Η ρευστή απειλή

Αν αντιλαμβανόμαστε τον κοινωνικό ανταγωνισμό με όρους διαρκούς πολέμου, άλλοτε χαμηλής και άλλοτε σφοδρής έντασης, τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι η δική μας παράταξη, η παράταξη των καταπιεσμένων, των εκμεταλλευόμενων, έχει χάσει ήδη πολλές μάχες, πολύ περισσότερες απ’ όσες θα θέλαμε να έχει χάσει.
Αυτές οι μάχες δεν έχουν χαθεί λόγω της υπεροπλίας του εχθρού –αν και ασφαλώς έχει παίξει και τούτη το ρόλο της–, αλλά διότι ο εχθρός, οι κυρίαρχες ελίτ και το κράτος τους δηλαδή, υπερτερεί ως προς τη δυνατότητα να εποπτεύει και να χειραγωγεί ολόκληρο το πεδίο του πολέμου. Να ελέγχει με ποικίλους τρόπους τις μεθόδους, τη διάταξη, τους σχηματισμούς και τις κινήσεις μας. Να βρίσκεται σε θέση να υπαγορεύει αυτός τις τακτικές τις οποίες θα ακολουθήσουμε, αφού παρουσιάζεται μπροστά μας με τέτοιον τρόπο ώστε το μόνο που μας απομένει στην προσπάθειά μας να τον αντιμετωπίσουμε είναι να πέφτουμε στις ύπουλες παγίδες που με πανουργία έχει στήσει σε κάθε μας βήμα.
Όποιος ελέγχει το έδαφος επί του οποίου διεξάγεται ο πόλεμος, αναπόφευκτα ελέγχει και την έκβασή του. Και αν παρόλα αυτά χάσει τελικώς τον πόλεμο, θα είναι γιατί υποτίμησε τον αντίπαλο: την αμείλικτη δύναμη της απελπισίας που τον κατέστησε ικανό να αψηφήσει τον κίνδυνο και να πολεμήσει λυσσαλέα, χρησιμοποιώντας προς τούτο κάθε διαθέσιμο μέσο.
Όποιος γνωρίζει να χρησιμοποιεί για να πετύχει τους σκοπούς του την παραπλάνηση και την απάτη, το ψέμα, την παραπληροφόρηση, τον εκβιασμό, την απειλή και τη σαγήνη, παρασύροντας το διασκορπισμένο και ασυντόνιστο δυναμικό του εχθρού σε επίπονες και άκαρπες μάχες που αποδυναμώνουν ακόμα περισσότερο τη βεβαιωμένα ισχνή του αποτελεσματικότητα, προκαλώντας του σύγχυση και απογοήτευση, ενώ ταυτόχρονα τον διαιρεί και τον απογυμνώνει ιδεολογικά και ηθικά, θα έχει δίχως άλλο το πάνω χέρι στον πόλεμο.
Όποιος καταφέρνει να υποβάλει στον αντίπαλο την εικόνα της ισχύος του, την αίσθηση ότι είναι άτρωτος και ακατάβλητος, σχεδόν ανίκητος, και πάντοτε δρα κατά τρόπο που επικυρώνει διαρκώς και αμετάκλητα την ανωτερότητά του, την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία του, ως εάν να είναι εξαρχής και άνευ όρων αυτός ο νικητής, είναι εκείνος που οργανώνει το παιχνίδι ακόμα κι όταν φαίνεται πως αιφνιδιάζεται και χάνει προσώρας τον έλεγχο, έχοντας χάσει στην πραγματικότητα τίποτα περισσότερο από μια μάχη χωρίς ουσιαστικό διακύβευμα.
Όποιος τρομοκρατεί τον αντίπαλο χρησιμοποιώντας ως μυστικά όπλα όσα εκείνος φοβάται, θα τον καθηλώσει στην απραξία κι έτσι θα κάμψει πολύ πιο εύκολα την αντίστασή του χωρίς να χρειαστεί να σπαταλήσει τις δυνάμεις του για να συγκρουστεί μετωπικά μαζί του, αποφεύγοντας το ανυπολόγιστο για τον ίδιο κόστος.
