Η αθλιότητα της καθεστωτικής διανόησης

Μόλις προχθές, το βαρύ πυροβολικό της καθεστωτικής διανόησης συντάχτηκε και εξαπέλυσε από το οχυρό της αστικής κουλτούρας ηχηρή ομοβροντία, με τη μορφή κοινού κειμένου στην «Ελευθεροτυπία», κατά του «αίσχους της βίας» των «αυτοαποκαλούμενων “παρεμβάσεων”» που γίνονται αυτές τις μέρες στη διάρκεια θεατρικών παραστάσεων, αρχής γενομένης κατά την πρεμιέρα της παράσταση «Ρομπέρτο Τσούκο» στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Ωστόσο, οι πύρινες βολές των Απόστολου Δοξιάδη, Τάκη Θεοδωρόπουλου και Πέτρου Μάρκαρη, αναγνωρισμένων συγγραφέων που τα βιβλία τους πλασάρονται ψηλά στις λίστες των ευπώλητων κι έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, αστέρων σε ένα στερέωμα που θυμίζει τον χιλιομπαλωμένο μπερντέ του Καραγκιόζη, αστόχησαν παταγωδώς, καταρρακώνοντας επιπλέον το από πολλού τρωθέν κύρος αυτών και των ομοίων τους. Βάλλοντας κατά των εξεγερμένων με τα σκουριασμένα επιχειρήματά τους επιβεβαιώνουν πόσο ανυπόληπτοι είναι (ευτυχώς!) στα μάτια της νέας γενιάς, όταν με βδελυγμία αποδοκιμάζουν τις αντιδράσεις της για να χαϊδέψουν τ’ αυτιά του βολεμένου και κομφορμιστικού κοινού τους, ανταποδίδοντας προφανώς την «αναγνώριση» ως οφείλουν.
Όμως, αν και εμφανίζονται σαν τους Τρεις Σωματοφύλακες του φιλελεύθερου διαφωτιστικού Λόγου (ο μαθηματικός Δοξιάδης εκπροσωπεί την [επιστημονική] Γνώση, ο «καλλιτέχνης» Θεοδωρόπουλος την [υψηλή] Αισθητική, και ο «αστυνόμος» Μάρκαρης την [νομοκανονιστική] Ηθική), στην πραγματικότητα δεν μπορούν να συγκαλύψουν την πικρία των ηθικά ηττημένων που ξεχειλίζει περίσσια από το κείμενό τους. Επικαλούνται το «κοινωνικό μας συμβόλαιο»(;) ως κανονιστικό πλαίσιο της ζωής και της τέχνης, και εγκαλούν στην τάξη όσους το παραβαίνουν. Ακόμα όμως κι αν δεχτούμε ότι το συμβόλαιο αυτό δεν είναι εξαρχής ψευδεπίγραφο, ότι δήθεν υπογράφεται απ’ όλους προς το καλό όλων, ξεχνούν να μας πουν για τα «ψιλά γράμματα» και τις ρητορικές λαθροχειρίες των συντακτών του συμβολαίου, καθώς επίσης και για εκείνους που πρώτοι παρενέβησαν τους όρους του και θέλουν τώρα να τιμωρήσουν όσους με αγανάκτηση τους ακολούθησαν.
Ο ξεδιάντροπα λαϊκίστικος χαρακτήρας της παρέμβασής των τριών επιβεβαιώνεται από την αμετροεπή τρομολαγνεία τους. Σαν τους δημαγωγούς του χειρίστου είδους, απροκάλυπτα ταγμένοι στην ιδεολογία των ισχυρών, μαραγκιασμένα απολειφάδια μια κάποτε σφριγηλής και ανένδοτης στη στάση της απέναντι στην εξουσία διανόησης, αυτοί οι χωρίς ηθικό έρμα και κοινωνικό έρεισμα «πνευματικοί ταγοί» του τρομαγμένου όχλου των καταναλωτών, απευθύνονται στα χειρότερα των ενστίκτων του πλήθους. Τρομοκρατώντας παρά διαμαρτυρόμενοι, διερωτώνται αναίσχυντα για τους εξεγερμένους: «τι μας λέει ότι δεν θα δούμε μεθαύριο τους ίδιους ή άλλους να καίνε βιβλία ή να επιχειρούν να ορίσουν το τι θα λέμε και τι θα σκεφτόμαστε;» Και συνεχίζουν, με απειλητικό ύφος και δασκαλίστικη ζέση, να εγκαλούν τους καλλιτέχνες που συμμετέχουν ενεργά στις διαμαρτυρίες να σεβαστούν τη «δημοκρατική» τάξη, αφού είναι «λιγότερο ή περισσότερο πλουσιοπάροχα επιχορηγούμενοι από τους φόρους μας», θεωρώντας προφανώς ότι για το λόγο αυτό έχουμε κάθε δικαίωμα να τους επιπλήττουμε και να τους ζητάμε να συμμορφωθούν, να μη σπάνε τις βιτρίνες και τις «βιτρίνες». Να απαιτούμε να πάψουν πια να μας ταράζουν με τα ακατανόητα καμώματά τους, να πάψουν επιτέλους να αμφισβητούν «ανενδοίαστα την ουσία της ίδιας της δημοκρατίας, με την επίθεση στην καρδιά της, που είναι η ελευθερία της σκέψης, του λόγου και της έκφρασης, που αντιπροσωπεύει η τέχνη».
Το ότι οι τρεις συγγραφείς διαρρηγνύουν υποκριτικά τα ιμάτιά τους για την «ελευθερία της έκφρασης» (η οποία, παρεμπιπτόντως, δεν είδαμε να βάλλεται από κάποιους πέραν του κατεστημένου στο οποίο και οι ίδιοι ολόψυχα ανήκουν), και βλέπουν κάθε αντίδραση στη μακαριότητά τους ως εχθρική υποκίνηση που στόχο έχει να καταλύσει την τάξη και την αρμονία του γυάλινου κόσμου τους, δεν μας προκαλεί φυσικά κατάπληξη. Όταν στέκεσαι όπως αυτοί πίσω από τις βιτρίνες της αγοράς και πίσω από τις οθόνες των τηλεοράσεων, εξέχων και διακεκριμένος, ο κόσμος μοιάζει λαμπερός, συμφιλιωμένος και εύτακτος• το γυαλί σε προστατεύει από τη συγκαλυμμένη καθημερινή βία που βιώνουμε οι περισσότεροι από εμάς που δεν έχουμε ανάλογα προνόμια. Η συναίνεση μοιάζει δεδομένη – το επιβεβαιώνει η προσήλωση όλων μας στον γυάλινο κόσμο άλλωστε, απ’ όποια μεριά του γυαλιού κι αν βρισκόμαστε. Τι γίνεται όμως όταν σπάνε (κυριολεκτικά όσο και συμβολικά) οι βιτρίνες και διασαλεύεται η κατεστημένη τάξη; Τότε αποκαλύπτεται –φευ! – ότι τα φαντάσματα εκεί έξω λυσσομανούν και ο φόβος αναπόφευκτα φτάνει ως το μεδούλι. Είναι η στιγμή που πρέπει να διαλέξεις πού θα ταχτείς και τι θέση θα πάρεις. Και αυτοί έχουν από καιρό επιλέξει να γίνουν οι Σωματοφύλακες του κατεστημένου, του κόσμου που αρέσκεται να καθρεφτίζεται αυτάρεσκα στις γυάλινες επιφάνειες – διαφανείς αν εστιάσεις μακριά, μέσα από αυτές, αυτοανακλαστικές αν το βλέμμα σου προσηλωθεί στην επιφάνειά τους.
Οι τρεις Σωματοφύλακες-υπερασπιστές του χρυσελεφάντινου πύργου της υψηλής τέχνης –την ιερότητα του οποίου βεβήλωσαν υποτίθεται οι βάρβαροι, οι απολίτιστοι που τόλμησαν να εξεγερθούν–, εκτός από την ευγενή καταγωγή τους θέλουν να επιδείξουν γενναιοφροσύνη και πνευματικό σθένος, όπως αρμόζει να κάνουν οι «διανοούμενοι» στις ζοφερές περιστάσεις, όταν ο κίνδυνος ανατροπής των δεδομένων (και των βολεμένων) είναι κάτι παραπάνω από μια αφηρημένη απειλή, απλώς μια μακρινή σκιά στον ορίζοντα. Οι εξεγερμένοι των ελληνικών πόλεων, μαθητές, φοιτητές, παραβατικοί, μετανάστες, εργαζόμενοι, αποκλεισμένοι, αυτά τα οργισμένα υποκείμενα που έδωσαν αίφνης σάρκα και πνεύμα στη μέχρι πρότινος άμορφη σκιά, στο φάντασμα που εδώ και καιρό πλανάται πάνω από τον πλανήτη, είναι γι’ αυτούς τα μιάσματα («απόβλητοι της κοινωνίας», όπως τους θέλουν κάποιοι εξίσου φωτισμένοι πολιτικοί μας), που προκαλούν το κοινό αίσθημα με την ανάρμοστη συμπεριφορά τους. Απ’ ό,τι φάνηκε από τα όσα συνέβησαν τις τελευταίες μέρες, δεν θέλουν να κάθονται φρόνιμα στ’ αυγά τους και να παρακολουθούν την παράσταση της ζωής τους να παίζεται ερήμην τους, μπροστά στα μάτια τους, το θεατρικό έργο κάποιας συγγραφικής ιδιοφυΐας, διευθυνόμενο με απαράμιλλο οίστρο, αν και με μια δόση σαδισμού απέναντι στους χαρακτήρες, από έναν εξίσου εμπνευσμένο σκηνοθέτη. Παραβαίνουν τον κανόνα, δεν θέλουν να συμπεριληφθούν στην δική «μας» κοινωνία. Ας τους εξοστρακίσουμε λοιπόν…
