Επάγγελμα μπάτσος

Του Ηλία Ιωακείμογλου  
Αναδημοσίευση από red notebook

Σε μια συγκυρία κατά την οποία τα ειδικά σώματα αστυνομικών ξυλοκοπούν με ιδιαίτερη ευχαρίστηση την πρώτη ύλη της εργασίας τους, δηλαδή τους διαδηλωτές, ενώ ταυτοχρόνως ως εργαζόμενοι υφίστανται μειώσεις του εισοδήματός τους, ήταν φυσικό να ανακινηθεί, στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, το ζήτημα της ταξικής θέσης των μπάτσων. Η συνηθισμένη απάντηση που δίνεται από τα περισσότερα στελέχη της Αριστεράς είναι απλή και σύντομη: Πρώτον, τα ειδικά σώματα, όπως και το σύνολο των αστυνομικών, είναι εργαζόμενοι, άρα ανήκουν και αυτοί στις εργαζόμενες τάξεις, επομένως στο μεγάλο εκλογικό ακροατήριο της Αριστεράς. Δεύτερον, όταν βιαιοπραγούν ακολουθούν, ως επαγγελματίες, τις οδηγίες και τις διαταγές που δέχονται από τους ιεραρχικά ανωτέρους τους.
Αυτή η απλοϊκή αντιμετώπιση του ζητήματος αποτελεί ακόμη ένα σύμπτωμα του αποχωρισμού της Αριστεράς από την μαρξιστική θεωρητική της παράδοση. Εξ όσων γνωρίζω, κανείς δεν ένοιωσε την ανάγκη, στα πλαίσια της πρόσφατης σχετικής συζήτησης να ανασύρει την ξεχασμένη μαρξιστική θεωρία των κοινωνικών τάξεων. Και όμως, πρόκειται για μια παράδοση που έχει να μας πει πολλά περισσότερα από τις απλές εμπειρικές «διαπιστώσεις», ότι οι αστυνομικοί είναι εργαζόμενοι που ενίοτε γίνονται βίαιοι επειδή ακολουθούν οδηγίες.
Καταρχήν, οι αστυνομικοί είναι μια επαγγελματική ομάδα που δεν μπορεί να οριστεί με αναφορά στις σχέσεις παραγωγής, διότι δεν συμμετέχουν στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή, στην σφαίρα της οικονομίας που παράγει προστιθέμενη αξία, δηλαδή εμπορεύματα που πωλούνται στην αγορά και δημιουργούν τις δύο βασικές μορφές εισοδήματος: τον μισθό και το κέρδος. Η επαγγελματική ομάδα των μπάτσων βρίσκεται έξω από την σφαίρα της παραγωγής: ανήκουν στις κατώτερες βαθμίδες κρατικών υπαλλήλων και συμβάλλουν, με τον τρόπο τους, στην κοινωνική αναπαραγωγή. Η αμοιβή της εργασίας τους δεν έχει καμία σχέση με την παραγωγή ούτε αξίας ούτε υπεραξίας: είναι ένα εισόδημα που τους εκχωρείται από τα φορολογικά έσοδα σε αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους.
Για τους λόγους αυτούς, η ταξική θέση των αστυνομικών δεν μπορεί να βρίσκεται κοντά στην βιομηχανική εργατική τάξη ή στο προλεταριάτο των υπηρεσιών. Αντιθέτως, από καθαρά οικονομική άποψη, η θέση τους είναι όμοια με όλα εκείνα τα επαγγέλματα που ανταλλάσσουν τις υπηρεσίες τους έναντι εισοδήματος χωρίς να παράγουν οικονομική αξία, δηλαδή εμπορεύματα που πωλούνται στην αγορά, πλην όμως, συμβάλλουν στην αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος. Πρόκειται για όλους τους υπαλλήλους της δημόσιας διοίκησης, τους εκπαιδευτικούς, τους στρατιωτικούς, το νοσηλευτικό προσωπικό, και τους άλλους εργαζόμενους που συμβάλλουν στην αναπαραγωγή του συστήματος, ο καθένας με τον τρόπο του, χωρίς να παράγουν οι ίδιοι οικονομική αξία, εμπορεύματα. 
Για όλες αυτές τις επαγγελματικές κατηγορίες, ο οικονομικός προσδιορισμός της ταξικής θέσης είναι εξαιρετικά αδύναμος και έχει αρνητική αξία: μάς λέει κυρίως σε ποιες τάξεις δεν ανήκουν οι εργαζόμενοι στον στενό δημόσιο τομέα χωρίς να μας λέει πού ακριβώς ανήκουν. Για τον λόγο αυτό, η μαρξιστική θεωρητική παράδοση εισάγει στο σημείο τρία ακόμη κριτήρια της ταξικής θέσης: τη σχέση με το κράτος (δηλαδή την εξουσία), την σχέση με την κοινωνική αναπαραγωγή, και τη σχέση με τις ιδέες (την ιδεολογία). Αυτά είναι τα κριτήρια που μπορούν να μας εξηγήσουν την ταξική διαφορά μεταξύ ενός αστυνομικού των ειδικών δυνάμεων (ενός μπάτσου δηλαδή), ενός καθηγητή του δημόσιου λυκείου, ενός γιατρού και ενός οδηγού απορριμματοφόρου του Δήμου.
Προφανώς, ένας μπάτσος και ένας γιατρός του ΕΣΥ, έχουν διαφορετική σχέση με τον κράτος: ο δεύτερος φροντίζει τους πολίτες, με ανάθεση από το κοινωνικό κράτος, ενώ ο πρώτος υπηρετεί τον καταπιεστικό μηχανισμό του κράτους (δηλαδή της πολιτικής εξουσίας), που του έχει αναθέσει να ασκεί καταστολή και βία προκειμένου να διατηρηθεί (ή να διατηρήσει τις ισορροπίες της) η πολιτική εξουσία. Η ταξική θέση του γιατρού του ΕΣΥ ορίζεται σε σχέση με το κοινωνικό κράτος, ενώ του αστυνομικού σε σχέση με τον μηχανισμό του κράτους ως δύναμη καταστολής και καταπίεσης των «εχθρών του κράτους».
