Η ηθική χρειάζεται έναν άλλο τόπο για να ριζώσει και να ανθίσει

Του Raúl Zibechi

Φεβρουάριος του 2011:
Φίλε Ραούλ: Χαιρετισμούς. Διαβάσαμε μερικά από τα τελευταία σου γραπτά και πιστεύουμε ότι είμαστε συντονισμένοι στον ίδιο μήκος κύματος. Γι’ αυτό θα θέλαμε να σε προσκαλέσουμε να ενωθείς και να συνεισφέρεις σχετικά με το θέμα της Ηθικής και Πολιτικής. Θερμά. SupMarcos.


Στην πρόσκληση του Εξεγερμένου Υποδιοικητή Μάρκος, ο Ραούλ Ζιμπέκι, από την Ουρουγουάη, ανταποκρίνεται στην ανταλλαγή επιστολών σχετικά με την Ηθική και την Πολιτική. Με αυτή την επιστολή συμμετέχει στη συζήτηση.

Γράμμα στον EZLN
Μάρτιος 2011
Προς: Εξεγερμένο Υποδιοικητή Μάρκος - Ζαπατιστικό Στρατό για την Εθνική Απελευθέρωση
Από: Ραούλ Ζιμπέκι

Θερμό αγκάλιασμα προς τις και τους συντρόφους Ζαπατίστας από αυτή τη γωνιά της νοτιοαμερικανικής ηπείρου. Και ένα εγκάρδιο αγκάλιασμα σε αυτά τα μικρά κορίτσια και αγόρια που υποφέρουν από τον πόλεμο από-τα-πάνω, έναν πόλεμο στον οποίο κατευθύνονται στροβιλιζόμενοι συντηρητικοί και προοδευτικοί, δεξιοί και ψευδο-αριστεροί που μοιράζονται από κοινού την απέχθεια –και το φόβο– για όλους τους από κάτω. Που τους αποδέχονται μόνο ως παθητικό πλήθος στις παρελάσεις τους –τις οποίες τώρα αποκαλούν πορείες διαμαρτυρίας– και πάνω απ’ όλα στην ιερή ημέρα που θα φτάσουν στην κάλπη.
Στο μέτρο που ο κόσμος, η ήπειρός μας και οι δικοί μας διαφορετικοί από-κάτω αισθάνονται κάθε φορά και πιο επηρεασμένοι από τους πολλαπλούς πολέμους από-τα-πάνω –τον πόλεμο της πείνας για την κερδοσκοπία πάνω στην τροφή, τον πόλεμο της ενημερωτικής σιωπής για να μας αγνοήσουν, τον πόλεμο της κοινωνικής πολιτικής για να μας εξημερώσουν και τον πόλεμο, πόλεμο με σφαίρες και κανόνια για να μας εξαφανίσουν σκοτώνοντάς μας– γίνεται πιο επείγον να χαράξουμε «σύνορα» ανάμεσα στους πιο διαφορετικούς «εμείς» και στους πιο διαφορετικούς «εκείνοι», παρά τον κίνδυνο να καταλήξουμε σε κάποια δυσάρεστη έκπληξη.
Με κάθε άλμα προς τα εμπρός της παγκόσμιας εξέγερσης των από-κάτω, όταν πλήθη οπλισμένα με πέτρες βρίσκονται αντιμέτωπα με στρατιωτικά ελικόπτερα και κυνηγητό βομβαρδισμών, έρχεται η σειρά της ερώτησης: «με ποια πλευρά;», «με ποιους;» Ερωτήσεις που μπορούν να απαντηθούν μόνο με την καρδιά και το πιο πρωταρχικό αίσθημα της ανθρώπινης αλληλεγγύης, αν και βλέπουμε κάθε μέρα αυτούς που κάθονται στα βάθρα από-πάνω να υπολογίζουν κέρδη και ζημιές με μέτριες λογικές που χρησιμεύουν για να εξηγήσουν το κάθετι, επειδή μερικές λέξεις, όπως έλεγε ο León Felipe[1] για τη δικαιοσύνη, αξίζουν λιγότερο, άπειρα λιγότερο και από τα ούρα των σκύλων.
Όταν οι χιλιάδες και τα εκατομμύρια κερδίζουν τους δρόμους, όπως έκαναν τον Ιανουάριο του 1994 στο Μεξικό ή στο Río de la Plata το 2001, δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά το να γιορτάσεις, να συντροφέψεις, να αφήσεις τις δουλειές που κάνεις και να βγεις συμμετέχοντας στις χαρές και τους πόνους. «Και μετά τι;», ήταν η ερώτηση με την οποία μας πυροβολούσαν οι σοφοί αναλυτές και οι ηγέτες της αριστεράς. Μετά, ποτέ δεν ξέρεις. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι: τώρα, και φτάνει πια.
Όσο τα νερά είναι ήρεμα, τα περιθώρια της κερδοσκοπίας φαρδαίνουν μέχρι να γίνουν ωκεανοί λόγων• λέξεις και άλλες λέξεις προφέρονται η μια μετά την άλλη, συνέχεια και συνέχεια, επειδή δεν συνδέονται με τα γεγονότα, τις πράξεις, τις αποφάσεις, τις δεσμεύσεις. Είναι, δηλαδή, λέξεις. Όπως αυτές των πολιτικών από-τα-πάνω, που ανταποκρίνονται στις ατομικές ιδιοτροπίες και τα συμφέροντα.
Αλλά όταν τα νερά αναταράσσονται, όταν τα κύματα γίνονται τρικυμία, τίποτε πια δεν μένει στη θέση του. Οι χρόνοι των υπολογισμών και της κερδοσκοπίας δίνουν τη θέση τους σε απαντήσεις σχεδόν αυτόματες, και είναι τότε που κάθε ομάδα ανταποκρίνεται σύμφωνα με τις αξίες που καλλιέργησε. Στις κρίσεις, όπως και στα ναυάγια, υπάρχουν μόνο συλλογικές έξοδοι, για τον απλό λόγο ότι στην ατομική λύση δεν χωράνε όλοι. Αυτό είναι το πρώτο μάθημα που προσφέρουν οι εξεγέρσεις που συνταράζουν τον κόσμο.