Αλήθεια, «πού μπαίνει το όριο σε αυτή την κωμικοτραγική “πολιτιστική επανάσταση” των απολίτιστων;» Φωνάζουν, σπάνε και καίνε, πετάνε πέτρες και μολότοφ, οργανώνουν πορείες, καταλήψεις, ανοιχτές συνελεύσεις, συγκρούονται με τους μπάτσους, τους φασίστες και τους παρακρατικούς, φτιάχνουν πανό, γράφουν κείμενα, σχεδιάζουν εικόνες, δράσεις και χάπενινγκ, επινοούν συνθήματα και μη συμβατικούς τρόπους επικοινωνίας και οργάνωσης, συμμετέχουν, γελούν, ελπίζουν, συζητούν, ονειρεύονται και διατρανώνουν την αλληλεγγύη τους, παρεμβαίνοντας ενεργά στη σκηνοθεσία όσο και στο ίδιο το έργο της ζωής τους. Ποιοι είναι όλοι αυτοί, και τι να θέλουν άραγε; Γιατί μιλούν για αξιοπρέπεια, δικαιοσύνη και ελευθερία; Τι γλώσσα ακατανόητη αν και παράδοξα οικεία είναι αυτή που χρησιμοποιούν; Γιατί γελάνε, αστειεύονται και ενίοτε θυμώνουν; Και γιατί είναι τόσοι πολλοί και τόσο ανεξέλεγκτοι πια;
Τι ακριβώς είναι αυτό που εγείρει τη μήνιν των τριών κομψευόμενων διανοούμενων; Ότι «ανεχόμαστε αγόγγυστα την κάθε ομάδα “επαναστατημένων” νεαρών να μαγαρίζει(!) ανενόχλητα την Ακρόπολη»; Ότι λερώθηκαν με σπρέι οι φρεσκοβαμμένοι τοίχοι του «καινούργιου, καθαρού φουαγιέ»(!) του Εθνικού; Ότι κάποιες θεατρικές παραστάσεις διακόπηκαν και κάποιοι ενοχλήθηκαν γιατί τους χάλασε η βραδιά; Ότι ακούστηκε ο οργισμένος λόγος ανθρώπων που δεν υποδύονταν το ρόλο για τον οποίο τους είχαν προορίσει; Ότι οι ίδιοι και οι όμοιοί τους δεν αποτελούν πια το επίκεντρο του ενδιαφέροντος και ότι η τέχνη τους πνέει τα λοίσθια μαζί με τη νομιμοποίηση της «κοινωνίας» μας; Ότι αμφισβητούνται τα θέσφατα του «πολιτισμού» μας; Ότι κάποιοι –νέα και ωραία αγόρια και κορίτσια κυρίως– αμφισβητούν έμπρακτα κάθε είδος διαμεσολάβησης και χειραγώγησης και εξεγείρονται ενάντια στον καθωσπρεπισμό και την υποκρισία τους;
Ας αφήσουν κατά μέρους τις ρητορικές νουθεσίες και ας μας πουν επιτέλους ξεκάθαρα τι είναι αυτό που κατά τη γνώμη τους διακυβεύεται σε αυτή την εξέγερση. Τι είναι αυτό που κινδυνεύει από αυτήν και που αξίζει να το διασώσουμε. Οι «εκ του ασφαλούς αντι-εξουσιαστές» πήραν θέση και ανέλαβαν την ευθύνη των λόγων και των πράξεών τους. Διατράνωσαν την αντίθεσή τους στη βαρβαρότητα, λόγω και έργω. Και κάποιοι από αυτούς θα πληρώσουν την εξέγερσή τους με βαρύ τίμημα. Ό,τι κι αν κατηγορούνται ότι δήθεν έπραξαν, ωστόσο, δεν είναι αυτοί που κακοποιούν και δικάζουν ανήλικα παιδιά με τρομονόμους, κι ούτε πάλι είναι αυτοί που οδηγούν ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού στην ανέχεια, στο περιθώριο και την απελπισία. Όπως επίσης δεν είναι αυτοί που ληστεύουν με κάθε μέσο και τρόπο (νομιμοφανώς πάντα!) τον κοινωνικό πλούτο, καταστρέφοντας ολοσχερώς τους ανθρώπους, την κοινωνία και το περιβάλλον.
Ο μηχανισμός που παρέταξε ορδές μπάτσων για να φυλάξουν το γελοίο δέντρο του δημάρχου Κακλαμάνη στην πλατεία του Συντάγματος δεν προστάτεψε ούτε την Πάρνηθα, ούτε τη μισή Πελοπόννησο όταν παραδόθηκαν στις φλόγες από τα «νόμιμα επιχειρηματικά συμφέροντα». Οι ευφυείς συγγραφείς μας δεν οσμίζονται τάχα μου τι γίνεται τώρα στον Ελαιώνα, παρά τη βρώμα που ζέχνει… Οι λαλίστατοι απολογητές της «νομιμότητας» και των αρχών της «κοινής μας ζωής» καταπίνουν τη γλώσσα τους και περί άλλα τυρβάζουν όταν θα έπρεπε να μιλήσουν, αν όχι να κραυγάσουν. Καταλαβαίνουμε βέβαια ότι η αγωγή και η παιδεία τους δεν τους επιτρέπει να εξεγείρονται, θεωρώντας κάθε μορφή εξέγερσης «ανορθολογική» και επικίνδυνη, μη συναφή με τους καλούς τρόπους των καλλιεργημένων αστών, αν και υποτιμούν τις αιματηρές επαναστάσεις με τις οποίες οι ίδιοι επιβλήθηκαν. Δεν κραυγάζουν ποτέ, ακόμα κι όταν η οργή τούς πνίγει. Αντ’ αυτού, φροντίζουν με το κομψό ύφος και τον μειλίχιο τόνο τους, επικαλούμενοι τα υψηλά ιδανικά και την κοινωνία «μας», να κάνουν εξίσου καλά, αν όχι και καλύτερα, ό,τι άλλοι (παπάδες, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, συνδικαλιστές, πανεπιστημιακοί, κομματικά στελέχη, κ.λπ. κ.λπ.) κάνουν με πιο άκομψο και χυδαίο τρόπο. Να υπερασπίζονται δηλαδή από τη θέση των προνομιούχων την σάπια και άδικη τάξη πραγμάτων και να σπιλώνουν κάθε εναντίωση σε αυτήν, συκοφαντώντας και διαβάλλοντας τους αγώνες των ανθρώπων που εξεγείρονται. Χωρίς να το καταλαβαίνουν, ωστόσο, καταβαραθρώνονται οι ίδιοι στο χάσμα που άνοιξε η ανοησία τους και η αφ’ υψηλού θεώρησή τους, η οίηση και η αηδία που εξέφρασαν. Οι «καλλιγραφίες» τους αιωρούνται μετέωρες, λίγο άσχετες λίγο ελαφρές, παραμένουν ιπτάμενες, αλγεινές και αποκομμένες από την αντίδρασή μας στα γεγονότα και τη συμμετοχή μας στην εξέγερση. Ας μείνουν, λοιπόν, έμπλεοι απορίας, να κοιτάζουν καθώς τους προσπερνάμε. Ο πολιτισμός τους είναι η βαριά σιδερένια αλυσίδα που τους καθηλώνει. Ίσως να ήθελαν, μα δεν μπορούν να ακολουθήσουν. Είναι φυλακισμένοι στον πύργο τους κι εκεί θα μείνουν, μίζεροι και μόνοι, με έσχατη συντροφιά την ηχώ των κούφιων λέξεων της στιλπνής πρόζας τους, να υπερασπίζονται τα άδεια πλέον από το σφρίγος της ζωής τείχη. Αυτά θα γίνουν αναπόφευκτα και ο τάφος τους… Τα λόγια τους σαν ψίθυρος θα σβήσουν και κανείς δεν θα τα μνημονεύει πια.
Τους προσπερνάμε και τους λέμε ότι αρνιόμαστε από δω και μπρος να ζήσουμε με τις ψευδαισθήσεις που αφειδώς μας πουλάνε. Γευτήκαμε την πραγματική ελευθερία, και το μεθύσι της μας έχει συνεπάρει τόσο που για μας δεν υπάρχει επιστροφή στην «ομαλή ζωή» που αυτοί χαίρονται να διαφημίζουν. Δεν τους χαρίζουμε τίποτα! Δεν τους χαρίζουμε τις μικρές στιγμές της νίκης μας, την επανάκτηση της αξιοπρέπειάς μας. Δεν τους χαρίζουμε καν τον οίκτο μας. Όσο σφοδρά κι αν βάλλουν με τα κανόνια τους δεν μπορούν πια να μας πλήξουν. Είμαστε άτρωτοι, γιατί είμαστε πολλοί, αλληλέγγυοι και αποφασισμένοι!

