Απάντηση σε μία πρόσκληση συμμετοχής σε έκθεση

Αγαπητή Ντόρα,

Θα ήθελα να μοιραστώ με εσένα και με τα άλλα μέλη της ομάδας ορισμένες σκέψεις μου με αφορμή την υπό συζήτηση κοινή έκθεση εικαστικών και αρχιτεκτόνων στο χώρο του κέντρου διασκέδασης «Βοτανικός», στη συμβολή Ιεράς Οδού και Κωνσταντινουπόλεως, που προτείνεις να γίνει τον προσεχή Σεπτέμβρη.

Διαφάνηκε νομίζω στην πρόσφατη συνάντησή της ομάδας η επιφυλακτικότητά μου όσον αφορά το σκοπό μιας τέτοιας δράσης. Αποσαφηνίζω γιατί αντέδρασα, αν όχι αρνητικά τουλάχιστον επιφυλακτικά, στην πρότασή σας να συμμετάσχω στην έκθεση.

Πιστεύω ότι κάθε δράση πρέπει ενσυνείδητα να εξυπηρετεί έναν σκοπό πολύ πιο γενικό (πέρα από την όποια στενά λειτουργική αξία της στο πλαίσιο του συγκεκριμένου στόχου), που δεν μπορεί να είναι άλλος από την αντίσταση στην πραγματικότητα ως έχει και στην κυρίαρχη ιδεολογία που την στηρίζει και επιδιώκει την αέναη αναπαραγωγή της, κόντρα σε κάθε δυναμική αλλαγής της ιστορίας που μπορούν να επιβάλουν τα ίδια τα υποκείμενα. Η αντίσταση αυτή μπορεί να περιέχει απλώς στοιχεία άρνησης ή, πέρα από αυτό, να προσπαθεί να συγκροτήσει μια εναλλακτική πρόταση με μη πατριαρχικούς/καπιταλιστικούς όρους. Άρα οι διαδικασίες εμπλοκής στη δράση θα πρέπει να είναι ουσιαστικές προτάσεις θεμελιακής αμφισβήτησης, που να φέρνουν τα δρώντα υποκείμενα σε μία θέση κριτικού αναστοχασμού, τόσο ως προς τις συγκροτητικές προϋποθέσεις της ταυτότητας του μετανεωτερικού υποκειμένου μέσω των διαλεκτικών σχέσεων που διαμορφώνει η αλληλεπίδραση των παραγωγικών δυνάμεων και του πολιτιστικού εποικοδομήματος στο πλαίσιο της «παγκοσμιοποίησης» (θεωρία), όσο και ως προς την δυνατότητα και τον τρόπο δυναμικής παρέμβασής τους στις διαδικασίες διαμόρφωσης της πραγματικότητας (πράξη). Αναρωτιέμαι, λοιπόν, ποιες μπορεί να είναι οι συνθήκες εκείνες που θα κινητοποιούσαν τη διεργασία απεγκλωβισμού του υποκειμένου από τους ετερόνομους προσδιοριστικούς παράγοντες, όπως είναι το κεφάλαιο, η «ελεύθερη αγορά» και ο καταμερισμός της εργασίας, οι διακρίσεις, η οικονομική εξάρτηση, ο κοινωνικός έλεγχος και η πολιτική καταπίεση.

