάξης, παρέα με τους επιτήδειους συνεργάτες τους, ημεδαπούς και αλλοδαπούς μάνατζερ, συνεχίζουν ανενόχλητοι να καταληστεύουν τον κοινό πλούτο και να μας κοροϊδεύουν ξεδιάντροπα· όμως, χωρίς να το ξέρουν, σκάβουν με τα ίδια τους τα χέρια τον πολιτικό λάκκο τους. Υποδαυλίζοντας τον κοινωνικό ανταγωνισμό, αναζωπυρώνουν την ταξική πάλη που θα τους φέρει αντιμέτωπους με ό,τι προσπαθούν να αποφύγουν: την αμφισβήτηση και την ανατροπή της κυριαρχίας τους.
Το "σκάνδαλο της Siemens" ξεγύμνωσε κάθε επίφαση ηθικής ανωτερότητας και διοικητικής αποτελεσματικότητας της οικονομικοπολιτικής ελίτ και επιβεβαίωσε τον παρασιτικό ρόλο της, τον οποίο, η ίδια, τεχνηέντως συγκαλύπτει. Αποκάλυψε επίσης τον αμοραλισμό των συναλλαγών με τον οποίον επιδιώκουν να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους οι ισχυρές οικονομικά χώρες του "κέντρου", που μεταχειρίζονται με νεοαποικιοκρατικούς όρους τη διεφθαρμένη ελίτ των αναπτυσσόμενων χωρών της "περιφέρειας". Από τη μια, την κανακεύουν και τη βοηθούν να διατηρηθεί στην εξουσία, από την άλλη, τη "λαδώνουν", την εξαγοράζουν και την εξευτελίζουν με την υποτελή στάση που της υπαγορεύουν να τηρεί.
Είναι γνωστό ότι τα μεγαλεπήβολα δημόσια έργα που πολυδιαφημίζονται από τα χείλη των πολιτικών ότι θα "αλλάξουν το χάρτη της χώρας", οι υπέρογκοι στρατιωτικοί εξοπλισμοί, οι κρατικές προμήθειες, οι εμπορικές συμφωνίες, η τεχνολογική αναβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών, όπως και κάθε άλλη "αναπτυξιακή δραστηριότητα", είναι πάντοτε μια καλή αφορμή να στρωθεί το τραπέζι για το τρελό φαγοπότι της μίζας και της ρεμούλας. Όπως είναι επίσης γνωστό ότι άλλοι τρωγοπίνουν και άλλοι πληρώνουν το λογαριασμό. Κάπως έτσι γινόταν πάντα, μόνο που σήμερα έχουν αλλάξει τα κόλπα και οι μέθοδοι: η σκλαβιά μοσχοπουλιέται στην τιμή της ελευθερίας με διψήφιο επιτόκιο δανείου, και όλοι βολεύονται με την ψευδαίσθηση του πλούτου.
Ο πλούτος παριστάνεται να ρέει· αλλάζοντας συνεχώς χέρια υποτίθεται ότι διανέμεται αναλογικά μέχρι τα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας, ως δια μαγείας, όμως, καταλήγει να συσσωρεύεται στις τσέπες μιας συγκεκριμένης τάξης. Ο ιδιοποιημένος κατά τούτον τον μυστηριώδη τρόπο πλούτος δεν επενδύεται, όπως διατείνονται οι μεγαλόσχημοι αγύρτες και τα τσιράκια τους. Συσσωρεύεται, ενώ τα κεφάλαια για τις αναγκαίες επενδύσεις, δηλαδή την αναζήτηση νέων πηγών και μεθόδων αξιοποίησης και άντλησης υπεραξίας (κέρδους), προέρχονται από τον κοινό πλούτο. (Η τιτλοποίηση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων και η γαλαντόμος κρατική ενίσχυση της κεφαλαιακής ρευστότητας των τραπεζών για να αντέξουν τους κλυδωνισμούς της κρίσης είναι δύο απτά παραδείγματα διακεκριμένης κλοπής του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου.) Την ίδια στιγμή, οι εργαζόμενοι αναγκάζονται να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες τους καταφεύγοντας στο δανεισμό. Υπόκεινται έτσι σε διπλή εκμετάλλευση: οι τόκοι είναι υπεραξία που αποσπάται προκαταβολικά από τη μελλοντική εργασία τους, πέρα από την υπεραξία που αποσπάται μέσα στην τρέχουσα παραγωγική διαδικασία.
Δεν πρόκειται φυσικά για κάποια συνωμοσία που εξυφαίνεται από "σκοτεινά κέντρα δύναμης". Πρόκειται, αντιθέτως, για εγγενή νομοτελειακή τάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης, για τη θεμελιακή συνθήκη της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης της εργασίας, που συγκροτεί τον πυρήνα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και τους προσδίδει τον ταξικό τους χαρακτήρα. Πρόκειται για φαινόμενα που είναι σύμφυτα στην κίνηση του κεφαλαίου και των καπιταλιστικών περιοδικών κρίσεων, όπως και της καπιταλιστικής, έντονα ανταγωνιστικής και ατομικιστικής κοινωνίας, όπου το κέρδος και η ατομική επιτυχία είναι οι ακρογωνιαίοι λίθοι της ύπαρξης μέσα σε ένα ιδεολογικό περιβάλλον, στο οποίο η τελεστική αντίφαση λόγων και έργων υποθάλπει τον αυτάρεσκο κυνισμό των βολεμένων και των προνομιούχων.
