Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημιουργική τάξη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημιουργική τάξη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η αστική αντεπανάσταση

Του Jean-Pierre Garnier

Πρόλογος των μεταφραστών

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί την εισαγωγή στην συλλογή κειμένων του Jean-Pierre Garnier που έχει τίτλο Une violence éminemment contemporaine. Essais sur la ville, la petite bourgeoisie intellectuelle et l’effacement des classes populaires (Μία κατεξοχήν σύγχρονη μορφή βίας. Δοκίμια πάνω στην πόλη, τους μικροαστούς διανοούμενους και την εξαφάνιση των λαϊκών τάξεων, Εκδόσεις Agone, Μασσαλία, 2010).
Είναι αλήθεια ότι το κείμενο αναφέρεται σε, περιγράφει και αναλύει την κοινωνία μιας μητρόπολης σε συνθήκες προχωρημένου (μεταβιομηχανικού) καπιταλισμού, όπως είναι αυτή της γαλλικής πρωτεύουσας. Συνθήκες οι οποίες απέχουν (προς το παρόν) από αυτές των ελληνικών μεγαλουπόλεων. Λογικό είναι λοιπόν να αναρωτηθεί κανείς ποια η χρησιμότητα της συγκεκριμένης μετάφρασης.
Η πρώτη και αυτονόητη απάντηση είναι ότι δίνει μια εικόνα αυτού που πρόκειται να έρθει. Είναι σαφές ότι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού είναι η ομοιομορφία, συνθήκη εγγενής σε οποιοδήποτε σύστημα έχει ως άξονα ανάπτυξης την λειτουργικότητα και την οικονομία (με την διπλή έννοια της λέξης, και σαν ιδεολογία-σύστημα, και σαν προσδιορισμό, π.χ. οικονομία χώρου, χρόνου κτλ.). Έτσι, κάποια βασικά χαρακτηριστικά των δυτικών μεγαλουπόλεων είναι αναμενόμενο να αναπαραχθούν και στις αντίστοιχες ελληνικές, και κυρίως εκδίωξη των φτωχότερων πληθυσμών προς την περιφέρεια των πόλεων μέσω της διαδικασίας την οποία αναλύει ο συγγραφέας στο κείμενό του, του «gentrification» («εξευγενισμός» ελληνιστί). Άλλωστε η διαδικασία αυτή εντάσσεται στα πλαίσια μιας από τις βασικές διαδικασίες πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου, αυτής των περιφράξεων. Μέσω του gentrification ο δημόσιος χώρος της πόλης, και σε ένα γενικότερο πλαίσιο ολόκληρη η πόλη, ιδιωτικοποιείται και γίνεται κτήμα του κεφαλαίου και πεδίο εμπορευματικής και οικονομικής εκμετάλλευσης. Οι φτωχότεροι πληθυσμοί στην πλειοψηφία τους εκδιώκονται από αυτόν, και όσοι παραμένουν χάνουν κάθε δυνατότητα παρέμβασης σ’ αυτόν και οικειοποίησής του.
Πέραν αυτού όμως, υπάρχουν αναφορές στο κείμενο που αγγίζουν το εδώ και το τώρα της ελληνικής, και πιο συγκεκριμένα της αθηναϊκής, πραγματικότητας. Όσον αφορά στην ελληνική πραγματικότητα, χωρίς να μπορούμε να επεκταθούμε στο συγκεκριμένο ζήτημα στα πλαίσια ενός εισαγωγικού κειμένου, θεωρούμε ότι σαν σύνολο, η ελληνική επικράτεια παρουσιάζει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με αυτό που ο J. Gottmann χαρακτήριζε ως megalopolis το 1961 στο ομώνυμο βιβλίο του. Ότι δηλαδή, η υπερσυσσώρευση δραστηριοτήτων σε δύο βασικούς πόλους της ηπειρωτικής Ελλάδος, την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη, τείνει να μετατρέψει την υπόλοιπη επικράτεια σε προάστιο των δύο αυτών πόλεων, με χαρακτηριστικά αντίστοιχα των δυτικοευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων και των προαστίων τους. Μια πολύ σαφή εικόνα αυτού είχαμε με την εξαγγελία της δυνατότητας περεταίρω επέκτασης της Αθήνας και στέγασης της Αττικής μέχρι και 8 εκατομμυρίων κατοίκων με το ρυθμιστικό σχέδιο που παρουσιάστηκε το 2009. Άλλο ένα παράδειγμα είναι η επέκταση του προαστιακού μέχρι και την Κόρινθο, που επιτρέπει με μεγάλη άνεση το καθημερινό πηγαινέλα και καθιστά την πελοποννησιακή πόλη πολύ πιο άμεσα εξαρτώμενη από την πρωτεύουσα, ενσωματώνοντάς την σε μεγάλο βαθμό σε αυτήν. Αλλά και σε πιο απομακρυσμένες επαρχίες, η έλλειψη οικονομικής και πολιτισμικής ανεξαρτησίας και η ερήμωση των περιοχών αυτών που αυτή συνεπάγεται τις μετατρέπει ουσιαστικά σε δορυφόρους των δύο μεγάλων αστικών κέντρων. Έτσι παρατηρούμε καθαρά αστικά φαινόμενα, και δη φαινόμενα αστικών προαστίων, όπως είναι η έλλειψη κοινοτικής ζωής και ανεξάρτητης πολιτισμικής δραστηριότητας να επαναλαμβάνονται σε επαρχιακές περιοχές της χώρας.
Όσον αφορά στην Αθήνα, η ίδια η διαδικασία του gentrification έχει εφαρμοστεί σε αρκετές περιοχές του κέντρου, με πρώτη και κύρια την περιοχή του Ψυρρή, και τελευταία και με τρόπο πολύ πιο μαζικό την περιοχή γύρω από το Γκάζι και το Ρουφ, ενώ έχει αρχίσει να επεκτείνεται και σε περιοχές όπως το Μεταξουργείο ή τα Πετράλωνα (με ξεχωριστά χαρακτηριστικά και αντιστάσεις σε κάθε μια από τις περιοχές, για την ανάλυση των οποίων θα χρειαζόταν ένα ξεχωριστό κείμενο). Η διαδικασία αυτή βέβαια ανακόπηκε, αρχικά με την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, που έβγαλε στο προσκήνιο όλους αυτούς τους καταπιεσμένους και τις καταπιεσμένες που γίνονται και θα γίνονται στόχος μέσω του gentrification, αλλά κυρίως με την κρίση που ξέσπασε λίγους μήνες αργότερα, και έκανε οποιαδήποτε επένδυση και σχέδιο «ανάπτυξης» να μοιάζουν εκτός τόπου και χρόνου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η διαδικασία αυτή δεν θα επανέλθει, και μάλιστα με πολύ πιο κεντρομόλα μορφή, αφού άμεση συνέπεια της κρίσης που επιβλήθηκε είναι η ακόμα μεγαλύτερη και ταχύτερη συσσώρευση πλούτου και κεφαλαίου, που τείνει να εξαφανίσει την μικρή και ατομική επενδυτική πρωτοβουλία.
