Αστική νεοτερικότητα και Τέχνη

Του Φώτη Τερζάκη

«Εκείνο που δίνει στη σύγχρονη τέχνη όλη τη ριζοσπαστική της αιχμή είναι ακριβώς η χειραφέτηση από λειτουργικά ή λατρευτικά συμφραζόμενα και από κοινωνικά προκαθορισμένα καθήκοντα. Από τη στιγμή που θεωρήθηκε ζήτημα ατομικής ιδιοφυΐας και έμπνευσης ενός χαρισματικού καλλιτέχνη, έγινε έμβλημα της ίδιας τής ανθιστάμενης υποκειμενικότητας απέναντι σε μια κοινωνία η οποία γίνεται αντιληπτή πλέον ως απειλή για τις ανάγκες του ατόμου. Η αστική κοινωνία, το περιβάλλον μέσα στο οποίο βρήκε για πρώτη φορά η τέχνη την αυτονομία της και έγινε Τέχνη, είναι κοινωνία από την ίδια της την υφή θεμελιωμένη σε μια συγκρουσιακή σχέση μεταξύ ατομικού και ολότητας: μοντέλο της είναι ο ανταγωνισμός των ιδιοκτητών στην αγορά. Η γενικευμένη σύγκρουση που σοβεί στα θεμέλιά της συγκαλύπτεται προς στιγμήν από την ιστορική αισιοδοξία της τάξης που συγκέντρωσε στα χέρια της όλες τις εξουσίες ανάμεσα στον δέκατο έκτο και τον δέκατο όγδοο αιώνα, αλλά η βουή της αρχίζει ν’ ακούγεται απειλητικά την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης και καθώς προχωρούμε στον δέκατο ένατο αιώνα. Οι πνευματικές σφαίρες του φιλελεύθερου καταστατικού χάρτη σείονται συθέμελα και στρέφονται η μία εναντίον της άλλης, καθώς η πολιτική-διαχειριστική ελίτ που εξακολουθεί να αντλεί τη νομιμοποίησή της από τα κελεύσματα του Πρακτικού Λόγου ανταγωνίζεται σκληρά για την εξουσία με την προσηλωμένη στα εργαλειακά αιτήματα του Καθαρού Λόγου τεχνοεπιστήμη, ενώ η τέχνη και η καλαισθησία, το καταφύγιο της Κριτικής Δύναμης, ανοίγει ένα διπλό μέτωπο απέναντι και στις δύο που πασχίζουν να καταπιούν την εύθραυστη αυτονομία της. Στον δέκατο ένατο αιώνα ακριβώς η ανεξαρτησία της τέχνης και του καλλιτέχνη γίνεται σάλπισμα αντίστασης στην «πεζότητα» μιας εμπορευματικής και τεχνοκρατούμενης κοινωνίας, καθώς όμως μεταβαίνουμε στον εικοστό αιώνα η παροξυσμική όξυνση του αιτήματος για ανεξαρτησία πέφτει θύμα της ίδιας της τής αυταπάτης: «καθαρή τέχνη», σε τελευταία ανάλυση, θα πει καθαρή ανταλλακτική αξία. Η πρώτη που το συνέλαβε, πίσω από την πλάτη των καλλιτεχνών, ήταν η διογκούμενη εκθεσιακή σφαίρα που γεννήθηκε ως θεσμός της καινούργιας αγοράς για τα «έργα τέχνης», στον κώδικα της οποίας ο μύθος της μοναδικότητας του καλλιτέχνη μεταγράφει το νόημα του ανεκτίμητου από το μη ανταλλάξιμο στο αστρονομικό και το ίδιο το έργο μετατρέπεται σε διαφήμιση της τιμής του. Όσοι από τους δημιουργούς κατάλαβαν γρήγορα τι έχει παιχτεί εδώ, ξεκίνησαν έναν διαρκή ανταρτοπόλεμο με τα γούστα των εμπόρων και του κοινού ή εξήγγειλαν οργισμένα οι ίδιοι το τέλος της «τέχνης».

