«Ο καπιταλισμός παραπαίει. Ας κάνουμε ό,τι μπορούμε για να πέσει»*

Καλώς ορίσατε στο εργαστήριο των θαυμάτων! Εδώ, όπου το κενό που δημιουργεί η έλλειψη ελπίδας πληρώνεται με καθησυχαστικές υποσχέσεις για ένα «νέο ξεκίνημα»· εδώ, όπου τα υπουργεία μετονομάζονται και αποκτούν μέσω της γλωσσικής επανασήμανσής τους «νέο νόημα», λαμβάνουν αίφνης θετικό πρόσημο, σαν ένα είδος εξορκισμού του Κακού που μέχρι χθες σήμαιναν. (Χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα το υπουργείο «Προστασίας του Πολίτη» και η πολιτική της «μηδενικής ανοχής» που εφαρμόζει ο ηγεμών της Τάξης Χρυσοχοΐδης, καταδεικνύοντας τη σχιζοφρένεια αυτής της διαδικασίας αναβάπτισης.) Έτσι, έστω κι αν στην πραγματικότητα η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση του Πα.Σο.Κ. παρέλαβε θριαμβευτικά τη σκυτάλη από την προηγούμενη δεξιά «αντίπαλό» της συνεχίζοντας την ίδια τυφλή κούρσα στον άγονο τόπο της καπιταλιστικής ανάπτυξης (που κι αυτή βαφτίστηκε τώρα «πράσινη»!), υπό το άγρυπνο βλέμμα και την αυστηρή επιτήρηση της Ε.Ε. και των «διεθνών αγορών», θέλει να καυχιέται ότι «δεν είναι ίδια» με εκείνη που απέτυχε οικτρά να διαγνώσει τα συμπτώματα αποσύνθεσης του «κοινωνικού σώματος» και να εφαρμόσει με αποφασιστικότητα και τόλμη την κατάλληλη θεραπεία προκειμένου να το διασώσει. Είναι φυσικό, λοιπόν, λένε, να αποδεχτούμε αβίαστα όλοι, για μια ακόμη φορά, ότι η «κρίσιμη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα» απαιτεί ειδική, εντατική θεραπευτική αγωγή – και το («νέο») ΠαΣοΚ είναι αποφασισμένο να την εφαρμόσει. Όπως εξίσου θεμιτό είναι, σύμφωνα με αυτή τη λογική, να τεθούν στο περιθώριο και να απομονωθούν, να ονομαστούν «εχθροί», όλοι εκείνοι που δεν συμμερίζονται αυτή την αναγκαιότητα και δεν στέργουν στα «απαραίτητα μέτρα που πρέπει να επιβληθούν», αλλά συνεχίζουν να αγωνίζονται δυναμικά, όχι φυσικά για την «οικονομική ανάκαμψη» και την ανάκτηση της «διεθνούς αξιοπιστίας της χώρας», αλλά για την εκ βάθρων ανατροπή της καπιταλιστικής σχέσης.
Η ατύπως κηρυχθείσα «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» είναι το βιοπολιτικό εργαστήριο στο οποίο η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση συναρμολογεί την κοινωνική συναίνεση χρησιμοποιώντας, σαν μεταμοντέρνος Φρανκενστάιν, τα μέλη και τα όργανα ιδεολογικών πτωμάτων από το νεκροταφείο της πολιτικής, προσπαθώντας να αναστήσει το διαμελισμένο «κοινωνικό σώμα» και να του εμφυσήσει πνοή ζωής, να το εμφανίσει μπροστά μας σαν ενιαίο, ολοζώντανο και σφριγηλό υποκείμενο της κρατικής εξουσίας. Το τερατώδες αυτό εγχείρημα, η ύβρις της συνάρθρωσης κοινωνικού κράτους και αστυνομίας, η προπετής επιδίωξη εξάλειψης των ανταγωνισμών μέσω της παρά φύσει οργανικής ανασύστασης του «σώματος», όπου το κεφάλι είναι προορισμένο να σκέφτεται και τα μέλη πρέπει «φυσιολογικά» να υπακούν μηχανιστικά στις εντολές του, όντας εξαρτώμενα από τη δική του «γνώση» και βούληση (μα πώς είναι ποτέ δυνατόν να μιλάμε για ένα «ακέφαλο σώμα», αναρωτιούνται με επιτηδευμένη αφέλεια οι επικεφαλής!), είναι εκ των συνθηκών καταδικασμένο να αποτύχει. Τα σημεία διαρραφής, εκεί όπου η σχέση σημαίνοντος-σημαινόμενου μεταστρέφεται, αποκτώντας «νέο νόημα», αποδεικνύονται πολύ χαλαρά, αν όχι εύθραυστα, ανίσχυρα εκ των πραγμάτων να κρατήσουν την ενότητα και τη συνοχή ενός ενιαίου «κοινωνικού υποκειμένου». Πόσο μάλλον να εξασφαλίσουν τον έλεγχο και την υποταγή του, τη συναίνεσή του, παρουσιάζοντας την ταξική πάλη ως αναχρονισμό.
Είναι προφανές ότι, παρά τις άγαρμπες προσπάθειες που καταβάλλουν οι κυβερνώντες προκειμένου να εξωραΐσουν το έκτρωμα της «νεο-κεϋνσιανής» πολιτικής τους, το κενό, από το οποίο ξεπηδούν οι χειρότεροι εφιάλτες (βλ. π.χ. τη δεκεμβριανή εξέγερση), παραμένει αναπλήρωτο. Η ίδια η καπιταλιστική σχέση, φύσει ανταγωνιστική, δομείται γύρω από αυτό. Ακόμη κι αν τα ονόματα αλλάξουν, η πραγματικότητα θα συνεχίσει να είναι σημαδεμένη από το τραύμα: η ανισότητα, η αδικία, η αλλοτρίωση, ο αποκλεισμός, η καταπίεση, η ανασφάλεια, η εκμετάλλευση, είναι οι συνθήκες που επικρατούν τόσο στο πεδίο της παραγωγής όσο και στο πεδίο της αναπαραγωγής, συνθήκες που βιώνονται εμπειρικά από τους περισσότερους, εντείνοντας αναπόφευκτα τις αποδιαρθρωτικές τάσεις του συστήματος και οξύνοντας τον κοινωνικό ανταγωνισμό και την ταξική πάλη. Αυτή η πίεση που δημιουργεί η δυσαρέσκεια από τα κάτω δεν είναι πλέον εύκολο να χειραγωγηθεί και να ελεγχθεί από την κρατική εξουσία παρά τις εξελιγμένες τεχνικές που αυτή διαθέτει και χρησιμοποιεί. Η αλαζονική πρακτική της μετονομασίας που εφάρμοσε εξαρχής η νέα κυβέρνηση προκειμένου να μπορέσει να αναδιαμορφώσει τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού σύμφωνα με τις επιταγές του κεφαλαίου, να νομιμοποιήσει δηλαδή τη «δικτατορία της πλειοψηφίας» επικαλούμενη την «ισχυρή λαϊκή εντολή» που έλαβε στις πρόσφατες εκλογές για να βάλει τους διαφωνούντες στο γύψο, δεν μπορεί επουδενί να εξωραΐσει το περιεχόμενο της πολιτικής της και τα απτά αποτελέσματά της. Αντιθέτως, οι διεθνείς οικονομικές συγκυρίες και η περιβαλλοντική κρίση δημιουργούν νέες εστίες έντασης γύρω από το ίδιο το δικαίωμα της κρατικής εξουσίας να επανασημάνει την πραγματικότητα, να βαφτίζει το μαύρο άσπρο μεταστρέφοντας κατά το δοκούν τα γεγονότα και την ίδια τη βιωματική εμπειρία των υποκειμένων.
Στην έρημο του καπιταλισμού οι γλωσσικοί αντικατοπτρισμοί είναι προβολές της επιθυμίας του κεφαλαίου να διατηρήσει με κάθε τρόπο τον έλεγχο πάνω στο κατακερματισμένο κοινωνικό σώμα και να υποτάξει την επιθυμία στη λογική της «ανάγκης», να διατηρήσει δηλαδή ανέγγιχτο τον πυρήνα της καπιταλιστικής σχέσης στη νεοφιλελεύθερη μορφή της. Με πρόφαση την «οικονομική κρίση» –που ας μην ξεχνάμε ότι είναι η ίδια η μορφή της αντιπαράθεσης εργασίας και κεφαλαίου, δηλαδή αποτέλεσμα της ταξικής πάλης–, επιδιώκεται η αναδιάρθρωση του συστήματος και η διάσωσή του, η διασφάλιση δηλαδή της παραγωγής υπεραξίας και η διατήρηση των εκμεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων.
Ο μηχανισμός πειθάρχησης που αποκαλείται «διεθνείς αγορές», από τις οποίες υποτίθεται ότι εξαρτάται η επιβίωσή μας και η «εθνική μας κυριαρχία», φανερώνει την συντριπτική ήττα του πολιτικού συστήματος, καθώς το κεφάλαιο και η οικονομία έχουν μετατραπεί σε υπερβατικές έννοιες που ξεπερνούν κάθε δυνατότητα μιας επιμέρους ρύθμισης, ξεγυμνώνοντας τους πολιτικούς διαχειριστές και γελοιοποιώντας τις απόπειρές τους να πείσουν ότι ο καπιταλισμός μπορεί να αποκτήσει «ανθρώπινο πρόσωπο».
Πολλοί φοβούνται (ενώ άλλοι ελπίζουν) ότι στο άμεσο μέλλον η σοβούσα δυσαρέσκεια που προκαλούν οι επιθέσεις του κεφαλαίου και του κράτους θα υποδαυλίσουν νέες εξεγέρσεις, πιο εκτεταμένες από εκείνη του περσινού Δεκέμβρη. Και μάλλον δεν έχουν άδικο. Το πολιτικοοικονομικό κατεστημένο, τόσο η Δεξιά όσο και η «Αριστερά», δεν μπορεί να διαχειριστεί πλέον την πολύμορφη κρίση (οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική) και να προτείνει πειστικές λύσεις για την έξοδο από αυτή. Δεν μπορεί να αποσοβήσει τους ισχυρούς κραδασμούς που κλονίζουν τα έτσι κι αλλιώς διαβρωμένα θεμέλια του ίδιου του συστήματος που μοιάζει να καταρρέει υπό το βάρος των εγγενών αντιφάσεών του.
Ο καπιταλισμός προβάρει τα πράσινα ρούχα του για να μας πείσει ότι παραμένει ακμαίος, αν και προσωρινά ασθενής, και ότι προτίθεται να αλλάξει. Είτε αφορά στη νέα «σοσιαλιστική» κυβέρνηση του Πα.Σο.Κ., είτε τις διακηρύξεις για την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής και την «πράσινη ανάπτυξη», αυτή η αλλαγή ενδύματος δεν είναι παρά η ξεδιάντροπη μεταμφίεση ενός τέρατος που παραπαίει.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι αρκεί να περιμένουμε υπομονετικά, με σταυρωμένα τα χέρια, αν και πότε θα έρθει η «κατάρρευση του καπιταλισμού», ο οποίος υποτίθεται ότι κάποια στιγμή θα υποκύψει νομοτελειακά στις αντινομίες και τις αντιφάσεις του. Αντιθέτως, είναι επιτακτικότερο από ποτέ, απέναντι στην πολυμέτωπη επίθεση του κεφαλαίου, να αναλάβουμε άμεσα δράση, να ενδυναμώσουμε το κίνημα και, όπως λέει και το σύνθημα των συντρόφων που οργάνωσαν την αντίσταση κατά τη διάρκεια του άκαρπου συνεδρίου για τις κλιματικές αλλαγές στην Κοπεγχάγη, τώρα που «ο καπιταλισμός παραπαίει, ας κάνουμε ό,τι μπορούμε για να πέσει».

