Οι 49 διανοούμενοι και ο απολυμένος Ντίνος Παλαιστίδης

Του Κώστα Δεσποινιάδη

Μα οι κατάλληλοι άνθρωποι πάντοτε βρίσκονται – δεν έχουν τίποτα να χάσουν.
Μανώλης Αναγνωστάκης

Στις 17 Φεβρουαρίου κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο (και δύο μέρες μετά αναδημοσιεύτηκε στην Αυγή) ένα «Κείμενο υποστήριξης των εκδόσεων Άγρα» υπογεγραμμένο από 49 διανοούμενους (πανεπιστημιακούς, καλλιτέχνες, συγγραφείς, μεταφραστές κ.ά.). Βλέποντας κανείς τον τίτλο του κειμένου, θα υπέθετε εύλογα ότι οι εκδόσεις Άγρα και ο Σταύρος Πετσόπουλος διώκονται για κάποιο βιβλίο που εξέδωσαν, κινδυνεύουν με δίκες και καταδίκες, και –όπως θα ήταν αναμενόμενο σε μια τέτοια περίπτωση- οι διανοούμενοι του τόπου συσπειρώνονται στο πλευρό του εκδότη. Διαβάζοντας όμως το μικρό κείμενο που προηγείται των υπογραφών, διαπιστώνει κανείς ότι η αφορμή είναι άλλη (η απόλυση του βιβλιοϋπαλλήλου των εκδόσεων Άγρα Ντίνου Παλαιστίδη και οι συνακόλουθες κινητοποιήσεις συναδέλφων του για την ανάκληση της απόλυσής του).
Αν μη τι άλλο προκαλεί τουλάχιστον εντύπωση η κινητοποίηση 49 γνωστών διανοουμένων για μια εργασιακής φύσης διαφορά σε μια επιχείρηση, και προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση ότι η κινητοποίηση αυτή δεν γίνεται υπέρ του… αντικειμενικά αδυνάτου, του υπαλλήλου, αλλά υπέρ αυτού που απ’ τις αντικειμενικές οικονομικές συνθήκες βρίσκεται στη θέση του ισχυρού, υπέρ αυτού δηλαδή που την επομένη της απόλυσης η ζωή του συνεχίζεται κανονικά και δεν βρίσκεται αντιμέτωπος με το φάσμα της ανεργίας και το χειροπιαστό και διόλου «θεωρητικό» ζήτημα της επιβίωσης.
Ο γράφων δεν μπορεί φυσικά να μπει στην ουσία της εργασιακής διαφοράς, μιας και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τα διαδραματισθέντα στην επιχείρηση, από θέση αρχής όμως, φαντάζομαι, κάθε άνθρωπος που δεν είναι θαυμαστής της Μάργκαρετ Θάτσερ βρίσκεται στο πλευρό του εργαζόμενου και όχι του εργοδότη.
Το κείμενο όμως των 49 διανοουμένων, πέρα από την αρχική έκπληξη, σε μια δεύτερη ανάγνωση προκαλεί το λιγότερο οργή ακόμα και σε έναν «ουδέτερο παρατηρητή», βρίθει λογικών αλμάτων και γεννά ορισμένα ζητήματα πνευματικού ήθους και μερικά, ρητορικά μάλλον, ερωτήματα. Λένε, για παράδειγμα, οι 49 στο κείμενό τους (ολόκληρο υπάρχει πλέον και στην ιστοσελίδα των εκδόσεων Άγρα και εύκολα μπορεί να το βρει κανείς): Εμείς που υπογράφουμε αυτό το κείμενο έχουμε επί χρόνια συνεργασία με τον Σταύρο Πετσόπουλο και τις Εκδόσεις Άγρα και γνωρίζουμε όχι μόνο τη σπουδαία συμμετοχή τους στα γράμματα αλλά και τις εργασιακές συνθήκες απόλυτου σεβασμού του προσώπου των εργαζομένων και των εργασιακών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων τους που από την ίδρυση του εκδοτικού οίκου επικρατούν σ’ αυτόν.
