Οι μελλοντικές κοινωνίες δεν μπορούν παρά να είναι Αναρχικές και πλήρως συμφιλιωμένες με τη Φύση (Δεύτερο μέρος)

[Το κείμενο αυτό γράφτηκε πριν από τις εξεγέρσεις του Δεκέμβρη, μέσα στον Νοέμβρη του 2008, και το διόρθωσα χωρίς να τις λάβω υπόψη μου. Αν και σε μια πρώτη ματιά φαίνεται ανεπίκαιρο, αποκαλύπτει τα ιδεολογικά κίνητρα της συμμετοχής μου στα γεγονότα των ημερών. Πρόκειται για την συντομευμένη εκδοχή ενός δοκιμίου που επεξεργάζομαι. Στην τελική μορφή του, το δοκίμιο αυτό φιλοδοξεί να είναι τόσο ένα μανιφέστο όσο και μια απόπειρα διερεύνησης των προοπτικών του ελευθεριακού σοσιαλισμού, εμπλουτισμένου με τις ιδέες μιας αναρχικής οικολογίας και την θεωρητική επεξεργασία των νέων εμπειρικών δεδομένων που διαμορφώνει η τρέχουσα πραγματικότητα. Μ.Π. (Βλ. Πρώτο μέρος.)]

Με δεδομένες τις υλικοτεχνικές συνθήκες της εποχής μας και το πλαίσιο της «παγκοσμιοποίησης» που επιβάλλεται από τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής, τον καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας και την αγορά, αλλά ακόμα και από την εξίσου «παγκοσμιοποιημένη» σθεναρή αντίσταση που εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως, η συνάφεια των προβλημάτων που εγείρονται σε διαφορετικές «χωροχρονικές ζώνες» του πλανήτη τείνουν να ομογενοποιηθούν ως προς συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τους, όπως είναι η οργάνωση της παραγωγής και της κατανάλωσης, ο βαθμός δυνατότητας παρέμβασης του κράτους, η κίνηση του κεφαλαίου, η ρυθμιστική παρέμβαση των διεθνικών πολιτικοοικονομικών οργανισμών και των ΜΚΟ, και φυσικά η «μηντιόσφαιρα». Ποτέ άλλοτε η ολοκληρωτική μορφή δεν είχε τόσο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά όσο σήμερα, στην εποχή που το διαδίκτυο, οι τηλεπικοινωνίες, η μαζική κουλτούρα σε κάθε της έκφανση, τα μεταφορικά μέσα και οι πολυεθνικές επιχειρήσεις αποτελούν τις καίριες εκείνες συνιστώσες που επηρεάζουν και διαμορφώνουν τόσο την παραγωγική βάση όσο και το πολιτιστικό εποικοδόμημα των κοινωνιών, εξυφαίνοντας ένα ιστό ολοένα και πιο πυκνό, που τείνει να αγκαλιάσει τα πάντα. Από την άλλη, ο κόσμος γίνεται εμφανώς όλο και πιο πολύπλοκος και είναι κάτι παραπάνω από κοινή συνείδηση πλέον ότι υπάρχουν πολλές διαφορετικές «κοσμοαντιλήψεις» και «οπτικές γωνίες» (όπως υπάρχουν πολλά και διαφορετικά γούστα, απόψεις, επιθυμίες, προσδοκίες, τρόποι ζωής, κ.λπ. κ.λπ.), που όσο κι αν δεν μας αρέσουν ή τις θεωρούμε απατηλές και επικίνδυνες ή ακόμα και αν προκαλούν το μένος μας, διεκδικούν εξίσου επίμονα μ’ εμάς μερίδιο στην «Αλήθεια» που υποχρεωτικά γίνεται, υπ’ αυτό το πρίσμα, σχετική: «η αλήθεια μας», «η αλήθεια τους» κ.λπ. Αυτός ο αναπόφευκτος λόγω των εξελισσόμενων συνθηκών επιμερισμός των αντιλήψεων, που μετατρέπονται πολύ εύκολα σε ιδεολογία κάθε είδους, επιφέρει αφενός την ένταση του ανταγωνισμού με τους «άλλους» αφετέρου την απομάκρυνση από τους «άλλους» και την εσωστρέφεια σε κοινωνικό αλλά και σε ατομικό επίπεδο. Διαπλάθονται έτσι παράλληλα σύμπαντα που ενώ γενεαλογικά και γενετικά κατάγονται ως επί το πλείστον από την ίδια χωροχρονική στιγμή και την πρωταρχική ύλη της Μεγάλης Έκρηξης του cogito, του νεωτερικού υποκειμένου, απέχουν έτη φωτός μεταξύ τους και συνεχώς απομακρύνονται. Οι αυτόνομες συνομαδόσεις ή τα μεμονωμένα άτομα τείνουν να αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στο άμεσο κοινωνικοπνευματικό περιβάλλον τους που τους προσδίδει την ταυτότητά τους και να παραβλέπουν την συνάρτηση και την αλληλεπίδραση των παραγόντων και των διαδικασιών εκείνων που επηρεάζουν ριζικά τόσο τη δική τους θέση μέσα στο γενικότερο πλαίσιο όσο και την ίδια την αντίληψή τους περί της θέσης αυτής.

Αν εισάγουμε τώρα σε αυτή τη σχέση και τον παράγοντα του κεφαλαίου, δηλαδή του δρώντα παράγοντα ο οποίος συναρθρώνει το πλαίσιο και τους όρους ύπαρξης της κοινωνικής πραγματικότητας που δημιουργεί και αναπαράγει στην κίνησή του και στην αντίσταση που συναντά στην τάση του για απόλυτη κυριαρχία, θα αρχίσουμε να σχηματίζουμε ένα πιο σαφές περίγραμμα της προβληματικής μας. Το κεφάλαιο εμπεριέχει μια ριζική αντίφαση που εκφράζεται στην ίδια τη ροπή του και αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση της ανάπτυξής του: ενώ τείνει να δημιουργεί, να συμπεριλαμβάνει και να ομογενοποιεί ολοένα και ευρύτερα πεδία του κοινωνικού πεδίου ταυτοχρόνως καταστρέφει, απονεκρώνει, αποκλείει και διαχωρίζει. Το κυρίαρχο σύστημα, ο καπιταλισμός, επιβάλει καταναγκαστικά τη συνάφεια του τρόπου, διαχωρίζει ωστόσο κάθε ανθρώπινο πράττειν από την αντικειμενική παραγωγική διαδικασία, πραγμοποιεί τις ανθρώπινες σχέσεις και αποδίδει στην αξία (αφηρημένη μορφή) και στο εμπόρευμα (φετιχοποιημένη μορφή) την πρωτοκαθεδρία του ορισμού της πραγματικότητας και της διαμεσολάβησης με την ύπαρξη και τον κόσμο. Αποξενώνει τους πάντες από τα πάντα καταλύοντας κάθε πραγματική σχέση ενώ οικειοποιείται πάσα πτυχή και έκφανση της βούλησης για δράση ανάγοντας καθετί στην υπερβατική γλώσσα του «ατομικού συμφέροντος», της αξίας και του κέρδους. Διακρίνουμε σε αυτήν την αφαίρεση τον πυρήνα της ιδεολογίας μιας «υπερβατολογικής» ολοποιητικής αρχής, αυτού δηλαδή του συστήματος που επιβάλλεται ως ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής και των συνακόλουθων κοινωνικών σχέσεων που προσιδιάζουν στην τάση του για ολοκληρωτική κυριαρχία και στην αναπαραγωγική του ορμή.