Αυτό μας φέρνει στην ιδεολογία: Κάθε επάγγελμα, μαζί με τις θεωρητικές ή τεχνικές γνώσεις που απαιτεί η εξάσκησή του, φέρνει μαζί του και κανόνες για την ορθή χρήση τους, που πρέπει να έχει ο καθένας ανάλογα με το επάγγελμα που θα ασκήσει. Πρόκειται για πρακτικούς κανόνες δεοντολογίας, ορθής συμπεριφοράς κλπ που αντλούν την ύπαρξή τους από μιαν αντίστοιχη ιδεολογία -μιαν ιδεολογία καλλιεργημένη από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, ιδιαίτερα δε από τον εκπαιδευτικό μηχανισμό, αφού αυτός παράγει, εν πολλοίς, τα επαγγέλματα. Έτσι, η άσκηση του επαγγέλματος του γιατρού του ΕΣΥ συνοδεύεται από κανόνες που συμπυκνώνονται στον όρκο του Ιπποκράτη, αλλά και άλλους κανόνες, που αντλούν την ύπαρξή τους από τις ανθρωπιστικές ιδεολογίες, αυτές που αναφέρονται στην «αξία» της ανθρώπινης ζωής και της υγείας, στα κοινωνικά δικαιώματα κλπ. Χωρίς την ύπαρξη μιας τέτοιας ιατρικής ιδεολογίας και τέτοιων αντίστοιχων κανόνων, η άσκηση του επαγγέλματος του γιατρού θα ήταν αδύνατη, και κάθε γιατρός θα ήταν ελεύθερος να αποφασίζει κατά την προσωπική του αντίληψη, αυθαίρετα, για μια σειρά κρίσιμων ζητημάτων ζωής και θανάτου. Αντίστοιχα, η άσκηση του επαγγέλματος του μπάτσου, δηλαδή των ειδικών σωμάτων πολιτικής καταστολής και καταπίεσης, συνοδεύεται από κανόνες (των οποίων την εφαρμογή βλέπουμε καθημερινά στους δρόμους) που αντλούν την ύπαρξή τους από την πολιτική ιδεολογία του "εσωτερικού εχθρού", δηλαδή από μια ιδεολογία διάκρισης και μίσους. Χωρίς την ύπαρξη μιας τέτοιας ιδεολογίας μίσους και των αντίστοιχων κανόνων συμπεριφοράς, η άσκηση του επαγγέλματος του μπάτσου θα ήταν αδύνατη, διότι κάθε μπάτσος θα έπρεπε να αποφασίζει καθημερινά για την ηθική νομιμότητα της αιματηρής επαγγελματικής του πρακτικής εν μέσω μιας κοινωνίας που εμφορείται, ακόμη σε μεγάλο βαθμό, από ανθρωπιστικές αξίες δικαιοσύνης, ανεκτικότητας, κοινωνικών δικαιωμάτων, ελευθερίας κλπ.
Στην ελληνική της εκδοχή, η ιδεολογία του εσωτερικού εχθρού, που κινεί τα νήματα της συμπεριφοράς του μπάτσου, είναι ιδιαίτερα ισχυρή και εμπλουτισμένη από την ίδια την ελληνική ιστορία της Εθνικοφροσύνης, ιδιαίτερα δε του εμφυλίου πολέμου: τα κομμούνια, οι αναρχικοί και οι κάθε είδους ομάδες με παρεκκλίνουσα πολιτική συμπεριφορά ως προς τις πατροπαράδοτες αξίες του Έθνους, απειλούν με διάλυση τον μεγάλο πολιτισμό των Ελλήνων, από τον Παρθενώνα μέχρι σήμερα. Είναι οι εχθροί της κοινωνίας, είναι αμετανόητοι και αποφασισμένοι, και για τον λόγο αυτό τους αξίζει κάθε είδους βίας, στα πλαίσια που ορίζει βεβαίως η αστική εξουσία -δηλαδή το Αφεντικό.
Τέτοιοι είναι οι μη οικονομικοί ταξικοί προσδιορισμοί της ομάδας των μπάτσων. Είναι αυτοί οι προσδιορισμοί που χαλυβδώνουν την θέλησή τους να ασκήσουν χωρίς αναστολές βία επάνω σε πολίτες, που διεγείρουν το ζωώδες πνεύμα τους, τους συγκροτούν σε ομάδα κρούσης και τους μετατρέπουν από επαγγελματική ομάδα σε κοινωνική ομάδα, δηλαδή σε ομάδα που εμφανίζεται στην αιματηρή σκηνή της πολιτικής βίας ως ένα και μοναδικό υποκείμενο, ένα και μοναδικό πρόσωπο, με ενιαία θέληση και ομοιογενοποιημένο μίσος για τους εχθρούς του Έθνους.

http://www.rednotebook.gr/details.php?id=7205

Οργανώνοντας την Αντίσταση: Περί μιας όψιμης συζήτησης


Του Γ.Σ.

«Ο κύριος Κ. είπε κάποτε: Αυτός που σκέφτεται δεν ξοδεύει ούτε μια σταλιά φως παραπάνω, ούτε ένα κομμάτι ψωμί παραπάνω, ούτε μια σκέψη παραπάνω».