Ένα σύστημα σε αποσύνθεση
Μπορούμε να καταβάλλουμε κάθε δυνατή διανοητική προσπάθεια που χρειάζεται για να καταλάβουμε αυτό που συμβαίνει στον κόσμο. Να συλλέξουμε στοιχεία, να τα κατηγοριοποιήσουμε, να τα αναλύσουμε, να τα θέσουμε προς διάψευση μέχρι να περικυκλώσουμε μια υπόθεση σχετικά με αυτό που ονομάζουμε συστημική κρίση και που μοιάζει κάθε φορά περισσότερο με ένα συστημικό χάος.
Πώς να κατανοήσουμε την κρίση του συστήματος; Λένε πως υπάρχουν νόμοι που κυβερνούν την οικονομία, που παρουσιάζουν τάσεις και αλάνθαστες ενδείξεις ότι μπαίνουμε σε μια περίοδο κατά την οποία το κεφάλαιο συναντά περιορισμούς στην συσσώρευσή του. Και υπάρχουν άλλες θεωρίες που λένε ότι η πτώση του καπιταλισμού είναι αναπόφευκτη και ότι ο κόσμος του ενός πόλου, δηλαδή ο κόσμος που έχει ως κέντρο του την ηγεμονία μιας μόνο χώρας, των ΗΠΑ, δεν μπορεί να επιβιώσει.
Κατά τη γνώμη ορισμένων, και μπορεί να κάνουμε λάθος, αυτό που ονομάζουμε συστημική κρίση δεν είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από ένα ¡Ya Basta!, μαζικό, ωμό και γενικευμένο από τους από-κάτω απ’ όλες τις γωνιές του κόσμου. Η κρίση είναι: όταν γυναίκες και νέοι, παιδιά, αγρότες και εργάτες, ιθαγενείς και φοιτητές/μαθητές πια δεν αντέχουν άλλο και οι αγώνες τους γίνονται τόσο δυνατοί που οι από-πάνω, τα αφεντικά του κεφαλαίου, αρχίζουν να μεταφέρουν τα λεφτά τους σε πιο σίγουρους τόπους. Και αυτό που εξοπλίζουν είναι ένα γιγάντιο καζίνο όπου παίζουν για να κερδίσουν χρήματα ο ένας καπιταλιστής από τον άλλο, επειδή οι από-κάτω δεν τους επιτρέπουν πια να τους κλέβουν και να τους εκμεταλλεύονται τόσο εύκολα.
Οι Giovanni Arrighi και Beverly Silver λένε στο έργο τους που καλύπτει πέντε αιώνες της ιστορίας του καπιταλισμού, Χάος και τάξη στο σύστημα του μοντέρνου κόσμου, ότι αυτή η κρίση έχει ένα χαρακτηριστικό πολύ διαφορετικό από τις προηγούμενες. Τώρα η πάλη των από-κάτω είναι τόσο ισχυρή που από μόνη της βάζει σε κρίση το σύστημα. Αυτό συνέβη σε όλη τη Λατινική Αμερική, από το Caracazo[2] το 1989 μέχρι τον δεύτερο πόλεμο του φυσικού αερίου στη Βολιβία το 2005 και την Κομούνα της Οαχάκα το 2006. Δεν ήταν οι «αντικειμενικοί νόμοι» αυτοί που οδήγησαν σε κρίση το σύστημα κυριαρχίας, οι άνθρωποι στους δρόμους ήταν αυτοί που κατέστρεψαν το νεοφιλελεύθερο μοντέλο.
Αυτό που ονομάζουμε συστημική κρίση μοιάζει με έναν τυφώνα που μας επηρεάζει όλους και όλες. Δεν υπάρχει λαός ούτε κοινωνική ομάδα που εξαιρείται και πολλά από τα εργαλεία που έχουν κατασκευαστεί κατά τη διάρκεια των αιώνων αντίστασης παραμένουν άχρηστα. Όχι μόνο οι προηγούμενες, οι «ιστορικές» οργανώσεις των από-κάτω, αλλά και ένα μέρος των καινούργιων, αυτά που ονομάζουμε κοινωνικά κινήματα, έχουν μετατραπεί σε καθαυτό σκοπούς, σε ομάδες που καθοδηγούνται από τη λογική της επιβίωσης. Από αδράνεια, ή οποιουσδήποτε άλλους λόγους, ένα μέρος από αυτό που επινοήθηκε για αντίσταση δεν χρησιμεύει για αντίσταση αυτή την περίοδο που όλα αποσυντίθενται. Και ο κόσμος ακόμα αποσυντίθεται. Γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να επινοήσουμε ξανά τα εργαλεία μας για αντίσταση και καινούργιους κόσμους.
Τι να πούμε για τις θεωρίες, τις ιδεολογίες και τις επιστημονικές αναλύσεις. Οι προβλέψεις των κοινωνικών και πολιτικών «αναλυτών» μοιάζουν αυτή τη στιγμή μετεωρολογικές, και στο μόνο που πέφτουν μέσα είναι να λένε τι ώρα βγαίνει ο ήλιος και το φεγγάρι, όλο το υπόλοιπο είναι αβέβαιο. Οι κοινωνικοί «αναλυτές», όπως φαίνεται, δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη των προγνωστικών τους. Δεν προτάσσουν το σώμα τους μαζί με την ανάλυσή τους.
Τι κάνει ένας καπετάνιος όταν οι χάρτες πλοήγησης εμφανίζονται λανθασμένοι, όταν οι πυξίδες και τα ρολόγια και οι εξάντες δεν δείχνουν με την ακρίβεια του παρελθόντος; Και τι κάνουν οι εξεγερμένοι όταν πια τίποτε δεν μπορεί να αναμένεται από τα Κράτη και τους θεσμούς, τα κόμματα και τις οργανώσεις που μιλούν για αλλαγή και επανάσταση αλλά στην πραγματικότητα ψάχνουν τον καλύτερο τρόπο να βολευτούν σ’ αυτόν τον κόσμο;
Μπορούμε να εμπιστευτούμε την ηθική ως στήριγμα και οδηγό των κινημάτων μας, των επιλογών μας, ως ματσέτα για να ανοίξουμε μονοπάτια;

Είναι δυνατόν να ενώσουμε την ηθική με την πολιτική

Οι Ζαπατίστας προτείνουν να ανοίξει ένας διάλογος/ανταλλαγή απόψεων σχετικά με την ηθική και την πολιτική. «Είναι δυνατόν να φέρουμε την Ηθική στον πόλεμο;» μας ρωτά ο Εξεγερμένος Υποδιοικητής Μάρκος στο γράμμα του προς τον Luis Villoro. Μπορούμε να επεκτείνουμε την ερώτηση για να συμπεριλάβουμε την πολιτική. Η Ηθική και η Πολιτική μπορούν να συμπλεύσουν; Δεν είναι τόσο προφανής η απάντηση.
Πώς θα ήταν; Θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί να βάζει μερικές δόσεις ηθικής σε κάποιο από τα κόμματα που κατέχουν υπουργεία; Ή στις αίθουσες των βουλευτών και των γερουσιαστών; Πόση; Μέχρι να γεμίσουν πόσες σελίδες λόγων; Ποια πρέπει να είναι η απαραίτητη δόση ηθικής για να απομακρύνει δεκαετίες πρακτικών που κατευθύνονται από τους μικροπρεπείς υπολογισμούς των κερδών που μετριούνται σε θέσεις, ταξίδια και εξωφρενικούς μισθούς; Είναι φανερό ότι εκεί επάνω η ηθική έχει αποσιωπηθεί ή αποτελεί απλώς λεκτικό επιχείρημα. Είναι δύο διαστάσεις που κατοικούν διαφορετικούς κόσμους και που δεν μπορούν ούτε να συνομιλήσουν ούτε να γίνουν κατανοητοί.
Μια κρύα νύχτα του 1995 ο διοικητής Tacho απευθύνθηκε στο πλήθος στην πλατεία του Σαν Αντρές για να εξηγήσει αυτό που είχε συζητηθεί εκείνη την ημέρα με τους εκπροσώπους της κυβέρνησης, στις συζητήσεις που κατέληξαν τελικά στις Συμφωνίες του Σαν Αντρές. «Μας ζήτησαν να τους εξηγήσουμε τι είναι η αξιοπρέπεια», είπε, προκαλώντας ένα ξέσπασμα γέλιου. Με την ηθική συμβαίνει κάτι αντίστοιχο. Υπάρχει ή δεν υπάρχει, αλλά δεν μπορεί να εξηγηθεί, αν και έχω δει ολόκληρες βιβλιοθήκες να προσποιούνται ότι την αναλύουν.
Η ηθική χρειάζεται έναν άλλον τόπο για να ριζώσει και να ανθίσει. Κι αυτός ο τόπος είναι κάτω και προς τα αριστερά, εκεί όπου έχει γεννηθεί ένας άλλος τρόπος να κάνουμε πολιτική, όπου η λέξη είναι δεμένη με τη ζωή και η ζωή είναι τα ωμά συμβάντα, ούτε μεγάλα ούτε μικρά, τα συμβάντα όλων των ημερών των από κάτω. Αυτή η άλλη πολιτική, γεννιέται στο υπέδαφος για να παραμείνει εκεί, είναι η πολιτική που δεν ψάχνει σκάλες για να φτάσει επάνω αλλά γέφυρες και βάρκες για να φτάσει στους άλλους από κάτω και ανάμεσα στους από κάτω να χτίσει έναν άλλο κόσμο. Αυτή η πολιτική είναι ηθική και μόνο αυτή μπορεί να το κάνει.
Η βάρκα της πολιτικής από-τα-πάνω, που είναι ίδια με την πολιτική αυτών που θέλουν να φτάσουν επάνω, έχει πάνω στο τιμόνι της μια τεράστια πυξίδα που πάντα δείχνει προς έναν βορρά που ονομάζεται πραγματισμός ή ρεαλισμός. Και είναι η τέχνη του να παίζεις με τα δεδομένα που υφίστανται, με την «συσχέτιση δυνάμεων» (το πολυφορεμένο κλισέ της αριστερά από-τα-πάνω), και την πραγματική πραγματικότητα. Ο πραγματιστής και ο ρεαλιστής μετράει με εξαιρετική ακρίβεια την κατάσταση, την ξεσκίζει για να ρουφήξει όλο το χυμό, για να παίξει μαζί της το παιχνίδι της τοποθέτησης των πιονιών του σκακιού στο τραπέζι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ανάλογα με τα συμφέροντά του. (Βλέπε σχετικά ότι ο πολιτικός από-τα-πάνω δεν διαχωρίζει ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία και χρησιμοποιεί τις ίδιες έννοιες και για τις δύο σφαίρες).
Ο πραγματιστής και ρεαλιστής πολιτικός, όταν οι λαοί ξεσηκώνονται, όταν προτάσσουν το σώμα στις σφαίρες και τα κανόνια του τυράννου, δεν ανοιγοκλείνει ούτε καν το βλέφαρο για το αίμα που χύνεται. Περιορίζεται στο να υπολογίζει ποιοι μπορούν να ωφεληθούν και ποιοι ζημιώνονται από την πτώση του τυράννου και το θρίαμβο των εξεγερμένων. Κάνει τους υπολογισμούς του με την ζέση και την ίδια αηδιαστική αδιαφορία που κάνει και τους εκλογικούς υπολογισμούς.
Παραιτείται, έτσι, από τη δημιουργία ενός νέου κόσμου. Που δεν μπορεί να είναι μια απλή ανατοποθέτηση των ήδη υφιστάμενων πιονιών αλλά κάτι εντελώς άλλο, ένα διαφορετικό παιχνίδι. Το να διαχειρίζεται κανείς αυτό που υπάρχει, το να παίζει με τα πιόνια του συστήματος, σημαίνει να δέχεται τους κανόνες του συστήματος και αυτοί οι κανόνες ονομάζονται, δευτερευόντως, εκλογές. Αρχικά σημαίνει να υποτάσσεται στη βία των από πάνω, αυτό που ονομάζουν μονωπόλιο-της-νόμιμης-βίας. (Οι ζαπατίστας την υφίστανται καθημερινά, είναι μια βία ωμή και δεν αξίζει να επεκταθούμε αυτή τη στιγμή). Η άλλη πολιτική, η ηθική πολιτική, αρνείται τα πιόνια και τους κανόνες του παιχνιδιού που μας θέλει να παίζουμε την πολιτική των από πάνω.
Με ποια πιόνια οργανώνει το παιχνίδι του νέου κόσμου η άλλη πολιτική;
Στην άλλη πολιτική, κάτω και προς τα αριστερά, δεν υπάρχουν πιόνια ούτε παιχνίδι, εκτός και αν την πρόταξη του σώματος ονομάζεται παιχνίδι.