Η ιστορική περιπέτεια της τέχνης στην αστική νεοτερικότητα είναι εξόχως διδακτική για όποιον έχει την αφέλεια να παίρνει κατά γράμμα τις διακηρύξεις της τελευταίας. Η αστική υποκριτικότητα και ψευδολογία συνυφαίνεται καταστατικά με τα ίδια τα θεωρητικά προγράμματα που εξήγγειλε η νέα κοινωνία από την εποχή των μεγάλων επαναστάσεων, και δεν υπάρχει πνευματική παραγωγή του σύγχρονου κόσμου η οποία να μπορεί να κριθεί σε τελευταία ανάλυση από άλλη σκοπιά εκτός από εκείνη μιας δραστικής κριτικής της ιδεολογίας. Από αυτή την οπτική δεν εξαιρούνται οι τρεις «ανεξάρτητες» πνευματικές σφαίρες, τις οποίες θα μπορούσε κάποιος να συζητήσει εκτενώς ως τις τρεις θεμελιώδεις αυταπάτες της νεοτερικότητας: η γνωσιολογική αυταπάτη, που ήταν απαραίτητη για να συσταθεί όλη η σύγχρονη επιστήμη και παραμένει ακόμα το θεμελιακό της στήριγμα, η οποία συνίσταται στην ψευδαίσθηση πως το πραγματικό είναι εννοιακά αναγώγιμο και πως η γνώση «κατέχει» το αντικείμενό της· η ηθικοπρακτική αυταπάτη, που συνίσταται στην ψευδαίσθηση πως υπάρχει μια «ελεύθερη βούληση», ανεξάρτητη δηλαδή από το σύνθετο πλέγμα των κοινωνιοψυχολογικών και βιολογικών παραγόντων που μορφοποιούν τη μεμονωμένη ατομικότητα, κι ένα «αυτόνομο» εγώ που δεν θέλει να ξέρει τίποτε για τις ορμικές του συνιστώσες, του οποίου η έτσι κατασκευασμένη «ελευθερία» απολήγει σε μια ομολογία υπακοής στον εσωτερικευμένο κοινωνικό κανόνα· και η αισθητική αυταπάτη, που συνίσταται στην ψευδαίσθηση της αυτοτέλειας της «μορφής». Η κριτική αυτής της τελευταίας αυταπάτης μπορεί να φωτίσει το τραγικό πεπρωμένο της τέχνης στον αιώνα της μεγάλης κρίσης, τον εικοστό αιώνα, και μέσω αυτού τη σύστοιχη έκλειψη του όρου Αισθητική στις σημερινές θεωρητικές συζητήσεις.

Για την αυτοτέλεια της «μορφής» ισχύει κατ’ αρχάς ότι και για την αυτάρκεια της «έννοιας»: έχει κατασκευαστεί ως απώθηση του υλικού περιεχομενικού στοιχείου και είναι σύμμετρη με την ακατάσχετη επιδίωξη κυριαρχίας εκ μέρους ενός εργαλειακού πνεύματος πάνω στον κόσμο και τη φύση. Η μεταφυσικά κατοχυρωμένη από τους μεγάλους μονοθεϊσμούς διάκριση ανάμεσα σε φθαρτό σώμα και άφθαρτη ψυχή είναι μέρος της ίδιας διαδικασίας και έχει το ίδιο ακριβώς νόημα: να επεκτείνει την κυριαρχία μιας ιμπεριαλιστικά διογκούμενης υποκειμενικότητας πάνω στο ίδιο της το σώμα και στις προ-υποκειμενικές του ορμικές και μιμητικές δυνάμεις, σαν μέρος μιας αποτελεσματικής κυριάρχησης της φύσης. Στο τέρμα αυτής της διαδικασίας η ίδια η «έλλογη» υποκειμενικότητα είναι καταδικασμένη να συντριβεί από τις δυνάμεις που μόνη της εξαπέλυσε: το όνειρο μιας απεριόριστης εργαλειοτεχνικής κυριαρχίας πάνω στη φύση γίνεται ο εφιάλτης του τεχνικοποιημένου ολοκληρωτικού καπιταλισμού, των συνεπειών του οποίου μόλις σήμερα γινόμαστε έντρομοι μάρτυρες… Και ο σχηματισμός που πυροδότησε αυτή την τελευταία εκτίναξη του πολιτισμού προς το αυτοκαταστροφικό του όριο, είναι ακριβώς η διαμόρφωση μιας κοινωνίας της αγοράς: ακριβέστερα, η οργάνωση ολόκληρης της κοινωνικής σφαίρας με όρους εμπορευματικής αγοράς. Πρότυπο της άσαρκης «έννοιας» είναι το χρήμα ως αφηρημένο γενικό ισοδύναμο, και μοντέλο της καθαρής «μορφής» η απαλλαγμένη από κάθε υλικό συσχετισμό ή ποιοτικές χρήσεις ανταλλακτική αξία.»

