«Ο καπιταλισμός παραπαίει. Ας κάνουμε ό,τι μπορούμε για να πέσει»*

Καλώς ορίσατε στο εργαστήριο των θαυμάτων! Εδώ, όπου το κενό που δημιουργεί η έλλειψη ελπίδας πληρώνεται με καθησυχαστικές υποσχέσεις για ένα «νέο ξεκίνημα»· εδώ, όπου τα υπουργεία μετονομάζονται και αποκτούν μέσω της γλωσσικής επανασήμανσής τους «νέο νόημα», λαμβάνουν αίφνης θετικό πρόσημο, σαν ένα είδος εξορκισμού του Κακού που μέχρι χθες σήμαιναν. (Χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα το υπουργείο «Προστασίας του Πολίτη» και η πολιτική της «μηδενικής ανοχής» που εφαρμόζει ο ηγεμών της Τάξης Χρυσοχοΐδης, καταδεικνύοντας τη σχιζοφρένεια αυτής της διαδικασίας αναβάπτισης.) Έτσι, έστω κι αν στην πραγματικότητα η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση του Πα.Σο.Κ. παρέλαβε θριαμβευτικά τη σκυτάλη από την προηγούμενη δεξιά «αντίπαλό» της συνεχίζοντας την ίδια τυφλή κούρσα στον άγονο τόπο της καπιταλιστικής ανάπτυξης (που κι αυτή βαφτίστηκε τώρα «πράσινη»!), υπό το άγρυπνο βλέμμα και την αυστηρή επιτήρηση της Ε.Ε. και των «διεθνών αγορών», θέλει να καυχιέται ότι «δεν είναι ίδια» με εκείνη που απέτυχε οικτρά να διαγνώσει τα συμπτώματα αποσύνθεσης του «κοινωνικού σώματος» και να εφαρμόσει με αποφασιστικότητα και τόλμη την κατάλληλη θεραπεία προκειμένου να το διασώσει. Είναι φυσικό, λοιπόν, λένε, να αποδεχτούμε αβίαστα όλοι, για μια ακόμη φορά, ότι η «κρίσιμη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα» απαιτεί ειδική, εντατική θεραπευτική αγωγή – και το («νέο») ΠαΣοΚ είναι αποφασισμένο να την εφαρμόσει. Όπως εξίσου θεμιτό είναι, σύμφωνα με αυτή τη λογική, να τεθούν στο περιθώριο και να απομονωθούν, να ονομαστούν «εχθροί», όλοι εκείνοι που δεν συμμερίζονται αυτή την αναγκαιότητα και δεν στέργουν στα «απαραίτητα μέτρα που πρέπει να επιβληθούν», αλλά συνεχίζουν να αγωνίζονται δυναμικά, όχι φυσικά για την «οικονομική ανάκαμψη» και την ανάκτηση της «διεθνούς αξιοπιστίας της χώρας», αλλά για την εκ βάθρων ανατροπή της καπιταλιστικής σχέσης.
Η ατύπως κηρυχθείσα «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» είναι το βιοπολιτικό εργαστήριο στο οποίο η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση συναρμολογεί την κοινωνική συναίνεση χρησιμοποιώντας, σαν μεταμοντέρνος Φρανκενστάιν, τα μέλη και τα όργανα ιδεολογικών πτωμάτων από το νεκροταφείο της πολιτικής, προσπαθώντας να αναστήσει το διαμελισμένο «κοινωνικό σώμα» και να του εμφυσήσει πνοή ζωής, να το εμφανίσει μπροστά μας σαν ενιαίο, ολοζώντανο και σφριγηλό υποκείμενο της κρατικής εξουσίας. Το τερατώδες αυτό εγχείρημα, η ύβρις της συνάρθρωσης κοινωνικού κράτους και αστυνομίας, η προπετής επιδίωξη εξάλειψης των ανταγωνισμών μέσω της παρά φύσει οργανικής ανασύστασης του «σώματος», όπου το κεφάλι είναι προορισμένο να σκέφτεται και τα μέλη πρέπει «φυσιολογικά» να υπακούν μηχανιστικά στις εντολές του, όντας εξαρτώμενα από τη δική του «γνώση» και βούληση (μα πώς είναι ποτέ δυνατόν να μιλάμε για ένα «ακέφαλο σώμα», αναρωτιούνται με επιτηδευμένη αφέλεια οι επικεφαλής!), είναι εκ των συνθηκών καταδικασμένο να αποτύχει. Τα σημεία διαρραφής, εκεί όπου η σχέση σημαίνοντος-σημαινόμενου μεταστρέφεται, αποκτώντας «νέο νόημα», αποδεικνύονται πολύ χαλαρά, αν όχι εύθραυστα, ανίσχυρα εκ των πραγμάτων να κρατήσουν την ενότητα και τη συνοχή ενός ενιαίου «κοινωνικού υποκειμένου». Πόσο μάλλον να εξασφαλίσουν τον έλεγχο και την υποταγή του, τη συναίνεσή του, παρουσιάζοντας την ταξική πάλη ως αναχρονισμό.