Οι πολιτικές ιδεολογίες και θεωρίες αντιμάχονται σφοδρά, υπερασπίζοντας την ορθότητα του δικού τους προτάγματος, της δικιάς τους άποψης για την πολιτική και τον προσανατολισμό της κοινωνίας. Φυσικά, εδώ δεν υπονοούμε μόνο ότι όλες οι πολιτικές ιδεολογίες είναι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ουτοπικές, αλλά και ότι είναι, εκ συκροτήσεως εξουσιαστικές. Κύρια επιδίωξη και βλέψη τους είναι η επιβολή του δόγματός τους και της κοσμοθεωρίας τους και η αναμόρφωση των κοινωνικών δομών και των συμβολικών συστημάτων σύμφωνα με αυτά. Χρησιμοποιούν την εξουσία ως μέσον για να επιβάλουν τον σκοπό τους, δηλαδή την ηγεμονία τους. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί ο αναρχισμός, που αρνείται ριζικά την κυριαρχία, ενώ αποδέχεται μόνον τις απαραίτητες για τις κοινωνικές λειτουργίες μορφές εξουσίας, φιλτραρισμένες από ένα πυκνό πλέγμα κοινωνικού ελέγχου με αμεσοδημοκρατική δομή. Η εξουσία σε μια αναρχική κοινωνία δεν θεσμοποιείται με «ουσιοκρατικά» κριτήρια. Δεν παγιώνεται, δεν αποκτά «ουσία» που να ριζώνει σε κοινωνικές δομές και να αποτελεί προνόμιο μιας (ταξικής, δια-ταξικής ή υπέρ-ταξικής λίγο ενδιαφέρει) ελίτ που με κάθε τρόπο και μέσο θα επιδιώξει να τη διατηρήσει, να την αναπαράγει και να τη διευρύνει. Η βούληση για δύναμη του αναρχικού υποκειμένου δεν το ωθεί να καλλιεργεί βλέψεις εξουσίας επί των άλλων, εκλαμβάνεται ως μη μεταβιβάσιμη ατομική βούληση για τη διατήρηση της ίδιας της ατομικής ελευθερίας του υποκειμένου ως αυτονομίας. Αν αυτή η βούληση ελευθερίας αναγνωριστεί στον καθένα, όλοι βρίσκονται σε μια κατάσταση απόλυτης ισότητας απέναντι στους υπόλοιπους και ο καθένας απέναντι στον άλλον, αφού κανείς δεν αναγνωρίζει σε κανέναν άλλον (άτομο ή ομάδα) το δικαίωμα να επικαλεστεί αυθαίρετα την εξουσία του για να επιβάλει την θέληση ή την άποψή του πάνω του.
Το ασυμβίβαστο του αναρχισμού με την εξουσία δεν τον απαλλάσσει από την ανάγκη θεμελίωσης των αρχών του σε μια νεωτερική αντίληψη του υποκειμένου, ένα συγκροτημένο σημείο «συνείδησης» που αντιπαρατίθεται σε έναν περιβάλλοντα κόσμο και ανασυγκροτείται συνεχώς σε αλληλεπίδραση με αυτό το περιβάλλον σε μια σχέση αλληλοδιαμόρφωσης, ενώ παραμένει σε μια ιδιότυπη κατάσταση αυτοκαθορισμού που του επιτρέπει να αποφασίζει ελεύθερα, να ασκεί τη βούλησή του. Το ζήτημα πάντα είναι κατά πόσο ο ετεροκαθορισμός ή η αυτονομία είναι σε θέση να κάνουν την πλάστιγγα να φαίνεται πως έχει γείρει προς τη μεριά τους. Όμως όλες οι ενδείξεις μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα πράγματα δεν είναι και τόσο απλά. Και ότι η ατομική βούληση δεν είναι μια άχρονη κατηγορία αλλά διαμορφώνεται ιστορικά, το περιεχόμενο της εκδήλωσή της δεν είναι αυταπόδεικτα η εκφορά της «βαθύτερης» προσωπικής επιθυμίας αλλά πιθανώς είναι εκδήλωση μιας κοινωνικά κατασκευασμένης επιθυμίας. Το κατά πόσο μπορούμε να διαυγάσουμε τα σκοτεινά σημεία της βουλητικής παρόρμησης ως ψυχικού μηχανισμού και να ορθολογικοποιηθούν συγκροτούμενα ως «γνωστικό πεδίο» είναι παντελώς αδιάφορο, καθώς η ίδια η βουλητική παρόρμηση παραμένει εν πολλοίς ασταθής και απρόβλεπτη, και μόνο όταν εκδηλωθεί εμπράγματα μας αποκαλύπτει, εκ των υστέρων πάντοτε, τα πιθανά κίνητρά της. Το να γνωρίζουμε τους μηχανισμούς λειτουργίας της βουλητικής παρόρμησης, σε καμιά περίπτωση δεν μας εξασφαλίζει τη δυνατότητα πρόβλεψης των μορφών και των τρόπων εκδήλωσής της.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην αρχή του συλλογισμού μας, προκειμένου να επανασυνδέσουμε το σπασμένο νήμα της πρώτης μας σκέψης και να δούμε πού μπορεί να μας οδηγήσει η απόπειρα περαιτέρω διερεύνησής της, σε σχέση πάντα με τον σκοπό μας, ο οποίος, δεν πρέπει να ξεχνάμε, είναι η ριζική αλλαγή της κοινωνίας. Και η ανάλυσή μας, μια ακόμη προσπάθεια να επεξεργαστούμε τις προϋποθέσεις, τις δυνατότητες και τους όρους που θα καταστήσουν εφικτό το ξεπέρασμα του καπιταλισμού, αποδιαρθρώνοντας και απενεργοποιώντας τις διαδικασίες ανάπτυξης και αναπαραγωγής του με κάθε τρόπο, είτε θετικό είτε αρνητικό, σε συνάφεια ωστόσο πάντα με τον σκοπό, εκτρέποντας τη δυναμική του προς όφελος ενός ανοίκειου για τον ίδιο στόχου: την ολοσχερή καταστροφή του.
Σε κάθε ανάλογη συζήτηση ανακύπτει το ζήτημα της μετάβασης, αλλά και του τι είδους κοινωνία μπορεί να προκύψει στη θέση της σημερινής, και κατά πόσο κάτι τέτοιο είναι εφικτό να γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη, ως ρήξη σε μια συνεχή αν και τεθλασμένη πορεία, δηλαδή ως επανάσταση που θα εκτρέψει προς άλλη κατεύθυνση τον ρου της ιστορίας.