Αν και έχω επίγνωση της εμμενούς διαδικασίας ανατροφοδότησης και αναπαραγωγής του πραγματικού στην «ολοκληρωτικά διευθυνόμενη» κοινωνία της φιλελεύθερης δημοκρατίας, του διαδικτύου και του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου, καθώς και των περιορισμένων δυνατοτήτων «εξόδου» που παρουσιάζονται στην παρούσα συγκυρία και μορφή καπιταλιστικής συσσώρευσης (την αποκαλούμενη «μεταφορντική»), αρνούμαι να δεχτώ αυτό που κάποιοι ισχυρίζονται: ότι δεν υπάρχει πλέον πουθενά ένα «έξω» όπου να μπορεί να στεριώσει, να «εδαφικοποιηθεί», οποιαδήποτε αντίσταση και ότι μόνον η «απεδαφικοποιημένη», «νομαδική» αντίσταση, μέσω της οποίας εκφράζεται η πολλαπλότητα του «πλήθους» που δημιουργεί με την «αυθόρμητη» κίνησή του ρωγμές, είναι εφικτή. Τι είδους εναλλακτική πρόταση είναι αλήθεια αυτή που μπορεί να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά στον «ολοκληρωτισμό» του ενός τρόπου, της μίας ερμηνείας; Ταιριάζει πραγματικά η θεωρητική κατασκευή μας με την υλική πραγματικότητα; Είναι τόσο αναδραστικό το σύστημα όσο θέλουμε να πιστεύουμε; Αν κάθε δράση γεννάει αντίδραση, η ενδυνάμωση π.χ. του φονταμενταλισμού και του εθνικισμού είναι ένα ανάχωμα στην ορμητική εισβολή της νεωτερικότητας, της εκκοσμίκευσης και της δυτικής έννοιας του Διαφωτισμού – κάτι τέτοιο δεν είναι ήδη μια «εξωτερική» θέση, μια άρνηση συμπερίληψης στο κυρίαρχο παράδειγμα ακόμα κι όταν η άρνηση αυτή χρησιμοποιεί τα μέσα της νεωτερικής, δυτικής τεχνολογίας για να εκφραστεί; Είναι δηλαδή μια αντίφαση που γεννάει το ίδιο το σύστημα κατά τη διαδικασία της ομογενοποιητικής συμπερίληψης. Μοιάζει ότι θα υπάρχει πάντα ένα διαφεύγον πεδίο, ένα «έξω» που δεν υπόκειται στους ρυθμιστικούς κανόνες λειτουργίας του συστήματος και το οποίο απειλεί μονίμως το σύστημα με απορρύθμιση. Δεν πρόκειται για το περιθώριο – για τον τόπο των αποκλεισμένων όπως ίσως νομίζουμε. Πρόκειται για την αρνητική εκδοχή της ίδιας της διαδικασίας, για το αντιστραμμένο είδωλό της.

Θα αναρωτηθείς ίσως τι σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά με την πρότασή σας για την αυτόνομη διοργάνωση μιας έκθεσης έξω από θεσμούς και αγορά. Γιατί θα πρέπει να φορτίζεται τόσο έντονα κάθε απόπειρα δράσης; Μήπως δεν είναι η ίδια η δράση που δικαιολογεί τη συμμετοχή μας; Με μια έννοια, θα έλεγα όχι.

Στη συζήτησή μας επισημάνθηκε ότι στους στόχους της δράσης συμπεριλαμβάνονται η ευκαιρία διάλογου ανάμεσα στους εμπλεκόμενους και η σε συνεργασία διερεύνηση, με συγκεκριμένα μέσα (καλλιτεχνικά, θεωρητικά), του συγκεκριμένου χώρου (τόσο σαν κτίσμα όσο και σαν λειτουργικό κοινωνικό χώρο). Δόθηκε δηλαδή ιδιαίτερη έμφαση στην «εμπειρία της συμμετοχής» και στον πειραματισμό, αλλά και στην κοινωνιολογική φόρτιση του ίδιου του εκθεσιακού χώρου που αποτελεί παράλληλα και το θέμα της έκθεσης. Όμως πέρα από την αδιαμφισβήτητη αναγκαιότητα της διυποκειμενικής επαφής, νομίζω ότι η «ερευνητική» μορφή τέχνης που επικαλείται μια τέτοια προσέγγιση γνωσιολογικής τάξης είναι αδιέξοδη. Η προσφυγή στη γνωσιολογία είναι έγκυρη μόνο στο όνομα της μιμητικής ιδιότητας της τέχνης, και στην γνωσιολογική αξία της μίμησης στη βρεφική και νηπιακή ηλικία στα περισσότερα είδη ζώων, συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων. Επίσης, έχει νόημα όταν αναφερόμαστε στις αρχαίες μαγικοθρησκευτικές τελετές που αποτελούν τη μήτρα όλων των μετέπειτα εξατομικευμένων μορφών θρησκείας, επιστήμης και τέχνης. Εκτός του ότι τείνει να υποκαθιστά άλλες, καταλληλότερες μορφές έρευνας και ανάλυσης των κοινωνικών σχέσεων, η τέχνη που επικαλείται τη «γνώση» με τις μεθόδους της επιστήμης (αν και με άλλα μέσα) περιορίζει τη δυναμική των κοινωνικών εξελίξεων και του υφιστάμενου ανταγωνισμού που τις διαμορφώνει αποκλειστικά και μόνο στη σφαίρα της «επικοινωνίας» και της «διαδραστικής ικανότητας» των υποκειμένων.

