ΚΑΤΩ ΤΑ ΞΕΡΑ ΣΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ

Ανακοίνωση της κατάληψης Ευαγγελισμού, Ηράκλειο Κρήτης

Πρυτάνεις, αντιπρυτάνεις και εισαγγελείς θυμήθηκαν τον Ευαγγελισμό…
Την Τρίτη 22-07-08 η κατάληψη Ευαγγελισμού δέχτηκε την επίσκεψη μιας κουστωδίας «φορέων» αποτελούμενη από τον πρύτανη (και μεγαλοεπιχειρηματία) του Πανεπιστημίου Κρήτης Γιάννη Παλλήκαρη, τον αντιπρύτανη Κιτσόπουλο, τον εισαγγελέα Ηρακλείου Μαρκάκη, κάποιον υψηλόβαθμο μπάτσο, ασφαλίτες και δημοσιογράφους. Σκοπός της επίσκεψης αυτής, όπως είπαν και οι ίδιοι, ήταν να μας «προειδοποιήσουν» για την επερχόμενη εκκένωση του κτιρίου και «να δώσουν δεκαπενθήμερη διορία» για να αδειάσουμε το κτίριο.
Την επόμενη μέρα, οι τοπικές εφημερίδες, επιτελώντας ως συνήθως το λειτούργημα της παραπληροφόρησης και της λασπολογίας, υμνούσαν την επερχόμενη εκκένωση του κτιρίου και την «αξιοποίησή» του. Έτσι γενικά κι αόριστα, χωρίς καν να αναφέρουν τι θα στεγαστεί στο χώρο αν εκκενωθεί η κατάληψη, κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι κύριο μέλημά τους είναι η εκκένωση του κτιρίου (μέσα στην ευνοϊκή για αυτούς συγκυρία της άρσης ασύλου στα κτίρια του πανεπιστημίου της Κνωσού και της καλοκαιρινής περιόδου), παρά η μελλοντική του χρήση. Ούτως ή άλλως, πρέπει να είναι κάποιος αρκετά αφελής, για να πιστέψει ότι ένα τέτοιο «φιλέτο» στο κέντρο της πόλης δε θα χρησιμοποιηθεί είτε από το πανεπιστήμιο είτε από το δήμο (σε περίπτωση τυχόν ανταλλαγής κτιρίων μεταξύ τους) για κερδοσκοπικούς σκοπούς.

Λίγα λόγια για την ιστορία μιας κατάληψης 6 χρόνων…
Στις 16 Μάη του 2002, μια ομάδα νέων, κυρίως φοιτητών αλλά και εργαζόμενων και μαθητών, καταλάβαμε το για πολλά χρόνια εγκαταλελειμμένο κτίριο του Ευαγγελισμού, στο κέντρο του Ηρακλείου, στο νούμερο 18 της οδού Θεοτοκοπούλου. Σκοπός μας ήταν –και είναι– να δημιουργήσουμε ένα χώρο επικοινωνίας, πολιτικής και πολιτιστικής έκφρασης, ανεξάρτητο από κάθε «επίσημο» φορέα (πανεπιστήμιο, δήμο, κράτος, κόμματα, κ.λπ.). Νιώθοντας ότι οι υπάρχουσες μορφές πολιτικής και πολιτιστικής έκφρασης δεν μας καλύπτουν και έχοντας ήδη το καθημερινό βίωμα της μικροπολιτικής υποκρισίας που αποπνέουν οι παραπάνω φορείς σε κάθε πτυχή της ύπαρξής τους (από τη στείρα γνώση που μοναδικό σκοπό έχει να παράγει μελλοντικούς εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, μέχρι τη γελοία εξεταστική διαδικασία, και από τη ψηφοθηρία με κάθε μέσο μέχρι το κενό νοήματος «πολιτικό» διάλογο των δελτίων Τύπου και των κομματικών συγκεντρώσεων), επιλέξαμε να καταλάβουμε το κτίριο μένοντας πραγματικά ανεξάρτητοι από κάθε είδους «θεσμικό» πλαίσιο. Οι καταλήψεις εγκαταλελειμμένων κτιρίων είναι ένα φαινόμενο με ιστορία τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε ολόκληρη την Ευρώπη και την Αμερική, το οποίο αντιτίθεται έμπρακτα και άμεσα στη λογική της ιδιοκτησίας που θεωρεί «σωστότερο» το να υπάρχουν άδεια και αχρησιμοποίητα επί δεκαετίες σπίτια που «ανήκουν» σε κάποιον, από το να αξιοποιούνται από ομάδες ατόμων που έχουν ανάγκες προς κάλυψη.
Το κτίριο του Ευαγγελισμού, όταν πρωτομπήκαμε, ήταν σε απερίγραπτη κατάσταση λόγω της εικοσάχρονης και βάλε εγκατάλειψής του. Χρησιμοποιημένες σύριγγες και μπάζα κάθε είδους απομακρύνθηκαν, και χωρίς κανένας μας σχεδόν να έχει ιδιαίτερες γνώσεις, με πολύ προσωπική δουλειά και κόπο, με διάθεση προσωπικού χρόνου και χρήματος (και φυσικά χωρίς καμία οικονομική στήριξη από τρίτους), το μετατρέψαμε σε ένα βιώσιμο και λειτουργικό χώρο, χωρίς φυσικά οι δουλειές και η βελτίωση να τελειώνουν ποτέ. Εδώ και πολύ καιρό, λειτουργεί αυτοοργανωμένο καφενείο, ενώ πραγματοποιούνται εκδηλώσεις όπως προβολές ταινιών, συζητήσεις αλλά και πάρτι, συναυλίες και θεατρικά.
Μέσα στα 6 χρόνια ύπαρξής της, η κατάληψη Ευαγγελισμού, πάντα μέσω της σταθερής της συνέλευσης που γίνεται κάθε Τετάρτη και λειτουργεί σε αντιιεραρχική βάση, έχει αναπτύξει λόγο και δράση για μια σειρά ζητημάτων, από τοπικά και περιβαλλοντικά θέματα, όπως η εναντίωση στην προγραμματιζόμενη καταστροφή του πάρκου Γεωργιάδη και στην κατασκευή διαμετακομιστικού λιμανιού στο Τυμπάκι, μέχρι κεντρικά πολιτικά ζητήματα με συμμετοχή σε φοιτητικές και άλλες κινητοποιήσεις, αλλά και με αυτόνομες δράσεις ενάντια στο ρατσισμό, ενάντια στην εμπορευματοποίηση των δημόσιων χώρων, για την αλληλεγγύη στους πολιτικούς κρατούμενους, αλλά και στήριξης των αγώνων των φυλακισμένων, ενάντια στην ύπαρξη των φυλακών και του εγκλεισμού και πολλά άλλα ζητήματα.

Και φυσικά όλα αυτά ενοχλούν…
Αυτή η δράση φυσικά δεν είναι καθόλου καλοδεχούμενη από τους τοπικούς διαχειριστές της εξουσίας. Έτσι, κατά καιρούς έχουμε βρεθεί αντιμέτωποι με την καταστολή στην «κλασική» της μορφή, δικαζόμενοι για τη διοργάνωση ή συμμετοχή σε κινητοποιήσεις που σχετίζονταν με την αλληλεγγύη σε προφυλακισμένους διαδηλωτές και την αντίδραση στην εν ψυχρώ δολοφονία 22χρονου από μπάτσους σε μπλόκο το 2003. Πλάι σε όλα αυτά, διάφοροι καλοθελητές έχουν αναλάβει να «ενημερώσουν τον κόσμο» για τον Ευαγγελισμό. Τοπικοί και παραταξιακοί φιλόδοξοι Πρετεντέρηδες δε χάνουν ευκαιρία να λασπολογήσουν με κάθε τρόπο το κτίριο και τους ανθρώπους που το χρησιμοποιούν. Στην Αυτοκρατορία του Τίποτα, επάξια μέλη της οποίας είναι οι δημοσιογραφίσκοι και οι εκκολαπτόμενοι πολιτευτές των «πολιτικών» φοιτητικών παρατάξεων, όσο λες και ξαναλές, όλο και κάτι θα μείνει. Έτσι, όποιος επαναπαύεται και νιώθει «ενημερωμένος» όντας παθητικός δέκτης προπαγάνδας (και δυστυχώς υπάρχουν άφθονοι τέτοιοι), σίγουρα θα ξέρει ότι «δεν είναι να πολυπερνάς από κει», αφού σύμφωνα με την παραφιλολογία που αναπτύσσεται κατά καιρούς, στον Ευαγγελισμό γίνεται από εμπόριο ναρκωτικών και όπλων, μέχρι όργιο και ενοικίαση δωματίων (το πιο πρόσφατο και «καλύτερο» που έχει ακουστεί). Η μοναδική μας απάντηση σε όλα αυτά είναι η διαρκής μας δράση και οι πολυάριθμες αφίσες και προκηρύξεις που κυκλοφορούν κατά καιρούς καλώντας τον κόσμο στις εκδηλώσεις.

Και να είστε σίγουροι ότι θα συνεχίσουν να ενοχλούν…
Η τελευταία και σοβαρότερη απειλή εκκένωσης που εκτοξεύθηκε από την πρυτανεία και την εισαγγελία ηρακλείου δε θα ανακόψει την πορεία μας. Δεν είμαστε διατεθειμένοι να παραδώσουμε τους κόπους και την ιστορία έξι χρόνων στα χέρια κανενός πρύτανη, πόσο μάλλον ενός μπλεγμένου σε οικονομικά σκάνδαλα όπως ο Παλλήκαρης που επιπλέον φέρεται ως απόλυτος μονάρχης του πανεπιστημίου. Άλλωστε η πρόσφατη απόφαση για εκκένωση της κατάληψης είναι ένα ζήτημα που κινείται με αποκλειστική πρωτοβουλία της πρυτανείας, χωρίς να υπάρχει κάποια σοβαρή απαίτηση από άλλα μέλη και όργανα του ιδρύματος.
Σε περίπτωση που αστυνομικές δυνάμεις επιχειρήσουν να εκκενώσουν το κτίριο, υπεύθυνος για κάθε συνέπεια και τυχόν τραυματισμούς θα είναι ο πρύτανης και μόνον αυτός. Από την πόλη του Ηρακλείου δε λείπει άλλος ένας κυριλέ και αποστειρωμένος χώρος, αλλά ελεύθεροι κοινωνικοί χώροι. Η ανάπλαση του κέντρου και ο χορός των μεγάλων ποσών δε θα περάσουν από πάνω μας. Ο Ευαγγελισμός υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει όσο θα υπάρχουν άνθρωποι που δε θέλουν να χωρέσουν στο lifestyle της μιζέριας, που αρνούνται να περάσουν μια ζωή προκαθορισμένη, ακολουθώντας μονοπάτια που χάραξαν άλλοι. Είναι ένα σημείο αναφοράς για άτομα και απόψεις που εναντιώνονται στο υπάρχον, ένας ανοιχτός κοινωνικός χώρος μέσα σε μια πόλη και μια κοινωνία όπου όλα πουλιούνται και αγοράζονται, όπου κάθε ανθρώπινη έκφραση και δραστηριότητα προϋποθέτει και κάποιο αντίτιμο (χρηματικό ή μη), όπου η ανθρώπινη εργασία είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης και η υπεραξία γεμίζει τις τσέπες των αφεντικών.
Θέλουμε να καταστήσουμε ξεκάθαρο ότι όποιος και να αναλάβει να μας βγάλει έξω από εδώ, θα έχει ένα δύσκολο έργο, στο οποίο κάποιος θα πρέπει να λερώσει τα χέρια του και να σηκώσει το πολιτικό βάρος όσων επακολουθήσουν. Ας μην έχει κανείς εμπλεκόμενος την ψευδαίσθηση ότι έχουν να κάνουν με 10-20 καταληψίες. Ο Ευαγγελισμός πλαισιώνεται από πολυάριθμα άτομα και οργανώσεις που χρόνια τώρα έχουν μάθει να αγωνίζονται και να αντιστέκονται και ξέρουν πολύ καλά πως να αντιδράσουν και σε αυτή τη νέα απειλή.

ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΟΥΤΕ ΒΗΜΑ ΠΙΣΩ
Κατάληψη Ευαγγελισμού, Θεοτοκοπούλου 18, Ηράκλειο Κρήτης

Σαρωνόμενο τοπίο (Scanscape)

Του Mike Davis

Δεν μπο­ρείς να
δια­πρά­ξεις ε­γκλή­μα­τα, αν ξέ­ρεις ό­τι σε πα­ρα­κο­λουθεί ο Με­γά­λος Α­δελ­φός.
Ι­διο­κτή­της α­κι­νή­του στο Hollywood (1994)

Υ­πάρ­χει μή­πως α­νά­γκη να ε­ξη­γή­σω για­τί ο φό­βος τρώει την ψυ­χή του Λος Ά­ντζε­λες; Μο­νά­χα ο τρό­μος της με­σαί­ας τά­ξης για έ­να προ­οδευ­τι­κό φο­ρο­λο­γι­κό κα­θε­στώς ξε­περ­νά τη σύγ­χρο­νη ψύ­χω­ση για προ­σω­πι­κή ασφά­λεια και κοι­νω­νι­κή α­πο­μό­νω­ση. Ε­νό­ψει ε­νός κα­τα­κλυ­σμιαί­ου κύ­μα­τος ανέρ­γων και α­στέ­γων και πα­ρά την ε­ξά­πλω­ση της πό­λης, μί­α α­πό τις με­γα­λύ­τε­ρες στην α­με­ρι­κα­νι­κή ε­πι­χει­ρη­μα­τι­κή ι­στο­ρί­α, μια δια­κομ­μα­τι­κή συ­ναί­νε­ση ε­πι­μέ­νει ό­τι κά­θε προ­ϋ­πο­λο­γι­σμός πρέ­πει να εί­ναι ι­σο­ζυ­γι­σμέ­νος και ό­τι οι πα­ρο­χές πρέ­πει να μειω­θούν. Χω­ρίς την ελ­πί­δα πε­ρισ­σό­τε­ρων δη­μό­σιων επεν­δύ­σε­ων για την α­πο­κα­τά­στα­ση των στοι­χειω­δών κοι­νω­νι­κών συν­θη­κών, είμα­στε α­να­γκα­σμέ­νοι α­ντι­θέ­τως να αυ­ξά­νου­με τις δη­μό­σιες και ι­διω­τι­κές επεν­δύ­σεις για τη φυ­σι­κή μας α­σφά­λεια. Η ρη­το­ρι­κή της α­στι­κής με­ταρ­ρύθ­μι­σης πα­ρα­μέ­νει, αλ­λά η ου­σί­α ε­ξα­νε­μί­ζε­ται. Η πρό­τα­ση «να ξα­να­χτί­σουμε το Λος Ά­ντζε­λες» ση­μαί­νει α­πλώς να κου­κου­λώ­σου­με το πρόβλη­μα.
Ό­σο η ζω­ή στην πό­λη γί­νε­ται α­γριό­τε­ρη, τα διά­φο­ρα κοι­νω­νι­κά πε­ρι­βάλ­λο­ντα υ­ιο­θε­τούν στρα­τη­γι­κές και τε­χνο­λο­γί­ες α­σφά­λειας σύμ­φω­να με τα μέ­σα που δια­θέ­τουν. […] Στο μέ­τρο που αυ­τά τα μέ­τρα α­σφα­λεί­ας εί­ναι α­ντι­δρά­σεις προς τους κλυ­δω­νι­σμούς της πό­λης, μπο­ρεί να μι­λή­σει κα­νείς για μια «τε­κτο­νι­κή των τα­ρα­χών», που μέ­σα α­πό αλ­λε­πάλ­λη­λα ε­πει­σό­δια δια­στρέ­φει και α­να­σχη­ματί­ζει τον α­στι­κό χώ­ρο. Με­τά την ε­ξέ­γερ­ση στο Watts, για πα­ρά­δειγ­μα, οι κο­ρυ­φαί­οι με­γα­λο­ϊ­διο­κτή­τες γης του Λος Ά­ντζε­λες ορ­γά­νω­σαν μια μυ­στι­κο­πα­θή «Ε­πι­τρο­πή των 25», για να α­ντι­με­τω­πί­σουν ό­σες α­πει­λές των προ­σπα­θειών α­να­συ­γκρό­τη­σης θα έ­πε­φταν στην α­ντί­λη­ψή τους. Με­τά την προ­ει­δο­ποί­η­ση α­πό το LAPD [Los Angeles Police Department, η Α­στυ­νομι­κή Διεύ­θυν­ση του Λος Ά­ντζε­λες] ό­τι ε­πίκει­ται μια μαύ­ρη «πλημ­μύ­ρα» να ξε­χει­λί­σει α­πό το κέ­ντρο της πό­λης, η Ε­πιτρο­πή ε­γκα­τέ­λει­ψε τις προ­σπά­θειες α­να­ζω­ο­γό­νη­σης του γε­ρα­σμέ­νου χρη­μα­τοοι­κο­νο­μι­κού και ε­μπο­ρι­κού το­μέ­α. Α­ντι­θέ­τως, έ­πει­σε τη Δη­μαρ­χί­α να ε­πι­δοτή­σει τη με­τα­στέ­γα­ση των τρα­πε­ζών και των κε­ντρι­κών γρα­φεί­ων δια­φό­ρων επι­χει­ρή­σε­ων σ’ έ­ναν και­νούρ­γιο χρη­μα­το­οι­κο­νο­μι­κό το­μέ­α στην κο­ρυ­φή του Bunker Hill, με­ρι­κά τε­τρά­γω­να προς τα δυ­τι­κά. Ο δη­μο­τι­κός φο­ρέ­ας α­να­συ­γκρό­τη­σης, λει­τουρ­γώ­ντας ου­σια­στι­κά ως έμ­μι­σθο όρ­γα­νο, κα­τέ­βα­λε τις εγ­γυ­ή­σεις για τις α­πώ­λειες των ε­πεν­δύ­σε­ων της Ε­πι­τρο­πής στην πα­λιά ε­πι­χει­ρη­μα­τι­κή ζώ­νη, προ­σφέ­ρο­ντας εκ­πτώ­σεις πο­λύ κά­τω α­πό την ε­μπο­ρι­κή α­ξί­α των α­στι­κών γη­πέ­δων μέ­σα στον και­νούρ­γιο πυ­ρή­να.
Κλει­δί για την ε­πι­τυ­χί­α της στρα­τη­γι­κής αυ­τής, που χαι­ρε­τί­στη­κε ως «α­να­γέν­νη­ση» του Downtown, ή­ταν ο φυ­σι­κός δια­χω­ρι­σμός του νέ­ου το­μέ­α και των α­ξιών της γης σε αυ­τόν, πί­σω α­πό έ­ναν προ­μα­χώ­να α­πό βαθ­μι­δωτές πε­ρι­φρά­ξεις, τσι­με­ντο­κο­λώ­νες και τεί­χη α­πό αυ­το­κι­νη­το­δρό­μους. Οι παρα­δο­σια­κές πε­ζο­δια­βά­σεις με­τα­ξύ του Bunker Hill και του πα­λιού οι­κο­νο­μι­κού πυρή­να της πό­λης ξη­λώ­θη­καν, και η κυ­κλο­φο­ρί­α των πε­ζών α­νυ­ψώ­θη­κε πά­νω α­πό το ε­πί­πε­δο του δρό­μου, με τη μορ­φή ε­να­έ­ριων δια­βά­σε­ων, η πρό­σβα­ση στις ο­ποί­ες εί­ναι ε­λεγ­χό­μενη α­πό τα συ­στή­μα­τα α­σφα­λεί­ας κά­θε ου­ρα­νο­ξύ­στη. Αυ­τή η ρι­ζι­κή ι­διω­τι­κο­ποίη­ση του δη­μό­σιου χώ­ρου του Downtown –με τις δυ­σοί­ω­νες φυ­λε­τι­κές της νύ­ξεις– πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε χω­ρίς ση­μα­ντι­κό δη­μό­σιο α­ντί­λο­γο.
Οι τα­ρα­χές του 1992 δι­καί­ω­σαν την προ­νο­η­τι­κό­τη­τα των σχε­δια­στών του Ο­χυ­ρού Downtown. Ε­νώ ο­λό­κλη­ρη η πα­λιά ε­πι­χει­ρη­μα­τι­κή ζώ­νη γι­νό­ταν γυα­λιά-καρ­φιά, το Bunker Hill στά­θη­κε στο ύ­ψος του ο­νό­μα­τός του. Με το πά­τη­μα ε­νός κου­μπιού στα χει­ρι­στή­ριά τους, τα προ­σω­πι­κά α­σφά­λειας των ου­ρα­νο­ξυ­στών των με­γάλων τρα­πε­ζών ή­ταν σε θέ­ση να α­πο­κό­ψουν κά­θε πρό­σβα­ση προς τα πο­λύ­τι­μα ακί­νη­τά τους. Α­λε­ξί­σφαι­ρα α­τσά­λι­να ρο­λά ξε­δι­πλώ­νο­νταν για να κα­λύ­ψουν τις ι­σό­γειες ει­σό­δους, οι κυ­λιό­με­νες κλί­μα­κες α­κι­νη­το­ποιού­νταν α­κα­ριαί­α και οι η­λε­κτρο­νι­κές κλει­δα­ριές σφρά­γι­ζαν τις πε­ζο­δια­βά­σεις. Ό­πως ση­μεί­ωνε η Los Angeles Business Journal, η ε­πι­τυ­χί­α των α­μυ­ντι­κών μέ­τρων της ε­πι­χει­ρημα­τι­κής έ­δρας του Downtown που δο­κι­μά­στη­καν σε πραγ­μα­τι­κές τα­ραχές, τό­νω­σε τη ζή­τη­ση για νε­ό­τε­ρα και πιο ε­ξε­λιγ­μέ­να μέ­τρα φυ­σι­κής α­σφάλειας.
Μί­α α­πό τις συ­νέ­πειες αυ­τής της ζή­τη­σης ή­ταν ό­τι τα ό­ρια με­τα­ξύ αρχι­τε­κτο­νι­κής και ε­πι­βο­λής της δη­μό­σιας τά­ξης έ­γι­ναν α­κό­μα πιο συ­γκε­χυμέ­να. Το LAPD έ­γι­νε κε­ντρι­κός πα­ρά­γο­ντας στη δια­δι­κα­σία α­να­σχε­δια­σμού του Downtown. Κα­νέ­να μεί­ζον πρό­γραμ­μα δεν προ­χωρού­σε πια χω­ρίς τη συμ­με­το­χή του. Εκ­πρό­σω­ποι της α­στυ­νο­μί­ας ά­σκη­σαν με επι­τυ­χί­α πιέ­σεις ε­νά­ντια στην πρό­βλε­ψη δη­μό­σιων α­πο­χω­ρη­τη­ρί­ων («σκη­νές εγκλη­μά­των», κα­τά τη γνώ­μη τους) και την α­νο­χή της πα­ρου­σί­ας πλα­νό­διων μικρο­πω­λη­τών («τσι­λια­δό­ροι για ε­μπό­ρους ναρ­κω­τι­κών»). Οι τα­ρα­χές προ­σέ­φε­ραν, ε­ξάλ­λου, στα α­στυ­νο­μι­κά τμή­μα­τα των προ­α­στί­ων το πρό­σχη­μα να διευ­ρύ­νουν τη συμ­με­το­χή τους σε ζη­τή­μα­τα πο­λε­ο­δο­μι­κά και χω­ρο­τα­ξι­κά. Στο εύ­πο­ρο Thousand Oaks, για πα­ρά­δειγ­μα, ο σύν­δε­σμος του Σε­ρί­φη στην πο­λε­ο­δο­μι­κή ε­πι­τρο­πή έ­πει­σε τον δή­μο να θέ­σει ε­κτός νό­μου τους πα­ρά­δρο­μους ως «προ­τε­ραιό­τη­τα πρό­λη­ψης της ε­γκλη­μα­τι­κό­τη­τας».
Η βι­ντε­ο­σκό­πη­ση των α­να­συ­γκρο­τού­με­νων πε­ριο­χών του Downtown ε­πε­κτά­θη­κε, στο με­τα­ξύ, στους χώ­ρους στάθ­μευ­σης, τους ι­διω­τι­κούς πε­ζό­δρο­μους και τις πλα­τεί­ες. Η σφαι­ρι­κή αυ­τή ε­πι­τή­ρη­ση συ­νι­στά ου­σια­στι­κά έ­να σα­ρω­νό­με­νο το­πί­ο (scanscape) – έ­ναν χώ­ρο προστα­τευ­τι­κής ο­ρα­τό­τη­τας, που κα­θο­ρί­ζει ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο πού αι­σθά­νονται α­σφα­λείς στο Downtown οι ερ­γα­ζό­με­νοι των γρα­φεί­ων και οι του­ρί­στες με­σαί­ου ει­σο­δή­μα­τος. […]
Α­να­πό­φευ­κτα, η ε­πι­τή­ρη­ση κλει­στού κυ­κλώ­μα­τος αρ­γά ή γρή­γο­ρα θα ενσω­μα­τω­θεί σε οι­κια­κά συ­στή­μα­τα α­σφα­λεί­ας, για να προ­κύ­ψει μια φαι­νο­μενι­κά α­διά­σπα­στη συ­νέ­χεια ε­πι­τή­ρη­σης ο­λό­κλη­ρης της κα­θη­με­ρι­νής ρου­τί­νας. Πράγ­μα­τι, το πο­λυ­τε­λές λά­ιφ στά­ιλ σύ­ντο­μα θα κα­θο­ρί­ζε­ται α­πό την ι­κα­νότη­τα να συ­ντη­ρού­νται «η­λε­κτρο­νι­κοί φύ­λα­κες άγ­γε­λοι» που θα προ­σέ­χουν τον ι­διο­κτή­τη και ση­μα­ντι­κά άλ­λα πρό­σω­πα στην προ­σω­πι­κή τους ζω­ή. Έ­νας ειδι­κός σε θέ­μα­τα α­σφα­λεί­ας στο Beverly Hills, που ε­μπο­ρεύ­ε­ται κρυ­φά συ­στή­μα­τα βι­ντε­ο­σκό­πη­σης που ε­πι­τρέ­πουν σε εύ­πο­ρους ερ­γα­ζό­με­νους γο­νείς να ε­πι­τη­ρούν τις χα­μη­λά α­μει­βό­με­νες ντα­ντά­δες και υ­πη­ρέ­τριες, συ­νέ­κρι­νε την έ­κρη­ξη των πω­λή­σε­ων που α­κο­λού­θησε τη δί­κη της Louise Woodward το 1997 (της βρετα­νί­δας ντα­ντάς που κα­τη­γο­ρή­θη­κε ό­τι δο­λο­φό­νη­σε έ­να νή­πιο στη πε­ριο­χή της Βο­στώ­νης), με το σπρω­ξί­δι της με­σαί­ας τά­ξης στα το­πι­κά κα­τα­στή­μα­τα ό­πλων με­τά τις τα­ρα­χές του 1992. Τα ε­πι­στη­μο­νι­κά και τε­χνο­λο­γι­κά πε­ριο­δι­κά, α­πό τη με­ριά τους, κα­λω­σό­ρι­σαν πρό­σφα­τα την έ­λευ­ση της «ψη­φια­κής υ­περ-ε­πι­τή­ρη­σης», που βα­σί­ζε­ται σε γκάτζετ ό­πως ρα­ντάρ τσέ­πης, βι­ντε­ο­κά­με­ρες με μή­κος κύ­μα­τος χι­λιο­στών, συ­σκευές υ­πε­ρύ­θρων αυ­τό­μα­του ε­ντο­πι­σμού, κλει­διά φω­νής, συ­σκευές δια­κτυ­λο­σκόπη­σης κα­θώς και θερ­μι­κής α­πει­κό­νι­σης προ­σώ­που. Ο «Γεν­ναί­ος Νέ­ος Κό­σμος», σύμ­φω­να με το New Scientist, τώ­ρα είναι και πά­λι ε­πί­και­ρος:

Πρό­κει­ται για έ­ναν κό­σμο ό­που δε θα μπο­ρεί κα­νείς που­θε­νά να κρυφτεί ού­τε και να κρύ­ψει κά­τι. Α­να­πτύσ­σο­νται ή­δη συ­σκευές που θα βλέ­πουν μέσα α­πό τοί­χους και θα κά­νουν σω­μα­τι­κό έ­λεγ­χο σε υ­πό­πτους εξ α­πο­στά­σε­ως, δια­περ­νώ­ντας τα ρού­χα τους, μέ­χρι και μέ­σα στα σώ­μα­τά τους. Τα ά­το­μα θα ταυτο­ποιού­νται α­πό τη χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή τους ο­σμή και θα ε­ντο­πί­ζο­νται ή θα «α­ναγνω­ρί­ζο­νται» η­λε­κτρο­νι­κά, α­κό­μη και προ­τού να προ­λά­βουν να φέ­ρουν σε πέρας μια ε­γκλη­μα­τι­κή πρά­ξη. Και χά­ρη σε φτη­νές ψη­φια­κές κά­με­ρες και πα­νί­σχυ­ρους και­νούρ­γιους αλ­γο­ρίθ­μους α­να­ζή­τη­σης, τα ά­το­μα θα ε­ντο­πί­ζο­νται από υ­πο­λο­γι­στές. Δεν θα υ­πάρ­χει α­νω­νυ­μί­α α­κό­μη και μέ­σα στο άλ­λο­τε κα­τα­δεκτι­κό πλή­θος. Technopsy: Nowhere to Hide», New Scientist, 4 Νο­εμ­βρί­ου 1995, σ. 4.]

Μια πρώ­της τά­ξε­ως πλατ­φόρ­μα για την και­νούρ­για αυ­τή τε­χνο­λο­γί­α επι­τή­ρη­σης έ­μελ­λε να εί­ναι έ­νας α­να­χρο­νι­σμός του 19ου αιώνα: ο ου­ρα­νο­ξύ­στης. Τα ψη­λά κτή­ρια γί­νο­νται ό­λο και πιο «ευαί­σθη­τα» και εφο­διά­ζο­νται με θα­να­τη­φό­ρα ι­σχύ πυ­ρός. Ο ου­ρα­νο­ξύ­στης με τον κε­ντρι­κό η­λεκτρο­νι­κό ε­γκέ­φα­λο στην κινηματογραφική ταινία Die Hard I (ου­σια­στι­κά, ο Πύρ­γος Fox-Pereira του F. Scott Johnson στην Century City) προ­οιω­νί­ζει μια καινούρ­για γε­νιά αρ­χι­τε­κτο­νι­κών α­ντι­η­ρώ­ων, κα­θώς τα έ­ξυ­πνα κτή­ρια εί­τε μά­χο­νται το κα­κό εί­τε γί­νο­νται πιό­νια του. Το αι­σθη­τη­ρια­κό σύ­στη­μα πολ­λών α­πό τους νε­ό­κτι­στους πύρ­γους γρα­φεί­ων στο Λος Ά­ντζε­λες ή­δη δια­θέ­τει πα­νο­πτι­κή θέ­α­ση, ό­σφρη­ση, ευαι­σθη­σί­α στη θερ­μότη­τα, την υ­γρα­σί­α και την κί­νη­ση και, σε με­ρι­κές πε­ρι­πτώ­σεις, την α­κο­ή. Ο­ρισμέ­νοι αρ­χι­τέ­κτο­νες σή­με­ρα προ­βλέ­πουν ό­τι μια μέ­ρα οι υ­πο­λο­γι­στές τε­χνητής νο­η­μο­σύ­νης ε­νός κτη­ρί­ου θα μπο­ρούν αυ­τό­μα­τα να α­νι­χνεύ­ουν και να ε­λέγχουν το σύ­νο­λο του αν­θρώ­πι­νου πλη­θυ­σμού του, ί­σως α­κό­μη και να α­ντα­πο­κρί­νο­νται στις συ­ναι­σθη­μα­τι­κές δια­κυ­μάν­σεις του, ι­δί­ως τον φό­βο ή τον πανι­κό. Χω­ρίς αυ­τό να κα­θι­στά πε­ριτ­τό το προ­σω­πι­κό α­σφα­λεί­ας, το ί­διο το κτήριο θα εί­ναι ι­κα­νό να χει­ρί­ζε­ται μό­νο του τις κρί­σεις, μι­κρές (π.χ. να δια­τάσσει στους πε­ρα­στι­κούς να ε­ξέλ­θουν α­πό το κτή­ριο ή να τους α­πα­γο­ρεύ­ει να χρη­σι­μο­ποιούν τα α­πο­χω­ρη­τή­ρια) αλ­λά και με­γα­λύ­τε­ρες (π.χ. να πα­γι­δεύ­ει τους διαρ­ρή­κτες μέ­σα σε κά­ποιον α­νελ­κυ­στή­ρα).