Πρώτον, πώς είναι δυνατόν να ξέρει ένας συγγραφέας ένας μεταφραστής ή ένας καθηγητής Πανεπιστημίου τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονται οι πωλητές, οι αποθηκάριοι και οι κούριερ οποιουδήποτε εκδοτικού οίκου; Κατ’ αντιστοιχία, όταν παίρνουμε στα χέρια μας ένα καλοτυπωμένο βιβλίο, οποιουδήποτε εκδότη, ξέρουμε κάτω από ποιες συνθήκες δουλεύουν οι γραφίστες στα ατελιέ, οι πιεστές στα τυπογραφεία και οι υπάλληλοι των βιβλιοδετείων; Κατά δεύτερο, τι σχέση έχει η ποιότητα του εκδοτικού προϊόντος με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δουλεύουν οι υπάλληλοι του εκδοτικού οίκου; Με αυτή την «λογική», θα ήταν αυτονόητο ότι οι υπάλληλοι της αυτοκινοτοβιομηχανίας Πόρσε, για παράδειγμα, δουλεύουν σε έναν επαγγελματικό παράδεισο και ουδεμία συνδικαλιστική διεκδίκηση εκ μέρους τους θα ήταν επιτρεπτή, εφόσον το προϊόν της εταιρείας τους είναι το καλύτερο της αγοράς. Στην προκειμένη περίπτωση, το κείμενο στήριξης των συναδέλφων του Παλαιστίδη στην Άγρα και η απεργία στην οποία έχουν προχωρήσει με αφορμή την απόλυσή του θα έπρεπε να κάνουν τους υπογράφοντες περισσότερο επιφυλακτικούς.
Συνεχίζουν οι 49 διανοούμενοι στο κείμενό τους: Τις τελευταίες μέρες με οργή και θλίψη διαπιστώνουμε ότι με αφορμή την απόλυση εργαζομένου από τον εκδοτικό οίκο, υπό συνθήκες που ασφαλώς θα κριθούν από τα δικαστήρια, ο εκδοτικός οίκος επιχειρείται να εμφανιστεί ως διώκτης των συνδικαλιστικών ελευθεριών που εκφοβίζει και απολύει εργαζόμενους. Τίποτα δεν είναι αναληθέστερο από τους παραπάνω ισχυρισμούς και γι’ αυτό αισθανόμαστε την ανάγκη να προβούμε σε δημόσια δήλωση για να προστατέψουμε τις Εκδόσεις Άγρα από τη συκοφάντηση και το διασυρμό. Εδώ τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο σοβαρά. Καταρχάς γιατί αποτελεί «συκοφάντηση και διασυρμό» η όλη κινητοποίηση, τη στιγμή που η επιθεώρηση εργασίας σε πρώτη φάση γνωμοδότησε υπέρ του εργαζομένου. Επιπλέον, από πότε το κατοχυρωμένο δικαίωμα στη απεργία συνιστά σπίλωση για το κύρος μιας επιχείρησης; Άραγε οι υπογράφοντες δεν διεκδικούν για τον εαυτό τους το δικαίωμα στην απεργία ή στην προσφυγή στην επιθεώρηση εργασίας; Όσοι απ’ τους υπογράφοντες είναι εκλεγμένοι σε συνδικαλιστικά όργανα του επαγγελματικού τους κλάδου, θεωρούν ότι η απεργία συκοφαντεί και διασύρει τον εκάστοτε εργοδότη; Δέχονται μήπως οι, στην πλειονότητά τους, δημόσιοι υπάλληλοι που υπογράφουν να παραχωρήσουν τη μόνιμη και εξασφαλισμένη από το κράτος εργασιακή τους θέση; (Εργασιακή θέση που, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, είναι εξασφαλισμένη ακόμα και όταν κάποιος παραμένει επί 30 χρόνια καθηγητής πανεπιστημίου δίχως να έχει δημοσιεύσει ούτε ένα επιστημονικό έργο).
Δεν θα επεκταθώ σε άλλα «προβληματικά», τουλάχιστον, σημεία της επιστολής (μερικά θέτουν εξόφθαλμα υπό αμφισβήτηση την ειλικρίνεια ορισμένων εκ των συντακτών και προσβάλουν τη νοημοσύνη μας• πώς μπορεί, για παράδειγμα να ξέρει κάποιος τι συνέβαινε στον εκδοτικό οίκο από την ίδρυσή του, το 1979, όταν τότε ήταν μαθητής. Ή πώς μπορεί να ξέρει κάποιος τι συνέβαινε στα 30 χρόνια λειτουργίας του οίκου όταν έχει γνωρίσει τον εκδότη μόλις πρόπερσι; Για να μην αναφερθώ και σ’ αυτούς που ζουν 500 χιλιόμετρα μακριά από την έδρα των εκδόσεων…) και θα αναφερθώ σε ορισμένα ζητήματα πνευματικού ήθους που ανακύπτουν από την ασυνήθιστη αυτή κίνηση των 49.