Η νομοτελειακή μετάβαση σε μια κοινωνία μετασπάνης μέσω της επιστημονικής και της τεχνολογικής εξέλιξης που θα έλυνε αν όχι όλα τουλάχιστον τα περισσότερα υλικά ζητήματα όταν ο έλεγχος των μέσων παραγωγής θα περνούσε στα χέρια των εργατών, καλλιέργησε φρούδες ελπίδες σε γενιές μαρξιστών σοσιαλιστών. (Οι αναρχικοί, από την άλλη, πέρα από την κατηγορηματική απόρριψη κάθε μορφή κράτους, δεν ενέδωσαν ποτέ σε τέτοιου είδους «επιστημονικές» αντιλήψεις για την αναπότρεπτη, νομοτελειακή έλευση της σοσιαλιστικής κοινωνίας, ειδικότερα μέσα από εκείνη την εξελικτική σκοπιά που θεωρούσε την αστική επανάσταση και τον βιομηχανικό καπιταλισμό πρώιμα στάδια στην πορεία προς τον σοσιαλισμό, αν και για άλλους λόγους υποστήριξαν την «επιστημονικότητα» της εξελικτικής θεωρίας, και ενέδιδαν μέχρι και πρόσφατα σε ορισμένες περιπτώσεις μερικώς σε αυτή την αντίληψη – τόσο ο Μπακούνιν όσο και ο Κροπότκιν, για να αναφερθούμε μόνο σε δύο εμβληματικούς θεωρητικούς του αναρχισμού, υποστήριξαν, ο καθένας με τον τρόπο του, τη διαδεδομένη στην εποχή τους εξελικτική θεωρία αλλά και την πίστη τους στην πρόοδο μέσω της επιστήμης.)
Αυτή η προσέγγιση των μαρξιστών, παραβλέπει την αρνητική εξέλιξη της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που μας οδήγησε στη σημερινή οικολογική κρίση. Δεν έχει σημασία αν η ανάπτυξη που προκαλεί την κρίση είναι «σοσιαλιστική» ή καπιταλιστική, σημασία έχει ότι η εκμετάλλευση του πλανήτη έχει συγκεκριμένα όρια. Κατανοούμε τώρα, με οδυνηρό μάλλον τρόπο, ότι προκειμένου να αποφύγουμε τα χειρότερα, που ήδη ορθώνονται απειλητικά μπροστά μας, οι επιλογές που διαθέτουμε είναι περιορισμένες και, μάλλον, αμφιβόλου αποτελεσματικότητας. Οι επιλογές αυτές (που εμφανίζονται ως εναλλακτικές λύσεις ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά διαφορετικοί τρόποι για να πειστούμε ότι πρέπει να ακολουθήσουμε έναν και τον αυτό μονόδρομο) βασίζονται στην προσδοκία ότι η τεχνοεπιστήμη θα επιφέρει μια σημαντική ποιοτική μεταλλαγή στις υλικές συνθήκες της ανάπτυξης, με νέες τεχνολογίες και μεθόδους παραγωγής που δεν θα επιβαρύνουν το περιβάλλον, και θα μας καταστήσουν ικανούς για μια πιο λογική διαχείριση και χρήση των φυσικών πόρων (οικοκαπιταλισμός). Είναι όμως προφανές ότι οι επιλογές αυτές μας κατευθύνουν ολοταχώς στην εκ νέου υποταγή σε μια επισφαλή εξάρτηση από την τεχνοεπιστήμη, η οποία υποτίθεται θα ισοσκελίσει το ισοζύγιο αρνητικών-θετικών επιδράσεων της ανεξέλεγκτης παραγωγικής και καταναλωτικής δραστηριότητας αν βαφτεί «πράσινη», κι αν αυτό αφορά σε μια ελεύθερη, σε μια σχεδιασμένη ή σε μια μεικτή οικονομία δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.
Προφανώς, οι επιλογές αυτές υπαγορεύονται από ιδεολογήματα που συγκαλύπτουν τον ψευδή χαρακτήρα των διακηρύξεών τους, αφού οι διαφορετικές φάσεις ανάπτυξης των χωρών και η ανισότητα στην οικονομική ισχύ μεταξύ των κρατών δεν επιτρέπουν την ελεύθερη κατανομή της τεχνολογικής γνώσης, μιας γνώσης που και η ίδια αποτελεί σημαντική μορφή αξίας και υπόκειται από κάθε άποψη στους κανόνες της αγοράς ως εμπόρευμα στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού.
Αυτή η προσέγγιση θέλει να μας φέρνει αντιμέτωπους με το ψευτοδίλημμα «ανάπτυξη ή οπισθοδρόμηση», που ασκεί εκφοβιστικό ρόλο επισείοντας την απειλή της βαρβαρότητας, της γενικευμένης ένδειας και της σπάνης για να μας σύρει πίσω από το τεχνοεπιστημονικό άρμα της «προόδου», που δήθεν θα μας οδηγήσει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στη λύση, στην αποτροπή της επικείμενης καταστροφής. Οι υποστηρικτές της «τεχνοεπιστημονικής λύσης» αποφεύγουν να μας πουν, ωστόσο, ότι η τεχνοεπιστήμη είναι πλήρως υποταγμένη στο κεφάλαιο, αποτελεί συστατικό στοιχείο στην αναπαραγωγή του, και ότι ένα νέο, «φιλικό προς το περιβάλλον» αναπτυξιακό μοντέλο δεν μπορεί να προκύψει ως αποτέλεσμα των δεδομένων παραγωγικών σχέσεων που επιβάλουν τον οικονομικό ανταγωνισμό σε κάθε επίπεδο, άρα με τους ίδιους τούς όρους του προβλήματος. Ακόμα κι αν η επιστήμη έφτανε (κι αυτό θα πρέπει να γίνει πολύ σύντομα!) σε εφικτές και οικονομικά αποδοτικές τεχνολογικές λύσεις στον ενεργειακό τομέα, με την πλήρη αξιοποίηση ενός φθηνού και «καθαρού» ενεργειακού πόρου (π.χ. ηλιακή ενέργεια), η ανάγκη του καπιταλιστικού συστήματος για ανάπτυξη θα συνεχίσει να καταναλώνει ολοένα και περισσότερους άλλους φυσικούς πόρους για να διευρύνει την παραγωγή και την κατανάλωση που είναι απαραίτητες προκειμένου να παραχθεί κέρδος για το κεφάλαιο. Η αδυναμία της τεχνοεπιστήμης να μας βγάλει από την πολλαπλή κρίση είναι προφανής και γι’ αυτό κάθε υπόσχεσή της περί του αντιθέτου είναι εκ προοιμίου ψευδής.

Υπάρχει, όμως, και μια άλλη επιλογή, μια πρόταση που μας παροτρύνει να εγκαταλείψουμε τελείως αυτό το προοδευτικό μοντέλο συνεχούς ανάπτυξης, τόσο στην καπιταλιστική όσο και στη «σοσιαλιστική» εκδοχή του. Να διαμορφώσουμε μια πιο άμεση σχέση με την παραγωγή και τη συλλογική αυτοδιεύθυνση της εργασίας, σε ένα είδος αποκεντρωμένης συνεργατικής παραγωγικής και καταναλωτικής σχετικής αυτονομίας, που εναρμονίζεται με το περιβάλλον και τις πραγματικές (διαφορετικές ανά περίπτωση) ανάγκες των τοπικών κοινοτήτων. Να μειώσουμε το ρυθμό της συνολικής παραγωγής, κοινωνικοποιώντας πλήρως τα μέσα της και τους σκοπούς της. Να επανακτήσουμε τον έλεγχο, να αποαποικιοποιήσουμε την καθημερινότητα, να επαναφέρουμε δηλαδή το ανθρώπινο μέτρο στους ρυθμούς της ζωής μας. Να αναστυλώσουμε, σε ένα ανώτερο επίπεδο, την πολύμορφη κοινωνία των ελεύθερων ανθρώπων.
Όπως είναι αυτονόητο, συντασσόμαστε με αυτήν την απολύτως εφικτή δυνατότητα• με την αποκέντρωση και την αυτονομία, με τον ελευθεριακό σοσιαλισμό και τη συμφιλιωμένη με τη φύση κοινωνία, με τους ανθρώπους και όχι με τα εμπορεύματα. Ο άλλος δρόμος, της συνεχούς ανάπτυξης, που είναι υποτίθεται εξελικτικά αναπόδραστη και φέρνει την πρόοδο μαζί με την οικονομική ευημερία, είναι, από κάθε άποψη, καταστροφικός, όπως αποδεικνύεται με πολλαπλούς τρόπους σήμερα από την οικολογική, την ενεργειακή και την κοινωνική κρίση που απειλεί τον πλανήτη.
Στις δεδομένες συνθήκες επιβάλλεται να στραφούμε σε ένα μοντέλο από-ανάπτυξης, που δεν είναι καθόλου ένα εξελικτικό μοντέλο, αντιθέτως, θα έλεγε κανείς, μας παροτρύνει να «επιστρέψουμε» σε μια κατά πολύ πιο συνετή οικονομική διαχείριση των διαθέσιμων πόρων, στην απελευθέρωση από την εντατική εργασία και στην αλλαγή του κυρίαρχου μοντέλου «πλούτος = συσσώρευση», που όταν εξατομικεύεται, μετατρεπόμενο σε (υπονοείται «φυσικό») «ανθρώπινο δικαίωμα» της ελευθερίας στην ιδιοκτησία, αποτελεί θεμελιώδες αίτιο για την κοινωνική ανισότητα. Όμως, το ότι η από-ανάπτυξη δεν είναι ένα εξελικτικό μοντέλο δεν σημαίνει ότι είναι ένα συντηρητικό μοντέλο ή ότι φανερώνει απλώς μια ρομαντική νοσταλγία για ένα ειδυλλιακό παρελθόν, μια απελπισμένη έκφραση «νεοπρωτογονισμού». Αν θεωρούμε ότι η ριζική κοινωνική αλλαγή είναι αναγκαία για την επίτευξη ενός ποικιλόμορφου, καλύτερου και ευτυχέστερου τρόπου ζωής για όλους, τότε η από-ανάπτυξη είναι επαναστατική και όχι συντηρητική, καθώς μπορεί να μας οδηγήσει σταδιακά σε μια συμφιλίωση με τη φύση και άρα, ως μια εκ θεμελίων αλλαγή των επιλογών μας και του τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης που θα υιοθετήσουμε, σε μια ριζική μεταβολή της στάσης μας απέναντι στον κόσμο και, κατά συνέπεια, στο άτομο και στην κοινωνία.