Κοινωνική έκρηξη και πολιτικό νόημα

Του Φώτη Τερζάκη

H αιφνίδια κοινωνική έκρηξη των τελευταίων ημερών έσπειρε σε όλους μας ρίγη τρόμου και ανησυχίας – για διαφορετικούς λόγους. Πολλοί τρόμαξαν από την αγριότητα και τον τυφλό χαρακτήρα που όλο και περισσότερο παίρνουν τέτοια συλλογικά φαινόμενα στις ημέρες μας, σαν μια πυρκαγιά που καίει αδιακρίτως οτιδήποτε βρει μπροστά της• άλλοι όμως τρομάξαμε από τους όρους με τους οποίους συνεχίζει να παίζεται το παιχνίδι από τους εκπροσώπους του πολιτικού συστήματος και τους επαγγελματίες διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Θυμάμαι το κλίμα των ημερών όπου στο επίκεντρο των συζητήσεων ήταν η λεγόμενη τρομοκρατία (της «17ης Νοέμβρη») όταν, με τον ίδιο τρόπο, πριν εκφέρεις δημόσια κρίση όφειλες να περάσεις από το ταπεινωτικό τελετουργικό της αποκήρυξης και της καταδίκης. Να υπογράψεις δήλωση νομιμοφροσύνης δηλαδή, πράγμα που ανατρίχιασα όταν είδα και πάλι να το ζητούν –και με τον τρόπο που το ζητούσαν– αυτές τις ημέρες από εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ.
Όχι φυσικά ότι πιστεύει κανένας πως ο ΣΥΡΙΖΑ είχε οποιαδήποτε επιρροή στους εξεγερμένους και μία δήλωσή του θα άλλαζε την έκβαση των γεγονότων. Το θέμα ήταν να κατασκευαστεί εκείνη η συναίνεση του πολιτικού συστήματος (γι’ αυτό το ΚΚΕ επαινέθηκε τόσο γενναιόδωρα) που θα επέτρεπε στο μεν πρακτικό πεδίο τη μεθόδευση δοκιμασμένων πρακτικών καταστολής, στο δε θεωρητικό την απόκρυψη των κοινωνικών αιτίων της έκρηξης. Σαν να λέμε, είμαστε όλοι στο πλευρό των μαθητών που διαδηλώνουν ειρηνικά για τον θάνατο του συμμαθητή τους αλλά θα πατάξουμε ανελέητα οιοδήποτε ξεχείλισμα οργής ενάντια στην κοινωνία• επικρίνουμε την αυθαιρεσία της αστυνομίας, τα δημοκρατικά ελλείμματα των υπηρεσιών, την αναποτελεσματικότητα της παρούσας κυβέρνησης, κλπ. αλλά θα διασύρουμε οιονδήποτε τολμήσει να καταγγείλει το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του και μιλήσει για το ψεύδος της «δημοκρατίας» που τσακίζει τη δυνατότητα διαφανών διαβουλεύσεων στη δημόσια σφαίρα, που συσσωρεύει τον κοινωνικό πλούτο σε όλο και λιγότερα χέρια, που παράγει αποκλεισμό για όλο και μεγαλύτερα κομμάτια της κοινωνίας πετώντας τα απλώς να πεθάνουν στον δρόμο – εν ολίγοις, για το ότι η ίδια η κοινωνία έχει προ πολλού διαλυθεί, λειτουργώντας ως αγορά με μοναδική κινητήρια δύναμη το κεφαλαιοκρατικό κέρδος.
Για πρώτη φορά όμως η μεθόδευση απέτυχε παταγωδώς. Και απέτυχε κυρίως λόγω της μαζικότητας και του βάθους της διαμαρτυρίας, που ήταν ο όντως απρόβλεπτος παράγοντας: διότι «200-300 κουκουλοφόρους» μπορείς εύκολα να τους απομονώσεις, να τους σπιλώσεις, αν χρειαστεί και να τους πυροβολήσεις, δεν μπορείς όμως να ποινικοποιήσεις μερικές χιλιάδες ανθρώπους από άκρη σε άκρη της χώρας… Ακόμα και το μείζον στρατήγημα του κατεξουσιασμού, το «διαίρει και βασίλευε» που στρέφει τη μία κοινωνική ομάδα εναντίον της άλλης, μπλοκάρισε, όταν είδαμε ακόμη και ανθρώπους των οποίων τα υλικά συμφέροντα θίχτηκαν να διστάζουν να συνταχθούν με τους μηχανισμούς οι οποίοι ήδη με πολλούς τρόπους τούς συνθλίβουν. Βεβαίως, καθένας με στοιχειώδη κρίση αντιλαμβάνεται ότι σε ένα ξεχείλισμα μαζικής δυσφορίας δεν μπορούν να χαραχτούν ευδιάκριτες διαχωριστικές ανάμεσα στους ειρηνικούς διαδηλωτές, εκείνους που απαντούν δυναμικά στις προκλήσεις της καταστολής, τους εξαγριωμένους από τη στέρηση που δρουν με τυφλή μανία και όσους επωφελούνται πλιατσικολογώντας ένα μηδαμινό ξύσμα της ευτυχίας που προορίζεται πάντα για άλλους… Ακόμα περισσότερο, αντιλαμβάνεται ότι η πολιτική σημασία των συλλογικών πράξεων δεν ταυτίζεται με ό,τι οι ίδιοι οι δρώντες λένε (ή είναι ανίκανοι να πουν) αλλά αναδύεται εκ των υστέρων μέσ’ από τον μεθοδικό φωτισμό των κινήτρων τους, που είναι σε τελευταία ανάλυση κοινωνικά καθορισμένα και σπανίως ολότελα διαφανή στους ίδιους. Μόνο έτσι μπορούμε να μεταφράσουμε την κοινωνική έκρηξη σε πολιτικό νόημα και πολιτικό λόγο – και είναι αυτό ακριβώς που χρειάζεται τώρα να κάνουμε.
Ό,τι, δηλαδή, ούτε μπορούν ούτε θέλουν να κάνουν οι κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις. Επί μία τουλάχιστον εβδομάδα η κυβέρνηση δεν πατούσε πουθενά και θα μπορούσε με ένα ελάχιστο φύσημα να πέσει – αν δεν τη στήριζε το ίδιο το πολιτικό σύστημα, δηλαδή η «μείζων αντιπολίτευση» και οι εξ αντικειμένου συνοδοιπόροι της. Αγορασμένες σύσσωμες από τις πραγματικές (και αθέατες) κεφαλαιοκρατικές ελίτ, οι κυβερνητικές «πλειοψηφίες» φαίνονται ανίκανες να συλλάβουν οιοδήποτε κοινωνικό μήνυμα και να εξαγάγουν τις απαιτούμενες πολιτικές σημασίες. Οπότε, τι μέλλει γενέσθαι; Είναι το πιο δύσκολο ν’ απαντήσει κανείς• όλα δείχνουν ωστόσο ότι ελάχιστα πράγματα μπορούν να γίνουν μεμονωμένα, σε εθνικό επίπεδο. Το καλύτερο που έχουμε να ελπίσουμε είναι μια αλυσίδα διαδοχικών εξεγέρσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη –η οποία έχει τα μάτια στραμμένα τούτη την ώρα στην Ελλάδα και πασχίζει να αντλήσει μαθήματα– που, πιέζοντας αφόρητα τις κυρίαρχες ελίτ, θα ανοίξουν μια πιθανότητα αναδιαπραγμάτευσης με την κοινωνική βάση: μια επαναφορά της πολιτικής, δηλαδή, την οποία έχει σήμερα εκτοπίσει η άνωθεν τεχνοκρατική διεύθυνση... Αλλιώς δεν θα μπορούμε καν να μιλάμε πλέον για «κοινωνικές εξεγέρσεις» αλλά μάλλον για κοινωνικό πόλεμο, χωρίς λόγο και χωρίς κανόνες, χωρίς αυτοσυντηρητικούς μηχανισμούς, μέσα στον οποίον θα καταποντιστούν οι κοινωνίες της θεσμοποιημένης ανισότητας μαζί με το ίδιο το λεηλατημένο περιβάλλον.

Μανιφέστο για τους Καιρούς που Ζούμε!