Όμως, πάνω και περισσότερο απ’ όλα αυτά, το πλεονέκτημα στον πόλεμο ανήκει σε όποιον είναι σε θέση να διαχέεται, να βρίσκεται παντού κι έτσι να μην φαίνεται πουθενά. Να αλλάζει διαρκώς μορφή, παραπλανώντας για την αληθινή του φύση. Να αντλεί τη δύναμή του και την ικανότητα να αναπαράγεται, όντας σε θέση να ελέγχει και να αξιοποιεί προς ίδιον όφελος τους κοινούς πόρους που είναι αναγκασμένος να μοιράζεται με τον εχθρό, εξίσου ζωτικής σημασίας και για εκείνον, ώστε η καταστροφή τους μοιραία να είναι μια πράξη αυτοκτονίας για όλους. Να έχει παντού μυστικούς πράκτορες, πληροφοριοδότες και ειδικούς της παραπληροφόρησης, αλλά ούτε αυτοί οι ίδιοι να γνωρίζουν το ρόλο τους και την αποστολή που τους έχει ανατεθεί να φέρουν εις πέρας, παρά μονάχα να εκτελούν με ζέση εντολές οι οποίες είναι διατυπωμένες έτσι ώστε να τις εκλαμβάνουν σαν να υπαγορεύονται πρωτίστως από τη δική τους ελεύθερη βούληση και το δικό τους συμφέρον.
Ο διάχυτος εχθρός είναι αόρατος εχθρός και ταυτόχρονα πανταχού παρών. Εμφανίζεται συγκροτημένος μόνο για να παραπλανήσει σχετικά με τη στρατηγική και τους πραγματικούς στόχους του. Υπερέχει αναπόφευκτα από τη στιγμή που κάθε του πάθημα, κάθε του ήττα, όπως και κάθε πληροφορία για τον αντίπαλο, μετατρέπεται σε γνώση που τον εξοπλίζει με την ικανότητα πρόβλεψης των εχθρικών κινήσεων και προσαρμογής στις ιδιαίτερες συνθήκες και τον εκάστοτε συσχετισμό των δυνάμεων. Το απρόβλεπτο στοιχείο που μπορεί να εμπεριέχει κίνδυνο μετριάζεται όσο το εύρος των επιλογών ανάσχεσης διευρύνεται. Η γνώση είναι γι’ αυτόν δύναμη.
Διαπιστώνουμε ότι κάτι τέτοιο ισχύει στο βαθμό που η αντικειμενική υπεροχή μας στον αιφνιδιασμό υπερκεράζεται από την προσαρμοστική δεινότητα που επιδεικνύει μέχρι τώρα ο εχθρός. Κάθε δική μας επίθεση, όσο αιφνιδιαστική κι αν καταφέρει να είναι, και ασχέτως έκβασης, γίνεται πάντοτε αφορμή μιας σφοδρής και σαρωτικής αντεπίθεσης από τη μεριά του αντιπάλου, στο σχεδιασμό της οποίας έχει εγκολπωθεί μέχρι κεραίας η δική μας τακτική και έχει προβλεφθεί η αρμόζουσα απάντηση. Αυτή η αφομοιωτική δύναμη είναι το ισχυρότερο πλεονέκτημα που ο εχθρός έχει αποκτήσει μέσα από τον έλεγχο που ασκεί σε ολόκληρο σχεδόν το φάσμα της πραγματικότητας, έχοντας οργανωθεί πλέον ως θέαμα που ενσωματώνει τα πάντα, συμπεριλαμβάνοντας μέχρι και την ίδια του την άρνηση, τη δύναμη εκείνη που στρέφεται εναντίον του επιδιώκοντας την ολοσχερή καταστροφή του.
Ιδού πεδίον δόξης λαμπρό! Η καταλυτική αφομοιωτική δύναμη ταυτίζει τις στιγμές του αγώνα και της σύγκρουσης με τις στιγμές του θεάματος. Αποσαρκώνει την υλική διάσταση του ανταγωνιστικού συμβάντος μέσα από την εικονική του αναπαράσταση και το καθιστά μια ακόμα στιγμή στην ατέλειωτη αλυσίδα παραγωγής γεγονότων της κυριαρχίας. Το αναπαράγει για να το αφομοιώσει. Η συμπερίληψη στο σύμπαν των εικόνων ισοδυναμεί με την είσοδο στο βασίλειο των σκιών, όπου η πράξη αποκτά τελετουργικό χαρακτήρα και όπου η ζωντανή σάρκα παίρνει τον ίσκιο της για αντανάκλασή της.