Ηθική είναι η πρόταξη του σώματος
Λένε οι ζαπατίστας ότι η κριτική σκέψη έχει υποχωρήσει εκ νέου μπροστά στην επείγουσα κατάσταση των αποφάσεων της στιγμής. Στη θέση της κερδίζει έδαφος το εκλογικό μάρκετινγκ. Το να σκέφτεσαι κριτικά δεν είναι τίποτε άλλο από το να σκέφτεσαι ενάντια σε σένα τον ίδιο, ενάντια σε αυτό που είμαστε ή κάνουμε, όχι για να σταματήσουμε να είμαστε ή να κάνουμε αλλά για να αναπτυχθούμε και να προχωρήσουμε. Η κριτική σκέψη δεν μπορεί να βολευτεί στον τόπο που έχει κατακτήσει, όσο ενδιαφέρον κι αν έχει αυτός.
Τώρα η αριστερά και οι «διανοούμενοι Petrobras» (αυτοί που επιδοτούνται για τα βιβλία τους από τις προοδευτικές πολυεθνικές και τοποθετούν το logo της εταιρίας στο εξώφυλλο) ασχολούνται με τον εξωραϊσμό των υποτιθέμενων έργων των προοδευτικών κυβερνήσεων. Η «κριτική σκέψη» τους είναι κάτι περισσότερο από περίεργη: ασκούν κριτική στον Ιμπεριαλισμό του Βορρά, σαν μην υπάρχει αντίστοιχος στο Νότο, και στην «ακροαριστερά» η οποία, όπως λένε, εργάζεται για τη δεξιά. Ολόκληροι λαοί έχουν υποταχθεί στην Petrobras[3], που διψάει για κέρδη ώστε να γίνει η πρώτη πετρελαϊκή εταιρεία στον κόσμο (τώρα πια η δεύτερη). Αυτοί οι διανοούμενοι μιλούν για κριτική σκέψη και για χειραφέτηση σαν να μην ξέρουν ότι οι εταιρείες που τους επιδοτούν είναι βαμμένες με αίμα.
Για εμάς η κριτική σκέψη πάντα ήταν και θα είναι αυτοκριτική. Είναι ο τρόπος να επιδιορθώσουμε αυτό που είμαστε, να βελτιωθούμε, να γίνουμε καλύτεροι, πιο αληθινοί. Ποτέ δεν είμαστε ικανοποιημένοι με αυτό που κάνουμε γιατί πάντα θέλουμε να φτάσουμε πιο μακριά. Όχι από ζήλο για τελειότητα ούτε από αντεκδίκηση. Οι από κάτω χρειάζονται αυτή την κινητήρια δύναμη που είναι η κριτική/αυτοκριτική γιατί δεν μπορούν να βολευτούν στον τόπο που κατέχουν σ’ αυτόν τον κόσμο. Δεν είναι μια σκέψη επιστημονική με την ακαδημαϊκή έννοια, επειδή δεν την αξιολογούν οι άλλοι ακαδημαϊκοί αλλά ο ίδιοι οι κοινοί άνθρωποι, οι από κάτω που οργανώνονται σε κινήματα.
Η κριτική σκέψη είναι μια σκέψη σε μετάβαση που δεν τείνει να παγιώνεται αλλά παραμένει η ίδια σε κίνηση και όχι μόνο μαζί με τα κινήματα. Δεν αποτελεί αυτοσκοπό, γιατί οφείλει να υπηρετεί όσους βρίσκονται κυρίως σε αντίσταση οι οποίοι πάντα αντιμετωπίζουν νέες προκλήσεις. Αν όχι, τι νόημα έχει η σκέψη; Δεν γραπώνεται στις ιδέες που διαμορφώνει σε μια δεδομένη στιγμή, είναι πρόθυμη να τις τροποποιήσει επειδή δεν θέλει να έχει δίκιο για είναι κάτι περισσότερο από τους άλλους, θέλει να είναι μαζί με όλους.
Είναι μια σκέψη σε ανοιχτό ουρανό, που γεννιέται και μεγαλώνει κοντά στους χώρους αντίστασης. Δεν χωράει στις ακαδημίες ούτε στα θερμαινόμενα/ψυχόμενα γραφεία και δεν εξαρτάται από προϋπολογισμούς. Εάν είναι αληθινή, αν είναι ειλικρινής και με δέσμευση, προτάσσει το σώμα μαζί με τις ιδέες και τις συλλογιστικές. Δεν σκέφτεται ούτε στέλνει άλλους στο μέτωπο, όπως οι δειλοί στρατηγοί των στρατών που ξοδεύουν εκατομμύρια δολάρια σε drones, αυτά τα αεροπλάνα χωρίς πλήρωμα που καταστρέφουν περιοχές χωρίς να βάλουν σε κίνδυνο τη ζωή όσων επιτίθενται. Για αυτόν που διεξάγει τον πόλεμο, είναι απλώς ένα βιντεοπαιχνίδι: χειρίζονται τα drones από μόνιτορ από άλλη ήπειρο, προς το παρόν από τις ΗΠΑ. Για αυτόν που υποφέρει είναι μια απρόσωπη γενοκτονία.
Η κριτική σκέψη, που είναι μια ηθική σκέψη, δεν μπορεί να είναι ένα βιντεοπαιχνίδι όπου ο πολιτικός βάζει τις ιδέες και οι υπόλοιποι προτάσσουν το σώμα. Στις τελευταίες σελίδες της νουβέλας του Alejo Carpentier, «Ο αιώνας των φώτων», η Σοφία βγαίνει στο δρόμο στη Μαδρίτη που έχει ξεσηκωθεί ενάντια στα στρατεύματα του Ναπολέοντα στις 2 Μαΐου του 1807. Ο Esteban προσπαθεί να την εμποδίσει επειδή αυτό είναι σίγουρος θάνατος: κανόνια και τουφέκια ενάντια σε κραυγές και μαχαίρια. Και οι δύο υποφέρουν από την προδοσία των ιδανικών της Γαλλικής Επανάστασης:
– Πάμε εκεί!
– Μην είσαι ηλίθια, εκεί βομβαρδίζουν. Δεν πρόκειται να κάνεις τίποτε μ’ αυτά τα παλιοσιδερικά.
– Μείνε αν θέλεις. Εγώ πάω!
– Και πας να παλέψεις για ποιον;
– Γι’ αυτούς που έχουν βγει στους δρόμους. Πρέπει να κάνουμε κάτι.
– Τι;
– Κάτι!