Έτσι, ένας πρώτος στόχος αυτού του κειμένου είναι να προσπαθήσει να εκβιάσει ένα ψήγμα κοινωνικής συνείδησης στην χαζοχαρούμενη και δήθεν αθώα βλακεία όλων αυτών των «εναλλακτικών» που έχουν αποικίσει τις λαϊκές συνοικίες του κέντρου της Αθήνας. Να φανερώσει κάποιες πραγματικές πτυχές του κοινωνικού πολέμου που συνεπάγεται το gentrification ως διαδικασία, όσο ωραία περιτυλιγμένο κι αν είναι με την αθωότητα της τέχνης και της εναλλακτικής hype διασκέδασης, κι όσο κι αν κρύβεται πίσω από ευφάνταστες λέξεις όπως «ανάπλαση», «αναδιαμόρφωση» κτλ. Και ταυτόχρονα βέβαια να δώσει κάποια επιχειρήματα με βάση κάποια ιστορικά παραδείγματα σε όσους από τους κατοίκους των περιοχών αυτών επιθυμούν να αντισταθούν.
Δεύτερος επιθυμητός (και μόνιμος) στόχος είναι η απεύθυνση προς τον κόσμο αυτού που ονομάζουμε «Τέχνη», ή σε ένα γενικότερο πλαίσιο «δημιουργία». Γιατί πιστεύουμε ότι είναι άμεση και επιτακτική ανάγκη ο χώρος αυτός να επανακτήσει ταξική συνείδηση. Αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι θα θέλαμε η τέχνη να γίνει προπαγανδιστικό όργανο μιας ιδεολογίας, ή ακόμα και ενός τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας, με βάση αξίες τις οποίες ασπαζόμαστε, όπως η αυτοοργάνωση και η αντιιεραρχία. Αυτό που εννοούμε είναι ότι θα πρέπει η τέχνη να αποκτήσει συνείδηση της θέσης της μέσα στα πλαίσια της κοινωνικής-ταξικής διαμάχης, να ξέρει κάθε φορά ποιανού τα συμφέροντα υπηρετεί. Και πρώτα και κύρια αυτό θα σήμαινε να αποκαλυφθεί αυτό το δήθεν αθώο περιτύλιγμα κοινωνικής ευαισθησίας που έχει γίνει της μόδας τελευταία και διαχέεται μέσα από τους κυρίαρχους ή και τους «εναλλακτικούς» θεσμούς της τέχνης, που το μόνο που κάνουν είναι να αναπαράγουν τις κυρίαρχες λογικές και άρα και τις γενεσιουργές αιτίες των κοινωνικών αδικιών τις οποίες υποτίθεται ότι καταδεικνύουν.
Τέλος, θέλουμε να πιστεύουμε ότι η μετάφραση αυτή έχει και μια αξία για το εσωτερικό του κινήματος αντίστασης στην κυριαρχία που (ανα)γεννιέται στην Ελλάδα, καθώς δίνει μια εικόνα για τον κίνδυνο που ενέχουν οι μερικοί αγώνες. Αυτοί δηλαδή που, όσο κι αν επικεντρώνονται σε κάποιο επιμέρους ζήτημα, δεν έχουν σαν τελικό στόχο την συνολική ανατροπή του κυρίαρχου συστήματος. Είναι πολλά τα παραδείγματα των αγώνων, όπως αναφέρει και ο συγγραφέας, που αν και ξεκίνησαν σαν μια ριζοσπαστική αντιπαράθεση με την κυριαρχία, εφορμούμενη από ένα επιμέρους ζήτημα (εργασιακό, οικολογικό, δικαιώματος στην πόλη, έμφυλης κυριαρχίας κτλ.) κατέληξαν να χάσουν τον ριζοσπαστικό τους χαρακτήρα και να γίνουν εύκολα αφομοιώσιμοι από το σύστημα, ακριβώς επειδή σε κάποιο σημείο του αγώνα τους έχασαν το πλάνο της συνολικής αντιπαράθεσης (ή δεν το απέκτησαν ποτέ). Καθώς λοιπόν στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα έχουν αρχίσει να γεννιούνται πολλές επιμέρους εστίες αντίστασης στην ακραία επιβολή που επελαύνει με το πρόσχημα της κρίσης, θεωρούμε πολύ ουσιαστική την παραπάνω επισήμανση. Σκοπός μας βέβαια δεν είναι η επισήμανση αυτή να λειτουργήσει διαχωριστικά μέσα στα πλαίσια του κινήματος, δημιουργώντας διακρίσεις ανάμεσα σε ριζοσπάστες/ριες και μη, αλλά περισσότερο συνθετικά, εμφυσώντας ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά σε όσο το δυνατόν περισσότερους κοινωνικούς αγώνες.
Ως προς τα παραπάνω, θεωρούμε απαραίτητο να διαχωρίσουμε σε ένα σημείο την θέση μας από αυτή του συγγραφέα. Ο Garnier στο κείμενο του αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά στο προλεταριάτο ως εν δυνάμει επαναστατικό υποκείμενο, και σαν κυρίαρχη μορφή καταπίεσης την ταξική. Εμείς από την πλευρά μας θεωρούμε ότι υπάρχουν πολλές περισσότερες και εξίσου σημαντικές μορφές καταπίεσης (όπως π.χ. η έμφυλη, ή αυτή που στρέφεται ενάντια στην φύση και σε αυτόχθονες πληθυσμούς), και συνεπώς βλέπουμε όλους τους καταπιεσμένους και τις καταπιεσμένες σαν εν δυνάμει επαναστατικά υποκείμενα . Όπως είπαμε και πιο πάνω, η κρίσιμη διαφοροποίηση για μας βρίσκεται ανάμεσα σε ένα ριζοσπαστικό (οικολογικό για παράδειγμα) κίνημα και σε ένα ρεφορμιστικό, και όχι στο αν όλα τα υπόλοιπα κινήματα θα αναζητήσουν a priori μία σύνδεση με τους προλετάριους ή όχι, όπως φαίνεται να επιθυμεί ο συγγραφέας.
Τέλος (πραγματικά αυτή τη φορά) μια επισήμανση ως προς την μετάφραση. Επειδή στα ελληνικά η λέξη «αστικός» έχει διπλή έννοια (αυτή της κοινωνικής τάξης και αυτή που αναφέρεται στο άστυ, στην πόλη), και το κείμενο αναφέρεται ταυτόχρονα και στις δύο έννοιες, βρεθήκαμε σε μια κάποια αμηχανία. Έτσι, από την χρήση της λέξης «αστεακός», που χρησιμοποιείται σε πολλές μεταφράσεις, αλλά ηχεί πολύ βάρβαρα και άκομψα στα καλομαθημένα μας αυτάκια, προτιμήσαμε την ανορθόγραφη λέξη αστυκός, για αναφερθούμε στα ζητήματα που αναφέρονται στην πόλη.

