Η απατηλή ρητορεία των δικαιωμάτων

Του Φώτη Τερζάκη

Δύο και πλέον αιώνες μετά τη Γαλλική Επανάσταση και τρεις μετά την Ένδοξη Αγγλική, η ρητορεία των «δικαιωμάτων» εξακολουθεί να πρυτανεύει στον δημόσιο λόγο. Και μάλιστα σήμερα, παρατηρεί κανείς, έχει φτάσει στο παροξυστικό της κορύφωμα. Συνδικαλιστικά δικαιώματα, εκλογικά δικαιώματα, δικαιώματα του καταναλωτή, περιβαλλοντικά δικαιώματα και δικαιώματα στην επικερδή αξιοποίηση του περιβάλλοντος, δικαιώματα των εθνών στην αυτοδιάθεση και δικαιώματα άλλων στην αυτοάμυνα, δικαιώματα στη σεξουαλική διαφορά, δικαιώματα των μειονοτήτων, δικαιώματα των μουσουλμανίδων στη Δύση να φοράνε μαντήλα και δικαιώματα της πλειοψηφίας να προστατεύει την πολιτισμική της ταυτότητα: κάθε αίτημα, κάθε ανθρώπινη ανάγκη ή απλώς επιθυμία μεταφράζεται στη νομικοπολιτική γλώσσα των δικαιωμάτων, λες και έτσι μπορεί να ποριστεί μεγαλύτερο κύρος ή αξιώσεις ισχύος. Η φιλελεύθερη κοσμοαντίληψη βασιλεύει αδιαμφισβήτη κάτω από την «πολιτικώς ορθή» οπτική της πολυπολιτισμικότητας και των έννομων δικαιωμάτων.
Ποιος εγγυάται όμως αυτά τα «δικαιώματα»; Η έννοια των δικαιωμάτων είναι κενή χωρίς μία εξουσία η οποία τα θεσμοθετεί κι εν συνεχεία τα εγγυάται και τα προστατεύει. Και η εξουσία αυτή είναι το αστικό κράτος. Η έννοια των πολιτικών και/ή ανθρώπινων δικαιωμάτων ήταν η θεμελιωτική κατασκευή των νεωτερικών πολιτικών φιλοσοφιών από τον δέκατο έβδομο αιώνα και ύστερα, των λεγόμενων θεωριών του φυσικού δικαίου, που σχεδιάστηκαν για να νομιμοποιήσουν τα νέα πολιτικά μορφώματα στην Ευρώπη. Το ερώτημα ήταν ποια θεμελιώδη δικαιώματα πρέπει να προστατεύει ένα κράτος για να θεωρείται νόμιμο, και η εκτενέστερη απάντηση δόθηκε από τον Τζων Λοκ: το δικαίωμα της ζωής, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης. Η ιστορική πραγματικότητα του αστικού κράτους δείχνει ωστόσο ότι το μόνο θεμελιώδες δικαίωμα είναι αυτό της ιδιοκτησίας· ήδη στον Λοκ η πολιτική ιδιότητα και τα προνόμια που απορρέουν από αυτήν συνδέεται καταστατικά με την έννομη κατοχή ιδιοκτησίας, πράγμα που συνιστά αυστηρή προϋπόθεση για τη δημόσια έκφραση και καθορίζει ακόμα και την αξία της ατομικής ζωής. Στις σημερινές κοινωνίες αυτός που δεν διαθέτει έστω στοιχειώδη ιδιοκτησία υπόκειται περίπου στο καθεστώς του ζώου: σκεφτείτε τι έννοια έχει ο όρος «δικαιώματα» στην περίπτωση ενός σύγχρονου αστέγου, ή στην περίπτωση των λιμοκτονούντων πληθυσμών στο μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου.
Τα «δικαιώματα» είναι, με άλλα λόγια, ένα απλό συνώνυμο της πολιτικής ιδιότητας, και αυτή η τελευταία απονέμεται από το κράτος σύμφωνα με κριτήρια που το ίδιο το κράτος ορίζει· δηλαδή, οι κυρίαρχες τάξεις που μέσ’ από τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού διαιωνίζουν τα προνόμια και την ισχύ τους. Οι θεωρίες του φυσικού δικαίου προσπάθησαν να εξωραΐσουν το γεγονός επεκτείνοντας θεωρητικά την έννοια σε μια υποτιθέμενα προ-πολιτική, δηλαδή φυσική κατάσταση του ανθρώπου: υποτίθεται ότι και μόνο δυνάμει της ανθρώπινης ιδιότητάς του ένα πρόσωπο είναι φορέας αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων, πράγμα που βρήκε την εμβληματική του διατύπωση στη γαλλική διακήρυξη των «δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη». Αυτό το αθώο «και» είναι όμως η πιο τρομερή συγκάλυψη του σχίσματος που από την πρώτη στιγμή κρυβόταν ανάμεσα στις ιδιότητες του «ανθρώπου» και του «πολίτη». Το ότι μόνον ως πολίτης συμμετέχει κάποιος νομίμως στην ανθρώπινη ιδιότητα μπορεί να φανεί από αναρίθμητα παραδείγματα, το πιο εύγλωττο είναι όμως αυτό των σύγχρονων μεταναστών: χωρίς ιθαγένεια σημαίνει χωρίς όνομα, και χωρίς όνομα σημαίνει χωρίς δικαιοδοσία και χωρίς μοίρα – εγκλωβισμένος σ’ εκείνη την κατάσταση ακραίας εξαίρεσης, της ζοφερή
no mans land όπου οτιδήποτε μπορεί να σου συμβεί χωρίς περιορισμό και χωρίς έλεγχο από κανέναν.
Η διεκδίκηση «δικαιωμάτων» στις σύγχρονες φιλελεύθερες ολιγαρχίες της Δύσης είναι λοιπόν ένα άλλο όνομα για τον ανταγωνισμό μεταξύ κοινωνικών ομάδων για τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού και την κατοχύρωση κεκτημένων προνομίων ή την εδραίωση νέων. Μια τέτοια διατύπωση δεν θέλει βεβαίως ν’ απαξιώσει ούτε τους αγώνες των μειονοτικών κινημάτων ούτε το όντως σημαντικό και από πολλές απόψεις συγκινητικό έργο των ακτιβιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε ολόκληρο τον κόσμο· θέλει μόνο να υποδείξει ότι αν όντως καθοδηγούνται από την αξία μιας οικουμενικά ανθρώπινης ισότητας και αυτοδιάθεσης, τότε το να μιλούν ακόμα τη γλώσσα των δικαιωμάτων σημαίνει να παίζουν με σημαδεμένη τράπουλα ενάντια στον εαυτό τους. Διότι η γλώσσα των «δικαιωμάτων» είναι η νομικοπολιτική γλώσσα του αστικού κράτους, που παραμένει ένας μηχανισμός ανακατανομής κολοσσιαίων διακρίσεων και ανισοτήτων στον σύγχρονο κόσμο. Ίσως θα πρέπει να επαναφέρουμε στη συζήτηση την κάπως ξεχασμένη σήμερα έννοια των αναγκών, που οι άμεσα υλικές της συνδηλώσεις ανθίστανται στο ψεύδος της νομικής αφαίρεσης και, ως εκ τούτου, είναι καλύτερα συμβατή με την πανανθρώπινη προσπάθεια για την ανατροπή των ανισοτήτων πλούτου και ισχύος.

Πολύ χρήμα, μικρό καλάθι (αξιών)

[Μία απάντηση στον Αυγουστίνο Ζενάκο]

«Σε μια κοινωνία αλλοτρίωσης η σχέση ενός ανθρώπου προς άλλους ανθρώπους δεν είναι σχέση μιας ανθρώπινης ύπαρξης προς τις συντροφικές της ανθρώπινες υπάρξεις, αλλά η σχέση του υπηρέτη προς τον αφέντη, του εκμεταλλευόμενου προς τον εκμεταλλευτή, του υφιστάμενου προς τον προϊστάμενο, του αιτούντος προς τον άνθρωπο με το προνόμιο.»
- Ερνστ Φίσερ