- Μ. Μπρεχτ, «Οργάνωση»

Μέσα από την ανάγνωση των διαφόρων κειμένων που γράφτηκαν μετά την απεργία της 26ης Σεπτεμβρίου, όπως επίσης και των διαδικτυακών συζητήσεων, μπορούν να εξαχθούν δυο συμπεράσματα. Καταρχάς ότι υπήρξε απογοήτευση για την χαμηλού επιπέδου μαχητικότητα και την συνακόλουθη μη-γενίκευση της σύγκρουσης με τις δυνάμεις καταστολής, μια τάση που επικρατεί κυρίως στον αναρχικό χώρο, κάτι αναμενόμενο εφόσον η εξεγερσιακή προοπτική του ορίζει ως κριτήριο αξιολόγησης μιας πορείας τον βαθμό ρήξης, δείκτης του οποίου είναι η σύγκρουση. Έχοντας ως αναπόφευκτη αναφορά την 12η Φεβρουαρίου, αλλά ακόμα και τις απεργιακές μέρες του Ιουνίου του 2011, η πορεία της 26ης ευλόγως θύμισε χαλεπούς καιρούς, όπου η σύγκρουση είχε τον χαρακτήρα της μειοψηφικής «εκτροπής» από την ειρηνική διαμαρτυρία. Το γνωστό σκηνικό δηλαδή της επίθεσης στους μπάτσους στο Σύνταγμα από μικρές ομάδες, την ταχύτατη αποχώρηση της κύριας μάζας των διαδηλωτών και την μετέπειτα περιστολή των όποιων συγκρούσεων στην περιοχή των Εξαρχείων. Φυσικά στην Αριστερά, εξίσου αναμενόμενα, υπάρχει και μια αισιοδοξία που πηγάζει από την μαζικότητα της διαδήλωσης. Πέρα όμως από τις ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ (η οποία μέσα στα πλαίσια της επιλογής να παίξει το χαρτί της «νομιμότητας» και της «υπεύθυνης δύναμης» δεν φαίνεται να επιθυμούσε κάτι παραπάνω) και του ΚΚΕ (της οποίας η επαναστατική ρητορεία είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με την διάθεση της για πραγματική αστάθεια), στο μεγαλύτερο κομμάτι της Αριστεράς είναι εξίσου φανερή η αναγνώριση της ανεπάρκειας μιας διαδήλωσης σαν της 26ης Σεπτεμβρίου. Και στα πιο σκεπτόμενα τμήματα των αριστερού χώρου αυτή η αναγνώριση συνοδεύεται από έντονο προβληματισμό για το γεγονός ότι οι δυνάμεις καταστολής έλεγξαν εύκολα την κατάσταση. Από αυτό λοιπόν το σκηνικό απογοήτευσης και προβληματισμού προκύπτει ως διαπίστωση η ύπαρξη οργανωτικού ελλείμματος. Εδώ είναι ο κοινός τόπος όπου η Αριστερά και η Αναρχία συναντώνται: για να είναι αποτελεσματική μια πορεία, και εν γένει η αντιπαράθεση με το κράτος, χρειάζεται καλύτερη οργάνωση. Αυτή εν προκειμένω η διαπίστωση στοιχειοθετεί μέρος ενός γενικότερου προβληματισμού περί οργάνωσης που αναπτύσσεται στους ριζοσπαστικούς πολιτικούς χώρους, στην Αριστερά κυρίως με την μορφή της σύστασης «μετώπου» και στον αναρχικό χώρο καταρχάς ως εσωτερικό επίδικο.
Περιορίζοντας το πεδίο της συζήτησης στο ζήτημα της οργανωτικής αναβάθμισης μαζικών διαδηλώσεων και/ή συγκρουσιακών καταστάσεων, στην βάση του τρέχοντος προβληματισμού υπάρχει η ορθή διάγνωση ενός ελλείμματος. Ποιος δεν έχει βαρεθεί να βλέπει τόσες χιλιάδες κόσμου να αδυνατούν να αντιπαρατεθούν με τις δυνάμεις καταστολής ακόμα και σε στιγμές που κάτι τέτοιο είναι εφικτό; Ποιος δεν επιθυμεί η σύγκρουση με τον κρατικό μηχανισμό να γίνεται με καλύτερους όρους; Ποιος δεν βαρέθηκε να μετράει ήττες; Ο εύκολος δρόμος θα ήταν μια αναγωγή σε κάποια υποτιθέμενη «ουσία» ή «ταυτότητα» του κόσμου – «βολεμένοι», «ειρηνιστές», «μικρο-αστοί», «αριστεροχαρούμενοι», «μπάχαλοι» κοκ. Τέτοιες ταυτοποιήσεις όμως ελάχιστα βοηθούν στην εμβάθυνση της κουβέντας, κάτι που ισχύει ακόμα και όταν ενέχουν μια δόση αλήθειας. Οι λόγοι περί οργάνωσης αντίθετα φιλοδοξούν να θέσουν το ζήτημα σε σοβαρές βάσεις, πέρα από ανέξοδους αφορισμούς. Ακριβώς όμως για αυτόν τον λόγο είναι απαραίτητο να αποσαφηνιστούν οι όροι της συζήτησης, αλλιώς το όλο θέμα μπορεί να δράσει αποπροσανατολιστικά. Ως μια μικρή συμβολή ακολουθούν οι παρακάτω σκέψεις.
Αν κάτι επιβεβαίωσε η απεργιακή συγκέντρωση είναι ότι σε τέτοιους είδους μαζικές κινητοποιήσεις πολλά κρίνονται από την διάθεση του πλήθους. Σε κάθε περίοδο, και πόσο μάλλον σήμερα όπου το επίπεδο συμμετοχής σε συλλογικές διαδικασίες είναι αρκετά μικρό, αυτή η διάθεση καθορίζεται σε σημαντικό βαθμό από τον ψυχισμό, ο οποίος αποτελεί ένα μίγμα αυθορμητισμού και πρακτικού υπολογισμού. Έπεται ότι η εκ των προτέρων ζύμωση, η προσπάθεια δημιουργίας «κλίματος», είναι δυνητικά ένας καθοριστικός παράγοντας, αλλά σε αυτό θα επανέλθουμε. Όσον αφορά την πορεία της 26ης, στο βαθμό που δεν ορίζουμε την ανάλυση μας από το πώς θα θέλαμε – ή από το πώς πιστεύουμε πως θα έπρεπε – να είναι τα πράγματα, αλλά με βάση την υπαρκτή κατάσταση, ένας ισορροπημένος απολογισμός είναι ότι η εν λόγω πορεία είχε τον χαρακτήρα μιας δήλωσης παρουσίας μετά από μεγάλο διάστημα κινηματικής αδράνειας. Παίρνοντας υπόψη την αδιάκοπη προπαγάνδα των φορέων εξουσίας, αυτό είναι αρκετά σημαντικό, εφόσον δείχνει ότι η νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας ως διεκπεραιωτή της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης βρίσκεται ακόμα σε οριακά επίπεδα. Από αυτό όμως μέχρι την ακατανόητη θριαμβολογία περί «μεγαλειώδους συγκέντρωσης» υπάρχει τεράστια απόσταση. Το περιεχόμενο της πορείας ήταν κατώτερο των περιστάσεων, καθόσον στην τρέχουσα συγκυρία όπου η καταστολή αποτελεί την ουσιώδη μορφή απάντησης του Κράτους στις διάφορες κοινωνικές διεκδικήσεις και αιτήματα, μόνο ως πισωγύρισμα μπορεί να ιδωθεί η μορφή ειρηνική-διαμαρτυρία-προς-τις-εκλεγμένες-εξουσίες. Αν κάτι άλλωστε επιβεβαιώθηκε την προηγούμενη περίοδο είναι ότι το κράτος δεν καταστέλλει όταν «προκαλείται» αλλά όταν απειλείται. Η ανάγκη λοιπόν σύγκρουσης, όπως τονίζεται από τον αναρχικό χώρο (και όχι μόνο) δεν έχει να κάνει τόσο με κάποιο «φετιχισμό του μπάχαλου» αλλά με μια ορθή διάγνωση της ιστορικής συγκυρίας. Διότι σήμερα, απλά και μόνο η προσπάθεια εναντίωσης στα σχέδια της εξουσίας βάζει εκ των πραγμάτων την όποια αντίσταση ή διεκδίκηση σε τροχιά σύγκρουσης.