Καλή ανάγνωση
MissInformation
Αθήνα, Μάιος 2011

Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο: http://ratnet-blog2.blogspot.com/2011/06/blog-post_30.html

Το κείμενο του Jean-PierreGarnier «La contre-revolution urbaine!» μεταφράστηκε από τα γαλλικά από την MissInformation στον καναπέ του Παράδεισου, με την βοήθεια του Τζ. Κυκλοφορεί σε μπροσούρα που στήθηκε από την Μ. και την Χ., και μοιράζεται χωρίς αντίτιμο. Η μπροσούρα τυπώθηκε από την κολλεκτίβα Rotta, τον Μάιο 2011 στην Αθήνα σε 1000 αντίτυπα.

Τέχνη και («άυλη») εργασία

Παρέμβαση στη συζήτηση «Οι καλλιτέχνες ως εργαζόμενοι» που πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010 στην ΑΣΚΤ, στο πλαίσιο του 3ου Φεστιβάλ «Τέχνη εν κινήσει».

Ο Βάγκνερ ισχυριζόταν κάποτε ότι η «αληθινή τέχνη και μουσική είναι ασύμβατες με τον καπιταλισμό».
Αν και σε πολλούς από εμάς ένας τέτοιος ρομαντικός αφορισμός ηχεί παράδοξα οικείος, καθώς έχει βαθιές ρίζες στις αστικές ιδεοληψίες μας, η αλήθεια είναι πως στην πραγματικότητα όλοι ξέρουμε ότι οι εξελίξεις τον έχουν οικτρά διαψεύσει, σε βαθμό που σήμερα να ηχεί στ' αυτιά μας περισσότερο σαν ρομαντική αφέλεια παρά σαν ηθική προτροπή που θέτει το ζήτημα της χειραφέτησης της τέχνης.
Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία της μοντέρνας και της σύγχρονης τέχνης προκειμένου να επιβεβαιώσουμε την υποψία μας πως ο καπιταλισμός και η τέχνη μοιράζονται το ίδιο πάθος για τη δημιουργικότητα και την καινοτομία. Και πως, παρά τις συνεχείς εντάσεις στη σχέση τους και την τάση αλληλοκτονίας που φαινομενικά επιδεικνύουν, ούτε ο καπιταλισμός ούτε η τέχνη θα ήταν ό,τι είναι χωρίς να αναζωογονούνται διαρκώς από την αμφίδρομη αυτή σχέση. Υπόσχονται άλλωστε και οι δυο την ευτυχία. Και οι δύο προσπάθησαν να χειραφετήσουν το άτομο από τους προ-νεωτερικούς περιορισμούς, καταστρέφοντας κάθε παραδοσιακή κοινωνική μορφή και σχέση με τον κόσμο και τη φύση...
Έτσι λοιπόν, ακόμα και η απεγνωσμένη απόπειρα των καλλιτεχνικών πρωτοποριών να απαγκιστρώσουν την τέχνη από την εμπορευματική σχέση στην οποία ο καπιταλισμός ενσωματώνει κάθε κοινωνική σχέση λειτούργησε πίσω από την πλάτη τους μετατρεπόμενη σε κατάφoρη επιβεβαίωση αυτής της σχέσης. Δείτε πόσο αξίζει σήμερα ένα έργο της Ρωσικής πρωτοπορίας ή πώς έχει ενσωματωθεί πλήρως στη γλώσσα της διαφήμισης και του μάρκετινγκ η ρητορική των Καταστασιακών για την «πειραματική κατασκευή της καθημερινής ζωής», την «ανάπτυξη του δημιουργικού πνεύματος», τη «δημιουργία περιβαλλόντων» και την «κατασκευή του εαυτού».
Η ιδεαλιστική εμμονή πολλών από εμάς να βλέπουμε μέχρι σήμερα την τέχνη και τον καπιταλισμό ως ασύμβατες έννοιες δεν απηχεί τίποτ’ άλλο παρά τη σχιζοειδή αντίληψή μας για τη σημασία και τη λειτουργία της τέχνης μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Με άλλα λόγια, την άρνησή μας να αποδεχτούμε τον φετιχιστικό ρόλο της τέχνης στη συμβολική οικονομία και τη σχέση της με την πολιτική οικονομία, ενώ ταυτοχρόνως συνεχίζουμε απεγνωσμένα να προβάλουμε σε αυτήν την επιθυμία απελευθέρωσής μας από την καπιταλιστική σχέση της ανταλλακτικής αξίας.
Στο πλαίσιο μιας κραταιής, από τα τέλη του 18ου αιώνα έως τις μέρες μας, ιδεολογικής κατασκευής, η τέχνη θεωρείται «αυτόνομη». Έχει ενδιαφέρον να δούμε πότε και πώς απέκτησε η τέχνη αυτή την «αυτονομία» που της αποδίδουμε ακόμα και σήμερα. Όπως ισχυρίζεται ο Τέρι Ήγκλετον, η τέχνη «έγινε, περιέργως, αυτόνομη με την ένταξή της στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Όταν η τέχνη αποτελεί εμπόρευμα, απελευθερώνεται από τις παραδοσιακές κοινωνικές λειτουργίες της στα πλαίσια της Εκκλησίας, του Νόμου και του Κράτους, και γνωρίζει την ανώνυμη ελευθερία της αγοράς. Τώρα υπάρχει, όχι για κάποιο συγκεκριμένο κοινό, αλλά για οποιονδήποτε μπορεί να την εκτιμήσει, αλλά και να την αγοράσει. Στον βαθμό λοιπόν που η ύπαρξή της δεν εξυπηρετεί κάτι ή κάποιον συγκεκριμένα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει για τον εαυτό της. Είναι "ανεξάρτητη", γιατί έχει απορροφηθεί από την παραγωγή αγαθών».
Παρότι όμως η τέχνη απορροφάται από την παραγωγή αγαθών, η «ανεξαρτησία» της έχει αποκτήσει στο ιδεολογικό και συμβολικό επίπεδο μια ιδιαίτερη σημασία. Για την αστική κουλτούρα πρέπει να είναι ανεξάρτητη διότι είναι ο προνομιακός χώρος του διαχωρισμένου αισθητικού, όπου η ανθρώπινη έκφραση παραμένει ελεύθερη από τον καταναγκασμό ώστε να υπηρετεί την ομορφιά και τη χαμένη ενότητα αντικειμένου-υποκειμένου. Για την επαναστατική κουλτούρα, είναι ο προνομιακός χώρος όπου ριζώνει η αντίσταση στην αλλοτρίωση, η δυνάμει μήτρα της χειραφέτησης από τον καταναγκασμό και την υπαγωγή της ύπαρξης στον άτεγκτο νόμο της αξίας στο πλαίσιο του καπιταλισμού.
Και στις δύο περιπτώσεις, η τέχνη εκλαμβάνεται ως να λειτουργεί οιωνεί λυτρωτικά, αποφορτίζοντας την ανθρώπινη αγωνία της αλλοτρίωσης και της υποταγής στους κοινωνικούς όρους της εκμετάλλευσης των ανθρώπινων παραγωγικών ικανοτήτων. Η αφηρημένη αυτή λειτουργία της τέχνης μέσα στις καθαρά υλιστικές συνθήκες της εμπορευματικής παραγωγής αποκτά τη δυναμική θεμελιώδους διαχωρισμού, διαχωρίζοντας την ετερόνομη εργασία (δουλειά), που επιβάλλεται από την ανάγκη, από την αυτόνομη καλλιτεχνική ενασχόληση (δημιουργία), που είναι μια υψηλή μορφή ανθρώπινης επικοινωνίας και έκφρασης.
Αυτός ο διαχωρισμός αναπόφευκτα οριοθετεί ένα «έξω», ένα καταφύγιο μη ανταγωνιστικής, ανιδιοτελούς (με οικονομικούς όρους) δραστηριότητας, όπου οι αξίες είναι εξατομικευμένες στον υπέρτατο βαθμό (η ιδιοφυία, το ταλέντο, το χάρισμα κ.λπ.) και επανέρχονται στον κοινωνικό στίβο οριζόμενες από την αντίθεσή τους (μοναδικότητα, σπάνις, κ.λπ.) προς το τυποποιημένο και μαζικό προϊόν-εμπόρευμα ως απελευθερωμένες (ή δυνάμει απελευθερωτικές) μορφές του ανθρώπινου ποιείν/πράττειν.
Αυτός ο διαχωρισμός τοποθετεί σε έναν βαθμό σαν εξαίρεση τα άτομα στα οποία αποδίδονται ιδιαίτερες «δημιουργικές» ικανότητες, τους καλλιτέχνες, από τον καταναγκασμό της εργασίας ως μέσου για την επιβίωση. Τοποθετεί τη δραστηριότητά τους, την καλλιτεχνική πράξη, εκτός παραγωγικής διαδικασίας, καλλιεργώντας έτσι τον διαχωρισμό μεταξύ εκείνων που είναι ελεύθεροι να σκέφτονται και να δημιουργούν κι εκείνων που είναι καταδικασμένοι απλώς να δουλεύουν για να αναπαραχθούν.