Έχω την εντύπωση ότι η τέχνη δεν πρέπει να είναι ένα είδος «μετάφρασης» από τη γλώσσα των υλικών κοινωνικών σχέσεων στη συμβολική γλώσσα των αισθητικών μορφών ή/και των εννοιών. Αν κάνει κάτι τέτοιο, αναπαράγει απλώς έναν διπλό αντικατοπτρισμό που εγκλωβίζει τη σκέψη σε μια αέναη αλληλουχία της επανάληψης και της ομοιοτυπίας: αν το κοινωνικό μπορεί να αποδοθεί ως αισθητική μορφή και αν η αισθητική μορφή μπορεί να διατυπωθεί ως κοινωνική θεωρία τότε και τα δύο, και το κοινωνικό και η αισθητική μορφή, ως ομόλογα, μπορούν να υποκαθιστούν το ένα το άλλο. Μια τέτοια παραδοχή όμως μας επιφυλάσσει μια δυσάρεστη συνεπαγωγή: η αισθητική μορφή εγκλωβίζεται στην κοινωνική αναπαραγωγή του ήδη υπάρχοντος και γίνεται μια απλή αντανάκλασή του.

Για να διατηρήσει τη ζωτική αυτονομία της η αισθητική μορφή θα πρέπει να παραιτηθεί από κάθε απαίτηση γνωσιολογικής εγκυρότητας και να υπερασπιστεί το όραμα της ουτοπίας. Όχι πια μια κοινωνιολογική τέχνη, αλλά μια τέχνη που επιδιώκει την συν-κίνηση συναισθήματος και πνεύματος μέσω της αισθητικής μορφής.

Η τέχνη λοιπόν (υπερασπιζόμενη την αισθητική διάστασή της) οφείλει να αρνείται τους όρους παραγωγής του καπιταλιστικού μοντέλου και να διαφεύγει από την αναπαραγωγική διαδικασία του κοινωνικού. Να συγκροτεί, εν τέλει, αυτόν τον εξω-τόπο που μπορεί να βρει καταφύγιο η αντίσταση στην ολοποιητική δυναμική της φιλελεύθερης λαίλαπας. Όχι μόνο στο συμβολικό επίπεδο, αλλά και στο οντολογικό, εκφραστικό επίπεδο.

Αναμφίβολα, δεν είναι η τέχνη που θα αλλάξει τον κόσμο. Είναι όμως η τέχνη που μπορεί να διασφαλίσει την δυνατότητα αλλαγής του.

Ξέρω ότι οι ενστάσεις που διατύπωσα εδώ, εύλογα θα μπορούσαν να ερμηνευτούν ως μια απόπειρα απαξίωσης κάθε δράσης, όμως δεν είναι αυτή η πρόθεσή μου. Διερευνώ περισσότερο παρά αποφαίνομαι. Θα επιθυμούσα, αν συμφωνεί και η ομάδα, οι συλλογισμοί μου αυτοί να αποτελέσουν τη συμμετοχή μου στη δράση σας, αφού δεν ξέρω πώς αλλιώς να συμμετάσχω σε μία έκθεση τέχνης χωρίς να αντιφάσκω με τις ίδιες μου τις απόψεις.

Όπως και να ’χει, εύχομαι ειλικρινά κάθε επιτυχία στην έκθεση, φιλικά
Μιχάλης Παπαρούνης
Πόρτο-Ράφτη, Κυριακή 15 Ιουλίου 2007