Ιστορικά, η συλλογή υπογραφών έχει χρησιμοποιηθεί ως μια συμβολική κίνηση υποστήριξης κάποιου αδυνάτου, κάποιου διωκόμενου ή κάποιου που βρίσκεται στην φυλακή ή γενικότερα κινδυνεύει. Η χρησιμοποίηση του μέσου αυτού για την υπεράσπιση ενός εργοδότη αν μη τι άλλο το ακυρώνει και διαστρεβλώνει την ιστορικότητα αυτής της πρακτικής. Επιπλέον, η κίνηση αυτή των 49 έρχεται να προστεθεί σε πρόσφατες συλλογικές τοποθετήσεις διανοουμένων κατά τον περσινό Δεκέμβρη που όλες είχαν αντιδραστικό πρόσημο, για να το πω όσο πιο κομψά μπορώ. Κάποτε αναφερόμασταν με θλίψη στη σιωπή των διανοουμένων. Φοβάμαι ότι ο καιρός που θα παρακαλάμε να μην πάρουν θέση δεν είναι μακριά.
Σε ιστορικές στιγμές κρίσης και κοινωνικής έντασης όπως αυτή που διανύουμε η θέση που παίρνει ο καθένας είναι κρίσιμη και ενδεικτική. Από την εποχή του Σωκράτη έχει οριστεί με τον πλέον εύγλωττο τρόπο ο ρόλος του καλώς εννοούμενου διανοούμενου. Είναι αυτός που σαν την αλογόμυγα ξυπνά το ράθυμο άλογο της Πόλης και για «ανταμοιβή» τον ποτίζουν κώνειο ή τον ρίχνουν στην πυρά. Δυστυχώς, εδώ και καιρό βλέπαμε διανοούμενους να διαγκωνίζονται ποιος θα πρωτομπεί σε κρατικές επιτροπές και think tanks, ποιος θα ελιχθεί με ρασπουτινική δεξιοτεχνία στο ακαδημαϊκό κατεστημένο και ποιος θα εξασφαλίσει από νωρίς την κρατικοδίαιτη σταδιοδρομία του, προωθώντας ταυτόχρονα όσους περισσότερους μπορεί από το περιβάλλον του. Η επιστολή που υπογράφουν οι 49 διανοούμενοι υπέρ των εκδόσεων Άγρα, φοβάμαι ότι εγκαινιάζει μια νέα εποχή κατά την οποία οι «άνθρωποι του πνεύματος» αυτοπρόσφερτοι θα τάσσονται εναντίον του κάθε αδυνάτου με εξευτελιστικό αντίτιμο μια επιμελημένη και καλαίσθητη έκδοση.

Υ.Γ. Το κείμενο δόθηκε για δημοσίευση στα «Ενθέματα» της Αυγής –από όπου είχα στο παρελθόν ανοιχτή πρόσκληση συνεργασίας– στις 22-2-2010. Δύο ημέρες μετά με ενημέρωσαν ευγενικά ότι δεν μπορούν να το δημοσιεύσουν. Καλό είναι, στις αρχές του 21ου αιώνα, να θυμόμαστε όλοι ότι ο σταλινισμός είναι κυρίως νοοτροπία και λιγότερο ιδεολογία…

Τα γουρούνια και ο γάιδαρος. Ή πώς τα εξημερωμένα ζώα συμβάλλουν στην οικονομία

Οι φραστικοί μύδροι που ο πρωθυπουργός εξαπέλυσε ενάντια στους «κερδοσκόπους» που έχουν στήσει πάρτι με τα ελληνικά ομόλογα τινάζοντας το κόστος του κρατικού δανεισμού σε ιστορικά υψηλά επίπεδα δεν είναι παρά η συγκαλυμμένη έκφραση της αδυναμίας του πολιτικού συστήματος να χειραγωγήσει και να διαχειριστεί τις αντιφάσεις εκείνες που βρίσκονται στον πυρήνα της καπιταλιστικής σχέσης. Και δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι κατά κάποιο τρόπο είναι ταυτοχρόνως και παραδοχή της καθολικής ήττας που υπέστη έμπρακτα η δήθεν «εναλλακτική» πολιτική, σοσιαλδημοκρατικής απόχρωσης, η οποία καθίσταται ανεφάρμοστη, όχι