Ενώ όμως προσλαμβάνεται ως «εξαίρεση», η καλλιτεχνική δραστηριότητα στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια μορφή εργασίας αν και αποτελεί ταυτοχρόνως και μια ιδιαίτερη μεσολάβηση των κοινωνικών σχέσεων που δημιουργούν οι ιστορικά συγκεκριμένες παραγωγικές συνθήκες.
Αυτή η αντίφαση δεν διέφυγε από τη διορατικότητα του Μαρξ, ο οποίος είχε επισημάνει ότι: «Ο συγγραφέας είναι παραγωγικά εργαζόμενος καθόσον παράγει ιδέες, αλλά από τη στιγμή που πλουτίζει τον εκδότη που εκδίδει το έργο του, είναι ένας μισθωτός εργαζόμενος για τον καπιταλιστή».
Όπως κάθε αξία χρήσης στον καπιταλισμό, η μοίρα των προϊόντων της καλλιτεχνικής εργασίας, δηλαδή των διακριτών «έργων τέχνης», είναι να εκφράζουν και μια ανταλλακτική αξία, γεγονός που τα τοποθετεί αυτομάτως στην τάξη των εμπορευμάτων. Άρα τα καθιστά αντικειμενοποιημένες μορφές της αφηρημένης αξίας.
Το έργο τέχνης, σε κάθε μορφή του, διαφέρει από το εμπόρευμα στο βαθμό που εμπεριέχει τον προσδιορισμό της αξίας του με όρους που φαινομενικά δεν υπόκεινται στον τυπικό «νόμο της αξίας». Δηλαδή, η αξία του δεν καθορίζεται με βάση τη δαπάνη χρόνου και την κατανάλωση εργατικής δύναμης, ως αφηρημένης εργασίας που παράγει αξίες με τη μορφή εμπορευμάτων, αλλά στην υποτιθέμενη ιδιότητά του να αποκτά αξία βάσει πολιτιστικά διαμορφωμένων και θεσμικά κατοχυρωμένων αισθητικών κριτηρίων που ουδεμία πραγματική σχέση έχουν με την εμπορευματική οικονομία.
Το έργο τέχνης καθίσταται έτσι, από τη μια, η άρνηση του εμπορεύματος, από την άλλη, όμως, καθίσταται ταυτοχρόνως και μια επιβεβαίωση της κυριαρχίας του εμπορεύματος, με την έννοια ότι, στο πλαίσιο του πολιτισμού μας, ανάγεται σε απόλυτο φετίχ, τόσο στο υλικό επίπεδο, ως μορφή, όσο και στο συμβολικό επίπεδο, ως περιεχόμενο. .
Αυτό που αποκαλύπτει τον ιδεολογικό χαρακτήρα της κυρίαρχης αντίληψης περί «αυτονομίας» της τέχνης είναι ο επανεντοπισμός της θέσης και του ρόλου των καλλιτεχνών στην διαδικασία παραγωγής αξίας στο πλαίσιο του ύστερου καπιταλισμού, της ευέλικτης κεφαλαιακής συσσώρευσης που αποκαλείται και «μετα-φορντισμός», καθώς και η αποσαφήνιση της σημασίας της σε αυτήν την ιστορικά καθορισμένη στιγμή εξέλιξης του καπιταλισμού.
Ισχυρίζομαι πως πρόκειται για μια αναβαθμισμένη λειτουργικά θέση σε σύγκριση με την αντίστοιχη θέση που κατείχαν οι καλλιτέχνες σε προηγούμενες εποχές και φάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Δεν είναι πλέον αποκλειστικά καθαυτή η καλλιτεχνική παραγωγή που καθιστά την καλλιτεχνική δραστηριότητα αποδοτική για το κεφάλαιο, αλλά κυρίως η ίδια η καλλιτεχνική πρακτική και τα μέσα της που αποτελούν πλέον πρότυπο αυτού που το κεφάλαιο θεωρεί «παραγωγική εργασία», αλλά και η χρήση αυτών των πρακτικών και των μέσων σε ολόκληρο το κύκλωμα αξιοποίησης της αξίας, από την παραγωγή ως την κατανάλωση.
Πρόκειται αναμφίβολα για μία αλλαγή η οποία είναι συναφής με την κρίση του φορντισμού στη σφαίρα της παραγωγής και της κυκλοφορίας του κεφαλαίου και την αντίστοιχη κρίση της ρυθμιστικής ικανότητας του κεϋνσιανισμού στη σφαίρα του κράτους, που εκτυλίχθηκε ως δομική κρίση του μεταπολεμικού μοντέλου κοινωνικής αναπαραγωγής.
Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια εποχή εντοπίζεται ιστορικά, και παράλληλα με την ήττα του εργατικού κινήματος, το «τέλος των πρωτοποριών», των καλλιτεχνικών πρακτικών που έθεταν ως στόχο τους το «ξεπέρασμα της τέχνης» ως διαχωρισμένης από την εργασία δραστηριότητας. Και αυτό συνέβη διότι, στην αναδιαρθρωμένη, τεχνολογικά αναβαθμισμένη διάχυτη διαδικασία παραγωγής ως «παραγωγική εργασία» θεωρείται πλέον η εργασία που είναι συνδεδεμένη με τη «δημιουργικότητα», το συναίσθημα, τη νοημοσύνη, τη γλώσσα και γενικότερα τις επικοινωνιακές ικανότητες του υποκειμένου.
Οι νέες μορφές καπιταλιστικής συσσώρευσης τείνουν να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση «εργασίας» και «αξίας». Η αξιοποίηση, η απόσπαση δηλαδή υπεραξίας, δεν είναι πλέον αποκλειστικά συνδεδεμένη με την υλική παραγωγική διαδικασία και την εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο, σε ένα ορθολογικά οργανωμένο σύστημα παραγωγής μέσα στο εργοστάσιο. Δεν είναι μόνο η αλλοτριωμένη εργασία του «εργάτη μάζα», ενός έμβιου εξαρτήματος της παραγωγικής μηχανής, που το κεφάλαιο χρησιμοποιεί για να διευρύνει την παραγωγή αξίας, αλλά χρησιμοποιεί πια όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες που τυπικά δεν υπάγονται στην έννοια της εργασίας, όπως η δημιουργικότητα, εκφρασμένη ως καλλιτεχνική δραστηριότητα και παιχνίδι, η γλώσσα και η επικοινωνιακή ικανότητα, η αυτοπαραγωγή, η συνεργατικότητα και η κοινωνική δικτύωση, η διαμόρφωση της ταυτότητας, κ.λπ.
Με τις αναλύσεις του ιταλικού μετα-Εργατισμού (post-operaismo) και του Αυτόνομου μαρξισμού για τη μετάβαση από το φορντιστικό καθεστώς παραγωγής στο μετα-φορντιστικό, στο «κοινωνικό εργοστάσιο», τον «κοινωνικό εργάτη» και την «άυλη εργασία» (immaterial labor), την εργασία που επενδύει τα εμπορεύματα με τη συμβολική τους σημασία, καθώς και με τις όψιμες αμερικανοτραφείς θεωρίες του ακαδημαϊκού συρμού περί της σπουδαιότητας της «δημιουργικής τάξης» (creative class) στην παραγωγή του κοινωνικού πλούτου, η διεύρυνση της έννοιας της εργασίας και η ποιοτική αναβάθμισή της ώστε να περιλαμβάνει κάθε πτυχή της ανθρώπινης υπόστασης, κρύβει κάτω από το χαλί το διευρυμένο καθεστώς εκμετάλλευσης – την αναπαραγωγή δηλαδή των παραγωγικών σχέσεων τη στιγμή που οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν υποτίθεται αποκτήσει μια νέα δυναμική κι έχουν εμπλουτιστεί με βιοπολιτικό τρόπο. Αφήνει εκτός κάδρου επίσης την εγγενή αντίφαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δηλαδή την εκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας και της συλλογικής διάνοιας από τη μια και την ολοένα μεγαλύτερη ανάγκη του να περιορίσει το κόστος παραγωγής και αναπαραγωγής τους για το κεφάλαιο.