Ανεπίκαιρα σχόλια, 8/7/2007

1. Η επιθυμία της διάνοιας για απεριόριστη εκπλήρωση των δυνατοτήτων της

Στον σφαιρικό κόσμο της διασύνδεσης, της άμεσης επικοινωνίας και της τηλε-γνώσης, η διαφυγή είναι αδύνατη. Σχεδόν απαγορευμένη. *** Με την απειλή της περιθωριοποίησης να μεγαλώνει σε κάθε νέο βήμα, σε κάθε νέα ανακάλυψη της τεχνολογίας των μικροεπεξεργαστών και των δικτύων, το άτομο υποτάσσεται στην ανεξέλεγκτη «αποικιοποίηση» ολόκληρης της ζωής του και παραχωρεί ασύγγνωστα το δικαίωμα χειραγώγησης και ελέγχου της στον τεχνοεπιστημονικό λόγο της ολιγαρχίας. *** Ό,τι παρουσιάζεται ως θετικό αποτέλεσμα της «Ψηφιακής Επανάστασης» (Digital Revolution) συνηγορεί στον οικιοθελή εγκλεισμό του ατόμου στη «διασυνδεσιμότητα» και μάλλον στρέφει την προσοχή του στα όμορφα μάτια της πωλήτριας παρά στο ίδιο το εμπόρευμα που εκείνη πουλάει. *** Η «ρευστή ταυτότητα» της κυβερνοπερσόνας, του avatar ή του agent δεν απαλλάσσει την ύπαρξη από την βάσανο της αυτοσυνείδησης και του αυτοκαθορισμού, ούτε την απαλλάσσει από το άχθος των επιλογών και των δυνατοτήτων της. Όσο «ρευστή» κι αν διατείνεται ότι είναι αυτή η ταυτότητα θα είναι πάντοτε δέσμια της ύλης και της σωματικότητας – η πείνα, ο πόνος, η ηδονή, ορίζουν το σημείο πύκνωσης της εγκατασπαρμένης στο διαδίκτυο ύπαρξης, ένα σημείο που θα είναι πάντοτε σε εκκρεμότητα αλλά απαραίτητο για την όποια συγκρότηση του υποκειμένου – το σώμα. *** Το διαδίκτυο επαναφέρει τον διαχωρισμό ύλης και πνεύματος με το να ενεργοποιεί τη διανοητική λειτουργία σε βάρος της σωματικής. Ένα σώμα που δεν μπορεί να συμμετάσχει με τις αισθήσεις στην αντίληψη της πραγματικότητας είναι στερημένο, είναι ασύγγνωστα ασκητικό. *** Εγκαταλείποντας την σάρκα στον κόσμο που της αρμόζει, η διάνοια ταξιδεύει με την ταχύτητα των ηλεκτρονίων, μέσα από καλώδια και δορυφόρους, αλλάζει ένα εκατομμύριο φορές πορεία, διασπάται και ανασυντίθεται, είναι απανταχού παρούσα και μπορεί να εποπτεύει εν δυνάμει τα πάντα. *** Η επιθυμία της διάνοιας για απεριόριστη εκπλήρωση των δυνατοτήτων της καταπιέζει την σάρκα, της στερεί την δυνατότητα συμμετοχής και ανάλογης ικανοποίησης από τις δραστηριότητες στις οποίες η ίδια η διάνοια συμμετέχει. *** Έχοντας απελευθερωθεί από το σώμα η διάνοια τώρα διαδηλώνει ότι το σώμα είναι νεκρό. Μας έχει απομείνει μόνο η ανάμνησή του. Γι’ αυτό το περιποιούμαστε, το θαυμάζουμε και το επιθυμούμε τόσο.