Είναι προφανές ότι, παρά τις άγαρμπες προσπάθειες που καταβάλλουν οι κυβερνώντες προκειμένου να εξωραΐσουν το έκτρωμα της «νεο-κεϋνσιανής» πολιτικής τους, το κενό, από το οποίο ξεπηδούν οι χειρότεροι εφιάλτες (βλ. π.χ. τη δεκεμβριανή εξέγερση), παραμένει αναπλήρωτο. Η ίδια η καπιταλιστική σχέση, φύσει ανταγωνιστική, δομείται γύρω από αυτό. Ακόμη κι αν τα ονόματα αλλάξουν, η πραγματικότητα θα συνεχίσει να είναι σημαδεμένη από το τραύμα: η ανισότητα, η αδικία, η αλλοτρίωση, ο αποκλεισμός, η καταπίεση, η ανασφάλεια, η εκμετάλλευση, είναι οι συνθήκες που επικρατούν τόσο στο πεδίο της παραγωγής όσο και στο πεδίο της αναπαραγωγής, συνθήκες που βιώνονται εμπειρικά από τους περισσότερους, εντείνοντας αναπόφευκτα τις αποδιαρθρωτικές τάσεις του συστήματος και οξύνοντας τον κοινωνικό ανταγωνισμό και την ταξική πάλη. Αυτή η πίεση που δημιουργεί η δυσαρέσκεια από τα κάτω δεν είναι πλέον εύκολο να χειραγωγηθεί και να ελεγχθεί από την κρατική εξουσία παρά τις εξελιγμένες τεχνικές που αυτή διαθέτει και χρησιμοποιεί. Η αλαζονική πρακτική της μετονομασίας που εφάρμοσε εξαρχής η νέα κυβέρνηση προκειμένου να μπορέσει να αναδιαμορφώσει τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού σύμφωνα με τις επιταγές του κεφαλαίου, να νομιμοποιήσει δηλαδή τη «δικτατορία της πλειοψηφίας» επικαλούμενη την «ισχυρή λαϊκή εντολή» που έλαβε στις πρόσφατες εκλογές για να βάλει τους διαφωνούντες στο γύψο, δεν μπορεί επουδενί να εξωραΐσει το περιεχόμενο της πολιτικής της και τα απτά αποτελέσματά της. Αντιθέτως, οι διεθνείς οικονομικές συγκυρίες και η περιβαλλοντική κρίση δημιουργούν νέες εστίες έντασης γύρω από το ίδιο το δικαίωμα της κρατικής εξουσίας να επανασημάνει την πραγματικότητα, να βαφτίζει το μαύρο άσπρο μεταστρέφοντας κατά το δοκούν τα γεγονότα και την ίδια τη βιωματική εμπειρία των υποκειμένων.
Στην έρημο του καπιταλισμού οι γλωσσικοί αντικατοπτρισμοί είναι προβολές της επιθυμίας του κεφαλαίου να διατηρήσει με κάθε τρόπο τον έλεγχο πάνω στο κατακερματισμένο κοινωνικό σώμα και να υποτάξει την επιθυμία στη λογική της «ανάγκης», να διατηρήσει δηλαδή ανέγγιχτο τον πυρήνα της καπιταλιστικής σχέσης στη νεοφιλελεύθερη μορφή της. Με πρόφαση την «οικονομική κρίση» –που ας μην ξεχνάμε ότι είναι η ίδια η μορφή της αντιπαράθεσης εργασίας και κεφαλαίου, δηλαδή αποτέλεσμα της ταξικής πάλης–, επιδιώκεται η αναδιάρθρωση του συστήματος και η διάσωσή του, η διασφάλιση δηλαδή της παραγωγής υπεραξίας και η διατήρηση των εκμεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων.