Η τέχνη αρχίζει τις τελευταίες δεκαετίες να παίζει έναν ολοένα και πιο καίριο μεσολαβητικό ρόλο στην παραγωγή αξίας, ενώ είναι ουσιαστική πλέον η συμβολή της στην πραγματοποίηση της υπεραξίας, στις συνθήκες του αποκαλούμενου «γνωσιακού καπιταλισμού», όπου η διευρυμένη κατηγορία του «ενοικίου» εξαπλώνεται ως «παρασιτική» μορφή του κέρδους και ως αντίρροπος μηχανισμός στην πτωτική τάση του κέρδους. Το ενοίκιο (μίσθιο - rent), ως μορφή πραγματοποίησης της υπεραξίας, διευρύνεται ώστε να συμπεριλάβει, εκτός της έγγειας ιδιοκτησίας που αποφέρει έσοδα από μισθώματα, και την πνευματική, καλλιτεχνική, και «μονοπωλιακή» ιδιοκτησία του «αυτόνομου» έργου τέχνης. Όπως στην πρώτη περίπτωση το κεφάλαιο εκμεταλλεύεται τη γη μέσω της ιδιοποίησής της έτσι και στη δεύτερη εκμεταλλεύεται το συλλογικά παραγόμενο άυλο κεφάλαιο, πολιτιστικό ή γνωσιακό, το οποίο ιδιοποιείται ελέγχοντας πλήρως την αξιοποίηση και τη διανομή του.
Η καλλιτεχνική δραστηριότητα, από τη σκοπιά του κεφαλαίου, δεν ενδιαφέρει πλέον τόσο γι' αυτό καθαυτό το προϊόν της παραγωγής της, τα έργα τέχνης ως διακριτά προϊόντα-εμπορεύματα δηλαδή, ακόμα κι αν είναι στο πεδίο της αγορά που εν πολλοίς καθορίζονται οι αξίες, όσο για την «επιτελεστικότητά» της, δηλαδή τις διαδικασίες οργάνωσης της διακίνησης, διανομής και κατανάλωσής τους, τη συμβολή τους στη συσσώρευση πολιτιστικού κεφαλαίου που μπορεί να πουληθεί με τη μορφή πνευματικών δικαιωμάτων και στη δημιουργία δικτύων συνεργασίας που εξασφαλίζουν κυκλώματα διανομής και κατανάλωσης, ανατροφοδοτώντας συνεχώς την παραγωγή με τη, συνήθως άμισθη, δημιουργική συμβολή των συμμετεχόντων.
Τώρα δεν έχει πια σημασία μόνο το γεγονός ότι στην τέχνη το υποκείμενο είναι η κύρια παραγωγική δύναμη –όπως έλεγε ο Αντόρνο–, αυτό συμβαίνει άλλωστε και στην υλική παραγωγή με τη ζωντανή εργασία, φορέας της οποίας είναι το υποκείμενο-εργάτης, αλλά ότι εμπλέκεται ολόκληρη η υπόσταση του υποκειμένου, η ίδια δηλαδή η υποκειμενικότητα εν συνόλω.
Με την υποκειμενικότητα να γίνεται η κατ' εξοχήν παραγωγική μηχανή, το «συναίσθημα», η «διάνοια» και η «δημιουργικότητα» είναι τα «μέσα παραγωγής», ενσωματωμένα στο και αδιαχώριστα από το υποκείμενο-φορέα της εργασιακής δύναμης και την επιθυμία του για «αυτο-έκφραση», «αυτο-καθορισμό» και «αυτο-ποίηση». Στην πραγματικότητα δηλαδή είναι η έννοια της εργατικής δύναμης του υποκειμένου που έχει διευρυνθεί ώστε να περιλαμβάνει περισσότερες πτυχές της ζωντανής έκφρασης.
Οι υπ' αυτή την έννοια αναβαθμισμένες δυνάμεις της παραγωγής παραμένουν ωστόσο εγκλωβισμένες στις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις. Η ποιοτική αναβάθμιση συνεχίζει να καθορίζεται με τα ποσοτικά κριτήρια της αξίας.
Δεν είναι λοιπόν μόνο η διάχυση της παραγωγής αξίας στο «κοινωνικό εργοστάσιο», είναι και η οργάνωση των ιδιαίτερων συνθηκών που απαιτεί η παραγωγής και η κατανάλωση της τέχνης με τη μορφή της βιομηχανίας και η πλήρης υπαγωγή των ζωικών δυνάμεων (animal spirits), και όχι μόνο της εργατικής δύναμης, στην αξιοποίηση της αξίας.
Η οικονομική ανάπτυξη των απο-βιομηχανοποιημένων κρατικών σχηματισμών βασίζεται ολοένα και περισσότερο στις «δημιουργικές βιομηχανίες», σε ό,τι ο Τόνι Μπλερ όρισε, ήδη από τη δεκαετία του ’90, χαράσσοντας τη νέα εθνική οικονομική πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας, ως «τις βιομηχανίες εκείνες που έχουν τις ρίζες τους στην ατομική δημιουργικότητα, ικανότητα και ταλέντο και που ενέχουν τη δυνατότητα για παραγωγή πλούτου και δημιουργία θέσεων εργασίας μέσω της παραγωγής και της εκμετάλλευσης της πνευματικής ιδιοκτησίας». Η γενιά των YBA, των Young British Artists, επιβεβαίωσε την πολιτική του με τον πλέον αποδοτικό τρόπο.
Οι μέχρι πρότινος θεωρούμενοι «αυτόνομοι» καλλιτεχνικοί τομείς, όπως είναι ας πούμε ο τομέας των εικαστικών τεχνών, ενσωματώνονται με ταχείς ρυθμούς στη «δημιουργική βιομηχανία». Αυτό επιβεβαιώνεται από την σταθερή αύξηση του παραγωγικού δυναμικού, την ορθολογική οργάνωση της διακίνησης και τη σημασία της μαζικής κατανάλωσης του καλλιτεχνικού έργου μέσα σε ένα πλήρως αισθητικοποιημένο και εμπορευματοποιημένο περιβάλλον. Η «άυλη εργασία» είναι έτσι εξίσου εκμεταλλεύσιμη με την υλική εργασία στο εργοστάσιο.
Η «πραγμάτωση της τέχνης στην καθημερινή ζωή» που επεδίωξαν με τη θεωρία, τη δράση και το έργο τους οι Καταστασιακοί έχει πλέον υλοποιηθεί με τον πιο σαφή τρόπο, αν και αυτό έγινε με τους όρους του κεφαλαίου.
Υπάρχει όμως και μια άλλη, ίσως πιο καίρια διάσταση σε όλα αυτά, που στις σημερινές συνθήκες αποθέωσης του «άυλου» (από τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα έως τη «δημιουργικότητα») παραμένει στο ημίφως. Η πραγματοποίηση της υπεραξίας, η μετατροπή δηλαδή σε χρήμα της αποσπασμένης υπεραξίας στον τομέα της παραγωγής στον πρωτογενή και τον δευτερογενή τομέα, είναι η διαδικασία που συνδέει άμεσα το «άυλο» με το υλικό. Συνδέει δηλαδή τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα με τη μελλοντική υλική παραγωγή και την αφηρημένη καλλιτεχνική δραστηριότητα με την αξία της ακίνητης περιουσίας.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα το οποίο μπορεί να φωτίσει τους μηχανισμούς μετατροπής του «άυλου» σε απτό κέρδος, σε χρήμα, είναι η διαδικασία του αστικού «εξευγενισμού» (gentrification), όπου γίνεται φανερός ο καταλυτικός ρόλος της τέχνης και των καλλιτεχνών στην αξιοποίηση του κεφαλαίου που επενδύεται στην αγορά ακινήτων.
Δεν θα επεκταθώ γύρω από αυτό το θέμα, αν και το θεωρώ σημαντικό για όσα συζητάμε εδώ. Θα παραπέμψω όσες και όσους ενδιαφέρονται να δουν πώς λειτουργεί στην πράξη στη γνωστή πλέον περίπτωση του Κεραμεικού-Μεταξουργείου και σε όσα διαμείβονται στην περιοχή αυτή τα τελευταία 4-5 χρόνια. Έχουν ειπωθεί πολλά για τη συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ γενικότερα το θέμα του «εξευγενισμού» και η σχέση του με την τέχνη και τους καλλιτέχνες έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών μελετών από διάφορες οπτικές γωνίες τις τελευταίες δεκαετίες, και μια στοιχειώδης έρευνα στο διαδίκτυο θα δώσει στον οποιονδήποτε τη δυνατότητα να ενημερωθεί και να βγάλει τα δικά της/του συμπεράσματα.

