Το εξαιρετικό παιχνίδι του εμφυλίου πολέμου

Από το περιοδικό Tiqqun
[Αναδημοσίευση μετάφρασης από το Πρακτορείο Rioters]

Κανών υπ’ αρ. 1
Μέχρι νεωτέρας, άπαντα τα δικαιώματά σας καθίστανται ανενεργά. Ασφαλώς, θα ήτο καλό να διατηρούσατε για λίγο την ψευδαίσθηση ότι έχετε ακόμα τέτοια. Επίσης, δεν θα τα παραβιάσουμε παρά μόνο ένα προς ένα, ανά φορά και περίσταση.

Κανών υπ’ αρ. 2
Καλά θα κάνετε να είστε συνεργάσιμοι: Δεν μιλάμε πια για τήρηση της νομιμότητας, για το Σύνταγμα, κι άλλα τέτοια τρυφηλά απαυγάσματα περασμένων εποχών. Εδώ και καιρό, όπως θα έχετε ήδη παρατηρήσει, έχουμε περάσει νόμους που μας τοποθετούν υπεράνω του νόμου, και σε ό,τι το αφορά, του Συντάγματος.

Κανών υπ’ αρ. 3
Είστε απομονωμένοι, αδύναμοι, συγχυσμένοι, κακοποιημένοι. Είμαστε η πλειοψηφία, οργανωμένοι, ισχυροί κι εμείς ξέρουμε. Κάποιοι θα έλεγαν ότι είμαστε ένα είδος μαφίας. Λάθος, είμαστε Η Μαφία, αυτή που έχει εκτοπίσει κάθε άλλη τέτοια. Εμείς και μόνον, είμαστε σε θέση να σας παρέχουμε προστασία από το χάος του κόσμου. Γι’ αυτό μάλιστα, μας ευχαριστεί να σας χώνουμε καλά μες το κεφάλι την αίσθηση της αδυναμίας σας, της «ανασφάλειάς» σας. Γιατί αυτή, είναι ανάλογη με την κερδοφορία της μαφίας μας.

Κανών υπ’ αρ. 4
Το παιχνίδι, απ’ την μεριά σας, συνίσταται στο να δραπετεύσετε ή έστω να αποπειραθείτε να το σκάσετε. Με το να δραπετεύσετε, εννοούμε: Να ξεπεράσετε την κατάσταση της εξάρτησής σας. Προς στιγμήν, ας το παραδεχτούμε, είστε απόλυτα εξαρτημένοι από μας, σε κάθε πτυχή της ζωής σας. Παράγουμε αυτά που τρώτε, μολύνουμε τον αέρα που αναπνέετε, είστε στο έλεός μας για το παραμικρό, και πάνω απ’ όλα, δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα ενάντια στην παντοδυναμία της αστυνομίας μας, για την οποία επιφυλάσσουμε κάθε κάλυψη, όσον αφορά τόσο τη δράση όσο και την εκτίμησή της.

Κανών υπ’ αρ. 5
Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να αποδράσετε μόνοι. Είναι απαραίτητο να ξεκινήσετε χτίζοντας την αναγκαία αλληλεγγύη. Προκειμένου να γίνει το παιχνίδι πιο δύσκολο, έχουμε προοικονομίσει την ρευστοποίηση κάθε αυτόνομης κοινωνικής σχέσης. Έχουν άπασες υποκατασταθεί απ’ την εργασία: την κοινωνικότητα υπό έλεγχο. Μπορείτε να της διαφύγετε μέσω της κλοπής, της φιλίας, του σαμποτάζ και της αυτοοργάνωσης. Διευκρινιστικά, όλα τα μέσα της απόδρασής σας, τα κάναμε να συνιστούν ποινικά αδικήματα, εγκλήματα.