Διάβασα με πραγματικά μεγάλο ενδιαφέρον το κείμενο του Αυγουστίνου Ζενάκου (συνδιοργανωτή και συνεπιμελητή της 1ης Μπιενάλε της Αθήνας και δημοσιογράφου-κριτικού τέχνης) στην εφημερίδα Το Βήμα της Κυριακής (4-11-07) με τίτλο «Τέχνη και χρήμα (πολύ)». Ο συντάκτης του κειμένου επιχειρεί να αντικρούσει την κριτική που ασκείται (και από εμάς, μεταξύ άλλων) για την πλήρη (και τονίζω αυτό το «πλήρη» διότι έχει σημασία όπως θα δούμε παρακάτω) υπαγωγή της σύγχρονης τέχνης στην αγορά και τους οικονομικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς της. Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί, όμως, για να ενισχύσει τη θέση του είναι, αν μη τι άλλο, σαθρά, αφού δεν βασίζονται στην ανάλυση και την κατανόηση της πραγματικότητας αλλά απλώς ανακυκλώνουν και επικροτούν την ιδεολογία και τη ρητορική του νεοφιλελεύθερου πραγματισμού, μια συγκεκριμένη, δηλαδή, ανάγνωση και ερμηνεία της πραγματικότητας. Φυσικά, μια τέτοια ιδεολογική οπτική, όπως αυτή που υιοθετεί ο Α. Ζ., παραβλέπει (ηθελημένα, αφού, στην αντίθετη περίπτωση, θα αυτοακυρωνόταν) το διακύβευμα κάθε λόγου που αρνείται την πραγματικότητα όπως είναι και αναζητά (εδώ, μέσα στην ίδια την πραγματικότητα και στην ιστορία και όχι σε κάποια υπερβατική οντότητα ή τάξη πραγμάτων, τα οποία επικαλούνται συνήθως οι πιστοί κάθε θρησκείας ή «θρησκείας») τη διέξοδο προς μια πιο δίκαιη κοινωνία, απελευθερωμένη από την εκμετάλλευση, την κυριαρχία και την καταπίεση και συμφιλιωμένη με τη φύση. Παραβλέπει την πραγματική ιστορία προς χάρη της «ιστορίας» όπως την αφηγείται ο θριαμβευτής καπιταλισμός και βάζει με μεγάλη ευκολία (και μάλλον ικανοποίηση) την ταφόπλακα σε κάθε ουτοπικό σχέδιο ή πρόταγμα, παλαιότερο ή τωρινό.
Δεν αναμένουμε κάτι άλλο από αυτή την ιδεολογία και τους πάσης φύσης διακόνους και υμνητές της. Θα έλεγα όμως ότι με αυτόν τον τρόπο ο Α.Ζ. απαξιώνει εκ των προτέρων ως αδύνατη «[…] την περίπτωση ενός καλλιτέχνη, ή οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου, που επιθυμεί μεν να έχει δημόσιο κριτικό λόγο, ωστόσο έξω και πέρα από το πλαίσιο το οποίο θέτει το παγιωμένο θεσμικό σύστημα της εποχής του» (Νίκος Δασκαλοθανάσης, Ο καλλιτέχνης ως ιστορικό υποκείμενο από τον 19ο στον 21ο αιώνα, Άγρα, Αθήνα 2004, σ. 292). Με αυτόν τον τρόπο, ο Α. Ζ. μας λέει ότι η μοναδική δυνατότητα που έχει κάποιος σήμερα να αρθρώσει λόγο (εικαστικό, θεωρητικό ή όποιον άλλο) είναι μόνο στο πλαίσιο της αγοράς και της καπιταλιστικής οικονομίας – ακόμα κι όταν πρόθεσή του είναι να αμφισβητήσει το υπάρχον σύστημα. Αν μια τέτοια ανάλυση είναι ορθή, κάθε προσπάθεια αντίστασης και κάθε μορφή κοινωνικού ανταγωνισμού πρέπει από τώρα κιόλας να τεθεί υπό αναίρεση, να θεωρηθεί μάταιη και, προπάντων, ανόητη (αν όχι αφελής). Πόσο βολικό θα ήταν αλήθεια κάτι τέτοιο! Οι τάξεις των κυρίαρχων και των αφεντικών θα πέταγαν τη σκούφια τους από τη χαρά τους. Το αίμα και οι θυσίες εκατομμυρίων ανθρώπων που «πίστεψαν» σε μια άλλη κοινωνία θα αποδεικνύονταν, αναδρομικά, μια μεγάλη φαντασίωση, μια χίμαιρα, μια (ναι!) ματαιοπονία. Τι κρίμα γι’ αυτούς...

Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά, κι ας δούμε ένα προς ένα τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί ο Α. Ζ., ποια εν τέλει ιδεολογία αυτά διακινούν (ή υποκρύπτουν), με στόχο να τα αντικρούσουμε.

1. Ο μύθος του ρακένδυτου καλλιτέχνη. Ποιος είναι άραγε αυτός που υποστηρίζει ότι ο «ρακένδυτος» καλλιτέχνης (φτωχός, περιθωριακός, αντισυμβατικός, «φευγάτος») είναι το πρότυπο του σημερινού καλλιτέχνη; Είναι αν μη τι άλλο άκομψο, αν όχι παραπλανητικό, να παρουσιάζεις μια ανύπαρκτη παραδοχή ως έναν μύθο που εμψυχώνει δήθεν την κριτική των αντιπάλων σου. Ειδικά όταν αυτόν το μύθο τον αντιπαραθέτεις σε έναν άλλο μύθο, το μύθο του «επιτυχημένου καλλιτέχνη» (βλ. Χιρστ στη συγκεκριμένη περίπτωση).
Θέτοντας ένα τέτοιο ψευδοδίλλημα, απομακρύνεσαι από την ουσία του ζητήματος, πώς παράγεται δηλαδή η αξία του έργου τέχνης μέσα από την κοινωνική του «σκοπιμότητα» και μέσω των εκάστοτε θεσμοθετημένων διαδικασιών αξιολόγησης και διακίνησής του, και προσδίδεις λάθος σημασία σε ένα ζήτημα που αφορά περισσότερο την κοινωνική κριτική παρά την κοινωνική πραγματικότητα. Ο ρακένδυτος καλλιτέχνης είναι μια φιγούρα στο άλμπουμ των κοινωνικών χαρακτήρων, και σε μια πιο προσεκτική παρατήρηση μοιάζει, ανατριχιαστικά ίσως, με τον βιομήχανο με τη χοντρή κοιλιά, το πούρο, το χρυσό ρολόι και τη ρεντίγκοτα.
Πράγματι, ο καλλιτέχνης, σε ένα δεδομένο οικονομικό-πολιτικό-κοινωνικό σύστημα πήρε τη θέση του στο συλλογικό φαντασιακό –αλλά και αυτό-προσδιορίστηκε–, σύμφωνα με την ορισμένη λειτουργία που η κοινωνία του απέδωσε και την εικόνα που έπλασε γι’ αυτόν σε σχέση με τη θέση που θεωρούσε ότι κατείχε εντός της αυτός και το έργο του, όπως την υποδείκνυαν οι πράξεις, τα έργα, του ίδιου του καλλιτέχνη – ήταν δηλαδή λίγο πολύ «εκείνος που δεν συμβιβάζεται», εκείνος ο ευαίσθητος «μεταφραστής» μιας πραγματικά ανιδιοτελούς σχέσης με τα πράγματα και τον κόσμο. Κατά την εποχή της κυριαρχίας του, αυτός ο μύθος ήταν θεμελιώδης ως ένα είδος κοινωνικής «κριτικής» που αντιπαρέθετε την καταστροφική «δημιουργικότητα» του βιομήχανου (χυδαίο/ύλη/φαινομενικός κόσμος) με την «ευγενή» δημιουργικότητα του καλλιτέχνη (υψηλό/πνεύμα/ιδέα). Ενόσω η μεταφυσική, αν και σοβαρά τραυματισμένη, κατάφερνε να στέκεται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ακόμα στα πόδια της, μια τέτοια κριτική ήθελε να υπερασπιστεί τις προδομένες αστικές αξίες από την ίδια την πραγματικότητα που διαμόρφωνε η αστική πρακτική, η οποία κάθε άλλο παρά τις λάμβανε υπόψη της. Έβρισκε έτσι έναν ανώδυνο για τις πραγματικές έγνοιές της (βλ. κέρδος) τρόπο να διασώσει το καθολικό και το σπουδαίο που διακήρυσσε αλλά δεν μπορούσε (και μάλλον δεν ήθελε) να υλοποιήσει στην πράξη. Η θεϊκή πνοή, που διατείνονταν ότι συνεγείρει τον «πολιτισμένο» άνθρωπο, βρισκόταν, δυστυχώς, σε αγαστή συνύπαρξη με τη δαιμονικής έμπνευσης εξόντωση των βιομηχανικών σκλάβων.
Όμως, όπως κάθε ιδεολογική κατασκευή, αυτή η αντίληψη για τον καλλιτέχνη, άλλαξε, αντικατοπτρίζοντας τις νέες κοινωνικές σχέσεις που διαμορφώθηκαν με τη ραγδαία εξάπλωση του καπιταλισμού και την απόλυτη κυριαρχία της «ελεύθερης» αγοράς. Η ολοκληρωτική ήττα κάθε εναλλακτικής πολιτικής πρότασης και η αχαλίνωτη καταστροφικότητα με την οποία εισέβαλε σε κάθε πτυχή των κοινωνικών σχέσεων ο καπιταλισμός, διαμόρφωσε στο συλλογικό φαντασιακό το νέο μύθο, αυτόν της επιτυχίας ως «σωτηρίας». Σήμερα, στη θέα ενός ρακένδυτου καλλιτέχνη το πιθανότερο είναι να υποθέσουμε ότι, όπως άλλωστε κάθε ρακένδυτος, είναι είτε πράγματι φτωχός (άρα αποτυχημένος) είτε ντυμένος σύμφωνα με την τελευταία λέξη της μόδας, φορώντας επώνυμα κουρέλια που στοιχίζουν πανάκριβα.

2. Ο απολεσθείς Παράδεισος. Με αξιοθαύμαστο πραγματικά ζήλο, ο Α. Ζ. στηλιτεύει την καθαρά συντηρητική μεμψιμοιρία περί «παρακμής» του πολιτισμού και εκπεσμού των αξιών, που υποφώσκει, κατά τη γνώμη του, σε κάθε κριτική που αμφισβητεί τη νομιμοποίηση του υπάρχοντος συστήματος να παρουσιάζεται ως μοναδική επιλογή. Σε κάθε τέτοια κριτική, ο Α. Ζ. ακούει τον «θρήνο» για την απώλεια της πάλαι πότε αγνότητας, κι εν τέλει για την απώλεια του Παραδείσου, οπότε αναπόφευκτα τη συνδέει με το θεό, τη θρησκεία και την πίστη. Υπονοεί έτσι (όταν δεν το λέει ευθέως), ότι η κριτική αυτή δεν είναι παρά μια αστήρικτη λογικά συναισθηματική εκδήλωση (για την ακρίβεια, «ψυχολογική αντίδραση», όπως ισχυρίζεται), άρα στερείται κάθε αξιοπιστίας και εγκυρότητας και δεν αξίζει καν την προσοχή μας – μια τέτοια κριτική είναι, με τα δικά του λόγια, απλώς «σαθρή», στερείται βάσης. Αυτό θα ήταν αλήθεια, αν δεχόμασταν αξιωματικά ότι κάθε τέτοια κριτική έχει τον ίδιο σκοπό με κάθε άλλη του είδους της, και παραδεχόμασταν ότι δεν διαθέτουμε κανέναν ασφαλή τρόπο ώστε να είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε τις αξίες και το διακύβευμα, δηλαδή με ποιον σκοπό αξίζει τον κόπο να δράσουμε.
Όντως, υπάρχει μια τέτοια κριτική που μιλάει τη γλώσσα που εξυπηρετεί τους συντηρητικούς, τους εθνικιστές, τους ρατσιστές, τους φασίστες και τους κάθε είδους «θεόπεμπτους» ηθικολόγους. Ακόμα κι έτσι όμως, ο Νίτσε, ο Μπένγιαμιν, ο Φρόιντ, οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο, για να αναφέρουμε μερικούς, αλλά και πλείστοι άλλοι διανοητές που είχαν μια παρόμοια αλλά, παρόλα αυτά, ολωσδιόλου διαφορετική προσέγγιση, δεν μπορούν να ταυτιστούν π.χ. με τον Σπέγκλερ (βλ. Η παρακμή του Δυτικού πολιτισμού) και τον εθνικισμό, που στηλιτεύει την υποτιθέμενη παρακμή για να παρουσιαστεί ως ο μόνος εγγυητής για την παλινόρθωση του κλέους της φυλής και του έθνους. Άλλωστε, ανάλογη ρητορική χρησιμοποιούσαν ανέκαθεν οι οπαδοί κάθε παλινόρθωσης, είτε επρόκειτο για τον βασιλιά είτε για την άρχουσα τάξη. Θα ήταν γελοίο λοιπόν, και μάλλον ανόητο, να κατηγορούνται ότι θρηνούν για την απώλεια ενός ιδανικού παρελθόντος εκείνοι που οραματίζονται ένα μέλλον που ακόμα δεν έχει πραγματοποιηθεί. Δεν είναι το παρελθόν, αλλά οι χαμένες ελπίδες του παρελθόντος αυτό που αξίζει να διασώσουμε, όπως είπαν οι Χορκχάιμερ - Αντόρνο, θεωρώντας ότι η ανάγκη για την απελευθέρωση από την εκμετάλλευση και την κυριαρχία έχει «επείγοντα» χαρακτήρα, ότι είναι, με άλλα λόγια, επιτακτική. Μια ματιά στον κόσμο γύρω μας αρκεί, νομίζω, για να συμφωνήσουμε μαζί τους.