Καμία τακτική δεν μπορεί να πλήξει καίρια τον διάχυτο εχθρό αν δεν λάβει υπόψη της την αφομοιωτική δύναμη του θεάματος. Όμως καμία τακτική που είναι αποτελεσματική δεν παραμένει εκτός θεάματος. Η αντίφαση αυτή είναι δυνατόν να ξεπεραστεί μόνο αν καταφέρουμε να επικεντρώσουμε την προσοχή μας και να συγκεντρώσουμε τα πυρά μας σε εκείνα τα ζωτικά σημεία που παρά τις προσπάθειές του ο εχθρός δεν μπορεί να τα υπερασπιστεί, εφόσον η υπεράσπισή τους δεν είναι ζήτημα δύναμης αλλά ζήτημα αποδοχής και συναίνεσης, προϋποθέτουν δηλαδή κι εμάς. Μπορούμε να σαμποτάρουμε τους όρους με τους οποίους ο εχθρός διασφαλίζει εκ των προτέρων την κυριαρχία του, αποφεύγοντας συστηματικά να εμπλακούμε στις μάχες που εκείνος αποζητάει. Μόνο με τη συνεχή επινόηση απρόβλεπτων ενεργειών και τακτικών που αναπροσαρμόζονται στις εκάστοτε συνθήκες είναι δυνατόν να γίνουν οι δυνάμεις μας μια ρευστή απειλή που δεν θα εγκλωβίζεται στις παγίδες και στα αδιέξοδα κάθε μάχης που γίνεται με τους όρους του εχθρού. Μια ρευστή απειλή που δεν θεαματικοποιείται γιατί εκτρέπει την κυρίαρχη αφήγηση, με τρόπο που δεν ταιριάζει στο σενάριο της πολεμικής ταινίας. Η ρευστή αυτή απειλή κινείται υπόγεια, ορμητικά, αναπροσδιορίζοντας τις σχέσεις «εχθρού-φίλου», ξεγλιστρώντας περίτεχνα από κάθε απόπειρα περιγραφής και νοηματοδότησης άλλης από εκείνη που η επιτελεστικότητα των ίδιων των υποκειμένων νομιμοποιεί. Καθιστώντας το απρόβλεπτο οντολογική συνθήκη συγκρότησης των δικών μας δυνάμεων στερούμε από τον εχθρό το πλεονέκτημα της γνώσης, της εξουσίας του θεάματος πάνω μας. Στον διάχυτο εχθρό απαντάμε με τη ρευστή απειλή.
Αποδυναμωμένος και βραχυκυκλωμένος ο εχθρός θα εξαναγκαστεί να αμυνθεί, προσπαθώντας να αφομοιώσει ό,τι δεν αφομοιώνεται: οι εικόνες όμως θα του είναι πλέον άχρηστες ως όπλο αφού δεν θα μπορούν να αναπαραστήσουν τη δική μας δύναμη. Η ισχύουσα συμβολική τάξη θα αποδομηθεί μόλις αλλάξουμε το νόημά της. Οι κοινοί πόροι θα απαλλοτριωθούν μόλις πάψουμε να πληρώνουμε το αντίτιμο για τη χρήση τους. Η ζωή μας θα αποαποικιοποιηθεί μόλις αντικαταστήσουμε στις μεταξύ μας σχέσεις την ανταλλακτική αξία με την αξία χρήσης. Η μισθωτή σκλαβιά θα πάψει να είναι η κυρίαρχη μορφή του ποείν/πράττειν μόλις κοινωνικοποιήσουμε τις βασικές μας ανάγκες. Τα άτρωτα μέχρι τώρα οχυρά του εχθρού θα καταρρεύσουν σαν χάρτινοι πύργοι μόλις τα εγκαταλείψουν, όχι εκείνοι που τα υπερασπίζονται αλλά εκείνοι που τα συντηρούν με τον καθημερινό τους μόχθο ως αντάλλαγμα για την προστασία που τους παρέχουν. Η κοινωνία θα αλλάξει μόλις η αυτοοργάνωση καταστήσει παρελθόν την αντιπροσώπευση: όταν όλες και όλοι συμμετέχουν ενεργά στην κοινωνική συνδιαμόρφωση και ορίζουν αυτόνομα τη ζωή τους.