- Απόσπασμα από την Εισαγωγή του βιβλίου του Φώτη Τερζάκη Τροχιές του αισθητικού. Η ιστορική σύσταση μιας αισθητικής φιλοσοφίας και ο ανθρωπολογικός της ορίζοντας που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις futura.

Θέσεις για την παραγωγή αληθινών γεγονότων [Θέσεις 1-6]

«Τα γεγονότα δεν έχουν καθαυτά κανένα κύρος
Χέγκελ

1

Ως αληθινό γεγονός ορίζουμε τις ποικίλες εκδηλώσεις της εμπρόθετης δράσης των ατόμων, που αποσκοπούν στη ριζική αλλαγή της πορείας του πολιτισμού, μέσω της πρόκλησης ρηγμάτων στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και στην καταστροφή της συνέχειας του πραγματικού ως έχει.

Το ψευδές γεγονός, αντίθετα, είναι η άρνηση δυνατότητας παραγωγής του αληθινού γεγονότος. Έτσι το αληθινό γεγονός δεν μπορεί παρά να είναι η «άρνηση της άρνησης».

2

Το ρήγμα που προκαλείται από το αληθινό γεγονός είναι το σημείο εκδήλωσης της καθαρής πράξης. Το ρήγμα αυτό δεν μπορεί παρά να είναι ριζοσπαστικό και άρα επαναστατικό. Σε αυτό καταβαραθρώνεται το τρένο της συνεχούς ανάπτυξης, μαζί με τη συνεπαγόμενη γραμμική πρόοδο της Ιστορίας, ενώ διανοίγεται το «πέραν της τρέχουσας πραγματικότητας» πεδίο, η εναλλακτική δυνατότητα που προβάλει κάθε στιγμή στο άμεσο τώρα.

Το ψευδές γεγονός γεφυρώνει με κάθε τρόπο τα ρήγματα και υπερασπίζεται την αιτιοκρατία του γραμμικού χρόνου καταφάσκοντας στην πραγματικότητα «ως έχει» και συντηρώντας την «ιδεολογική ψευδο-καθολικότητα, η οποία θεωρεί το σημερινό status quo ως παγιωμένη ανθρώπινη καθολικότητα» [Michael Löwy]. Το ψευδογεγονός δεν είναι παρά ο μισθοφόρος της υπάρχουσας πραγματικότητας στον πόλεμό της για καθολική κυριαρχία πάνω στον άνθρωπο και τη φύση.

3

Το αληθινό γεγονός επιδιώκει την αναμνημόνευση του παρελθόντος, τη διατήρηση της μνήμης και των δυνατοτήτων που χάθηκαν στο πέρασμα των αιώνων. Τα άτομα μαθαίνουν από το παρελθόν, έτσι μπορούν να στοχεύουν στη διαμόρφωση ενός πιθανού απελευθερωμένου μέλλοντος μέσα από την άμεση, καίρια παρέμβαση στο τώρα.

Το ψευδές γεγονός δηλώνει με κάθε τρόπο ότι είναι σύγχρονο και επίκαιρο, έτσι καταφέρνει να συγκαλύπτει και να αφήνει συνεχώς πίσω του το παρελθόν (το επικαλείται μόνο ως «Ιστορία», «φυλετική συνέχεια» και «παράδοση») όπως και το τώρα (το επικαλείται μόνο ως αποθέωση της δυνατότητας εκπλήρωσης κάθε καταναλωτικής επιθυμίας), για να προβάλλει συνεχώς ένα υποσχετικό μέλλον, αποκρύπτοντας επιμελώς ότι, ακόμα και τότε, παρά τη συντελεσμένη υλικοτεχνική «πρόοδο» οι όροι της κυριαρχίας, της εκμετάλλευσης και της εξαθλίωσης, τόσο των ανθρώπων όσο και της φύσης, θα συνεχίσουν να υφίστανται.

