Περί ορθοφροσύνης

Ποτέ άλλοτε η ορθοφροσύνη δεν εκτιμήθηκε τόσο ως «πολιτική αρετή» όσο στον καιρό μας. Και ίσως ποτέ άλλοτε, η ίδια αυτή αρετή δεν ήταν τόσο κενή περιεχομένου απ' όσο είναι σήμερα.
Διότι η ορθοφροσύνη, η «λογική και συνετή σκέψη», έτσι όπως εννοείται στα συμφραζόμενα της «κρίσης του χρέους», αφορά στην οικονομική αποτελεσματικότητα και μόνο, ζυγιάζοντας με τα σταθμά του κεφαλαίου τη μοίρα όλων μας. Έχοντας απεμπολήσει κάθε αξίωση κοινωνικής χειραφέτησης, αναγορεύει την «ηθική του χρέους» (απαρχή κάθε σχέσης εξουσίας) σε καθοσιωμένο θέσφατο που αναντίρρητα υπαγορεύει τις «λογικές και συνετές» μορφές του ατομικού και συλλογικού ποιείν/πράττειν.
Αν δεν σκεφτούμε ορθά, μας λένε, σύμφωνα με το «συμφέρον της πατρίδας», θα καταβαραθρωθούμε στον Καιάδα της υλικής ένδειας, θα «πτωχεύσουμε», ασχέτως αν η πνευματική και η συναισθηματική ένδεια του οικονομισμού έχουν προγράψει από πολλού το μέλλον μας, καταστρέφοντας τη ζωή μας. Με τον ζυγό της ανάγκης (ζούμε άλλωστε έναν σφοδρό «οικονομικό πόλεμο»!) χαλιναγωγείται η πολύμορφα εκδηλούμενη έμπρακτη άρνηση ενός συστήματος που έχει φτάσει στα έσχατα όριά του, τρωμένο αμετάκλητα από τις εγγενείς αντιφάσεις του.
Ο φετιχισμός της σχέσης πιστωτή-οφειλέτη, ένα ταμπού της καπιταλιστικής κοινωνικής συγκρότησης, αλλά και κάθε ετερόνομης κοινωνίας, διασφαλίζει την υποταγή, αποκρύπτοντας τη θεσμική βία που τη στηρίζει. Τα υποκείμενα κουβαλούν το άχθος του χρέους σαν καταδίκη, σαν ένα είδος σκλαβιάς της οποίας οι «κύριοι» είναι αφηρημένες ηθικές αναπαραστάσεις, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για απτές, υλικές σχέσεις που επιβάλλονται και αναπαράγονται από τη σχέση κεφάλαιο μέσω της μορφής κράτος. Έχοντας εμπεδώσει την ενοχή του χρέους, βαθαίνουμε την αλλοτρίωση της σχέσης μας με τον κόσμο. Με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο ξεστρατίζουμε τη συνείδησή μας από την προσπάθειά της να χειραφετηθεί από τη θρησκεία της αέναης συσσώρευσης που είναι στη φύση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά την περιορίζουμε σε μια κατάσταση που αναπαράγει εσαεί τα είδωλά της: αξία, εμπόρευμα, εργασία, χρήμα.
Όταν η οικονομία γίνεται το πρωταρχικό κατηγόρημα του Είναι, ο ανταγωνισμός του ατομικού συμφέροντος γίνεται το πρωταρχικό κατηγόρημα του γίγνεσθαι – και αντιστρόφως.