3. Η χριστιανική ηθική. Για τον Α. Ζ., όλη αυτή η «κλάψα» για «την κατάντια ενός κόσμου όπου τα πάντα μοιάζουν παραδομένα σε αυτό το αδυσώπητο, πανταχού παρόν, αδηφάγο τέρας, την αγορά», δεν είναι παρά μια ακόμα ένσταση της «κατεστημένης χριστιανικής ηθικής». Έχει πραγματικά ενδιαφέρον να συνδέεις τον αντικαπιταλισμό με την χριστιανική ηθική. Είναι αναμφίβολα χαριτωμένο να φαντάζεσαι τους σατανιστές να οργιάζουν στο εμπορικό κέντρο, την ώρα που οι αναρχικοί, οι κομουνιστές και οι σοσιαλιστές ανάβουν ένα κερί στην κοντινότερη εκκλησία. Ωστόσο, αναρωτιέται κανείς εάν είναι εξίσου χαριτωμένο το γεγονός ότι εκατομμύρια παιδιά στις «αναπτυσσόμενες χώρες» δουλεύουν στους υπεργολάβους των πολυεθνικών κάτω από απάνθρωπες συνθήκες, υπό την απειλή της τιμωρίας και με συχνή χρήση βίας, για να προλάβουν την αυξημένη ζήτηση στην αγορά κατά την εορταστική περίοδο (Ελευθεροτυπία, 9/11/2007). Είναι αυτό ένα ζήτημα ηθικής ή μήπως αφορά απλώς τις αναπόφευκτες «στρεβλώσεις» του συστήματος που δεν μπορούν να επιλυθούν με ηθικούς όρους;
Η Χάνα Άρεντ έγραψε ότι «τα ανθρώπινα όντα [πρέπει] να είναι ικανά να ξεχωρίζουν το δίκαιο από το άδικο, ακόμη κι αν το μόνο πράγμα που διαθέτουν για να τους καθοδηγήσει είναι η προσωπική τους κρίση, η οποία μάλιστα, μπορεί να αντιφάσκει πλήρως με αυτό στο οποίο συμφωνούν όλοι όσοι βρίσκονται γύρω τους». Δεν εννοούσε φυσικά ότι υπάρχουν παγιωμένες, μεταφυσικές ηθικές κατηγορίες στις οποίες οφείλουμε να συμμορφωθούμε αν θέλουμε να είμαστε «καλοί». Μάλλον εννοούσε ότι η ηθική είναι συνυφασμένη με την ίδια μας την υπόσταση ως κοινωνικά όντα, τελείως εμπειρικά, χωρίς να απαιτεί την παρεμβολή κάποιας θεωρίας ή δόγματος για να εκφραστεί.
Όμως, απ’ ό,τι καταλαβαίνουμε αυτή η έννοια της ηθικής προκαλεί μάλλον ναυτία σε ορισμένους. Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να μας ανησυχεί. Είναι ένα σύμπτωμα της γνωστής μεταμοντέρνας ασθένειας του κυνικού σχετικισμού, που δεν αποδέχεται καμία αξία, καμία έννοια της αλήθειας (εκτός φυσικά από εκείνη της αγοράς, της μόνης πραγματικής πραγματικότητας). Δεν μας εκπλήσσει, λοιπόν, το γεγονός ότι ο Α. Ζ. μπερδεύει την ηθική με την ηθικολογία, σφάλμα που συχνά κάνουν οι πραγματικοί ηθικολόγοι, οι οποίοι ανάγουν την ηθική σε ένα σύστημα κανονιστικών αποφάνσεων για το πώς πρέπει να ζει και να συμπεριφέρεται κανείς. Πρόκειται για μια καθαρά εργαλειακή αντίληψη της ηθικής, την οποία πράγματι εισήγαγε ο Ιουδαιο-Χριστιανισμός. Ο Νίτσε πολέμησε ξεκάθαρα ενάντια στην εργαλειακή ηθική ως μια συνωμοσία των αδύναμων έναντι των ισχυρών, οι οποίοι καθοδηγούνται και δικαιώνονται από μια μη-ηθική που απορρέει από τη «φυσική» θέληση για δύναμη.
Όμως, η ηθική δεν είναι κάτι τέτοιο, τουλάχιστον όχι για κάποιον που σκέφτεται με μαρξιστικούς (και όχι μόνο) όρους. Η άστοχη αναφορά (με νιτσεϊκή επίγευση) στη χριστιανική ηθική, και στην πίστη (με τη θρησκευτική έννοια) είναι ένα κλασικό στρατήγημα των νεοφιλελεύθερων στην επιδίωξή τους να αποδυναμώσουν, καταγγέλλοντας ως δήθεν «αναχρονιστική», «ανορθολογική», «μεταφυσική», «σωτηριολογική», κάθε θέση που, κατά τη γνώμη τους, προσπαθεί να υποστηρίξει αξίες και έννοιες οι οποίες δεν είναι συμβατές με την «απελευθερωτική» δυναμική που στηρίζει την ηγεμονία της αγοράς.

4. Πού κρίνεται η «ηθική αξία» του έργου τέχνης; Το έργο τέχνης έχει μια συγκεκριμένη (επ’ ουδενί αέναη και πάγια) κοινωνική λειτουργία, και δεν έχει καμία σημασία αν είναι το διακριτό μεμονωμένο έργο ενός «ρακένδυτου» ή ενός «καλοντυμένου» καλλιτέχνη. Η αξία του κάθε έργου, είτε πρόκειται για την ανταλλακτική αξία είτε για την αξία χρήσης, καθορίζεται με όρους που ξεπερνούν κατά πολύ αυτό καθαυτό το έργο και τον δημιουργό του. Είναι παραπλανητικό να συγχέουμε την όποια αξία μπορεί να έχει το οποιοδήποτε έργο τέχνης σύμφωνα με ιστορικά διαμορφωμένους πολιτισμικούς όρους και κριτήρια με το επίσης ιστορικά διαμορφωμένο οικονομικό πλαίσιο στο οποίο αυτό το έργο διακινείται και το οποίο του αποδίδει την εκάστοτε ανταλλακτική αξία του, με δύο λόγια το «κοστολογεί». Αναμφίβολα, η μία αξιολόγηση επηρεάζει την άλλη, αφού ένα έργο που θεωρείται μοναδικό «αριστούργημα» είναι πιθανό ότι θα θεωρείται επίσης «ανεκτίμητο». Το κατά πόσο θα συμφωνούσαν ή όχι οι εκλιπόντες καλλιτέχνες για την τύχη και τις συναλλαγές που διαμείβονται με αφορμή κάποιο έργο τους, ακόμα κι αν οι ίδιοι ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν για οτιδήποτε τέτοιο, ούτε μας αφορά ούτε υπάρχει λόγος να το συζητήσουμε εδώ. Αρκεί να πούμε το προφανές: η όποια «αισθητική» αξία προσδίδεται στο έργο καθαυτή δεν επηρεάζεται αποκλειστικά από τη χρήση που του επιφυλάσσουν οι κάτοχοί του. Ούτε φυσικά καταρρακώνεται το όποιο κύρος αποδίδεται από τη συγκεκριμένη κοινωνία στον δημιουργό του.
Άρα, είναι άστοχο και άνευ νοήματος να θέτουμε ένα ψευδοηθικό δίλλημα εκεί που δεν υπάρχει. Ότι δηλαδή, τάχαμου, κάποιοι ισχυρίζονται ότι η τέχνη «που περιέχει μια κριτική για την ίδια την υπόστασή της» δεν μπορεί παρά να βρίσκεται «εκτός αγοράς». Ένας τέτοιος ισχυρισμός θα ήταν τουλάχιστον ανόητος. Θα παράβλεπε το λογικό ολίσθημα που εμπεριέχει. Το πλαίσιο, μέσα στο οποίο δημιουργείται και διακινείται η τέχνη, ορίζει και την υπόστασή της, την κοινωνική λειτουργία που της αποδίδεται, άρα και τα όρια και τη φύση της κριτικής που μπορεί να ασκήσει «στην ίδια την υπόστασή της». Το έργο του Χιρστ, που χρησιμοποιείται ως παράδειγμα έργου που «περιέχει ακριβώς μια τέτοια κριτική», μπορεί πράγματι να ιδωθεί (μάλλον με ειδικά γυαλιά…) ως μια κριτική στην σπατάλη και στον άσκοπο πλούτο σε σχέση με τη θνητότητα και το πεπερασμένο. Αλλά τι είδους κριτική μπορεί να είναι αυτή που πουλιέται για 100 εκατομμύρια δολάρια; Πώς ακριβώς το δολάριο ασκεί κριτική στο δολάριο; Να ένα εύλογο ερώτημα που σίγουρα απαιτεί θεϊκή έμπνευση για να απαντηθεί.