Είναι φανερό πως αν και ο εχθρός διατηρεί ακόμη τη δύναμη να διαφεντεύει την πραγματικότητα, όντας διάχυτος ως θέαμα, η οριστική έκβαση του πολέμου εξαρτάται κυρίως από εμάς, από τη συνείδηση και την έμπρακτη στράτευσή μας στον αγώνα με τρόπο που να συνιστούμε διαρκώς την απρόβλεπτη ρευστή απειλή που θα ανατρέψει εκ θεμελίων, με το κεραυνοβόλο ξέσπασμα της «θεϊκής βίας», τα πάντα.
Και απ’ ότι όλα δείχνουν, η ώρα της κρίσης έχει ήδη σημάνει...

Τρία φαντάσματα πλανιούνται πάνω από το κίνημα…

Οι «παράπλευρές απώλειες» δεν χωράνε στον αγώνα για την απελευθέρωση της κοινωνίας από το κεφάλαιο και το κράτος.

Του Κώστα Σβόλη

Πάνω από 200.000 πήραν μέρος στις απεργιακές συγκεντρώσεις που έγιναν στην Αθήνα την Τετάρτη 5 Μαΐου. Οι δρόμοι του κέντρου κατακλύστηκαν από δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους οι οποίοι με τον όγκο τους ενοποίησαν τις τρεις ξεχωριστές συγκεντρώσεις (Πεδίον του Άρεως, Μουσείο, Ομόνοια). Η οργή και η αποφασιστικότητα του κόσμου για την ανατροπή των μέτρων που προωθεί η κυβέρνηση, το ΔΝΤ και η Ε.Ε. τρόμαξε πραγματικά το πολιτικό σύστημα και τα δημοσιογραφικά του κοράκια. Στα πρόσωπα όλου αυτού του κόσμου έβλεπες την αισιοδοξία που γεννάει ο αγώνας, την ελπίδα ότι η συλλογική αντίσταση μπορεί να ανατρέψει τις πολιτικές που μας οδηγούν στην μουντή πραγματικότητα της κοινωνικής χρεοκοπίας που θέλουν να μας επιβάλουν για να μην χάσουν τα κέρδη τους τα ντόπια και ξένα αφεντικά των ζωών μας.
Αυτό το μέγα πλήθος των απεργών δεν διαλυόταν από τα σύννεφα των δακρυγόνων, αντιστεκότανε στις δολοφονικές επιθέσεις των ανδρών των ΜΑΤ, κράταγε τις αλυσίδες των μπλοκ και το ένα μπλοκ στεκότανε αλληλέγγυο στο διπλανό του (τουλάχιστον για στην πορεία που ξεκίνησε από το μουσείο), επέμενε να βρίσκεται στο δρόμο παρόλη την ένταση της καταστολής…
Και όμως, με την κυκλοφορία της τραγικής είδησης για των θάνατο των τριών εργαζομένων της marfin, αυτή την αποφασιστικότητα την διαδέχτηκε μια αμήχανη σιωπή, ένας κόμπος στο λαιμό και ένα μούδιασμα, σαν να βλέπεις έναν εφιάλτη και προσπαθείς να ξυπνήσεις όπως είπε χαρακτηριστικά κάποιος σύντροφος.