4

Οι όροι παραγωγής του ψευδο-γεγονότος είναι πάντοτε όροι κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Αποτελούν μήτρα γέννησης και επιβολής σχέσεων οι οποίες ετεροκαθορίζονται υπό την οργανωτική αρχή μιας ολοκληρωτικής σημαίνουσας δομής (αγορά, θεσμοί, ιδεολογία) που αποβλέπει στη διαιώνιση των όρων λειτουργίας της: δηλαδή των όρων κυριαρχίας και εκμετάλλευσης.

Το αληθινό γεγονός δεν υπακούει σε κανέναν από τους παραπάνω όρους. Τους αγνοεί και με κάθε ευκαιρία υποσκάπτει τα θεμέλια του κύρους τους. Συγκροτείται πάντα ως άρνηση και ποτέ ως κατάφαση του ήδη υπάρχοντος και αποσκοπεί στο να αποκαλύψει και να διαλύσει κάθε μορφή υποστήριξης, να αποδομήσει κάθε σημασία του δεδομένου και να προκαλέσει ρήγματα στη γραμμική πορεία εκδήλωσής του. Το αληθινό γεγονός «είναι σαν ένας μυστικός πράκτορας που παίζει το παιχνίδι της Λογικής με σκοπό όμως να υπονομεύει το κύρος της (όπως και της Αλήθειας, της Εντιμότητας, της Δικαιοσύνης, κτλ.)» [Paul Feyerabend].

5

Το αληθινό γεγονός αρνείται ριζικά την ανεξάρτητη, εξωτερική δύναμη που με τη μορφή των σχέσεων κυριαρχίας και εκμετάλλευσης θέτει εαυτόν πέρα και υπεράνω των ατόμων. Η αποδέσμευση της παραγωγικής δύναμης των ατόμων που δρώντας αυθόρμητα δημιουργούν το αληθινό γεγονός είναι καθοριστική, άρα επιτακτική ως προϋπόθεση παραγωγής αληθινών γεγονότων. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτή η παραγωγική δύναμη καταστέλλεται ή διαστρέφεται μέσα στο ψευδο-γεγονός αφού τελεί πάντα υπό τον έλεγχο και την προσταγή των σχέσεων κυριαρχίας και εκμετάλλευσης και έτσι δεν μπορούν ποτέ να διαφανούν οι πραγματικές δυνατότητές της.

Το ψευδές γεγονός, ακόμα και όταν μεταμφιέζεται και η ρητορική που χρησιμοποιεί ενίοτε ή η μορφή που παίρνει είναι «ανατρεπτική», αποφεύγει κάθε αληθινή αναμέτρηση με το παραπάνω δεδομένο καθώς οι ίδιες οι προϋποθέσεις του εδράζονται στις παρούσες συνθήκες που διαμορφώνουν το συγκεκριμένο πλαίσιο παραγωγής του. Το ψευδο-γεγονός προϋποθέτει το δεδομένο ως δεδομένο ενώ παράλληλα συμβάλλει στην περεταίρω τεκμηρίωσή του ως τέτοιο, με τον ενεργό του ρόλο στη βιομηχανία ανακύκλωσης της μυθολογίας του «ρεαλιστικά εφικτού». Το ψευδο-γεγονός δεν εκπληρώνει ποτέ τις απαιτήσεις του ίδιου του διακηρυγμένου σκοπού του, εκχωρεί την όποια σημασία του σε μια αλλότρια, ηγεμονική δομή που του επιβάλλεται κανονιστικά: το ορίζει, το ελέγχει και εν τέλει το προκαλεί να συμβεί, γνωρίζοντας σχεδόν πάντα εκ των προτέρων την αυστηρά ντετερμινιστική εξέλιξη των αντιδράσεων που αυτό θα προκαλέσει.