Κανών υπ’ αρ. 6
Επανάληψη μήτηρ μαθήσεως: οι εγκληματίες είναι οι εχθροί μας. Αλλ’ εσείς μπορείτε να κρατήσετε αυτό: οι εχθροί μας είναι εγκληματίες. Ακόμα και μεταξύ των λιγότερο πιθανόν να λιποτακτήσουν, ο καθένας ανάμεσά σας είναι ένας δυνητικά εγκληματίας. Γι αυτό είναι καλό να κρατούμε τους αριθμούς που καλέσατε απ’ το τηλέφωνό σας, να μπορούμε να σας εντοπίσουμε ανά πάσα στιγμή μέσω των κινητών σας, και να γνωρίζουμε τις συνήθειές σας απ’ τις πιστωτικές σας κάρτες.

Κανών υπ’ αρ. 7
Στο μικρό μας παιχνίδι, αυτοί που θα βγουν απ’ την απομόνωσή τους θα ονομάζονται από δω και στο εξής “εγκληματίες”. Όσον αφορά αυτούς που έχουν τα κότσια να αμφισβητήσουν την κυριαρχία μας, ας τους αποκαλούμε “τρομοκράτες”, τι λέτε; Αυτοί, θα μπορούν να δολοφονούνται ελεύθερα.

Κανών υπ’ αρ. 8
Γνωρίζουμε καλά, πως η ζωή στην κοινωνία μας προσφέρει τόση απόλαυση όσο κι μια διαδρομή με τον προαστιακό. Ότι μέχρι στιγμής, ο καπιταλισμός, παρ’ όλον τον πλούτο του, δεν έχει παράγει παρά παγκόσμια απόγνωση. Ότι η τάξη μας –τρώγοντας τις σάρκες της– δεν έχει άλλο επιχείρημα πέρα απ’ τις σφαίρες της για να διαφυλαχτεί. Αλλά τι θέλετε πια; Αφού, έτσι είναι! Σας έχουμε αφοπλίσει πνευματικά, σωματικά, και διατηρούμε το μονοπώλιο όλων αυτών που απαγορεύονται σε σας: βία, ενοχή, αορατότητα. Ειλικρινά, το ίδιο δεν θα κάμνατε κι εσείς στην θέση μας;

Κανών υπ’ αρ. 9
Είστε όλοι φυλακισμένοι.

Κανών υπ’ αρ. 10

Δεν υπάρχουν άλλοι κανόνες. Όλες οι επιθέσεις επιτρέπονται.

Εκ της Κυβερνήσεως

* Η μετάφραση έγινε από το http://www.bloom0101.org/grandjeu.pdf, όπου μπορούν να βρεθούν πολλά ακόμη κείμενα σχετικά με το περιοδικό Tiqqun και την «Αόρατη Επιτροπή».