* Ελεύθερη μετάφραση του συνθήματος «Capitalism is stumbling. Let’s make sure it falls» (www.nevertrustacop.org).

Just a spoonful of sugar helps the medicine go down

flesh machine // ego te provoco // σύντροφοι
Κείμενο που κυκλοφόρησε στους δρόμους

Κατά τους τελευταίους δύο μήνες η στρατηγική αντιεξέγερσης που αναπτύχθηκε από το κράτος μετά τον Δεκέμβρη έχει περάσει σε μία νέα φάση ολοκλήρωσης. Αν μιλάμε για αντιεξέγερση και όχι για καταστολή είναι επειδή η πρώτη σε αντίθεση με την τελευταία δεν αποτελεί τόσο μια στρατιωτικού τύπου επέμβαση αλλά μια συνολική πολιτική και κοινωνική τεχνολογία παραγωγής συναίνεσης, φόβου και παραίτησης. Στοχεύει όχι στην άμεση εξολόθρευση των εξεγερμένων μα την στέρηση του ζωτικού τους χώρου, του νοηματικού, συναισθηματικού και πολιτισμικού πεδίου της εξέγερσης. Πρόκειται για μια προληπτική στρατηγική που το αντικείμενό της είναι ο πλούτος των δυνατοτήτων που εξακοντίστηκαν μέσα από το εξεγερτικό συμβάν. Ένας πόλεμος χαμηλής έντασης, ένας πόλεμος πολιτικο-ψυχολογικός υπό την έννοια ότι στόχος του είναι η διάβρωση της πολιτικής, κοινωνικής και ψυχολογικής συνοχής της εξέγερσης. Βασική αρχή της αντιεξέγερσης είναι από τη μία να «κερδίσει καρδιές και μυαλά», κι από την άλλη «όχι να βγάλει τα ψάρια από τη θάλασσα μα να στερέψει την θάλασσα όπου κολυμπούν σαν ψάρια» οι εξεγερμένοι. Αυτό το κάνει με το να «χωρίζει και να ενώνει»: να χωρίζει τους εξεγερμένους από τις πολιτικές και κοινωνικές τους συνάφειες, να χωρίζει τους εξεγερμένους στο εσωτερικό τους. Και παράλληλα να ενώνει την κοινωνική δυσαρέσκεια με το κάλεσμα της μεταρρύθμισης, εμφανίζοντας την εξέγερση ως αιτία καθυστέρησης. Να ενώνει τις διωκτικές αρχές με ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού, παρουσιάζοντας μια ανθρωπινή, φιλολαϊκή και ταυτόχρονα αποτελεσματική εικόνα.

Ι.
Ένας πρώτος προσανατολισμός της αντιεξέγερσης αποτελεί ο διαχωρισμός του ανεξέλεγκτου και μη χειραγωγήσιμου κομματιού των εξεγερμένων από το προνομιακό έδαφος της δράσης τους. Διαδικασία που εκτείνεται από τα εξάρχεια, το πανεπιστημιακό άσυλο και τον άξονα της πατησίων, ως την περιοχή γύρω από την ομόνοια και τον άξονα της αχαρνών. Τα εξάρχεια γίνονται έτσι κι αλλιώς αντιληπτά ως ένα υπερτοπικό μητροπολιτικό κέντρο όπου συρρέουν τα ανεξέλεγκτα κομμάτια της νεολαίας, οι αναρχικοί, οι αριστεριστές και όλοι εκείνοι που αν δεν παράγουν βίαιες επιθέσεις τότε σίγουρα δεν ενοχλούνται από αυτές. Και ακριβώς σε αυτό το επίπεδο –της συμπάθειας και της ανοχής– είναι που κινητοποιείται ο μηχανισμός αντιεξέγερσης. Ένα αρχικό τριήμερο αστυνομικής κατοχής της περιοχής επιδεικνύει την υπεροπλία του κράτους και φέρει εντός της την διαβεβαίωση πως αυτό δεν είναι παρά ένα μικρό κομμάτι των δυνατοτήτων που μπορούν να ενεργοποιηθούν. Στη συνέχεια, το παραμικρό συμβάν, πυροδοτεί μια εντελώς αναντίστοιχη επέλαση, βασικός στόχος της οποίας δεν είναι η σύλληψη των δραστών αλλά ένα είδος μαζικών και συλλογικών αντιποίνων εναντίον οποιουδήποτε κινείται στην περιοχή. Είναι μια στρατηγική ψυχολογικού πολέμου που στοχεύει στη διάλυση της ανοχής/συμπάθειας, κινητοποιώντας διαδικασίες (αυτό)περιφρούρησης στην βάση ενός αντεστραμμένου υπολογισμού γεγονότος-συνεπειών. Εξάλλου, μια «εσωτερική» δυσαρέσκεια είναι πολύ πιθανότερο να μειώσει αν όχι να εξαλείψει τα συχνά πεσίματα στην ευρύτερη περιοχή από ό,τι ο φόβος της καταστολής.
Ταυτόχρονα, ο κυρίαρχος λόγος σε σχέση με το άσυλο μετακινείται από την ανάγνωσή του ως ορμητήριο επιθέσεων, προς τον χαρακτηρισμό του ως ένα καθεαυτό χώρο ανομίας που πρέπει να ξανακερδηθεί από το κράτος και την πανεπιστημιακή κοινότητα. Με δυο λόγια, το άσυλο συνιστά έδαφος που πρέπει να ανακαταληφθεί στο σύνολό του συνεχώς και αδιάλειπτα – και όχι θεσμός που παράγει μεμονωμένα φαινόμενα που πρέπει να περιοριστούν. Το πρόβλημα δηλαδή εντοπίζεται στη διάρκεια και όχι στη στιγμή, στη μόνιμη συνθήκη και όχι σε συγκεκριμένες καταστάσεις εξαίρεσης.
Των ψυχολογικών επιχειρήσεων επί των εξαρχείων και του ασύλου έχει προηγηθεί η επιχείρηση εκκαθάρισης με όρους διαχείρισης πληθυσμού του ευρύτερου μητροπολιτικού κέντρου από τους εξαθλιωμένους αλλά και μαζικοποιημένους μετανάστες. Η εγκληματικοποίηση των συναθροίσεών τους, και η βιοπολιτική προβληματικοποίηση των συγκατοικήσεων τους υπό υγειονομικούς όρους (βλ. εφετείο), αρχικά απομάκρυνε το πλέον ανεξέλεγκτο υποκείμενο της εξέγερσης από το χωροταξικό κέντρο των οικονομικών-πολιτικών διαδικασιών. Στη συνέχεια επιχείρησε να υποκειμενοποιήσει, υπό σοσιαλδημοκρατική αιγίδα, τα επιμέρους κομμάτια του, μέσω της πολιτικής ενσωμάτωσης των μεταναστών με την υπόσχεση νομιμοποίησης των παιδιών τους, την παραχώρηση δικαιώματος ψήφου στις δημοτικές εκλογές, την ανέγερση τζαμιού, ακόμα και την επικουρία τους στα ΑΤ. Πρόκειται για μια κατεξοχήν μέθοδο αντιεξέγερσης που επικεντρώνεται στην διάλυση του εδάφους που γεννά όρους συλλογικοποίησης και στη φαντασιακή επανένωση του κατακερματισμένου υποκειμένου στα πλαίσια της δημοκρατικής/κρατικής ενσωμάτωσης.