Κάποιοι είναι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής και του κεφαλαίου, και κάποιοι όχι. Κάποιοι εργάζονται και παράγουν αξία, και κάποιοι υπεξαιρούν μέρος της και την παρουσιάζουν ως υπεραξία (τόκο ή κέρδος) του κεφαλαίου. Κάποιοι τρώνε με χρυσά κουτάλια, και κάποιοι λιμοκτονούν. Είμαστε όλοι ελεύθεροι, αλλά δεν είμαστε όλοι ιδιοκτήτες, ούτε κεφαλαιούχοι. Είμαστε όλοι ελεύθεροι, αλλά δεν είμαστε όλοι ίσοι, δεν είμαστε καν όλοι άνθρωποι. Η ελευθερία μερικών έχει μεγαλύτερη αξία από την ελευθερία άλλων. Η ισοδυναμία απέναντι στο χρήμα όλων των αξιών, προϋποθέτει τη διαφορά μεταξύ τους. Αυτή η διαφορά εμφανίζεται ως φυσική ποικιλία των κοινωνικών θέσεων και των ατομικών ταυτοτήτων, αλλά δεν είναι παρά το μέτρο της ανισότητας απέναντι στην ιδιοκτησία που επιτρέπει την εκμετάλλευση και τον ταξικό διαχωρισμό.
Παρόλα αυτά κάποιοι επιμένουν να αγνοούν το προφανές και να λένε, "μα είμαστε ελεύθεροι!" Ξεχνούν, μάλλον, ότι η ψευδεπίγραφη ελευθερία που το καθεστώς "παραχωρεί" στα άτομα είναι το ευτελές αντίδωρο για την πίστη τους στα δόγματά του. Οτιδήποτε μπορεί να διασφαλίσει την απρόσκοπτη κυκλοφορία και κερδοφορία του κεφαλαίου γίνεται πάραυτα τροπάριο του νέου ευαγγελίου της ανάπτυξης και της προόδου, που όλοι μας πρέπει να μάθουμε να ψέλνουμε με κατάνυξη ολημερίς, με το στανιό αν χρειαστεί. Όπως θα πρέπει επίσης να μάθουμε να πιστεύουμε στα θαύματα, ότι αν κλάνουν κάποιοι σε μεταξωτά βρακιά, ανατιμάται συνολικά η αξία της πορδής και ωφελούμαστε όλοι. Τώρα μπορούμε πια να ζούμε με αέρα κοπανιστό – το θαύμα έγινε!
Δεν έχουμε αποχαυνωθεί, όμως, τελείως. Όσο κι αν προσπαθούν με τα παραμύθια των μαζικών μέσων προπαγάνδας να μας κοιμίσουν, οι εφιάλτες που η πραγματικότητα γεννά μας κρατάνε ξάγρυπνους. Τα σκάνδαλα, που διαδέχονται το ένα το άλλο με καταιγιστικό ρυθμό και το όλο σκηνικό που καταρρέει παταγωδώς, προσδίνουν στοιχεία φαρσοκωμωδίας στο θρίλερ που ζούμε. Εκτός από εκείνους που βιώνουν καθημερινά την αναλγησία στο πετσί τους και δεν τρέφουν πια αυταπάτες, ότι μπορεί να υπάρχει happy end στο έργο, η αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος κλονίζεται στα μάτια και των πιο εύπιστων οπαδών του, που τώρα μουρμουρίζουν δύσθυμοι, αλλά αύριο κανείς δεν ξέρει πώς θα αντιδράσουν. Όλο και περισσότεροι καταλαβαίνουν ότι η διάχυτη στην καθημερινότητα δυσωδία είναι σύμπτωμα προχωρημένης σήψης, που εξαπλώνεται με γοργό ρυθμό και μολύνει τα πάντα.