Καμία «ορθή σκέψη» όμως δεν είναι ικανή να υποσκελίσει το προφανές: οι μέρες της «ευημερίας» που υποσχόταν αφειδώς ο καπιταλισμός αποτελούν πλέον παρελθόν, το φαντασιακό της αέναης ανάπτυξης βαθμιαία ξεθωριάζει. Όχι γιατί ο καπιταλισμός «απέτυχε», αλλά διότι έφτασε στα απόλυτο όριά του: τόσο «εσωτερικά» (πραγματική υπαγωγή) όσο και «εξωτερικά» (παγκοσμιοποίηση). Δείτε για παράδειγμα την παγκόσμιου εύρους απόπειρα αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου, πώς η εξόντωση της εργατικής και της μεσαίας τάξης που αυτή επιφέρει, υπονομεύει την ίδια τη διαδικασία της συσσώρευσης, με άλλα λόγια καταστρέφει αμείλικτα τους όρους αναπαραγωγής του, υποσκάπτοντας εν τέλει την αναγκαία γι’ αυτό οικονομική ανάπτυξη.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η φωτιά που έχει ανάψει στην κυβέρνηση και στη «συμμαχία των προθύμων» η γενικευμένη ανυπακοή που έχει ξεσπάσει σε πολλά κοινωνικά μέτωπα φουντώνει επικίνδυνα. Όπως είναι φυσικό, μαζί με ξερά καίγονται και τα χλωρά, και η μεταλαμπάδευση της φλόγας γίνεται πλέον με ανεξέλεγκτο ρυθμό και απροσδόκητους τρόπους σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, «υπεράνω κάθε υποψίας» μέχρι χθες. Όσο κι αν προσπαθούν να παρουσιάσουν τις διάχυτες εκδηλώσεις απείθειας, ανυπακοής και διαμαρτυρίας ως υποκινούμενες και χειραγωγούμενες από πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς που αποσκοπούν σε κομματικά οφέλη, γνωρίζουν πολύ καλά ότι παντού γύρω μας οι ρωγμές διευρύνονται και βαθαίνουν, δημιουργώντας ερεβώδη χάσματα μέσα στα οποία καταβαραθρώνεται και το τελευταίο ψήγμα νομιμοποίησής τους.
Σπεύδουν λοιπόν οι φωτισμένοι ταγοί μας και οι διάφοροι σφουγγοκωλάριοι (ειδήμονες, δημοσιογράφοι, διανοούμενοι κ.λπ.) να μας νουθετήσουν. Να καταλαγιάσουν την ανεξέλεγκτη οργή μας πείθοντάς μας να εμπεδώσουμε την ενοχή. Θέλουν να μας «εκπολιτίσουν», με διττό τρόπο: ξορκίζοντας τη «νοοτροπία της βίας» και προσκυνώντας τη «δημοκρατική νομιμότητα».
Όλα χωράνε στο ίδιο τσουβάλι, κι αν δεν χωράνε μπορούμε να τα στριμώξουμε όπως όπως για να χωρέσουν. Αρκεί να αποδεχθούμε ότι θα αποκηρύξουμε τα βάρβαρα ήθη, ότι θα συμμετάσχουμε στην «πολιτική κοινωνία», και φυσικά να ορκιστούμε αμετάκλητη πίστη στη νομιμότητα. Να επιδείξουμε «ορθοφροσύνη». Άλλωστε αυτό που προέχει είναι η πάσει θυσία συναίνεση για τη «σωτηρία της πατρίδας»!
«Ορθοφροσύνη» με άλλα λόγια σημαίνει αγχολυτικά και υποταγή – νάτη η απάντηση στο αδιέξοδο...