Ο τρόπος μετάβασης σε έναν νέο κοινωνικό τρόπο οργάνωσης παραμένει εν προκειμένω απροσδιόριστος – και, στο κείμενο ετούτο, θα τον αφήσουμε αναπόφευκτα έτσι. Παρόλα αυτά, νομίζω ότι μια κοινωνία απαλλαγμένη από το χρήμα και από το προϊόν-εμπόρευμα, μια κοινωνία που θα ελέγχει συλλογικά τα παραγωγικά μέσα, την τεχνολογία και τους σκοπούς της, δεν έχει σημασία αν θα είναι κοινωνία της «αφθονίας και της ανάπτυξης» ή κοινωνία «ολιγαρκής και αντι-αναπτυξιακή» –γιατί εξαρτάται πώς θα ορίσουμε αυτές τις έννοιες, κάτι που παραμένει εν προκειμένω ρευστό και πρέπει να τεθεί υπό συζήτηση–, θα πρέπει όμως να είναι οπωσδήποτε μια κοινωνία που θα μπορεί να εγγυάται την πραγματική ατομική ανάπτυξη όλων, αφού θα εξασφαλίζει σε όλους τουλάχιστον τα απαραίτητα μέσα διαβίωσής τους, και θα εξασφαλίζει επίσης την εξάλειψη κάθε μορφής εκμετάλλευσης και διαχωρισμών, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει στο οργανωμένο κράτος ως εγγυητή της ασφάλειας, των οικονομικών συναλλαγών και των «ατομικών δικαιωμάτων» (βλ. ατομική ιδιοκτησία = ατομική ελευθερία) ή ως οργανωτή της παραγωγικής διαδικασίας και διαχειριστή του συλλογικού προϊόντος και της συλλογικής γνώσης προκειμένου να συντηρηθεί και να διασφαλίσει την επιβίωση και αναπαραγωγή της κοινωνίας. Μέσα από έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο οργάνωσης της παραγωγής, της διανομής και της κατανάλωσης που θα βασίζεται στην αρμονία μέσων και σκοπών, στην αποκέντρωση και στην ισότητα, όχι ως συγκριτικό «μέτρο» που εξισώνει συλλήβδην τις ανάγκες και τις επιθυμίες των ξεχωριστών ατόμων και των κοινοτήτων τους, απαιτώντας την πλήρη στοίχισή τους σε μια νόρμα η οποία δεν λαμβάνει υπόψη τις διαφορές τους, αλλά ως διασφάλιση της ελευθερίας για αυτοανάπτυξη μέσα από την ελεύθερη δράση που ερείδεται στο κοινό δικαίωμα όλων στη διαφορά, οι άνθρωποι θα πάρουν στα χέρια τους τον έλεγχο της ζωής τους, θα καταστούν αυτόνομοι και θα ανασυγκροτήσουν τις σχέσεις τους μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο που θα αποφασίζουν κάθε φορά οι ίδιοι. Θα πρέπει να είναι η βούληση και οι επιθυμίες των ανθρώπων, στις δικές τους τοπικές κοινωνίες, αστικές ή όχι, που θα τους κάνουν να διαχειρίζονται με συλλογικές διαδικασίες, συμμετοχικά, τις πάσης φύσεως ανάγκες τους, τι είναι εκείνα που χρειάζονται πραγματικά ανά περίσταση, και να φροντίζουν για την παραγωγή τους ή την εξασφάλισή τους μέσω ανταλλαγής με άλλες κοινότητες, την επάρκειά τους και τη δίκαιη κατανομή τους με την απαρέγκλιτη εφαρμογή της αρχής: «από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Αυτή είναι η πραγματική κοινωνική ισότητα που λαμβάνει υπόψη της τις φυσικές διαφορές των ανθρώπων και σέβεται τις διαφορετικές επιθυμίες και ανάγκες τους. Που συνδέει την ατομική απελευθέρωση με την κοινωνική ολοκλήρωση.

Οι ευσεβείς πόθοι, ωστόσο, όσο κι αν μπορεί να μας δίνουν προσωπικό κίνητρο και ώθηση για προσανατολισμένη προς την απελευθέρωση δράση, δεν αρκούν σε καμία περίπτωση από μόνοι τους για να μετατρέψουν, με οποιονδήποτε τρόπο, την σημερινή καπιταλιστική κοινωνία σε αυτόνομες και πραγματικά ελεύθερες σοσιαλιστικές κοινωνίες. Κάθε δράση που στοχεύει στην ανατροπή των κυρίαρχων συνθηκών είναι θεμιτή και αναγκαία, αρκεί να συνάδει με τους σκοπούς• δεν πρέπει να ξεχνάμε, ωστόσο, ότι είναι απαραίτητες επίσης οι αντικειμενικές εκείνες προϋποθέσεις που θα καταστήσουν επιβεβλημένες κατά κάποιο τρόπο τις όποιες εναλλακτικές λύσεις και θα οδηγήσουν στην εκ θεμελίων αλλαγή της κοινωνίας από τη βάση, μέσα από την ανατρεπτική δυναμική ενός μαζικού, αν και όχι απαραιτήτως μονοδιάστατα οργανωμένου, κινήματος.
Θα πρέπει να ερμηνεύσουμε τις εξελίξεις υπό το πρίσμα της δυνατότητας ανασυγκρότησης ενός πολυδιάστατου «συλλογικού υποκειμένου», ενός υποκειμένου που θα πάρει τη θέση του μονοδιάστατου «προλεταριάτου» που πρωταγωνιστεί στην παραδοσιακή μαρξιστική ανάλυση. Αν και ο κατακερματισμένος από τον ύστερο καπιταλισμό χωροχρόνος και η σχεδόν πλήρης αποικιοποίηση (εμπορευματοποίηση) της καθημερινής ζωής δεν ευνοεί την ανασυγκρότηση μιας «μετα-αφήγησης» που θα συνέδεε ένα συλλογικό πρόταγμα απελευθέρωσης με ένα κοινωνικό συλλογικό «υποκείμενο», με μια κοινωνική τάξη, τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει την αναπαραγωγή και την κορύφωση της σύγκρουσης που προδιαγράφεται από τον χωρίς καμιά έγκυρη νομιμοποίηση, πέρα από τη βία, διαχωρισμό των ανθρώπων σε «κυρίους» και «δούλους», με κάθε μορφή που μπορεί να πάρει αυτή η σχέση (εξουσιαστής-εξουσιαζόμενος, κυρίαρχος-κυριαρχούμενος, εκμεταλλευτής-εκμεταλλευόμενος, καταπιεστής-καταπιεζόμενος, διευθυντής-διευθυνόμενος, πνευματική εργασία-χειρωνακτική εργασία, κ.λπ), και όχι μόνο στο οικονομικό επίπεδο. Η πόλωση και η κοινωνική ένταση είναι οι διαφαινόμενες συνέπειες των εξελίξεων, και δεν θα ήταν παράτολμο να υποθέσουμε ότι η κορύφωσή τους θα προκαλέσει έκρηξη.