Ο μηχανισμός πειθάρχησης που αποκαλείται «διεθνείς αγορές», από τις οποίες υποτίθεται ότι εξαρτάται η επιβίωσή μας και η «εθνική μας κυριαρχία», φανερώνει την συντριπτική ήττα του πολιτικού συστήματος, καθώς το κεφάλαιο και η οικονομία έχουν μετατραπεί σε υπερβατικές έννοιες που ξεπερνούν κάθε δυνατότητα μιας επιμέρους ρύθμισης, ξεγυμνώνοντας τους πολιτικούς διαχειριστές και γελοιοποιώντας τις απόπειρές τους να πείσουν ότι ο καπιταλισμός μπορεί να αποκτήσει «ανθρώπινο πρόσωπο».
Πολλοί φοβούνται (ενώ άλλοι ελπίζουν) ότι στο άμεσο μέλλον η σοβούσα δυσαρέσκεια που προκαλούν οι επιθέσεις του κεφαλαίου και του κράτους θα υποδαυλίσουν νέες εξεγέρσεις, πιο εκτεταμένες από εκείνη του περσινού Δεκέμβρη. Και μάλλον δεν έχουν άδικο. Το πολιτικοοικονομικό κατεστημένο, τόσο η Δεξιά όσο και η «Αριστερά», δεν μπορεί να διαχειριστεί πλέον την πολύμορφη κρίση (οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική) και να προτείνει πειστικές λύσεις για την έξοδο από αυτή. Δεν μπορεί να αποσοβήσει τους ισχυρούς κραδασμούς που κλονίζουν τα έτσι κι αλλιώς διαβρωμένα θεμέλια του ίδιου του συστήματος που μοιάζει να καταρρέει υπό το βάρος των εγγενών αντιφάσεών του.
Ο καπιταλισμός προβάρει τα πράσινα ρούχα του για να μας πείσει ότι παραμένει ακμαίος, αν και προσωρινά ασθενής, και ότι προτίθεται να αλλάξει. Είτε αφορά στη νέα «σοσιαλιστική» κυβέρνηση του Πα.Σο.Κ., είτε τις διακηρύξεις για την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής και την «πράσινη ανάπτυξη», αυτή η αλλαγή ενδύματος δεν είναι παρά η ξεδιάντροπη μεταμφίεση ενός τέρατος που παραπαίει.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι αρκεί να περιμένουμε υπομονετικά, με σταυρωμένα τα χέρια, αν και πότε θα έρθει η «κατάρρευση του καπιταλισμού», ο οποίος υποτίθεται ότι κάποια στιγμή θα υποκύψει νομοτελειακά στις αντινομίες και τις αντιφάσεις του. Αντιθέτως, είναι επιτακτικότερο από ποτέ, απέναντι στην πολυμέτωπη επίθεση του κεφαλαίου, να αναλάβουμε άμεσα δράση, να ενδυναμώσουμε το κίνημα και, όπως λέει και το σύνθημα των συντρόφων που οργάνωσαν την αντίσταση κατά τη διάρκεια του άκαρπου συνεδρίου για τις κλιματικές αλλαγές στην Κοπεγχάγη, τώρα που «ο καπιταλισμός παραπαίει, ας κάνουμε ό,τι μπορούμε για να πέσει».

* Ελεύθερη μετάφραση του συνθήματος «Capitalism is stumbling. Let’s make sure it falls» (www.nevertrustacop.org).