5. Αγορά και Οικονομία. Το κύριο επιχείρημα του Α. Ζ. είναι ότι η αγορά και η οικονομία είναι το ίδιο και το αυτό πράγμα και ότι όσοι εναντιώνονται στην αγορά δεν καταλαβαίνουν ότι εναντιώνονται στην οικονομία. Εδώ υπάρχει ένα πραγματικά μαγικό τρυκ, σαν εκείνα που κάνουν τους θεατές να μένουν με ανοιχτό το στόμα και να χειροκροτούν ενθουσιασμένοι όταν ο λαγός μεταμορφώνεται μπροστά στα μάτια τους σε περιστέρι.
Είναι κοινά αποδεκτό ότι η οικονομία είναι ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό κάθε ανθρώπινης κοινωνίας, είτε πρόκειται για τους ιθαγενείς του Αμαζονίου είτε για τους βοσκούς του Ψηλορείτη. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι πρόκειται για μια έμφυτη ανθρώπινη ικανότητα αλλά ότι πρόκειται, μάλλον, για μια αναγκαία κοινωνική συνθήκη, την οργανωμένη εκείνη δραστηριότητα που εξασφαλίζει (πρωτίστως) την επιβίωση.
Η αγορά είναι μια διακριτή λειτουργία της οικονομίας και, αν και έχει αρχαιότατες και διαπολιτισμικές καταβολές ώστε μπορούμε να τη δούμε σα μια ανθρώπινη δραστηριότητα που υπαγορεύεται, εκτός των πρακτικών λόγων, και από την ίδια την ικανότητα της γλωσσικής διανθρώπινης επαφής, ποτέ στην ιστορία του ανθρώπινου είδους δεν διαδραμάτισε τον πρωταγωνιστικό ρόλο που παίζει σήμερα.
Καθώς εδώ μιλάμε για μια συγκεκριμένη οικονομία και όχι για την Οικονομία αόριστα, και αυτή η οικονομία είναι η καπιταλιστική οικονομία, ένας δηλαδή ιστορικά συγκεκριμένος τρόπος παραγωγής, μάλλον θα συμφωνήσουμε ότι πρέπει να εξετάσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Η καπιταλιστική οικονομία δεν υπάρχει χωρίς την αγορά. Γνωρίζουμε όλοι ότι η αγορά είναι η πεμπτουσία αυτού του συστήματος –σε αυτή δικαιώνεται η «ελεύθερη» βούληση του «ελεύθερου» υποκειμένου, του δρώντος αστού πολίτη–, η μεταφορά που έχει απορροφήσει εντός της κάθε νόημα και κάθε σχέση. Κι η αγορά είναι κυρίως ο τόπος του μη-όντος, της αφαίρεσης, της πραγμοποίησης και του θανάτου. Με το εμπόρευμα, το απόλυτο φετίχ, να διαδραματίζει ηγεμονικό ρόλο και να ορίζει τη μορφή και το ύφος των ανθρώπινων σχέσεων.
Πρέπει να είναι μάλλον αφελής όποιος υποστηρίζει ότι η αγορά είναι το «απόλυτο κακό». Δεν είναι καθόλου αφελής όμως εκείνος που «καταλήγ[ει] στο συμπέρασμα», όπως λέει και ο Julian Stallabrass, «ότι τα πιο διαδεδομένα έργα τέχνης είναι εκείνα που εξυπηρετούν τα συμφέροντα της νεοφιλελεύθερης οικονομίας, και ενισχύουν την ανάσχεση των εμποδίων του εμπορίου, τις τοπικές ενώσεις και τις πολιτιστικές προσκολλήσεις σε μία διαρκή διαδικασία υβριδιοποίησης. Το γεγονός αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, αν και υπάρχει έντονη αντίθεση μεταξύ της αυτοαντίληψης του κόσμου της σύγχρονης τέχνης και της πραγματικής του λειτουργίας». Έτσι, μπορούμε τώρα να δούμε την ουσία του ζητήματος. Ο κόσμος της τέχνης έχει ανάγκη να αποκτήσει το δικό του ζωτικό χώρο αναπαραγωγής και ανάπτυξης και είναι διατεθειμένος να κάνει ό,τι χρειάζεται γι’ αυτό. Η αγορά υπόσχεται πολλά, ζητάει όμως ακόμα περισσότερα.

6. Εντός / εκτός. Ο Μαρξ έλεγε ότι κάθε ιστορική φάση, για να ανατραπεί από μία άλλη, πρέπει να φτάσει στα όρια των εγγενών δυνατοτήτων της, ώσπου η πίεση που ασκείται πάνω σε αυτή τη συγκεκριμένη μορφή από ένα περιεχόμενο, που δεν μπορεί πλέον να εκφραστεί μέσω αυτής, να της προσδώσει μια νέα μορφή η οποία να μπορεί να εκφράσει την τωρινή κατάστασή του (οι παραγωγικές δυνάμεις ανατρέπουν και αναπροσδιορίζουν τις παραγωγικές σχέσεις). Μια τέτοια αλλαγή συνεπάγεται τη ριζική αλλαγή όλων των σχέσεων που αναπτύσσονται εντός της και είναι πάντοτε διαλεκτική, με την έννοια ότι διαμορφώνεται σε σχέση με το ήδη υπάρχον και τις εγγενείς του δυνατότητες. Η εξωτερικότητα λοιπόν υπάρχει πάντα εν δυνάμει. Είναι πάντα μέσα στο ήδη υπάρχον, σε αυτό που ο Α. Ζ. αποκαλεί «πραγματικό και βιωμένο», ως η δυνατότητα ανατροπής του.
Πέρα από αυτό, όμως, ο άνθρωπος διαθέτει τη μοναδική ικανότητα να αναστοχάζεται την ίδια του την ύπαρξη, τις πράξεις του και τις επιθυμίες του. Το ανθρώπινο πνεύμα (πάντα ως ιδιότητα μιας σωματικής ύπαρξης και όχι ως μια αφηρημένη ετερόνομη «ουσία») έχει την ικανότητα εποπτείας πέρα και πάνω από τον καταναγκασμό της χρείας και μπορεί να συλλαμβάνει, ατελώς και εν μέρει έστω, τις αντανακλάσεις της πραγματικής ελευθερίας –που δεν μπορεί να είναι άλλη παρά η δυνατότητα αυτοεκπλήρωσης για τον καθένα σ’ έναν ειρηνευμένο και δίκαιο κόσμο– και να προσαρμόζει τη δράση του για την επίτευξή της. Λέμε ότι ο άνθρωπος έχει αυτή την ικανότητα, όχι απαραίτητα και τη θέληση, αφού για να επιτύχει την απελευθέρωσή του θα πρέπει πρωτίστως να αντιληφθεί ότι αυτό που πρέπει να αλλάξει είναι τις συνθήκες παραγωγής του ίδιου τού υλικού του βίου και όχι απλώς τις ιδέες του.
Είναι προφανές πως στ’ αυτιά των «αντικειμενικών παρατηρητών», των «ρεαλιστών» και των «διαχειριστών» της εκάστοτε πραγματικότητας, αυτά ηχούν ως «ρομαντικές αφέλειες», στην καλύτερη περίπτωση, ή ως «σωτηριολογικές αερολογίες», σε μια πιο κυνική εκτίμηση. Γιατί να μη δούμε μια, θεολογικής επιρροής, μεταφυσική επιχειρηματολογία σε κάθε κριτική που γίνεται στο όνομα ενός πιο δίκαιου κόσμου; Γιατί να μην ταυτίσουμε, όπως λογικά κάνουν οι περισσότεροι, κάθε συζήτηση που φέρνει στο τραπέζι την επιτακτική ανάγκη να πραγματωθούν οι δυνατότητες, με μια μεταμφίεση της υπεσχημένης στους Χριστιανούς (και όχι μόνο) σωτηρίας; Γιατί να μην προσλάβουμε κατά γράμμα τη λέξη ου-τοπία και να ξεμπερδεύουμε μια και καλή μαζί της, αλλά και με όλους αυτούς που τη λιβανίζουν και κηρύττουν εξ ονόματός της, προσδοκώντας την έλευσή της; Δεν μοιάζουν όλα αυτά πολύ θεολογικά; Πολύ μεταφυσικά; Πολύ «εκτός του πραγματικού και του βιωμένου»;
Όμως, αντιτείνω εγώ, πώς μεταμφιέζεις τον θεό στις διατυπώσεις (οι οποίες αντιστοιχούν σε ιδέες, αντιλήψεις και δοξασίες) που προσπαθούν να αποδείξουν, με βιβλικού κύρους αξιωματικές αποφάνσεις, ότι «δεν υπάρχει “έξω” από την αγορά»; Τι είναι άραγε πιο θεολογικό; Να οραματίζεσαι έναν δίκαιο κόσμο ο οποίος θα είναι έργο των ίδιων των ανθρώπων, κόντρα, δηλαδή, σε μια δήθεν θεία βούληση, που τα πάντα εν σοφία εποίησε (ακόμα και τις ατομικές βόμβες…), ή να πιστεύεις ότι το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον είναι προγραμμένα άρα, ό,τι είναι είναι και όλα είναι όπως είναι γιατί μόνο έτσι θα μπορούσαν να είναι. Μια τέτοια πίστη –γιατί για πίστη πρόκειται– έχει ενδιαφέρον από την άποψη ότι προσπαθεί να εγκλωβίσει στο δικό της αδιέξοδο τις ανθρώπινες δυνατότητες που μπορούν να διαμορφώσουν έλλογα και συνειδητά έναν καλύτερο κόσμο, προβάλλοντας τη θεολογική της τεκμηρίωση ως κριτική.