Η αστική αντεπανάσταση

Του Jean-Pierre Garnier

Πρόλογος των μεταφραστών

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί την εισαγωγή στην συλλογή κειμένων του Jean-Pierre Garnier που έχει τίτλο Une violence éminemment contemporaine. Essais sur la ville, la petite bourgeoisie intellectuelle et l’effacement des classes populaires (Μία κατεξοχήν σύγχρονη μορφή βίας. Δοκίμια πάνω στην πόλη, τους μικροαστούς διανοούμενους και την εξαφάνιση των λαϊκών τάξεων, Εκδόσεις Agone, Μασσαλία, 2010).
Είναι αλήθεια ότι το κείμενο αναφέρεται σε, περιγράφει και αναλύει την κοινωνία μιας μητρόπολης σε συνθήκες προχωρημένου (μεταβιομηχανικού) καπιταλισμού, όπως είναι αυτή της γαλλικής πρωτεύουσας. Συνθήκες οι οποίες απέχουν (προς το παρόν) από αυτές των ελληνικών μεγαλουπόλεων. Λογικό είναι λοιπόν να αναρωτηθεί κανείς ποια η χρησιμότητα της συγκεκριμένης μετάφρασης.
Η πρώτη και αυτονόητη απάντηση είναι ότι δίνει μια εικόνα αυτού που πρόκειται να έρθει. Είναι σαφές ότι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού είναι η ομοιομορφία, συνθήκη εγγενής σε οποιοδήποτε σύστημα έχει ως άξονα ανάπτυξης την λειτουργικότητα και την οικονομία (με την διπλή έννοια της λέξης, και σαν ιδεολογία-σύστημα, και σαν προσδιορισμό, π.χ. οικονομία χώρου, χρόνου κτλ.). Έτσι, κάποια βασικά χαρακτηριστικά των δυτικών μεγαλουπόλεων είναι αναμενόμενο να αναπαραχθούν και στις αντίστοιχες ελληνικές, και κυρίως εκδίωξη των φτωχότερων πληθυσμών προς την περιφέρεια των πόλεων μέσω της διαδικασίας την οποία αναλύει ο συγγραφέας στο κείμενό του, του «gentrification» («εξευγενισμός» ελληνιστί). Άλλωστε η διαδικασία αυτή εντάσσεται στα πλαίσια μιας από τις βασικές διαδικασίες πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου, αυτής των περιφράξεων. Μέσω του gentrification ο δημόσιος χώρος της πόλης, και σε ένα γενικότερο πλαίσιο ολόκληρη η πόλη, ιδιωτικοποιείται και γίνεται κτήμα του κεφαλαίου και πεδίο εμπορευματικής και οικονομικής εκμετάλλευσης. Οι φτωχότεροι πληθυσμοί στην πλειοψηφία τους εκδιώκονται από αυτόν, και όσοι παραμένουν χάνουν κάθε δυνατότητα παρέμβασης σ’ αυτόν και οικειοποίησής του.
Πέραν αυτού όμως, υπάρχουν αναφορές στο κείμενο που αγγίζουν το εδώ και το τώρα της ελληνικής, και πιο συγκεκριμένα της αθηναϊκής, πραγματικότητας. Όσον αφορά στην ελληνική πραγματικότητα, χωρίς να μπορούμε να επεκταθούμε στο συγκεκριμένο ζήτημα στα πλαίσια ενός εισαγωγικού κειμένου, θεωρούμε ότι σαν σύνολο, η ελληνική επικράτεια παρουσιάζει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με αυτό που ο J. Gottmann χαρακτήριζε ως megalopolis το 1961 στο ομώνυμο βιβλίο του. Ότι δηλαδή, η υπερσυσσώρευση δραστηριοτήτων σε δύο βασικούς πόλους της ηπειρωτικής Ελλάδος, την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη, τείνει να μετατρέψει την υπόλοιπη επικράτεια σε προάστιο των δύο αυτών πόλεων, με χαρακτηριστικά αντίστοιχα των δυτικοευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων και των προαστίων τους. Μια πολύ σαφή εικόνα αυτού είχαμε με την εξαγγελία της δυνατότητας περεταίρω επέκτασης της Αθήνας και στέγασης της Αττικής μέχρι και 8 εκατομμυρίων κατοίκων με το ρυθμιστικό σχέδιο που παρουσιάστηκε το 2009. Άλλο ένα παράδειγμα είναι η επέκταση του προαστιακού μέχρι και την Κόρινθο, που επιτρέπει με μεγάλη άνεση το καθημερινό πηγαινέλα και καθιστά την πελοποννησιακή πόλη πολύ πιο άμεσα εξαρτώμενη από την πρωτεύουσα, ενσωματώνοντάς την σε μεγάλο βαθμό σε αυτήν. Αλλά και σε πιο απομακρυσμένες επαρχίες, η έλλειψη οικονομικής και πολιτισμικής ανεξαρτησίας και η ερήμωση των περιοχών αυτών που αυτή συνεπάγεται τις μετατρέπει ουσιαστικά σε δορυφόρους των δύο μεγάλων αστικών κέντρων. Έτσι παρατηρούμε καθαρά αστικά φαινόμενα, και δη φαινόμενα αστικών προαστίων, όπως είναι η έλλειψη κοινοτικής ζωής και ανεξάρτητης πολιτισμικής δραστηριότητας να επαναλαμβάνονται σε επαρχιακές περιοχές της χώρας.