τόσο λόγω των πραγματικών οικονομικών δεδομένων όσο λόγω του συγκεκριμένου πλαισίου, των παγκοσμιοποιημένων παραγωγικών σχέσεων, στο οποίο καλείται να εφαρμοστεί. Είτε το θέλουμε είτε όχι, «εξακολουθούμε να ζούμε σε μια κοινωνία στην οποία η παραγωγή για το κέρδος παραμένει η βασική οργανωτική αρχή της οικονομικής ζωής»[1], οπότε κάθε απόπειρα να αποδοθούν ευθύνες στην υποτιθέμενη παρέκκλιση, δυσλειτουργία ή διαταραχή είναι, όπως έλεγε και ο Μαρξ, σαν να «χτυπά κανείς το σακί για να δείρει το γαϊδούρι».[2] Είναι παρόλα αυτά προφανές ότι όσο κι αν χτυπήσουμε το σακί, το γαϊδούρι δεν πρόκειται να θιχτεί ούτε και να πονέσει…
Όμως ο Μαρξ είπε και κάτι άλλο: «Η φλυαρία ότι κανείς δεν θα απασχολούσε το κεφάλαιό του χωρίς να βγάζει κέρδος καταλήγει είτε στην ανοησία ότι οι καλοί μας κεφαλαιοκράτες θάμεναν κεφαλαιοκράτες και χωρίς να απασχολούν το κεφάλαιό τους· είτε σ’ ένα πολύ φτηνό τρόπο να πει κανείς ότι η επικερδής απασχόληση ανήκει στην έννοια του κεφαλαίου».[3] Με άλλα λόγια, το κεφάλαιο δεν είναι πια κεφάλαιο από τη στιγμή που θα πάψει να αυτο-αυξάνεται και να πολλαπλασιάζεται· δεν μπορεί λοιπόν κανείς να τα βάζει με όσους απλώς «κάνουν τη δουλειά» τους όταν πραγματικός τους στόχος υποτίθεται ότι είναι η εξεύρεση λύσεων για το «ξεπέρασμα της κρίσης».
Αυτό πιθανώς σημαίνει πως υπάρχει κάτι πέρα από την απλή διαπίστωση ότι το «κεϋνσιανής» έμπνευσης μοντέλο που ευαγγελιζόταν προεκλογικά ο νυν πρωθυπουργός είναι ανεπίκαιρο στις μετα-φορντιστικές συνθήκες της ευέλικτης συσσώρευσης. Και για να προλάβω τις τυχόν ενστάσεις που θα μπορούσαν να διατυπωθούν αναφορικά με το κατά πόσο δικαιούμαστε να μιλάμε για ένα διακριτό στάδιο του γενικευμένου μοντέλου παραγωγής που μπορεί να αφορά και την ελληνική οικονομία, θα υπενθυμίσω ότι οι συνθήκες του μετα-φορντισμού δεν έχουν να κάνουν με το επίπεδο ανάπτυξης μιας οποιασδήποτε μεμονωμένης χώρας, αφορούν στην ευρύτερη κίνηση του απεδαφικοποιημένου παγκόσμιου κεφαλαίου το οποίο στη χρηματοπιστωτική μορφή του έχει αφήσει πίσω του την υλική βάση της εργασίας, παράγοντας πλέον κέρδος από την ίδια του την υπόσταση ως εμπόρευμα. Στην περίπτωση της Ελλάδας, μιας από τις χώρες «γουρούνια» (το ακρωνύμιο PIG’S περιγράφει ως γνωστόν τις χώρες της ευρωζώνης με «προβληματική» οικονομία, ήτοι Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ελλάδα και Ισπανία), θα λέγαμε πως οι επιχειρούμενες διαρθρωτικές αλλαγές δεν είναι παρά ένας τρόπος βίαιης προσαρμογής του «καθυστερημένου» ελληνικού κράτους στις μετα-φορντιστικές συνθήκες συσσώρευσης, ένα ακόμα δείγμα οικονομικού, πολιτικού και κοινωνικού «εκσυγχρονισμού» που συνεχίζει ακάθεκτος να σαρώνει τα πάντα, επιβεβαιώνοντας την καταστροφική δυναμική του καπιταλισμού.