Η ηθική ως κριτική σκέψη και το αντίστροφο
Για να πλεύσεις μαζί με το ρεύμα, για να αφεθείς να σε πάρει χωρίς μεγάλη προσπάθεια, δεν χρειάζεται ούτε σκέψη ούτε ηθική. Τι νόημα έχει η κριτική και η ηθική εάν όλα συνίστανται στο να ακολουθείς το ρεύμα; Αν το μονοπάτι έχει χαραχθεί, όπως λέει το τραγούδι ενός φίλου ουρουγουανού, και μας μένει μόνο να το διαβούμε και ο δρόμος είναι μάλιστα κατηφορικός, η κριτική είναι μια ανοησία και η ηθική, στην καλύτερη περίπτωση, διακοσμητικό στοιχείο. Η κριτική μας σπρώχνει να βγούμε από το δρόμο, να ψάξουμε πλαγιές απόκρημνες, να λασπωθούμε μέχρι τα αυτιά. Η ηθική δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τον κομφορμισμό.
Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για εκείνες τις πολιτικές πρακτικές που καθοδηγούνται από ηγέτες που συγκεντρώνουν όλη τη γνώση και όλη την εξουσία και τους οποίους οφείλουμε να ακολουθούμε τυφλά. Όποιος γνώρισε από κοντά την εμπειρία του Serdero Luminoso[4] στο Περού, μπόρεσε να καταλάβει ότι η σχέση ανάμεσα στα «επαναστατικά» αφεντικά και στους στρατευμένους της βάσης αναπαρήγαγε πιστά την κάθετη και αυταρχική σχέση ανάμεσα στους φεουδάρχες ιδιοκτήτες γης και τους εργάτες του αγροκτήματος. Εκεί δεν υπήρξε ποτέ αλλαγή, μόνο αναπαραγωγή των σχέσεων καταπίεσης, που είχαν ως κέντρο το «κόμμα της πρωτοπορίας» και του οποίου οι καπετάνιοι πλοηγούσαν σπρωγμένοι από τον άνεμο της ιστορίας.
«Τίποτα δεν διέφθειρε περισσότερο την γερμανική εργατική τάξη από την ιδέα ότι αυτή κολυμπούσε με το ρεύμα», έγραφε ο Walter Benjamin στις «Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας». Οι γυναίκες και οι ιθαγενείς, που δεν ενσωματώνονταν σ’ αυτή τη μεγάλη Ιστορία, χάραξαν το δικό τους δρόμο κόντρα στο ρεύμα και γι’ αυτό μετατράπηκαν σε υποκείμενα της ζωής τους. Δεν είναι άραγε αλήθεια ότι η εκλογική πολιτική είναι η διάδοχη πίστη αυτής της κομφορμιστικής παράδοσης στην οποία δεν χρειάζεται να προτάξει κανείς το σώμα, μόνο να ρίχνει ένα χαρτί στην κάλπη κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια;
Στη φράση του Benjamin, το υποκείμενο δεν είναι «αυτή», η εργατική τάξη, αλλά η ιστορική κίνηση, όπως σε άλλες εμπειρίες είναι το κόμμα ή ο υπέρτατος ηγέτης. Ο αλάνθαστος. Όσοι προερχόμαστε από τη μαρξιστική/μαοϊκή εμπειρία ξέρουμε κάτι από αυτό. Τα υποκείμενα ποτέ δεν ήταν οι αγρότες με σάρκα και οστά, μόνο ο Μεγάλος Ηγέτης, το Κόκκινο Βιβλίο (ή ήταν πράσινο;) ή η ανώτερη Διεύθυνση. Οι κοινοί άνθρωποι, στους οποίους πάντα αναφερόμαστε ως «μάζα», ήταν αυτό: μαλακή εύπλαστη ύλη για τη Διεύθυνση και/ή τη σωστή πολιτική γραμμή. Στην μάζα ποτέ δεν ξέρουμε να βλέπουμε πρόσωπα, ποτέ δεν εμφανίζεται ένας Γέρο-Antonio ή μια μικρή με το όνομα Patricia, άντρες και γυναίκες αληθινοί με σκέψεις, παραδόσεις, ταυτότητες, με τις οποίες θα θέλαμε να έρθουμε σε διάλογο και να τις κατανοήσουμε. Τα περιορισμένα συγκεκριμένα ονόματα που εμφανίζονται στους βασικούς λόγους του Μεγάλου Ηγέτη είναι ονόματα ξένων ή καλύτερα άλλοι ηγέτες από τα ψηλά. Ποτέ ο κοινός, ποτέ ο από κάτω.
Κατά συνέπεια, καταπιανόμαστε να ακολουθούμε τα βήματα των «μεγάλων», των πραγματικά σημαντικών, των ιστορικών αφεντικών (αρσενικών, φωτισμένων, επιδέξιων στο χειρισμό της ειδικής γλώσσας). Κάθε φράση από τους ηγέτες διαβαζόταν και ξαναδιαβαζόταν μέχρι να βγει κάποιο εξαιρετικό νόημα, κάθε χειρονομία μελετιόταν, κάθε φωτογραφία γινόταν αντικείμενο λεπτομερούς σπουδής, και αυτή η άσκηση –το να κοιτάς πάντα προς τα πάνω– φυλάκισε την ικανότητά μας να βλέπουμε, να ακούμε, να αισθανόμαστε τις χαρές και τους πόνους των από κάτω. Όλων αυτών που δεν διέθεταν έναν εξευγενισμένο λόγο και δεν σύχναζαν στους τόπους και τους τρόπους της εξουσίας. Αυτοί, και αυτές, ήταν τόσο αόρατοι για τους «επαναστάτες» όπως ακριβώς ήταν για τους αυτοκρατορικούς υπαλλήλους. (Αν επεκτείνομαι σχετικά με αυτή την παράδοση δεν είναι επειδή είναι η εξαίρεση, αλλά επειδή πονάει, πληγώνει και το να κρατηθεί ζωντανός αυτός ο πόνος είναι ο μόνος τρόπος που γνωρίζω για να μην επαναληφθεί).
Αυτή η επώδυνη παράδοση φτάνει ως τις μέρες μας και προσλαμβάνει μορφές πολύ πιο ωραιοποιημένες και εξευγενισμένες, απρόσωπες και επιστημονικές. Ανάμεσα στους ακαδημαϊκούς: υπογραφές και στοιχεία αντικειμενικά που αποκρύπτουν την ανθρώπινη ύπαρξη πίσω από γραφήματα και στατιστικές. Δεν υπάρχει, αλήθεια, κάτι κοινό ανάμεσα σε όλες τις μορφές της πράξης και της σκέψης που αποκρύπτουν τον ανθρώπινο πόνο;
Αν είναι αλήθεια, όπως λέει ο Benjamin, ότι η καθημερινή ζωή των καταπιεσμένων είναι μια μόνιμη «κατάσταση εξαίρεσης», και για να το διαπιστώσει κανείς αρκεί να επισκεφθεί μια ιθαγενική κοινότητα ή οποιαδήποτε γειτονιά σε οποιαδήποτε αστική περιφέρεια στην Λατινική Αμερική, προκύπτει μια επιτακτική ηθική ανάγκη. Δεν είναι δυνατό να σκέφτεται κανείς κριτικά και απ’ έξω την κατάσταση εξαίρεσης, μακριά από τον τόπο όπου ασκείται η γυμνή εξουσία της φυσικής βίας. Για να κρατηθεί αυτή η απόσταση, για να μιλήσει κανείς στο όνομα των από κάτω, έχουν φτιαχτεί οι Οργανισμοί Ανάπτυξης. Στο εξής, το κριτικό πνεύμα θα γεννιέται από τις συνθήκες που μας επιβάλλει η κατάσταση εξαίρεσης, διαφορετικά δεν θα είναι πνεύμα ηθικό.
Θα πουν ότι έτσι χάνεται η αναγκαία απόσταση για να ασκήσει κανείς κριτική. Σ’ αυτό το σημείο υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά, που σχετίζεται με τον τρόπο που παράγεται γνώση: από ποια αφετηρία και σε ποιες συνθήκες κανείς μιλάει, σκέφτεται ή γράφει. Υπάρχουν δύο εναλλακτικές. Ή οι από κάτω αποτελούν την δικαιολογία ώστε οι άλλοι να κάνουν πολιτική ή να αναπτύσσουν θέση ή και τα δύο αναπτύσσονται σε συνεργασία, με συλλογική εργασία, με τους από κάτω. «Δεν θέλουμε να συνεχίσουμε να είμαστε σκάλες για εσάς», φωνάζουν οι βολιβιάνοι aymaras[5] στους πολιτικούς από πάνω, στους δεξιούς, στους αριστερούς και τώρα επίσης και στους «πολυεθνιστές» πολιτικούς, οι οποίοι αποτελούν την τελευταία παγίδα που γεννήθηκε για να παρασιτήσει στα κινήματα.
Η μεγαλύτερη φιλοδοξία που μπορούμε να έχουμε οι στρατευμένοι, οι διανοητές, οι συγγραφείς ή όποιοι είμαστε…, είναι να σταματήσουμε να είμαστε αυτό που είμαστε. Και οι άλλοι να μας πλημμυρίσουν, να μας ξεπεράσουν, να μετατραπούμε σε συλλογικούς διανοητές, συλλογικούς συγγραφείς, στρατευμένους που κυβερνούν υπακούοντας, που «εκμηδενίζουν το πεδίο της πραγμάτωσής τους», όπως έλεγε η επιστολή του Luis Villoro. Ποια μεγαλύτερη χαρά από μια σκέψη που εξαπολύεται στον άνεμο, που φτάνει να ενσαρκώνει τις πιο διαφορετικές συλλογικότητες, που την ενισχύουν, την εμπλουτίζουν και την τροποποιούν μέχρι να γίνει αγνώριστη η καταγωγική της ρίζα, την μετατρέπουν σε κληρονομιά όλων!
Εδώ παρουσιάζονται μερικές ιδέες ανοργάνωτες, γραμμένες πάνω στην έξαψη της οργής που προκαλεί η ανικανότητα να συνειδητοποιήσουμε με ποιον τρόπο η εξέγερση των λαών γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης από την αγορά των γεωπολιτικών συμφερόντων.
Χαιρετισμούς στους ιθαγενείς τσιαπανέκος που μας διδάσκουν ότι είναι δυνατόν να νικηθεί ο φόβος συλλογικά.