Ακριβώς όμως λόγω των ειδικών συνθηκών της τρέχουσας περιόδου, το γεγονός της μη γενίκευσης της σύγκρουσης στην τελευταία απεργιακή διαδήλωση δεν είναι απαραίτητα δείγμα και για τις κινητοποιήσεις που θα ακολουθήσουν. Η κλιμάκωση της καταστολής την προηγούμενη περίοδο επέφερε ως λογικό επακόλουθο και την διάχυση συγκρουσιακών πρακτικών, ή τουλάχιστον την νομιμοποίηση τους, σε ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι των «από κάτω». Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπόψη και τον παράγοντα του ψυχισμού, δεν αποκλείεται την μέρα της ψήφισης των νέων μέτρων τα πράγματα να είναι αλλιώς και να ομοιάζουν με την 12η Φεβρουαρίου. Η συγκέντρωση με αφορμή τον ερχομό της Μέρκελ στις 9/10 έδειξε αν μη τι άλλο ότι υπάρχει αρκετή οργή και απελπισία ώστε, παρόλη την καταστολή, ένα σημαντικός αριθμός ανθρώπων να κατέβει και να προσπαθήσει να παραμείνει στον δρόμο. Αυτή όμως η τελευταία συγκέντρωση επικύρωσε επίσης αυτά που τονίζονται στις διάφορες παρεμβάσεις: πρώτον, ότι το επίπεδο προετοιμασίας του κόσμου, έστω και για μια στοιχειώδη αυτοάμυνα ενάντια στα εργαλεία καταστολής, είναι κατώτερο των απαιτήσεων. Δεύτερον, ότι ακόμα και αν συντελεστεί μια τέτοια εξεγερσιακή κατάσταση, όσο καλοδεχούμενη και να είναι, επουδενί δεν είναι επαρκής. Πέρα από το (ουσιώδες) ζήτημα του περιεχομένου, υπάρχει το πρακτικό ζήτημα ότι οι εκτεταμένες συγκρούσεις της 12ης Φεβρουαρίου (όπως άλλωστε κάθε άλλης συγκρουσιακής διαδήλωσης) δεν απέτρεψαν την ψήφιση του προηγούμενου πακέτου μέτρων, ασχέτως αν οδήγησαν στον –ριψοκίνδυνο από την σκοπιά της εξουσίας, αλλά εν τέλει επιτυχημένο– ελιγμό των εκλογών. Είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο όπου η καλύτερη οργάνωση προκρίνεται ως το απαραίτητο «βήμα μπροστά».
Τα πρώτα ερωτήματα που τίθενται είναι για τι ακριβώς τύπου οργάνωση μιλάμε και ποιους ακριβώς αφορά. Αν ας πούμε το υποκείμενο της οργάνωσης είναι ο «λαός που αντιστέκεται», πως ακριβώς μπορεί να οργανωθεί ένα πλήθος εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων με διαφορετική ταξική προέλευση, διαφορετικές προσδοκίες, αναφορές κλπ; Η μια εκδοχή είναι μέσω ενός «ενιαίου κέντρου αγώνα» νοούμενο ως μια (λίγο ή πολύ ιεραρχική) δομή που αγκαλιάζει το σύνολο, ή τουλάχιστον την πλειοψηφία, «του διαμαρτυρόμενου λαού» και που κατευθύνει τις όποιες κινητοποιήσεις βάση ενός ρητού σχεδίου και προγράμματος. Σε μια τέτοια περίπτωση, το μοντέλο θα ήταν σαφώς αυτό του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών, δηλαδή μιας οργανωτικής μορφής που φέρει τα χαρακτηριστικά ενός τακτικού στρατού, ακόμα και αν δεν τίθεται ζήτημα ένοπλης σύρραξης. Ασχέτως του πως αξιολογείται και κρίνεται το αναφερθέν ιστορικό παράδειγμα, μια τέτοια περίπτωση είναι εν τη παρούσα συγκυρία αδύνατη ή τέλος πάντων εξαιρετικά ισχνή. Διότι αυτό θα προϋπέθετε την ύπαρξη ενός πολιτικού μορφώματος –κόμματος ή μετώπου– το οποίο να μπορεί να εκπροσωπήσει, να συνθέσει, να αρθρώσει και να κινητοποιήσει τις ετερόκλητες επιδιώξεις της κοινωνικής μάζας. Αν υπάρχει ένα τέτοιο πολιτικό μόρφωμα που οριακά μπορεί να έχει τέτοιες αξιώσεις σήμερα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος όμως δεν έχει τέτοιες φιλοδοξίες. Άρα η σχέση ριζοσπαστικο-ποίησης εδώ μπορεί να είναι μόνο από τα κάτω προς τα πάνω, δηλαδή το κίνημα να πάει μπροστά τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι το αντίθετο. Προφανώς, εδώ μπορεί να τεθεί το ζήτημα του κατά πόσον το συγκεκριμένο κόμμα είναι αντάξιο ενός τέτοιου ρόλου. Αλλά η κουβέντα περί καταλληλότητας του τάδε ή του δείνα πολιτικού μορφώματος προϋποθέτει ότι το οργανωτικό μοντέλο ως τέτοιο είναι επιθυμητό. Και η κριτική ανάλυση αυτής της θέσης χρειάζεται τουλάχιστον να έχει αποσαφηνίσει την δομή του εν λόγω μοντέλου και τις θεμελιακές υποθέσεις που την διέπουν.