Απόσπασμα από το βιβλίο του Mike Davis Πέρα από το Blade Runner. Αστικός έλεγχος – Η οικολογία του φόβου, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις futura σε μετάφραση Νίκου Ηλιάδη. [ISBN 978-960-6654-53-4 / 280 σελ. / 18,80 ευρώ]

Ο Mike Davis (γεν. 1946) είναι αμερικανός κοινωνικός σχολιαστής, θεωρητικός του άστεως, ιστορικός, και πολιτικός ακτιβιστής. Είναι περισσότερο γνωστός για τις έρευνες του για τις κοινωνικές τάξεις στη γενέτειρά του τη Νότια Καλιφόρνια. Ο Davis εργάστηκε ως τεμαχιστής κρέατος, οδηγός φορτηγού, και έδρασε ως ακτιβιστής στις γραμμές του Φοιτητικού κινήματος για μια Δημοκρατική Κοινωνία (SDS). Σπούδασε στο Reed College στα μέσα της δεκαετίας του 1960, αλλά δεν ξεκίνησε την ακαδημαϊκή του καριέρα πραγματικά μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν πήρε τα πτυχία ΒΑ και ΜΑ. Δεν ολοκλήρωσε ποτέ το Διδακτορικό του στην Ιστορία που είχε ξεκινήσει στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια. Το 1998 έλαβε το MacArthur Fellowship Award, και υπήρξε υπότροφος στο Ινστιτούτο Getty. Το 2007 κέρδισε το Βραβείο Λογοτεχνίας Lannan στην κατηγορία των μη λογοτεχνικών βιβλίων. Τώρα είναι καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Irvine, καθώς και συνεκδότης της επιθεώρησης New Left Review. Αρθρογραφεί επίσης στη βρετανική μηνιαία Σοσιαλιστική Επιθεώρηση, το όργανο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος της Μεγάλης Βρετανίας. Ως δημοσιογράφος και δοκιμιογράφος, ο Ντέιβις μεταξύ άλλων, αρθρογραφεί συχνά για το αμερικανικό περιοδικό The Nation καθώς και για το βρετανικό περιοδικό New Statesmen. Αυτοπροσδιορίζεται ως διεθνής σοσιαλιστής και μαρξιστής-περιβαλλοντολόγος. Τα σημαντικότερα βιβλία του είναι τα ακόλουθα: Beyond Blade Runner: Urban Control The Ecology of Fear (1992)· Prisoners of the American Dream: Politics and Economy in the History of the U.S. Working Class (1986, 1999)· City of Quartz: Excavating the Future in Los Angeles (1990, 2006)· Ecology of Fear: Los Angeles and the Imagination of Disaster (2000)· Magical Urbanism: Latinos Reinvent the US City (2000)· Dead Cities, And Other Tales (2003)· Planet of Slums (2006)· Buda's Wagon: A Brief History of the Car Bomb (2007)· In Praise of Barbarians: Essays against Empire (2007)· Evil Paradises: Dreamworlds of Neoliberalism, συνεπιμέλεια με τον Daniel Bertrand Monk (2007).

Το νόημα της πραγματικής ελευθερίας

Η ριζική αλλαγή δεν μπορεί να γεννηθεί μέσα σε έναν κοινωνικό περίγυρο όπου ο ατομικισμός ή/και η λατρεία της βίας χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατα του ορθολογικού διαλόγου και της οικοδόμησης ενός μαζικού κινήματος.
Murray
Bookchin[1]

Ι.

Η ελευθερία, αντιλαμβανόμενη ως εγγενής ανθρώπινη ιδιότητα, ως αυτό-παραγόμενος «χώρος» που μπορεί να κατακτηθεί βουλητικά «εδώ και τώρα» από το υποκείμενο, ανά πάσα στιγμή και υπό οιεσδήποτε οικονομικοκοινωνικές και πολιτικές συνθήκες επικρατούν ιστορικά, εννοούμενη ως «ελευθερία από» (αρνητική ελευθερία) την εξουσία τού (κάθε μορφής) κράτους και των κοινωνικών θεσμών και σχέσεων που επιβάλει το καπιταλιστικό σύστημα και κάθε σύστημα, δεν είναι παρά το χλωμό απείκασμα της πραγματικής ελευθερίας, της ελευθερίας δηλαδή που μπορεί να εννοηθεί μόνον ως συνολική απελευθέρωση των δυνατοτήτων και των πάσης φύσεως πόρων ανάπτυξης και αυτό-πραγμάτωσης, ως «ελευθερία να» (θετική ελευθερία).

Ενώ η «ελευθερία από» είναι αρνητική και αποβλέπει στη διαφυγή από ένα περιοριστικό πλαίσιο, η «ελευθερία να» αναφέρεται πάντοτε σε ένα περιεχόμενο και προϋποθέτει την αυτόνομη συλλογική θέσμιση του πλαισίου που θα μπορεί να εγγυηθεί την απρόσκοπτη και αδιαμεσολάβητη έκφραση αυτού του περιεχομένου. Ενώ η «ελευθερία από» είναι συνδεδεμένη με το θυμικό και την άρνηση, η «ελευθερία να» είναι στενά συνδεδεμένη με τη φαντασία, την επιθυμία και το αδιαμεσολάβητο πράττειν, δηλαδή τη δημιουργία. Πρέπει ωστόσο να κάνουμε ένα απαραίτητο διαλεκτικό βήμα για να αποσαφηνίσουμε ότι οι δύο αυτές προσεγγίσεις για την ελευθερία μπορούν αναμφίβολα να συνυπάρχουν σε μια τρίτη, που κατά κάποιο τρόπο τις συμπεριλαμβάνει, αυτή την ελευθερία που θα αποκαλούσαμε «ελευθερία από, προκειμένου να».[2]

Αυτού του είδους η ελευθερία όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε και να διασφαλιστεί απλώς με ηθικές προσταγές ούτε, από την άλλη, να έχει ως μοναδικό έναυσμα ατομικές βουλητικές ενορμήσεις. Δεν αρκεί δηλαδή απλώς να επαναλάβει κανείς λόγια όπως αυτά που είχε πει στις αρχές του 20ού αιώνα ο αναρχικός Γκουστάβ Λαντάουερ: «έτσι αποσύρω κι εγώ απ’ αυτό που ονομάζω κράτος την αγάπη, τη λογική, την υπακοή και τη βούλησή μου. Τούτο μπορώ να το κάμω μόλις το θελήσω»[3], προκειμένου να απελευθερωθεί, και αυτό για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, διότι οι δομές εξουσίας θα συνεχίσουν να υπάρχουν ακόμη και αν τις αρνηθούμε στο επίπεδο της ατομικής συνείδησης και μόνον – είναι σαν επειδή κλείνουμε τα μάτια μας μέρα μεσημέρι να πιστεύουμε ότι έχει νυχτώσει· και δεύτερον, διότι η έννοια της «ατομικής απελευθέρωσης»[4] στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα φτηνό ιδεολόγημα του φιλελευθερισμού (αλλά και του «περσοναλιστικού» αναρχισμού) το οποίο αναμασά αφειδώς η σύγχρονη πολιτική ρητορεία όπως άλλωστε και η βιομηχανία της διαφήμισης. Είναι μια εικόνα που προβάλλει την ηρωική διάσταση της προσωπικότητας, το «ελεύθερο άτομο» (ένας ελεύθερος και μόνος καουμπόη) ενάντια σε κάθε περιορισμό που μπορεί να θέτει η κοινωνία. [5] Αν και ορισμένοι, επικαλούμενοι αόριστα την «καλή φύση» των ανθρώπων, διατείνονται το αντίθετο, εγώ θεωρώ ότι η μαξιμαλιστική κατάληξη αυτής της συλλογιστικής δεν μπορεί παρά να απορρέει στον καθαρό σολιψισμό και στον «πόλεμο όλων εναντίον όλων», και να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κοινωνική συγκρότηση μέσω της αυτοθέσμισης είναι αδύνατη και άρα η επίλυση των συγκρούσεων και των διαφωνιών που συνεχώς ανακύπτουν από την αντιπαρατιθέμενη επιθυμία και βούληση των διαφορετικών ατόμων, που είναι ωστόσο «καταδικασμένα» να ζουν μαζί, παραχωρείται υποχρεωτικά σε μια εξ-ουσία, σε μια εξωτερική δύναμη επιβολής του πλαισίου και των κανόνων συμβίωσης: στην οργανωμένη εκείνη ολότητα που είναι ο μοναδικός και απόλυτος φορέας και εκφραστής του νόμου, δηλαδή το κράτος. Αρνούμενοι την κοινωνική αυτονομία που είναι πάντοτε μια συλλογική διαδικασία και απαιτεί τον μετριασμό του ατομικού συμφέροντος, την έλλογη συγκατάθεση στη λήψη κοινών αποφάσεων προς το κοινό συμφέρον και την ευημερία όλων, καταφεύγουμε στην ετερονομία του κράτους των «ελεύθερων πολιτών» και των «ατομικών δικαιωμάτων», στην ανισότητα των προνομίων, και στη δικαίωση της κυριαρχίας που επιβάλει η ιεραρχική δομή.[6] Στην πραγματικότητα, προσφεύγοντας στην αγκαλιά του κράτους, αποποιούμαστε την ατομική ηθική ευθύνη που αποτελεί συστατικό στοιχείο της αληθινής ελευθερίας αφού μόνο η ατομική ηθική ευθύνη διασφαλίζει τους όρους ανάπτυξής της αληθινής ελευθερίας όλων σε συνθήκες που διασφαλίζουν την ισότητα. Παραμένουμε σε μια συνθήκη ανωριμότητας ως άτομα όταν αναθέτουμε τη διευθέτηση των υποθέσεων και των σχέσεων μας στους «αντιπροσώπους» των ειδικών συμφερόντων ή/και της ιδεολογίας μας και αποδεχόμενοι την κυριαρχία του κράτους. Η διαφορά είναι ξεκάθαρη: στη μια περίπτωση, εκεί όπου η ατομική ηθική ευθύνη εκφράζεται έλλογα στο πλαίσιο της κοινότητας μέσα από την πραγματική συμμετοχή όλων στη λήψη των αποφάσεων, αναφερόμαστε στην άμεση δημοκρατία που καθιστά τον θεσμό του κράτους περιττό, ενώ στην άλλη περίπτωση, εκεί όπου η ευθύνη μετατίθεται στους επαγγελματίες πολιτικούς, αναφερόμαστε στην αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» που θεωρεί απαραίτητο τον θεσμό του κράτους ως αναγκαίο εργαλείο για τη διαχείρισης της εξουσίας.