Raúl Zibechi
Montevideo, Μάρτιος 2011



Σημειώσεις

[1] Σ.τ.Μ.: León Felipe Camino Galicia (11 Απριλίου 1884 - 17 Σεπτεμβρίου 1968): ισπανός ποιητής.
[2] Σ.τ.Μ.: Caracazo ή sacudón ήταν το όνομα που δόθηκε στις λαϊκές διαδηλώσεις, τις εξεγέρσεις και τις επακόλουθες σφαγές στις 27 Φεβρουαρίου 1989 στο Καράκας, πρωτεύουσα της Βενεζουέλα, και τις γύρω πόλεις.
[3] Σ.τ.Μ.: Petróleo Brasileiro S.A. ή Petrobras: πολυεθνική εταιρεία ενέργειας με έδρα τη Βραζιλία.
[4] Σ.τ.Μ.: Κομμουνιστική Οργάνωση στο Περού (Κομμουνιστικό Κόμμα του Περού - Serdero Luminoso) με μαοϊκή πολιτική γραμμή με βασική δράση κυρίως ανάμεσα σε 1980-1992. Μετά το 1992 η παρουσία της οργάνωσης είναι πολύ εξασθενημένη.
[5] Σ.τ.Μ.: Ιθαγενικές κοινότητες στα υψίπεδα των Άνδεων (σχ. στο: http://unca.galeon.com/).

Πηγή: Περιοδικό Rebeldia, 77, Μάιος 2011, σσ. 51-57 (γλώσσα: ισπανικά). Διαθέσιμο επίσης στο internet στα ισπανικά: http://caminatuspensamientos.blogspot.com/2011/05/etica-y-politica-tender-puentes-no.html

Μετάφραση: Ratnet, 2011

Ποιοι είναι οι κομμουνιστές; Δεν είμαστε εμείς κομμουνίστριες;[1]

Της ομάδας qv
Αναδημοσίευση από http://www.qvzine.net/

Το κείμενο παρουσιάστηκε στην συζήτηση με θέμα: «Προσεγγίσεις για την επανανοηματοδότηση του κομμουνισμού», στα πλαίσια του φεστιβάλ-συνεδρίου communismos στην κατάληψη φάμπρικα υφανέτ, την Κυριακή 29 Μαϊου 2011, στις 16.00.