Γίνεται έτσι ξεκάθαρο από πολλές απόψεις ότι όσοι από εμάς θέλουμε να συμμετέχουμε στη συγκρότηση ενός συλλογικού επαναστατικού σχεδίου ριζικής κοινωνικής ανατροπής πρέπει, και οφείλουμε, να γνωρίζουμε τις συνιστάμενες του προβλήματος και να προσπαθήσουμε να τις απαλείψουμε ολοκληρωτικά από κάθε πρόταγμα ριζικής αλλαγής με το οποίο δεσμευόμαστε οι ίδιοι. Δεν μπορούμε να χτίσουμε έναν νέο κόσμο με τα φθαρμένα υλικά του παλιού• σε άλλη περίπτωση θα τον αναπαράγουμε ως κακέκτυπο. Όμως χρειαζόμαστε τα υλικά για να χτίσουμε. Θα πρέπει να ξεδιαλέξουμε με υπομονή και προσοχή τα γερά εκείνα κομμάτια του τωρινού, του παλιού (ακόμα και του παλαιότερου ή του αρχαίου κ.λπ.) που μπορούν να αποτελέσουν ένα γερό θεμέλιο για να χτιστεί σε στέρεες βάσεις το νέο. Όλα τα υπόλοιπα θα πρέπει, χωρίς ενδοιασμούς, να απορριφθούν και να πεταχτούν. Δεν χρειαζόμαστε τον θεό, την ατομική ιδιοκτησία, την καταναγκαστική εργασία, το χρήμα, το κράτος, το έθνος, την εξ-ουσία κι ένα σωρό άλλα σαθρά υπολείμματα ενός γκρεμισμένου κόσμου.
Αυτό που είναι επιτακτικά απαραίτητο εάν θέλουμε να ευδοκιμήσει οποιαδήποτε απόπειρα ανατροπής, είναι να δημιουργήσουμε οργανώσεις-"κοινωνικά κύτταρα" με σκοπό να διαμορφώσουμε έναν πολύπλοκο κοινωνικό ιστό, που θα αποδειχτεί το πλέον κατάλληλο έδαφος για να καρποφορήσει το νέο.
Ετούτη η επίκληση για το «νέο» δεν είναι μια «μοντερνιστική» αναλαμπή που προκαλεί η λατρεία του νέου αυτού καθαυτού σαν σύμβολο της προοδευτικής κυριαρχίας του ανθρώπου επί της φύσης, των ρυθμών της και της υλικής της υπόστασης ως πολύμορφου γίγνεσθαι χωρίς εγγενή αιτιότητα και σκοπό. Είναι η έκφραση της επιτακτικής λόγω των περιστάσεων ανάγκης, αλλά και η επιθυμία λύτρωσης από την ιστορική επιταγή που βαραίνει στους ώμους μας, να συμβάλλουμε με όλες μας τις δυνάμεις καθεμία και καθένας προσωπικά, μέσα από συλλογικές απαραίτητα προσπάθειες, στην απελευθέρωση όλων και στο ξεπέρασμα κάθε είδους σχέσεων ανισότητας και κυριαρχίας. Να ζήσουμε τη ζωή μας όπως θέλουμε να τη ζήσουμε: σαν πραγματικά ελεύθεροι άνθρωποι, συμφιλιωμένοι με τον εαυτό μας, τον άλλο και τη φύση. Όχι στο μέλλον, αλλά εδώ και τώρα.

Οι μελλοντικές κοινωνίες δεν μπορούν παρά να είναι Αναρχικές και πλήρως συμφιλιωμένες με τη Φύση (Πρώτο μέρος)

[Το κείμενο αυτό γράφτηκε πριν από τις εξεγέρσεις του Δεκέμβρη, μέσα στον Νοέμβρη του 2008, και το διόρθωσα χωρίς να τις λάβω υπόψη μου. Αν και σε μια πρώτη ματιά φαίνεται ανεπίκαιρο, αποκαλύπτει τα ιδεολογικά κίνητρα της συμμετοχής μου στα γεγονότα των ημερών. Πρόκειται για την συντομευμένη εκδοχή ενός δοκιμίου που επεξεργάζομαι. Στην τελική μορφή του το δοκίμιο αυτό φιλοδοξεί να είναι τόσο ένα μανιφέστο όσο και μια απόπειρα διερεύνησης των προοπτικών του ελευθεριακού σοσιαλισμού, εμπλουτισμένου με τις ιδέες μιας αναρχικής οικολογίας και την θεωρητική επεξεργασία των νέων εμπειρικών δεδομένων που διαμορφώνει η τρέχουσα πραγματικότητα. Μ.Π.]

Η άρνησή μας να συνεχίσουμε να στηρίζουμε το απάνθρωπο, άδικο και οικολογικά καταστροφικό καπιταλιστικό σύστημα είναι δεδομένη και απαρέγκλιτα δεσμευτική. Εξίσου δεσμευτική και η απόφασή μας να εργαστούμε ώστε να δώσουμε συγκεκριμένη (όχι πάγια) μορφή στον κόσμο που οραματιζόμαστε. Επιθυμία μας είναι να διασώσουμε τη φύση και να ξεπεράσουμε τις συνθήκες και τις λογικές της ανισότητας, της κυριαρχίας, του διαχωρισμού και της εκμετάλλευσης, να δημιουργήσουμε πολύμορφες, αυτόνομες και ελεύθερες κοινωνίες, πέρα από τα φύλα, τις φυλές, τα έθνη, τα γένη και τις τάξεις – το «βασίλειο της ελευθερίας» που δεν γνωρίζει αντινομίες (αν και ως ανθρώπινο δημιούργημα κάθε κοινωνία θα γνωρίζει αναπόφευκτα διαφωνίες, αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις).
Σε αυτή την αναζήτηση των μονοπατιών της υπέρβασης, της επαναστατικής κοινωνικής αλλαγής ένα από τα ερωτήματα που τίθενται επιτακτικά και επιζητούν τη συνδρομή μας στην απάντησή του είναι το εάν αυτές οι κοινωνίες θα είναι συγκεντρωτικές, κάθετα δομημένες κοινωνίες του ετεροπροσδιορισμού ή αν θα είναι αποκεντρωμένες, οριζόντια δομημένες κοινωνίες του αυτοπροσδιορισμού. Με άλλα λόγια, αν θα επιμείνουμε να θεωρούμε μοναδική επιλογή την με κάθε κόστος συνεχή οικονομική ανάπτυξη μέσα από την πρόοδο που υπόσχεται ότι διασφαλίζει το κράτος και η εξέλιξη της τεχνοεπιστήμης ή αν θα πρέπει να σκεφτούμε διαφορετικά, πιθανώς με όρους μιας δυνατότητας απο-ανάπτυξης της οικονομίας και πραγματικής ανάπτυξης της κοινωνίας χωρίς κράτος. Η όποια απάντηση επιλέξουμε να δώσουμε στο παραπάνω ερώτημα θα προσανατολίσειι, χωρίς άλλο, τη θεωρητική κατεύθυνση, τις πολιτικές πρακτικές και τον τρόπο δράσης μας τώρα αλλά και για όσο θα χρειαστεί στο άμεσο μέλλον.
Το συγκεκριμένο ερώτημα καθαυτό μας οδηγεί στο μάλλον ήδη προφανές συμπέρασμα ότι τόσο η παραγωγική διαδικασία όσο και η διανομή και η κατανάλωση των πάσης φύσεως αγαθών, υλικών ή άυλων, που χρειάζεται και απαιτεί μια κοινωνία ανθρώπων για την επιβίωση, την αναπαραγωγή και την ανάπτυξή της, είναι πρωτίστως κοινωνικό ζήτημα και όχι απλώς ένα ζήτημα πολιτικής οικονομίας. Αφορά τη συγκρότηση της κοινωνίας και τις παραγωγικές της δυνατότητες, τις συνεπαγόμενες κοινωνικές και παραγωγικές σχέσεις των ατόμων μέσα σε αυτήν. Αφορά δηλαδή στην κατανομή της εξουσίας, στη νομή των πόρων, στον καταμερισμό και την εκμετάλλευση της εργασίας, στην ιδιοποίηση των παραγωγικών μέσων και της γνώσης από συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις, κ.ο.κ. Σε καμία περίπτωση πάντως δεν πρόκειται για ένα τεχνοκρατικό πρόβλημα «ορθής διαχείρισης» των «κοινών», που η «οικονομική επιστήμη» θα επιλύσει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, οπωσδήποτε με «αντικειμενικά» κριτήρια και με «ρεαλισμό», και που η «πολιτική», μέσω του κράτους, θα εγγυηθεί ότι, βαδίζοντας στο στέρεο έδαφος της «επιστημονικής αλήθειας», θα υλοποιήσει στην πράξη ως το μοναδικά εφικτό πρόγραμμα «ορθής οργάνωσης» της κοινωνίας, επικαλούμενη αφηρημένα το «γενικό συμφέρον» και την «ανθρώπινη πρόοδο».
Μπορεί υπό τις παρούσες συνθήκες να μοιάζει φυσικό, όμως η σχεδόν ολοκληρωτική καθυπόταξη της κοινωνίας στην οικονομία απηχεί την υποκινούμενη από την εγγενή λογική του καπιταλιστικού συστήματος υπερτροφία του ατομικού συμφέροντος έναντι του γενικού, αλλά καταδεικνύει συνάμα πώς οι άνθρωποι, όταν αναγνωρίζουν (συγγνωστά ή όχι) την πρωτοκαθεδρία του ατομικού συμφέροντος έναντι του κοινωνικού και πράττουν αναλόγως, δημιουργούν κοινωνικές σχέσεις που τους εγκλωβίζουν και τους δεσμεύουν αντί να τους απελευθερώνουν και να τους επιτρέπουν να αναπτυχθούν σύμφωνα με τις ιδιαίτερες δυνατότητές τους. Η εξατομίκευση και η αλλοτρίωση των ανθρώπων στο πλαίσιο της επέκτασης των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων και του αστικού πολιτισμού προκάλεσε σταδιακά την αποσάθρωση των θεμελίων της συνοχής των κοινωνιών, και ευνόησε την υπερτροφία του αστικού κράτους, που αναπτύχθηκε εξ αρχής ως απαραίτητος διαμεσολαβητικός θεσμός για την εύρυθμη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς.