Επί της ουσίας, η προοπτική του «ενιαίου κέντρου αγώνα» αναγάγει το αίτημα οργανωτικής αναβάθμισης σε ένα αίτημα πολιτικής πρωτοπορίας. Έχουμε δηλαδή να κάνουμε με το κλασικό αξίωμα του Μαρξισμού-Λενινισμού ότι χωρίς την παρέμβαση της μορφής κόμμα, δηλαδή την πολιτική (ως) διαμεσολάβηση, δεν μπορεί να υπάρξει χειραφέτηση, μια θέση που (δικαίως ή μη) εμφορείται από μια έλλειψη εμπιστοσύνης προς τις μάζες. Επί του προκειμένου αυτό σημαίνει ότι ο κοινός τόπος που συνενώνει το πλήθος σε ένα εύθραυστο σώμα αντίστασης (δηλαδή ο πρακτικός σκοπός της εναντίωσης στην υποβάθμιση του βίου) μπορεί να γίνει παραγωγικός (να μετουσιωθεί δηλαδή σε θετικό πρόταγμα), μόνο δια μέσου της οικειοποίησης ενός πολιτικού προγράμματος στου οποίου την σύνταξη τα ίδια τα υποκείμενα είχαν ελάχιστη συμμετοχή (πχ. εθνικοποιήσεις τραπεζών, ρήξη με την ΕΕ, κλπ). Σίγουρα μπορεί να διατυπωθούν διάφορες ενστάσεις, που θα στηρίζονται σε ραφιναρισμένες αναλύσεις περί δυαδικής εξουσίας, άμεσης δημοκρατίας, αυτοοργάνωσης, στις οποίες η σχέση βάσης-πρωτοπορίας επιχειρείται να γίνει αντιληπτή με έναν πιο διαλεκτικό τρόπο. Σαφέστατα, αυτές οι τύπου αναλύσεις αναγνωρίζουν την ανάγκη εμπλουτισμού της παραδοσιακής Λενινιστικής προοπτικής. Όμως, στο βαθμό που κινούνται ακόμα εντός αυτής της προοπτικής, δεν μεταλλάσουν τον ουσιώδη δυισμό της, στο πλαίσιο του οποίου η μάζα παραμένει τελικώς στρατιώτης και εργάτης ενός Σκοπού του οποίου ο λόγος αρθρώνεται άνωθεν από τους ειδικούς της πολιτικής. Το πρόβλημα της οργάνωσης εν τέλει είναι πρόβλημα σωστής ηγεσίας και η οργανωτική αναβάθμιση των πορειών και γενικά της ταξικής πάλης είναι εν τέλει θέμα δόμησης μιας κατάλληλης σχέσης προ(σ)τάγματος-εκτέλεσης. Προφανώς, η (όποια) διαπίστωση δεν είναι αυτοστιγμεί και αναίρεση, αλλά εδώ δεν είναι ο τόπος για να εμβαθύνουμε στο πρόβλημα της πολιτικής οργάνωσης ως μορφή διακριτή από την κοινωνική/ταξική δραστηριότητα. Επί του παρόντος, το σημαίνον είναι ότι αυτή η λογική της πολιτικής πρωτοπορίας ως προϋπόθεση επιτυχούς αντίστασης επιτελεί μια μετάθεση της σύγκρουσης στο μέλλον σε μια στιγμή όπου πλέον οι συνθήκες θα είναι «ώριμες». Όλες όμως οι παραπομπές στην «αυθεντία» του Λένιν δεν αρκούν για να αλλάξουν το γεγονός πως αυτή η μετάθεση είναι μια παραδοχή αδυναμίας, η αναγνώριση ότι αυτήν την στιγμή που τα μέτρα ψηφίζονται (όπου δηλαδή η υποτίμηση της ζωής μας παίρνει θεσμική μορφή) δεν μπορεί να υπάρξει επιτυχής αντίσταση, πέρα από φλογερές ρητορείες στις οποίες ειδικά η Αριστερά, με πρωτοπόρο το ΚΚΕ, δεν φείδεται.
Αν αυτήν την στιγμή το πλήθος δεν μπορεί να οργανωθεί ως ένα πειθαρχημένο, ενιαίο πολιτικό σώμα, υπάρχει τουλάχιστον η δυνατότητα της πιο συγκροτημένης οργάνωσης επιμέρους ομαδοποιήσεων. Αυτή η προοπτική αναμφίβολα εμφανίζεται πιο γειωμένη, καθώς θέτει το πρακτικό ζήτημα της με καλύτερους όρους αντιπαράθεση εν τη παρούσα στιγμή. Επίσης είναι πιο εφικτή, τόσο για τις πορείες όσο και γενικότερα, εφόσον αναφέρεται σε υπάρχουσες συλλογικότητες και χώρους, προκρίνοντας την βέλτιστη προετοιμασία τους και ένα στοιχειώδες πλάνο δράσης. Δυνητικά, μια τέτοια κατάσταση μπορεί να δράσει θετικά για το σύνολο της αγωνιζόμενης μάζας, στον βαθμό που η παρουσία συγκροτημένων ομάδων αποτελεί καταλύτη ενδυνάμωσης και για όσους επιθυμούν να παραμείνουν στον δρόμο. Τίθενται όμως κάποια ουσιώδη ζητήματα. Καταρχάς υπάρχει ο κίνδυνος (υπαρκτός ως τάση στα πιο συγκρουσιακά κομμάτια του α/α χώρου) το διακύβευμα της οργανωτικής αναβάθμισης να περιοριστεί στο στρατιωτικό επίπεδο, στο πως «να τσακίσουμε τους μπάτσους». Δεν χωράει αμφιβολία ότι αυτό είναι και θεμιτό και σημαντικό. Αλλά μόνο, πρώτα από όλα, υπό την προϋπόθεση ότι η υπεροπλία των δυνάμεων καταστολής αναγνωρίζεται, υπό την έννοια ότι ο βαθμός βίας που μπορεί να κινητοποιήσει το κράτος, εφόσον έχει έναν ικανοποιητικό βαθμό λειτουργικότητας και συνοχής, είναι de facto μεγαλύτερος από την όποια «αντιβία». Δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες ότι αν οι υπάρχουσες μέθοδοι καταστολής αποτύχουν θα υπάρξει αναβάθμιση τους – κάτι που, άλλωστε, συντελείται ήδη. Ο κρατικός μηχανισμός δεν νικιέται στον δρόμο σε ένα στρατιωτικό επίπεδο, αν με αυτό εννοούμε μια επαρκής συντριβή των δυνάμεων καταστολής του κράτους. Ακόμα και μια επαναστατική διαδικασία, ειδικά σήμερα που η υλική υπεροπλία του κρατικού μηχανισμού είναι τεράστια, έχει ελπίδες ευόδωσης μόνο εφόσον οι βασικές κρατικές λειτουργίες (διακυβέρνηση, αστυνομία, στρατός) έχουν παραλύσει και/ή υποστεί βαθιά ρήγματα. Ειδικά όμως εφόσον δεν μιλάμε για ένα επαναστατικό συμβάν που θέτει ως περιεχόμενο του την καταστροφή του (υπάρχοντος) κρατικού μηχανισμού, αλλά για μορφές ταξικής πάλης τοπικής ή γενικευμένης διεκδίκησης και/ή εξεγερτικής έκρηξης, το κράτος «νικιέται» μόνο στο βαθμό που αναγκάζεται να μην εξαπολύσει όλες τις δυνάμεις του ή με την πρόκληση μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης (της οποίας η συνέχιση κρίνεται επικίνδυνη) και/ή μιας παράλυσης που το εξωθεί σε αναδίπλωση, είτε μέσω παραχωρήσεων είτε μέσω αλλαγών στην εξουσιαστική δομή. Και εδώ φυσικά τίθεται το πλέον κεφαλαιώδες ζήτημα, δηλαδή το επίδικο που έχει μια σύγκρουση.