6

Η επαναστατική θεωρία και δράση είναι ένα παράδειγμα αληθινού γεγονότος σε αντίθεση με κάθε ψευδο-πρωτοποριακή ή ψευδο-εναλλακτική πρόταση που αυτο-νοηματοδοτείται καλλιεργώντας τη μυθολογία της ρήξης με το υπάρχον σύστημα και την τρέχουσα πραγματικότητα ενώ ταυτόχρονα συμμετέχει ενεργά στην παραγωγή και διατήρησή τους. Για να το πούμε αλλιώς: δεν νοείται ρήξη σε επίπεδο περιεχομένου όταν οι καταστατικές συνθήκες παραγωγής και διακίνησης αυτού του περιεχομένου παραμένουν ως έχουν. Το πλαίσιο που θέτουν οι συνθήκες παραγωγής και διακίνησης αποτελεί το καίριο νόημα κάθε σχέσης που διαμορφώνεται εντός του και καμία ριζοσπαστική θεωρία και πρακτική δεν είναι εφικτή, πόσο μάλλον τελεσφόρα, αν δεν υπερβαίνει και δεν επαναπροσδιορίζει ταυτόχρονα αυτές τις συνθήκες στην προοπτική μιας αληθινά απελευθερωμένης ανθρωπότητας. «Αυτό που το ανθρώπινο ον έχει κάνει στα άλλα ανθρώπινα όντα και στη φύση πρέπει να σταματήσει, και να σταματήσει ριζικά – μόνο μετά μπορούν να αρχίσουν να υπάρχουν η ελευθερία και η δικαιοσύνη» [Herbert Marcuse].

Τα τρία μοντέλα τέχνης

«Πρώτον, υπάρχει το μοντέλο των ελιτιστών, σύμφωνα με το οποίο, ο ρόλος της τέχνης είναι να εξευγενίζει τα ήθη. Εδώ, ο χώρος της δράσης είναι το έθνος, η οργανωτική μορφή είναι οι θεσμοί, το ρεπερτόριο είναι οι καθιερωμένες νόρμες και τα έργα που φιλοδοξούν να αποτελέσουν μέρος της καλλιτεχνικής παραγωγής, και το βασικό κοινό είναι η πολιτιστική ελίτ. Ο παραδοσιακός πολέμιος αυτού του μοντέλου είναι η λαϊκή [pop] κουλτούρα, η οποία θεωρεί ως πρωταρχικό ρόλο της τέχνης τη διασκέδαση. Εδώ, ο χώρος δράσης είναι η αγορά, η οργανωτική μορφή είναι οι επιχειρήσεις και το κοινό είναι μαζικό. Σε αντίθεση και με τα δύο αυτά μοντέλα, υπάρχει ένα τρίτο που θέλει να προκαλεί (τόσο ως περιεχόμενο όσο και ως μορφή): ορίζει το ρόλο των τεχνών ως αμφισβήτηση. Ο χώρος δράσης του είναι η κοινότητα, η οργανωτική του μορφή είναι το συλλογικό και το κοινό του μπορεί να είναι μεν ποικίλο, αλλά το κρατά ενωμένο η κοινή δέσμευση για αλλαγή

- David Edgar (επιμ.), State of Play, London, 1999, σ. 11 [παρατίθεται στο Τέρυ Ήγκλετον, Η έννοια της κουλτούρας, μτφρ. Ηλίας Μαγκλίνης, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2003, σσ. 209-210.]

Ανεξάρτητη έκθεση


Η αφορμή αυτής της έκθεσης δεν υπάρχει.

Δεν υπάρχει με την έννοια ότι η ανάγκη για την παρουσίαση των έργων αυτών είναι το ίδιο αυθαίρετη με οποιαδήποτε άλλη κίνηση, πολιτισμική ή προσωπική.

Ευελπιστεί να αιωρηθεί σε ένα ασταθές και μεταβλητό πλαίσιο που ορίζεται από κανόνες φιλίας, πολιτικών και αισθητικών πεποιθήσεων και προσωπικών αναγκών.

Αδυνατούμε να αναπτύξουμε την οποιαδήποτε επιμελητική μυθοπλασία όχι επειδή επιδιώκουμε μια ανεξάρτητη θέση της τέχνης από το κοινωνικό-αισθητικό πλαίσιο, αλλά επειδή θεωρούμε ότι ο εκάστοτε ορισμός ενός τέτοιου πλαισίου στην «μεταμοντέρνα συνθήκη» είναι μια πράξη αυτοανατρεπτική και συχνά ανυπόστατη.

Συνεπώς προτείνουμε ένα πλαίσιο που αυτο-ορίζεται μέσα από την εμπειρία.

Με λίγα λόγια η έκθεση αυτή γίνεται γιατί γουστάρουμε.