Παρά όμως τις όποιες ποικίλες συζητήσεις που προφανώς εγείρει ένα τέτοιο ζήτημα, πιστεύω ότι θα πρέπει να επιμείνουμε στο αρχικό μας ερώτημα. Στις συνδηλώσεις του ερωτήματος αυτού, και συνεπώς και στα συνεπαγόμενα της όποιας απάντησης πιθανώς θα δοθεί, διακυβεύονται πολλά. Πρωτίστως, η δυνατότητα διαμόρφωσης μιας εφικτής εναλλακτικής λύσης, που θα μπορούσε να αποτελέσει ένα «μοντέλο» κοινωνικής οργάνωσης το οποίο θα ήταν μια πειστική αντιπρόταση στα πολύπλοκα ζητήματα που αφορούν τις κοινωνίες στην ιστορική φάση που βρισκόμαστε σήμερα.
Κάθε ανάλογη πρόταση δεν πιστεύουμε ότι πρέπει να διατυπωθεί ως πρόγραμμα ενός πολιτικού κόμματος (που ως πολιτικός σχηματισμός δεν μπορεί παρά να είναι κατάλοιπο του παλαιού που πρέπει να ξεπεραστεί), αλλά μέσα από ένα μαζικό κοινωνικό κίνημα των κινημάτων με ελευθεριακό προσανατολισμό, που θα οικοδομήσει μέσα από την ίδια την ανάπτυξή του διαφορετικές, μη καπιταλιστικές, μη εξουσιαστικές, αυτόνομες και ελεύθερες σοσιαλιστικές κοινωνίες, όχι καταλαμβάνοντας την εξουσία, αλλά εξαλείφοντάς την στην πράξη, εκριζώνοντας ταυτοχρόνως τις προϋποθέσεις ύπαρξης και αναπαραγωγής της σε ολόκληρο το φάσμα των κοινωνικών σχέσεων και ελέγχοντας αποτελεσματικά τις απαραίτητες να διατηρηθούν μορφές της.
Δεν φτάνει, όμως, μόνον αυτό: ένα τέτοιο κίνημα πρέπει να αναλάβει επίσης την ευθύνη να απελευθερώσει τη φύση από το «αντικείμενο φύση» το οποίο, ακριβώς ως αντικείμενο, υποτάσσεται σε μια διπλή κυρίευση στον αστικό πολιτισμό, οδηγούμενη με βήμα ταχύ στον πλήρη αφανισμό. Η κυριαρχία αυτή επί της φύσης επιβάλλεται, αφενός, ως εννοιοποίηση, δηλαδή ως «επιστημονική γνώση», αναπαράσταση της ολότητας ή της μερικής όψης του έκαστου είναι ή του εκάστοτε γίγνεσθαι, με αιτιώδη συνάφεια και σύμφωνα με έλλογα σχηματισμένες γενεαλογικές αλυσίδες, ταξινόμηση σε κατηγορίες, είδη και γένη, που την καθιστούν ελέγξιμη και χειραγωγήσιμη, και, αφετέρου, ως κυριολεκτική υπόταξη της ίδιας της υλικότητας της φύσης, την οποία εκμεταλλεύεται με κάθε τρόπο η τεχνολογία και η τεχνική στο ρυθμό που υπαγορεύουν πρωτίστως όχι οι ανθρώπινες ανάγκες, οι επιθυμίες και τα ενδιαφέροντα, αλλά σύμφωνα με την αδηφάγο, καταστρεπτική λογική του κεφαλαίου και του κέρδους.
Η ανάπτυξη της γνώσης, της επιστήμης και της τεχνολογίας, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, στρέφεται, παρά τις όποιες διακηρυγμένες προθέσεις της, στον εργαλειακό ορθολογισμό των μέσων• επιδιώκοντας την αποτελεσματικότητα, τη λειτουργικότητα και την αποδοτικότητα, εξυπηρετώντας δηλαδή το κεφάλαιο, εγκαταλείπει στη λήθη της αοριστίας τους σκοπούς. Πραγματιστική και θετικιστική, μακριά δήθεν από απατηλά και υποκειμενικά ηθικά κριτήρια, άσπιλη τάχατες από ιδεολογίες, η απατηλά ουδέτερη δραστηριότητα της τεχνοεπιστήμης αποκτά έναν αυτόνομο γνωσιολογικό προσδιορισμό που δεν λαμβάνει ουσιαστικά υπόψη του καμία άλλη αρχή πέρα από την ίδια την εξέλιξή της, μακριά από κάθε κοινωνικό έλεγχο και ηθική δέσμευση. Ήδη από τα πρώιμα στάδιά τους στις απαρχές της νεωτερικής εποχής, τεχνοεπιστήμη, κεφάλαιο και κράτος είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, σε μια συμβιωτική σχέση που αλληλοτροφοδοτεί την ανάπτυξή τους σε βάρος, όπως αποδεικνύεται εν τέλει, της φύσης και της κοινωνίας. Παρά τις όποιες, και είναι σίγουρα πολλές, ορατές βελτιώσεις στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το θετικό ισοζύγιο της υλικής ανάπτυξης αν δεν προσμετρήσουμε τις σοβαρές απώλειες κυρίως σε αυτό που αποκαλούμε «περιβάλλον», στον ίδιο δηλαδή τον κόσμο μας. Μια υπ’ αυτούς τους όρους ανασκόπηση των δεδομένων προκαλεί αναμφίβολα βαθύ σκεπτικισμό.
Αν κάθε επιστημονική και τεχνολογική ανακάλυψη είναι «πρόοδος», μια ακόμα «κατάκτηση του πνεύματος», είναι, ταυτοχρόνως, και μια κοινωνική επιταγή με ισχυρότατη δύναμη αναπροσδιορισμού των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών σχέσεων: αυξάνοντας την πολυπλοκότητα της διαχείρισης και τη διαμεσολάβηση ολοένα και πιο αδιαφανών στρωμάτων εξειδικευμένης γνώσης, αποξενώνονται όλο και περισσότερο οι άνθρωποι από τον εαυτό τους, την εργασία τους, τα αντικείμενα, την κοινωνία και τον κόσμο γύρω τους.
Πολιτισμός σήμαινε ανέκαθεν υποταγή της φύσης. Οι άνθρωποι δεν έχουν άλλον τρόπο να συντηρήσουν και να αναπαράγουν την ύπαρξή τους παρά μόνο μεταβολίζοντας τη φύση με την εργασία τους, αποσπώντας από αυτήν αξίες χρήσεις με την οποία παράγουν τη ζωή τους, επινοούν και αναπτύσσουν τις δυνατότητές τους. Η ποιοτική αλλαγή σε αυτή τη σχέση που επέφερε η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων των ανθρώπων (αιτία και αποτέλεσμα ταυτοχρόνως ποικίλων παραγόντων και συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών), και η οποία έλαβε τη μορφή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, κυρίως από τη δεύτερη, τη βιομηχανική φάση και ύστερα, οδήγησε στην εντατική υπερεκμετάλλευση κάθε δυνατότητας που μπορεί να αποφέρει κέρδος. Η ραγδαία εξάπλωση των καπιταλιστικών σχέσεων διατάραξε μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα την ισορροπία που διατηρούσε σχεδόν αμετάβλητες τις περιβαλλοντικές συνθήκες επί πολλούς αιώνες, πιθανώς κατά ανεπανόρθωτο τρόπο.