Just a spoonful of sugar helps the medicine go down

flesh machine // ego te provoco // σύντροφοι
Κείμενο που κυκλοφόρησε στους δρόμους

Κατά τους τελευταίους δύο μήνες η στρατηγική αντιεξέγερσης που αναπτύχθηκε από το κράτος μετά τον Δεκέμβρη έχει περάσει σε μία νέα φάση ολοκλήρωσης. Αν μιλάμε για αντιεξέγερση και όχι για καταστολή είναι επειδή η πρώτη σε αντίθεση με την τελευταία δεν αποτελεί τόσο μια στρατιωτικού τύπου επέμβαση αλλά μια συνολική πολιτική και κοινωνική τεχνολογία παραγωγής συναίνεσης, φόβου και παραίτησης. Στοχεύει όχι στην άμεση εξολόθρευση των εξεγερμένων μα την στέρηση του ζωτικού τους χώρου, του νοηματικού, συναισθηματικού και πολιτισμικού πεδίου της εξέγερσης. Πρόκειται για μια προληπτική στρατηγική που το αντικείμενό της είναι ο πλούτος των δυνατοτήτων που εξακοντίστηκαν μέσα από το εξεγερτικό συμβάν. Ένας πόλεμος χαμηλής έντασης, ένας πόλεμος πολιτικο-ψυχολογικός υπό την έννοια ότι στόχος του είναι η διάβρωση της πολιτικής, κοινωνικής και ψυχολογικής συνοχής της εξέγερσης. Βασική αρχή της αντιεξέγερσης είναι από τη μία να «κερδίσει καρδιές και μυαλά», κι από την άλλη «όχι να βγάλει τα ψάρια από τη θάλασσα μα να στερέψει την θάλασσα όπου κολυμπούν σαν ψάρια» οι εξεγερμένοι. Αυτό το κάνει με το να «χωρίζει και να ενώνει»: να χωρίζει τους εξεγερμένους από τις πολιτικές και κοινωνικές τους συνάφειες, να χωρίζει τους εξεγερμένους στο εσωτερικό τους. Και παράλληλα να ενώνει την κοινωνική δυσαρέσκεια με το κάλεσμα της μεταρρύθμισης, εμφανίζοντας την εξέγερση ως αιτία καθυστέρησης. Να ενώνει τις διωκτικές αρχές με ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού, παρουσιάζοντας μια ανθρωπινή, φιλολαϊκή και ταυτόχρονα αποτελεσματική εικόνα.

Ι.
Ένας πρώτος προσανατολισμός της αντιεξέγερσης αποτελεί ο διαχωρισμός του ανεξέλεγκτου και μη χειραγωγήσιμου κομματιού των εξεγερμένων από το προνομιακό έδαφος της δράσης τους. Διαδικασία που εκτείνεται από τα εξάρχεια, το πανεπιστημιακό άσυλο και τον άξονα της πατησίων, ως την περιοχή γύρω από την ομόνοια και τον άξονα της αχαρνών. Τα εξάρχεια γίνονται έτσι κι αλλιώς αντιληπτά ως ένα υπερτοπικό μητροπολιτικό κέντρο όπου συρρέουν τα ανεξέλεγκτα κομμάτια της νεολαίας, οι αναρχικοί, οι αριστεριστές και όλοι εκείνοι που αν δεν παράγουν βίαιες επιθέσεις τότε σίγουρα δεν ενοχλούνται από αυτές. Και ακριβώς σε αυτό το επίπεδο –της συμπάθειας και της ανοχής– είναι που κινητοποιείται ο μηχανισμός αντιεξέγερσης. Ένα αρχικό τριήμερο αστυνομικής κατοχής της περιοχής επιδεικνύει την υπεροπλία του κράτους και φέρει εντός της την διαβεβαίωση πως αυτό δεν είναι παρά ένα μικρό κομμάτι των δυνατοτήτων που μπορούν να ενεργοποιηθούν. Στη συνέχεια, το παραμικρό συμβάν, πυροδοτεί μια εντελώς αναντίστοιχη επέλαση, βασικός στόχος της οποίας δεν είναι η σύλληψη των δραστών αλλά ένα είδος μαζικών και συλλογικών αντιποίνων εναντίον οποιουδήποτε κινείται στην περιοχή. Είναι μια στρατηγική ψυχολογικού πολέμου που στοχεύει στη διάλυση της ανοχής/συμπάθειας, κινητοποιώντας διαδικασίες (αυτό)περιφρούρησης στην βάση ενός αντεστραμμένου υπολογισμού γεγονότος-συνεπειών. Εξάλλου, μια «εσωτερική» δυσαρέσκεια είναι πολύ πιθανότερο να μειώσει αν όχι να εξαλείψει τα συχνά πεσίματα στην ευρύτερη περιοχή από ό,τι ο φόβος της καταστολής.