2. Η ανοίκεια κοινότητα και οι παραμορφωτικοί καθρέφτες

Το διαδίκτυο συνενώνει όσο και κατακερματίζει. Κάθε αναφορά σε δικτυακού τύπου οργάνωση πρέπει να λαμβάνει υπόψη της αυτή την αντινομία. *** Το επί μέρους και το όλον δεν έχουν μια σχέση αναλογίας αλλά μια σχέση «ανταγωνισμού». Το επί μέρους τείνει να επιβεβαιώνει συνεχώς τη διαφορά του, να διαφυλάξει την διαφοροποιημένη ταυτότητά του στη σειραϊκή παραγωγή ταυτοτήτων μέσα στο μεγάλο κοινωνικό εργοστάσιο. *** Η δυναμική της βούλησης των υποκειμένων για αυτοκαθορισμό προκαλεί την κίνηση της μηχανής και παράγει το πεδίο των σχέσεων, του ανταγωνισμού και των αντιπαραθέσεων. Στην αλυσίδα της βιομηχανίας αυτές οι λειτουργίες αντιστοιχούν στις διαδικασίες της τμηματικής παραγωγής και της συναρμολόγησης αντίστοιχα. Στην λογική του διαδικτύου είναι οι κόμβοι και οι συνάψεις. *** Κάθε ταυτότητα ορίζεται εν μέρει αποφατικά, σε αντιπαράθεση με άλλες ταυτότητες, σαν κάτι «που δεν θα ήθελε να είναι» παρά σαν κάτι «που θέλει να είναι», και εν μέρει με τον αντίθετο, καταφατικό τρόπο, προσδιορίζοντας ενεργά την θετική εικόνα της θεμελιώδους φαντασίωσής της, που λειτουργεί πότε ως συνεκτική ιδεολογία και πότε ως «ξόρκι» κατά του Άλλου. *** Όποιος κι αν είναι ο τρόπος παραγωγής και συγκρότησης της ταυτότητας, και ακόμα πιο ειδικά, αν ιδωθεί ως ιστορική διαδικασία που διαμορφώνεται σε σχέση με άλλους παράγοντες (οικονομικούς, πολιτικούς, πολιτισμικούς, κοινωνικούς), είναι πάντα σε αντιπαράθεση με την ολότητα. Συγκροτείται για να διαχωριστεί, να συμπεριλάβει και όχι να συμπεριληφθεί. *** Έτσι, η πολιτική της ταυτότητας συνενώνει ενώ διαχωρίζει. Επιθυμεί να ορίζει την κοινότητα της διαφοράς. Φέρνει στο προσκήνιο την απωθημένη δυναμική του καπιταλισμού και την παραγωγική της αποτελεσματικότητα στο επίπεδο του καταμερισμού της εργασίας και των σχέσεων εκμετάλλευσης και κυριαρχίας. *** Εκατομμύρια παραμορφωτικοί καθρέφτες, στραμένοι ο ένας στον άλλον, αναπαράγουν στο διηνεκές τα παραποιημένα είδωλα και τις αντανακλάσεις. Η αίσθηση του (κοινωνικού) χώρου γίνεται ρευστή, ιλιγγιώδης, άμορφη και, εν τέλει, α-νόητη. «Η κοινωνία δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο άτομα που επιδιώκουν το προσωπικό τους συμφέρον» (Μάργκαρετ Θάτσερ). *** Η κοινότητα είναι ανοίκεια. Καταφύγιο ατομικής ανάγκης, όχι εφαλτήριο κοινών κατακτήσεων. *** Αναζητώντας την απομόνωση και την προστασία στην ανοίκεια κοινότητα, το σύγχρονο άτομο ζητάει να απελευθερωθεί ανώδυνα από την καθολική επιταγή της ανθρώπινης συνύπαρξης, της οικείας κοινότητας. *** Αρνούμενη την ολότητα, η ανοίκεια κοινότητα, αρνείται τον απεγκλωβισμό και την απελευθέρωση ανθρώπου και φύσης από την καταστροφική υποταγή στην εργαλειακή ορθολογικότητα και τον κατακερματισμό του κόσμου σε γνωσιολογικά πεδία όπου η επιστήμη, σχεδόν ιερατικά, συντάσσει το «έγκυρο» λεξικό της ζωής.

Ποιο έργο παίζεται στην «κεντρική σκηνή»;

Η περεταίρω ανάπτυξη της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα δεν φαίνεται να μπορεί να στηριχτεί –δυστυχώς– στην ίδια την εγγενή δυναμική της κι έτσι επιδιώκει την υποστήριξη από εξωγενείς παράγοντες, που περισσότερο σχέση έχουν με τη γενικότερη τάση «εκσυγχρονισμού» της αγοράς παρά με μια πραγματική συνεισφορά στην όποια καλλιτεχνική άνθηση.