Ποιο είναι το σημείο αναφοράς της συζήτησης της οργανωτικής αναβάθμισης της τρέχουσας ταξικής πάλης και ειδικά των πορειών; Μια κουβέντα που έχει ως βασικό επίδικο την «κοινωνική επανάσταση» έχει επί της παρούσης ιδεολογικό χαρακτήρα, όχι διότι η επανάσταση είναι ουτοπία, αλλά διότι δεν βρισκόμαστε σε επαναστατική συγκυρία, καθόσον η συντριπτική πλειοψηφία των κατώτερων τάξεων ακόμα έχει ως όριο της μια λύση εντός της σχέσης κεφάλαιο. Αναμφίβολα, σε περιόδους κρίσης αυτό μπορεί να αλλάξει πολύ πιο γρήγορα από ότι κάποιος θεωρεί, (ο Λένιν λίγο πριν την επανάσταση του Φεβρουαρίου έλεγε ότι δεν θα προλάβει να δει την επανάσταση που έρχεται), αν και αμφιβάλλω ότι το ζήτημα μπορεί να αναχθεί στην ύπαρξη ή όχι μιας οργανωμένης πρωτοπορίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο προβληματισμός είναι άτοπος ˙ η επανάσταση αποτελεί τον ορίζοντα των όποιων συλλογικών διαδικασιών, στον δρόμο και πέρα από αυτόν, τουλάχιστον για όσους η χειραφέτηση από τον καπιταλισμό παραμένει ιστορικό διακύβευμα της εποχής μας. Η θεωρητική ψηλάφηση του περιεχομένου της επανάστασης στη βάση της ιστορικής περιόδου, η προσπάθεια γείωσης και εμβάθυνσης πρακτικών και λόγων που υποδεικνύουν (σ)την επαναστατική διαδικασία, είναι σημαντικές δραστηριότητες μιας ριζοσπαστικής συλλογικότητας. Άλλωστε, το επανα-στατικό συμβάν δεν έρχεται ως κυρίαρχη απόφαση μιας ενιαίας συνείδησης διάφανης στον εαυτό της και ως προς τις προθέσεις της, αλλά μάλλον ως ενδεχομενικό αποτέλεσμα ενός πλήθους συγκυριών, των οποίων μέρος είναι και το επίπεδο οργάνωσης των «από κάτω». Ουδόλως όμως αλλάζει το γεγονός ότι σήμερα το πρωτεύον επίδικο δεν μπορεί παρά να είναι η επιτυχής αντίσταση στην τρέχουσα αναδιάρθρωση, μια αντίσταση που προφανής της διάσταση είναι η παρεμπόδιση των μέτρων που είναι να ψηφιστούν. Αν λοιπόν επί της αρχής είναι σωστή η ρήση ότι ο καπιταλισμός «δεν διορθώνεται αλλά καταστρέφεται», η μετατροπή μιας θεωρητικής θέσης σε πολιτικό δόγμα, δεν λειτουργεί λιγότερο παραλυτικά από ότι η θέση περί ώριμων συνθηκών. Εξίσου προβληματικά, ένας τέτοιος μαξιμαλισμός λειτουργεί ως ανάχωμα σε μια γόνιμη συνάντηση μεταξύ των πιο ριζοσπαστικών τμημάτων και της αντιστεκόμενης μάζας, η οποία αντιστέκεται ακριβώς επειδή θεωρεί ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Μόνο η πρακτική κατάρρευση της πεποίθησης για ουσιαστική βελτίωση της ζωής εντός της κρατούσας κατάστασης μπορεί να θέσει εμπράγματα το ζήτημα μιας ριζικής αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων, και συγκεκριμένα της κατάλυσης των ταξικών σχέσεων. Όχι ότι αυτό θα γίνει αυτόματα ή ότι ο λόγος περί (της δυνατότητας της) επανάστασης, άρα και της εμπράγματης παραγωγής ενός οράματος, δεν έχει μια κεφαλαιώδη λειτουργία να παίξει. Αλλά αυτός ο λόγος θα βρει ευήκοα ώτα μόνο στο πλαίσιο μιας κοινότητας αγώνα, εφόσον δηλαδή οι εκμεταλλευόμενες τάξεις μπορούν να δουν αυτόν που τον εκφέρει ως κάποιον που έχει παλέψει ή/και παλεύει μαζί τους στην βάση κάποιων στοιχειωδών κοινών συμφερόντων. Από πού προκύπτει άλλωστε ότι η παρεμπόδιση μέτρων που αναδιαρθρώνουν ριζικά προς το χειρότερο την κοινωνική αναπαραγωγή, η ανατροπή μιας καθόλα αντιδραστικής και αυταρχικής κυβέρνησης, η βελτίωση των όρων που οι όποιες ανταγωνιστικές προς το υπάρχον πρακτικές μπορούν να παραχθούν, η θετική επιρροή στα πολιτικοκοινωνικά τεκταινόμενα και διαδικασίες είναι δευτερεύοντα (πόσο μάλλον μικρά ή λίγα) για έναν επαναστάτη; Τι είναι χειρότερο για το σκοπό της επανάστασης ως υλικής κίνησης καταστροφής/μεταλλαγής του υπάρχοντος; Να μην «λερωθούν» τα χέρια των επανα-στατών με «ρεφορμισμό», ή να επικρατήσει η μοιρολατρική αντίληψη ότι τα «πράγματα δεν αλλάζουν» και η παραλυτική αίσθηση αδυναμίας προς τις ταγές τις εξουσίας; Και τι είναι τελικά ο επαναστάτης χωρίς την επανάσταση από ένας βασιλιάς χωρίς βασίλειο;