Στην εποχή που το κεφάλαιο καταστρέφει, παρά τις όποιες επί μέρους αντιστάσεις, τα πολιτισμικά στεγανά και τα παγκόσμια εδαφικά σύνορα, συγκροτώντας την παγκόσμια κοινότητα του κεφαλαίου, τα κράτη, και δη τα περιφερειακά από άποψη πολιτικοοικονομικής ισχύος, δεν κατέχουν πλέον τα μέσα που θα τους παρείχαν τη δυνατότητα να διατηρήσουν τον απαιτούμενο για τη (σχετική) αυτονομία τους έλεγχο πάνω στις ροές του κεφαλαίου, ούτε όμως και εκείνων της εργασίας που με τη μορφή της μετανάστευσης διαταράσσει διαρκώς τις εύθραυστες ισορροπίες μεταξύ «εσώκλειστων» και «αποκλεισμένων». Με άλλα λόγια, η οικονομική τους πολιτική υπάγεται σε ένα συνολικό πλέγμα σχέσεων που υπερκαθορίζεται από τις πιο προωθημένες μορφές καπιταλιστικής εκμετάλλευσης που σέρνουν την ατμομηχανή της «ανάπτυξης» και δίνουν τον τόνο στις εξελίξεις παγκοσμίως. Υποχρεώνονται έτσι, τα κράτη αυτά, να αναδιαμορφώσουν βάσει ενός υπαγορευόμενου νεο-φιλελεύθερου μοντέλου –στην πραγματικότητα, μια κομπογιαννίτικη όπως έχει αποδειχτεί συνταγή– την πολιτική τους, σε μια προσπάθεια να ελέγξουν τον συσχετισμό των δυνάμεων στο εσωτερικό τους, να τιθασεύσουν την εργατική δύναμη εξοντώνοντας το περιττό δυναμικό και να περιορίσουν ασφυκτικά το κόστος της κοινωνικής αναπαραγωγής, επιδιώκοντας την προσαρμογή στις νόρμες εξεύρεσης χρηματικών πιστώσεων από τις «αγορές», ανάγοντας αναπόφευκτα τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το κρατικό χρέος σε δείκτες σήμανσης της πορείας προς την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πειθάρχηση της κοινωνίας στις προσταγές του κέρδους.
Οι μύδροι του Παπανδρέου είναι υπ’ αυτό το πρίσμα προσχήματα, άσφαιρα πυρά που βάλουν ενάντια στις φασματικές φιγούρες των κακών «κερδοσκόπων»· μας θυμίζουν τις διαδεδομένες παλαιότερα προκαταλήψεις για τον εβραίο τοκογλύφο, τον χοντρό καπιταλιστή, τον άπληστο τραπεζίτη ή τον μαυραγορίτη, τίποτα περισσότερο από λαϊκίστικες δοξασίες που αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι να πουν τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Από παντού μας καλούν να συμβάλλουμε «όλοι μαζί» στην «εθνική προσπάθεια ανάτασης της οικονομίας», να συναινέσουμε αδιαμαρτύρητα και να επωμιστούμε τα βάρη της «εξυγίανσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους», την κοινωνικοποίηση δηλαδή της κρίσης. Να συμμετάσχουμε οικειοθελώς και αγόγγυστα σε μια απόπειρα δομικής αναδιάρθρωσης των σχέσεων κεφαλαίου-εργασίας, τόσο στο πεδίο της παραγωγής όσο και σε εκείνο της κατανάλωσης. Η ρητορική τους επικαλείται γνωστά και τετριμμένα συνθήματα ή ευφάνταστες ενίοτε παραλλαγές τους προσαρμοσμένες στα σημερινά δεδομένα («φορολογική συνείδηση», «κίνημα των αποδείξεων»(!), «υπεύθυνη στάση απέναντι στο πρόβλημα», «εθνική συναίνεση», «απαραίτητες θυσίες από όλους», «μείωση του παραγωγικού κόστους για αύξηση της ανταγωνιστικότητας», «δραστική μείωση των δημόσιων δαπανών», «δίκαιη κατανομή των βαρών» κ.λπ., κ.λπ.) που απευθύνονται στα μηχανιστικά αντανακλαστικά και τη συνείδηση του «καλού πολίτη». Στη ρητορική της πειθούς το υποκείμενο είναι πάντοτε ενιαίο και αδιαίρετο, ένα σώμα με κοινή βούληση, το «έθνος», το «κράτος», «εμείς», που κινδυνεύει να αφανιστεί αν δεν αναλάβει ο καθένας από εμάς τις ευθύνες του. Κάθε αναφορά στις πανταχού παρούσες ταξικές διαιρέσεις και στην εκμετάλλευση των πολλών από τους λίγους θάβεται κάτω από το «κοινό συμφέρον», λες και η αιμορραγία της κερδοφορίας του κεφαλαίου μπορεί να σταματήσει μόνο με τη δική μας πλήρη υποταγή, με την εμβάθυνση της δικής μας μιζέριας.