Όσον αφορά στην Αθήνα, η ίδια η διαδικασία του gentrification έχει εφαρμοστεί σε αρκετές περιοχές του κέντρου, με πρώτη και κύρια την περιοχή του Ψυρρή, και τελευταία και με τρόπο πολύ πιο μαζικό την περιοχή γύρω από το Γκάζι και το Ρουφ, ενώ έχει αρχίσει να επεκτείνεται και σε περιοχές όπως το Μεταξουργείο ή τα Πετράλωνα (με ξεχωριστά χαρακτηριστικά και αντιστάσεις σε κάθε μια από τις περιοχές, για την ανάλυση των οποίων θα χρειαζόταν ένα ξεχωριστό κείμενο). Η διαδικασία αυτή βέβαια ανακόπηκε, αρχικά με την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, που έβγαλε στο προσκήνιο όλους αυτούς τους καταπιεσμένους και τις καταπιεσμένες που γίνονται και θα γίνονται στόχος μέσω του gentrification, αλλά κυρίως με την κρίση που ξέσπασε λίγους μήνες αργότερα, και έκανε οποιαδήποτε επένδυση και σχέδιο «ανάπτυξης» να μοιάζουν εκτός τόπου και χρόνου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η διαδικασία αυτή δεν θα επανέλθει, και μάλιστα με πολύ πιο κεντρομόλα μορφή, αφού άμεση συνέπεια της κρίσης που επιβλήθηκε είναι η ακόμα μεγαλύτερη και ταχύτερη συσσώρευση πλούτου και κεφαλαίου, που τείνει να εξαφανίσει την μικρή και ατομική επενδυτική πρωτοβουλία.
Έτσι, ένας πρώτος στόχος αυτού του κειμένου είναι να προσπαθήσει να εκβιάσει ένα ψήγμα κοινωνικής συνείδησης στην χαζοχαρούμενη και δήθεν αθώα βλακεία όλων αυτών των «εναλλακτικών» που έχουν αποικίσει τις λαϊκές συνοικίες του κέντρου της Αθήνας. Να φανερώσει κάποιες πραγματικές πτυχές του κοινωνικού πολέμου που συνεπάγεται το gentrification ως διαδικασία, όσο ωραία περιτυλιγμένο κι αν είναι με την αθωότητα της τέχνης και της εναλλακτικής hype διασκέδασης, κι όσο κι αν κρύβεται πίσω από ευφάνταστες λέξεις όπως «ανάπλαση», «αναδιαμόρφωση» κτλ. Και ταυτόχρονα βέβαια να δώσει κάποια επιχειρήματα με βάση κάποια ιστορικά παραδείγματα σε όσους από τους κατοίκους των περιοχών αυτών επιθυμούν να αντισταθούν.
Δεύτερος επιθυμητός (και μόνιμος) στόχος είναι η απεύθυνση προς τον κόσμο αυτού που ονομάζουμε «Τέχνη», ή σε ένα γενικότερο πλαίσιο «δημιουργία». Γιατί πιστεύουμε ότι είναι άμεση και επιτακτική ανάγκη ο χώρος αυτός να επανακτήσει ταξική συνείδηση. Αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι θα θέλαμε η τέχνη να γίνει προπαγανδιστικό όργανο μιας ιδεολογίας, ή ακόμα και ενός τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας, με βάση αξίες τις οποίες ασπαζόμαστε, όπως η αυτοοργάνωση και η αντιιεραρχία. Αυτό που εννοούμε είναι ότι θα πρέπει η τέχνη να αποκτήσει συνείδηση της θέσης της μέσα στα πλαίσια της κοινωνικής-ταξικής διαμάχης, να ξέρει κάθε φορά ποιανού τα συμφέροντα υπηρετεί. Και πρώτα και κύρια αυτό θα σήμαινε να αποκαλυφθεί αυτό το δήθεν αθώο περιτύλιγμα κοινωνικής ευαισθησίας που έχει γίνει της μόδας τελευταία και διαχέεται μέσα από τους κυρίαρχους ή και τους «εναλλακτικούς» θεσμούς της τέχνης, που το μόνο που κάνουν είναι να αναπαράγουν τις κυρίαρχες λογικές και άρα και τις γενεσιουργές αιτίες των κοινωνικών αδικιών τις οποίες υποτίθεται ότι καταδεικνύουν.