Ταυτόχρονα, ο κυρίαρχος λόγος σε σχέση με το άσυλο μετακινείται από την ανάγνωσή του ως ορμητήριο επιθέσεων, προς τον χαρακτηρισμό του ως ένα καθεαυτό χώρο ανομίας που πρέπει να ξανακερδηθεί από το κράτος και την πανεπιστημιακή κοινότητα. Με δυο λόγια, το άσυλο συνιστά έδαφος που πρέπει να ανακαταληφθεί στο σύνολό του συνεχώς και αδιάλειπτα – και όχι θεσμός που παράγει μεμονωμένα φαινόμενα που πρέπει να περιοριστούν. Το πρόβλημα δηλαδή εντοπίζεται στη διάρκεια και όχι στη στιγμή, στη μόνιμη συνθήκη και όχι σε συγκεκριμένες καταστάσεις εξαίρεσης.
Των ψυχολογικών επιχειρήσεων επί των εξαρχείων και του ασύλου έχει προηγηθεί η επιχείρηση εκκαθάρισης με όρους διαχείρισης πληθυσμού του ευρύτερου μητροπολιτικού κέντρου από τους εξαθλιωμένους αλλά και μαζικοποιημένους μετανάστες. Η εγκληματικοποίηση των συναθροίσεών τους, και η βιοπολιτική προβληματικοποίηση των συγκατοικήσεων τους υπό υγειονομικούς όρους (βλ. εφετείο), αρχικά απομάκρυνε το πλέον ανεξέλεγκτο υποκείμενο της εξέγερσης από το χωροταξικό κέντρο των οικονομικών-πολιτικών διαδικασιών. Στη συνέχεια επιχείρησε να υποκειμενοποιήσει, υπό σοσιαλδημοκρατική αιγίδα, τα επιμέρους κομμάτια του, μέσω της πολιτικής ενσωμάτωσης των μεταναστών με την υπόσχεση νομιμοποίησης των παιδιών τους, την παραχώρηση δικαιώματος ψήφου στις δημοτικές εκλογές, την ανέγερση τζαμιού, ακόμα και την επικουρία τους στα ΑΤ. Πρόκειται για μια κατεξοχήν μέθοδο αντιεξέγερσης που επικεντρώνεται στην διάλυση του εδάφους που γεννά όρους συλλογικοποίησης και στη φαντασιακή επανένωση του κατακερματισμένου υποκειμένου στα πλαίσια της δημοκρατικής/κρατικής ενσωμάτωσης.

ΙΙ.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η αντιεξέγερση επιχειρεί να διαχωρίσει τη γενικευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια από την εξέγερση ως δυναμική και δυνατότητα και να την ενώσει με τη μεταρρύθμιση. Η επινόηση ενός σκοπού για τους εξεγερμένους και η ένωση του με η συστημική αναδιάρθρωση, τους αφήνει χωρίς αντικείμενο και καθιστά την περαιτέρω δράση τους στα μάτια των υπολοίπων παράταιρη και άσκοπη. Η επιβολή των κυρίαρχων απαντήσεων στα ερωτήματα που η ίδια η εξουσία θέτει, είναι η μισή δουλειά της αντιεξέγερσης. Μέρος αυτής της στρατηγικής ήταν για παράδειγμα η συνάντηση της υπουργού παιδείας με ομάδα μαθητών. Η κυρίαρχη ερμηνεία θέλει το ξέσπασμα της βίας να είναι απόρροια του δημοκρατικού ελλείμματος εντός των σχολείων. Και αυτό θα λυθεί με ένα «νέο κοινωνικό συμβόλαιο» μεταξύ μαθητών, υπουργείου και εκπαιδευτικής κοινότητας. Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η πρωτοβουλία του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης για την δημιουργία του «Γραφείου Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας». Πάγια τακτική κάθε στρατηγικής αντιεξέγερσης, αυτή η «περίφραξη» της διάχυτης δυσαρέσκειας, η οποία διαγνώστηκε ως το αίτιο του Δεκέμβρη, αποτελεί υπό την διεύθυνση της σοσιαλδημοκρατίας μια τεχνολογία εξουσίας που όχι μόνο υπόσχεται μια ειρηνοποίηση των κοινωνικών και οικονομικών αντιθέσεων, μα υποστασιοποιεί την εξέγερση ως αιτία οπισθοδρόμησης, ως πηγή αναστολής της εξόδου από το τούνελ.