ΙΙ.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η αντιεξέγερση επιχειρεί να διαχωρίσει τη γενικευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια από την εξέγερση ως δυναμική και δυνατότητα και να την ενώσει με τη μεταρρύθμιση. Η επινόηση ενός σκοπού για τους εξεγερμένους και η ένωση του με η συστημική αναδιάρθρωση, τους αφήνει χωρίς αντικείμενο και καθιστά την περαιτέρω δράση τους στα μάτια των υπολοίπων παράταιρη και άσκοπη. Η επιβολή των κυρίαρχων απαντήσεων στα ερωτήματα που η ίδια η εξουσία θέτει, είναι η μισή δουλειά της αντιεξέγερσης. Μέρος αυτής της στρατηγικής ήταν για παράδειγμα η συνάντηση της υπουργού παιδείας με ομάδα μαθητών. Η κυρίαρχη ερμηνεία θέλει το ξέσπασμα της βίας να είναι απόρροια του δημοκρατικού ελλείμματος εντός των σχολείων. Και αυτό θα λυθεί με ένα «νέο κοινωνικό συμβόλαιο» μεταξύ μαθητών, υπουργείου και εκπαιδευτικής κοινότητας. Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η πρωτοβουλία του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης για την δημιουργία του «Γραφείου Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας». Πάγια τακτική κάθε στρατηγικής αντιεξέγερσης, αυτή η «περίφραξη» της διάχυτης δυσαρέσκειας, η οποία διαγνώστηκε ως το αίτιο του Δεκέμβρη, αποτελεί υπό την διεύθυνση της σοσιαλδημοκρατίας μια τεχνολογία εξουσίας που όχι μόνο υπόσχεται μια ειρηνοποίηση των κοινωνικών και οικονομικών αντιθέσεων, μα υποστασιοποιεί την εξέγερση ως αιτία οπισθοδρόμησης, ως πηγή αναστολής της εξόδου από το τούνελ.
Βασικό ρόλο ανάθεσης σε αυτή την έγκληση στην ειρήνη και την κανονικότητα παίζει βέβαια η θεσμική αριστερά, το μυαλό και η καρδιά της οποίας βρίσκεται εδώ και δεκαετίες με τη μεριά του κράτους. Μέσω της ανέγερσης μιας ηθικοπλαστικής προβληματικοποίησης της επαναστατικής βίας, η αριστερά αναλαμβάνει το ρόλο της, την κοινωνική αναπαραγωγή, καταδικάζοντας «την βία απ’ όπου κι αν προέρχεται» ως βασικό καταλύτη μιας φαντασιακής οπισθοδρόμησης προς τον αυταρχισμό. Κάθε βία, μας λένε, είναι στην ουσία «βία για τη βία», μια «δεξιά της κουκούλας» που πρέπει να απομονωθεί είτε με καταδίκες είτε ακόμα και με πορείες όπως αυτή που σπονσοράρει η ΠΟΣΔΕΠ, τακτική που συνάδει εξάλλου με την πολιτική ίσων αποστάσεων από τα άκρα όπως αυτή εκφράστηκε από το κράτος στην ταυτόχρονη επικήρυξη των τριών καταζητούμενων αναρχκών και των δραστών της επίθεσης εναντίον της Κ. Κούνεβα. Αυτή η έγκληση για παραίτηση στο αξιακό σύστημα του κράτους, όχι ως σύστημα της υποταγής στο νόμο και την τάξη, αλλά ως σύστηα του διαλόγου, της διαπραγμάτευσης και των υποχωρήσεων, διαχωρίζει την γενικευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια από αυτό που μπορεί να κάνει, και την υποτάσσει-υποκειμενοποιεί ως μια σειρά αιτημάτων ένταξης στο βούρκο της σχέσης-κεφάλαιο.
Η αντιεξέγερση είναι σε ιδανικό επίπεδο ένας πόλεμος χωρίς ούτε μια πραγματική μάχη. Ένας πόλεμος απομόνωσης, αποξήρανσης και αποκοπής, που νικά κινητοποιώντας από τη μια τα πλέον αντιδραστικά ένστικτα της κοινωνίας, κι από την άλλη εγκολπώνοντας την κοινωνική δυσαρέσκεια και διαμαρτυρία σε ένα μεταρρυθμιστικό πλαίσιο ειρηνοποίησης.

ΙΙΙ.
Τέλος, η αντιεξεγερτική εκστρατεία επιχειρεί να διαβρώσει την εσωτερική συνοχή και ενότητα της εξέγερσης, προωθώντας μια σειρά διαχωρισμούς που αρχίζουν με τον κατακερματισμό των εξεγερμένων σε κατηγορίες (κοινωνικές, πολιτικές, ψυχαναλυτικές) και τελειώνουν με το διαχωρισμό τους από το ίδιο τους το βίωμα.
Από τη μία, οι εξεγερμένοι εγκαλούνται να εγκαταλείψουν τη ρευστότητα του Δεκέμβρη που αποσταθεροποίησε κάθε ταυτότητα και να επιστρέψουν στο πόστο τους: ο μαθητής να γίνει μαθητής, ο αναρχικός αναρχικός, ο μετανάστης μετανάστης, ο πρεζάκιας πρεζάκιας, κ.τ.λ.. Πρέπει να κλείσουν οριστικά οι πύλες των διαφορετικών κόσμων που συναντήθηκαν στο δρόμο τον Δεκέμβρη και συνέπραξαν στο κοινό αρνητικό έργο της καταστροφής αποδεικνύοντας στην πράξη ότι η φαινομενικά αδύνατη ανατροπή των κοινωνικών ταξινομήσεων είναι δυνατή.
Από την άλλη, κεντρική τακτική σε αυτό το σχήμα αποτελεί η ηθικοπλαστική αφήγηση του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης σχετικά με «παιδιά και καθοδηγητές», «χούλιγκαν και πολιτικούς», «σπάστες και ιδεολόγους». Ουσιαστικό μέρος αυτής της τακτικής είναι η έγκληση ενός κομματιού των εξεγερμένων να διαχωριστεί ή και να συνετίσει τους υπόλοιπους βάσει κάποιου ηθικού κώδικα εγκεκριμένου από το κράτος. Ενός fair play που εγγυάται την ένταξη του κοινωνικού/ταξικού ανταγωνισμού σε μια καμπύλη κανονικότητας επιτηρούμενης και ελεγχόμενης, όχι από το γραφείο προστασίας του πολιτεύματος μα από τους ίδιους τους εξεγερμένους. Η αυτοπειθάρχηση των εξεγερμένων προς αποτροπή της όποιας απεδαφικοποίησης των πρακτικών τους, ο ασκητισμός της υπομονής και της εγκαρτέρησης, αποτελούν άλλωστε πάγιες τεχνολογίες υποταγής-υποκειμενοποίησης του πλέον πετυχημένου μηχανισμού κανονικοποίησης του περασμένου αιώνα: της αριστεράς.
Παράλληλα, η εκληματοποίηση συγκεκριμένων επιλογών και πρακτικών αποτελεί μια κλασική τακτική αποπολιτικοποίησης τους, που καθιστά τους φορείς τους εύκολη λεία για την καταστολή. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως για αυτό είναι να τους απομονώσουν από τον ευρύτερο πολιτικό-κοινωνικό χώρο με τον οποίο συνδέονται. Μια συνταγή δοκιμασμένη με επιτυχία κατά το καλοκαίρι του 2002 μέσω του σχεδίου λοβοτομής της κοινωνικής μνήμης με την πλήρη συνεργασία της αριστεράς. Τα κρυφά και όχι-και-τόσο-κρυφά εντάλματα για «τρομοκρατική δράση» αποσκοπούν στην «περίφραξη» ενός ευρύτερου ριζοσπαστικού και ανεξέλεγκτου κόσμου. Στο να αναγκάσουν τον καθένα σε μια αυτοεξέταση με σκοπό την ανακάλυψη τυχόν αιτιών στοχοποίησης-ενοχοποίησής του από την μια και από την άλλη στην ανακούφιση και τον εφησυχασμό όσων νιώθουν πως αποκλείεται να εμπλέκονται οι ίδιοι από την στιγμή που αυτοί ανήκουν πια σε έναν, έστω και ανεπίσημα, αναγνωρισμένο πολιτικό φορέα, αυτόν των «ιδεολόγων», των «σοβαρών». Το υπουργείο δημιουργεί μια νοσηρή διαδικασία ομολογίας, καχυποψίας, φόβου αλλά και αδιαφορίας: «Μήπως καταζητούμαι κι εγώ»; «Με τι στοιχεία θα μπορούσαν να με δέσουν»; «Μήπως σχετίζομαι με κάποιο τρόπο ή κάποιο άτομο που δεν γνωρίζω μα είναι ικανός να με μπλέξει»; ‘Η «αποκλείεται να λένε για μας, η καμπάνα χτυπάει για αυτούς που κάνουν ότι να ‘ναι». Αυτή η μαζική και παράλληλα μοριακή παράνοια, ως κατεξοχήν προϊόν της ασφαλίτικης κυβερνολογικής, σκοπό της έχει να διαχωρίσει το υποκείμενο από το ίδιο του το βίωμα, από το ίδιο του το είναι-στον-κόσμο: να το αναγκάσει να σκεφτεί σαν το κράτος, όπως δηλαδή σκέφτονται και μιλούν σωροί πτωμάτων γύρω του, ο νεκροζώντανος στρατός της εθνικοφροσύνης, η οργανική ύλη του Κόμματος της Τάξης. Αυτό θα ήταν η ύστατη νίκη της αντιεξέγερσης: η ενθρόνιση της ενοχής απέναντι στην αλήθεια του κράτους. Η θυσία της δυνατότητας του τώρα του εξεγερτικού γίγνεσθαι στην βεβαιότητα της εκπλήρωσης του χρέους απέναντι στο αιώνιο είναι του κράτους.