Η εύκολη λύση απέναντι σε όλη αυτή την κατάσταση θα ήταν να επισημάνουμε τις πραγματικές εγκληματικές ευθύνες του Βγενόπουλου και την φυσική και ηθική του αυτουργία στην δολοφονία των τριών εργαζομένων, όπως άλλωστε έχουν κάνει οι ίδιοι οι εργαζόμενοι της marfin μέσα από διάφορα σάιτ και μπλογκ (ευθύνες που ξεκινάνε με το ότι οι εργαζόμενοι εκβιάστηκαν να παραμείνουν στην εργασία τους ενώ έξω είχαν ξεκινήσει οι συγκρούσεις και φτάνουν μέχρι τις κλειδωμένες πόρτες και τα ανύπαρκτα μέτρα πυρασφάλειας). Θα μπορούσαμε για άλλη μια φορά να καταδείξουμε την πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης, καθώς και το ρόλο των ΜΜΕ στην προσπάθειά τους να ανακόψουνε το κύμα της λαϊκής αντίστασης στις επιλογές των κυρίαρχων και να σπιλώσουν τα πιο ριζοσπαστικά και συγκρουσιακά τμήματα του κινήματος. Όλα αυτά πρέπει να ειπωθούν και έχουν ειπωθεί, όμως δεν αρκούν.
Δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει την περίπτωση της προβοκάτσιας, όμως ούτε μια τέτοιου τύπου «σεναριολογία» είναι η ουσία του ζητήματος. Σε άλλο σημείο πρέπει να επικεντρώσουμε εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, αλλά και με την υπόλοιπη κοινωνία.
Ο κίνδυνος για ένα τέτοιο τραγικό συμβάν έχει επισημανθεί από διάφορες πλευρές εδώ και πολύ καιρό και μάλιστα στα πλαίσια του ίδιου του ευρύτερου αντικαπιταλιστικού χώρου, και μάλιστα από ανθρώπους ή και συλλογικότητες που δεν απορρίπτουν συλλήβδην τις συγκρουσιακές πρακτικές.
Η κινηματική αντί-βία δεν μπορεί να μετατρέπεται σε τυφλή βία, δεν μπορεί να μπαίνει σε λογικές «παράπλευρων απωλειών», δεν μπορεί να φετιχοποιεί το μέσο και να από-πολιτικοποιεί το στόχο. Η άμυνα απέναντι στην βία των μονάδων καταστολής είναι νόμιμο δικαίωμα του κάθε αγωνιζόμενου, η πολιτική ανυπακοή απέναντι στα σχέδια και τις επιδιώξεις των αφεντικών και της εξουσίας είναι αναπόσπαστο κομμάτι των ταξικών και κοινωνικών αγώνων.
Η απόσταση όμως από αυτά μέχρι την διάχυτη τυφλή βία, η οποία ασυνείδητα ή συνειδητά αντιλαμβάνεται ως εχθρό την ίδια την κοινωνία είναι τεράστια.
Αν αγωνιζόμαστε ενάντια στην κρατική βία δεν είναι γιατί θέλουμε να γίνουμε συμμέτοχοί στην φρίκη και τον τρόμο που εξαπολύει το κεφάλαιο και το κράτος απέναντι στην κοινωνία, αντίθετα γιατί ως κομμάτια αυτής της κοινωνίας θέλουμε να την δούμε-να μας δούμε απαλλαγμένους από τα δεσμά της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας. Ένας τέτοιος αγώνας απαιτεί την πλήρη συνείδηση των πράξεων και των πολιτικών ευθυνών που έχει όποιος επιλέγει να σταθεί από την πλευρά του κινήματος.
Άρα δεν μπορούμε παρά να στεκόμαστε με εχθρότητα απέναντι σε όσους είτε ασυνείδητα, είτε συνειδητά επιλέγουν να παίξουν το παιχνίδι της εξουσίας: «όλοι εναντίων όλων».
Αν ο ευρύτερος αντικαπιταλιστικός χώρος και πιο συγκεκριμένα ο αναρχικός/ αντιεξουσιαστικός χώρος δεν απομονώσει, όχι απλά αυτές τις πρακτικές, αλλά κυρίως αυτές τις μηδενιστικές-Νατσαγεφικές αντιλήψεις και νοοτροπίες θα γκρεμίσει πολύ γρήγορα ό,τι με αγώνα έχτισε όλα αυτά τα χρόνια, χάνοντας όχι μόνο την κοινωνική απεύθυνση και το κοινωνικό έρεισμα που έχει αυτή την στιγμή, αλλά και την ίδια του την επαναστατική ηθική υπόσταση.