Η ιστορία της νεοελληνικής "μπουρζουαζίας" (μόνο σε εισαγωγικά χωράει το κακέκτυπο αυτό της ευρωπαϊκής αστικής τάξης), χωρίς να αποτελεί εξαίρεση στην καπιταλιστική ιστορία, είναι κατάστικτη από κηλίδες βίας, νοθείας, αυταρχισμού, οπορτουνισμού, απάτης, αρπαγής, ρεμούλας και καταλήστευσης, που σκοτεινιάζουν τη λάμψη των όποιων φωτεινών εξαιρέσεων. Δεν μας καταπλήσσει, λοιπόν, η στάση της διεφθαρμένης ως το μεδούλι οικονομικοπολιτικής ελίτ, "αριστερής" ή δεξιάς. Προσπαθεί απλώς να κουκουλώσει τις ευθύνες της για την κατάντια της χώρας, να βγάλει την ουρά της απέξω, να μεταμφιέσει την παρασιτική μορφή της και να εμφανιστεί αποκαθαρμένη από τις αμαρτίες της, ως σωτήρια δύναμη που πρέπει να εμπιστευτούμε ξανά και να την "τιμήσουμε με την ψήφο μας" στις επερχόμενες εκλογές. Αυτή η αξίωση μας διασκεδάζει, διότι μόνο γέλιο μπορεί να προκαλεί. Μας εξοργίζει, όμως, και μας κόβει μαχαίρι κάθε διάθεση για αστεία, όταν μας στέλνουν τον παραφουσκωμένο λογαριασμό, απαιτώντας με περίσσιο θράσος να πληρώσουμε πάλι εμείς το γλεντοκόπι, το φαγητό και τα δικά τους σπασμένα.
Αν όχι αυτοί που εναλλάσσονται όλα αυτά τα χρόνια στην εξουσία, "παίρνοντας το τιμόνι του πλοίου και τη μοίρα του τόπου στα χέρια τους", τότε ποιοι είναι εκείνοι που έχουν δημιουργήσει με τις πολιτικές τους το θεόρατο χρέος που σήμερα βυθίζει το σκάφος αύτανδρο; Μήπως το πρεκαριάτο, η "γενιά των 700 ευρώ", οι "ενοικιαζόμενοι", οι άνεργοι, οι χαμηλόμισθοι και οι χαμηλοσυνταξιούχοι; Αν όχι η οικονομικοπολιτική ελίτ που χαράζει την πορεία και παίρνει τις αποφάσεις, τότε ποιοι ξεπούλησαν κοψοχρονιά καράβι και φορτίο και μας ζητάνε τώρα να πληρώσουμε ξανά το ναύλο του ταξιδιού αν δεν θέλουμε να βρεθούμε στη θάλασσα, υποβαθμίζοντας κι άλλο την ήδη πραγμοποιημένη ζωή μας; Μήπως οι μετανάστες, οι "κουκουλοφόροι", οι περιθωριακοί, οι φοιτητές, ή μήπως οι δεκαπεντάχρονοι μαθητές;
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, και είμαι σαράντα πέντε χρονών πια, η χώρα βρίσκεται διαρκώς σε περίοδο "δημοσιονομικής προσαρμογής", που σε απλά ελληνικά μεταφράζεται σε "λιτότητα" και "αναγκαίες θυσίες από όλους", δηλαδή μέτρα που στριμώχνουν τις εργαζόμενες τάξεις στον απόπατο, ρίχνουν τις μεσαίες βορά στα νύχια των τραπεζών, ενώ οι επιτήδειοι συνεχίζουν ανενόχλητοι να κάνουν πάρτι και να θησαυρίζουν σε βάρος τους ξαφρίζοντας τον δημόσιο κορβανά, μεταμορφώνοντας με ταχυδακτυλουργικά κόλπα τον κοινό πλούτο σε προσωπική περιουσία. Με λίγα λόγια, η επωδός της επαναλαμβανόμενης όλα αυτά τα χρόνια ιστορίας πάει κάπως έτσι: "σκάστε και τραβάτε κουπί γιατί πνιγόμαστε..." (Η καταληκτική προσφώνηση "βλάκες!" κόπηκε από τη λογοκρισία διότι υποβιβάζει, λέει, την κριτική αυτενέργεια και την ελεύθερη βούληση των πολιτών.)
Η επίπλαστη ευδαιμονία των τελευταίων χρόνων, που λούστραρε την επιφάνεια και προπαγανδίστηκε ως "εκσυγχρονισμός", με συμβολικά ορόσημα την είσοδο στην ΟΝΕ, τους Ολυμπιακούς αγώνες και την "αναδιάρθρωση της οικονομίας", δεν μπόρεσε να συγκαλύψει για πολύ τη σκληρή πραγματικότητα που κρύβεται από κάτω. Απογυμνωμένη από κάθε μέσο που θα της έδινε κάποιο πλεονέκτημα για να σταθεί στην άκρως ανταγωνιστική παγκοσμιοποιημένη συγκυρία, η ελληνική οικονομία, ισχνή και κακοποιημένη, πνέει τα λοίσθια και, απ' ό,τι φαίνεται, δεν υπάρχει κανένα γιατρικό αρκετά ισχυρό για να τη συνεφέρει.