4 Δεκεμβρίου 2009
flesh machine // ego te provoco // σύντροφοι

Το κείμενο στα αγγλικά: http://www.occupiedlondon.org/blog/2009/12/04/136-just-a-spoonful-of-sugar-helps-the-medicine-go-down-flesh-machine-ego-te-provoco-comrades/

Περί αναρχίας (1)

Αφιερωμένο σε όσες/όσους διώκονται ή βρίσκονται όμηροι στα χέρια του κράτους.

«Ένας αναρχικός που ικανοποιείται με τον περιορισμό των εξουσιών και εγκαταλείπει την ιδέα της κατάργησης του κράτους και της ατομικής ιδιοκτησίας, ένας αναρχικός που αποδέχεται να απολαμβάνει κάποιος τα αγαθά του και τη μικρή του ατομική ευτυχία, διάγοντας μια άνετη ζωή σε μια πλούσια χώρα, ένας αναρχικός, λέω, που αποδέχεται τα όρια τα οποία του επιβάλλει το εδραιωμένο σύστημα, δεν είναι αναρχικός, αλλά φιλελεύθερος. Και δεν θα υπάρξει μια "σχιζοφρενική συνείδηση" που να μπορεί να τον σώσει.»
- Eduardo Colombo[1]

Η αναρχία δεν είναι ιδεολογικό σύστημα, ούτε θετική πολιτικοοικονομική ή κοινωνική θεωρία. Είναι μια υποκειμενική θέση που δηλώνεται έμπρακτα. Είναι η εφαρμογή της αρχής «δεν υπάρχει καμία εκ των προτέρων νομιμοποιημένη ανώτερη αρχή» ως γενικής αρχής στην πράξη. Επιδιώκοντας την εκ βάθρων διάρρηξη των παγιωμένων κοινωνικών σχέσεων και των κοινωνικών ρόλων, της ανισότητας, του ετεροκαθορισμού, της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, η αναρχία είναι μια διαρκής επαναστατική πράξη ενάντια στην υποταγή του υποκειμένου στο αφηρημένο. Αναγνωρίζει ωστόσο το ανέφικτο κάθε τελεολογικής επαγγελίας που υπόσχεται τη νομοτελειακή έλευση του επί γης παραδείσου. Αποδεσμευμένη από τη μεσσιανική προοπτική, από κάθε λόγο περί επικείμενης λύτρωσης, η αναρχία επαναφέρει στο επίκεντρο την εδώ-και-τώρα απελευθέρωση των ζωικών δυνάμεων, της καταστροφής και της δημιουργίας.
Η αναρχία θέτει υπό αμφισβήτηση την εγκυρότητα του νόμου, την κυριαρχία που αυτός επικυρώνει. «Η επαναστατική Πράξη που, ως "παράνομη" πράξη, αποβλέπει στην καταστροφή των δομών της κοινωνίας και τη δημιουργία νέων πρωτότυπων τρόπων συμβίωσης, είναι η πιο ριζική έμπρακτη κριτική του Δικαίου και της κοινωνίας.»[2]
Η αναρχική θέση, από τη σκοπιά του υποκειμένου, εδραιώνεται τοπολογικά στην έλλειψη ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, στη συνειδητή εξάλειψη της παγιωμένης «μορφής» μέσω της «ριζικής έμπρακτης κριτικής» – δηλαδή του σημαίνοντος της «πολιτικής τάξης», όπως αυτή συναρθρώνεται στην οργανωμένη σε κράτος κοινωνία και επιβάλλεται μέσω του νόμου, της καθολικής κανονιστικής προσταγής που καταστέλλει την επιθυμία, δίνοντας προτεραιότητα στην «υποχρέωση» και το «καθήκον», στην «υπακοή» και την «τιμωρία». Να είσαι αναρχικός σημαίνει να εντοπίζεις τον ανταγωνισμό για τον αυτοπροσδιορισμό του ποιείν/πράττειν πέρα από τον επικαθορισμό του νόμου, να βρίσκεσαι σε ρήξη δηλαδή με την ήδη διαμορφωμένη κοινωνική σύμβαση και τον κοινωνικό έλεγχο μέσα στην καπιταλιστική σχέση (τη μορφή-κράτος, τη μορφή-εμπόρευμα, τη μορφή-χρήμα), όπως επίσης και στην πατριαρχική σχέση, και να δρας αναλόγως. Να αντιστέκεσαι στους μηχανισμούς που νομιμοποιούν τη «μεταβίβαση» της εξουσίας, να απορρίπτεις τον ετεροπροσδιορισμό ο οποίος στο «όνομα του πολίτη», και τα συνακόλουθα «δικαιώματα» και «καθήκοντα» που απορρέουν από αυτή τη «βάφτιση», επιβάλει την κυριαρχία. Να μην υποκύπτεις στο ψευδοδίλημμα που θέτει αντίκρυ, σαν δύο ξέχωρα μεταξύ τους πράγματα, το δίκαιο και την αλήθεια.
Καμία δυιστική αντίθεση που φυσικοποιείται, αποκτά υπόσταση και λαμβάνει θέση οντολογικού σημαίνοντος μέσα στις σχέσεις εξουσίας, ήτοι μια συγκεκριμένη μορφή ατομικού κυριαρχικού δικαιώματος που «επικυρώνεται» και «προστατεύεται» από το νόμο (βλ. π.χ. το «δικαίωμα» στην ιδιοκτησία), δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτή a priori ως ικανή συνθήκη για την κοινωνική συγκρότηση και τη θεμελίωση ενός εθελούσιου κοινωνικού δεσμού. Το σύμπτωμα, που φανερώνει την εγγενή αντίφαση της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας, τα εσαεί ασυμβίβαστα, ανταγωνιστικά συμφέροντα «πολίτη» και «ιδιώτη», δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να εκλογικευτεί. Εμμένει σθεναρά στην παθογενή φύση του ως απόρριμμα, αν και ρητώς δεν αναγνωρίζεται ποτέ σαν τέτοιο από τους κυβερνώντες, αντιθέτως, αποτελεί ένα θέμα προς συνεχή «διαπραγμάτευση» μέσα στο πλαίσιο της κορπορατιστικής αντίληψης για το κράτος.
Αναπόφευκτα, λοιπόν, πρώτιστο «καθήκον» του αναρχικού είναι να δρα με τέτοιο τρόπο, ώστε να διευρύνει και να διατηρεί πάση θυσία χαώδες το ρήγμα στις σχέσεις κυβερνητών και κυβερνώμενων, εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων, «κυρίων» και «δούλων», με στόχο να οξύνει τον ανταγωνισμό στα έσχατα όριά του: τη διάλυση της συγκεκριμένης κοινωνικής δομής και της καπιταλιστικής σχέσης. Μην υπακούοντας στις προσταγές του «δικαίου» των ισχυρών και των ιδιωτών, που ορίζεται πάνω στη βάση του αποκλεισμού και του μονοπωλίου, με πλήρη ασέβεια στην «έννομη τάξη» και την ηγεμονία, έχοντας εκ των προτέρων απόλυτη επίγνωση των συνεπειών αυτής της επιλογής, ο αναρχικός πραγματώνει αυτό που αρχικά φαίνεται παράδοξο: επιτίθεται καταστροφικά στην «κοινωνία», εννοούμενη ως απόλυτη αφαίρεση, για να διασώσει την κοινωνικότητα στη συγκεκριμένη βιοπρακτική, στη διαρκή επαναστατική πράξη της καθημερινότητας, στις αδιαμεσολάβητες ανθρώπινες σχέσεις: την ελευθερία, την ισότητα, τον αλληλοσεβασμό και την αλληλεγγύη.
Αυτή η επανεδαφικοποίηση της επιθυμίας μέσα στην καθημερινή ζωή, σημαίνει σε μια πρώτη φάση την απαγκίστρωση από την ιδέα της ιστορικής νομοτέλειας, από κάθε είδος ιστορικού πεπρωμένου, από κάθε τελεολογία. Σημαίνει επίσης τον αποφενακισμό του κοινωνικού σημαίνοντος ως «μεγάλου Άλλου», ως θεσμισμένης βίας η οποία νομιμοποιείται να επιβάλει καθολικά την κανονιστική προσταγή. Στη θέση μιας αλλότριας «κοινωνίας υπό το νόμο» (του θεού, του πατέρα, του κεφαλαίου, του κράτους), ο αναρχικός οραματίζεται την ελεύθερη και ισότιμη συνεργασία μέσα στην αυτόνομη συλλογικότητα. Και «αυτή η ελευθερία είναι μια διαρκής και χωρίς ανακωχή πάλη, ακόμη κι αν βρισκόμαστε σε μια αναρχική κοινωνία. Πάλη εναντίον αυτού που υφίσταται, του εδραιωμένου υπάρχοντος, προκειμένου να δοθεί χώρος σ' αυτό που δεν έχει εμφανιστεί ακόμη».[3]