ΙΙ.

Κάθε προσπάθεια πραγματικής απελευθέρωσης απαιτεί την αναμέτρηση με την συστημική ολότητα η οποία πρέπει οπωσδήποτε να υπερβαθεί. Αναμφίβολα, κάθε άρνηση είναι πρωταρχικά άρνηση του άμεσα βιωμένου· αυτό που επιφέρει η εμπράγματη και εν πολλοίς αυθόρμητη αντίδραση σε μια κατάσταση ανυπόφορης πλέον δυσαρέσκειας μπορεί να γίνει ο πυροκροτητής της αγανάκτησης και μιας απρόβλεπτων διαστάσεων και συνεπειών κοινωνικής έκρηξης. Η επανάσταση ως ενδεχόμενο είναι σαφώς εγγεγραμμένη στον γενετικό κώδικα του κυρίαρχου συστήματος. Όμως η κάθε «αυθόρμητη» αντίδραση στην καταπίεση, η όποια πράξη εξέγερσης, δεν αποτελεί από μόνη της προάγγελο μιας ριζικής αλλαγής, μια επανάστασης που θα ανατρέψει εκ βάθρων τις κυρίαρχες σχέσεις και θα οικοδομήσει μια ελευθεριακή κοινωνία.

Αν λοιπόν αυτό που παρακινεί τους επιμέρους αγώνες μας δεν προβληθεί πάνω στο φόντο της ολότητας –το κυρίαρχο σύστημα του καπιταλισμού και της κρατικής εξουσίας– και δεν αναμετρηθεί μαζί της, το ζητούμενο δεν θα μπορεί να είναι παρά μονάχα ρεφορμιστικές παρεμβάσεις περιορισμένου βεληνεκούς και μετριασμένης απήχησης στην κατά τα λοιπά απρόσκοπτη συνέχιση της αναπαραγωγής και της λειτουργίας του συστήματος. Όσο δεν θίγονται πραγματικά καίρια ζητήματα όπως η αξία, ο φετιχισμός του εμπορεύματος, τα θεμέλια του νόμου και της ιδιοκτησίας, η κυριαρχική σχέση επί της φύσης (ο ουσιαστικός διαχωρισμός υποκειμένου-αντικειμένου δηλαδή) τόσο οι όποιες αντιστάσεις εγείρονται θα εκπίπτουν στην ανώδυνη διαμαρτυρία ή, στην καλύτερη περίπτωση, θα αποτελούν μια αιτία προσωρινής δυσλειτουργίας του συστήματος που εξαλείφεται δια της απλή μεθόδου της «διόρθωσης»/ενσωμάτωσης. Ας μην ξεχνάμε ότι οι επιμέρους αντιστάσεις λειτουργούν πολλές (αν όχι τις περισσότερες) φορές σαν αντισώματα που ενισχύουν την άμυνα του συστήματος, αποτρέποντας την εξάπλωση της «ασθένειας» που μπορεί να αποβεί μοιραία για το ίδιο, ήτοι θανάσιμη. Δεν είμαι βέβαιος ότι μπορούμε να συμμεριστούμε άκριτα την αισιοδοξία εκείνων που διαβλέπουν στην ανάπτυξη των αποκαλούμενων «κινημάτων πόλης» την όψιμη στη χώρα μας ανάδυση της «κοινωνίας των πολιτών», χαιρετίζουν δηλαδή την καθυστερημένη πραγμάτωση μιας παραδοσιακά φιλελεύθερης ουτοπίας που διατρανώνει πως η ελευθερία απαιτεί την εμβάθυνση της δημοκρατίας με τη συμμετοχή των ατόμων στην «πολιτική». Χωρίς να προσδιορίζονται επακριβώς οι συνισταμένες και οι όροι αυτής της συμμετοχής σε αυτήν την υποτιθέμενη «δημοκρατική» διαδικασία διεύρυνσης του δημόσιου χώρου, αποκρύπτονται οι πραγματικές σχέσεις ανισότητας στη συμμετοχή που απορρέουν από ποικίλους αντικειμενικούς προσδιοριστικούς παράγοντες που μεταφράζονται σε προνόμια ισχύος και εξουσίας έναντι της υποτιθέμενης «ισότητας» που διασφαλίζει καταστατικά η ιδιότητα του «πολίτη» στο πλαίσιο της φιλελεύθερης «δημοκρατίας». Από την άλλη, οι συνήθως ωφελιμιστικού χαρακτήρα στόχοι που τίθενται από αυτού του είδους τα «κινήματα» δεν ασκούν σχεδόν ποτέ συνολική συστημική κριτική ούτε προσβλέπουν στη ριζική ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων με αποτέλεσμα να καταδικάζουν και να αποτρέπουν κάθε ενέργεια αντίδρασης που ξεφεύγει από τα όρια του «ενδεδειγμένου» τρόπου διαμαρτυρίας ή και του (αστικού) νόμου. Αποθαρρύνοντας την ολομέτωπη σύγκρουση οι προσεγγίσεις αυτές πλειοδοτούν προς όφελος μιας σχετικά ανώδυνης ακτιβιστικής δράσης στο πλαίσιο του «εφικτού». Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν είναι συνήθως συμβολικές πράξεις αντίδρασης και διαμαρτυρίας καθώς και προσφυγή στα ένδικα μέσα που προσφέρει ως τρόπους αυτοελέγχου τής «καλής λειτουργίας» της η ίδια η Δημοκρατία. Οι ρεφορμιστικές αυτές πολιτικές δεν μπορούν να υπερβούν το σύστημα, ούτε καν να διανοίξουν μια χαραμάδα αισιοδοξίας στο στεγανό πλαίσιο του. Ακόμα και όταν επιτυγχάνουν τον επιμέρους στόχο τους παραμένουν «νίκες» χωρίς ευρύτερο πρόταγμα κοινωνικής αλλαγής, άρα είναι πολιτικά αδρανείς. Σε αντίθεση με το επαναστατικό πρόταγμα που παροτρύνει την άμεση δράση πάντοτε ως μέσο για έναν σκοπό, την ανατροπή του συστήματος και τη θεμελίωση της ελεύθερης κοινωνίας, τα ρεφορμιστικά κινήματα επιδιώκουν τη βελτίωση της λειτουργίας του συστήματος, επιδεικνύοντας μια υστερική έμφαση στο να επισημαίνουν τις δυσλειτουργίες του και να αγωνίζονται προκειμένου αυτές να εξαλειφτούν. [7]


ΙΙΙ.

Υπάρχει, με τα παραπάνω δεδομένα υπόψη, ένας πιο σαφής προσανατολισμός που μπορεί να δοθεί στην κατεύθυνση της επαναστατικής δράσης. Αν θεωρήσουμε την «ελευθερία από, προκειμένου να» ως την ύψιστη μορφή ελευθερίας, που ενσωματώνει, αφενός, την άρνηση της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης καθώς και το αίτημα να ξεπεραστούν αυτού του είδους οι σχέσεις και, αφετέρου, την έλλογη οικοδόμηση μιας κοινωνίας που θα διασφαλίζει την ελεύθερη ανάπτυξη των δυνατοτήτων όλων, τότε διαφαίνεται ξεκάθαρα ποιος πρέπει να είναι ο στόχος μας.

Ακόμα και αν δεχτούμε ότι ο μοναδικός δρόμος για να επιτύχουμε τους στόχους μας, η επανάσταση δηλαδή, είναι μακρινός και δύσβατος, εμείς πρέπει να συνεχίσουμε την πορεία μας προς την πραγματικά ελεύθερη κοινωνία, προς τον ελευθεριακό σοσιαλισμό. Τα όπλα μας θα συνεχίσουν να είναι η καθημερινή αντίσταση και εναντίωση σε συγκεκριμένες πρακτικές του κεφαλαίου, του κράτους και της πατριαρχίας, η οργάνωση και η επεξεργασία μιας θεωρίας και ενός προγράμματος για τη μελλοντική ελεύθερη κοινωνία, η αλληλεγγύη και η θέληση. Η δημιουργία θυλάκων συγκέντρωσης και ελεύθερης διακίνησης ιδεών και πρακτικών, η δημιουργία αντι-θεσμών (π.χ. στην ενημέρωση, στην εκπαίδευση, στην αλληλοβοήθεια), η προπαγάνδα και η επαναστατική διαπαιδαγώγηση, είναι οι ενδεδειγμένοι και ήδη μερικώς πραγματοποιημένοι στόχοι εδώ και πολύ καιρό. Οι κοινωνικοί αγώνες έχουν μακρά παράδοση, και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Υπάρχει αναμφίβολα ένα πυκνό «δίκτυο» που απλώνεται διεθνώς και συμπεριλαμβάνει δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων οι οποίοι αγωνίζονται καθημερινά, υπό αντίξοες και επικίνδυνες αρκετές φορές συνθήκες, και ανθρώπων που προσπαθούν να προσδώσουν μια πιο συνολική διάσταση στον αγώνα εναντίωσης, υπερβαίνοντας την απλή άρνηση και δημιουργώντας «καταστάσεις» που απηχούν την επιθυμία και την ανάγκη για την απελευθερωμένη κοινωνία την οποία μπορούμε να οικοδομήσουμε μέσω της έλλογης δράσης μας, να επιδιώξουμε δηλαδή την πλήρη απάλειψη των αλλοτριωτικών συνθηκών κυριαρχίας, εκμετάλλευσης, ετερονομίας που μας εγκλωβίζουν και καταστρέφουν τον πλανήτη.