Εξ ορισμού υπ’ αυτές τις συνθήκες της νεο-φιλελεύθερης ιδεολογικής ηγεμονίας, η γονιμότητα των επενδύσεων αποκτά μεταφυσικό χαρακτήρα και το κεφάλαιο ορίζεται ως ζωοποιός ουσία, απαραίτητη για την επιβίωσή μας. Η μυθολογία ανακτά το κύρος της με τη μορφή των οικονομικών αναλύσεων που ποδηγετούν οποιαδήποτε άλλη διάσταση της κοινωνικής συγκρότησης. Τίποτα δεν μοιάζει παράλογο, ούτε καν το γεγονός ότι οι πολύμορφες και πολυσήμαντες σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ανθρώπων υπ’ αυτές τις συνθήκες θάβονται με τόση ευκολία πίσω από τους οικονομικούς δείκτες. Αν κάποιος αναζητά το νήμα που ενώνει όλους τους σύγχρονους μύθους θα το βρει δίχως άλλο στο συντακτικό των οικονομολόγων. Και αν απομονώσει τις φράσεις-κλειδιά, που επαναλαμβάνονται γοερά σαν μάντρα από τους πολιτικούς και τους πάσης φύσεως ειδήμονες, θα ανασυστήσει το στοιχειώδες λεξικό της εκμετάλλευσης, της βάσης για την παραγωγή του πλούτου στον καπιταλισμό.
Παρόλα αυτά είναι αδήριτη αλήθεια ότι οποιαδήποτε υπαναχώρηση από μεριάς της ελληνικής κυβέρνησης σε ό,τι αφορά στις μεθόδους που επιβάλλεται να ακολουθήσει ώστε να περιορίσει το κοινωνικό κόστος της εργασίας και να διασφαλίσει την κερδοφορία του κεφαλαίου θα επιφέρει αναπόδραστα ισχυρότερες πιέσεις και σφοδρότερη επίθεση στην εργασία μέσα από τον παγκοσμιοποιημένο μηχανισμό πειθάρχησης που το κεφάλαιο έχει στήσει σε αυτή τη φάση συσσώρευσης. Αν η απειλή της απόλυτης ένδειας που σκιάζει τον ορίζοντα ολοένα και μεγαλύτερων τμημάτων της κοινωνίας δεν αποδειχτεί ένα καλό μέσο εκβιασμού ώστε να αρκεστούν σε ολοένα και μικρότερο μερίδιο από τον παραγόμενο από τους ίδιους κοινωνικό πλούτο και να περιορίσουν το φαντασιακό τους σχετικά με τις δυνάμει εναλλακτικές δυνατότητες για την κοινωνική οργάνωση, τότε θα επιστρατευτεί η απειλή της ωμής βίας, είτε ως πολιτική δικτατορία είτε ως πόλεμος.
Ο ασφυκτικός εναγκαλισμός των «αγορών» υποθάλπει τους χειρότερους εφιάλτες που τα ευχολόγια των πολιτικών ματαίως προσπαθούν να ξορκίσουν. Δεν φταίνε προφανώς ούτε οι «κερδοσκόποι», ούτε η «τεμπελιά» και η «σπάταλη» ζωή μας. Το γαϊδούρι είναι γερά φορτωμένο με λογής λογής σακιά και δεν παίρνει χαμπάρι· όσο κι αν το χτυπάνε το σίγουρο είναι ότι δεν πρόκειται να επανέλθει ποτέ ξανά στον «ίσο» δρόμο. Όσο για τα γουρούνια, αυτά φαίνεται πως έχουν ακόμα απόθεμα λίπους και αντέχουν τον υποσιτισμό. Όταν πια θα καταναλωθεί κι αυτό, θα έχει απομείνει ακόμα αρκετή σάρκα για να κατασπαραχτεί. Είναι αλήθεια πως μπορείς να αξιοποιήσεις ολόκληρο το γουρούνι, εκτός ίσως από τις κραυγές του την ώρα που το σφάζεις…

[1] David Harvey, Η κατάσταση της μετανεωτερικότητας. Διερεύνηση των απαρχών της πολιτισμικής μεταβολής, μτφρ.: Ε. Αστερίου, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2009, σ. 171.
[2] Καρλ Μαρξ, Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας (Grundrisse der Kritik der Politischen Ökonomie), τόμ. Β΄, εισαγ.-μτφρ. Διονύσης Διβάρης, εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 1990, σ. 174.
[3] Ό.π., σ. 199, έμφαση στο πρωτότυπο.