Επικοινωνία: hirst_damienhirst@yahoo.com

Ανεπίκαιρα σχόλια, Τρίτη 10 Απριλίου 2007

Είναι προφανές: Η ελευθερία των επιλογών σου έχει ως όριο το συμφέρον των χορηγών σου. *** Και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με πραγματικούς περιορισμούς –το ότι δεν μπορείς να δαγκώσεις δηλαδή το χέρι που σε ταΐζει–, αλλά και με περιορισμούς στην πρόσληψη συγκεκριμένων αξιακών παραδοχών της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας· και εντέλει, με την αμαχητί παράδοσή σου σε μια ιδεολογία. *** Είναι αλήθεια ότι η ιδεολογία αυτή έχει κυριαρχήσει ολοκληρωτικά σήμερα· συσκοτίζει τον ορίζοντα, καθιστά κάθε σημείο φυγής δυσδιάκριτο, αν όχι παντελώς αόρατο. *** «Ζούμε σε κοινωνίες που στόχος τους είναι όχι μόνο να αντιμάχονται ριζοσπαστικές ιδέες, όπως κανείς εύκολα θα ανέμενε, αλλά και να τις εξαλείφουν από τη ζωντανή μνήμη· να προκαλούν δηλαδή μια κατάσταση αμνησίας, σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ τέτοιες ιδέες, τοποθετώντας τες πέρα από τις δυνατότητες της αντίληψής μας.» [Terry Eagleton, Η ιδεολογία του αισθητικού, (Αθήνα: Πολύτροπο, 2006), σ. 53.] *** Πρόκειται για έναν ολοκληρωτικό ορθολογικό μηχανισμό διαχείρισης, ο οποίος αυτοαναπαράγεται απρόσκοπτα σε κάθε επίπεδο της ανθρώπινης δραστηριότητας και επιβάλλεται, λόγω της παραγωγικής αποτελεσματικότητάς του, ως ο μοναδικός ορθός τρόπος παραγωγής του πραγματικού, συμπεριλαμβάνοντας, τόσο αναδρομικά όσο και προκαταβολικά, κάθε αντίρρηση που εγείρεται εναντίον του. *** Η ιδεολογία του καθηλώνει τη συνείδηση στη μιζέρια της καταναλωτικής ευδαιμονίας, της επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου, της μαζικής κουλτούρας και της επίπλαστης ευτυχίας που προσφέρει η πολυδιαφημιζόμενη ασφάλεια της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του ορθολογικού κράτους από τις θανάσιμες απειλές του σύγχρονου «ανορθολογικού», κατακερματισμένου και ανερμάτιστου, χαοτικού κόσμου. *** «Υποτάσσοντας ολόκληρη τη ζωή στις απαιτήσεις της διατήρησής της, η δεσπόζουσα μειονότητα, μαζί με τη δική της ασφάλεια, εγγυάται και τη διάρκεια του όλου.» [Μαξ Χορκχάιμερ - Τέοντορ Β. Αντόρνο, Διαλεκτική του διαφωτισμού, (Αθήνα: Νήσος, 1996), σ. 71.] *** Η λύτρωση από την αναγκαιότητα της επιβίωσης προσφέρεται ως μια ευτοπία του υπερπλεονάζοντος εμπορεύματος. Σε αυτήν την ευτοπία, που υπόσχεται την ικανοποίηση κάθε επιθυμίας, όλα είναι ανταλλάξιμα, άρα μετρήσιμα και κατηγοριοποιημένα – τακτοποιημένα, όπως αρμόζει στην εύτακτη πραγματικότητα του σούπερ μάρκετ. *** Το σούπερ μάρκετ λοιπόν δεν μπορεί παρά να είναι η συμβολική συμπύκνωση του δόγματος που δοξάζει ο σύγχρονος πολιτισμός: εκεί σου προσφέρονται όλα, είσαι ελεύθερος να αγοράσεις ό,τι θέλεις, αρκεί να έχεις να το πληρώσεις όταν φτάσεις στο ταμείο. *** Και αν στο σούπερ μάρκετ ορίζεσαι, στο mall κοινωνικοποιείσαι. *** Τα νέα εμπορικά κέντρα, πιο εκλεπτυσμένες και πολύπλοκες εμπορικές δομές, που οργανώνουν την πλήρη ταύτιση κουλτούρας - διασκέδασης - κατανάλωσης, συμβολίζουν την όψιμη μορφή του καπιταλισμού: είναι ο απόλυτα ελεγχόμενος, ιδιωτικός χώρος που μεταμφιέζεται σε δημόσιο, προσομοιώνοντας τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του – όμως το μόνο που πραγματικά σου επιτρέπεται εκεί είναι να γιορτάσεις την ελευθερία σου να επιλέγεις μεταξύ αυτής ή εκείνης της φίρμας ενδυμάτων· μεταξύ του αναψυκτικού light και μιας παγωμένης μπύρας· μεταξύ της τρίωρης επικής κινηματογραφικής παραγωγής με μυθικούς ήρωες και τέρατα και της τελευταίας ταινίας της λαμπερής σταρ, που μόλις χώρισε από έναν θυελλώδη γάμο και λέγεται ότι τα έφτιαξε τώρα με τον συμπρωταγωνιστή της… *** Αν και μοιάζουν διαφορετικά, όλα είναι προκαθορισμένα, μέσα στον ντετερμινιστικό κλοιό της ανάπτυξης, του εκσυγχρονισμού, της συναίνεσης, της ορθολογικής διαχείρισης. *** « Απ’ άκρου εις άκρον, η ολότητα μεταβάλλεται αστραπιαία σε ένα σωρό από τυχαία θραύσματα. Ο παράγοντας τύχη όμως δεν επιτρέπει σε αυτά τα αποσπασμένα τμήματα να αυτοπροσδιοριστούν το ένα ως προς το άλλο. Μια ύποπτη ομοιομορφία τα χαρακτηρίζει και συμβαίνει το εξής παράδοξο: όταν η διαφορά είναι ακραία, δεν είναι διαφορά πια, αλλά ταύτιση. Όσο περισσότερο αποσπασματικός γίνεται ο κόσμος τόσο πιο καταθλιπτική η ομοιομορφία του.» [Τέρυ Ήγκλετον, Η έννοια της κουλτούρας, (Αθήνα: Πόλις, 2003), σ. 134.] *** Το υποκείμενο της γνωσιολογικής επανάστασης του διαφωτισμού, ο πολίτης της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας, ο κάτοικος του νεωτερικού, απομαγεμένου κόσμου είναι το ίδιο υποκείμενο που μετασχηματίστηκε, με μια σχεδόν νομοτελειακή συνέπεια, αρχικά σε καταναλωτή και πιο όψιμα στον ψηφιοποιήσιμο, πλήρως επιτηρούμενο έγκλειστο ενός υπερθεαματικού, επαναμυθοποιημένου κόσμου, όπου «απολαμβάνει» τη ζωή του με χορηγό τον κυβερνοκαπιταλισμό. *** Οι όροι της συναλλαγής που διαμείφθηκε είναι απλοί (και ταυτόχρονα ωμοί): ανταλλάσεις το δυνάμει, και κάθε ελπίδα που απορρέει από αυτό για μια καλύτερη κοινωνία, με το «πράγμα ως έχει», το ατελές αλλά χειροπιαστό «εδώ και τώρα» και την ά-χρονη μακαριότητα της κατανάλωσης. *** «Μέσα στον πραγματικά ανεστραμμένο κόσμο, το αληθινό είναι μια στιγμή του ψεύτικου.» [Γκυ Ντεμπόρ, Η κοινωνία του θεάματος, (Αθήνα: Ελεύθερος Τύπος, 1986), §4, σ. 24.] *** Ναι, τελικά είναι αλήθεια: είναι παρήγορο να ξέρεις ότι ο χορηγός σου φροντίζει για σένα, όπως και για όλους τους άλλους – δεν διαφέρεις εντέλει και τόσο από τους ανθρώπους που σε εξυπηρετούν με σφιγμένο χαμόγελο και θλιμμένο βλέμμα στα καταστήματα, στους κινηματογράφους, στα café και στα ταχυφαγεία των εμπορικών κέντρων: εργάζεσαι με εξίσου απάνθρωπους όρους και αμείβεσαι το ίδιο πενιχρά. *** Ευτυχώς όμως, δεν οφείλεις να κουράζεσαι επιπλέον. Δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι παραπάνω από ό,τι σου αρμόζει και ό,τι σου αντιστοιχεί. Δηλαδή δεν είναι απαραίτητο να εμπλέκεσαι με τίποτα το ανησυχαστικό, το αντικομφορμιστικό και το σκανδαλώδες, παρά μόνο να δρας έτσι ώστε να δοξάζεις το προφανές: εύγε, μπορείς αμέριμνος να συνεχίσεις να διασκεδάζεις, η επιχορηγούμενη ζωή σού ανήκει!