Δεν έφτασε, όμως, τυχαία ως εδώ να χαροπαλεύει, περιμένοντας τη χαριστική βολή για να τινάξει τα πέταλα. Τη γιατρειά της ελληνικής οικονομίας την έχουν αναλάβει από καιρό οι νεκροθάφτες της μεταμφιεσμένοι σε μάγους. Είτε σπεκουλαδόροι είτε άχρηστοι, πάντως σίγουρα άπληστοι και επικίνδυνοι. Γύρισαν την πλάτη στους καιρούς και κοίταξαν μόνο το συμφέρον τους, αφήνοντας τον τόπο να ρημάξει, με την ανοχή φυσικά των υπόλοιπων που κουτσοβολεύτηκαν στην μικροαστική σύμβαση. Απανωτές χαμένες ευκαιρίες που δεν αξιοποιήθηκαν (για να σταθούμε μόνο στην περίοδο της "μεταπολίτευσης"), έλλειψη οράματος και σχεδίου, λανθασμένοι χειρισμοί και αποφάσεις, κακοδιαχείριση, αυταρχισμός, ανικανότητα, μικρόνοια, καιροσκοπισμός, ατολμία, υποτέλεια, αλλά κυρίως διαφθορά και σήψη. Σήψη που αποσαθρώνει το όποιο θεμέλιο νομιμοποίησης είχε απομείνει στην οικονομικοπολιτική ελίτ, ιδίως του "σκληρού πυρήνα" της, που πρωταγωνιστεί στις εξελίξεις και διεκδικεί με κάθε μέσο την ηγεμονία.
Όλοι ετούτοι που μας έχουν κάτσει στο σβέρκο και θέλουν να μας ωφελήσουν, να μας αντιπροσωπεύουν και να μας κουμαντάρουν "για το καλό μας", είναι αυτοί που ευθύνονται για το ότι βρισκόμαστε ένα βήμα πριν από τη χρεοκοπία ως κράτος και χρεωμένοι όλοι ως το λαιμό, πράγμα που σημαίνει ότι είμαστε όμηροι των τόκων και του εξωτερικού χρέους, σκλάβοι που θα πρέπει να δουλεύουμε όλη μας τη ζωή για να ξεχρεώσουμε. Είναι οι ίδιοι που ενώ συνεχίζουν να γεμίζουν τα σεντούκια τους με το δημόσιο χρήμα (με αναθέσεις έργων, επιδοτήσεις, διευκολύνσεις, επιχειρηματικές συμμαχίες, λαθροχειρίες, μίζες, κ.λπ.) και να ευτελίζουν τα πάντα με τον αξιακό τους κώδικα, που καθαγιάζει ως "ηθικό ό,τι είναι νόμιμο", ζητάνε επιτακτικά από τους υπόλοιπους να κάνουν θυσίες και υποχωρήσεις στο όνομα του "κοινού συμφέροντος".
Είναι οι ίδιοι που αναζητούν ευκαιρίες στην "οικονομική κρίση" για να ξεφορτωθούν και τις τελευταίες επαχθείς γι' αυτούς δεσμεύσεις απέναντι στους εργαζόμενους, όπως είναι οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οι ασφαλιστικές συνεισφορές και οι απολύσεις. Πιέζουν, παράλληλα, με κάθε μέσο, για την ιδιωτικοποίηση μονοπωλιακών τομέων, όπως οι τηλεπικοινωνίες και η ενέργεια, ή τομέων που αποτελούν κεκτημένες "δωρεάν" κοινωνικές παροχές, όπως η παιδεία και η υγεία, οδηγώντας στην απαξίωση το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας και στη συνακόλουθη περαιτέρω υποβάθμιση των αναγκαίων υπηρεσιών για την αξιοπρεπή διαβίωση των κατώτερων τάξεων. Ωθούν έτσι στο περιθώριο και την ανέχεια ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όπως οι συνταξιούχοι, οι άνεργοι και οι χαμηλόμισθοι, οι οποίοι, χάνοντας σταδιακά και το τελευταίο ίχνος αξιοπρέπειας που τους είχε απομείνει, βυθίζονται στην απελπισία. Από την άλλη, η μεσαία τάξη, παραδοσιακός υποστηρικτής του συστήματος, όντας παραδομένη στον κομφορμισμό και στη φαντασίωση της "κοινωνικής ανόδου" στα ανώτερα στρώματα, προαγωγή που μεταφράζεται σε μεγαλύτερη καταναλωτική δύναμη, επιρροή και κοινωνικό κύρος, βλέπει τώρα τα επενδυμένα όνειρά της να σκορπίζονται σαν άχυρα από τις θύελλες της παγκοσμιοποίησης. "Προλεταριοποιείται" σταδιακά, χάνει τα προνόμιά της και αντιμετωπίζει αίφνης πρωτοφανείς δυσχέρειες στην επιβίωσή της.
Το όλο οικοδόμημα, έτσι κι αλλιώς χτισμένο εξ αρχής με σαθρά υλικά, κλονίζεται συθέμελα. Οι ζημιές από τους ισχυρούς κραδασμούς δεν είναι απλώς επιφανειακές ρωγμές στους εξωτερικούς τοίχους, αλλά βαθιές παραμορφώσεις των κεντρικών στηριγμάτων, που έχουν αρχίσει να υποχωρούν.