Του inlovewithlife

Την τελευταία εβδομάδα η μαθητιώσα νεολαία βρίσκεται στους δρόμους. Την τελευταία εβδομάδα για τα κακώς κείμενα της κοινωνίας μας ξελασπώνουν τα παιδιά μας. Τώρα έρχεται η δική μας ώρα. Από εδώ και πέρα αρχίζει αυτή η ανένδοτη αλληλουχία γεγονότων, που βάζει εμάς να γράφουμε ιστορία. Από εδώ και πέρα αρχίζουμε όλοι να παίρνουμε τα πράγματα στα χέρια μας με σκοπό να αλλάξουμε τις ζωές μας.
Δεν υπάρχουν έτοιμες συνταγές σε αυτά που από εδώ και πέρα κάνουμε. Υπάρχει μόνο η φαντασία και η διάθεση να αλλάξουμε τα πράγματα προς το καλύτερο και το δικαιότερο. Ούτε υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές σε αυτά που από εδώ και πέρα κάνουμε. Γι’ αυτό σπάμε ηλίθιους διαχωρισμούς σε αριστερούς και δεξιούς, αφήνουμε πίσω κομματικές ταυτότητες και γραμμές, πετάμε στα σκουπίδια ό,τι μας μπλοκάρει, σκεφτόμαστε ελεύθερα, λειτουργούμε συλλογικά και αλληλέγγυα.

Κάνουμε από τα πιο απλά, όπως:
# Πιάνουμε κουβέντα με όλους για όλα, όχι τα συνηθισμένα αλλά αυτά που μας βασανίζουν.
# Γράφουμε μόνοι μας ή με άλλους ένα φλογερό κείμενο, το βγάζουμε φωτοτυπίες και το μοιράζουμε στον κόσμο.
# Παίρνουμε με τους φίλους μας φύλλα ταπετσαρίας, γράφουμε σε αυτά συνθήματα που μας αρέσουν όπως “όλοι στους δρόμους”, “κάντε συνελεύσεις παντού” και τα κολλάμε σε όλα τα λεωφορεία. Το μήνυμά μας να φτάσει σε όλη την πόλη.
# Κάνουμε αυθόρμητες εκδηλώσεις στους δρόμους της πόλης, ό,τι γουστάρει και αγαπά ο καθένας.
# Πηγαίνουμε στις καταλήψεις των μαθητών, κουβεντιάζουμε με τα παιδιά, ακούμε αυτά που έχουν να μας πουν, τα στηρίζουμε ψυχολογικά.
# Συμμετέχουμε σε εκδηλώσεις, πορείες, διαδηλώσεις, συνελεύσεις.
# Δεν καθόμαστε μόνοι σπίτι μας. Η σύναξη κάτω του ενός ατόμου τιμωρείται με απουσία από την ιστορία. Έχει ωραίο Ήλιο και ωραίους Ανθρώπους έξω.

Μέχρι τα λίγο πιο πολύπλοκα, όπως:
Όσοι συμμετέχουμε σε κινήματα πόλης και συλλόγους καλούμε σε τοπική πορεία και μετά λαϊκή συνέλευση. Αν μπορούμε, καταλαμβάνουμε κάποιο δημόσιο χώρο και τον κάνουμε σπίτι μας, καλώντας εκεί τοπικές συνελεύσεις. Στις συνελεύσεις συζητάμε αρχικά ό,τι μας βασανίζει, από το πιο απλό ως το πιο σύνθετο και μετά προτείνουμε και συζητάμε λύσεις. Μεταξύ μας την ξύλινη γλώσσα των πολιτικών την αφήνουμε στους πολιτικούς.
Όσοι συμμετέχουμε σε σωματεία εργαζομένων σπάμε επειγόντως ό,τι έχει μπλοκάρει τη δράση τους ως τώρα. Περνάμε ψηφίσματα, καλούμε τους εργαζομένους για συμμετοχή στις πορείες και στις συνελεύσεις μας, ενισχύουμε τις δημοκρατικές διαδικασίες, συντονιζόμαστε με άλλα σωματεία, καλούμε σε απεργία. Ξεπερνάμε χωρίς πολλά πολλά τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, πρωτοβάθμιες ή δευτεροβάθμιες, αν είναι διεφθαρμένες και εμποδίζουν σε όλα αυτά.
Όσοι συμμετέχουμε σε κόμματα ή σε αρτηριοσκληρωμένες καταστάσεις δεν υπακούμε σε γραμμές. Η δική μας άποψη για τα πράγματα έχει μεγαλύτερη αξία από αυτή της γραμμής. Όπως και η άποψη του διπλανού. Η αλήθεια της γραμμής δεν καλύπτει την αλήθεια κάθε ανθρώπου. Η αλήθεια κάθε ανθρώπου όμως αλλάζει την πραγματικότητα. Και αυτό γίνεται εδώ και τώρα.

Μην κοιτάτε αποσβολωμένοι όσοι διαβάσατε το κείμενο. Αυτά και άπειρα άλλα ΉΔΗ συμβαίνοουν. Τα media απέδειξαν πόσο ΛΙΓΑ είναι. Πάρτε την κατάσταση στα χέρια σας. Χρησιμοποιείστε το tag "griots" για ότι ανεβάσετε ή έχετε ήδη ανεβάσει σχετικό με το θέμα. ΚΑΙ η ενημέρωση στα χέρια μας.

Προς τους δημοσιογράφους: Να χαρείτε, σταματήστε να βιντεοσκοπείτε ή να μεταδίδετε τα δάχτυλο αντί για το φεγγάρι. Εντάξει, ακούσαμε εκατομμύρια φορές για τα 250 καταστήματα που έπαθαν ζημιές. Για τη νεολαία όμως, για την κοινωνία και τα προβλήματά της δεν ακούσαμε τίποτα. Τι νομίζετε ότι όλοι αυτοί που γεμίζουν τις διαδηλώσεις, τις συνελεύσεις κ.τ.λ. είναι βαλτοί; Έχετε καταντήσει πια γραφικοί. Όσο και να θέλετε, ο κόσμος πλέον για πρώτη φορά συζητάει και κατεβαίνει στους δρόμους για άλλα πράγματα από αυτά που του μεταδίδετε. Συνεχίστε αυτή τη χαζή κωμωδία. Αυτή τη φορά θα την παίζετε χωρίς θεατές.
Προς τους καλλιτέχνες: Καιρός να βγείτε στους δρόμους. Δεν γίνατε αυτό που γίνατε, για να εκτελείτε μπροστά σε κλειστά μάτια/ώτα. Γεμίστε την πόλη με δρώμενα. Πάτε στις συνελεύσεις και προτείνετε θεατρικές παραστάσεις, μουσικές εκδηλώσεις, καλλιτεχνικά δρώμενα και θα δείτε ανταπόκριση. Κατεβείτε στις διαδηλώσεις με δρώμενα. Τι ακριβώς περιμένετε, για να σταματήσετε τον εκφυλισμό στον οποίο έχει φτάσει η τέχνη σήμερα;
Προς τους ανθρώπους του πνεύματος: Εδώ δύσκολα τα πράγματα. Εσάς σας έχει βαρέσει τόσο η μαλακία τα τελευταία χρόνια, που σήμερα έχετε φτάσει στο σημείο να αναμασάτε την προπαγάνδα των καναλιών, που μεταδίδει το κράτος. «Όχι άλλη Βία», “Βάνδαλοι”, “γνωστοί - άγνωστοι”, “τα παιδιά σήμερα δεν έχουν καλή ανατροφή”. Ξυπνήστε από τον λήθαργο, στον οποίο έχετε περιπέσει και ως γερασμένα μυαλά που είστε ενωθείτε και εσείς με τον κόσμο και κάντε ένα ελάχιστο κάτι. Η πνευματική “πρωτοπορία” αυτής της κοινωνίας είστε αναντίστοιχη της εποχής και αυτό είναι η χειρότερη βρισιά για εσάς.
Προς τους πολιτικούς: Αφού δεν υπάρχετε, που δεν υπάρχετε, δεν πάτε σπίτια σας; Στις τελευταίες εκλογές υπήρχε ένα μπλουζάκι που έλεγε «ψήφο σε κανένα πούστη, μπουρδέλο τα κάνω και μόνος μου».
Προς τους «καπιτάλες»: Μμμ, κάτι μου λέει ότι τελικά εσείς παίρνετε όλες τις αποφάσεις άρα εσείς είστε και το πρόβλημα. Φροντίστε να συνηθίσετε αυτούς τους καιρούς που ζούμε σε μία άλλη ποιότητα δημοκρατίας. Κάτι τρίζει; Μην φοβάστε, μάλλον είναι το έδαφος κάτω από τα πόδια σας.

Αγνοείστε τα μμε! Κατεβείτε στους δρόμους!