Συγχωρήστε με που θα κλείσω απαισιόδοξα ετούτη την παρέμβαση, αλλά ειλικρινά δεν βλέπω πώς, υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι καλλιτέχνες θα μπορούσαν να αντισταθούν. Πώς θα μπορούσαν να βραχυκυκλώσουν το κύκλωμα παραγωγής-διακίνησης-κατανάλωσης, στο οποίο διαδραματίζουν έναν σημαντικό ρόλο, χωρίς ταυτοχρόνως να αυτοακυρωθούν, χάνοντας την ταυτότητά τους.
Οι εργαζόμενοι σε καθεστώς μισθωτής σχέσης, οι οποίοι πουλάνε το εμπόρευμα εργατική δύναμη, απεργούν, σαμποτάρουν, κάνουν καταλήψεις του εργασιακού χώρου, δείχνουν ανυπακοή στις επιταγές της εργοδοσίας, κάνουν κοπάνα, μειώνουν εσκεμμένα την παραγωγικότητά τους, κ.λπ. Η εργασία γι’ αυτούς είναι μια αναγκαία συνθήκη και όχι ο τρόπος τους να υπάρχουν. Εκ των πραγμάτων, κάθε αντίδρασή τους υπονομεύει την καπιταλιστική σχέση αφού θέτει σε κρίση τους όρους με την οποία αυτή συγκροτείται μέσα από την αντιπαράθεση εργασίας-κεφαλαίου. Αυτή είναι η δική τους έμπρακτη κριτική στην καπιταλιστική σχέση.
Πώς μπορεί ο καλλιτέχνης να κάνει κάτι ανάλογο από τη στιγμή που η εργασία του, η καλλιτεχνική πράξη, ταυτίζεται με ολόκληρη την υπόστασή του;
Δεν έχει καμία σημασία λοιπόν το ερώτημα κατά πόσο οι καλλιτέχνες είναι ή όχι εργαζόμενοι (πόσο μάλλον εργάτες), από τη στιγμή που η εκμετάλλευσή τους δεν αφορά μόνο την καλλιτεχνική εργασία τους και το προϊόν της, αλλά ολόκληρη την υπόστασή τους ως δρώντα υποκείμενα.
Εγκλωβισμένοι σε αυτό το «οντολογικό» αδιέξοδο και όντας υποχρεωμένοι να προσπαθούν να επιβιώσουν ως «ελεύθεροι παραγωγοί» σε ένα αμιγώς ανταγωνιστικό περιβάλλον που κυριαρχείται πλήρως από την αξία, οι καλλιτέχνες συνήθως αποφεύγουν να εντοπίσουν στις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις την αντίφαση της θέσης τους και εστιάζουν τις όποιες αντιδράσεις τους ενάντια στην «κυρίαρχη κουλτούρα», στους «θεσμούς», στα «κυκλώματα» και τους «παράγοντες της αγοράς», στις μορφές δηλαδή που παίρνουν αυτές οι σχέσεις και όχι στις ίδιες τις συνθήκες που τις παράγουν και τις επιβάλουν στα άτομα και την κοινωνία.
Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι επαναστατική μια κριτική στάση που υιοθετείται μέσα στο πλαίσιο των καλλιτεχνικών θεσμών, ούτε ο φενακισμός που αποκαλείται «πολιτική τέχνη» θέτοντας ως επιδίωξή της, στη μεν απλοϊκή μορφή της να «καταγγείλει», στη δε στοχαστική μορφή της να παρέμβει στην ίδια την οντότητα του πολιτικού. Ακόμα και ο ενεργός ρόλος τους στον κατά Ranciere «μερισμό του αισθητικού» που συμβάλει στη δημιουργία τόπων ανάδυσης του πολιτικού, έχει ενσωματωθεί ως παραγωγική διαδικασία υποκειμένων μέσα στο θέαμα της πολιτικής της ταυτότητας.
Είναι για μένα δεδομένο πως μόνο στο πλαίσιο ενός ευρύτερου αντι-καπιταλιστικού κινήματος που συγκροτείται με ταξικούς όρους είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί η όποια δυνατότητα έχουμε ως υποκείμενα, είτε αποκαλούμαστε καλλιτέχνες είτε απλώς εργαζόμενοι, να απελευθερώσουμε την ανθρώπινη δημιουργικότητα από την υπαγωγή της στην διευρυμένη αξιοποίηση της αξίας και από τον φετιχισμό του εμπορεύματος οργανωμένου ως θέαμα. Και αυτό μπορούμε να το καταφέρουμε μόνο αν η παραγωγική μας δύναμη ως όλον χρησιμοποιηθεί ως μη διαχωρισμένη εργασία, εργασία που αναπαράγει την ίδια τη ζωή και όχι τη σχέση κεφάλαιο.
Το ποιον δρόμο θα ακολουθήσει και ποια μέσα θα χρησιμοποιήσει η επιθυμία μας για τη χειραφέτηση των παραγωγικών μας δυνάμεων από τον φετιχισμό του εμπορεύματος είναι νομίζω, υπό τις παρούσες συνθήκες διευρυμένης κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής κρίσης, το πιο επείγον διακύβευμα.
Θα πρέπει ωστόσο να μην ξεχνάμε τη ρήση του Αντόρνο: «σε μια κοινωνία που θα είχε επιτύχει την ικανοποίησή της [...] θα ήταν δυνατός ο θάνατος της τέχνης».