Σε αυτές τις αντίξοες συνθήκες, κεφάλαιο και κράτος επιστράτευσαν την προπαγάνδα και την ωμή βία σαν ανάχωμα στη διάχυτη οργή που σκοτεινιάζει τον ορίζοντα και ηλεκτρίζει επικίνδυνα την ατμόσφαιρα, προμηνύοντας την επερχόμενη καταιγίδα. Νιώθουν την απειλή και αντιδρούν σπασμωδικά, αφού δεν έχουν καμία άλλη δυνατότητα να ανακόψουν τις εξελίξεις. Η αντίδρασή τους αποκαλύπτει τα όρια, φανερώνει την ολοκληρωτική φύση τού κατ' επίφαση δημοκρατικού καθεστώτος. Ξεπέρασαν μέσα στον πανικό τους τα εσκαμμένα, καταστρατηγώντας ανενδοίαστα τις εγγυήσεις του συντάγματος το οποίο υποτίθεται κόπτονται να υπερασπιστούν. Όπως πράττουν συγκεκριμένα στην περίπτωση του αναρχικού κρατούμενου απεργού πείνας Θοδωρή Ηλιόπουλου, ο οποίος παραμένει προφυλακισμένος για συμμετοχή σε επεισόδια στη διάρκεια της εξέγερσης του Δεκέμβρη με χαλκευμένες κατηγορίες, που στηρίζονται σε διάτρητες μαρτυρίες δύο ματατζήδων, παρότι αυτές καταρρίπτονται από τουλάχιστον πέντε αυτόπτες μάρτυρες, που διαβεβαιώνουν ότι ο κατηγορούμενος ήταν αμέτοχος.
Η άρχουσα τάξη, εκτός από την παράλογη εκδικητικότητα που επιδεικνύει απέναντι σε όσους αμφισβητούν έμπρακτα την κυριαρχία της, νομοθετεί με οργουελιανό οίστρο στο όνομα της ασφάλειας και υπονομεύει τη δημοκρατία στο όνομα της δημοκρατίας. Απαγορεύσεις, παρακολουθήσεις, έλεγχος, καταστολή. Καταπατούν τα συγκεκριμένα δικαιώματα για να προστατέψουν δήθεν τα αφηρημένα. Καταφεύγουν εν ολίγοις στις γνωστές μεθόδους των ολοκληρωτικών καθεστώτων προκειμένου να μας πείσουν, και εν ανάγκη να μας αναγκάσουν να πειθαρχήσουμε αν δουν ότι κλωτσάμε, να μείνουμε ζεμένοι και να συνεχίσουμε να σέρνουμε το άροτρο αγόγγυστα.
Οι οιωνοί προμηνύουν το μέλλον ζοφερό και τα κοράκια τσακώνονται ποιο θα κομίσει πρώτο τα κακά μαντάτα. Στα μήντια, οι ομιλούσες κεφαλές παραληρούν, διασπείροντας σαν ιούς ελέγχου τον πανικό και τον τρόμο μέσα από τις αυθαίρετα ιδιοποιημένες ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες. Από την "οικονομική κρίση", την "ακρίβεια" και τη "γρίπη των χοίρων" μέχρι την "απειλή της Τουρκίας", τον "αλυτρωτισμό των Σκοπίων", την "τρομοκρατία", την "εγκληματικότητα", τη "λαθρομετανάστευση", και γενικά την κάθε ευκαιριακή περίσταση που μπορεί να υπογραμμίσει τη δική τους απαραίτητη παρέμβαση στην οργάνωση της ζωής μας, οι αδηφάγοι κηφήνες της "μπουρζουαζίας" και τα κουρδισμένα ανδράποδά τους σαλπίζουν παράφωνα συναγερμό. Εξαφανίζοντας τεχνηέντως κάτω από το χαλί της "εγκυρότητας" τα γεγονότα που αμφισβητούν ριζικά την κυρίαρχη τάξη, αναλύοντας "σφαιρικά", "αντικειμενικά" και με "υπευθυνότητα" τα θέματα της "πολιτικής ατζέντας", οι συνδαιτυμόνες των ισχυρών εκτελούν το αξιόλογο έργο τους και αμείβονται παχυλά για τις πολύτιμες υπηρεσίες που προσφέρουν, πράττοντας στο ακέραιο το "δημοσιογραφικό τους καθήκον", να παπαγαλίζουν δηλαδή το αναγκαίον της συναίνεσης. Χάρις αυτών κατανοήσαμε πραγματικά σε όλο της το εύρος την αποκαλυπτική έννοια "βομβαρδισμός πληροφοριών".1
Πιο άμεσα και απροκάλυπτα, οι αστυνομικές δυνάμεις, ως "οπλισμένο χέρι του κράτους", κάνουν κι αυτές το δικό τους καθήκον: ασελγούν στα κορμιά και την αξιοπρέπεια όσων έχουν πεταχτεί στο περιθώριο, των αποκλεισμένων, των μεταναστών, όσων διεκδικούν ή αντιστέκονται, με τέτοια λύσσα, μανία και εκδικητικότητα που μπροστά τους ωχριά η βαναυσότητα της διαβόητης Χωροφυλακής. Τα καθημερινά ανδραγαθήματα των επιλεκτικά στρατολογημένων για τα ψυχικά και πνευματικά τους "χαρίσματα" στρατόκαυλων μπάτσων-δικαστών σε βάρος αδύναμων και κατατρεγμένων, σε συνδυασμό με το γενικότερο ύφος της αστυνομίας, που πουλάει τσαμπουκά στην κοινωνία και σε όποιον δεν της γυαλίζει στο μάτι, είναι από μόνα τους αρκετά για να καταρρακωθεί η όποια επίφαση δημοκρατικότητας της ένστολης μισθοφορικής τρομοκρατικής δύναμης της ΕΛ.ΑΣ. και να αποκαλυφτεί ο πραγματικός της ρόλος ως μηχανισμός επιβολής της εξουσίας.