Το ζητούμενο εδώ είναι ότι μιλώντας για οργάνωση, πέρα από (αξιακά) ζητήματα μορφής, τίθεται και το ζήτημα για το ποιον ακριβώς λόγο κάποιος οργανώνεται. Και αυτό που υποστηρίζεται είναι ότι η οργανωτική αναβάθμιση των πορειών, αλλά και γενικά της ταξικής πάλης, μπορεί να έχει ως καταρχήν επίδικο μια ικανή αντίσταση που περιλαμβάνει εκ των πραγμάτων της παρεμπόδιση των μέτρων, την συνακόλουθη ανατροπή της κυβέρνησης και τελικά την δυνατότητα επιβολής μέτρων προσφιλών προς τις εκμεταλλευόμενες τάξεις και συναφών με «ένα νέο κόσμο και μια νέα γη». Ακόμα και η αντιμετώπιση του αναδυόμενου φασισμού μπορεί να επιτελεστεί μόνο εντός αυτής της γενικευμένης αντίστασης και όχι αποσπασματικά μέσω ενός θολού «αντιφασιστικού μετώπου». Επί τούτου, επιστρέφουμε στην αρχική διαπίστωση: όσο καλά και αν οργανωθούν οι επιμέρους πολιτικοποιημένες συλλογικότητες της Αναρχίας και της Αριστεράς, χωρίς την μαζική εμφάνιση του πλήθους όλα τα σχέδια θα είναι ασκήσεις επί χάρτου καταδικασμένα να ηττηθούν. Αυτή η διαπίστωση ξεπερνάει το ζήτημα των πορειών που έρχονται. Μπροστά στην ολομέτωπη επίθεση που συντελείται αυτήν την στιγμή από το κράτος, της οποίας καταρχήν στόχος είναι ο αναρχικός χώρος, σε άλλο επίπεδο οι προλετάριοι μετανάστες, και σε μικρότερη (αλλά αύξουσα) κλίμακα έντασης επιμέρους κοινωνικές ομάδες, θα είναι ιδιαίτερα ζημιογόνα η επικράτηση της αντίληψης ότι είτε αυτή η επίθεση δύναται να αντιμετωπιστεί αυτόνομα, ή ότι δεν αφορά άλλους πέρα από αυτούς που την υφίστανται. Προφανώς, δεν είναι δυνατόν να εναποτεθούν οι ελπίδες σε ένα αβέβαιο συμβάν «εισόδου του πλήθους» στην πολιτική σκηνή. Αλλά όπως καταδεικνύει ο αναβρασμός που (αρχίζει πάλι να) επικρατεί σε επιμέρους πεδία της ταξικής πάλης ή η εδραίωση προοπτικών (όπως μιας γενικής απεργίας διαρκείας) και προωθημένων αιτημάτων (όπως η αυτοδιαχείριση), στην τρέχουσα συγκυρία αυτή η είσοδος αποτελεί ρεαλιστικό ενδεχόμενο. Και είναι σαφέστατα σημαντικό διακύβευμα οι τρόποι παρέμβασης και μετοχής των πολιτικοποιημένων χώρων και συλλογικοτήτων σε αυτό το ρευστό πλαίσιο. 
Δεν γνωρίζω κατά πόσο μια επανάσταση μπορεί να ευοδωθεί χωρίς κάποια πολιτική πρωτοπορία˙ δεν υπάρχει όμως τίποτα πιο αναληθές από την άποψη ότι οι μάζες δεν μπορούν να οργανωθούν εντός του πλαισίου ενός αγώνα. Από την Κομμούνα μέχρι και την Ταχρίρ (σε διάφορες κλίμακες έντασης και έκτασης) είναι απόλυτα εξακριβωμένη ιστορικά η ικανότητα παραγωγής δομών αυτοοργάνωσης και μέτρων αναπαραγωγής που εδαφικοποιούν μια κοινότητα αγώνα, δίνοντας της τις απαραίτητες αναφορές, δημόσιους χώρους συνάντησης, υλικά σημεία συγκρότησης και τρόπους συνέχισης και επέκτασης. Αν υπάρχουν κάποια καθήκοντα στα προωθημένα πολιτικά κομμάτια είναι η εμβάθυνση και προώθηση τέτοιων δομών, η συνεισφορά στην δικτύωση τους, η προσπάθεια εμπέδωσης τους ως κύτταρα οργάνωσης του συλλογικού βίου πέρα από τα πλαίσια της συγκυρίας. Επίσης, παρόλο που μια εξέγερση δεν βούλεται, είναι δυνατή η προσπάθεια όξυνσης της υπάρχουσας κατάστασης (η οποία είναι εξεγερσιακή) μέσω ανάληψης πρωτοβουλιών αλλά και επίδειξης ικανών αντανακλαστικών σε καίριες στιγμές. Αυτό αφορά τόσο την προαναφερθείσα δημιουργία κλίματος όσο και την ανάληψη πρωτοβουλιών που έπονται ενός (οιονεί) εξεγερσιακού συμβάντος: η συνεπής προπαγάνδα και παρουσία, η κατάληψη χώρων από (δημόσια) κτίρια μέχρι κέντρα αναμετάδοσης, μπλοκαρίσματα, το κάλεσμα στον δρόμο˙ όλα αυτά μπορούν να συνεισφέρουν στην συνέχιση και εμβάθυνση ενός αγώνα. Δεν τίθεται θέμα εδώ απόλυτης υποταγής σε ένα κοινό σκοπό, ειδικά με όρους προγραμματικής συμφωνίας σε πολιτικό επίπεδο. Ο ίδιος ο όρος μάζα ή πλήθος, αντί ειδικά αυτού του «λαού», χρησιμοποιείται για να καταδείξει τις αντιφάσεις/αντιθέσεις που υπάρχουν εντός των αγωνιζόμενων υποκειμένων, οι οποίες οφείλονται εν πολλοίς στη ταξική σύνθεση και που παράγουν διάφορες αποκλίσεις. Αυτό δεδομένα υφίσταται και στις πολιτικές τάσεις που υπάρχουν και εμπλέκονται, κάποιες από τις οποίες πιέζουν πέρα