Βασικό ρόλο ανάθεσης σε αυτή την έγκληση στην ειρήνη και την κανονικότητα παίζει βέβαια η θεσμική αριστερά, το μυαλό και η καρδιά της οποίας βρίσκεται εδώ και δεκαετίες με τη μεριά του κράτους. Μέσω της ανέγερσης μιας ηθικοπλαστικής προβληματικοποίησης της επαναστατικής βίας, η αριστερά αναλαμβάνει το ρόλο της, την κοινωνική αναπαραγωγή, καταδικάζοντας «την βία απ’ όπου κι αν προέρχεται» ως βασικό καταλύτη μιας φαντασιακής οπισθοδρόμησης προς τον αυταρχισμό. Κάθε βία, μας λένε, είναι στην ουσία «βία για τη βία», μια «δεξιά της κουκούλας» που πρέπει να απομονωθεί είτε με καταδίκες είτε ακόμα και με πορείες όπως αυτή που σπονσοράρει η ΠΟΣΔΕΠ, τακτική που συνάδει εξάλλου με την πολιτική ίσων αποστάσεων από τα άκρα όπως αυτή εκφράστηκε από το κράτος στην ταυτόχρονη επικήρυξη των τριών καταζητούμενων αναρχκών και των δραστών της επίθεσης εναντίον της Κ. Κούνεβα. Αυτή η έγκληση για παραίτηση στο αξιακό σύστημα του κράτους, όχι ως σύστημα της υποταγής στο νόμο και την τάξη, αλλά ως σύστηα του διαλόγου, της διαπραγμάτευσης και των υποχωρήσεων, διαχωρίζει την γενικευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια από αυτό που μπορεί να κάνει, και την υποτάσσει-υποκειμενοποιεί ως μια σειρά αιτημάτων ένταξης στο βούρκο της σχέσης-κεφάλαιο.
Η αντιεξέγερση είναι σε ιδανικό επίπεδο ένας πόλεμος χωρίς ούτε μια πραγματική μάχη. Ένας πόλεμος απομόνωσης, αποξήρανσης και αποκοπής, που νικά κινητοποιώντας από τη μια τα πλέον αντιδραστικά ένστικτα της κοινωνίας, κι από την άλλη εγκολπώνοντας την κοινωνική δυσαρέσκεια και διαμαρτυρία σε ένα μεταρρυθμιστικό πλαίσιο ειρηνοποίησης.

ΙΙΙ.
Τέλος, η αντιεξεγερτική εκστρατεία επιχειρεί να διαβρώσει την εσωτερική συνοχή και ενότητα της εξέγερσης, προωθώντας μια σειρά διαχωρισμούς που αρχίζουν με τον κατακερματισμό των εξεγερμένων σε κατηγορίες (κοινωνικές, πολιτικές, ψυχαναλυτικές) και τελειώνουν με το διαχωρισμό τους από το ίδιο τους το βίωμα.
Από τη μία, οι εξεγερμένοι εγκαλούνται να εγκαταλείψουν τη ρευστότητα του Δεκέμβρη που αποσταθεροποίησε κάθε ταυτότητα και να επιστρέψουν στο πόστο τους: ο μαθητής να γίνει μαθητής, ο αναρχικός αναρχικός, ο μετανάστης μετανάστης, ο πρεζάκιας πρεζάκιας, κ.τ.λ.. Πρέπει να κλείσουν οριστικά οι πύλες των διαφορετικών κόσμων που συναντήθηκαν στο δρόμο τον Δεκέμβρη και συνέπραξαν στο κοινό αρνητικό έργο της καταστροφής αποδεικνύοντας στην πράξη ότι η φαινομενικά αδύνατη ανατροπή των κοινωνικών ταξινομήσεων είναι δυνατή.