Ο μικρός Χαμί απέκτησε όνομα

Του Κώστα Σβόλη

Ο μικρός Χαμί, δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι η βόμβα που κρυβότανε σ’ ένα σάκο δίπλα στα σκουπίδια, θα τον έβγαζε από την ανωνυμία την στιγμή που ακριβώς θα του αφαιρούσε τη ζωή.
Θα μπορούσε να έχει δολοφονηθεί από τους Ταλιμπάν, να είχε σκοτωθεί στα ερείπια του βομβαρδισμένου, από το ΝΑΤΟ, σπιτιού του. Να τον έχει βρει μια από τις αδέσποτες σφαίρες του Ελληνικού «ειρηνευτικού» σώματος που εδρεύει στο Αφγανιστάν.
Θα μπορούσε το κορμάκι του να το είχε ξεβράσει νεκρό η θάλασσα σε μια παραλία της Λέσβου, δίπλα στα υπολείμματα της φουσκωτής βάρκας που θα είχαν τρυπήσει οι άντρες της FRONTEX προστατεύοντας τα σύνορα της Ευρώπης. Να αποκοιμιότανε για πάντα ψημένος στον πυρετό σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπως η Παγανή.
Θα μπορούσε να πέθαινε σε κάποιο νοσοκομείο χτυπημένος από τους άνδρες του Λιμενικού ή της Αστυνομίας που θα δηλώνανε υπευθύνως ότι αυτοτραυματίστηκε. Να ήταν απλά μια ακόμα ανεξιχνίαστη υπόθεση ενός μαχαιρωμένου μετανάστη, που κανείς μπάτσος ή εισαγγελέας δεν ασχολήθηκε να βρει τους φασίστες μαχαιροβγάλτες δολοφόνους του, αντίθετα βιάστηκε να την παραπέμψει στο αρχείο με την υποσημείωση: «πιθανόν ξεκαθάρισμά μεταξύ αλλοδαπών μαφιόζων».
Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις ο μικρός Χαμί θα είχε μείνει ανώνυμος, μια παράπλευρή απώλεια, ένας λαθρομετανάστης που απεβίωσε. Το πολύ πολύ να είχε απασχολήσει σαν ένας αύξων αριθμός ένα μονόστηλό εφημερίδας, τα στατιστικά στοιχεία μιας «ανθρωπιστικής οργάνωσης», ή μια ακόμη επιτυχημένη επιχείρηση αποτροπής της λαθρομετανάστευσης.
Ένας αύξων αριθμός που δεν θα προκαλούσε ρίγη συγκινήσεως στο φιλοθεάμον κοινό, κροκοδείλια δάκρια τηλεπαρουσιαστών, την πρόταση για μια «διαμαρτυρία ενάντια στην τρομοκρατία» της Μπακογιάννη, την ενεργοποίηση του καθεστώτος επικουρικής προστασίας για την οικογένεια του από τον υπουργό ΠΡΟ.ΠΟ.
Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις κανείς πολιτικός, κανένας δημοσιοκάφρος δεν θα είχε βγει να καταδικάσει την τρομοκρατική δράση του ΝΑΤΟ, του Ελληνικού Στρατού, του Λιμενικού, της FRONTEX, του Ελληνικού Κράτους και της Ε.Ε.
Κανείς τους δεν θα έδινε σημασία σε έναν αύξοντα αριθμό και αξία σ’ ένα πτώμα τυλιγμένο με κουβέρτα και παραπεταμένο στα αζήτητα κάποιου νεκροτομείου. Γιατί κανένα πτώμα δεν έχει αξία για την εξουσία, τους διαχειριστές της, τα αφεντικά και το σκυλολόι τους εάν δεν μπορούν ν’ αποσπάσουν ακόμα και από αυτό, απ’ ένα άψυχο κουφάρι, υπεραξία.
Ο μικρός Χαμί απέκτησε όνομα ακριβώς την ώρα που έχανε την ζωή του ανοίγοντας έναν σάκο, ψάχνοντας στα σκουπίδια τα περισσεύματα μιας κοινωνίας, που παρουσιάζεται ευσυγκίνητη μπροστά στον θάνατο, τον πόνο, τον σπαραγμό και την οδύνη, μονάχα εάν έχει τέτοια χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να αφορούν και την ίδια: «Και εάν πέρναγα εκείνη την ώρα από εκεί;» αναρωτιέται και την κόβει κρύος ιδρώτας.