Τοποθετημένη σαν ξένο σώμα, αποκομμένη από την κοινωνία, η αστυνομία είναι μια "ουδέτερη" δύναμη που επεμβαίνει δραστικά εναντίον της. Καθήκον της φέρεται να είναι να προστατεύει το δημοκρατικό κράτος, ως την ανώτερη μορφή κοινωνικής οργάνωσης που αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα του όλου, έναντι οιουδήποτε μεμονωμένου ατόμου, τάξης ή ομάδας θεωρηθούν ως απειλή για τους πολίτες, τους θεσμούς και την υπόστασή του. Όμως, πέρα από τους ισχυρούς, τα φασιστόμουτρα, τους "πατριώτες" και τους "νοικοκυραίους", που αναγνωρίζει de facto ως "κοινωνία", η αστυνομία δεν αναγνωρίζει κανέναν άλλον καθαυτόν ως αυτεξούσιο πρόσωπο, παρά μόνο σε σχέση με την αφηρημένη εξουσία του Νόμου και του Κράτους. Έτσι υπερασπίζεται, με φασιστική νοοτροπία, την κανονιστική ρύθμιση της συμπεριφοράς του "σωστού πολίτη" στους όρους της υποταγής και της εκμετάλλευσης που υπαγορεύονται από τους ισχυρούς. Τα όργανά της μετατρέπονται σε επιτηρητές της κυρίαρχης τάξης. Δρώντας κατ' εντολήν σαν δυνάμεις κατοχής που ελέγχουν την κίνηση και τις ενέργειες του πλήθους για λογαριασμό της ληστρικής ελίτ που διαχειρίζεται το κράτος, οι αψίθυμοι "πραίτορες" καταπατούν βάναυσα με τα άρβυλά τους την αξιοπρέπεια και την ελευθερία όσων θεωρούνται επικίνδυνοι.
Υπάρχει, όμως, κι ένα όριο στην υπομονή και στην ξεφτίλα. Κι εμείς πιάσαμε πάτο. Δεν έχουμε τίποτα πια να χάσουμε παρά μόνο το καπέλο του κορόιδου που δεχτήκαμε να μας φορέσουν, γι' αυτό και θα γινόμαστε όλο και πιο επικίνδυνοι για τη δικιά τους κυρίαρχη τάξη. Έχουν διαπιστώσει πόσο αποφασισμένοι είμαστε, συνειδητοποίησαν ότι η κρίση είναι πιο βαθιά απ' ότι πίστευαν, γνωρίζουν πως οι συνέπειές της είναι απρόβλεπτες. Ο απρόσμενος, αποκαλυπτικός Δεκέμβρης και η ανάδυση μιας πολλαπλότητας εξεγερμένων υποκειμένων στοιχειώνει τους εφιάλτες τους. Ξέρουν ότι κάτι αντίστοιχο θα ξανασυμβεί αναπόφευκτα, και ότι θα είναι πιο μαζικό, πιο επίμονο, με τη συμμετοχή κοινωνικών στρωμάτων που μέχρι τώρα ήταν αμέτοχα. Και αυτή η επίγνωση του επερχόμενου θέτει κάποιον φραγμό στην αλαζονεία τους – όχι όμως και στην απληστία τους απ' ό,τι δείχνουν τα γεγονότα.
Ώσπου να φουντώσει και πάλι η σπίθα της εξέγερσης, τους διαβεβαιώνουμε ότι θα μας βρίσκουν συνεχώς μπροστά τους, ότι θα υπονομεύσουμε με όλες μας τις δυνάμεις τα σχέδιά τους και θα τινάξουμε στον αέρα κάθε απόπειρα κοινωνικής ειρήνευσης και επιβεβλημένης συναίνεσης με τους δικούς τους όρους. Θα αντισταθούμε σθεναρά με αποφασιστικότητα σε κάθε προσπάθεια να υποτιμήσουν κι άλλο τη ζωή μας, να μας ελέγξουν, να μας χειραγωγήσουν, να υποδουλώσουν το μέλλον μας στα χρέη και στις επιλογές τους. Θα χρησιμοποιήσουμε όποια μέθοδο κρίνουμε πρόσφορη για τους σκοπούς μας ανάλογα με τις συνθήκες και τις περιστάσεις, από το σαμποτάζ και τη σύγκρουση ως την απεργία, την πολιτική ανυπακοή και άλλες καινούργιες μεθόδους που θα επινοήσουμε. Στην πιο απλή μορφή της, η αντίστασή μας είναι η έμπρακτη άρνηση να συμμετέχουμε ενεργά στο σύστημα, να το στηρίζουμε συνειδητά με τις δημιουργικές μας δυνάμεις, νομιμοποιώντας το και αναπαράγοντάς το.