7. Η απαξίωση του πραγματικού και του βιωμένου. Αναρωτιέται κανείς εάν όποιος ασκεί κριτική στο status quo απαξιώνει το «πραγματικό και το βιωμένο», αλλά και τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε κάτι τέτοιο. Αναρωτιέμαι, επίσης, αν το «πραγματικό και το βιωμένο» χρειάζεται να αντιπαρατεθεί με «κάτι έξω από αυτό» για να αποκαλυφθεί ότι είναι κατώτερο από τις προσδοκίες και τις δυνατότητές μας. Αρκεί να σκεφτούμε την καθημερινή ζωή δισεκατομμυρίων ανθρώπων για να διαπιστώσουμε ότι το δικό τους «πραγματικό και βιωμένο» είναι κάτι περισσότερο από οδυνηρό και σε καμιά περίπτωση δεν προσφέρει τη χαυνωτική ικανοποίηση του χορτασμένου. Θα ήταν παράλογο, λοιπόν, να μην αναγνωρίζουμε σε όλους αυτούς τους πεινασμένους το δικαίωμα να ονειρεύονται και, σε κάποιες περιπτώσεις, να επιδιώκουν με συνειδητή δράση, το «κάτι έξω από αυτό» για να αποκτήσουν την αξιοπρέπειά τους ως άνθρωποι. Υποθέτω ότι, με τη λογική του Α. Ζ., όλοι αυτοί δεν είναι παρά παλαιομοδίτες «πιστοί», το πρόβλημα όμως είναι ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε σε ποιους ακριβώς θεούς πιστεύουν, αν και κάποιοι από εμάς θα θεωρούσαν ως αξιόπιστη λύση να υιοθετήσουν και αυτοί τη δική μας αδιασάλευτη πίστη στον καπιταλισμό, στην αγορά και στο χρήμα.
Θα μπορούσαμε εύλογα να ισχυριστούμε ότι η αγορά είναι απάνθρωπη. Και αυτό δεν χρειάζεται καμιά μεταφυσική πίστη για να το διαπιστώσει κανείς. Αν η αγορά συμπεριλαμβάνει τα πάντα, τα συμπεριλαμβάνει για να τα οικειοποιηθεί, να τα φέρει στην κλίνη του Προκρούστη, όπου όλα θα πάρουν το βολικό μέγεθος και θα γίνουν μετρήσιμα, όχι όμως και ισάξια.
Το θέμα λοιπόν είναι ότι πάρα πολλοί άνθρωποι στον πλανήτη βιώνουν την πραγματικότητα οδυνηρά. Και είναι πολύ πιθανό αυτό να μη γίνεται επειδή είναι μαζοχιστές και το απολαμβάνουν, αλλά επειδή συμβαίνει να κυριαρχεί ένα παράλογο σύστημα που επιτρέπει σε πολύ λιγότερους ανθρώπους να καρπώνονται τη μερίδα του λέοντος των πόρων και του παραγόμενου πλούτου. Αν δεν αντιληφθούμε ότι η διέξοδος από αυτή την κατάσταση δεν αφορά μια μεταφυσική πίστη σε ένα λυτρωτικό επέκεινα αλλά ότι αφορά στον πραγματικό, εδώ και τώρα αγώνα για μια ριζική αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων, των σχέσεων ιδιοκτησίας και των κοινωνικών σχέσεων, δεν πρόκειται να γίνουμε ενεργοί συμμέτοχοι σε αυτόν τον αγώνα. Και τότε κάποιοι θα έχουν δίκιο να νομίζουν ότι η ιστορία των αγώνων, όσα έγιναν στο παρελθόν, όσα γίνονται, αλλά και όσα μέλλει να γίνουν στο όνομα της ανθρώπινης απελευθέρωσης από την εκμετάλλευση και την κυριαρχία, είναι ένα ακόμα κεφάλαιο στην Αγία Γραφή. Ας μην τους κάνουμε τη χάρη.

Επίλογος
Μετά απ’ όλα αυτά, φτάσαμε στο δια ταύτα, στο πραγματικό διακύβευμα. Θα μπορούσα να πω ότι διαφωνούμε, ή, ότι, σύμφωνα με την οπτική του Α. Ζ., παίρνουμε απλώς διαφορετικές θέσεις στο ίδιο παιχνίδι. Πράγματι, παίζουμε το ίδιο «παιχνίδι». Είμαστε λειτουργικά παραγωγικοί μέσα του, ο καθένας με τον δικό του τρόπο φυσικά, άρα και συνυπεύθυνοι, μαζί με τους υπόλοιπους, για τη διαμόρφωσή του. Εδώ είναι που γίνεται απαραίτητη η έννοια της ηθικής (και κατ’ επέκταση της πολιτικής). Τι εννοώ;
Στο κείμενο του Α.Ζ. δεν γίνεται καμία αναφορά στον καπιταλισμό, στον ιδιάζων αυτόν τρόπο παραγωγής και οργάνωσης της κοινωνίας, λες και πρόκειται για κάτι το φυσικό, μια πάγια έννοια, «άχρονη» και «ανιστορική». Αν πρέπει να ιστορικοποιήσουμε κάτι, αυτό δεν είναι η ηθική (το έκανε πάρα πολύ καλά ο Νίτσε στην Γενεαλογία της Ηθικής), εκείνο που πρέπει να ιστορικοποιήσουμε είναι ο έτερος θεμελιακός μύθος της κυριαρχίας, η δοξασία ότι, αφού τα πράγματα ήταν πάντοτε στραβά πώς είναι δυνατόν να ισιώσουν κάποτε, κι αφού ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως ένα βίαιο ζώο που δεν διστάζει να κάνει το κακό προκειμένου να προστατέψει τα συμφέροντά του ή να επιδιώξει την προσωπική του ευημερία (που για κάποιους συνδέεται άμεσα με την ευτυχία) πώς περιμένουμε να αλλάξει και να φερθεί ως έλλογο ον που θα καταλάβει ότι δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ πραγματική ελευθερία και ευημερία χωρίς αυτή η προϋπόθεση να είναι κοινή για όλους.
Να πού εντοπίζουμε εμείς την ηθική. Στη συνειδητοποίηση ότι για να είναι κανείς ελεύθερος και να μπορεί να βιώσει τη ζωή του ως αυτοσκοπό, και όχι ως μέσον για μια θέση στον χριστιανικό ή όποιον άλλο παράδεισο, να εκπληρώσει δηλαδή τις δυνατότητές του για μια αληθινά ευτυχισμένη ζωή επιτρέποντας και στους άλλους να κάνουν το ίδιο, πρέπει να συλλάβει την ηθική με έναν υλικό, απτό τρόπο, ως την ιδιάζουσα εκείνη ανθρώπινη ιδιότητα να «ζούμε μαζί», να διαμορφώνουμε τις υλικές συνθήκες που επιτρέπουν στον καθένα να αναπτυχθεί πραγματικά ελεύθερα. Να ζούμε, δηλαδή, ως πολιτικά όντα μέσα στον πραγματικό κόσμο, κι όχι ως άυλα πνεύματα σε μια επουράνια ευτοπία, στην «ελεύθερη» αγορά. Εμείς έχουμε εμπιστοσύνη στον άνθρωπο, ως δύναμη μεταμόρφωσης της ιστορίας, και όχι στην αγορά και στο εμπόρευμα.

Επίλογος 1: Και μία υφολογική παρατήρηση
Η προσφυγή στην αγγλοσαξωνικού τύπου χρήση της «κοινής λογικής» (common sense) ως εργαλείο κριτικής μπορεί να είναι μια γόνιμη προσέγγιση όταν προσπαθεί να αποκαλύψει τις ρητορικές πρακτικές ενός λαϊκίστικου πολιτικού (κυρίως) λόγου. Σε αντίθετη περίπτωση, η χρήση της είναι αυτή καθαυτή λαϊκισμός, που αποκρύπτει σκόπιμα το πραγματικό διακύβευμα της συζήτησης, για να κλονίσει δήθεν τα σαθρά θεμέλια της σκέψης που διατυπώνεται με «περίπλοκους όρους». Σε αυτή της τη λαϊκίστικη εκδοχή, η ρητορική αυτή πρακτική, φλερτάρει με το στερεότυπο, το προφανές, αυτό που δεν κλονίζει βολικές «βεβαιότητες». Παρουσιάζει το αντι-θεωρητικό της πρόσωπο, όχι ως κριτική στην αχαλίνωτη φαντασία των διανοούμενων και στην αφαιρετικότητα της σκέψης των, αλλά ως ένα «κλείσιμο του ματιού» στον αναγνώστη, εγκαθιδρύοντας έτσι την απαραίτητη οικειότητα μαζί του, προκειμένου να καταγγείλουν από κοινού την απάτη των «ψυχολογικών αντιδράσεων» οι οποίες μεταμφιέζονται σε («περίπλοκο» πάντα) λόγο. Η κατάληξη μιας τέτοιας «εμπειρικής» επιχειρηματολογίας είναι να υμνεί το προφανές, το «πραγματικό και το βιωμένο», ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αποδεχτεί μοιρολατρικά τη διαπίστωση ότι ο κόσμος οδεύει ολοταχώς προς την πλήρη καταστροφή του και ότι δεν υπάρχει τίποτα που μπορούμε να κάνουμε για να σωθούμε.

Βλ. και την απάντηση του Νίκου Ξυδάκη «Τέχνη εντός-εκτός», που δημοσιεύθηκε στην εφημ. Η Καθημερινή της Κυριακής (11/11/2007).

Και η απάντηση του Α.Ζ., «Πίστη και προπαγάνδα», στον Ν.Ξ.

Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος του περιοδικού futura

Περιοδική έκδοση πολιτισμικής & πολιτικής κριτικής
No 11, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2007, 5,00 Ευρώ

Περιεχόμενα τεύχους
Editorial: Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα ή ο γυμνός θεωρητικός λόγος περί «μεταφορντισμού».
Άκης Γαβριηλίδης, Αμπού Γκράιμπ - Αμάρυνθος - Ομόνοια (με δυο παπούτσια πράσινα).
Μωυσής Μπουντουρίδης, Ο Σαρκοζύ και η σκοτεινή υποκειμενικότητα.
Νικόλας Χρηστάκης, Το βλέμμα και το τέρας.
Michael Hardt, H 18η Μπρυμαίρ του G. W. Bush - Δεύτερη αυτοκρατορία.
Φώτης Τερζάκης, Για την Κριτική θεωρία και το πρόβλημα της συνέχειας.
Alain Badiou, Althusser: Υποκειμενικότητα χωρίς υποκείμενο.
Συνέντευξη με τον Paolo Virno: Γενική διάνοια, έξοδος, πλήθος.
Jacques Rancière, Λαός ή πλήθος;
Αντρέας Κασάπης, Το νέο λατρευτικό πλαίσιο (cult) - Ένα οπτικό δοκίμιο.
T. J. Clark & Donald Nicholson-Smith, Γιατί η τέχνη δεν μπορεί να σκοτώσει την Καταστασιακή Διεθνή.
Κωστής Σταφυλάκης, Το βιοπολιτικό βραχυκύκλωμα. Σύγχρονη τέχνη, καταγραφή και ο λόγος της γνώσης.
Μιχάλης Παπαρούνης, Ζώντας στην κοιλιά του κήτους: Η τέχνη στην εποχή της σύγχυσης.

Κυκλοφορεί στα κεντρικά βιβλιοπωλεία.

Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα. Ή ο γυμνός θεωρητικός λόγος του «μεταφορντισμού»