Σας ευχαριστώ.

Οι «κηπουροί» του απαρτχάιντ

Το ρεπορτάζ στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του γνωστού για την «ευαισθησία του σε ζητήματα περιβάλλοντος» τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ (Τετάρτη, 29/9/2010) μας πληροφόρησε, με ασυγκράτητο ως συνήθως ενθουσιασμό, για μια «πρωτότυπη πρωτοβουλία κατοίκων» του Κεραμεικού και του Μεταξουργείου, της ιστορικής περιοχής στο κέντρο της Αθήνας, που έχει προ πολλού μπει στο στόχαστρο διάφορων επενδυτικών συμφερόντων του real estate λόγω των πρόσφορων στην εκμετάλλευση χαρακτηριστικών της (ρυμοτομία, στρατηγική θέση, διαθέσιμο κτιριακό απόθεμα κ.λπ.).
Δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται κάτι τέτοιο. Τα βαποράκια της «ενημέρωσης» του συγκροτήματος Αλαφούζου έχουν εδώ και καιρό αναλάβει κατ' αποκοπή το έργο της διακίνησης των αναπτυξιακών οραμάτων του παρασιτικού κεφαλαίου, που χρησιμοποιεί (ανεπιτυχώς έως τώρα) διάφορες μεθόδους για να προσελκύσει εύπορους πελάτες, πρόθυμους να καταναλώσουν τα ακριβά υποκατάστατα μιας «cool» ζωής στο κέντρο της Αθήνας. Στα αλλεπάλληλα δημοσιεύματα της Καθημερινής και στα ρεπορτάζ του ΣΚΑΪ τα τελευταία χρόνια βρίθουν οι ζοφερές περιγραφές για την «αφόρητη κατάσταση που επικρατεί στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας», ενώ σαν μοναδική αχτίδα φωτός παρουσιάζεται επανειλημμένως η δράση συγκεκριμένων επενδυτών του real estate οι οποίοι, πότε με τη μία και πότε με την άλλη πρωτοβουλία τους, αγωνίζονται σθεναρά προκειμένου να «σώσουν» και να αναζωογονήσουν την περιοχή.
Το εν λόγω ρεπορτάζ του ΣΚΑΪ παρουσίαζε τους «αντάρτες κηπουρούς», κάποιους κατοίκους(;) της περιοχής οι οποίοι, αγανακτισμένοι δήθεν από την αδιαφορία των αρχών για την υποβάθμισή της, πήραν την τύχη της γειτονιάς στα χέρια τους, θέλοντας να «διαμορφώσουν οι ίδιοι ένα ανθρώπινο περιβάλλον» εκεί όπου μέχρι σήμερα βασιλεύει η παρακμή, η εγκατάλειψη και η ανομία.
Τι ακριβώς έκαναν αυτοί οι «αντάρτες κηπουροί»; Όχι σπουδαία πράγματα. Για την ακρίβεια, καθάρισαν ένα οικόπεδο από τα σκουπίδια και τα μπάζα και φύτεψαν («προσωρινά», όπως εμφατικά μας επεσήμανε το ρεπορτάζ προς αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων) μερικά φυτά. Ύστερα κάλεσαν το κανάλι για να επιδείξουν, με τον χαρακτηριστικό στόμφο νεοφώτιστων ζηλωτών του αστικού «αντάρτικου», το μεγαλειώδες «έργο» τους.
Ας μην πάει όμως το μυαλό σας σε κάποιους ανθρώπους οι οποίοι μέσα από διαδικασίες συναπόφασης συγκεντρώθηκαν, κατέλαβαν ένα χώρο, σήκωσαν τα μανίκια και έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά, καθαρίζοντας, σκάβοντας και φυτεύοντας. Οι εξευγενισμένοι «αντάρτες» έφεραν μια μπουλντόζα και κάποιους εργάτες για να κάνουν τη βρώμικη δουλειά της απομάκρυνσης των σκουπιδιών, ενώ μερικοί εθελοντές «προσωρινοί κηπουροί» επιφορτίστηκαν με το σκάλισμα και το φύτεμα. Οι διοργανωτές, οι οποίοι εμφανίστηκαν ως εκπρόσωποι της ΜΚΟ «ΚΜ Πρότυπη Γειτονιά», ανέλαβαν απλώς τις δημόσιες σχέσεις του «αντάρτικου» εγχειρήματος, χρησιμοποιώντας μια κάλπικη ρητορική περί «αυτοοργάνωσης» και «εθελοντικής πρωτοβουλίας», σκορπώντας αστραφτερά χαμόγελα αυταρέσκειας μπροστά στην τηλεοπτική κάμερα που κατέγραφε την «αυθόρμητη» επέμβασή τους.
Φυσικά, δεν παρέλειψαν να τονίσουν σαφώς ότι οι «αντάρτες κηπουροί» είναι «αντάρτες» μέχρις ενός ορίου. Ότι υπάρχει μια απαράβατη κόκκινη γραμμή που δεν θα τολμούσαν ποτέ να περάσουν. Εξ αρχής δήλωσαν ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται για καταλήψεις, οι οποίες θα αμφισβητούσαν έμπρακτα την «ιερή» ιδιοκτησία και θα έδιναν πίσω στην κοινότητα αυτό που πραγματικά της ανήκει, μιας και κάτι τέτοιο θα άνοιγε προφανώς τους ασκούς του Αιόλου, αφού θα έθιγε τους διάφορους ιδιοκτήτες ακινήτων που όπως είναι φυσικό πάνω απ’ όλα νοιάζονται για την αξιοποίηση της περιουσίας τους, την οποία οι ίδιοι έχουν αφήσει να ρημάξει έως ότου κάποιοι, που δρουν εξ ονόματός τους, καταφέρουν να την αναβαθμίσουν, «καθαρίζοντας» την περιοχή από κάθε είδους «σκουπίδια», και να τη μετατρέψουν σε έναν αστικό «παράδεισο» «ήπιας εκμετάλλευσης», με ποδηλατοδρόμους, λοφτς, γκαλερί, πολυχώρους πολιτιστικών δραστηριοτήτων, cool cafe και εστιατόρια, ντιζαϊνάτα ξενοδοχεία, θέατρα και φοιτητικές εστίες.
Και για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η δράση τους επ'ουδενί συνιστά απειλή για την ιδιοκτησία, δηλώνουν ρητώς στην ιστοσελίδα της οργάνωσης ότι «Η ΚΜ Πρότυπη Γειτονιά προγραμματίζει την προσωρινή φύτευση επιλεγμένων κενών οικοπέδων στο ΚΜ. Σκοπός μας είναι ο καθαρισμός και προσωρινή αξιοποίηση όλων των κενών οικοπέδων στην περιοχή κατά τρόπο που να βελτιώνει την ποιότητα ζωής σε αυτή και να διασφαλίζει το δικαίωμα του ιδιοκτήτη για εκμετάλλευσή του οποιαδήποτε στιγμή.» (http://www.kmprotypigeitonia.org/?p=news&id=guerilla-gardening)
Όπως επίσης μάθαμε από το εν λόγω ρεπορτάζ του ΣΚΑΪ, στο χορό μπήκε και η δημοτική αρχή –παραμονές των εκλογών για την τοπική αυτοδιοίκηση γαρ–, δηλώνοντας ότι θα στηρίξει αυτήν την «πρωτότυπη πρωτοβουλία των κατοίκων». Με άλλα λόγια, η «αντάρτικη κηπουρική» προσφέρει ένα καλό άλλοθι στην προεκλογική καμπάνια του Κακλαμάνη, ο οποίος πασχίζει να βγάλει από πάνω του τη ρετσινιά για την προ διετίας καταστροφή του πάρκου Κύπρου και Πατησίων, όταν ανενδοίαστα προσπάθησε να το παραχωρήσει, με σκανδαλώδεις όπως αποκαλύφθηκε όρους, σε ιδιώτες που ήθελαν να το μετατρέψουν σε πάρκινγκ. Ο πονηρός πολιτευτής άρπαξε εν ολίγοις την ανέξοδη ευκαιρία που του δόθηκε, και έσπευσε να επιδείξει την «ευαισθησία» της δημοτικής αρχής για το αστικό περιβάλλον, παρότι είναι προφανές ότι τέτοιου είδους επεμβάσεις είναι μόνο για το θεαθήναι εφόσον δεν λύνουν κανένα πραγματικό πρόβλημα, αντιθέτως, αποτελούν ένα κυριολεκτικά φτηνό υποκατάστατο μιας αποτελεσματικής πολιτικής για την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι στην πλειονότητα είναι χαμηλού εισοδήματος εργαζόμενοι και μετανάστες.
Τέτοιου είδους παρεμβάσεις εντάσσονται στη γενικότερη στρατηγική της εξουσίας και του κεφαλαίου να οικειοποιούνται τις τακτικές και τις μεθόδους των αντισυστημικών, ριζοσπαστικών κινημάτων, με απώτερο στόχο να αμβλύνουν τις συγκρουσιακές αιχμές και την ταξική πόλωση. Εν ολίγοις, δεν είναι παρά προσομοιώσεις των αυθεντικών πρακτικών της αυτοοργανωμένης δράσης, τόσο των αυτόνομων αγώνων στις γειτονιές όσο και του αντιεξουσιαστικού, αντικαπιταλιστικού κινήματος, και μια καρικατούρα της αλληλεγγύης όσων αγωνίζονται πραγματικά ενάντια στις μορφές κράτος, χρήμα, εμπόρευμα, αξία, ενάντια στην εκμετάλλευση, την αυθεντία, τον ρατσισμό και την πατριαρχία.

Η όλη ιστορία της «αντάρτικης κηπουρικής» θα ήταν προφανώς για γέλια, ως μια αστεία απόπειρα κάποιων «ευαισθητοποιημένων» αστών να επενδύσουν τον καθώς πρέπει «ακτιβισμό» τους με μια κούφια ρητορική για την δήθεν από-τα-κάτω επανοικειοποίηση του δημόσιου χώρου, αν δεν είχε και μια άλλη, σκοτεινή (και κυριολεκτικά φασίζουσα) πτυχή.
Η ίδια ΜΚΟ, τα μέλη της οποίας κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να δείξουν πόσο κόπτονται για την περιβαλλοντική αναβάθμιση της περιοχής και την ποιότητα ζωής των κατοίκων της, ανέλαβε μία ακόμη φαεινή πρωτοβουλία: διοργάνωσε συνάντηση για «διάλογο» επιχειρηματιών και κατοίκων με την αστυνομία σε κεντρικό ξενοδοχείο του Μεταξουργείου, προκειμένου να τεθεί επί τάπητος το πρόβλημα της ασφάλειας της περιοχής, ήτοι το ζήτημα των ανθρώπινων «σκουπιδιών» που τη ρυπαίνουν με τη μιαρή παρουσία τους συνιστώντας απειλή για τους κατοίκους της.
Από το περιεχόμενο και το ύφος της λιτής ανακοίνωσης που έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της ΜΚΟ «ΚΜ Πρότυπη Γειτονιά», υπό τον τίτλο «Κοινωνική συνοχή & ασφάλεια» (http://www.kmprotypigeitonia.org/index.php?p=news&id=meetingwithpolice), καταλαβαίνουμε γιατί δεν είναι διόλου παράξενο που η συνάντηση αυτή μετατράπηκε, όπως μας πληροφορεί σχετικό ρεπορτάζ της Ελευθεροτυπίας (http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=208886), αλλά και η καταγγελία εργαζόμενου στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο (http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1211735), σε μια σύναξη διάφορων επώνυμων και μη «αγανακτισμένων πολιτών», οι οποίοι απαίτησαν επιτακτικά από τους εκπρόσωπους της αστυνομίας να δεσμευτούν «εδώ και τώρα» ότι θα λάβουν μέτρα «για την εκκαθάριση της γκετοποιημένης ζώνης, όπου έχουν τα θέατρα, τις γκαλερί, τις επιχειρήσεις και τα σπίτια τους». Κατάφεραν έτσι να αποσπάσουν την (κάπως αόριστη είναι αλήθεια) υπόσχεση από τον γενικό διευθυντή της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής Γρηγόρη Μπαλάκο ότι από τις 5 Οκτωβρίου θα ξεχυθούν στους δρόμους 1.350 αστυνομικοί με αποστολή να «σκουπίσουν» αποτελεσματικά την ευρύτερη περιοχή του κέντρου της Αθήνας.
Η συνάντηση αυτή ξεγύμνωσε κυριολεκτικά τις καλυμμένες πίσω από τις «αντάρτικες» ρητορείες αντιλήψεις των διοργανωτών περί του τι ακριβώς σημαίνει γι’ αυτούς «λύση στο πρόβλημα της ασφάλειας» και τι εννοούν ως «κοινωνική συνοχή». Μα πάνω απ’ όλα κατέστησε σαφές ποιοί είναι εκείνοι που πρέπει να «εξαφανιστούν» προκειμένου να επανακτήσουν οι ίδιοι τη χαμένη ηρεμία τους και να συνεχίσουν απρόσκοπτα τις «υψηλές» ενασχολήσεις τους. Οι μετανάστες, οι χρήστες ουσιών, τα θύματα του τράφικινγκ, οι άστεγοι και οι παρίες που βρίσκουν καταφύγιο στις παρυφές του κέντρου της Αθήνας, πρέπει να βιώσουν στο πετσί τους –εκτός από την αναλγησία του κράτους, τον κοινωνικό αποκλεισμό και την πλήρη εξαθλίωση–, τη βιαιότητα του απάνθρωπου κατασταλτικού μηχανισμού και να εκδιωχτούν κακήν κακώς γιατί βρωμίζουν την αστραφτερή μόστρα των γκαλερί και των θεάτρων της περιοχής.