Τα μμε απέδειξαν περίτρανα αυτές τις μέρες ότι δεν είναι παρά μηχανισμοί κατασκευής συναίνεσης προς χάρη της άρχουσας τάξης και του συστήματος. Το ίδιο έκαναν και πολλοί «επώνυμοι» μπλόγκερς (η δήθεν «δημοσιογραφία των πολιτών», τρομάρα τους), οι οποίοι μπροστά στο «παράθυρό τους στον κόσμο» ξεφωνίζουν μαλακίες, αγανακτισμένοι τάχα μου για την «κατάπτωση της δημοκρατίας μας». Τα ασύστολα ψεύδη, η συκοφαντία, η απόκρυψη, η διαστρέβλωση και η συγκάλυψη ξεπέρασαν κάθε όριο που μόνο σε ολοκληρωτικά καθεστώτα δικαιολογείται. Και μην βιαστούν κάποιοι να μας πουν ότι εδώ το κράτος δεν επέβαλε σε κανένα μμε λογοκρισία, ότι έχουμε δημοκρατία, ελευθερία έκφρασης, κ.λπ., κ.λπ.. Ας αναρωτηθούν «σε ποιον ανήκουν τα μμε;» και θα καταλάβουν τι βλέπουν και τι ακούν αυτές τις μέρες. Βαρέθηκα πια αυτή την υφέρπουσα φασιστοειδή λογική της «φιλελεύθερης δημοκρατίας» και όλες τις γελοιότητες που την υποστηρίζουν. Όλοι αυτοί οι κουστουμάτοι κύριοι και οι ξανθές κυρίες, αλλά και οι «want to be a star» του διαδικτύου και των «νέων μέσων», δεν θα δαγκώσουν ποτέ (μα ποτέ!) το χέρι που τους ταΐζει. Και δεν εννοώ τα αφεντικά τους καθώς πολλοί από αυτούς ισχυρίζονται ότι δεν έχουν κανέναν πάνω από το κεφάλι τους, αλλά το σύστημα και τις «αξίες» του: τη «δημοκρατία», την «περιουσία», την «ελευθερία», την «ισότητα», τη «δικαιοσύνη», την «αξιοκρατία», τον «πολιτισμό».

Όσοι βρίσκονται στους δρόμους, στις σχολές, στα στέκια, στις συνελεύσεις, μαθητές, φοιτητές και εργαζόμενοι, ξέρουν ότι αυτές τις μέρες ζουν κάτι μεγαλειώδες και σημαντικό, μια ιστορική αστεακή εξέγερση που λόγω των ποιοτικών και ποσοτικών χαρακτηριστικών της δεν μοιάζει με καμία από τις προηγούμενες. Τα μμε θέλουν να παρουσιάσουν μια εικόνα χάους, μιας «κοινωνικής αναταραχής» που δεν έχει κανέναν πολιτικό στόχο αλλά, όπως έλεγε κι ένας πάνσοφος καθηγητής πανεπιστημίου ψες στην ΕΤ3, είναι μια «συναισθηματική αντίδραση»!!! Αυτά τους συμφέρει αυτά λένε.

Χθες, μετά την πορεία, έγιναν ανοιχτές συνελεύσεις σε σχολές (ήμουν στο ΕΜΠ) όπου πάρθηκαν αποφάσεις για την συνέχιση και την οργανωμένη κλιμάκωση του αγώνα σε όλα τα επίπεδα. Το Πολυτεχνείο θα είναι το συντονιστικό κέντρο και γίνεται προσπάθεια οργάνωσης ενός δικτύου αντι-πληροφόρησης, με ραδιοφωνικό σταθμό, ιστοσελίδα, κ.λπ.. Τέθηκαν συγκεκριμένα πολιτικά αιτήματα (αφοπλισμός της αστυνομίας, κατάργηση μονάδων καταστολής, τιμωρία των ενόχων για όλα τα μέχρι σήμερα εγκλήματα των μπάτσων, απελευθέρωση όλων των συλληφθέντων και όλων των αγωνιστών κρατουμένων, παραίτηση της κυβέρνησης, κ.ά.). Η συνέλευση κάλεσε όλες και όλους να συμμετέχουν ενεργά στην κατάληψη και να μην επιτρέπουν στις δυνάμεις καταστολής και στους φασίστες συντρόφους τους να επιδίδονται σε ένα όργιο κατασταλτικής βίας καθημερινά. (Παρεμπιπτόντως, όταν συμβαίνει το μακελειό, οι τηλεοπτικές κάμερες που όταν θέλουν πάνε παντού -μη μας πουν τώρα ότι στα Εξάρχεια είναι πιο επικίνδυνα από ότι στη Βαγδάτη-, ως δια μαγείας στρέφονται αλλού. Ο δε φωτογράφος που τράβηε τη φωτογραφία με τον ματατζή που σημαδεύει τους διαδηλωτές με περίστροφο απολύθηκε από τον "Ελεύθερο Τύπο". Τι σημειολογική ειρωνεία! Η εφημερίδα αυτή είναι "ελεύθερος" Τύπος όσο "ελεύθερη" είναι η δημοκρατία.)

Είναι υποχρέωση κάθε ελεύθερα σκεπτόμενου ανθρώπου και καθενός που πιστεύει σε μια άλλη κοινωνία, να συνδράμουν με κάθε τρόπο και χωρίς κανέναν ενδοιασμό τον αγώνα που συνεχίζεται.
Να κατέβουν στις πορείες (σήμερα Πέμπτη, 18.00 στα Προπύλαια, Παρασκευή, 12.00 στα Προπύλαια, 15.30 στο Σύνταγμα, και όπου αλλού), να συμμετέχουν στις ανοιχτές συνελεύσεις και στις επιτροπές συντονισμού και ενίσχυσης, να περιφρουρήσουν με την παρουσία τους το κίνημα από τη βάρβαρη κρατική καταστολή και να αντισταθούν αν χρειαστεί.
Τώρα δεν είναι ώρα για αναλύσεις και αναστοχασμό, είναι ώρα της δράσης! Τίποτα δεν έχει τελειώσει, τίποτα δεν έχει χαθεί. Όλα είναι ανοιχτά και περιμένουν εμάς να τα διαμορφώσουμε.

Ένα πρώτο σχόλιο για τις αστιακές εξεγέρσεις

Όσοι έσπευσαν να βγάλουν γρήγορα συμπεράσματα από τα πρωτόγνωρης έντασης και έκτασης γεγονότα των τριών τελευταίων ημερών, που μετέτρεψαν αρκετές πόλεις σε μικρά ή μεγάλα πεδία μάχης, θα πρέπει να είναι πολύ επιφυλακτικοί και να μην παρασύρονται από καθεστωτικές λογικές του τύπου «η βία γεννάει τη βία» (αυτό όλοι το ξέρουμε!) ή να αποδίδουν ό,τι γίνεται στους «γνωστούς-άγνωστους» και στους «κουκουλοφόρους» ή, ακόμα ακόμα, να επισείουν τον κίνδυνο της «συντηρητικής στροφής» του εκλογικού σώματος λόγω του φόβου που συσπειρώνει τα πιο συντηρητικά τμήματα της κοινωνίας. Γιατί πίσω από την «κουκούλα» δεν κρύβονται οι «εχθροί της κοινωνίας», κρύβονται τα παιδιά της, και κάτω από την οργή που έβγαλε χιλιάδες ανθρώπους στο δρόμο σοβεί μια υπερσυμπυκνωμένη πια κοινωνική ένταση που δημιουργεί η κοινωνική πραγματικότητα και τα αδιέξοδα ενός αυτοκαταστροφικού πολιτισμού.
Ούτε φυσικά, συμμερίζομαι την άποψη κάποιων άλλων, ανεγκέφαλων συνήθως, που θεωρούν τη βία αυτοσκοπό και το γενικευμένο μπάχαλο επανάσταση. Πιστεύω απαρέγκλιτα ότι το αναρχικό/αντιεξουσιαστικό/αυτόνομο κίνημα πρέπει να στραφεί στην κοινωνία, στους ανθρώπους με τα πραγματικά προβλήματα, επιθυμίες και ανάγκες, να εργαστεί μαζί τους για την πραγματική ανατροπή και όχι να αποξενωθεί πλήρως, στρεφόμενο εναντίον τους.
Καλά θα κάνουν να είναι πιο φειδωλοί στα συμπεράσματά τους και να μετριάσουν τις εμβριθείς αναλύσεις τους ιδιαίτερα όλοι εκείνοι που βγάζουν τα συμπεράσματά τους παρακολουθώντας τις εξελίξεις εκ του μακρόθεν, από τα κάθε είδους μήντια, έντυπα και ηλεκτρονικά. Ή ακόμα κι εκείνοι που αποκαλούνται «ρεπόρτερ» και στήνονται πίσω από τις διμοιρίες των ΜΑΤ, ασκώντας περίπου καθήκοντα δημοσίων σχέσεων για την αστυνομία. Όποιος θέλει να αφουγκραστεί τι συμβαίνει πραγματικά πρέπει να βγει στο δρόμο, να συμμετάσχει σωματικά στον παλμό του οργισμένου πλήθους· να βρεθεί με χιλιάδες άλλους ανθρώπους κάθε ηλικίας, να δει, να ακούσει, να συζητήσει· να καταλάβει, όσο μπορεί κανείς να καταλάβει, τι είναι αυτό που προκάλεσε την έκρηξη.