Τα τελευταία χρόνια, αρκετοί συγγραφείς υποστηρίζουν ότι, στη «μεταφορντική συνθήκη» που έχει επικρατήσει ολοκληρωτικά σήμερα στο πλαίσιο της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, το καπιταλιστικό παραγωγικό παράδειγμα δεν είναι πλέον το «μηχανιστικό» μοντέλο του εργοστάσιου, της αλυσίδας παραγωγής και της επαναληψιμότητας, της αποσπασματικότητας και της τυποποίησης, χαρακτηριστικά του τεϋλορικού/«φορντιστικού» μοντέλου που προηγήθηκε, αλλά το «ευέλικτο», «ανοιχτό» μοντέλο των υπολογιστικών μηχανών και των δικτύων. Σε αυτό το νέο πλαίσιο η εργασία είναι «μη-γραμμική», «συνεργατική», είναι «δεξιοτεχνία» που προϋποθέτει τη δημιουργική συμμετοχή της διάνοιας και τη μεσολάβηση της επικοινωνίας προκειμένου να προσαρμοστεί σε ένα ολοένα και πιο γνωστικά απαιτητικό παραγωγικό μοντέλο που κυριαρχείται από την τεχνολογία των μικροεπεξεργαστών και την τεχνοεπιστήμη. Η διαχείριση πολύπλοκων τεχνικών ή συμβολικών συστημάτων και μηχανών υψηλής τεχνολογίας είναι πλέον δομικά συνδεδεμένη με την εργασία τόσο στο επιμέρους (ατομικό) όσο και σε γενικό (συλλογικό) επίπεδο σε όλο και περισσότερους κλάδους της παραγωγής και της οικονομίας. Δεν είναι πια ο μονότονος θόρυβος της μηχανής που κρατάει το ρυθμό στην παραγωγή και δίνει τον κυρίαρχο τόνο στις κοινωνικές σχέσεις αλλά οι αθόρυβες, ψηφιακές ροές των εντολών και των δεδομένων. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας, που μας παρέχει την προμηθεϊκών διαστάσεων δυνατότητα υπολογισμού των πάντων και σύνδεσης με τα πάντα, και η συνεπακόλουθη αλληλεξάρτηση στον οικονομικό τομέα που διασφαλίζει την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, αναδεικνύει ως κυρίαρχο το οργανωτικό μοντέλο της «δικτύωσης». Η μεταφορά των δικτύων χρησιμοποιείται τόσο στην αριστερή όσο και στη δεξιά ρητορική, ως παράδειγμα που παρέχει τη δυνατότητα ολοένα και μεγαλύτερου ελέγχου της παραγωγής και αύξησης της παραγωγικότητας, ενώ παράλληλα αυξάνει τη δυνατότητα συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων και διασφαλίζει, δομικά, τη διάχυση και την αποκέντρωση της εξουσίας. Στην πραγματικότητα όμως, τα «οριζόντια», φιλελεύθερα, μη-ιεραρχικά δίκτυα κυκλοφορίας και διανομής της πληροφορίας, είναι οι πλέον πρόσφοροι τρόποι με τους οποίους το κεφάλαιο εξασφαλίζει την αναπαραγωγή του, ελέγχοντας πιο αποτελεσματικά την μετατροπή της εργατικής δύναμης σε εργασία (και άρα σε παραγωγή αξίας). Είτε πρόκειται για κεφάλαιο είτε για υλικά αγαθά, υπηρεσίες και πολιτιστικά πρότυπα, η ζωτική σημασία της ελεύθερης κυκλοφορίας για την αναπαραγωγή και ανάπτυξη αυτού του μοντέλου συσσώρευσης του κεφαλαίου είναι προφανής. Κάθε είδους ανθρώπινη δραστηριότητα τείνει να ενταχθεί στη σφαίρα της εργασίας, της παραγωγής και του εμπορεύματος, ώστε να διασφαλίζεται η καπιταλιστική συσσώρευση. Η κατανάλωση είναι παραγωγή και ο ελεύθερος χρόνος, η οικογενειακή ζωή, η διασκέδαση είναι απλήρωτες υπερωρίες.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι διαμεσολαβητικές, εκλεπτυσμένες τεχνολογικά, διαδικασίες επικοινωνίας και προώθησης αποκτούν υπέρογκο κύρος έναντι των «ταπεινών» παραγωγικών δυνάμεων που παραμένουν στην αφάνεια. Οι δυνάμεις αυτές παρουσιάζονται σαν μια απλή «παραγωγική βάση», συνδυασμός ενός χαμηλής ειδίκευσης εργατικού δυναμικού, των τεχνικά καταρτισμένων ελεγκτών-ρυθμιστών, των μηχανών και των ορθολογικών συστημάτων διαχείρισης των διευθυντών μάνατζερ και των στελεχών διοίκησης, ανάπτυξης και έρευνας, που μας εξασφαλίζει την απαραίτητη υλικοτεχνική υποδομή για να αναπτυχθεί η σφαίρα της αληθινής δραστηριότητας που παράγει σήμερα πραγματικά την αξία: η σφαίρα της διακίνησης και της διανομής.
Είναι αναπόφευκτο: για την αναπαραγωγή και τη συσσώρευση του κεφαλαίου στον ύστερο καπιταλισμό και την απελευθέρωση της παγκόσμιας δυναμικής του, η κυκλοφορία (ή διακίνηση), η διανομή και η κατανάλωση να φαίνεται ότι αποκτούν πρωταγωνιστικό ρόλο έναντι της παραγωγής. Η σημαντική, ραγδαία αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία ήταν το αποτέλεσμα της αναδιάρθρωσης της παραγωγικής διαδικασίας και των εργασιακών σχέσεων με τη χρήση των νέων ψηφιακών τεχνολογιών, κινδυνεύει να βραχυκυκλώσει την αναπαραγωγή ενός μεγάλου τμήματος του κεφαλαίου και απειλεί με κατάρρευση ολόκληρο το σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας αν δεν εναρμονιστεί με ένα αντίστοιχο μοντέλο υπερκατανάλωσης που θα απορροφά την υπερπαραγωγή και θα δημιουργεί τον απαραίτητο βρόχο ανατροφοδότησης και αυτο-αναπαραγωγής του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος διατηρώντας την ζήτηση και την αντίστοιχη παραγωγή σε πολύ υψηλά επίπεδα. Η σημασία της κυκλοφορίας είναι προφανής στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία και στην με κάθε τρόπο υποσχόμενη ουτοπία της «ελεύθερης παγκόσμιας αγοράς» (η ακινησία είναι μαρασμός, αν όχι καταδίκη σε θάνατο, για το κεφάλαιο), καθώς εξασφαλίζει τη συνεχή επέκταση και διείσδυση του συγκεκριμένου μοντέλου συσσώρευσης, σε κάθε γωνιά του πλανήτη και σε κάθε πτυχή της κοινωνίας. Είναι αναμενόμενο λοιπόν η «ελεύθερη αγορά» να αποκτά κεντρικό διαμεσολαβητικό ρόλο στη διακίνηση και την κυκλοφορία των προϊόντων, των υπηρεσιών, των κεφαλαίων, των ανθρώπων, των πόρων.
Η «ελεύθερη αγορά» όμως δεν είναι παρά ένας μύθος των νεοφιλελεύθερων· η παρεμβατικότητα και η ρυθμιστική πολιτική του κράτους είναι καθοριστική για την εξασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής ισορροπίας και εν τέλει την λειτουργία και την αποτελεσματικότητα της αγοράς. Εκ φύσεως η αγορά συμπεριφέρεται απρόβλεπτα, και προκειμένου να μην οδηγηθεί στον αυτό-στραγγαλισμό της από τον εξοντωτικό ανταγωνισμό και τις μονοπωλιακές τάσεις του κεφαλαίου, πρέπει να αποδοθεί στο κράτος ο ρόλος του νομοθέτη, που με την διακριτική παρέμβασή του φροντίζει να διατηρεί η «ελεύθερη αγορά» την αυτονομία της – τουλάχιστον ως καταστατική μυθολογία της αέναης οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής προόδου του κράτους και της κοινωνίας. Το κράτος εξασφαλίζει και διαμορφώνει τις συνθήκες για την ανάπτυξη κάθε οικονομικής δραστηριότητας και προσφέρει ένα μίνιμουμ διασφάλισης από κάθε είδος κινδύνων. Χωρίς αυτό το πλαίσιο καμία έννοια «φιλελεύθερης» οικονομίας δεν θα ήταν εφικτή – και αυτό το γνωρίζει και ο πρωτοετής φοιτητής των Οικονομικών, πόσο μάλλον οι φωτισμένοι ιδεολόγοι του νεοφιλελευθερισμού ή οι μάνατζερ των πολυεθνικών. Το μοντέλο του κράτους-πρόνοιας του Κέυνς, του οποίου η εφαρμογή επεδίωξε να θεραπεύσει τις πληγές από το μεγάλο κραχ του 1929, ενώ ήδη ένα παράλληλο μοντέλο κράτους-πρόνοιας, θεμελιωμένο σε διαφορετικές αρχές, αναπτυσσόταν τόσο στη ναζιστική Γερμανία, όσο και στη σταλινική ΕΣΣΔ, δέχθηκε σφοδρή επίθεση κατά τη δεκαετία του ’70, όταν η νεοφιλελεύθερη πολιτική των Ρέηγκαν και Θάτσερ, σε αγαστή συμμαχία με τα αφεντικά, αναδιάρθρωσε ριζικά τον κρατικό μηχανισμό στα δύο πιο προηγμένα κράτη του πλανήτη, ως απάντηση στην οικονομική κρίση και στην αναπτυξιακή ύφεση που έπληξε την παγκόσμια οικονομία ασκώντας ισχυρές πιέσεις, ικανές να προκαλέσουν κλυδωνισμούς και στις πλέον εύρωστες οικονομίες κρατών όπως οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Μεγάλη Βρετανία, η Γερμανία και η Γαλλία. Στις δεδομένες συνθήκες, οι πολιτικές που είχαν ως στόχο την απελευθέρωση των αγορών και κυρίως την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και την συρρίκνωση του κοστοβόρου για το κεφάλαιο κράτους πρόνοιας, συντέλεσαν, μαζί με την αναδιοργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας που επέφεραν οι νέες τεχνολογίες, στην προσωρινή σταδιακή αναστροφή του κλίματος στασιμότητας και ύφεσης και σε όλο και υψηλότερους δείκτες ανάπτυξης εκείνη την περίοδο. Η κρίση της δεκαετίας του ’70 έμοιαζε τώρα ένα τέλμα από το οποίο οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές και οι νέες τεχνολογίες βοήθησαν να ξεκολλήσουμε και να συνεχίσουμε να πορευόμαστε το δρόμο της «προόδου και της ανάπτυξης». Λίγο αργότερα ήρθε και η κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ, των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού», για να επιβεβαιώσει την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου ως το μοναδικό βιώσιμο και ρεαλιστικό μοντέλο σε έναν κόσμο που έως τότε βίωνε διαρκώς στο μεταίχμιο μεταξύ ανέχειας και στέρησης και δόξαζε ποικιλότροπα την ευμάρεια και την ελευθερία που είχε εξασφαλίσει στους κατοίκους της Δύσης ο καπιταλισμός και η φιλελεύθερη δημοκρατία. Η πλήρης απελευθέρωση των αγορών που διαλαλούσαν οι υποστηρικτές τής (όχι και τόσο) νέας αυτής πολιτικής ιδεολογίας συντελέστηκε ως θεωρητική άσκηση περισσότερο παρά ως μια έλλογη πολιτική επιλογή. Το «σοκ της μετάβασης» ήταν πέρα από κάθε πρόβλεψη ισχυρό. Εκτός ελάχιστων, οι οποίοι από τη μια μέρα στην άλλη έγιναν πάμπλουτοι, τη νύφη την πλήρωσε το «αντιπαραγωγικό» κράτος πρόνοιας και ολόκληρη η κοινωνία. Οι κάτοικοι των πρώην «σοσιαλιστικών» κρατών, και κυρίως στη Ρωσία, βίωσαν με τον πιο δραματικό ίσως τρόπο την βίαιη μετάβαση από ένα πλήρως προστατευτικό, μέχρι ασφυξίας, καθεστώς στην χαοτική πραγματικότητα της «ελεύθερης αγοράς», της «φιλελεύθερης δημοκρατίας» και του καπιταλισμού. Για τους κατοίκους των χωρών της Δύσης οι αλλαγές που επέφερε η νεοφιλελεύθερη επανάσταση ήταν πιο «ομαλές», αν και όχι λιγότερο καταστροφικές. Το δόγμα τώρα, τουλάχιστον στα χαρτιά, είναι ότι το κράτος δεν αναμειγνύεται στις αυτορρυθμιζόμενες ελεύθερες αγορές. Έχει, υποτίθεται, υιοθετήσει έναν ουδέτερο, μη-παρεμβατικό ρόλο. Αποποιείται την ευθύνη τόσο της οικονομικής όσο και της κοινωνικής εμπλοκής του προς δόξα της αυτορύθμισης και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Η αλήθεια όμως είναι ότι το κράτος παρεμβαίνει δυναμικά σε θέματα που αφορούν στην ανακατανομή του πλούτου υπέρ των ισχυρών, αποκλείοντας από όποια βοήθεια τους ανίσχυρους και επικαλείται τον κοινωνικό δαρβινισμό της νεοφιλελεύθερης θεωρίας προκειμένου να δικαιολογήσει τις πολιτικές του. Η παλιά θεωρία για την οκνηρία των φτωχών και για την απειλή της πείνας ως το μοναδικό μέσον για να πειστούν να εργαστούν και να γίνουν παραγωγικοί κάνει με ύπουλο τρόπο την εμφάνισή της και υποφώσκει στην κοινωνική πολιτική του νεοφιλελεύθερου κράτους.