Όμως δεν αρκεί αυτό. Ας μην ξεχνάμε ότι "πολεμάμε ανάμεσα σε δύο κόσμους: εκείνον που δεν δεχόμαστε κι αυτόν που δεν υπάρχει ακόμα".2 Οι καιροί και οι συνθήκες απαιτούν να δράσουμε άμεσα, τόσο στο θεωρητικό όσο και στο πρακτικό επίπεδο, που δεν πρέπει να μένουν άλλο διαχωρισμένα, για να αποαποικιοποιήσουμε το φαντασιακό και την καθημερινή ζωή μας, να δημιουργήσουμε τις εναλλακτικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης και θέσμισης που θα διαφυλάσσουν τα κοινά, θα επιτρέπουν τη συλλογική διαχείριση των πόρων και των παραγωγικών μέσων, προωθώντας αδιάλλακτα και με σθένος την επαναστατική αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων και την πραγματική χειραφέτηση του ατόμου, πέρα από την πατριαρχία, τον καπιταλισμό και το κράτος, στην αταξική και πολυσύνθετη κοινωνία των ισότιμων, ελεύθερων ανθρώπων.

1. Βλ. Καταστασιακή Διεθνής, "Πρώτα απ' όλα η επικοινωνία", περ. Καταστασιακή Διεθνής, τ. 7, Απρίλιος 1962, στο Internationale Situationniste, Το ξεπέρασμα της τέχνης. Ανθολογία κειμένων της Καταστασιακής Διεθνούς, μτφρ. - επιλογή κειμένων Γιάννης Δ. Ιωαννίδης, Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1985, σ. 239.
2. Βλ. Καταστασιακή Διεθνής, "Η πέμπτη συνδιάσκεψη της Κ.Δ. στο Γκέτεμποργκ", όπ.π., σ. 252.

Όσο για εκείνα τα καλόπαιδα...

... Όσο για εκείνα τα καλόπαιδα, που «στα δεκαπέντε τους σύχναζαν στου Στρέφη και διάβαζαν Μπακούνιν πίνοντας μαυροδάφνη», πρόκειται φαίνεται για το αρκετά συνηθισμένο είδος ανθρώπων στους οποίους η μαυροδάφνη είχε μεγαλύτερη επίδραση απ' ό,τι ο Μπακούνιν. Προτίμησαν την αποχαυνωτική ζάλη του κρασιού από την έξαψη των μολότοφ. Και την ασφαλή αμφισβήτηση που προσφέρει η ναρκισσιστική καταφυγή στο φαντασιακό του «καταραμένου» από το ρίσκο της πραγματικής εμπλοκής στους αγώνες.
Διόλου πρωτότυπο. Οι μοσχαναθρεμμένοι γόνοι της μεσοανώτερης τάξης έβγαλαν τη γλώσσα στους γονείς τους με ανώδυνη αυθάδεια – επέλεξαν να κάνουν την επανάστασή τους γλεντοκοπώντας μέχρι τελικής πτώσεως. Σπουδαία τα λάχανα... Οι «αγώνες» τους αφορούσαν τη δημιουργία μιας κοινωνικά εξαργυρώσιμης ταυτότητας και τίποτε άλλο. Μάζευαν εύσημα για το βιογραφικό τους. Στα τριάντα πέντε και τους, ώριμοι πια και καλά βολεμένοι στο σύστημα, μπορούν να επαίρονται για την αντοχή τους στο μεθύσι και στην οσφυοκαμψία, δεν έχουν όμως κανένα λόγο να κοκορεύονται για την πολιτική τους οξυδέρκεια, πόσο δε για την πολιτική τους στάση.
Αν και ντύνονται ακόμη και τώρα στα μαύρα –life style απόηχος των νεανικών αναγνωσμάτων πιθανώς–, θα τους ταίριαζε γάντι η πορφυρή τήβεννος της αυθεντίας, αλλά και το πολύχρωμο ρούχο του παλιάτσου της εξουσίας – ενίοτε δε, θα τους πήγαινε και η λιβρέα του λακέ, του πειθήνιου υπηρέτη των πιο ισχυρών συμφερόντων. Από την άλλη, το μη-χρώμα που προτιμούν, το μαύρο, μπορεί να σημαίνει την ουδέτερη θέση του επαμφοτερίζοντος, ή την ευάλωτη ευστάθεια στη σκοτοδίνη του μεθυσμένου. Να συγκαλύπτει δηλαδή σαν μαύρο πέπλο τον καιροσκοπισμό τους και την απύθμενη κενότητα της ματαιοδοξίας τους.