Θα επανέλθω αναλυτικότερα όταν θα έχω σαφέστερη αντίληψη των γεγονότων και κυρίως όταν θα διαφανεί τι θα γίνει όταν αυτά, αναπόφευκτα, κοπάσουν.
Αναδημοσιεύω ωστόσο ένα κείμενο που έγραψα την προηγούμενη Πέμπτη, 4 του μήνα, σαν σχόλιο σε ένα κείμενο του Μανώλη Ανδριωτάκη για τη «γηπεδοποίηση» της μπλογκόσφαιρας. Αν και φαινομενικά άσχετο, το σχόλιο αυτό αποδεικνύεται αρκετά συναφές με τα όσα διαδραματίζονται αυτές τις μέρες.

«Αγαπητέ Μανώλη,
Παρακολουθώ από καιρό με ενδιαφέρον το μπλογκ σου, αποφεύγω ωστόσο να σχολιάσω τα κείμενά σου μιας και στα περισσότερα ζητήματα η οπτική μου είναι τελείως διαφορετική από τη δική σου. Μια «κριτική» παρέμβαση εκ μέρους μου θα προκαλούσε πιθανότατα έναν ατέρμονα και μάλλον κουραστικό για τους αναγνώστες σου διάλογο. Κι αν πήρα τώρα την πρωτοβουλία να σχολιάσω το παρόν δημοσίευμά σου είναι γιατί θίγεις ένα από πολλές απόψεις επίκαιρο και σημαντικό ζήτημα, το ζήτημα του ανταγωνισμού.
Θεωρώ ότι ο κοινωνικός ανταγωνισμός, πέρα από τη συμβολική του διάσταση που εσύ εντοπίζεις στη «γηπεδοποιημένη» μπλογκόσφαιρα, ερείδεται στις υλικές βάσεις της ανθρώπινης ζωής και όχι απλώς στην «ανθρώπινη φύση», όπως θα ήθελαν οι Βρετανοί εμπειριστές και οι νεοφιλελεύθεροι. Το να μην λειτουργήσω λοιπόν «ανταγωνιστικά» (σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο) θα ήταν σαν να αποδεχόμουν εκ προοιμίου τη θέση σου, με την οποία όπως ήδη δήλωσα διαφωνώ.
Η διαφωνία μου μαζί σου είναι πως φαίνεται να ξεχνάς ότι ο ανταγωνισμός είναι μια υπάρχουσα κοινωνική πραγματικότητα που η κυρίαρχη ιδεολογία θέλει να εξαφανίσει σαν μιαρό σκουπίδι κάτω από το χαλί της ευπρέπειας, της τάξης, του κομφορμισμού και της συναίνεσης, αποβλέποντας σε πολιτικά οφέλη που αφορούν συγκεκριμένες μερίδες του πληθυσμού (για να μη χρησιμοποιήσω την αποτρόπαια για πολλούς λέξη «τάξεις»), αυτές οι οποίες επωφελούνται περισσότερο από το status quo. Ποιοι δεν θέλουν, από τη μια, τον ανταγωνισμό, αλλά, από την άλλη, θέλουν να διατηρήσουν τις παρούσες συνθήκες που τον προκαλούν; Τι νόημα έχει να μιλάς για τη δυνατότητα απάλειψης του ανταγωνισμού σε μια κοινωνία αδικίας, ανισότητας, κυριαρχίας και εκμετάλλευσης; Και πώς μπορούν να ξεπεραστούν πιθανώς αυτές οι συνθήκες που μόλις περιγράψαμε αν όχι μέσα από την ίδια τη διαπάλη και τον ανταγωνισμό;
Όμως, για να μην παρεξηγηθώ, είναι προφανώς άλλο η αφηρημένη «ανταγωνιστικότητα» και άλλο ο κοινωνικός ανταγωνισμός, με άλλα λόγια δηλαδή η κοινωνική πάλη. Και είναι άλλο πράγμα ο συμβολικός ανταγωνισμός π.χ. του ποδοσφαίρου, και εν γένει των σπορ και των αθλημάτων, και άλλο ο πραγματικός κοινωνικός ανταγωνισμός, έστω κι αν μεταξύ τους υπάρχει συνάφεια. Στην πρώτη περίπτωση, η ταύτιση των οπαδών με τις ομάδες τους είναι απολύτως ανοιχτή στην υποκειμενική συμβολική επένδυση. Η απόλυτη, διαχωριστική πόλωση «εμείς» και οι «άλλοι» πληρώνεται με ποικίλα υποκειμενικά περιεχόμενα: ταξικά, εθνικά, σεξιστικά, τοπικιστικά, κ.λπ. Το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο η βαλβίδα ασφαλείας για την εκτόνωση των ακραίων ενστίκτων βίας, ούτε μόνο μια «φαντασιακή κοινότητα» που υποστασιοποιείται ως μάζα στο γήπεδο, αλλά και μια μήτρα αναπαραγωγής των ανταγωνιστικών συνθηκών, όπως πολύ σωστά παρατηρείς, αφού μοιάζει να είναι μια χωροχρονική συμπύκνωση της θεαματικής κοινωνίας. Αυτή η «τελετουργική» διάσταση του ποδοσφαίρου μπορεί να βρεθεί σε αντίστοιχες πρακτικές των ανθρώπινων κοινωνιών από πολύ παλιά και δεν τονίζει, νομίζω, τίποτ’ άλλο παρά την πρωταρχική σημασία που έχει η συμβολική διάσταση με την οποία «οργανώνει» ο άνθρωπος τις σχέσεις του με τη φύση και την κοινωνία.
Για να γίνω κατανοητός θα πρέπει μάλλον πρώτα να αποσαφηνίσω την εκ μέρους μου χρήση του όρου «ανταγωνισμός». Θα έχει καταστεί μάλλον σαφές ότι για μένα ο ανταγωνισμός δεν είναι μια επιλογή που μπορεί να τη θεωρούμε σωστή ή λανθασμένη, «καλή» ή «κακή» – δεν πρόκειται καν για επιλογή! Είναι η αντικειμενική έκφραση στο κοινωνικό πεδίο συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων. Είναι η «ένταση» που απορρέει από τη σχέση κυρίαρχου-κυριαρχούμενου, εκμεταλλευτή και εκμεταλλευόμενου, «κυρίου» και «δούλου», και δεν εννοώ μόνο τις οικονομικές σχέσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο ανταγωνισμός είναι η μήτρα της αλλαγής, από αυτή θα προκύψει ό,τι νέο, και μόνο μέσα από αυτή την πάλη μπορούν πιθανώς να εξαλειφθούν οι προϋποθέσεις που αναπαράγουν τον ανταγωνισμό.