Είναι νομίζω πρόδηλο ότι η κριτική ανάλυση είναι απαραίτητη προκειμένου να κατανοήσουμε σαφέστερα τις ενδεχόμενες δυνατότητες που παρουσιάζονται στην παρούσα φάση, και τους πιθανούς όρους ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος, με στόχο την απελευθέρωση της φύσης, της κοινωνίας και των ανθρώπων. Μια τέτοια ανάλυση έχει νόημα φυσικά μόνο σε σχέση με αυτόν τον επαναστατικό σκοπό, όταν γίνεται δηλαδή από μια ενσυνείδητη θέση για την εκ θεμελίων αλλαγή της κοινωνίας, ειδάλλως εκπίπτει σε ακόμη μία θετικιστική επιστημονική εποπτεία, δηλαδή σε γνώση που μπορεί να συσσωρεύεται και να αναπαράγεται όπως το οικονομικό κεφάλαιο, έτοιμη ανά πάσα στιγμή προς χρήση αναλόγως το ζητούμενο, ιδεολογικοποιημένη αλλά χωρίς ηθική στάση, ο ιδιότυπος φετιχισμός μιας εξουσιαστικής «αλήθειας» που εύκολα μετατρέπεται σε εμπόρευμα. Αυτή η «γνώση» είναι προφανές ότι δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να φωτίσει το δρόμο μας για τον αυτοπροσδιορισμό και την αυτοπραγμάτωση, να οδηγήσει δηλαδή στην επινόηση των δυνατοτήτων μας ως μορφών ανάπτυξης της ύπαρξής μας, των ατόμων και της κοινωνίας, καθώς πραγμοποιεί τον ζωντανό κόσμο, επιβάλλοντας την εργαλειακή ορθολογικότητα του ωφελιμισμού και του πραγματισμού και μας βαστάει δέσμιους στο κάτεργο της ανάγκης, στη φυλακή του κεφαλαίου και της ανταλλακτικής αξίας, σ’ έναν κόσμο-βασίλειο του εμπορεύματος.
Ο φετιχισμός του εμπορεύματος παγιώνει τη διαδικασία (τη ζωντανή εργασία και τις κοινωνικές σχέσεις που τη μετατρέπουν σε νεκρή εργασία, σε συσσωρευμένο κεφάλαιο) σε μορφή που εξωτερικεύεται και αποκτά υπόσταση ως ανταλλακτική αξία, γίνεται δηλαδή εμπόρευμα που δεν είναι πλέον απλώς προϊόν με χρηστική αξία. Εμπόρευμα που συνάπτει αξιακές «σχέσεις» με άλλα εμπορεύματα-υποστάσεις, δημιουργώντας έναν μεταφυσικό κόσμο των εμπορευμάτων και των ανταλλακτικών αξιών. Όμως, ο φετιχισμός αυτός δεν είναι μόνο συνεπακόλουθο της ιδεολογίας που συγκαλύπτει τις πραγματικές κοινωνικές σχέσεις που παράγουν την αξία, τις σχέσεις εκμετάλλευσης που αποσπούν την υπεραξία της εργατικής δύναμης (της παραγωγικής ικανότητας των ατόμων, είτε αυτή είναι χειρωνακτική είτε διανοητική) που εκμισθώνεται για την παραγωγή κάθε λογής εμπορευμάτων, υλικών ή άυλων, όντας εμπόρευμα η ίδια• είναι η αντανάκλαση στο συμβολικό επίπεδο των ίδιων αυτών των σχέσεων υπεξαίρεσης της υπεραξίας, δηλαδή των σχέσεων ανισότητας ως προς την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και της ίσης πρόσβασης σε αυτά, της εκμετάλλευσης αλλά και της γενικότερης άνισης κατανομής της εξουσίας σε κάθε επίπεδο της κοινωνίας.
Η ανταλλακτική αξία, εκφρασμένη ως «τιμή» (που είναι κυμαινόμενη συγκριτικά, και όχι σταθερή και άπαξ), εμπλέκει τα άτομα σε ένα «αντικειμενικό» σύστημα συγκρίσιμων αξιών, που το ίδιο γίνεται μέτρο για ολόκληρο τον υπόλοιπο κόσμο, όπως γίνεται και για το κάθε άτομο, που μπορεί πια να προσαρμόζει την «ανορθολογική» βιωματική εμπειρία του σε ένα «ορθολογικό», εξωτερικό και «αντικειμενικό», σύστημα τιμών. Σε έναν τέτοιο κόσμο, όπου το «κάθε πράγμα έχει την τιμή του», όπου κάθε τι είναι «εμπόρευμα», η κατοχή του μέσου-χρήματος που μπορεί να ανταλλαχτεί με κάθε εμπόρευμα ως αφηρημένο γενικό ισοδύναμο, ο «πλούτος» με άλλα λόγια, γίνεται δυνάμει σκοπός για τον καθένα: το κλειδί για έναν υλικό παράδεισο, που δεν κείται στο επέκεινα, αλλά είναι εδώ, και ασκεί μια ακατανίκητη γοητεία σε όλους. Αν και δεν έχουν περάσει όλοι τις πύλες του, είναι πολλοί εκείνοι που το έχουν κάνει και ακόμα περισσότεροι εκείνοι που έχουν κρυφοκοιτάξει πίσω απ’ αυτές, αποδεικνύοντας ότι πρόκειται για απτή πραγματικότητα και όχι απλώς για χίμαιρα. Όλοι μπορεί να βρουν τη θέση τους εκεί ή, τουλάχιστον, έτσι ελπίζουν... Και είναι αναμφίβολα πολλοί εκείνοι που θα υπερασπίζονταν ακόμα και με τη ζωή τους το δικαίωμά τους στην ελπίδα αυτή.