[1] Eduardo Colombo, Είμαι αναρχικός!, μτφρ. Παναγιώτης Καλαμαράς, Ελευθεριακή Κουλτούρα - Το Μοναστήρι του Θελήματος 17, Αθήνα 2003, σ. 15.
[2] Μανόλης Λαμπρίδης [1975], Η σύγκρουση με το Νόμο ως έμπρακτη κριτική του Δικαίου και το συναίσθημα ενοχής, β΄ έκδ., Έρασμος, Αθήνα 2003, σ. 11-12.
[3] Eduardo Colombo, ό.π., σ. 14.

Παγκόσμια εκστρατεία νόμου και τάξης...

Του Χρόνη Πολυχρονίου
Πηγή: «Ελευθεροτυπία», 18-11-2009
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=103001

Κοινωνική πρόνοια και ποινική Δικαιοσύνη είναι οι δύο αιχμές μιας επίθεσης για τον έλεγχο των φτωχών και την υποταγή τους στις επιλογές που λειτουργούν εις βάρος τους, σύμφωνα με τον Γάλλο κοινωνιολόγο, Loic Wacquant.
[…] Ειδικευμένος στην αστική κοινωνιολογία, την αστική φτώχεια, τις φυλετικές ανισότητες και την εθνογραφία, ο καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια και συγγραφέας πολλών συγγραμμάτων, με τελευταίο το «Τιμωρώντας τους φτωχούς: Η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της κοινωνικής ανασφάλειας», μιλά στην «Ε» για μέσα και τεχνικές κοινωνικού ελέγχου.


Στο τελευταίο σας βιβλίο γράφετε ότι η κρατική κινητοποίηση για την επιβολή του νόμου και της τάξης εκτοξεύθηκε τα τελευταία 25 χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες και τώρα εξαπλώνεται με φρενήρεις ρυθμούς στην Ευρώπη. Ποιες συνθήκες οδήγησαν στην εμφάνιση αυτή της τάσης στις ΗΠΑ και γιατί η Ευρώπη γνωρίζει τώρα το ίδιο φαινόμενο;

Κατά τις τρεις δεκαετίες μετά την κορύφωση του κινήματος των Πολιτικών Δικαιωμάτων, οι ΗΠΑ εγκατέλειψαν το ρόλο του ηγέτη στην προοδευτική δικαιοσύνη, που θα έδειχνε στην ανθρωπότητα το δρόμο για "μια κοινωνία χωρίς φυλακή", και αναδείχθηκαν σε απόστολο της "μηδενικής ανοχής" στην αστυνόμευση, σε εμπνευστή της λογικής "Στις τρεις φορές καίγεσαι" και σε παγκόσμιο πρωταθλητή της φυλάκισης. Γιατί; Η συμβατική απάντηση είναι ότι αυτή η εκπληκτική εξάπλωση τις τιμωρίας ωθήθηκε από την αύξηση της εγκληματικότητας. Αντιθέτως όμως, στη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου η εγκληματικότητα σε πρώτη φάση σταθεροποιήθηκε και εν συνεχεία μειώθηκε. Σκεφτείτε αυτή την απλή στατιστική: οι ΗΠΑ είχαν το 1975 21 κρατουμένους για κάθε 10.000 "καταχωρισμένα εγκλήματα". Τριάντα χρόνια αργότερα είχαν 125 κρατουμένους για κάθε 10.000 εγκλήματα. Αυτό σημαίνει ότι, επί σταθερού αριθμού εγκλημάτων, το αμερικανικό κράτος επέβαλλε εξαπλάσιες ποινές.
Για να εξηγήσουμε αυτή την απότομη άνοδο, πρέπει να βγούμε από το περιοριστικό πλαίσιο "έγκλημα και τιμωρία" και να δώσουμε έμφαση στις έξω-ποινικές λειτουργίες των ποινικών θεσμών. Ανακαλύπτουμε λοιπόν ότι, υπό το φως των ταραχών στα γκέτο στη δεκαετία του '60, η αστυνομία και οι φυλακές χρησιμοποιήθηκαν για να συγκρατηθεί η αστική αποδιοργάνωση που προκλήθηκε από την οικονομική απορρύθμιση και να επιβληθεί η πειθαρχία της ανασφαλούς απασχόλησης στη βάση της ταξικής δομής. Αυτή η στροφή της ποινικής πολιτικής προς την αυστηρότερη τιμωρία δεν αποτελεί απάντηση στην εγκληματική ανασφάλεια, αλλά στην κοινωνική ανασφάλεια που προκάλεσαν ο κατακερματισμός της μισθωτής εργασίας και η διατάραξη της εθνοφυλετικής ιεραρχίας.
Μια παρόμοια τάση προς την ποινικοποίηση του αστικού περιθωρίου έχει σαρώσει τη Δυτική Ευρώπη με καθυστέρηση δύο δεκαετιών και με μια-δυο διαφοροποιήσεις. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, προικισμένες με μια ισχυρή κρατική παράδοση, χρησιμοποιούν το "μπροστινό άκρο" της ποινικής αλυσίδας -την αστυνομία- παρά το "πίσω άκρο" -τη φυλακή- προκειμένου να κάμψουν τις κοινωνικές αναταραχές και την απελπισία στις περιοχές χαμηλού εισοδήματος. Ο ασπασμός του νόμου και της τάξης είναι ισχυρότερος σε επίπεδο ρητορείας παρά σε επίπεδο πραγματικής πολιτικής. Κι έπειτα, αντί να κάνουν μια βάναυση στροφή από την κοινωνική στην ποινική διαχείριση της φτώχειας, οι χώρες της γηραιάς ηπείρου ενίσχυσαν και τα δύο, επεκτείνοντας ταυτοχρόνως την κοινωνική πρόνοια και την αστυνομική παρέμβαση. Αλλά τελικώς η κυρίαρχη τάση είναι παρόμοια: μια αναθεώρηση της δημόσιας πολιτικής με προσανατολισμό προς την τιμωρία, η οποία συνδυάζει το "αόρατο χέρι" της αγοράς με τη "σιδερένια γροθιά" του ποινικού κράτους.
Ο ενισχυμένος θεσμός της φυλακής που έχει προκύψει ως αποτέλεσμα έχει καταλήξει να υπηρετεί τρεις αποστολές που ελάχιστη σχέση έχουν με τον έλεγχο του εγκλήματος: (στόχοι του είναι) να αναγκάσει τα θραύσματα της μεταβιομηχανικής (κατακερματισμένης) εργατικής τάξης σε επισφαλή μισθωτή εργασία. Να "αποθηκεύσει" τα πιο διασπαστικά και περιττά στοιχεία. Και να επιβεβαιώσει την εξουσία του κράτους στον περιορισμένο τομέα που θέτει τώρα ως πεδίο ευθύνης του.