Θα πρέπει νομίζω να αντιμετωπίζουμε θετικά το γεγονός ότι ξέσπασαν και πάλι ιδεολογικές διαμάχες και ανταγωνισμοί που στη δεκαετία του ’90 και μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν ξεπερασμένες. Και δεν πρέπει να μας προκαλεί κατάπληξη ότι ο ανταγωνισμός των ιδεών, των απόψεων και των στάσεων μαίνεται στο διαδίκτυο, ειδικότερα εάν θεωρούμε ότι το διαδίκτυο είναι ένα νέο, δημοκρατικό μέσο, ανοιχτό στον καθέναν (αν και προσωπικά δεν συμφωνώ με αυτή την άποψη). Είναι φυσικό στην μπλογκόσφαιρα να οξύνονται φαινόμενα που η τηλεόραση, ας πούμε, δεν μπορεί να τα παράγει παρά μόνο να τα αναπαραστήσει ως εικόνα. Και αυτό διότι η τηλεόραση δεν είναι ένα «ανοιχτό» και δημοκρατικό μέσο όπως θέλει να παρουσιάζεται, αλλά ένα μέσο που ιδιωτικοποιήθηκε για να «εκδημοκρατιστεί», να ξεφύγει δήθεν από την ασφυκτική αγκάλη του κράτους και να περάσει εν τέλει στον «δημοκρατικό έλεγχο» της αγοράς όπου οι τηλεθεατές «ψηφίζουν» μέσω της AGB. Όμως η τηλεόραση, περνώντας στα χέρια των ιδιωτών και όχι ας πούμε στον πραγματικά δημοκρατικό έλεγχο των πολιτών (αν και οι συχνότητες είναι δημόσιο αγαθό), περιόρισε στο ελάχιστο το πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού για τον έλεγχό της και διεύρυνε τη λογική του εμπορικού ανταγωνισμού. Λόγω του ιδιοκτησιακού της καθεστώτος τοποθετείται λοιπόν αναπόφευκτα σε συγκεκριμένη θέση στο πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού. Δεν συμβαίνει το ίδιο με το διαδίκτυο, όπου οι ιδιοκτησιακές σχέσεις είναι πολύ πιο συγκαλυμμένες και η «πλατφόρμα» του μέσου πολύ πιο ανοιχτή. Εδώ τα προβλήματα που ανακύπτουν είναι πολύ διαφορετικά, έχουν όμως πάντοτε το ίδιο φόντο: μια εκ βάθρων άνιση κοινωνία.
Είναι κατά τη γνώμη μου λάθος να καταδικάζουμε το σύμπτωμα, τον ανταγωνισμό τον ίδιο δηλαδή, ως πηγή της γενικευμένης αγριότητας και βίας που αντανακλάται με ιδιαίτερη οξύτητα παντού γύρω μας σήμερα, και όχι την ασθένεια, δηλαδή τις πραγματικές αιτίες που τον προκαλούν. Από την ιδιωτική έως τη δημόσια σφαίρα οι εντάσεις και οι προστριβές είναι αλλεπάλληλες και συνεχείς γιατί οι ίδιες οι κοινωνικές σχέσεις μας είναι ανταγωνιστικές. Και φυσικά τα φαινόμενα αυτά θα εντείνονται όσο οι συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες που μας φέρνουν στις συγκεκριμένες θέσεις ανταγωνισμού δεν αλλάζουν ριζικά.
Ο ανταγωνισμός ως ένδειξη δήθεν «βαρβαρότητας» (βία, κανιβαλισμός, μιαρότητα, ιεροσυλία, κ.λπ. κ.λπ.) απηχεί τις αστικές αντιλήψεις για μια εύτακτη και ιεραρχικά οργανωμένη κοινωνία του αστικού πολιτισμού. Η αστική ιδεολογία αναγνωρίζει τον οικονομικό ανταγωνισμό ως θεμελιώδες κίνητρο για την παραγωγή πλούτου, ως «φυσικό» ανθρώπινο χαρακτηριστικό («πόλεμος όλων εναντίον όλων»), ενώ, από την άλλη, προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποσιωπήσει και να καταστείλει τον κοινωνικό ανταγωνισμό. Δεν είναι λοιπόν το «ανορθολογικό» στοιχείο («κοιτάξτε πώς συμπεριφέροντε οι οπαδοί στο γήπεδο!»), ή οι «διαστρεβλωμένες ιδεολογίες» που λέει και ο Ομπάμα (συμπεριλαμβάνοντας συλλήβδην σε αυτές ό,τι δεν συντονίζεται με το αμερικανικό όραμα για τον κόσμο), που δήθεν προκαλούν την κοινωνική αναταραχή, τον ανταγωνισμό και την πάλη, και που δεν μας αφήνουν να «προοδεύσουμε όλοι μαζί», να δημιουργήσουμε «νέα παραδείγματα», κ.λπ.. Γιατί, στην πραγματικότητα δεν είμαστε όλοι μαζί, οι «άνθρωποι» αφηρημένα. Ίσως θα έπρεπε, αλλά δεν είμαστε. Αντιθέτως, είμαστε διαχωρισμένοι μέσα σε ένα πολύπλοκο σύστημα πολιτικοοικονομικής ανισότητας, εξουσίας, καταπίεσης και εκμετάλλευσης, το οποίο είναι το πεδίο παραγωγή της ίδιας μας της υποκειμενικότητας. Μέσα σε αυτή την πολυπλοκότητα των σχέσεων και των διαφορετικών υποκειμενικών θέσεων προκύπτει ο σφοδρός ανταγωνισμός, και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού οι ίδιες οι καπιταλιστικές σχέσεις είναι ανταγωνιστικές.
Είναι προφανές λοιπόν γιατί ο ανταγωνισμός δεν θα εξαλειφτεί επειδή απλώς «εμείς» το θέλουμε ή επειδή «εμείς» θεωρούμε ότι έτσι πρέπει να εξαλειφτεί. Γι’ αυτό και κατά τη γνώμη μου η παραγνώριση της σημασίας του κοινωνικού ανταγωνισμού είναι μια επικίνδυνη πολιτικά άποψη, που τείνει περισσότερο προς την ηθικολογία παρά προς την κριτική, και παρά την απερίφραστα δηλωμένη πεποίθηση ότι πρέπει να αλλάξουν τα πράγματα λειτουργεί εν τέλει αντίστροφα απ’ ότι επιδιώκει, εξυπηρετεί δηλαδή με τον καλύτερο τρόπο τη συναίνεση που απαιτεί από εμάς το σύστημα για την αναπαραγωγή του.
Το διαδίκτυο όπως και κάθε άλλος «δημόσιος» χώρος θα παραμείνουν, και πρέπει να παραμείνουν, πεδία σύγκρουσης και διαπάλης. Θα διαμορφώνονται μέσα από αυτή, με τους περιορισμούς και τις δυνατότητες που οι ίδιες οι κοινωνικές σχέσεις θα ορίζουν. Δεν πρέπει νομίζω να αποδεχόμαστε σε κανένα κοινωνικό πεδίο την ειρήνη όταν αυτός που θέλει να την επιβάλει είναι ο νικητής, γιατί τότε δεν κάνουμε τίποτ’ άλλο παρά να παραδεχόμαστε την ήττα μας και να δηλώνουμε, συζητώντας «πολιτισμένα», την υποταγή μας.»