από τα όποια ηγεμονικά αιτήματα. Δεν ισχυρίζεται κανείς επίσης ότι μέσα σε έναν κόσμο που σείεται όλο και περισσότερο υπάρχει μια «άμεση έξοδος» από την κρίση δια μέσου μιας «χρηστής» διαχείρισης, η οποία συνεπώς πρέπει να γίνει ανεκτή. Αλίμονο άλλωστε αν η ταξική πάλη τέλειωνε με μια πρόσκαιρη νίκη. Όμως, η λογική «όλα ή τίποτα», η δογματική προσκόλληση σε έναν ρητό σκοπό ως απόλυτο διακύβευμα, μπορεί να αποτελέσει εν τη παρούσα στιγμή παράγοντα μιας ήττας που θα καθορίσει τον κοινωνικό ανταγωνισμό για τα επόμενα χρόνια. Μπορεί, όπως λέει και το τσιτάτο, οι αγώνες να είναι κύκλος που δεν έχει τέλος, υπάρχουν εντούτοις περίοδοι ύφεσης όπου η υποταγή εμπεδώνεται και εδραιώνεται σε σημαντικό βαθμό. Συνεπώς, όπως σημειώθηκε, η βελτίωση των όρων διεξαγωγής της ταξικής πάλης, η δυνατότητα παρέμβασης και υλοποίησης μέτρων και μορφών που αφενός βελτιώνουν ουσιαστικά τους όρους αναπαραγωγής του βίου των προλεταριακών και προλεταριοποιούμενων κοινωνικών στρωμάτων και αφετέρου κινούνται προς ένα άλλο παράδειγμα συλλογικής οργάνωσης, είναι ουσιώδους σημασίας ακόμα και για συλλογικότητες που οριοθετούν την δραστηριότητα τους στην βάση του προτάγματος για επανάσταση. Τουλάχιστον στον βαθμό που αναγνωρίζεται μια ενδεχομενικότητα στο σήμερα, άρα και η πιθανότητα στιγμών και συμβάντων που καθορίζουν την φυσιογνωμία του μέλλοντος. Επιπροσθέτως, η πιθανότητα ότι μπορεί μια κοινωνική έκρηξη να συνεχιστεί στο διηνεκές ή για ένα μεγάλο διάστημα χωρίς κάποιο άμεσο ενοποιητικό στόχο είναι αδύνατη, ή τέλος πάντων θα προϋπέθετε ένα βαθμό κοινωνικής κατάρρευσης που δεν υφίσταται αυτήν την στιγμή. Λίγα πράγματα όμως θα ήταν πιο αντιπαραγωγικά από την μη συμμετοχή στους αγώνες του σήμερα εν αναμονή της στιγμής που μια τέτοια κατάρρευση, για κάποιο μυστήριο λόγο ή στη βάση μιας υποτιθέμενης ιστορικής ανάγκης, θα επαναστατικοποιήσει τις μάζες ή πιο συγκεκριμένα το προλεταριάτο ως κατεξοχήν φορέα της επανάστασης.
Δεν υπάρχει τίποτα ευκολότερο από την παρουσίαση θεωρητικών σχημάτων ως εχέγγυα νίκης. Τέτοια εχέγγυα δεν υπάρχουν. Το κλισέ περί χαμένων αγώνων που δεν δίνονται, είναι ορθό και από την άποψη ότι η νίκη ποτέ δεν είναι βέβαιη, καθώς η μάχη υπονοεί και το ενδεχόμενο ήττας. Τώρα, όπως και άλλοτε, αναδύονται σιγά-σιγά διάφορα διλήμματα τα οποία δεν έχουν πάντα ξεκάθαρες λύσεις. Και η ιστορία όσο σημαντική και να είναι, λίγες συνταγές προσφέρει. Ποιος εν τέλει ξέρει που οδηγεί μια επιλογή, εφόσον ακόμα και η αναγκαιότητα μπορεί να συλληφθεί μόνο μετά την πάροδο ενός συμβάντος και όχι κατά την παραγωγή του; Όσο γειωμένη και να είναι μια επιλεχθείσα κατεύθυνση, απόλυτες βεβαιότητες δεν υφίστανται. Αλλά σίγουρα αδιέξοδη είναι η περιχαράκωση μέσα σε τέτοιες βεβαιότητες, στα ειωθότα που εμποδίζουν το ρίσκο του να ριχτείς στον κόσμο. Επί του πρακτέου, λαμβάνοντας ειδικά υπόψη τον τρόπο που το κράτος επιτίθεται σε κάθε μορφή αντίστασης και την μεταλλαγή της πολιτειακής μορφής σε ένα καθεστώς μόνιμης εξαίρεσης, οι προσπάθειες αυτοοργάνωσης από «τα κάτω» δεν μπορεί παρά να συνοδεύονται και από προσπάθεια βελτίωσης των όρων επέκτασης τους. Μπορεί φυσικά να αποδειχθεί ότι αυτήν την στιγμή η ήττα έχει επέλθει, τουλάχιστον για το εγγύς διάστημα. Αν αυτό ισχύει θα πρέπει να διασχιστεί όλο το μονοπάτι που διανοίγεται μπροστά μας. Αλλά πέρα από ρητορείες περί καταπιεσμένων που κάποια στιγμή θα δικαιωθούν –οι οποίες στον βαθμό που συντηρούν την οργή για το υπάρχον έχουν την αξία τους– καλό είναι να υπάρχει και μια αναγνώριση των ορίων του τρέχοντος κύκλου αγώνων, όρια που εμπεριέχουν και όλα αυτά που δεν κάναμε.

«Η πραγματικότητα είναι ότι η επανάσταση θα είναι εκείνη που θα μπορέσει να υπάρξει, και είναι δικό μας καθήκον να επισπεύσουμε όσο περισσότερο την έλευση της, όπως και να αγωνιστούμε για να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο ριζοσπαστική».
 - Ε. Μαλατέστα, «Και πάλι για την Επανάσταση στην Πράξη»