Συνδέεται η εκστρατεία νόμου και τάξης που βλέπουμε σήμερα σε πολλές δυτικές κοινωνίες με αλλαγές στην πολιτική πρόνοιας και στη μεταχείριση των φτωχών;

Η ξαφνική άνοδος και αποθέωση της τιμωρίας είναι μέρος μιας ευρύτερης αναδιάρθρωσης του κράτους, η οποία συνεπάγεται επίσης την αντικατάσταση του δικαιώματος στην κοινωνική πρόνοια από την υποχρέωση της αρχής της ανταποδοτικότητας της πρόνοιας (δηλαδή, την αναγκαστική συμμετοχή σε μια υποαμειβόμενη εργασία ως προϋπόθεση για τη λήψη κρατικής υποστήριξης). Ο περιορισμός της κοινωνικής αρωγής και η ενίσχυση των φυλακών αποτελούν τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, της πολιτικής αναδιάρθρωσης με βάση την επιβολή της τάξης σε κοινωνικό και αστικό επίπεδο.
Το 1971 οι Αμερικανοί κοινωνιολόγοι Frances Fox Piven και Richard Cloward έγραψαν ένα κλασικό έργο της κοινωνικής επιστήμης με τίτλο "Regulating the Poor" (Ρυθμίζοντας τη φτώχεια), στο οποίο πρότειναν η αρωγή προς τους φτωχούς να διαστέλλεται και να συστέλλεται μαζί με τους κύκλους της αγοράς εργασίας. Αυτό το μοντέλο λειτούργησε για μισό αιώνα, αρχής γενομένης από το Νιου Ντιλ. Όμως στην εποχή του "υπερκινητικού" κεφαλαίου και της ευέλικτης εργασίας, αυτή η κυκλική εναλλαγή έχει αντικατασταθεί από τη διαρκή συστολή της πρόνοιας και την απελευθέρωση μιας πρόθυμης να δουλέψει και φιλοπόλεμης ποινικής γραφειοκρατίας. Η μοναδική ελπίδα των φτωχών να τους αγκαλιάσει το κοινωνικό κράτος έχει υπερκεραστεί από τη ρύθμιση της φτώχειας από τη μια μέσω της πατερναλιστικής πράξης της περιοριστικής εφαρμογής της αρχής της ανταποδοτικότητας στην κοινωνική πρόνοια και από την άλλη μέσω της επέκτασης του "εγκλεισμού".
Στη δική μου εργασία χρησιμοποιώ την έννοια του γραφειοκρατικού πεδίου (του συνόλου των οργανισμών που προσδιορίζουν και διανέμουν τα δημόσια αγαθά) που έχει εισαγάγει ο Pierre Bourdieu, ώστε να συμπεριλάβω αυτές τις εξελίξεις στην κοινωνική πολιτική και την ποινική πολιτική σε ένα κοινό πλαίσιο ανάλυσης. Η κοινωνική πρόνοια, που επανέρχεται ως αρχή της ανταποδοτικότητας στην πρόνοια, και οι φυλακές, που στερούνται πλέον του προσχήματος της επανένταξης, συνιστούν τώρα ένα μοναδικό οργανωτικό πλέγμα που εκσφενδονίζεται στους φτωχούς, ενώ η κατανομή του ελέγχου γίνεται ανάλογα με το φύλο τους: η κοινωνική πρόνοια αναλαμβάνει τις γυναίκες και τα παιδιά, ενώ οι φυλακές αναλαμβάνουν τους άνδρες τους - που σημαίνει τους συζύγους, τους αδελφούς και τους γιους αυτών των γυναικών.

Λέτε λοιπόν ότι η κοινωνική πρόνοια και η ποινική Δικαιοσύνη είναι δύο πλευρές της πολιτικής που ασκείται έναντι των φτωχών...

Ναι, φυσικά. Ας θυμηθούμε πρώτα απ' όλα ότι η πρόνοια για τους φτωχούς και ο εγκλεισμός στις φυλακές έχουν κοινές ιστορικές καταβολές: επινοήθηκαν αμφότερα στον "μακρύ 16ο αιώνα" σε νομάδες που αποκόπηκαν από τους κοινωνικούς τους δεσμούς με το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, για να διδαχθούν την ηθική της μισθωτής εργασίας. Δεύτερον, το κοινωνικό προφίλ εκείνων που δέχονται κοινωνική αρωγή και των εγκλείστων (από την άποψη της τάξης, της εθνικότητας, της εκπαίδευσης, της στέγασης, της οικογένειας, του ιατρικού ιστορικού, της έκθεσης στη βία κτλ.) είναι περίπου ταυτόσημο, εκτός ίσως από τον παράγοντα του φύλου, που λειτουργεί αντεστραμμένος, καθώς αμφότεροι προέρχονται από τους ίδιους περιθωριοποιημένους τομείς της ανειδίκευτης εργατικής τάξης. Τρίτον, η αρχή της ανταποδοτικότητας στην κοινωνική πρόνοια και ο εγκλεισμός που δεν αποβλέπει στην επανένταξη, στηρίζονται στην ίδια φιλοσοφία του ηθικού συμπεριφορισμού και χρησιμοποιούν τις ίδιες τεχνικές ελέγχου, στις οποίες περιλαμβάνονται ο στιγματισμός, η επιτήρηση, οι ποινικές απαγορεύσεις και διαβαθμισμένες κυρώσεις για να "διορθώσουν" τη συμπεριφορά των πελατών τους. Καθεμιά από τις διαστάσεις αυτές έχει λάβει νέο νόημα υπό το νεοφιλελεύθερο κράτος.

Πώς ορίζετε το νεοφιλελεύθερο κράτος;

Οι οικονομολόγοι έχουν εισαγάγει μια έννοια του φιλελευθερισμού που τον εξισώνει με την κυριαρχία της "ελεύθερης αγοράς" και την επέλαση της "μικρής κυβέρνησης". Λοιπόν αυτή είναι η ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού, όχι η πραγματικότητά του. Η κοινωνιολογία του υφιστάμενου νεοφιλελευθερισμού αποκαλύπτει ότι εμπεριέχει την οικοδόμηση ενός κράτους-κενταύρου, φιλελεύθερου στην κορυφή και πατερναλιστικού στη βάση. Ο νεοφιλελεύθερος Λεβιάθαν ασκεί το laissez faire laissez passer έναντι των επιχειρήσεων και της ανώτατης τάξης, στο επίπεδο των αιτιών της ανισότητας. Είναι όμως άγρια παρεμβατικό και απολυταρχικό όταν καλείται να αντιμετωπίσει τις καταστρεπτικές συνέπειες της οικονομικής απορρύθμισης για όσους βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο του ταξικού φάσματος.
Έναντι της "ισχνής" αντίληψης των οικονομολόγων, προτείνω έναν "συμπαγή" κοινωνιολογικό χαρακτηρισμό του νεοφιλελευθερισμού, που προσθέτει τρία συστατικά στοιχεία στους νόμους της αγοράς: επιτηρητική εργασία, επιθετικό αστυνομικό και σωφρονιστικό μηχανισμό και το πολιτιστικό σχήμα λόγου της "προσωπικής ευθύνης" να κολλήσει όλα μαζί. Το "Τιμωρώντας τους φτωχούς" δείχνει ότι, όπως η επιτηρητική εργασία, το υπερτροφικό και υπερδραστήριο τιμωρητικό καθεστώς που ανόρθωσε η Αμερική για να περιορίσει τον απόηχο της κοινωνικής ανασφάλειας δεν είναι μια παράκαμψη από το νεοφιλελευθερισμό, αλλά ένα από τα συστατικά του στοιχεία.
Πέραν τούτου, ο αιτιολογικός σύνδεσμος μεταξύ του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού και της τιμωρητικής επέκτασης είναι φανερός εφόσον ιδωθεί σε διεθνές επίπεδο: δεν είναι τυχαίο ότι η Αγγλία διαπήδησε στην τάξη των ηγετών της φυλάκισης στη δυτική Ευρώπη υπό τον Μπλερ, ενώ η Χιλή διεκδίκησε τον τίτλο για τη Νότια Αμερική.

Επιχειρηματολογείτε στο τελευταίο έργο σας ότι η εκστρατεία για το νόμο και την τάξη υπό εξέλιξη είναι μια συμβολική έκθεση και τη συγκρίνετε με την πορνογραφία. Μπορείτε να μας εκθέσετε περαιτέρω την ιδέα;