Το αίτημά μας είναι ριζικό και αδιαπραγμάτευτο. Θέλουμε να ζήσουμε σε μια κοινωνία που να αναταποκρίνεται στις δυνατότητες, τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας. Να εξερευνήσουμε τη φύση (μας) αναπτύσσοντας τις ικανότητές μας. Δεν θέλουμε να ανασυστήσουμε κανέναν μύθο κάποιου «ιδανικού» παρελθόντος, δεν αντιλαμβανόμαστε την Ιστορία ως μια τροχιά πτώσης, ούτε όμως και σαν απώλεια· δεν μας παρακινεί κανένα (ψευδο)ρομαντικό συναίσθημα για την τραγικότητα της «ανθρώπινης μοίρας», ούτε, από την άλλη, εμφορούμαστε από την ηρωική εποποιία του «αυτόνομου Υπερανθρώπου» που η μοναδική του βούληση είναι αρκετή για να σπάσει τα δεσμά κάθε σύμβασης και κάθε περιορισμού, κοινωνικού και φυσικού. Δεν θέλουμε να «αναμαγεύσουμε» τον κόσμο για να τον παραχωρήσουμε ξανά στη μεταφυσική και στον δυισμό που βρίσκεται στη ρίζα κάθε έννοιας κυριαρχίας.[8] Ίσα-ίσα, θέλουμε όλους τους μύθους της κυριαρχίας να τους καταστρέψουμε ξανά, αποτελεσματικά αυτή τη φορά, να ξεκαθαρίσουμε μαζί τους μια για πάντα, να αποκαλύψουμε μέσα από τα συντρίμμια της κυριαρχίας τον πραγματικό ορίζοντα των δυνατοτήτων μας. Η τελική υπέρβαση των κοινωνικών συνθηκών παραγωγής των μύθων της κυριαρχίας και των σχέσεων που αυτές υπαγορεύουν θα καταστήσει αίφνης αυτούς τους μύθους άκαιρους και κυριολεκτικά άχρηστους. Όπως το διατυπώνει ο Bookchin, «οφείλουμε να δημιουργήσουμε τον κόσμο μας συνειδητά, όχι σύμφωνα με δαιμονικές ονειροπολήσεις, αστόχαστα έθιμα και καταστροφικές προκαταλήψεις, αλλά με βάση τα κριτήρια του λόγου, του στοχασμού και του διαλόγου, τα οποία ανήκουν αποκλειστικά στο είδος μας».[9]

Όσες και όσοι οραματίζονται την πραγματική ελευθερία πρέπει να αγωνίζονται με κάθε τρόπο να υπερβούν τις υποκειμενικές και προσωπικές βλέψεις της ατομικής «ελευθερίας» που πουλάει με το κιλό η φιλελεύθερη «δημοκρατία» και να μετέχουν έλλογα σε μια συλλογική θεμελίωση των κοινωνικοοικονομικών, πνευματικών και συναισθηματικών όρων της πραγματικής ελευθερίας για όλους, που θα αποτελέσει και το θεμέλιο για την πραγματική ατομική ελευθερία.[10] Γι’ αυτό και αγωνίζονται για να δημιουργήσουν ένα μαζικό επαναστατικό κίνημα. Ο αγώνας για την οικοδόμηση της ελευθεριακής κοινωνίας δεν έχει ανάγκη ούτε από μύθους, ούτε από ήρωες και μάγους, έχει ανάγκη από όραμα, ορθολογικές επαναστατικές πρακτικές, συγκροτημένες θεωρητικές επεξεργασίες και αναλύσεις, αντιαυταρχική οργάνωση, ισότιμη συνεργασία και συλλογική δράση σε όσο το δυνατόν ευρύτερη βάση. Μόνον όταν καταφέρουμε συλλογικά να αναδιοργανώσουμε την κοινωνία σύμφωνα με τις αρχές του ελευθεριακού σοσιαλισμού ο κόσμος που οραματιζόμαστε θα μπορέσει να γίνει επιτέλους πραγματικός.



[1] Murray Bookchin, Το πρόταγμα του Κομμουναλισμού, «Σημείωμα του συγγραφέα για την ελληνική έκδοση», εισ.-μτφρ.-σημ. Αλέανδρος Γκεζερλής, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2006 , σ. 9.

[2] Θα πρέπει να επισημάνω ότι αυτού του είδους την ελευθερία απολαμβάνουν με έναν άλλο τρόπο οι ελίτ της εξουσίας και του πλούτου υπό την έννοια ότι, από τη μια, δεν δεσμεύονται να τηρούν τους κανόνες που οι ίδιοι θεσπίζουν και, από την άλλη, ικανοποιούν σε υψηλό βαθμό τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους. Ειδικότερα η ελίτ του πλούτου επιδιώκει να ξεπεράσει τη διαλεκτική «αφέντη-δούλου», να απελευθερωθεί πλήρως από τον ετεροκαθορισμό, να αυτο-ορίσει την κυριαρχία της, αντικαθιστώντας τους δούλους με τις μηχανές. Ο δούλος είναι πλέον «πλεόνασμα» και όχι «εργαλείο» γι’ αυτό και η υπαναχώρηση του κεφαλαίου από τη στήριξη του κράτους πρόνοιας. Υπό μια άλλη οπτική βεβαίως, και σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζουμε εδώ, η αλληλεπίδραση των κινήσεων στον αγώνα για την κυριαρχία και η πολύπλευρη αντίδραση σε αυτήν καθορίζει εν πολλοίς το εύρος του πεδίου όπου μπορεί να ασκηθεί η ελευθερία και κυρίως τις συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί να εκφραστεί. Δεν ξέρω κατά πόσο π.χ. το να ζεις με τη συνεχή επιτήρηση σωματοφυλάκων συνιστά το ιδανικό όραμα για την ελευθερία, από όποια σκοπιά και αν το δει κανείς.

[3] Αναφ. στο Καρλ Μανχάιμ, (1929), Ιδεολογία και ουτοπία, μτφρ. Γιώργος Ανδρουλιδάκης, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1997, σ. 308.

[4] Αναφέρομαι στην «ατομική απελευθέρωση» ως ιδεολόγημα που υποστηρίζει τη δυνατότητα του ατόμου να «απελευθερωθεί» από μόνο του, με τη δύναμη της ατομικής βούλησης και να διατηρήσει αυτή την «αυτονομία» του σε πείσμα κάθε κοινωνικότητας, σε αντιπαράθεση με την «ατομική ελευθερία» η οποία είναι ταυτοχρόνως σκοπός και μέσο της επαναστατικής κοινωνικής αναδιάρθρωσης. Όπως έλεγε ο Καντ: «η ελευθερία είναι η αναγκαία συνθήκη για να φτάσουμε στην ωριμότητα που απαιτείται για την άσκηση της ίδιας της ελευθερίας, κι όχι ένα δώρο που παραχωρείται όταν έχει επιτευχθεί αυτή η ωριμότητα» (αναφ. στο Noam Chomsky, Σημειώσεις για τον Αναρχισμό, μτφρ. Μαρλέν Λογοέτη, Παναγιώτης Καλαμαράς, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2000, σ. 16.

[5] O Marray Bookchin γράφει για τους περσοναλιστικούς αναρχισμούς: «Η ιδεολογική τους γενεαλογία είναι βασικά φιλελεύθερη, θεμελιωμένη πάνω στο μύθο ενός απόλυτα αυτόνομου ατόμου του οποίου τα αιτήματα για αυτοκαθορισμό κυρώνονται από “φυσικά δικαιώματα”, μια “εγγενή αξία” ή σε ένα πιο εκλεπτυσμένο επίπεδο, από ένα διαισθητικό καντιανό ιδεαλιστικό εγώ που παράγει όλη την πραγματικότητα που είναι δυνατόν να γνωρίζουμε». (Κοινωνικός ή life style αναρχισμός. Ένα αγεφύρωτο χάσμα, μτφρ. Αχιλλέας Φωτάκης, εκδόσεις Ισνάφι, Ιωάννινα 2005, σ. 17.)

[6] Ο Πιέρ Κλαστρ υπενθυμίζει ότι «το κράτος, ως διαίρεση θεσμισμένη από την κοινωνία μ’ ένα πάνω και ένα κάτω, είναι αποτελεσματική αφετηρία σ’ ένα παιχνίδι σχέσεων εξουσίας. Η κατοχή της εξουσίας σημαίνει την άσκησή της: μια εξουσία που δεν ασκείται, δεν είναι παρά μια φαινομενολογία». Το ζήτημα της διαίρεσης της κοινωνίας σε κυρίαρχους και κυριαρχούμενους, εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους αντικατοπτρίζεται, σύμφωνα με τον Κλαστρ, με τον πλέον συναφή τρόπο στην κρατική εξουσία. Συγκεκριμένα ο Κλαστρ γράφει: «η σχέση εξουσίας υλοποιεί μια απόλυτη ικανότητα διαίρεσης στην κοινωνία. Είναι αυτή, μ’ αυτόν τον τίτλο, η ίδια η ουσία της κρατικής θέσμισης, η ελάχιστη εμφάνιση του Κράτους. Κατ’ αναλογίαν, το Κράτος δεν είναι παρά η επέκταση των σχέσεων εξουσίας, η πιο χαρακτηριστική τομή της ανισότητας ανάμεσα σ’ εκείνους που διατάζουν και σ’ εκείνους που υπακούουν.» (Πιέρ Κλαστρ, «Ελευθερία, δυστυχία, ακατονόμαστο», Επίμετρο στο Ετιέν ντε Λα Μποεσί, Πραγματεία περί Εθελοδουλείας, μτφρ. Παναγιώτης Καλαμαράς, β΄εκδ. Πανοπτικόν, Κοζάνη 2002, σ. 55.)