Μπορεί πράγματι ο ρόλος του έθνους-κράτους να έχει αλλάξει στις διαφοροποιημένες σχέσεις που διαμορφώνονται στο πλαίσιο της δυναμικής των διεθνών σχέσεων που υπαγορεύει η δυναμική της παγκοσμιοποίησης, η οποία επανάκαμψε (η πρώτη καπιταλιστική διαδικασία παγκοσμιοποίησης που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1850 ανακόπηκε το 1914, από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, αλλά αυτό αποτελεί μια άλλη, «συναρπαστική» ιστορία) και σαν δεύτερο, πιο ισχυρό κύμα σαρώνει τις τελευταίες δεκαετίες απ’ άκρου σ’ άκρο τον πλανήτη. Όμως, ο ρόλο του έθνους-κράτους παραμένει κεντρικός και αδιαμφισβήτητος, ακόμα και για τους νεοφιλελεύθερους πολέμιούς του, όσον αφορά στην ρύθμιση των εσωτερικών, εθνικών αγορών, του ανταγωνισμού, της ιεράρχησης των αναπτυξιακών επιλογών, της διαχείρισης της γνώσης, του εργατικού δυναμικού και των φυσικών πόρων, και την αποσόβηση, με κάθε τρόπο, των κραδασμών που προκαλούν οι αναπόφευκτες κοινωνικές συγκρούσεις. Ως μοναδικός φορέας της νομιμοποιημένης (πολιτικά, ηθικά, ιδεολογικά, συμβολικά, πρακτικά) κυριαρχίας, αυθεντίας, εξουσίας, ελέγχου και βίας, το κράτος, δικαιολογεί την αναγκαιότητα ύπαρξής του με την επίκληση στην εθνική ταυτότητα και την ιστορική συνέχεια, την ασφάλεια, την ευημερία και την πολιτισμένη, την «καλή κοινωνία», στόχοι που μόνο στους κόλπους του είναι εφικτό να επιτευχθούν, και το ίδιο καλείται (ως θεσμικός εκπρόσωπος της «βούλησης των Πολιτών») να διασφαλίσει ως δεδομένα για όλους – ή, τέλος πάντων, σχεδόν για όλους τους δικούς του πολίτες.
Έτσι λοιπόν, πέρα από την κάθε άλλο παρά πραγματική υποβάθμιση του έθνους-κράτους και παρά την πραγματική και αναμφισβήτητη παγκοσμιοποιητική ορμή του καπιταλισμού, η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία -που πολλές φορές συγκαλύπτει τις πραγματικές προθέσεις της με μια ριζοσπαστική ρητορική καταλαμβάνοντας με τις εννοιακές της επιθέσεις κάθε ελεύθερο χώρο και κάθε ανυπεράσπιστο θεωρητικό (και όχι μόνο) οχυρό αντίστασης- προβάλει την δυναμική της εργασίας και την πραγματική σημασία της για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου στην απόλυτη αφαίρεση: όπως προϋπόθεση ισχύος της αρχής της γενικής ισοτιμίας του χρήματος είναι η πραγμοποίηση έτσι είναι προϋπόθεση για την «αποϋλοποιημένη» παραγωγή ο εκτοπισμός του υποκειμένου από τη διαλεκτική της ίδιας αυτής παραγωγής. Και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αμφισβητηθούν οι συνιστώσες που φέρνουν το υποκείμενο στο προσκήνιο της Ιστορίας και το τοποθετούν στο κέντρο κάθε συζήτησης για την αλλαγή της κοινωνίας και της χειραφέτησής του, με δύο έννοιες: πρώτον, ως φυσικού φορέα της εργατικής δύναμης, αποκλειστικού δημιουργού κάθε αξίας και δεύτερον, ως φυσικού φορέα της επαναστατικής δράσης.
Αναμφίβολα, ο βιομηχανικός εργάτης, ο προλετάριος του 19ου και του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, δεν (μπορεί να) είναι πλέον το κεντρικό πρόσωπο στη σκηνή όπου παίζεται ένα τέτοιο, σύγχρονο έργο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πια εργάτες (υπολογίζεται ότι οι συνθήκες εργασίας 3 δισεκατομμυρίων ανθρώπων στις λεγόμενες αναπτυσσόμενες και υποανάπτυκτες χώρες είναι συνθήκες προλετάριων, αν όχι υπο-προλετάριων) ή ότι πολλές κατηγορίες εργαζομένων στις νέες βιομηχανίες υπηρεσιών δεν έχουν πολλά κοινά με τον «ξεπερασμένο» πια βιομηχανικό εργάτη και, συνακόλουθα, οι σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης που ευθύνονταν για την αθλιότητα του βίου της εργατικής τάξης έχουν τώρα εκλείψει ή έστω υποχωρήσει σε ικανοποιητικό για την εργατική τάξη βαθμό. Θα λέγαμε μάλλον ότι, όπως και το πλαίσιο, δηλ. ο καπιταλισμός, οι σχέσεις αυτές έχουν απλώς μετασχηματιστεί, χωρίς όμως να μετριαστεί στο ελάχιστο η εγγενής οξύτητά τους και η μορφογενετική ισχύς τους. Η εκμετάλλευση και η καταπίεση των εργαζομένων είναι εγγενή χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της ακατάσχετης ανάγκης του κεφαλαίου για ανάπτυξη με κάθε κόστος. Αν τώρα ο εργαζόμενος μοιάζει (και αναμφίβολα είναι) πιο «ευφυής», πιο αυτόνομος και με μεγαλύτερη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων που αφορούν στη διαδικασία επιτέλεσης της εργασίας του αυτό συμβαίνει μόνο σε ένα πρώτο επίπεδο, που θα το αποκαλούσαμε «διαδικαστική ορθολογικότητα», δηλαδή το επίπεδο της εκτέλεσης μιας σε γενικές γραμμές προαποφασισμένης διαδικασίας που αποβλέπει σε συγκεκριμένο και πιθανώς αυθαίρετο, σε σχέση με τα πραγματικά συμφέροντα του εργαζόμενου, στόχο. Στο βαθύτερο και πιο καθοριστικό για τη συνολική διάρθρωση των σχέσεων εργασίας επίπεδο, στο επίπεδο της «διοικητικής ορθολογικότητας», τα «προνόμια» του εργαζόμενου συρρικνώνονται απελπιστικά ώσπου να είναι πια μηδαμινά έως ανύπαρκτα, αφού μια σειρά θεσμοθετημένων, έννομων διαδικασιών αποκλεισμού (με θεμελιακή εκείνη της ίδιας της ιδιοκτησίας) παρεμποδίζει αποτελεσματικά τη συμμετοχή στη λήψη αυτών των αποφάσεων. Οι αποφάσεις σε αυτό το επίπεδο είναι κυβερνητικής (cybernetic) τάξης· λαμβάνονται από τα υψηλόβαθμα στελέχη-διαχειριστές του κεφαλαίου και επιδιώκουν να νομιμοποιήσουν την απόλυτη κανονιστική ισχύ τους στο επίπεδο της οργάνωσης της παραγωγής και φυσικά στους στόχους της. Οι αποφάσεις αυτές αφορούν πάντα στον γενικό ορίζοντα των στόχων και των σκοπών και επιδιώκουν να οικειοποιηθούν τα διαθέσιμα μέσα παραγωγής και την ζωντανή εργασία προκειμένου να επιτύχουν την επίτευξή τους· προσπαθούν να ελέγξουν και να κατευθύνουν την εργατική δύναμη και τις διαδικασίες παραγωγής προς την ικανοποίηση των δικών τους στόχων, που στον καπιταλισμό συρρικνώνεται σε έννοιες με μεταφυσική, καθολική και απαράβατη ισχύ: ανάπτυξη και κέρδος. Η ταξική πάλη είναι ο ανταγωνισμός των κοινωνικών δυνάμεων για τον έλεγχο αυτής της διαδικασίας σκοποθέτησης, νομιμοποίησης και προσανατολισμού της εκάστοτε παραγωγικής δράσης και χρήσης του σωρευμένου (κοινωνικού, αφού παράγεται πάντοτε με κοινωνικούς πόρους, για να μην ξεχνιόμαστε…) κεφαλαίου. Είναι, δηλαδή, η επιτακτική ανάγκη να τεθεί υπό έλεγχο με πολιτικούς όρους η δομική προϋπόθεση συγκρότησης της κοινωνίας, η υλική παραγωγή, που στηρίζεται πάντα στη ζωντανή εργασία.
Ο συνεχιζόμενος εκπεσμός του υποκειμένου σε απλό εργαλείο παραγωγής και σε καταναλωτή και στο πλαίσιο αυτού του (νέου;) μοντέλου αναπαραγωγής και συσσώρευσης του κεφαλαίου δεν μπορεί να εξομαλυνθεί με την επιχειρηματολογία που επικαλείται κατηγορίες της διάνοιας για να περιγράψει τις μεταλλάξεις της ζωντανής εργασίας στο «μεταφορντιστικό» μοντέλο παραγωγής, κατηγορίες όπως η ευφυΐα, η ικανότητα λήψης αποφάσεων, η δυνατότητα επικοινωνίας μέσω των συμπεριληπτικών σημείων της «κοινής πολιτισμικής γλώσσας» (γλώσσα, εκπαίδευση, πολιτιστική βιομηχανία, ΜΜΕ, θεσμοί κοινωνικής ενσωμάτωσης, κουλτούρα, αξίες, ιδεολογία). Και αυτό, κάποιοι θέλουν (εσκεμμένα;) να το αγνοούν.
Κάθε προσέγγιση που αποκρύπτει τις έντονα ιεραρχικές και ανταγωνιστικές σχέσεις, την στυγνή εκμετάλλευση και την ταξική πάλη που εξακολουθούν να σοβούν στον πυρήνα της παραγωγής αξίας, στη ζωντανή εργασία, είναι σκόπιμα παραπλανητική. Η τάση αποπολιτικοποίησης της παραγωγικής διαδικασίας με την πλήρη υπαγωγή της στην τεχνολογία, το κεφάλαιο και τη γνώση, και την υποβάθμιση έτσι της θεμελιακής σημασίας της ζωντανής εργασίας και της ταξικής πάλης ως προϋπόθεση για τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, είναι η ιδεολογία της συμβιβασμένης σκέψης που προσπαθεί να μας πείσει για την ανωτερότητα του καπιταλισμού και των πολιτικών εκδοχών του: της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της σοσιαλδημοκρατίας, παρά τα όποια προβλήματά του, η ίδια αυτή σκέψη, κρίνει ενίοτε με ριζοσπαστικό μένος. Το κάνει αυτό προσπαθώντας να διαχωρίσει τεχνητά και να υποβαθμίσει ως δευτερεύουσας σημασίας την καθοριστική συμβολή της εργασίας στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου και την ταξική πάλη που διαμορφώνει ανταγωνιστικά τις συνθήκες παραγωγής, με μοναδικό σκοπό να χαρίσει στο κεφάλαιο την πολυπόθητη αυτονομία του και να του προσφέρει τη νομιμοποίηση προκειμένου να κυριαρχήσει επί των πάντων ως απόλυτος ρυθμιστής των κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων (κάτι που είναι ήδη πραγματικότητα σήμερα στο μεγαλύτερο ίσως μέρος του πλανήτη, αλλά δυνάμει, δεν παύει να είναι και μια αναστρέψιμη πραγματικότητα!).
Πράγματι, θα ήταν ιδεολογική εθελοτυφλία να μην παραδεχτούμε ότι βρισκόμαστε σήμερα αντιμέτωποι με την πολυπλοκότητα και την αποσπασματικότητα των κοινωνικών δυναμικών και των «αποκεντρωμένων υποκειμενικοτήτων» που αποτελούν το εργατικό δυναμικό στις σύγχρονες μητροπόλεις (και το οποίο πράγματι δεν συγκροτεί ένα «σώμα» και έτσι δεν μπορεί να υποκειμενικοποιηθεί και να αυτό-οριστεί ως τάξη «δι’ εαυτήν» – αλλά αυτό είναι ένα σοβαρό σύμπτωμα της καπιταλιστικής ασθένειας, επ’ ουδενί η θεραπεία!). Η πραγματική σχέση αυτού του αστεακού εργατικού δυναμικού με την εργασία ως «δράση που διαμεσολαβείται από τη νόηση» –μια κατάσταση που στην πραγματικότητα αφορά μάλλον ένα σημαντικά μικρό μέχρι σήμερα μερίδιο προνομιούχων εργαζομένων– αλλά που δεν οδηγεί στην συγκρότηση μιας γενικότερης «ταυτότητας», είναι το καίριο πεδίο της πολιτικής παρέμβασης. Η ανάγκη συγκρότησης μιας συλλογικής συνείδησης είναι επιτακτική και μπορεί να υλοποιηθεί μέσω της πράξης, της πολιτικής δράσης. Γι’ αυτό το σκοπό, θα πρέπει να εφοδιαστούμε με εργαλεία ανάλυσης ικανά να αποκαλύψουν τη λαθροχειρία που επιδιώκεται στην κατάχρηση των περιγραφικών εννοιών του «μεταφορντισμού», οι οποίες τείνουν να επιβληθούν ως κανονιστικές και τελικά να παρουσιάσουν επιτυχώς την υπό συγκεκριμένη οπτική γωνία κοινωνιολογική ανάλυση ως συντελεσμένο γεγονός με καθολική ισχύ. Όμως το μόνο γεγονός με αληθινά καθολική ισχύ είναι το εξής:
Ό,τι και να έχει αλλάξει κατά τους τρεις τελευταίους περίπου αιώνες στις μορφές και τους τρόπους με τους οποίους η παγκόσμια κυρίαρχη μειοψηφία διαχειρίζεται το καπιταλιστικό σύστημα έτσι ώστε να επιβάλει τα συμφέροντά της σε ολόκληρη την κοινωνία και τη φύση, και όσους συμμάχους και οπαδούς κι αν αποκτήσει, ο κοινωνικός ανταγωνισμός στον πυρήνα της παραγωγής θα συνεχίσει να μαίνεται ασίγαστος και να αφήνει ανοιχτή την όποια έκβαση, αλλά και το τελικό αποτέλεσμα, του αγώνα – όπως λέει ο Τζον Χόλογουεϊ, το κεφάλαιο είναι ταξική πάλη. Η πολιτική, με την έννοια της ταξικής πάλης, δεν υποχωρεί, ούτε εξαφανίζεται όσο εύκολα ίσως θα ήθελαν οι συμβιβασμένοι, απολογητές του συστήματος εχθροί της. Η πραγματική κοινωνική ειρήνη είναι εφικτή μόνο σε μια πραγματικά αυτόνομη κοινωνία.