Μία από τις προκλήσεις στο "Τιμωρώντας τους φτωχούς" είναι να ξεπεράσουμε την τελετουργική αντίθεση μεταξύ υλιστικών προσεγγίσεων, προερχομένων από τον Καρλ Μαρξ, και των συμβολικών προσεγγίσεων, που εμπνέονται από τον Εμίλ Ντέρκχαϊμ. Ο πρώτος βλέπει κοινωνική πρόνοια και ποινική δικαιοσύνη ως όργανα ταξικού ελέγχου, ενώ ο δεύτερος τα ερμηνεύει ως οχήματα για επικοινωνιακές νόρμες και δέσμευση κοινωνιών. Στην πραγματικότητα, η φυλακή είναι αρκετά πολύπλοκο ίδρυμα ώστε να λειτουργεί και στις δύο παραμέτρους αμοιβαία ή διαδοχικά.
Είναι βασικό να λάβουμε υπόψη τις συμβολικές διαστάσεις της τιμωρίας σε μια εποχή όπου η τιμωρητική πολιτική οδηγείται όλο και περισσότερο από θεωρητικές εκφράσεις σε κατάσταση αμόκ. Η καταπολέμηση του εγκλήματος έχει παντού μεταλλαχθεί σε ένα γκροτέσκο θέατρο αστικής ηθικής όπου εκλεγμένοι αξιωματούχοι χρησιμοποιούν για να σκηνοθετήσουν την αρσενική τους πυγμή και να λοιδορήσουν τους "ανάξιους" φτωχούς, όπως και να υποστηρίξουν το έλλειμμα της νομιμότητας από το οποίο πάσχουν όταν εγκαταλείπουν την προστατευτική αποστολή του κράτους στο κοινωνικό και οικονομικό μέτωπο. Οι πολιτικοί υπεραμύνονται μέτρων -όπως απαγορεύσεις κυκλοφορίας για τους νέους, αυτόματες επιβολές ισοβίων για αμετανόητους εγκληματίες ή δεμένους μαζί κρατουμένους με ριγωτές στολές- τα οποία είναι εντελώς άνευ αξίας από την πρακτική άποψη της μείωσης της εγκληματικότητας, όσο αυτά βολεύουν στο να γεννούν συναισθήματα εκδίκησης και στο να δραματοποιούν το όριο μεταξύ "ημών" των νομοταγών εργαζόμενων οικογενειών και "αυτών" του αποκρουστικού υποκόσμου.
Η πυρετώδης εκστρατεία να μπουν στη μαύρη λίστα και να εξοριστούν οι σεξουαλικοί εγκληματίες, για παράδειγμα, είναι ακατανόητη από την αυστηρή άποψη του λογικού ελέγχου της εγκληματικότητας. Η διάχυση θεσπισμάτων όπως ο "Megan's Law"* ακριβώς όταν ο δείκτης σεξουαλικών εγκλημάτων πέφτει, δεν βγάζει νόημα με όρους οργανικής λογικής, από τη στιγμή που θέτει πρώην σεξουαλικούς εγκληματίες υπό επαναλαμβανόμενη ταπείνωση, τους ωθεί στην παρανομία και συνεπώς αυξάνει τις πιθανότητες να υποτροπιάσουν. Αλλά έχει νόημα για τα καλά εάν υπολογίσεις ότι με το να μεταχειρίζεσαι σεξουαλικούς εγκληματίες ως ανήθικα σκουπίδια που πρέπει να φυλακίζονται, εκτοπίζει το συλλογικό άγχος από τη δουλειά, την οικογένεια και τη σεξουαλικότητα προς την κατεύθυνση των παραβιαζόντων το νόμο και, συμβολικά, τσιμεντώνει την ηθική ενότητα εκείνων που αυτοπροσδιορίζονται από την αντίθεσή τους προς αυτούς.

* Νόμος της Πολιτείας της Καλιφόρνια του 2004 που μεταξύ άλλων πληροφορεί κάθε ενδιαφερόμενο (και μέσω ιστοσελίδας) για τις κινήσεις κάθε καταδικασμένου για σεξουαλικά εγκλήματα στο παρελθόν. Ο «Νόμος της Μέγκαν» ονομάστηκε έτσι εις μνήμην της 7χρονης Μέγκαν Κάνκαν από το Νιου Τζέρσεϊ, την βίασε και σκότωσε υπότροπος παιδεραστής που είχε μόλις μετακομίσει στη γειτονιά της.

Για τα κατεχόμενα Εξάρχεια

Το νέο δόγμα για την «προστασία του πολίτη» επιτάσσει σε κάθε γωνία να υπάρχει αστυνομία, να ελέγχει όσες και όσους κινούνται και συγκεντρώνονται στον δημόσιο χώρο. Ο Χρυσοχοΐδης, ο οποίος επανήλθε πέντε χρόνια μετά στη θέση που τον ανέδειξε, θέλει να επιβεβαιώσει τη φήμη που τον συνοδεύει. Φοράει τον ίδιο τριμμένο μανδύα που ξέραμε, του έχουν δώσει απλώς νέο όνομα. Δήλωσε εξ αρχής με πυγμή ότι δεν πρόκειται να ανεχτεί «καθεστώς ανομίας» στην πόλη. Φρόντισε συνάμα να προσθέσει το απαραίτητο δημοκρατικό επίχρισμα στην αυταρχική πολιτική του. Διάνθισε τις άτεγκτες προθέσεις του με μια πομπώδη καταδίκη της αυθαιρεσίας και της κατάχρησης εξουσίας που με τόσο ζήλο επιδεικνύουν σε κάθε ευκαιρία τα όργανα της τάξης, εξαγγέλλοντας αναδιάρθρωση των σωμάτων ασφαλείας, με στόχο την αποκατάσταση των σχέσεων με τον πολίτη. Και με αφορμή την περιορισμένης κλίμακας επίθεση σε υποκαταστήματα τραπεζών στη Χαριλάου Τρικούπη από ομάδα αγνώστων την προηγούμενη Πέμπτη, έσπευσε να θέσει σε εφαρμογή το δόγμα του.
Αυτό που συμβαίνει καθημερινά από το βράδυ της προηγούμενης Πέμπτης στα Εξάρχεια είναι η επιβολή του ολοκληρωτικού αστυνομικού κράτους σε τοπική κλίμακα. Ολόκληρη γειτονιά βρίσκεται, κατά χρονικά διαστήματα που ποικίλουν σε διάρκεια, αποκλεισμένη από ισχυρότατες αστυνομικές δυνάμεις, οι οποίες παραταγμένες σε καίρια σημεία εμποδίζουν την ελεύθερη μετακίνηση και παραμονή στην περιοχή. Την ίδια ώρα εφαρμόζονται εκτεταμένοι έλεγχοι στους δρόμους, στην πλατεία, στο αυτοδιαχειριζόμενο πάρκο πρώην πάρκιγκ και στα γύρω μαγαζιά. Έλεγχος στοιχείων, σωματικές έρευνες, εξευτελισμοί, «τσαμπουκαλίδικη» συμπεριφορά, καψόνια κ.λπ., κ.λπ. Ακολουθούν προσαγωγές «υπόπτων» στη ΓΑΔΑ (ορισμένοι εκ των οποίων σύμφωνα με μαρτυρίες βρέθηκαν κρατούμενοι στα κελιά της αντιτρομοκρατικής!) και στο τοπικό αστυνομικό τμήμα για «εξακρίβωση». Στο αστυνομικό δελτίο, παρόλα αυτά τα εντυπωσιακά, έχουν καταγραφεί πενιχρά αποτελέσματα έως τώρα: ελάχιστες συλλήψεις για μικροπαραβάσεις του νόμου «περί ναρκωτικών ουσιών», του αγορανομικού και υγειονομικού κώδικα και κάποιοι «λαθρομετανάστες».
Η διαβόητη «επικίνδυνη ζώνη», το «άβατο των Εξαρχείων», είναι τις τελευταίες μέρες μια προσωρινή κατεχόμενη ζώνη, έχει τεθεί προς το παρόν υπό την αυστηρή επιτήρηση των αστυνομικών ορδών, υπό το άγρυπνο μάτι του κράτους – η αποτελεσματικότητα όμως μιας τέτοιας επέμβασης είναι τουλάχιστον αμφιλεγόμενη.
Η απόδοση συλλογικής ευθύνης σε όλους εμάς που ζούμε, κινούμαστε, συχνάζουμε ή εργαζόμαστε στα Εξάρχεια, και η αντιμετώπισή μας συλλήβδην ως υπόπτων (για ποια εγκλήματα άραγε;) φανερώνει την ολοκληρωτική αντίληψη του φουριόζου υπουργού. Ξεχνά όμως, πως όποτε το κράτος υποτίμησε τους αγώνες για το δικαίωμα στην πόλη και προσπάθησε να επιβάλει αυταρχικές πολιτικές αστυνόμευσης του δημόσιου χώρου βρέθηκε αντιμέτωπο με την οργή, όχι μόνο των «περιθωριακών ομάδων» αλλά σύσσωμου του συλλογικού κοινωνικού κινήματος.
Εφόσον ο κύριος υπουργός έχει όπως ισχυρίζεται φίλους στον αντιεξουσιαστικό-αναρχικό χώρο, θα έπρεπε να γνωρίζει από τις συνομιλίες του μαζί τους ότι, παρά τις όποιες θεμελιώδεις διαφωνίες που μπορεί να υπάρχουν γύρω από το θέμα της βίας, δεν θα βρεθεί ούτε μία/ένας σε αυτόν το χώρο που θα παρέμενε απαθής μπροστά στην αποτρόπαια αστυνομοκρατία. Τα αντιεξουσιαστικά ανακλαστικά τίθενται αυτομάτως σε λειτουργία όταν το κράτος αυθαιρετεί, ενώ σε κάθε περίπτωση δημιουργείται το κατάλληλο κλίμα για έναν νέο κύκλο έντασης και συγκρούσεων, που ακόμα κι αν δεν ξεσπάσουν άμεσα θα είναι αναμφίβολα σφοδρές όταν έρθει η ώρα τους.
Βία δεν ασκεί το κράτος μόνον όταν τα κλομπ των μπάτσων σπάζουν κεφάλια αλλά και όταν πιο «ήπιες» απόπειρες επιβολής του «νόμου και της τάξης» περιορίζουν αισθητά την ελευθερία και το δικαίωμα στην πόλη. Βία επίσης ασκεί το κράτος όταν, στο όνομα της καπιταλιστικής ανάπτυξης (που τώρα βαφτίστηκε «πράσινη»), των «δημοκρατικών ελευθεριών», του «κοινού καλού» ή/και του «εθνικού συμφέροντος», προσπαθεί να επιβάλει τη συναίνεση με τους όρους της κυριαρχίας.
Η αλλαγή της ονομασίας τού μέχρι πρότινος υπουργείου Δημοσίας Τάξεως, που τώρα ονομάστηκε «Προστασίας του Πολίτη», θέλει να επικυρώσει προφανώς τη «δημοκρατική ευαισθησία» και το «εκσυγχρονιστική αντίληψη» της νέας, «σοσιαλιστικής» διακυβέρνησης στα θέματα της ασφάλειας. Στην πραγματικότητα όμως σηματοδοτεί την ουσιαστική, και εν πολλοίς αναμενόμενη σύγκλιση της «σοσιαλιστικής» πολιτικής της κυβέρνησης προς τις άκρως επικίνδυνες παραδοχές περί «εσωτερικού εχθρού» των συντηρητικών ιδεολογικών (δήθεν) αντιπάλων της. Η μετονομασία του υπουργείου δηλώνει ρητώς ότι το κράτος πρέπει να εγγυάται την «προστασία του πολίτη» απέναντι σε κάποιον άλλον που εκπροσωπεί τον «κίνδυνο», όπως κι αν αποκαλείται ο «κίνδυνος» αυτός: «εγκληματικότητα», «λαθρομετανάστευση», «τρομοκρατία», προσφάτως δε, από τα χείλη του υπουργού βαφτίστηκε «χουλιγκανισμός» και «βανδαλισμός». Δεν μιλάμε φυσικά για τον «εξωτερικό εχθρό»! Αφού δεν πρόκειται για την «άμυνα της χώρας», λοιπόν, παρά για την αστική ασφάλεια, ο «επικίνδυνος άλλος», από τον οποίο πρέπει να «προστατευτεί ο πολίτης», τοποθετείται αυτονόητα εντός της επικράτειας της ισχύος του κράτους, εκτός όμως της ευνομούμενης κοινωνίας, σε μια ιδιαίτερη κατάσταση εξαίρεσης, όπου τα δικαιώματα που παραχωρεί στους πολίτες του το κράτος τελούν υπό αίρεση ή παύουν να ισχύουν. Εκτός νόμου καμία προστασία δεν εξασφαλίζεται, κανένα δικαίωμα δεν αναγνωρίζεται. Άρνηση του νόμου σημαίνει άρνηση της κοινωνίας. Όσοι επιλέγουν να αψηφήσουν το νόμο, αψηφούν την ίδια την κοινωνία, ως ανώτατη μορφή της οποίας εμφανίζεται το κράτος. Η κεντρική εξουσία θέλει να τους εξοβελίσει στο κοινωνικό περιθώριο για να τους απομονώσει και να τους εξοντώσει πιο εύκολα, έχοντας φυσικά πάντοτε κατά νου την «προστασία του πολίτη». Ο «επικίνδυνος άλλος», ο «εκτός νόμου», εκείνος που απειλεί τη συνοχή της κοινωνίας, είναι μη πολίτης, είτε κυριολεκτικώς –όπως π.χ. οι πρόσφυγες και οι μετανάστες χωρίς χαρτιά–, είτε συμβολικώς – π.χ. εκείνοι που δεν αυτοπεριορίζονται στην ιδιότητα του πολίτη που τους παραχωρείται, αντιθέτως την καταγγέλλουν ως μια αντιφατική αστική έννοια η οποία, αναφερόμενη στα «ανθρώπινα δικαιώματα» και την «κοινωνία των πολιτών», προσδίδει θεσμική επίφαση στην κυριαρχία και εκβιάζει τη συναίνεση, τη συμμόρφωση όλων στην «κανονικότητα». («Η πολιτική απελευθέρωση είναι μερική και περιορισμένη γιατί, ελεύθερος σαν πολίτης, ο άνθρωπος σαν ιδιώτης μένει δούλος των απάνθρωπων συνθηκών, που κυριαρχούν στην καπιταλιστική κοινωνία.»[1])
Αυτό το μη χειραγωγούμενο από το κατεστημένο πολιτικό σύστημα πλήθος των «παραβατών» δεν είναι, όπως οι μεγαλόσχημοι νομίζουν, μια ρυτίδα στη λεία επιφάνεια της κανονικότητας, που μπορούν να την εξαλείψουν με ένα απλό λίφτινγκ – με την αλλαγή του ονόματος ενός υπουργείου ή με την «αλλαγή» της νοοτροπίας των μπάτσων. Είναι ένα πολύμορφο κοινωνικό κίνημα που ούτε στο περιθώριο μπαίνει, ούτε καταστέλλεται.

