Για τα κατεχόμενα Εξάρχεια

Το νέο δόγμα για την «προστασία του πολίτη» επιτάσσει σε κάθε γωνία να υπάρχει αστυνομία, να ελέγχει όσες και όσους κινούνται και συγκεντρώνονται στον δημόσιο χώρο. Ο Χρυσοχοΐδης, ο οποίος επανήλθε πέντε χρόνια μετά στη θέση που τον ανέδειξε, θέλει να επιβεβαιώσει τη φήμη που τον συνοδεύει. Φοράει τον ίδιο τριμμένο μανδύα που ξέραμε, του έχουν δώσει απλώς νέο όνομα. Δήλωσε εξ αρχής με πυγμή ότι δεν πρόκειται να ανεχτεί «καθεστώς ανομίας» στην πόλη. Φρόντισε συνάμα να προσθέσει το απαραίτητο δημοκρατικό επίχρισμα στην αυταρχική πολιτική του. Διάνθισε τις άτεγκτες προθέσεις του με μια πομπώδη καταδίκη της αυθαιρεσίας και της κατάχρησης εξουσίας που με τόσο ζήλο επιδεικνύουν σε κάθε ευκαιρία τα όργανα της τάξης, εξαγγέλλοντας αναδιάρθρωση των σωμάτων ασφαλείας, με στόχο την αποκατάσταση των σχέσεων με τον πολίτη. Και με αφορμή την περιορισμένης κλίμακας επίθεση σε υποκαταστήματα τραπεζών στη Χαριλάου Τρικούπη από ομάδα αγνώστων την προηγούμενη Πέμπτη, έσπευσε να θέσει σε εφαρμογή το δόγμα του.
Αυτό που συμβαίνει καθημερινά από το βράδυ της προηγούμενης Πέμπτης στα Εξάρχεια είναι η επιβολή του ολοκληρωτικού αστυνομικού κράτους σε τοπική κλίμακα. Ολόκληρη γειτονιά βρίσκεται, κατά χρονικά διαστήματα που ποικίλουν σε διάρκεια, αποκλεισμένη από ισχυρότατες αστυνομικές δυνάμεις, οι οποίες παραταγμένες σε καίρια σημεία εμποδίζουν την ελεύθερη μετακίνηση και παραμονή στην περιοχή. Την ίδια ώρα εφαρμόζονται εκτεταμένοι έλεγχοι στους δρόμους, στην πλατεία, στο αυτοδιαχειριζόμενο πάρκο πρώην πάρκιγκ και στα γύρω μαγαζιά. Έλεγχος στοιχείων, σωματικές έρευνες, εξευτελισμοί, «τσαμπουκαλίδικη» συμπεριφορά, καψόνια κ.λπ., κ.λπ. Ακολουθούν προσαγωγές «υπόπτων» στη ΓΑΔΑ (ορισμένοι εκ των οποίων σύμφωνα με μαρτυρίες βρέθηκαν κρατούμενοι στα κελιά της αντιτρομοκρατικής!) και στο τοπικό αστυνομικό τμήμα για «εξακρίβωση». Στο αστυνομικό δελτίο, παρόλα αυτά τα εντυπωσιακά, έχουν καταγραφεί πενιχρά αποτελέσματα έως τώρα: ελάχιστες συλλήψεις για μικροπαραβάσεις του νόμου «περί ναρκωτικών ουσιών», του αγορανομικού και υγειονομικού κώδικα και κάποιοι «λαθρομετανάστες».
Η διαβόητη «επικίνδυνη ζώνη», το «άβατο των Εξαρχείων», είναι τις τελευταίες μέρες μια προσωρινή κατεχόμενη ζώνη, έχει τεθεί προς το παρόν υπό την αυστηρή επιτήρηση των αστυνομικών ορδών, υπό το άγρυπνο μάτι του κράτους – η αποτελεσματικότητα όμως μιας τέτοιας επέμβασης είναι τουλάχιστον αμφιλεγόμενη.
Η απόδοση συλλογικής ευθύνης σε όλους εμάς που ζούμε, κινούμαστε, συχνάζουμε ή εργαζόμαστε στα Εξάρχεια, και η αντιμετώπισή μας συλλήβδην ως υπόπτων (για ποια εγκλήματα άραγε;) φανερώνει την ολοκληρωτική αντίληψη του φουριόζου υπουργού. Ξεχνά όμως, πως όποτε το κράτος υποτίμησε τους αγώνες για το δικαίωμα στην πόλη και προσπάθησε να επιβάλει αυταρχικές πολιτικές αστυνόμευσης του δημόσιου χώρου βρέθηκε αντιμέτωπο με την οργή, όχι μόνο των «περιθωριακών ομάδων» αλλά σύσσωμου του συλλογικού κοινωνικού κινήματος.
Εφόσον ο κύριος υπουργός έχει όπως ισχυρίζεται φίλους στον αντιεξουσιαστικό-αναρχικό χώρο, θα έπρεπε να γνωρίζει από τις συνομιλίες του μαζί τους ότι, παρά τις όποιες θεμελιώδεις διαφωνίες που μπορεί να υπάρχουν γύρω από το θέμα της βίας, δεν θα βρεθεί ούτε μία/ένας σε αυτόν το χώρο που θα παρέμενε απαθής μπροστά στην αποτρόπαια αστυνομοκρατία. Τα αντιεξουσιαστικά ανακλαστικά τίθενται αυτομάτως σε λειτουργία όταν το κράτος αυθαιρετεί, ενώ σε κάθε περίπτωση δημιουργείται το κατάλληλο κλίμα για έναν νέο κύκλο έντασης και συγκρούσεων, που ακόμα κι αν δεν ξεσπάσουν άμεσα θα είναι αναμφίβολα σφοδρές όταν έρθει η ώρα τους.