Είναι γνωστό ότι η άλλη όψη των ΜΚΟ είναι οι offshore εταιρείες. Όπως είναι γνωστό επίσης ότι οι ΜΚΟ είναι το συγχωροχάρτι (αλλά ταυτοχρόνως και η διακήρυξη ανωτερότητας και υπεροχής) της μπουρζουαζίας. Μ’ αυτόν τον εύσχημο τρόπο οι ξιπασμένοι αστοί ξεπλένουν ενοχές και κεφάλαια, συνδυάζοντας κυνικά το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Το πνεύμα του εθελοντισμού, της χορηγίας, της ενασχόλησης με τα κοινά, εμποτισμένο από την ιδεολογία της «αξιοκρατίας» και της «δημιουργικότητας», δεν είναι ικανό να επιβληθεί στην ακόρεστη δίψα για δύναμη και πλούτο.
Η ΜΚΟ «ΚΜ Πρότυπη Γειτονιά» δεν είναι παρά η (νέα) βιτρίνα της «δημιουργικότητας», πίσω από την οποία προσπαθούν μάταια να κρυφτούν τα «υψηλού φρονήματος» επενδυτικά συμφέροντα που λυμαίνονται την περιοχή, πασχίζοντας να τη φέρουν στα μέτρα τους και να την «αναπτύξουν» σύμφωνα με το δικό τους «όραμα». Ένα όραμα που περιλαμβάνει αποκλειστικά τους νέους έποικους της περιοχής, μεσοανώτερης κοινωνικής τάξης: «εναλλακτικούς» επιχειρηματίες, κοσμοπολίτες αρχιτέκτονες, γκαλερίστες και curators, «ευαισθητοποιημένους» καλλιτέχνες, φιλότεχνους γιάπηδες, και κάποια wannabe φυντάνια της τέχνης που συρρέουν όπου μυρίζονται την παραμικρή ευκαιρία να τσιμπήσουν κανά ψίχουλο free-press δόξης.
Τα σχέδιά τους ωστόσο καταρρέουν υπό το βάρος της αδήριτης πραγματικότητας που έχει διαμορφωθεί από τη δράση αυτών των ίδιων, οι οποίοι θέλουν να ευημερούν συνεχίζοντας ανενόχλητοι να οικειοποιούνται τον κοινωνικό πλούτο εις βάρος των υπολοίπων, και ας διαμαρτύρονται τώρα για την «κατάντια» και την «παρακμή», απαιτώντας με περισσό θράσος την εξαφάνιση όλων εκείνων που δεν σέβονται το «όραμά» τους και απειλούν τα «δικαιώματά» τους: την ιδιοκτησία τους, τις επιχειρήσεις τους, την ευμάρεια και την ησυχία τους.
Είναι αν μη τι άλλο τραγελαφικό, άτομα που κάποτε λάνσαραν στην πιάτσα της «προχωρημένης» τέχνης τις «σκληρές» φωτογραφίες της Ναν Γκόλντιν, με τους ασθενείς του aids, τους πρεζάκηδες, τους αλήτες, τα τραβεστί, τους νταβατζήδες και τις πόρνες, και που καρπώνονταν με φανφαρόνικες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις την «υπεραξία» του κοινωνικού περιθωρίου εκ του ασφαλούς, όντας οι ίδιοι βολεμένοι στο απυρόβλητο, να εξανίστανται και να ωρύονται τώρα που η πραγματικότητα έχει κάνει τις ωμές καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις του περιθωρίου να μοιάζουν με εικονογράφηση παιδικού παραμυθιού.
Η «δημιουργική τάξη», που πίστεψε αφελώς ότι αρκεί μια επίφαση «εναλλακτικότητας» για να ηγεμονεύσει και να επιβάλλει τους όρους του παιχνιδιού κατά πως τη συμφέρει, διασφαλίζοντας τη μακροημέρευσή της, συνειδητοποιεί αίφνης –με βίαιο είναι η αλήθεια τρόπο–, ότι οι απόκληροι, όσοι δεν έχουν καμία ελπίδα να συμπεριληφθούν στην κοινωνία των λίγων βολεμένων και ισχυρών σαν φθηνό, αναλώσιμο εργατικό δυναμικό, «οικειοποιούνται» με τον δικό τους τρόπο ό,τι μπορούν, αρπάζοντας κάποια ψίχουλα από τον πλούτο που τόσο επιδεικτικά συσσωρεύεται γύρω τους.
Ο ταξικός πόλεμος δεν αφορά πια μόνο την αντιπαράθεση κεφαλαίου-εργασίας, μιας και η κοινωνία της εργασίας πνέει τα λοίσθια και το εμπόρευμα εργατική δύναμη απαξιώνεται, στερώντας από όλο και περισσότερους ακόμη και τα στοιχειώδη μέσα επιβίωσης, αλλά την άγρια αντιπαράθεση μεταξύ αποκλεισμένων και όσων αγωνίζονται να διατηρήσουν τα προνόμιά τους. Το απαρτχάιντ είναι το καθεστώς μιας κοινωνίας σε βαθιά κρίση και η ιδεολογία της «δημιουργικής τάξης» δεν είναι παρά η κυνική δικαιολόγησή του.
Όμως, ο γενναίος νέος κόσμος που οραματίζονται οι «προοδευτικοί αναμορφωτές» της ανώτερης τάξης, που σήμερα νιώθουν τόσο άβολα με όλα όσα ξέβρασε η κοινωνική, πολιτική και οικονομική κρίση μπροστά στην διπλαμπαρωμένη από το φόβο πόρτα τους, έχει αρχίσει να γκρεμίζεται συθέμελα. Και στα ερείπιά του δεν μπορεί να φυτρώσει ούτε καν η ρεφορμιστική προσδοκία, παρά μόνον «προσωρινές» ψευδαισθήσεις.

Βλέπε σχετικά:
http://www.kmprotypigeitonia.org
http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1211735
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=208886
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_1_02/10/2010_417236
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=192064
http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1213006
http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1213441
http://en.wikipedia.org/wiki/Nan_Goldin
http://radicaldesire.blogspot.com/2010/10/blog-post_7064.html