[7] Θα διαφωνήσω πλήρως με τον Tomas Ibanez, ο οποίος θεωρεί «απόλυτα απλοϊκή»την αντιπαράθεση ρεφορμισμού-ριζοσπαστισμού, και προσπαθεί να διασώσει τις ρεφορμιστικές πολιτικές ακυρώνοντας τη δυναμική της ριζοσπαστικής επαναστατικής δράσης.: «Είναι ξεκάθαρο», γράφει, «ότι μόνο η ριζοσπαστική δράση μπορεί να προκαλέσει την “ανάδυση” ασυμβίβαστων καταστάσεων εν σχέσει με την εγκαθιδρυμένη κοινωνική τάξη. Πρέπει να σημειώσουμε ωστόσο, ότι η ριζοσπαστική δράση είναι αντιφατική, γιατί έχοντας σαν δεδομένο ότι η κοινωνία είναι ένα ανοιχτό σύστημα που αυτοοργανώνεται, οι δυσλειτουργίες που εισάγει η ριζοσπαστική δράση, επιτρέπουν τη μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα του εγκαθιδρυμένου συστήματος» («Για μια ελευθεριακή πολιτική εξουσία. Επιστημολογικές και στρατηγικές εκτιμήσεις γύρω από την έννοια» (1984), Ελευθεριακή Κουλτούρα, μπροσούρα χ.χ.ε.). Εδώ ο Ibanez προφανώς συγχέει την επαναστατική δράση ενός οργανωμένου λαϊκού κινήματος και την ανάπτυξη του κοινωνικού ανταγωνισμού με το γεγονός ότι η μορφή της κυριαρχίας αλλάζει ως αντίδραση σε αυτήν ακριβώς τη δράση. Δεν μπορούμε όμως να πούμε το ίδιο και για τις ρεφορμιστικές πολιτικές που προάγουν συνήθως τα «κινήματα πόλης» και οι διάφορες «κινήσεις πολιτών» και τα οποία αποδέχονται ως ευρύτερο πλαίσιο δράσης τους το νομικό σύστημα της αστικο(νέο)φιλελεύθερης δημοκρατίας και συνεπακόλουθα το κράτος.

[8] Βλ. σημ. 6.

[9] Murray Bookchin, Το πρόταγμα του Κομμουναλισμού, όπ.π., σ. 44.

[10] «Ο Μπακούνιν ορίζει την ελευθερία ως το αποτέλεσμα της ανθρώπινης συνένωσης. Η ελευθερία είναι μια κοινωνικο-ιστορική δημιουργία, μια θετική αξία, έργο όλων μαζί και καθενός ξεχωριστά. Η μεγάλη ποικιλία δυνατοτήτων, ενεργειών, παθών, που εκδηλώνουν τα ανθρώπινα όντα όταν δρουν από κοινού, είναι ο πλούτος της κοινωνίας. Χάρις σ’ αυτή την ποικιλία, “η ανθρωπότητα είναι συλλογικό σύνολο, στο οποίο ο καθένας συμπληρώνει και έχει ανάγκη τους άλλους· αυτή η ατελείωτη ποικιλία των ανθρώπινων όντων είναι η αιτία, η θεμελιώδης βάση της αλληλεγγύης τους, ένα παντοδύναμο επιχείρημα υπέρ της ισότητας”. Κάθε ανθρώπινη ελευθερία που δεν συνιστά ένα προνόμιο απαιτεί, χρειάζεται την ισότητα.» (Eduardo Colombo, Είμαι αναρχικός!, μτφρ. Παναγιώτης Καλαμαράς, Ελευθεριακή Κουλτούρα - Το Μοναστήρι του Θελήματος 17, Αθήνα 2003, σ. 13.

Σχετικά με την «Επιθυμία που λέγεται Ουτοπία»

Ο Ernst Bloch αποδίδει στον Όσκαρ Ουάιλντ την «παραδόξως πολύ απλή φράση», όπως την χαρακτηρίζει ο ίδιος, που λέει πως «έναν χάρτη, του κόσμου που δεν περιλαμβάνει την Ουτοπία δεν αξίζει καν τον κόπο να τον κοιτάξεις»[1]. Πράγματι, νιώθουμε με έναν αόριστα οικείο τρόπο ότι ο Ουάιλντ έχει δίκιο· τι θα μπορούσε αλήθεια να αξίζει ένας κόσμος που δεν συμπεριλαμβάνει τα όνειρα και τις επιθυμίες μας για μια πιο δίκαιη κοινωνία και για μια πιο ελεύθερη ζωή; Μάλλον τίποτα. Ένας τέτοιος κόσμος θα ήταν απελπιστικά πεζός, αν όχι κυριολεκτικά απάνθρωπος. Η μη παραδοχή της δυνατότητάς μας να βρούμε, ενσυνείδητα και έλλογα, τον δρόμο μας προς το φως (τον διαφωτισμό) μάς μετατρέπει σε άβουλα πλάσματα που υπομένουν απλώς τη «μοίρα» τους μέσα στην κόλαση, ελπίζοντας ίσως στη μετά θάνατον σωτηρία ή, με μια διαστροφική αντιστροφή, διασκεδάζοντας μέχρι εξαντλήσεως την «καταδίκη» μας ως αναπόδραστης και επιβεβλημένης έξωθεν, υπερβατικής συνθήκης. Αυτή η παραδοχή, αν τη συμμεριστούμε και αποδεχτούμε τις συνέπειές της, μας θέλει μαριονέτες της ανάγκης, υποχείρια του υπαρκτού και του τετελεσμένου. Τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε για να «ξεφύγουμε», κανένα «έξω» δεν υπάρχει για να εγκατασταθούμε. Ό,τι είναι είναι, και με αυτό πρέπει να μάθουμε να ζούμε, είτε μας αρέσει είτε όχι. Υπό αυτή την οπτική, η «μοίρα», το «έτσι είναι τα πράγματα», έχει καθορίσει τη θέση μας σε αυτόν τον κόσμο. Μπορούμε να αλλάξουμε μερικώς τη «μοίρα» μας αυτή, να βελτιώσουμε τη ζωή μας κατά πολλούς, ωφέλιμους μάλλον, τρόπους. Μπορούμε, ακόμα κι αν δεν τα καταφέρουμε να πραγματοποιήσουμε τις επιδιώξεις μας, να καταφύγουμε σε «ιδιωτικούς παραδείσους» που ενίοτε, αν όχι πάντα, αποκαλύπτεται ότι πρόκειται μάλλον για «ιδιωτικές κολάσεις».

Αναμφίβολα, σε υλικό επίπεδο, η ζωή πολλών ανθρώπων σήμερα είναι, ή δύναται να είναι, πολύ πιο άνετη και πλούσια απ’ ό,τι υπήρξε ποτέ στο παρελθόν. Η παραγωγική μας ικανότητα έχει φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη, και με έναν τρόπο, πολλές «ουτοπικές επιθυμίες» του παρελθόντος έχουν εκπληρωθεί από την τεχνολογία. Αυτός ο μύθος μιας ήδη πραγματοποιημένης ουτοπίας στο πλαίσιο του καπιταλισμού και της φιλελεύθερης δημοκρατίας έρχεται να ντύσει με φανταχτερά ρούχα έναν απροκάλυπτα γυμνό εξαναγκασμό: το τίμημα που πρέπει να πληρώνουμε είναι το εξής: οι συγκεκριμένες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων μετατρέπονται υποχρεωτικά σε αφηρημένες σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων. Αυτή η αυτοπαγίδευσή μας στην παραγωγικές ικανότητές μας και στον συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσής τους, που παραμένει πάντα ένας διαχωρισμός μεταξύ εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων όσο και αν βελτιώνει πραγματικά την υλική παραγωγή και αυξάνει τον πλούτο, δεν εγγυάται κατά κανένα τρόπο την υλική ευημερία όλων καθώς στον συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης της παραγωγής η ευημερία μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από τον διαχωρισμό εργασίας και αξίας και με την με κάθε τρόπο συγκάλυψη της αδιαχώριστης σχέσης τους.
Αυτός ο διαχωρισμός είναι ένας κάθετος διαχωρισμός που στον άξονά του αναπτύσσονται ζεύγη εξίσου διαχωρισμένων κατηγοριών. Έτσι, ένα δυιστικό μοντέλο αλληλοαποκλειόμενων όρων σχηματοποιεί τη μορφή της πραγματικότητας που βιώνουμε ως άτομα και τον τρόπο με τον οποίο την προσλαμβάνουμε νοητικά και ψυχολογικά, σχηματίζει την μορφή της κοινωνίας μας. Αυτό-που-είναι είναι αυτό-που-μπορεί-να-είναι και μόνον αυτό. Αν το ανέφικτο ήταν εφικτό θα είχε ήδη υπάρξει.
Ακόμα κι αν έχουμε ενστερνιστεί αξιωματικά αυτή την βασική παραδοχή, υπάρχει μια άλλου είδους συνισταμένη που επανέρχεται ξανά και ξανά, σαν μια φωνή από ένα βαθύτερο και άρρητο υπόστρωμα της ύπαρξης, να μας υπενθυμίζει ότι «κάτι λείπει»[2]. Αυτό το «κάτι» που λείπει μας κάνει να στραφούμε στην πραγματικότητα και επιτρέπει στην άρνησή μας να αναθερμαίνει την επιθυμία μας για το άλλο, αυτό που-θα-μπορούσε-να-είναι.

Τα όσα λέω ακούγονται αφηρημένα και όντως είναι. Αν θέλω να είμαι συνεπής τόσο προς τις ιδέες μου όσο και απέναντί σας, θα πρέπει να γίνω σαφής και συγκεκριμένος. Να πω δηλαδή ότι αυτή η συνθήκη που μέσα της όλοι μας ασφυκτιούμε και την οποία υποστηρίζουμε ότι πρέπει με κάθε τρόπο να ξεπεράσουμε είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος παραγωγής, μια συγκεκριμένη, αν και ίσως ασταθής και συνεχώς διακυβευόμενη, μορφή οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων. Και αυτός ο συγκεκριμένος, ιστορικός τρόπος παραγωγής είναι φυσικά ο καπιταλισμός (με όποια μορφή και αν εμφανίζεται). Είναι αυτονόητο ότι σε αυτόν τον όρο συμπεριλαμβάνω και τον κρατικό καπιταλισμό των κατ’ όνομα μόνο σοσιαλιστικών καθεστώτων που κατέρρευσαν με παταγώδη θόρυβο στις αρχές της δεκαετίας του ’90, αποδεικνύοντας με οδυνηρό για τους υπηκόους τους (και όχι μόνο) τρόπο ότι ο μοναδικός βιώσιμος καπιταλισμός είναι ο καπιταλισμός της (ελεγχόμενα) ελεύθερης αγοράς, του μονοπωλίου των πολυεθνικών, της διατήρησης μιας ολοένα και αυξανόμενης αριθμητικά στρατιάς ανέργων, της απεριόριστης εκμετάλλευσης της φύσης και της αχαλίνωτης εξάπλωσης των ιδιαζόντων καπιταλιστικών σχέσεων τόσο στον γεωγραφικό χώρο όσο και στο ίδιο το κοινωνικό σώμα αλλά και στην ατομική υπόσταση.
Δεν θα αναλώσω το χρόνο σας σε μια καταγγελτική ρητορεία για την απανθρωπιά του καπιταλιστικού συστήματος και την εκ μέρους του αποικιοποίηση σχεδόν κάθε πτυχής της ατομικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Είναι τόσο πρόδηλα και πασιφανή τα προβλήματα και τα αδιέξοδα του συστήματος αυτού που δεν χρειάζεται να επαυξήσω. Μια απλή ματιά γύρω μας, μια ματιά στη φύση αλλά και μέσα μας, μας αποκαλύπτει πολύ περισσότερα απ’ όσα εγώ θα μπορούσα να περιγράψω εδώ. Με αυτή τη δήλωση δεν αποποιούμαι με κανέναν τρόπο την κριτική, την άρνησή μου σε αυτόν τον κόσμο και την οργισμένη αντίδραση που μου προκαλεί. Ίσα-ίσα, στόχος μου είναι να ενδυναμώσω την κριτική αλλά και την οργισμένη αντίδρασή μου με κάθε τρόπο, τόσο στο επίπεδο του λόγου όσο και στο επίπεδο της πράξης.