Τέλος, θέλουμε να πιστεύουμε ότι η μετάφραση αυτή έχει και μια αξία για το εσωτερικό του κινήματος αντίστασης στην κυριαρχία που (ανα)γεννιέται στην Ελλάδα, καθώς δίνει μια εικόνα για τον κίνδυνο που ενέχουν οι μερικοί αγώνες. Αυτοί δηλαδή που, όσο κι αν επικεντρώνονται σε κάποιο επιμέρους ζήτημα, δεν έχουν σαν τελικό στόχο την συνολική ανατροπή του κυρίαρχου συστήματος. Είναι πολλά τα παραδείγματα των αγώνων, όπως αναφέρει και ο συγγραφέας, που αν και ξεκίνησαν σαν μια ριζοσπαστική αντιπαράθεση με την κυριαρχία, εφορμούμενη από ένα επιμέρους ζήτημα (εργασιακό, οικολογικό, δικαιώματος στην πόλη, έμφυλης κυριαρχίας κτλ.) κατέληξαν να χάσουν τον ριζοσπαστικό τους χαρακτήρα και να γίνουν εύκολα αφομοιώσιμοι από το σύστημα, ακριβώς επειδή σε κάποιο σημείο του αγώνα τους έχασαν το πλάνο της συνολικής αντιπαράθεσης (ή δεν το απέκτησαν ποτέ). Καθώς λοιπόν στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα έχουν αρχίσει να γεννιούνται πολλές επιμέρους εστίες αντίστασης στην ακραία επιβολή που επελαύνει με το πρόσχημα της κρίσης, θεωρούμε πολύ ουσιαστική την παραπάνω επισήμανση. Σκοπός μας βέβαια δεν είναι η επισήμανση αυτή να λειτουργήσει διαχωριστικά μέσα στα πλαίσια του κινήματος, δημιουργώντας διακρίσεις ανάμεσα σε ριζοσπάστες/ριες και μη, αλλά περισσότερο συνθετικά, εμφυσώντας ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά σε όσο το δυνατόν περισσότερους κοινωνικούς αγώνες.
Ως προς τα παραπάνω, θεωρούμε απαραίτητο να διαχωρίσουμε σε ένα σημείο την θέση μας από αυτή του συγγραφέα. Ο Garnier στο κείμενο του αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά στο προλεταριάτο ως εν δυνάμει επαναστατικό υποκείμενο, και σαν κυρίαρχη μορφή καταπίεσης την ταξική. Εμείς από την πλευρά μας θεωρούμε ότι υπάρχουν πολλές περισσότερες και εξίσου σημαντικές μορφές καταπίεσης (όπως π.χ. η έμφυλη, ή αυτή που στρέφεται ενάντια στην φύση και σε αυτόχθονες πληθυσμούς), και συνεπώς βλέπουμε όλους τους καταπιεσμένους και τις καταπιεσμένες σαν εν δυνάμει επαναστατικά υποκείμενα . Όπως είπαμε και πιο πάνω, η κρίσιμη διαφοροποίηση για μας βρίσκεται ανάμεσα σε ένα ριζοσπαστικό (οικολογικό για παράδειγμα) κίνημα και σε ένα ρεφορμιστικό, και όχι στο αν όλα τα υπόλοιπα κινήματα θα αναζητήσουν a priori μία σύνδεση με τους προλετάριους ή όχι, όπως φαίνεται να επιθυμεί ο συγγραφέας.
Τέλος (πραγματικά αυτή τη φορά) μια επισήμανση ως προς την μετάφραση. Επειδή στα ελληνικά η λέξη «αστικός» έχει διπλή έννοια (αυτή της κοινωνικής τάξης και αυτή που αναφέρεται στο άστυ, στην πόλη), και το κείμενο αναφέρεται ταυτόχρονα και στις δύο έννοιες, βρεθήκαμε σε μια κάποια αμηχανία. Έτσι, από την χρήση της λέξης «αστεακός», που χρησιμοποιείται σε πολλές μεταφράσεις, αλλά ηχεί πολύ βάρβαρα και άκομψα στα καλομαθημένα μας αυτάκια, προτιμήσαμε την ανορθόγραφη λέξη αστυκός, για αναφερθούμε στα ζητήματα που αναφέρονται στην πόλη.

Καλή ανάγνωση
MissInformation
Αθήνα, Μάιος 2011

Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο: http://ratnet-blog2.blogspot.com/2011/06/blog-post_30.html

Το κείμενο του Jean-PierreGarnier «La contre-revolution urbaine!» μεταφράστηκε από τα γαλλικά από την MissInformation στον καναπέ του Παράδεισου, με την βοήθεια του Τζ. Κυκλοφορεί σε μπροσούρα που στήθηκε από την Μ. και την Χ., και μοιράζεται χωρίς αντίτιμο. Η μπροσούρα τυπώθηκε από την κολλεκτίβα Rotta, τον Μάιο 2011 στην Αθήνα σε 1000 αντίτυπα.