Κανένα ρούχο ωστόσο δεν μπορεί να κρύψει τη γύμνια τους. Όταν σήκωσαν τα χέρια ψηλά, παραδιδόμενοι αμαχητί στη σύμβαση, τους έπεσαν τα σώβρακα.
Φάνηκε η μηδαμινότητα των επιχειρημάτων που σήμερα επικαλούνται, πασχίζοντας να επιδείξουν το σθένος της πολιτικής τους συνείδησης και τη δημοκρατική τους ευαισθησία. Ο «διάλογος» είναι το νέο φετίχ που λατρεύουν. Ένας διάλογος που πνίγεται στα ευφυολογήματα, στον κομφορμισμό και στη φενάκη. Στην καθώς πρέπει φιλελεύθερη ρητορική της «ριζοσπαστικής δημοκρατίας», στο βαλτώδες έδαφος των «ατομικών δικαιωμάτων»σ.
Έχουν ξεπεράσει κάθε αφελή ιδεολογία των πληβείων και κάθε κοινωνική σύγκρουση προκειμένου να προσδώσουν τερατώδες κύρος στην ευγένεια, αυτή την προσομοίωση της παρρησίας και του ήθους. Πράγματι, έχουν δίκιο: μπορείς να καταρρακώσεις κάποιον με τον πιο ευγενικό τρόπο, δεν μπορείς όμως ποτέ να επαναστατήσεις κρατώντας τα προσχήματα. Στην ευτοπία της ευγένειας κάθε αγκάθι ξεριζώνεται, κάθε οργισμένη αντίδραση διαγράφεται, κάθε παρεκκλίνουσα συμπεριφορά στιγματίζεται. Στην εικονική επικράτειά της, η ψυχραιμία, το να είσαι «cool», σχεδόν ψοφίμι, έχει αναγορευτεί σε ύψιστη αρετή, και ανταμείβεται δεόντως.
Για τους ευγενείς (τους γόνους της «αριστοκρατίας» με την ευρύτερη έννοια), οι διαμάχες αφορούν περισσότερο σε αγώνες πολιτικού τένις, όπου ανταλλάσσονται σφοδρά επιχειρήματα και στρογγυλές γνώμες εκατέρωθεν του φιλέ, μέσα στο πλαίσιο των κανόνων του παιχνιδιού και υπό το άγρυπνο βλέμμα του φιλοθεάμονος κοινού και του διαιτητή, παρά σε πραγματικές συγκρούσεις στο πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού με υλικό κόστος και απώλειες. Είναι προφανές ότι τους τρομοκρατεί η ιδέα του χάους, της ανεξέλεγκτης ορμής της εξέγερσης που σαρώνει κάθε αστική πρόφαση ευγένειας τινάζοντας στον αέρα την επίφαση του εξευγενισμένου διαλόγου. Αυτός είναι ο λόγος που, με αυτεπίγνωση των επιλογών τους, όντας κυνικοί, πασχίζουν να συντηρούν την προσομοίωση. Και να την πλασάρουν με κάθε ευκαιρία ως αναπόφευκτη ανθρώπινη κατάσταση ή, ακόμα χειρότερα, ως εποποιία του σύγχρονου πολιτισμού.
Ο «διάλογός» τους λοιπόν είναι στιλπνή διαφήμιση της κατεστημένης τάξης πραγμάτων, που σε κάθε νέα εκδοχή της εμφανίζεται βελτιωμένη, σαν τα απορρυπαντικά ρούχων. Πασχίζουν να ξεπλύνουν τα στίγματα του ανορθολογισμού, μα εκείνα παραμένουν ανεξίτηλα. Το καθαρτήριο του διαλόγου είναι η δική τους είσοδος στην Κόλαση, αν και οι ίδιοι πιστεύουν ότι κρατάνε το κλειδί για την πύλη του Παραδείσου και το κουνάνε με περισσή αλαζονεία μπροστά στα μούτρα μας.
Αν είχαν διδαχτεί κάτι από τον γέρο-Μπακούνιν, αν μη τι άλλο δεν θα βρίσκονταν σε αυτή τη γελοία θέση σήμερα: να φιγουράρουν σαν κορδωμένοι θυρωροί που ελέγχουν την είσοδο στον εικονικό παράδεισο που οι ίδιοι έχουν κατασκευάσει. Αν είχαν ακούσει τον γέρο-Μπακούνιν, θα είχαν απορρίψει συνειδητά, τόσο τη μεταφυσική του παραδείσου όσο και τη φυσική του ελέγχου και της ισχύος. Και δεν θα αναζητούσαν χορηγούς στη ματαιοδοξία τους, αλλά συντρόφους και συμμάχους στον αγώνα για την αξιοπρέπειά τους.