Ας επικεντρωθούμε λοιπόν στις πρακτικές μας, στην καθημερινή μας δραστηριότητα, στην καθημερινή μας ζωή, στις πράξεις μας, στις σχέσεις μας. Εδώ είναι το σημείο εκκίνησης αλλά και το πεδίο έκφρασης κάθε αγώνα και αντίστασης: η υλική εδώ-και-τώρα πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούμε, η οποία μας κατασκευάζει και την οποία κατασκευάζουμε. Εδώ μπορούμε να θεμελιώσουμε τη δυνατότητα για το άλλο, αυτό που-θα-μπορούσε-να-είναι. Σε μια υλική βάση, που περιλαμβάνει το σώμα μας, τα συναισθήματά μας, τις σκέψεις μας, τις δυνατότητές μας. Είμαστε αναμφίβολα αλλοτριωμένοι, διαχωρισμένοι, κατακερματισμένοι και πολλές φορές, αν όχι τις περισσότερες, είμαστε αποπροσανατολισμένοι και συγχυσμένοι. Όμως αρκεί να κοιτάξουμε τον διπλανό μας για να ανακαλύψουμε ότι και στα δικά του μάτια έχει φωλιάσει εξίσου ο τρόμος. Αυτό που μας ελέγχει και μας κυριαρχεί είναι διαπλεγμένο, συνυφασμένο με την ίδια μας τη ζωή, με τον τρόπο που παράγουμε τόσο τον εαυτό μας και τις προσωπικές μας σχέσεις όσο τα μέσα προς το ζειν και τις κοινωνικές μας σχέσεις. Όπως παρατηρεί ο Fredric Jameson, «είναι πιο εύκολο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού»,[3] και τις περισσότερες φορές, συμπληρώνω εγώ, είναι πιο πιθανό να ταυτίζουμε αυτά τα δύο σε ένα υπέρ-θεαματικό τέλος, ένα είδος Αποκάλυψης που δικαιώνει τις πεποιθήσεις τόσο των θεοσεβούμενων όσο και των κινδυνολόγων. Όμως, μια τέτοια αντίληψη, κοινότοπη σήμερα, αποτελεί έναν μηχανισμό καταστολής της επιθυμίας, μια αναπαραστατική στρατηγική που προβάλει το ζοφερό τέλος των πάντων ως «μοίρα» της αλόγιστης ύπαρξης και των ανυπέρβλητων αντιφάσεών της.

Μπορεί να είμαστε οικονομικά εύποροι, μπορεί να είμαστε φτωχοί, μπορεί να είμαστε όμορφοι, έξυπνοι, γενναίοι, χαρισματικοί ή ότι άλλο, όπως μπορεί να είμαστε άσχημοι, μέτριας νοημοσύνης, δειλοί ή άχρωμοι και ουδέτεροι. Όλοι αυτοί οι ορισμοί είναι ορισμοί που μας «περιγράφουν» και μας «ορίζουν» εν μέρει, επ’ ουδενί λόγω μας «εξαντλούν». Δεν είναι αυτά τα χαρακτηριστικά που μας προσδίδουν την «ανθρωπινότητά» μας. Η ιδιάζουσα ανθρώπινη κατάσταση έγκειται στην ικανότητά μας, παρά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μας και τις διαφορές, να μπορούμε να φανταστούμε, να «απεικονίσουμε» και έτσι να έχουμε τη δυνατότητα να συντονίσουμε τη δράση μας, είτε ως «εργασία» είτε ως «πράξη», προς αυτό που-θα-μπορούσε-να-είναι. Η ουτοπία είναι πρώτα απ’ όλα μια επιθυμία.
Θα ήταν αδιανόητο να φανταστούμε μια ριζική αλλαγή αν δεν είχαμε κάποιου είδους επιθυμίας γι’ αυτήν. Θα ήταν παράδοξο εγώ να μιλάω κι εσείς να με ακούτε αν όλοι μας δεν νιώθαμε την ανάγκη ή την περιέργεια να συζητήσουμε για αυτήν την ουτοπική επιθυμία. Αυτό που μάθαμε από τους Καταστασιακούς και το πρόγραμμά τους –για να αναφερθώ σε ένα επίκαιρο στο πλαίσιο των εκδηλώσεων τούτων παράδειγμα– είναι η καίρια σημασία αυτής της επιθυμίας η οποία εκφράζεται σαν μια διαρκής και ριζική άρνηση (ας μην ξεχνάμε π.χ. το σύνθημα “Ne travaille jamais” – «Μη δουλέψεις ποτέ») που ενοράται και αποσκοπεί όμως στη θετικότητα της ελεύθερης, αυτόνομης κοινωνίας. Οι Καταστασιακοί αντιπρότειναν στη μιζέρια της καθημερινότητας στον ελεγχόμενο από το κεφάλαιο και τις καπιταλιστικές σχέσεις κόσμο το δικό τους «θετικό» Πρόγραμμα, τη δημιουργία «καταστάσεων» για το ξεπέρασμα του «εργαλειακού», πραγμοποιημένου γεγονότος, όπως ας πούμε είναι η τέχνη και η πολιτική, δηλαδή το ξεπέρασμα της πραγμοποίησης και της αλλοτρίωσης που έχει ριζοσπαστικοποιήσει πια ο κόσμος του θεάματος, εννοημένος ως ο λόγος «αυτοθαυμασμού» του εμπορεύματος στο πλαίσιο ενός κόσμου που του ανήκει ολοκληρωτικά. Οι Καταστασιακοί μας λένε πως κάθε άρνηση είναι άρνηση αυτού-που-είναι, όμως άρνηση που ταυτόχρονα είναι πάντα μια προβολή στο φόντο αυτού που-θα-μπορούσε-να-είναι. Παραπέμποντας στον Μαρξ και στη γνωστή διαφορά μεταξύ μέλισσας και αρχιτέκτονα, νομίζουμε ότι είναι σημαντικό, αν όχι απαραίτητο, να οραματιζόμαστε τη μορφή του άλλου κόσμου που αγωνιζόμαστε να υλοποιήσουμε. Και η προσπάθειά μας να δώσουμε μορφή στην επιθυμία μας δεν μπορεί παρά να εδράζεται στην έλλογη πράξη και στις δυνατότητες που τις παρέχονται για να αναπτυχθεί. Από την άλλη, η προσπάθεια μορφοποίησης θα πρέπει να γίνεται καθαυτή ισχυρό κίνητρο για δράση, δηλαδή για πράξη. Αν επιθυμούμε έναν άλλο κόσμο είμαστε εμείς αυτοί που θα τον δημιουργήσουμε.

Θα ολοκληρώσω την παρέμβασή μου με μία διευκρίνιση: Αν μιλάω σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο δεν είναι γιατί πιστεύω ότι μιλάω εκ μέρους ενός συγκροτημένου «συλλογικού υποκειμένου», μιας φυλής, μιας εθνότητας, μιας μειονότητας, ενός κόμματος, μιας ομάδας ή μιας τάξης, αλλά γιατί ενώνω τη φωνή μου με άλλες φωνές που μιλάνε την ίδια «γλώσσα» με μένα, σε μια «κοινότητα» απόψεων, σε μια κοινή παράδοση σκέψης και πράξης – σαν άλλα κλαδιά μιας κοινής ρίζας που απλώνονται από δω κι από κει, σε αντίθετες κατευθύνσεις αλλά είναι μέρος και συμβάλλουν στην ανάπτυξη του ίδιου δέντρου: έτσι το «εγώ» γινόμαστε «εμείς». «Εμείς» που αγωνιζόμαστε με κάθε τρόπο για την αυτονομία μας και την αυτό-διαχείριση της ζωής μας, ακόμα κι όταν διαφωνούμε στο «τι» και το «πώς», μοιραζόμαστε πολλά και άλλα τόσα πολλά μας χωρίζουν. Όμως παραμένουμε «εμείς» και όχι απλώς «εγώ» γιατί ξέρουμε πως κανένα «εγώ» δεν μπορεί να είναι ελεύθερο χωρίς να είναι ελεύθερα και τα άλλα «εγώ», χωρίς να είμαστε ελεύθεροι «εμείς». Κανένας δεν πρέπει να πεινάει σε έναν ανθρώπινο κόσμο! Η ελευθερία μας τεκμηριώνεται όχι στον αυτιστικό «μονόλογο», στην μονοδιάστατη ύπαρξη αλλά στον «διάλογο», στην «κοινότητα» και στη συνύπαρξη, δηλαδή στην αλληλεγγύη, τη συνεργασία και τη σύμπραξη των ανθρώπων όπως εμείς, που οραματιζόμαστε έναν καλύτερο κόσμο για όλους, που οραματιζόμαστε και προσπαθούμε ενσυνείδητα να πραγματοποιήσουμε τον ελευθεριακό σοσιαλισμό.


* Παρέμβαση στη συζήτηση με θέμα «Το μέλλον της Ουτοπίας» που έγινε στην Αγορά της Κυψέλης, την Τετάρτη 11 Ιουνίου 2008, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Από πού πάνε για την Ουτοπία;» που διοργάνωσαν η Κατερίνα Νασιώκα και ο Δημήτρης Χαλάτσης.

[1] Ernst Bloch - Th. W. Adorno, Κάτι λείπει. Μια συζήτηση για τις αντιφάσεις της ουτοπικής επιθυμίας, εισ.-μτφρ. Στέφανος Ροζάνης, Έρασμος, Αθήνα 2000, σ. 31. Την ίδια φράση παραθέτει στην προμετωπίδα του κλασικού βιβλίου του Λιούις Μάμφορντ Η ιστορία των ουτοπιών, Νησίδες.

[2] Φράση του Μπρεχτ από το έργο του Μαχάγκοννυ. Αναφ. από τον Μπλοχ, όπ.π., σ. 29.

[3] Fredric Jameson, Οι Αρχαιολογίες του Μέλλοντος. Τόμος 1: Η Επιθυμία που λέγεται Ουτοπία, μτφρ. Μιχάλης Μαυρωνάς, εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2008, σ. 356.