Περί Ομπάμα

Η μάσκα έπεσε πιο γρήγορα απ’ ότι περίμεναν ακόμα και οι πιο απαισιόδοξοι, και ο Ομπάμα μας δείχνει από τώρα κιόλας, πριν καλά-καλά αναλάβει τα καθήκοντά του, το αληθινό του πρόσωπο. Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ μπορεί να είναι μαύρος, η ψυχή του όμως απ’ ό,τι φαίνεται ήταν ανέκαθεν λευκή. Τόσο «λευκή» όσο και ο Λευκός Οίκος, το κατώφλι του οποίου θα διαβεί λίαν συντόμως βαστώντας ψηλά τη σημαία του «αντιτρομοκρατικού αγώνα» που εξαπέλυσε ο καουμπόη προκάτοχός του με αφορμή τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001.
«Δεν μπορούμε να ανεχτούμε έναν κόσμο όπου αθώοι δολοφονούνται από εξτρεμιστές που βασίζονται σε διαστρεβλωμένες ιδεολογίες», είπε αυτός που πριν από έναν μήνα φάνταζε αλλιώτικος. Μάλλον ήταν περισσότερο η δική τους προσμονή για τον Σωτήρα που γέμισε με τόση χαρά τόσους και τόσους διαφορετικούς ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο, παρά η δική του δεσμευτική υπόσχεση για πραγματική αλλαγή. Όσα πρέπει να αλλάξουν είναι όντως πολλά για να τα περιμένει κανείς από έναν άνθρωπο, ακόμα κι όταν αυτός έχει ριγμένο στους ώμους του τον χιτώνα του λυτρωτή.
Ο πρώτος έγχρωμος πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ, ένα πραγματικά σημαντικό από πολλές απόψεις πρόσωπο, ακολουθεί τα χνάρια τόσων και τόσων προέδρων που άπλωσαν πριν απ’ αυτόν τα πόδια τους πάνω στο οβάλ γραφείο. Ο προκάτοχός του George W. Bush jr. θεωρείται πια από τους περισσότερους, εντός και εκτός Αμερικής, ένας επικίνδυνος συντηρητικός ευαγγελιστής που αιματοκύλησε τον πλανήτη, ένας ανανήψας χριστιανός που κατ’ εντολήν του θεού του (πολλοί θυμήθηκαν αίφνης ότι η φράση που αναγράφεται στα χαρτονομίσματα του δολαρίου, «In God We Trust», είναι αμφίσημη όσον αφορά το αν ο «θεός» που επικαλείται είναι ο γνωστός θεός ή το ίδιο το χρήμα) άδραξε την ευκαιρία όταν κλήθηκε να «σώσει τις ΗΠΑ και τον κόσμο από το κακό», και συνάμα φυσικά να διασφαλίσει τον έλεγχο σημαντικών ενεργειακών πηγών και να εξασφαλίσει μερικά καλά συμβόλαια για τους φίλους του. Ο Μπους ήταν ένας ακραιφνής ιδεολόγος και ποτέ δεν το έκρυψε. Αν δεν είχε φτάσει εκεί που έφτασε θα έκανε μεγάλη καριέρα ως τηλευαγγελιστής, από τους χιλιάδες που υπάρχουν στις ΗΠΑ. Ήταν ένας αγωνιστής για τη διάδοση του λόγου του θεού (του) και της ελευθερίας (της αγοράς). Κανείς δεν τον θεώρησε όμως ποτέ Μεσσία. Δικαιολογημένα προφανώς. Η θεόπνευστη αλαζονεία του Μπους, εκτός από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων, εξόντωσε και την αμερικανική οικονομία. Ο Μπους κατέληξε άχρηστος ακόμα και για το κεφάλαιο αφού, παρά τις νομοθετικές διευκολύνσεις που αφειδώς παρείχε στα επιχειρηματικά συμφέροντα και στον πλούτο καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του, το απαξίωσε συνολικά βυθίζοντας τις ΗΠΑ σε ένα απύθμενο εξωτερικό χρέος και καταρρακώνοντας την εικόνα της ως «συμμάχου και φίλης χώρας».
Ο Ομπάμα, από την άλλη, θεωρήθηκε σχεδόν Μεσσίας που ήρθε για να σώσει και αυτός με τη σειρά του τις ΗΠΑ και τον κόσμο, όμως η δική του παρέμβαση γίνεται στο όνομα ενός πιο αφηρημένου και πανταχού παρόντος «κακού», της «διαστρεβλωμένης ιδεολογίας», αυτήν τη διαστροφή στοχεύει πρωτίστως να εξοβελίσει σύμφωνα με τα λόγια του. Θα πρέπει να είμαστε πολύ καχύποπτοι με τον Ομπάμα όταν με έντεχνο τρόπο αποφεύγει να πει ξεκάθαρα σε τι θεό πιστεύει, και δεν εννοώ φυσικά μια δήλωση «χριστιανικής πίστης» που θα αποδεικνύει ότι δεν είναι μεταμφιεσμένος μουσουλμάνος που κατέλαβε συνωμοτικά την προεδρία...
Όντας επιτυχημένο υβρίδιο ο ίδιος («μπάσταρδος» είχε αυτοαποκληθεί δημοσίως αμέσως μετά τη νίκη του στις εκλογές), δηλώνει ότι επιθυμεί να συμφιλιώσει τα αντίθετα. Ο Ομπάμα εκπροσωπεί μια νέα γενιά που θέλει να παρουσιάζεται ως κριτική απέναντι στις ιδεολογίες του παρελθόντος, υιοθετώντας μιαν υποτίθεται «μετα-ιδεολογική» στάση. Όμως αυτό είναι φυσικά φενάκη, αν όχι κατάφορο ψέμα. Η ιδεολογία που στηρίζουν με όλο τους το πάθος οι πάσης φύσεως «μετα-ιδεολόγοι» είναι, συμπτωματικά, η φιλελεύθερη δημοκρατία και ο καπιταλισμός.
Με στραμμένη την προσοχή όλων στην οικονομική κρίση που μαστίζει την αμερικανική κοινωνία και στις λύσεις που προσδοκάται ότι θα δώσει η κυβέρνηση Ομπάμα για την αντιστροφή του αρνητικού κλίματος και την επανεκκίνηση της αναπτυξιακής μηχανής των ΗΠΑ, ξεχνάμε ότι ο «προσηνής πρόεδρος» έχει ήδη μπροστά του ένα βουνό προβλήματα που ξεπερνούν κατά πολύ το αμιγώς οικονομικό, όπως είναι οι πόλεμοι στο Ιράκ και το Αφγανιστάν και η διαφαινόμενη απώλεια της ηγεμονίας της Αμερικής στη σκακιέρα του διεθνούς ανταγωνισμού. Όταν το 1993 ο Bill Clinton είχε αναλάβει την προεδρία, μπορούσε να παίζει το αγαπημένο του σαξόφωνο σόλο, κάνοντας πάρτι μόνος του σχεδόν. Η ΕΣΣΔ είχε διαλυθεί, το ίδιο, αλλά με πιο οδυνηρό τρόπο, διαλυόταν και η Γιουγκοσλαβία• κι ενώ η Κίνα, η Ινδία και η Λατινική Αμερική πάλευαν ακόμα με την υπανάπτυξη, η Ιαπωνία και η Ε.Ε. ήταν γερά δεμένες στην άμαξα των ΗΠΑ. Η ηγεμονία τους στο διεθνές στερέωμα ήταν αδιαμφισβήτητη, και όταν χρειάστηκε να το αποδείξει (ή να το επιδείξει), ο επίσης συγκαταβατικός και μειλίχιος πρόεδρος Κλίντον δεν δίστασε ούτε στιγμή ν’ αλλάξει το σκοπό της μελωδίας που μέχρι τότε μας έπαιζε. Οι νότες μετατράπηκαν αυτοστιγμεί σε βόμβες και η μελωδία έγινε πολεμικό εμβατήριο. Η Σερβία, ένας σωρός από συντρίμμια.
Το διεθνές περιβάλλον που έχει να αντιμετωπίσει ο Ομπάμα είναι σήμερα τελείως διαφορετικό και η εικόνα της Αμερικής έχει ήδη ξεφτίσει. Ο δράκος ξύπνησε στην καρδιά της Κίνας και πετάει φωτιές. Η ανακατανομή της δύναμης και της επιρροής στον διεθνή ανταγωνισμό αναμένεται να επιφέρει αναπόφευκτα σφοδρές και πολυποίκιλες συγκρούσεις στο μέλλον. Αν οι προκάτοχοι του Ομπάμα χρειάστηκε να ισοπεδώσουν τρεις χώρες για να επιβληθούν στο «κακό», τι επιλογές θα έχει εκείνος για να υποστηρίξει τα συμφέροντα των ΗΠΑ;
Οι δηλώσεις σαν κι αυτή που παραθέσαμε ήδη, είναι απόλυτα συναφείς με την πράξη και αποκαλύπτουν τις προθέσεις του νέου, «χαρισματικού» προέδρου. Η επιλογή του Ομπάμα να διατηρήσει στο υπουργείο «άμυνας» τον Ρεπουμπλικάνο Ρόμπερτ Γκέιτς, στέλεχος της απερχόμενης κυβέρνησης Μπους, να χρίσει υπουργό εξωτερικών την Χίλαρι Κλίντον, σε συνδυασμό με την ανάθεση διοικητικών καθηκόντων και σε άλλα στελέχη του αντίπαλου κόμματος, δεν είναι μόνο μια χειρονομία που αποσκοπεί στην συσπείρωση του διαιρεμένου έθνους (;) αλλά κυρίως μια πολιτική απόφαση (που προφανώς υπηρετεί και μία δέσμευση) να ακολουθήσει την πεπατημένη στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, και όχι μόνο. Ακόμα κι αν το κάνει με το απαράμιλλο στυλ του, αν αλλάξει δηλαδή τον άξεστο τόνο του Μπους με τον δικό του μειλίχιο τόνο, το πραγματικό νόημα των λόγων και των πράξεων δεν πρόκειται ν’ αλλάξει.
Για να καταλάβουμε τι πραγματικά λέει ο Ομπάμα θα θέλαμε να μας ξεκαθαρίσει ποια είναι γι’ αυτόν η «ορθή» ιδεολογία, σε σχέση με την οποία οι άλλες είναι «διαστρεβλωμένες». Και γιατί αυτή η ιδεολογία, αν μαντέψουμε την προφανή απάντηση για το ποια μπορεί να είναι, νομιμοποιεί εξίσου την εξόντωση αθώων, σε μεγαλύτερη κλίμακα μάλιστα απ’ ότι οι «διαστρεβλωμένες»; Θα συμφωνούσαμε πιθανώς με τον Ομπάμα, ότι τα θύματα στη Βομβάη, στη Βαγδάτη, στη Νότια Οσετία, στην Παλαιστίνη, στην Καμπούλ, στη Βηρυτό, στη Νέα Υόρκη, στο Βελιγράδι, ή προχθές στο Βιετνάμ, στο Λάος, στην Καμπότζη, στη Χιροσίμα και όπου αλλού, άμαχοι και αθώοι ως επί το πλείστον, είναι θύματα εξτρεμιστών «που βασίζονται σε διαστρεβλωμένες ιδεολογίες», αν συμπεριλάμβανε ανάμεσα σε αυτές και την ιδεολογία της υπερδύναμης της οποίας την ηγεσία ανέλαβε: την πιο επιθετική και δολοφονική υπερδύναμη στην ιστορία του κόσμου.
Τα θύματα δεν χωρίζονται σε καλούς και κακούς, και δεν είναι σίγουρα η ιδεολογία που σκοτώνει αθώους ανθρώπους (όσο «διαστρεβλωμένη» και αν είναι η ιδεολογία από μόνη της δεν σκοτώνει), αλλά οι «έξυπνοι» πύραυλοι, οι βόμβες, οι νάρκες, οι χειροβομβίδες, οι σφαίρες. Η μαζική εξόντωση όσων δεν υποτάσσονται στην αμερικανική αντίληψη για τον κόσμο είναι η πραγματικά «διαστρεβλωμένη ιδεολογία», και ο Ομπάμα αποδεικνύεται ότι μιλάει εξίσου καλά με τους προκατόχους του τη γλώσσα της. Θα ήθελα, ειλικρινά, να κάνω λάθος, όμως το πρόσωπο που μας δείχνει τώρα ο Ομπάμα δεν είναι το ίδιο χαμογελαστό πρόσωπο που βλέπαμε πριν από τις εκλογές, όταν υποσχόταν ότι μπορεί να φέρει την αλλαγή. Πίσω από τη μάσκα που πέφτει εμφανίζεται το γνωστό ανέκφραστο πρόσωπο του «θείου Σαμ» που όλοι ξέρουμε. Το χρώμα του δέρματος τονίζει τα ζωηρά χρώματα της αστερόεσσας – είναι ιδιαίτερα φωτογενές.

Επίμετρο: Λίγες μέρες μετά τις παραπάνω δηλώσεις του νέου προέδρου, σε κάποιο χωριό του Αφγανιστάν ο γάμος κατέληξε, για μια ακόμα φορά, σε μακελειό…