Σε αυτή τη φάση, η τέχνη προσφέρεται να γίνει το εξωραϊστικό άλλοθι φιλόδοξων οικονομικών συμφερόντων που επενδύουν σημαντικά κεφάλαια στην αγοραπωλησία γης, στις οικοδομικές κατασκευές και στη βιομηχανία της διασκέδασης και έχουν κατά νου διάφορα σχέδια «ανάπλασης και ανάπτυξης» της πόλης. (Ήδη παρακολουθούμε την εξέλιξη μιας τέτοιας επένδυσης στην περιοχή του Μεταξουργείου – αλλά τα ίδια συμβαίνουν και στο Γκάζι, στην Πειραιώς, στον Ελαιώνα, στη Συγγρού κ.α.) Τα συμφέροντα αυτά απέκτησαν πολύ εύκολα πρόθυμους συμμάχους στο χώρο της τέχνης όχι μόνο επειδή οι οικονομικοί πόροι που διαθέτουν είναι δυσεύρετοι και αποτελούν πάντα το ζητούμενο σε όποια προσπάθεια ανάπτυξης, αλλά κυρίως επειδή οι καλλιτέχνες και οι παράγοντες της τέχνης, ειδικότερα η νέα γενιά, έχουν αποδεχτεί πλήρως το γενικότερο πολιτικοοικονομικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργούν και δεν επιθυμούν καμία σοβαρή αντιπαράθεση μαζί του, αντιθέτως, όπως έχουμε πει αλλού, επιδιώκουν την πλήρη ενσωμάτωσή τους. Έτσι, λοιπόν, κάθε ευκαιρία που τους προσφέρεται είναι καλοδεχούμενη και η αναγωγή της στις επιδιώξεις και τα συμφέροντα που την υπαγορεύουν σπανίως γίνεται αντικείμενο διερεύνησης, πόσο μάλλον κριτικής.

Από την άλλη, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τη «λειτουργική» δυναμική αυτής της γενιάς, που αποκομμένη από το παρελθόν και τις «ιδεολογίες» του, συγκλίνει με το κυρίαρχο ρεύμα και εκμεταλλεύεται τη ροή της πληροφορίας και του κεφαλαίου, οικειοποιούμενη την ρητορική της παγκοσμιοποίησης και του δυτικού μοντέλου φιλελεύθερης δημοκρατίας, προκειμένου να αναπτυχθεί και να δημιουργήσει τη δική της τάξη πραγμάτων. Είναι επόμενο: όταν εξασφαλιστεί η συναισθηματική και θεωρητική θωράκιση που παρέχει η συγκατάβαση, η ενέργεια που περισσεύει μπορεί να επενδυθεί σε μια συνεχή κινητικότητα και δράση, με εντυπωσιακά κάποιες φορές αποτελέσματα, τουλάχιστον σε οργανωτικό επίπεδο. Η δυναμική που απέκτησε τα τελευταία χρόνια η σύγχρονη τέχνη στην Ελλάδα είναι νομίζω αποτέλεσμα της αλλαγής «παραδείγματος» που σήμανε η υιοθέτηση μεταμοντέρνων απόψεων για τον καλλιτέχνη και την τέχνη από τους ίδιους τους εμπλεκόμενους, που κατ’ αυτόν τον τρόπο αυτό-ορίστηκαν και έθεσαν το αίτημά τους για επανακαθορισμό των προϋποθέσεων και του πλαισίου παραγωγής και διακίνησης της τέχνης, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις έφτασαν έως το σημείο να επιχειρήσουν να το διαμορφώσουν οι ίδιοι εκ του μηδενός. Και πάλι όμως δεν ήταν τα συμμετέχοντα υποκείμενα και οι επιθυμίες τους που καθόρισαν την μορφή και την κατεύθυνση της ανάπτυξης αυτής, αλλά το εξισορροπητικό «αόρατο χέρι» της αυτορύθμισης της αγοράς που εξασφαλίζει τους πιο «αντικειμενικούς» όρους αξιολόγησης, μακριά από «μεταφυσικές» και «ουσιοκρατικές» αντιλήψεις για την τέχνη και την συζήτηση για την κοινωνική και οντολογική σημασία της.