Ο μικρός Χαμί απέκτησε όνομα ακριβώς την ώρα που έχανε την ζωή του ανοίγοντας δεκάδες τηλεοπτικά παράθυρα καταγγελίας της «τρομοκρατίας που είναι τυφλή και δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους θύτες και θύματα, αλλά απλά σκορπάει φόβο». Αρκεί φυσικά να μην πρόκειται για την κρατική τρομοκρατία της «συντεταγμένης πολιτείας»
Ο μικρός Χαμί απέκτησε όνομα γιατί πέθανε ως η εξαίρεση από έναν σάκο που έκρυβε τον θάνατο, και όχι με βάση τον κανόνας από την πολιτική των κυρίαρχων που από την μια δημιουργεί την προσφυγιά και από την άλλη πολτοποιεί τις ζωές των προσφύγων στα ναρκοπέδια, στις διεμβολισμένες βάρκες, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στα κρατητήρια των Αστυνομικών Τμημάτων.
Ο μικρός Χαμί απέκτησε όνομα για να συνεχίσουν να μένουν ανώνυμοι οι εκατοντάδες μετανάστες, θύματα της κρατικής τρομοκρατίας και της βίας των αφεντικών. Για να μπορούν οι πραίτορες της δημοκρατίας να συνεχίζουν τις σκούπες στο κέντρο της Αθήνας και ο δημοσιοφάγος Κύρτσος να καλεί την κυβέρνηση να βρει μια ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ για το θέμα τον μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας.
Δεν ξέρουμε εάν θα μάθουμε ποτέ ποιοι και για ποιο λόγο είχαν τοποθετήσει την βόμβα που αφαίρεσε την ζωή του μικρού Χαμί. Αν πρόκειται για μια πράξη που δείχνει την διαρκή σύγκρουση μέσων και σκοπών, την Αντινομία, στην οποία βρίσκονται οι οργανώσεις της ένοπλης επαναστατικής προπαγάνδας ή αν πρέπει να δεχθούμε ως γνήσια την ανάληψη ευθύνης από το πρωτοεμφανιζόμενο Επαναστατικό Εθνικοσοσιαλιστικό Μέτωπο.
Στην πρώτη περίπτωση δεν μπορούμε παρά να μπούμε στον πειρασμό για μια κριτική των όπλων με τα όπλα της κριτικής. Δεν είναι η αποδοχή του Νόμου και του κυρίαρχου Δίκαιου αυτό που μας οδηγεί στην απόρριψη του «ένοπλου εκδικητή», αλλά η ευκολία με την οποία αυτός υποτάσσει τους σκοπούς του στα μέσα του, στο όνομα μιας «αποτελεσματικότητας» που αναιρεί το ίδιο το ηθικό έρεισμα στο οποίο βασίζεται η επαναστατική βία. Δεν θα πούμε περισσότερα επ’ αυτού, όχι γιατί δεν έχει έρθει η ώρα, αλλά γιατί από μόνο του αυτό το ζήτημα πρέπει να μας απασχολήσει έτσι και αλλιώς.
Από την άλλη και άσχετα με την γνησιότητα της ανάληψης ευθύνης από το Επαναστατικό Εθνικοσοσιαλιστικό Μέτωπο, η εμφάνιση του φασιστικού εξτρεμισμού είναι πλέον μια πραγματικότητα που αναβαθμίζει συνεχώς την ένταση της δράσης του. Μέσα σε μια περίοδο κρίσης και κοινωνικής- πολιτικής ρευστότητας η απόσταση από τα μαχαιρώματα νέων και μεταναστών, τις επιθέσεις σε κινηματικούς χώρους, την ρατσιστική βία στο παλαιό εφετείο και τον Αγ. Παντελεήμονα, τους εκρηκτικούς μηχανισμούς και τους εμπρησμούς σε θρησκευτικούς χώρους (είτε είναι εβραϊκές συναγωγές, είτε λατρευτικοί χώροι μουσουλμάνων) μέχρι τα τυφλά βομβιστικά χτυπήματα καλύπτεται με ολοένα και πιο γρήγορα βήματα.
Ο μικρός Χαμί έχει ξεχαστεί ήδη από τους τηλεκανίβαλους. Το όνομα του θα μείνει στα χείλια των δικών του ανθρώπων, στα δάκρια της μάνας του και στα λόγια αξιοπρέπειας του πατέρα του: «Ο θάνατος του Χαμί πρέπει να γίνει η αφορμή να ακουστεί η φωνή των εκατομμυρίων προσφύγων».