Στο κείμενο «Φεμινισμός και πολιτικές των κοινών»[2], η Silvia Federici εισηγείται την έννοια των κοινών ως τη λογική και ιστορική εναλλακτική απέναντι στο κράτος, την ιδιοκτησία και την Αγορά. Συζητώντας τις προϋποθέσεις που χρειάζεται να πληρούνται για την ύπαρξη των κοινών, εστιάζει στην κοινοτική κουλτούρα που ανέπτυξαν οι γυναίκες ως τα ιστορικά υποκείμενα της αναπαραγωγικής εργασίας και αναφέρει παραδείγματα οικειοποίησης των μέσων αναπαραγωγής εκ μέρους των γυναικών. Ακολουθώντας το νήμα του μαρξιστικού φεμινισμού που ανέδειξε τη σημασία της αναπαραγωγικής εργασίας κάνοντας την ορατή ως αναπαραγωγή του εργάτη, η Federici αντιστέκεται, παρόλα αυτά, στην πολιτικοποίηση της θέσης των γυναικών που ταυτοποιήθηκαν με την ιδιωτική σφαίρα και τις συνέπειες αυτού του εγκλωβισμού. Η ανάγνωση και ανάδειξη των συλλογικών εμπειριών αγώνων των γυναικών μετατοπίζει συμβολικά την αξία της αόρατης οικιακής εργασίας. Από εκεί και πέρα, η πρόταση της Federici να αναλάβουν οι γυναίκες ηγετικό ρόλο στην κολλεκτιβοποίηση του σπιτιού γιατί, όπως χαρακτηριστικά γράφει «δεν πρόκειται για ζήτημα ταυτότητας, αλλά εργασίας και ασφάλεια» κι έτσι «δεν αποτελεί παραχώρηση σε μια φυσιοκρατική αντίληψη της θηλυκότητας» αναπαράγει την έμφυλη τάξη και κατά συνέπεια τις τραυματισμένες προϋποθέσεις ισότιμης συμμετοχής των γυναικών στο κοινωνικό και πολιτικό σώμα. Κι έτσι, ενώ η δημοσιοποίηση της πολιτικής σημασίας της ιδιωτικής σφαίρας θα μπορούσε να είναι μια διαδικασία απεγκλωβισμού, γίνεται άλλη μια νόρμα κανονικοποίησης και κατά συνέπεια καταπίεσης. Το γεγονός ότι απομυστικοποιήθηκε η συμβολή των οικιακών εργασιών στην κεφαλαιοκρατική διαδικασία δεν εξηγεί καθόλου γιατί οι γυναίκες να συνεχίσουν να μένουν στο σπίτι ή γιατί επιφορτίστηκαν με τις οικιακές εργασίες εξαρχής. Δεν εξηγεί το φύλο της σχέσης αυτής. Η ανάγνωση αυτή μιλώντας για τις γυναίκες κρύβει ότι δε μιλάει για το πολιτικό σύστημα του φύλου. Είναι και οι νοικοκυρές εργάτριες, σύμφωνοι. Αλλά γιατί νοικοκυρές είναι οι γυναίκες;
Στο κείμενο της ομάδας Aufheben «Από τον εργατισμό στον αυτόνομο μαρξισμό»[3], διαβάζουμε: «η ανάδυση των γυναικών ως συλλογικού υποκειμένου που στοχεύει στην κοινωνική αλλαγή συνεισέφερε στον επαναπροσδιορισμό της ταξικής ανάλυσης του Εργατισμού. Για κάποιους μες στην Αυτονομία, οι φεμινίστριες αποτελούσαν αναπόσπαστα κομμάτια του νέου κοινωνικού υποκειμένου – του “κοινωνικού εργάτη”». Στη συνέχεια οι συγγραφείς σπεύδουν να σχετικοποιήσουν τη θέση αυτή. Οι γυναίκες διαχωρίζονται σε αυτές που προέρχονται από χαμηλότερα οικονομικά στρώματα σε σχέση με τις πιο προνομιούχες. Το απόσπασμα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αν δε στηρίζεται σε μια ταξική ανάλυση, η έμφαση στους αγώνες των γυναικών ως τέτοιων ρισκάρουν τον καριερισμό ή την ιδεολογία. Κι αν σύμφωνες με τον αναστοχασμό που έχει σημειωθεί στους φεμινισμούς μας δε διαχωριζόμαστε από την ταξική αυτή ανάλυση, πέρα από αυτή εμείς διαβάζουμε επίσης την ανδρική λογική αυτής που κρίνει ότι κάποιες γυναίκες θα εισέλθουν στο προλεταριάτο χωρίς να αλλάξουν τίποτα σ’ αυτό, χωρίς να πουν σε όσους τις κρίνουν και πάλι ότι οι ίδιοι είναι άνδρες, λευκοί, ετεροφυλόφιλοι. Μήπως ταυτόχρονα οι ίδιοι οι ταξικοί αγωνιστές με έναν τρόπο αναρωτιούνται πότε έκαναν οι γυναίκες πολιτική;
Στην παρέμβαση αυτή θέλουμε να συζητήσουμε τα δύο αυτά σημεία που δείχνουν την περιορισμένη και περιοριστική εστίαση των αφηγήσεων αυτών για την προοπτική της κοινωνικής αλλαγής, της αντιιεραρχίας, της ισότητας, της ελευθερίας. Επιδιώκουμε να κοιτάξουμε μέσα από την ιστορία μας, από τα περιθώρια δηλαδή της ιστορίας, όχι μόνο όσες αποκλείστηκαν από το κέντρο, αλλά ποιες κοινωνικές σχέσεις, ποιος τρόπος σκέψης, αντίληψης, αίσθησης κατασκεύαζε τον αποκλεισμό τους. Για να πολιτικοποιήσουμε τις θέσεις υποκειμένων και τις διαδικασίες παραγωγής τους, τις ζωές που είναι/γίνονται αόρατες, απαξιωμένες, απολίτικες, τις φωνές που δεν ακούγονται, τις αφηγήσεις που καλύπτονται από άλλες αφηγήσεις και να ισχυριστούμε ότι ο ορίζοντας του κοινού δεν μπορεί παρά να υποστασιοποιείται και να αναδιευθετείται διαρκώς σε σχέση με αυτές τις θέσεις μάχης και με όσες δεν έχουμε φανταστεί ακόμα ότι μπορεί και να υπάρχουν ήδη ή να προκύψουν από την ίδια μας τη δράση που είναι πάντα και αλληλεπίδραση.
Αυτό που η φεμινιστική παραγωγή των δεκαετιών του '70 και του '80 συνέλαβε δεν ήταν μόνο το αποτέλεσμα της αναπαραγωγικής εργασίας που καθιστούσε δυνατή την παραγωγικότητα των ανδρών εργατών, αλλά το σύστημα εκείνο που παράγοντας διαχωρισμένα τα κοινωνικά φύλα κάνει να φαίνεται αυτονόητο το σύστημα εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Έτσι, «πολλές φεμινιστικές τοποθετήσεις το διάστημα εκείνο επιδίωκαν όχι μόνο να ταυτοποιήσουν την οικογένεια ως τμήμα του τρόπου παραγωγής, αλλά να δείξουν πώς η ίδια η παραγωγή του κοινωνικού φύλου [gender] πρέπει να νοηθεί ως τμήμα της “παραγωγής των ίδιων των ανθρώπινων όντων”, σύμφωνα με κανόνες που αναπαρήγαγαν την ετερόφυλα κανονιστική οικογένεια».[4] Στο εμπνευσμένο κείμενο της Gayle Rubin «Το εμπόριο των γυναικών: σημειώσεις για την πολιτική οικονομία του φύλου»[5] παρέχεται μια αναλυτική περιγραφή των κοινωνικών εκείνων σχέσεων που παράγουν τα ανθρώπινα όντα ως έμφυλα κοινωνικά υποκείμενα, δηλαδή ως άνδρες και γυναίκες. Γράφει: «Ο Μαρξ κάποτε ρώτησε: "Τι είναι ένας νέγρος σκλάβος; Ένας άνδρας της μαύρης φυλής. Η μια εξήγηση είναι τόσο καλή όσο και η άλλη. Ένας νέγρος είναι ένας νέγρος. Γίνεται σκλάβος μόνο μέσα από ορισμένες σχέσεις. Μια κλωστική μηχανή για βαμβάκι είναι μια μηχανή που κλώθει βαμβάκι. Γίνεται κεφάλαιο μόνο μέσα σε ορισμένες σχέσεις. Αν την απομακρύνουμε απ’ αυτές τις συνθήκες δεν είναι κεφάλαιο περισσότερο απ' ότι ο χρυσός είναι από μόνος του χρήμα ή η ζάχαρη είναι η τιμή της ζάχαρης” (Μαρξ, 1971b:28). Παραφράζω: Τι είναι μια οικόσιτη γυναίκα; Ένα θηλυκό του ανθρώπινου είδους. Η μια εξήγηση είναι τόσο καλή όσο και η άλλη. Μια γυναίκα είναι μια γυναίκα. Γίνεται οικόσιτη, σύζυγος, περιουσιακό στοιχείο, κουνελάκι, πόρνη ή ένα ανθρώπινο φερέφωνο μέσα από ορισμένες σχέσεις. Αν την απομακρύνουμε απ’ αυτές τις σχέσεις, δεν είναι πια η βοηθός του άνδρα περισσότερο απ’ ότι ο χρυσός είναι από μόνος του χρήμα κ.λπ. Ποιες είναι οι σχέσεις μέσα από τις οποίες ένα θηλυκό γίνεται μια καταπιεσμένη γυναίκα;» Ο ίδιος ο Μαρξ στους υπαινιγμούς του για τα ηθικά και πολιτισμικά στοιχεία που προσδιορίζουν τι σημαίνει για διαφορετικούς εργάτες η αναπαραγωγή, συνάντησε τα όριά του. Όπως και κάθε ανάγνωση που περιορίζεται στη σκοπιά ανάλυσης των ταξικών σχέσεων. Η Ρούμπιν ανέδειξε ότι για την κατανόηση των σχέσεων αυτών η ταξική ανάλυση δεν επαρκεί. Τα συστήματα συγγένειας καθορίζουν το σύστημα του φύλου, το σύστημα του φύλου συγκροτεί την τάξη. Η σχέση κεφάλαιο επιβιώνει πατώντας πάνω σε υποδομές/συστήματα που έχουν παράγει αντιλήψεις για την «καλή ζωή», για τις «βασικές ανάγκες», για το τι έχει αξία και τι όχι, για το τι συνιστά άτομο, επιθυμία, σχέση, βία, εξουσία. Το ερώτημα «τι προηγείται;» είναι αναλυτικά προβληματικό. Κατά την επισήμανση της Butler , οι λόγοι που επικαλούνται μια ορθόδοξη ενότητα έναντι του «κατακερματισμού» που προτείνουν τα κινήματα ταυτοτήτων, συγχέουν τη διαφορά μεταξύ των ταυτοτήτων με τη διαφορά που κάνει τις ταυτότητες αυτές δυνατές. Η απάλειψη αυτής της διαφοράς ισοδυναμεί με την εξημέρωση, την υποταγή, την απαξίωση, τον αποκλεισμό όλων αυτών σε βάρος των οποίων γίνεται η διάκριση των πολιτικών συστημάτων από την πλευρά της κυριαρχίας. Η απάλειψη αυτής της διαφοράς και η αναγωγή ενός μέρους των σχέσεων εξουσίας στο «όλον» είναι λάθος. Με άλλα λόγια η ταξική διαφορά δεν μπορεί να καθίσταται ως η κύρια ή πρωτεύουσα διαφορά. Όχι μόνον γιατί κάτι τέτοιο δεν υποστηρίζεται αναλυτικά και εμπειρικά –δεν υπάρχει δηλαδή «κύρια ή πρωτεύουσα» διαφορά έξω από συγκεκριμένα κοινωνικά συμφραζόμενα– αλλά και επειδή, ακόμη περισσότερο, σηματοδοτεί πλέον ως συμβολισμός μια μη συγκρουσιακή με το υπάρχον τοποθέτηση, μία μάλλον αντιδραστική κατεύθυνση αντιπαράθεσης που δεν απειλεί ιδιαίτερα ούτε το κεφάλαιο, ούτε γενικότερα την τάξη των πραγμάτων όπως αυτά είναι τακτοποιημένα στο πλαίσιο της φιλελεύθερης καπιταλιστικής δημοκρατίας. Επίσης μία τέτοια θέση απλώς αναπαράγει την ισχύ της αλληλοδιαπλοκής των πολιτικών συστημάτων εφόσον –εμμένοντας στην ανάδειξη ενός τμήματος των σχέσεων εξουσίας– συγκαλύπτει και συσκοτίζει τις συνθήκες παραγωγής αυτών των σχέσεων, ή αλλιώς, τις φυσικοποιεί.
Σε αυτή τη συντηρητική γραμμή σκέψης, το φύλο αναφέρεται πάντα σε σχέση με τις γυναίκες, οι γυναίκες σε σχέση με το φύλο. Η σεξουαλικότητα σε σχέση με τους γκέι και τις λεσβίες, οι γκέι και οι λεσβίες σε σχέση με τη σεξουαλικότητα. Με κανέναν άλλο τρόπο δεν αναφέρονται και δεν αναγνωρίζονται στην πολιτική σκέψη και θεωρία. Η «πόλη» βρίσκεται όπου δεν είμαστε εμείς. Η «πόλη» είναι των ετεροφυλόφιλων ανδρών. Αυτό λέγεται κάθε φορά που οι γυναίκες είναι το πρόβλημα και όταν τίθεται το ερώτημα του πώς θα ενταχθούν κι αυτές στη δημόσια σφαίρα. Οι άλλοι πώς εντάσσονται στη δημόσια ζωή αλήθεια; Πώς έχουν ήδη ενταχθεί; Πώς θεωρούνται αυτονόητα ενταγμένοι; Με λίγα λόγια πώς γίνονται άνδρες; Πώς κατασκευάζονται και διακρίνονται αυτά τα υποκείμενα για τα οποία θεωρείται εκ των υστέρων αυτονόητο ότι η πολιτική είναι ταυτόσημη με τη φύση τους; Τι θα συμβεί στις δομές των κινηματικών λόγων αν αναδείξουμε ότι δεν έχουν μόνο οι γυναίκες φύλο, αλλά και οι άνδρες και η πολιτική;
Η υπαγωγή του φύλου στην τάξη, όπως και της φυλής, της σεξουαλικότητας κ.λπ., αμβλύνει και αποσιωπά εκείνες τις μορφές καταπίεσης και ιεραρχίας που περιγράφονται από τους τρόπους που βιώνεται η τάξη υπό την έμφυλη ή φυλετική διάκριση. Επιπλέον, αδυνατεί να περιγράψει τους τρόπους με τους οποίους παίρνουν υπόσταση όλες αυτές οι κοινωνικές κατασκευές της φυλής, του φύλου, της ηλικίας, της τάξης, του σώματος, της αναπηρίας, της σεξουαλικότητας, της υγείας που εφόσον δεν αποτελούν ουσίες, επιστρατεύονται η μία ενάντια στην άλλη, για να επικυρώσουν την ισχύ η μία της άλλης. Μια που δεν πρόκειται για φυσικές κατηγορίες, αλλά για κοινωνικές κατασκευές, δεν υπάρχει νόημα και εξουσία έξω από αυτές τις σχέσεις. Η μία αποτελεί το σύμπτωμα, τη μεταφορά, την απόδειξη της ύπαρξης της άλλης. Είναι απολύτως απαραίτητο για την ανάλυσή μας να διακρίνουμε τις κατηγορίες αυτές μεθοδολογικά, προκειμένου να δούμε πώς οι κατηγορίες αυτές συγκροτούν η μία την άλλη σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες – από την άλλη πρέπει να αποφύγουμε την δημιουργία ενός απλουστευτικού μοντέλου τριπλής, τετραπλής ή πενταπλής καταπίεσης που μετρά τα προνόμια και τα επαναστατικά υποκείμενα [6] (π.χ. γυναίκα, μετανάστρια, μαύρη, λεσβία, εργάτρια).
Μια συζήτηση για την υγεία θα μπορούσε να αφορά τις οικονομικές δυνατότητες πρόσβασης των ανθρώπων στις υπηρεσίες περίθαλψης. Ή θα μπορούσε να συζητά σώματα εργαζομένων εκτεθειμένα περισσότερο ή λιγότερο στην αρρώστια. Ή θα μπορούσε να αφορά την πρόσβαση κάποιων ανθρώπων που βιώνουν το φύλο τους εκτός του διχοτομικού συστήματος που παράγει «άνδρες» και «γυναίκες», σε υπηρεσίες που παρέχουν τη δυνατότητα να επαναπροσδιορίσουν τα έμφυλα χαρακτηριστικά του σώματός τους. Μιλάμε για πλούσιους ή φτωχούς ανάπηρους, αλλά και για βαριά ή λιγότερο ανάπηρους, μια τάξη μεγέθους τόσο σχετική, που κρίνεται σε σχέση με τις δυνατότητες φροντίδας που επιλέγει να παρέχει μια κοινωνία, ώστε να κάνει μια ζωή βιώσιμη και έχουσα σημασία, αν θεωρεί ότι αξίζει να είναι βιώσιμη και να έχει σημασία. Σε ένα άλλο πλαίσιο «κάποιες κατηγορίες κατώτερων ανδρών θεωρούνται ως “εκθηλυμένοι” σε ορισμένες ή σε όλες τις πτυχές της ύπαρξής τους – το πιο αντιπροσωπευτικό τέτοιο παράδειγμα είναι οι θηλυπρεπείς γκέι άνδρες. Άλλοι, όπως οι (ετεροφυλόφιλοι) αφροαμερικάνοι των ΗΠΑ, αναπαρίστανται ως υπερ-αρρενωποί με διάφορους τρόπους. Ταυτόχρονα, η αναπαράστασή τους είναι ελλιπώς αρρενωπή επειδή περιέχει “πολύ” από το φυσικό, το ζωώδες κλπ.»[7]. Στις σχέσεις μεταξύ υποκειμένων, στις σχέσεις μεταξύ ανδρών, οι τρόποι μέσω των οποίων αναπαρίσταται η αρρενωπότητα ως πολιτισμική κατασκευή αποκτούν κεντρική σημασία σε αγώνες που αφορούν στην ισότητα και στην αναγνώριση – που αφορούν δηλαδή στο πρακτικό σχήμα που παίρνει η αντίληψή μας για το τι συνιστά κοινωνική δικαιοσύνη και πώς αυτή κερδίζεται. Οι ανισότητες δεν παράγονται απλώς και μόνο ως συνέπεια ταξικών διακρίσεων. Αυτό που διακυβεύτηκε στο πογκρόμ των Ελλήνων εναντίον των Αλβανών το 2004, ήταν και το ποιος ήταν καλύτερος άνδρας, ο Έλληνας ή ο Αλβανός με τα περίφημα συνθήματα («είναι βαριά η πούτσα του τσολιά»). Αγνοώντας την αλληλοδιαπλοκή διαφόρων σημείων – βλέπε «εθνική ανωτερότητα/αρρενωπή υπεροχή/καλή θέση στην παραγωγή» αδυνατούμε να κατανοήσουμε τι κατασκευάζει κάποιον/κάποια ως αυτόν/αυτή που αξίζει να είναι εργάτης, υποδεέστερος, αόρατος.
Πριν και πάνω απ’ όλα, αυτό που επισημαίνουμε στην πολιτική μας είναι ότι η εξουσία είναι μέσα μας. Το κείμενο αυτό επιχειρηματολογεί ενάντια στις διακρίσεις των προνομίων, την ίδια στιγμή που η κατανόησή του προϋποθέτει το ταξικό και πολιτισμικό προνόμιο της μόρφωσης. Κι ενώ οι συγγραφείς του εμφορούνται ειλικρινά από τις αρχές της αντιιεραρχίας, η δομή του αναπαράγει αυτές τις ανισότητες.
Εκτιμούμε ότι η ιδεολογική ηγεμονία κάποιων κινηματικών λόγων έχει αποκλείσει άλλες δυνατότητες να γίνουν ορατές ταυτότητες, άρα και σχέσεις άρα και κοινότητες αγώνα, οι οποίες υπάγονται στερεοτυπικά και ασφυκτιούν σε κυρίαρχα σχήματα που ως πεδία λόγου ορίζονται διαρκώς από τους άλλους. Αυτοί που εγκαθίστανται από τα ίδια πεδία λόγου σε θέση περισσότερο προνομιούχα θα έπρεπε να είναι πιο ενσυνείδητοι στον τρόπο που οι λόγοι και τα πεδία εξουσίας τους κατασκευάζουν σε σχέση με τους άλλους στους οποίους έχουν προβάλει τους φόβους τους για την απώλεια ελέγχου της πλεονεκτικής τους θέσης. Η εξουσία είναι φαντασιακή, δεν υπάρχει πριν από τα αποτελέσματα που δημιουργούν οι εσωτερικευμένοι μας θεσμοί. Υπάρχουν ξεκάθαρα τα αποτελέσματά της, τα οποία επιχειρούν συστηματικά να μας πείσουν ότι υπάρχουν πριν και έξω από μας, όσο αυταπατόμαστε ότι αρκεί να νικήσουμε για να απαλειφθούν τα βίαια αυτά αποτελέσματα, χωρίς να απελευθερωθούμε από αυτές τις ιστορίες κατάκτησης και ελέγχου και να αυτοθεσμιστούμε παράγοντας ασταμάτητα νοήματα αγώνων.