Υπό την κηδεμονία του κεφαλαίου και των ποικίλλων συμφερόντων του (τόσο οικονομικών, όσο και αυτοπροσδιοριστικών, ταξικών) ο εργαλειακός ορθολογισμός της «εγκατάστασης» (με την έννοια του καταλαμβάνω έναν συγκεκριμένο χώρο ως χώρο αυτοπροσδιορισμού) και της διαμόρφωσης του πεδίου δράσης (η «επαγγελματικοποίηση» είναι το πρώτο στάδιο μιας προσχεδιασμένης διαδικασίας) ξεχερσώνει το έδαφος στο χώρο της τέχνης, το καθαρίζει από τα ζιζάνια και την απροσδιοριστία της ζωντανής ύπαρξης, προκειμένου να εγκαταστήσει το Λόγο του κεφαλαίου, την πάσει θυσία ανάπτυξη εις βάρος κάθε άλλης εκδοχής και δυνατότητας.

Η ρητορική περί αποτελεσματικότητας και η φιλοδοξία δημιουργίας μιας «κεντρικής σκηνής» (δηλαδή ενός πεδίου όπου «τα πράγματα συμβαίνουν» και η σύναξη των ισχυρών «παικτών», των πρωταγωνιστών, συγκεντρώνει την προσοχή των πολλών, προκαλώντας είτε θετικές είτε αρνητικές αντιδράσεις που με τη σειρά τους γίνονται συστατικά στοιχεία της «δημόσιας σφαίρας») χρησιμοποιούνται για να συγκαλύψουν τον ανεπιφύλακτο συμβιβασμό. Η ύπαρξη μιας «κεντρικής σκηνής», εκτός του ότι υιοθετεί τους όρους του θεάματος («όχι όμως ως αμαρτωλή Βαβυλωνία, αλλά ως καθεδρικός ναός της διασκέδασης ανεβασμένου επιπέδου», Χορκαχάιμερ-Αντόρνο), οριοθετεί όχι μόνον το δικό της πεδίο αλλά και εκείνο του «περιθωρίου», με την έννοια ότι η «κεντρική σκηνή» οργανώνεται ακριβώς ως η άρνησή του. Αυτοστιγμεί σχηματίζονται οι έννοιες της συγκατάβασης και της άρνησης, της συμπερίληψης και του αποκλεισμού, του «μέσα» και του «έξω». Με έναυσμα την οργανωτική ορθολογικότητα οι σχέσεις ιεραρχούνται, η αυθεντία διαχωρίζεται και επικαλείται τη διαφορά της για να κυριαρχήσει, ο καταμερισμός των ρόλων είναι αναπόφευκτος και όλοι βρίσκουν τη θέση τους, ακόμα και με το ζόρι. Το σύστημα αφομοιώνει όσους συναινούν και αποκλείει τους διαφωνούντες. Εφόσον τα συμμετέχοντα υποκείμενα παραχωρούν το δικαίωμα της αυτονομίας, διαιτητής των κρίσεων ορίζεται ο Νόμος και το Δίκαιο του ισχυρού. Και σίγουρα δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να καταλάβουμε ποιος είναι ο ισχυρός στη σχέση αυτή… Η ολοκληρωτική υπαγωγή της τέχνης στο θέαμα (δηλαδή στην αγορά και τους νόμους της) είναι το ένα σκέλος των αντισταθμιστικών μέτρων που απαιτεί το επενδυμένο κεφάλαιο για τη διασφάλισή του. Το άλλο σκέλος είναι η εξασφάλιση της αναπαραγωγής και διάδοσης της ιδεολογίας που περιγράφει την τέχνη ως μέσον οντολογικής κάθαρσης και σημείο έκφρασης του ιδιαζόντως ανθρώπινου στοιχείου: της δημιουργίας, όταν στην πραγματικότητα κάθε τέτοια λειτουργία της τέχνης έχει εκ των πραγμάτων ακυρωθεί και χρησιμοποιείται απλώς ρητορικά, για να συνεχίσει να εκβιάζει την κοινωνική επικύρωση και συμπερίληψη σε ένα σύστημα αξιών που δεν διαθέτει πλέον καμία ουσιαστική ισχύ. Η αλήθεια είναι ότι, απογυμνωμένη από την αίγλη του παρελθόντος της η σύγχρονη τέχνη, ήδη από την εποχή του Duchamp, φτύνει κατά πρόσωπο τις αστικές καταβολές της, στρέφεται κατά του εαυτού της (από τότε διαλαλείται ο περιβόητος «θάνατος της τέχνης») και αποκόπτεται από τις θεμελιώδεις αξιώσεις του αστικού κοινωνικού οράματος και τον ρόλο που της αναλογούσε μέχρι τότε σε αυτό. Από τη λυσσαλέα επίθεση της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας σε κάθε αστική φαντασίωση και την αθρόα σύνταξή της στις γραμμές της επανάστασης έως την πλήρη ενσωμάτωση της σύγχρονης τέχνης στην αγορά και στην κυρίαρχη τάξη πραγμάτων, η απόσταση είναι πραγματικά μεγάλη, αλλά την έχουμε ήδη διανύσει.