Από την άλλη, κεντρική τακτική σε αυτό το σχήμα αποτελεί η ηθικοπλαστική αφήγηση του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης σχετικά με «παιδιά και καθοδηγητές», «χούλιγκαν και πολιτικούς», «σπάστες και ιδεολόγους». Ουσιαστικό μέρος αυτής της τακτικής είναι η έγκληση ενός κομματιού των εξεγερμένων να διαχωριστεί ή και να συνετίσει τους υπόλοιπους βάσει κάποιου ηθικού κώδικα εγκεκριμένου από το κράτος. Ενός fair play που εγγυάται την ένταξη του κοινωνικού/ταξικού ανταγωνισμού σε μια καμπύλη κανονικότητας επιτηρούμενης και ελεγχόμενης, όχι από το γραφείο προστασίας του πολιτεύματος μα από τους ίδιους τους εξεγερμένους. Η αυτοπειθάρχηση των εξεγερμένων προς αποτροπή της όποιας απεδαφικοποίησης των πρακτικών τους, ο ασκητισμός της υπομονής και της εγκαρτέρησης, αποτελούν άλλωστε πάγιες τεχνολογίες υποταγής-υποκειμενοποίησης του πλέον πετυχημένου μηχανισμού κανονικοποίησης του περασμένου αιώνα: της αριστεράς.
Παράλληλα, η εκληματοποίηση συγκεκριμένων επιλογών και πρακτικών αποτελεί μια κλασική τακτική αποπολιτικοποίησης τους, που καθιστά τους φορείς τους εύκολη λεία για την καταστολή. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως για αυτό είναι να τους απομονώσουν από τον ευρύτερο πολιτικό-κοινωνικό χώρο με τον οποίο συνδέονται. Μια συνταγή δοκιμασμένη με επιτυχία κατά το καλοκαίρι του 2002 μέσω του σχεδίου λοβοτομής της κοινωνικής μνήμης με την πλήρη συνεργασία της αριστεράς. Τα κρυφά και όχι-και-τόσο-κρυφά εντάλματα για «τρομοκρατική δράση» αποσκοπούν στην «περίφραξη» ενός ευρύτερου ριζοσπαστικού και ανεξέλεγκτου κόσμου. Στο να αναγκάσουν τον καθένα σε μια αυτοεξέταση με σκοπό την ανακάλυψη τυχόν αιτιών στοχοποίησης-ενοχοποίησής του από την μια και από την άλλη στην ανακούφιση και τον εφησυχασμό όσων νιώθουν πως αποκλείεται να εμπλέκονται οι ίδιοι από την στιγμή που αυτοί ανήκουν πια σε έναν, έστω και ανεπίσημα, αναγνωρισμένο πολιτικό φορέα, αυτόν των «ιδεολόγων», των «σοβαρών». Το υπουργείο δημιουργεί μια νοσηρή διαδικασία ομολογίας, καχυποψίας, φόβου αλλά και αδιαφορίας: «Μήπως καταζητούμαι κι εγώ»; «Με τι στοιχεία θα μπορούσαν να με δέσουν»; «Μήπως σχετίζομαι με κάποιο τρόπο ή κάποιο άτομο που δεν γνωρίζω μα είναι ικανός να με μπλέξει»; ‘Η «αποκλείεται να λένε για μας, η καμπάνα χτυπάει για αυτούς που κάνουν ότι να ‘ναι». Αυτή η μαζική και παράλληλα μοριακή παράνοια, ως κατεξοχήν προϊόν της ασφαλίτικης κυβερνολογικής, σκοπό της έχει να διαχωρίσει το υποκείμενο από το ίδιο του το βίωμα, από το ίδιο του το είναι-στον-κόσμο: να το αναγκάσει να σκεφτεί σαν το κράτος, όπως δηλαδή σκέφτονται και μιλούν σωροί πτωμάτων γύρω του, ο νεκροζώντανος στρατός της εθνικοφροσύνης, η οργανική ύλη του Κόμματος της Τάξης. Αυτό θα ήταν η ύστατη νίκη της αντιεξέγερσης: η ενθρόνιση της ενοχής απέναντι στην αλήθεια του κράτους. Η θυσία της δυνατότητας του τώρα του εξεγερτικού γίγνεσθαι στην βεβαιότητα της εκπλήρωσης του χρέους απέναντι στο αιώνιο είναι του κράτους.


4 Δεκεμβρίου 2009
flesh machine // ego te provoco // σύντροφοι

Το κείμενο στα αγγλικά: http://www.occupiedlondon.org/blog/2009/12/04/136-just-a-spoonful-of-sugar-helps-the-medicine-go-down-flesh-machine-ego-te-provoco-comrades/