[1] Ο τίτλος αυτού του κειμένου έχει στα αλήθεια πολλές συνδηλώσεις. H Sojourner Truth, μία απελευθερωμένη σκλάβα, το 1851 μιλάει σε ένα συνέδριο γυναικών στην αμερική. Η ομιλία της έχει τίτλο «Δεν είμαι εγώ γυναίκα;» («Ain't I a woman?»). Αναρωτιέται δηλαδή αν η δική της εμπειρία, η δική της ζωή ως γυναίκας, μαύρης, απελευθερωμένης σκλάβας, ανήκει στις εμπειρίες καταπίεσης που αναδείκνυε το τότε κίνημα για τα δικαιώματα των γυναικών, στο οποίο πρωτοστατούσαν λευκές μεσοαστές ετεροφυλόφιλες γυναίκες. Ο λόγος αυτός θα μείνει στην ιστορία για να συμβολίσει την ανάδειξη της μη ένταξης στο γυναικείο κίνημα φωνών που δεν ακούγονταν, υποκειμένων που έμεναν αόρατα και παράλληλα την διεκδίκηση να ανοιχτεί χώρος μέσα σε αυτό το κίνημα για να χωρέσουν κι άλλες εμπειρίες. Πολλά χρόνια πέρασαν από τότε.
Το 2009, οργανώνεται στο Λονδίνο το συνέδριο «On the idea of communism» από το Birkbeck Institute for the Humanities (Zizek, Douzinas, κ.τ.λ.). Οι σύνεδροι είναι σχεδόν αποκλειστικά άντρες. Την πρώτη μέρα του συνεδρίου, κυκλοφορεί σε μορφή παρέμβασης ένα εναλλακτικό (φανταστικό) πρόγραμμα, όπου οι σύνεδροι είχαν αντικατασταθεί από φεμινίστριες και οι τίτλοι των παρουσιάσεων είχαν διαμορφωθεί αναλόγως. Στο φανταστικό αυτό πρόγραμμα, συμμετείχαν (με φανταστικούς τίτλους ομιλιών) η Angela Davis («Γυναίκες, Φυλή και Τάξη»), η Lynne Segal («Τι έκανε ο φεμινισμός στον κομμουνισμό»), η Silvia Federici («Δημιουργώντας κοινότητες φροντίδας»), η Vandana Shiva («Οικοφεμινισμός και η αμφισβήτηση του δυτικού κομμουνισμού»), η Sheila Rowbotham και Huw Beynon («Κομμουνιστές χωρίς κομμουνισμό»), η Donna Haraway («Διασπισιστικός κομμουνισμός») κ.α. Το φανταστικό συνέδριο έκλεινε με την ομιλία της bell hooks, μιας μαύρης αμερικανίδας φεμινίστριας, με τίτλο «Δεν είμαι εγώ κομμουνίστρια;», παραπέμποντας στην ομιλία της Sojourner Truth και κριτικάροντας την απουσία φεμινιστικών προσεγγίσεων από το συγκεκριμένο συνέδριο.
[2] Silvia Federici, 2011, «Φεμινισμός και πολιτικές των κοινών».
[3] Aufheben, 2003, «Από τον εργατισμό στον αυτόνομο μαρξισμό».
[4] Judith Butler , 1998, «Ο μαρξισμός και το απλώς πολιτισμικό», στις Θέσεις, τεύχος 93.
[5] Gayle Rubin, 1975, «Το εμπόριο των γυναικών: σημειώσεις για την πολιτική οικονομία του φύλου».
[6] Daniel Mang, «Φυλή, τάξη και αντιφάσεις της αρρενωπότητας», στο qv, τεύχος 4.
[7] ό.π.