Η διασφάλιση της ευημερίας και της αναπαραγωγής του αστικού ιδανικού προϋποθέτει την «ανάπτυξη» και την «πρόοδο», τόσο την οικονομική όσο και την πολιτισμική, και ανατροφοδοτεί την ανάγκη για το νέο, το καινοφανές, στηρίζοντας κάθε πόλο ενεργητικής σκέψης και πράξης που μπορεί να είναι παράγοντας αναδιάρθρωσης των παραγωγικών σχέσεων, ακόμα κι αν οι αρχικές προθέσεις αυτού του πόλου ήταν απροκάλυπτα εχθρικές απέναντι στον καπιταλισμό. Στην τέχνη, η καινοτομία είναι εγγεγραμμένη ως δυνατότητα αναπροσδιορισμού της πραγματικότητας και του υποκειμένου, ως παραγωγική μήτρα μορφών και συγκειμένων εκτός συμβατικού κανονιστικού πλαισίου και κοινωνικών περιορισμών. Το κεφάλαιο κατάφερε να δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε αυτή η δυναμική της καινοτομίας που περικλείει η τέχνη να καταστεί παραγωγική για τα δικά του συμφέροντα – δεν προσπάθησε να την εξαλείψει αλλά να την οικειοποιηθεί. Η υπ’ αυτούς τους όρους υπεράσπιση μιας «αυτονομίας» της τέχνης δεν είναι παρά το άλλο πρόσωπο της παρεμβατικής ικανότητας του καπιταλισμού στην διασφάλιση της αναπαραγωγής των σχέσεων κυριαρχίας και εκμετάλλευσης σε κάθε πτυχή και επίπεδο της κοινωνίας, από τον μινιμαλισμό του στοιχειωδώς απαραίτητου για την επιβίωση έως τον μαξιμαλισμό της δημιουργίας, των προσωπικών σχέσεων, της αυτοδιαχείρισης του χρόνου, της αναπαραγωγικής ικανότητας, της διαμόρφωσης της υποκειμενικότητας – στην «αποικιοποίηση» εντέλει της ίδιας της ζωής. Έτσι, ο ρεαλισμός τής με κάθε μέσο ανάπτυξης του κεφαλαίου γίνεται ο τάφος της ελπίδας για μια πραγματική άνθηση της τέχνης.

Μπορούμε, λοιπόν, υπ’ αυτές τις συνθήκες να κλείσουμε τα αυτιά στις Σειρήνες της ανάπτυξης και να αναζητήσουμε εναλλακτικούς δρόμους και τρόπους ουσιαστικής καλλιτεχνικής άνθησης; Μιας άνθησης που θα είναι στην πραγματικότητα η έμπρακτη αντίσταση των δρώντων υποκειμένων στη μοιρολατρία της πραγματικότητας ως έχει και των αλλοτριωμένων σχέσεων που αυτή διαμορφώνει; Τελικά, δεν είναι μόνο η απάτη της «ανάπτυξης» η οποία υπόσχεται την άνθηση της τέχνης που πρέπει να αποκαλυφθεί. Είναι και η αλαζονεία της «αποτελεσματικότητας» που πρέπει να μετριαστεί. Η άρνηση της δυναμικής του κεφαλαίου και της αγοράς και η μεταστροφή της σε αντίρροπη δυναμική δράσης, που επιδιώκει την ανατροπή των σχέσεων κυριαρχίας και εκμετάλλευσης επικαλούμενη τον πιθανό ρόλο της τέχνης σε μια απελευθερωμένη κοινωνία, μπορεί να διασώσει ακόμα την ελπίδα γι’ αυτήν την κοινωνία.