Βία δεν ασκεί το κράτος μόνον όταν τα κλομπ των μπάτσων σπάζουν κεφάλια αλλά και όταν πιο «ήπιες» απόπειρες επιβολής του «νόμου και της τάξης» περιορίζουν αισθητά την ελευθερία και το δικαίωμα στην πόλη. Βία επίσης ασκεί το κράτος όταν, στο όνομα της καπιταλιστικής ανάπτυξης (που τώρα βαφτίστηκε «πράσινη»), των «δημοκρατικών ελευθεριών», του «κοινού καλού» ή/και του «εθνικού συμφέροντος», προσπαθεί να επιβάλει τη συναίνεση με τους όρους της κυριαρχίας.
Η αλλαγή της ονομασίας τού μέχρι πρότινος υπουργείου Δημοσίας Τάξεως, που τώρα ονομάστηκε «Προστασίας του Πολίτη», θέλει να επικυρώσει προφανώς τη «δημοκρατική ευαισθησία» και το «εκσυγχρονιστική αντίληψη» της νέας, «σοσιαλιστικής» διακυβέρνησης στα θέματα της ασφάλειας. Στην πραγματικότητα όμως σηματοδοτεί την ουσιαστική, και εν πολλοίς αναμενόμενη σύγκλιση της «σοσιαλιστικής» πολιτικής της κυβέρνησης προς τις άκρως επικίνδυνες παραδοχές περί «εσωτερικού εχθρού» των συντηρητικών ιδεολογικών (δήθεν) αντιπάλων της. Η μετονομασία του υπουργείου δηλώνει ρητώς ότι το κράτος πρέπει να εγγυάται την «προστασία του πολίτη» απέναντι σε κάποιον άλλον που εκπροσωπεί τον «κίνδυνο», όπως κι αν αποκαλείται ο «κίνδυνος» αυτός: «εγκληματικότητα», «λαθρομετανάστευση», «τρομοκρατία», προσφάτως δε, από τα χείλη του υπουργού βαφτίστηκε «χουλιγκανισμός» και «βανδαλισμός». Δεν μιλάμε φυσικά για τον «εξωτερικό εχθρό»! Αφού δεν πρόκειται για την «άμυνα της χώρας», λοιπόν, παρά για την αστική ασφάλεια, ο «επικίνδυνος άλλος», από τον οποίο πρέπει να «προστατευτεί ο πολίτης», τοποθετείται αυτονόητα εντός της επικράτειας της ισχύος του κράτους, εκτός όμως της ευνομούμενης κοινωνίας, σε μια ιδιαίτερη κατάσταση εξαίρεσης, όπου τα δικαιώματα που παραχωρεί στους πολίτες του το κράτος τελούν υπό αίρεση ή παύουν να ισχύουν. Εκτός νόμου καμία προστασία δεν εξασφαλίζεται, κανένα δικαίωμα δεν αναγνωρίζεται. Άρνηση του νόμου σημαίνει άρνηση της κοινωνίας. Όσοι επιλέγουν να αψηφήσουν το νόμο, αψηφούν την ίδια την κοινωνία, ως ανώτατη μορφή της οποίας εμφανίζεται το κράτος. Η κεντρική εξουσία θέλει να τους εξοβελίσει στο κοινωνικό περιθώριο για να τους απομονώσει και να τους εξοντώσει πιο εύκολα, έχοντας φυσικά πάντοτε κατά νου την «προστασία του πολίτη». Ο «επικίνδυνος άλλος», ο «εκτός νόμου», εκείνος που απειλεί τη συνοχή της κοινωνίας, είναι μη πολίτης, είτε κυριολεκτικώς –όπως π.χ. οι πρόσφυγες και οι μετανάστες χωρίς χαρτιά–, είτε συμβολικώς – π.χ. εκείνοι που δεν αυτοπεριορίζονται στην ιδιότητα του πολίτη που τους παραχωρείται, αντιθέτως την καταγγέλλουν ως μια αντιφατική αστική έννοια η οποία, αναφερόμενη στα «ανθρώπινα δικαιώματα» και την «κοινωνία των πολιτών», προσδίδει θεσμική επίφαση στην κυριαρχία και εκβιάζει τη συναίνεση, τη συμμόρφωση όλων στην «κανονικότητα». («Η πολιτική απελευθέρωση είναι μερική και περιορισμένη γιατί, ελεύθερος σαν πολίτης, ο άνθρωπος σαν ιδιώτης μένει δούλος των απάνθρωπων συνθηκών, που κυριαρχούν στην καπιταλιστική κοινωνία.»[1])
Αυτό το μη χειραγωγούμενο από το κατεστημένο πολιτικό σύστημα πλήθος των «παραβατών» δεν είναι, όπως οι μεγαλόσχημοι νομίζουν, μια ρυτίδα στη λεία επιφάνεια της κανονικότητας, που μπορούν να την εξαλείψουν με ένα απλό λίφτινγκ – με την αλλαγή του ονόματος ενός υπουργείου ή με την «αλλαγή» της νοοτροπίας των μπάτσων. Είναι ένα πολύμορφο κοινωνικό κίνημα που ούτε στο περιθώριο μπαίνει, ούτε καταστέλλεται.

1. Κώστας Παπαϊωάννου, Η γένεση του ολοκληρωτισμού. Οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική επανάσταση, δ΄ έκδ., Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2008, σ. 193.