Πώς, λοιπόν, μπορεί να οργανωθεί και να πραγματοποιηθεί η συνολική ρήξη (η ανατροπή του καπιταλισμού δηλαδή) στο πλαίσιο ενός τέτοιου συστήματος, που υπόσχεται τον επί γης παράδεισο και που, αν και σε αρκετά περιορισμένο βαθμό προς το παρόν, καταφέρνει να υλοποιήσει αυτήν την υπόσχεση έστω για κάποιους, ενώ παράλληλα καλλιεργεί επιμελώς την προσδοκία ότι θα έρθει κάποτε η ώρα που αυτή η ευημερία θα μας αφορά πραγματικά όλους; Πώς πείθεις τους ανθρώπους να καταπνίξουν την επιθυμία τους για εκείνο που είναι απτό, που αν και απόμακρο μοιάζει να είναι εφικτό, προς χάρη της περιπέτειας στο αχαρτογράφητο άγνωστο, στο μη εμπειρικά βιωμένο; Πώς νομιμοποιείται ένα συλλογικό πρόταγμα ριζικής κοινωνικής αλλαγής, όταν στις μέρες μας φαντάζει, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον ανέφικτο, μη συναφές με τις τάσεις εξέλιξης της κατακερματισμένης πραγματικότητας που βιώνουμε σχεδόν όλοι στις κοινωνίες που ζούμε;
Όσο οι άνθρωποι καταφέρνουν, έστω και δύσκολα, να «φέρνουν βόλτα» τα ζητήματα της καθημερινής επιβίωσης και των (διαφορετικών κατά περίσταση), άμεσων κυρίως, αναγκών τους, οι σχέσεις τους αναπαράγονται λίγο πολύ εντός των ορίων της σχετικής «συναίνεσης», εντός της ιδεολογίας του συστήματος. Βαρυγκωμούν, αντιδρούν σποραδικά, αλλά σε γενικές γραμμές εντάσσονται και υποτάσσονται στην ανάγκη, στη συνήθεια και στις συνθήκες. Δεν αναζητούν, σε πρώτο λόγο, παρά τη βελτίωση εκείνων των δυνατοτήτων που θεωρούν απαραίτητες για τη ζωή και την ευημερία τους, προβάλλοντας τις επιθυμίες τους μέσα στην κοινωνία της αφθονίας που τους περιβάλλει ολοκληρωτικά σχεδόν, στιλπνή εικόνα που υπόσχεται ευμάρεια και πλέρια ευτυχία. Αυτή η εικόνα είναι αυθύπαρκτη, μια αυτοτελής «πραγματικότητα», καίρια διαμεσολάβηση μεταξύ γίγνεσθαι και είναι, μεταξύ ζωντανής και νεκρής εργασίας. Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι η εικόνα αυτή έχει αμαυρωθεί ανεξίτηλα και δεν ανταποκρίνεται πια στον ιδεολογικό της ρόλο, δεν αντανακλά καθαρά πια την «συλλογική επιθυμία». Το χαριστικό δε πλήγμα στην λάμψη της το έδωσε η τρέχουσα «οικονομική κρίση», που, κατά τα φαινόμενα, σύντομα θα μεταβληθεί σε κοινωνική, φέρνοντας στην επιφάνεια την από καιρό σοβούσα δυσαρέσκεια που προκαλεί σε όλο και περισσότερους ανθρώπους το χάσμα προσδοκιών, υποσχέσεων και πραγματικότητας. Ο ταξικός πόλεμος αναπόφευκτα θα κορυφωθεί, αφού τα αδιέξοδα πολλαπλασιάζονται όσο το κοινωνικό χάσμα διευρύνεται. Όμως, στα ρήγματα που προκαλούν οι συγκρούσεις είναι που φυτρώνει ο σπόρος της ελπίδας για τη ριζική κοινωνική αλλαγή.
Για να καρποφορήσει, ωστόσο, η όποια ελπίδα μιας τόσο μεγάλης αλλαγής πρέπει, πρώτα απ’ όλα, να εδραιωθεί η συνείδηση του γεγονότος ότι οι άνθρωποι είναι δημιουργοί της ιστορίας τους, και ότι καμία άλλη εξωτερική, μεταφυσική ή ό,τι άλλο δύναμη, πέρα από τις ίδιες τις υλικές προϋποθέσεις ύπαρξής τους, που αποτελούν σε κάθε περίπτωση το όριο, δεν παρεμβαίνει για να τους επιβάλει τη θέλησή της και να τους υποδείξει τις επιλογές τους. Ότι μπορούν, υποκείμενοι πάντοτε σε περιορισμούς, να αλλάξουν τις συνθήκες της κοινωνίας τους με τη δράση τους και να διαμορφώσουν οι ίδιοι τη ζωή τους.
Μήπως, λοιπόν, η επανάσταση δεν είναι πλέον εφικτή γιατί δεν τη θεωρούμε εμείς εφικτή ή, εν τέλει, είναι οι αντικειμενικές συνθήκες εκείνες που πραγματικά προδιαγράφουν όχι μόνο το ανέφικτο αλλά και την αποτυχία της; Αντίστροφα, δεν οφείλουμε κατά λογική συνέπεια να παραδεχτούμε ότι μπορούμε να αναθεωρήσουμε τις αντιλήψεις μας για το εφικτό ή όχι της επανάστασης, και ότι, αν υπάρχουν πράγματι αντικειμενικές αντεπαναστατικές συνθήκες, υπάρχουν και αντικειμενικές επαναστατικές συνθήκες;
Στον αντίποδα αυτής της επαναστατικής ρητορικής, που στα μάτια των σκεπτικιστών αντιπάλων της εμφανίζεται να καλύπτει κάτω από τον μανδύα της απελευθέρωσης τις πληγές του ολοκληρωτισμού, της ανελευθερίας και της καταπίεσης του ατόμου, αφού μια επανάσταση δεν μπορεί ποτέ να γίνει εξ ονόματος όλων ούτε να ικανοποιεί τις ετερόκλητες επιθυμίες τους ή τα συγκρουόμενα ατομικά συμφέροντά τους, η άποψη που προκρίνει τη σταδιακή μετάβαση σ’ έναν καλύτερο κόσμο, με ήπια μέσα και όσο το δυνατόν πιο «ορθολογικές» (με άλλα λόγια «ασφαλείς» και «σίγουρες») επιλογές μέσα στα όρια του «εφικτού», πείθει πιο εύκολα, επικαλούμενη την «κοινή λογική» και εκμεταλλευόμενη τον κομφορμισμό, την ανασφάλεια και τους βαθιά ριζωμένους φόβους των ανθρώπων. Το κύριο επιχείρημα αυτής της θέσης είναι ότι αλλάζοντας σιγά-σιγά τα πράγματα, με διορθωτικές παρεμβάσεις και επί μέρους μεταρρυθμίσεις, μπορούμε να δημιουργήσουμε καλύτερες συνθήκες ζωής, και να χτίσουμε σταδιακά μια πιο δίκαιη κοινωνία στο μέλλον. Εν τω μεταξύ, αυτή η παραδοχή υπονοεί ότι το υπάρχον είναι ό,τι καλύτερο δυνατόν στις δεδομένες συνθήκες, αφού κάθε φάση της εξέλιξης είναι αναβαθμός που μας φέρνει ολοένα και πιο κοντά στην «αγαθή κοινωνία».
Αν στην πρώτη προσέγγιση ο κίνδυνος που εγκυμονεί η σωτηριολογική-λυτρωτική παρέμβαση μοιάζει να προεξοφλεί ότι κάθε απόπειρα επαναστατικής αλλαγής θα καταλήξει, νομοτελειακά σχεδόν, στην αποτυχία και πιθανότατα σε μια ολοκληρωτική κοινωνία, που θα δημιουργήσει πολύ περισσότερα και κρισιμότερα προβλήματα απ’ όσα ενδεχομένως θα καταφέρει να επιλύσει, στη δεύτερη, ο κίνδυνος παίρνει τη μορφή μιας μάλλον τραγελαφικής αέναης σκιαμαχίας με τα χιλιάδες επί μέρους προβλήματα που ανακύπτουν συνεχώς από την εγγενή δυναμική του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, και τα οποία, όσο και αν είναι αλληλένδετα, αποσπώνται και αποκτούν τη δική τους οντότητα, μέσα από την αντίφαση και τη συνεχή τριβή του «ιδιωτικού» με το «δημόσιο», ζητώντας επιτακτικά την αδύνατη να επιτευχθεί υπό τις παρούσες συνθήκες οριστική λύση τους, βυθίζοντας έτσι το σύστημα σε παρατεταμένη πολύμορφη κρίση (κοινωνική, οικονομική, περιβαλλοντική) και τους ανθρώπους στη «σχιζοφρένεια».

[Τέλος πρώτου μέρους] [Δεύτερο μέρος]