ΕΚΔΗΛΩΣΗ

Παρουσίαση τεύχους-συζήτηση
«αρρενωπότητες: ιστορίες για το φύλο και άλλες σχέσεις εξουσίας»
στο αυτόνομο στέκι (ζωοδόχου πηγής 95-97 και ισαύρων)
την πέμπτη 9 ιουνίου 2011, στις 19.30.


Στο μεταξύ μπορείτε να κάνετε κλικ κλικ κλικ και να βρείτε το τεύχος σε ηλεκτρονική μορφή: http://qvzine.net/qv4/qv4_home.htm

Λεύγα 2. Κυκλοφόρησε

19.998 λεύγες υπό τη θάλασσα και ακόμα ακούγονται οι μουσικές από τα πανεργατικά συλλαλητήρια• οι ήχοι και τα συνθήματα των διαδηλώσεων της πολιτείας του Ουισκόνσιν μπερδεύονται με τις διαφημίσεις του μετρό του Λονδίνου ενώ από το διπλανό βαγόνι ξεπηδούν γοργά τα κλειστά επαγγέλματα που μόλις απελευθερώθηκαν αδιαφορώντας για τους δικηγόρους που πιθανόν ακόμη αντιδρούν. Το αγγλοσαξονικό πεπρωμένο δεν μοιάζει γλυκό είτε ως φαντασία είτε ως πραγματικότητα. Στους διαδρόμους των παραστάσεων της θεατρικής Αθήνας συναντήθηκαν οι απόφοιτοι των κέντρων επαγγελματικής κατάρτισης και επιμόρφωσης να συζητούν για το αν η πυρηνική καταστροφή του Τσέρνομπιλ ή της Φουκοσίμα ήταν η χειρότερη και να ρητορεύουν υπέρ της απαισιοδοξίας. Η νέα εποχή δεν είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας όπως και τα «νέα μέσα» των εξεγέρσεων στον αραβικό κόσμο, όλα αυτά όμως δεν χωράν στα μικροαστικά όνειρα όπου η απειλή της δικτατορίας δεν υφίσταται και η κρίση της ΓΣΕΕ δεν συνιστά κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Από κοντά κόμιξ, διάβολοι που κηρύττουν την εγκράτεια, ηγεμόνες και τρελοί σε παράλληλους μονολόγους.

Η λεύγα διανύει αποστάσεις κάθε δίμηνο.

Περιεχόμενα

Κώστας Σπαθαράκης, Τι παίζουν τα μεγάφωνα

πρώτες ύλες

Γιώργος Καράμπελας, Τα κλειστά επαγγέλματα ανοίγουν: Ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα
Στέφανος Βαμιεδάκης, Οικονομική κρίση και ΓΣΕΕ
Χρήστος Τσάκας, Εικόνες από το αγγλοσαξονικό παρόν μας...
Νίκος Τσιβίκης, Τσερνόμπιλ-Φουκουσίμα: 1-4
Κώστας Σπαθαράκης, Η πεντηκοντάδραχμος επίδειξις

κοντραπούντο
Πανεργατικά συλλαλητήρια: Και τώρα τι;

αναλώσιμα
Θοδωρής Δρίτσας, Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης ως ακινησία
Ματθαίος Τσιμιτάκης, Συλλογικές αφηγήσεις, Νέα Μέσα και επαναστάσεις
Κωστής Καρπόζηλος, Υπάρχει κίνδυνος να γίνει δικτατορία; Προφανώς και όχι
---, Σκέψεις και προτάσεις για την κατοχύρωση της αυτονομίας των μισθωτών δικηγόρων
Βιβή Αντωνογιάννη, Υπόγεια διαφήμιση
Κώστας Περούλης, Πολιτικό θέατρο και ιδεολογία
Γιάννης Βογιατζής, Υπεράσπιση της απαισιοδοξίας

σκραπ
Αλέκος Λούντζης, Σάι-φάι. Στιγμιότυπο δεύτερο: κάτοικοι εξωτερικού
---, Το όνειρο του μικροαστού
Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου, Οι Αδελαΐδες
Γιώργος Μανουσέλης: κόμιξ

συνεργάτες
Φωτογραφίες: Hossam el-Hamalawi, Αχιλλέας Βογιατζής
Σχέδιο Εξωφύλλου: Σοφία Παπακώστα

http://www.levga.gr/