1. Κώστας Παπαϊωάννου, Η γένεση του ολοκληρωτισμού. Οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική επανάσταση, δ΄ έκδ., Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2008, σ. 193.

Γνώση, νέες μορφές αξιοποίησης και «κοινωνική συνείδηση»

Ο τίτλος του ρεπορτάζ στην εφημερίδα Η Καθημερινή είναι λιτός και περιγραφικός: «Το success story δύο νέων επιστημόνων».[1] Διαβάζοντας ωστόσο το ρεπορτάζ, διαπιστώνουμε ότι ο τίτλος είναι και παραπειστικός. Οι δύο νέοι είναι πράγματι επιστήμονες, αυτή τους η ιδιότητα, ωστόσο, δεν μοιάζει να είναι η αιτία της επιτυχία τους, ούτε αφορμή για το ρεπορτάζ. Περιμέναμε να πληροφορηθούμε για τα επιτεύγματα των δύο νέων στον επιστημονικό τους κλάδο, την πληροφορική, αντί αυτού μαθαίνουμε για την πραγματικά έξυπνη, καινοτόμο επιχειρηματική ιδέα που έχουν υλοποιήσει με επιτυχία, χρησιμοποιώντας τις επιστημονικές γνώσεις και την τεχνική κατάρτισή τους.
Πρόκειται για το AthensBook, μια εφαρμογή που, σύμφωνα με το δημοσίευμα, αξιοποιεί «τις δυνατότητες του iPhone για να βρίσκεις ό,τι θέλεις στην περιοχή που είσαι εκείνη τη στιγμή».[2] Πρόκειται, με άλλα λόγια, για έναν διαδραστικό, εμπλουτισμένο με χρήσιμες πληροφορίες χάρτη της πόλης, που εντοπίζει συγκεκριμένα σημεία, π.χ. βενζινάδικα, φαρμακεία, νοσοκομεία, ATM κ.λπ., λαμβάνοντας υπόψη τη θέση του χρήστη, τον «προσανατολισμό» του. Η χρησιμότητα της υπηρεσίας επιβεβαιώνεται από την ανταπόκριση που έχει στους Αθηναίους χρήστες του iPhone, καθώς και από την πρόσφατη επέκτασή της στη Θεσσαλονίκη (ThesBook), όπως μας πληροφορεί το ρεπορτάζ, η επίγευση του οποίου μπορεί να συνοψιστεί στην εξής φράση: η επιστημονική ευφυΐα υποκλίνεται μπροστά στο επιχειρηματικό δαιμόνιο και ακόμα παραπέρα, στο καθαρό επιχειρηματικό συμφέρον.
Το ότι το εν λόγω ρεπορτάζ δεν δημοσιεύτηκε στο οικονομικό ένθετο της εφημερίδας, όπως θα άρμοζε με αμιγώς δημοσιογραφικά κριτήρια, αλλά μπήκε στο τμήμα «Τέχνες και Γράμματα», ήταν προφανώς μια συνειδητή επιλογή που στόχο είχε να προσδώσει στο «success story» των δύο νεαρών επιστημόνων-επιχειρηματιών ένα συγκεκριμένο «θετικό μήνυμα» με σαφείς ιδεολογικές αποχρώσεις από την πλούσια χρωματική παλέτα του νεοφιλελευθερισμού, μετατοπίζοντας το βάρος από την εμπορική εκμετάλλευση στη «δημιουργική ικανότητα», τη «γνώση», την «καινοτομία» και την «κοινωνική συνείδηση». Τα όσα αναφέρονται στο ρεπορτάζ αφορούν μια δήθεν θεμιτή επιδίωξη συμφέροντος στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης οικονομίας, σε αντίθεση με τις ευρέως διαδεδομένες οπορτουνιστικές επιχειρηματικές πρακτικές. Γινόμαστε έτσι μάρτυρες της νεκρανάστασης του ηρωικού entrepreneur, του καινοτόμου επιχειρηματία που θα υλοποιήσει με κάθε κόστος το πρωτοπόρο όραμά του, ανοίγοντας νέους δρόμους για την κοινωνία, ένα είδος κινητήριας δύναμης που εμψυχώνει τη συνολική ευημερία και την πρόοδο. Σε αυτό το μήκος κύματος, το ρεπορτάζ διευρύνει κατά το δοκούν τη σημασία του εν λόγω εγχειρήματος, προσδίδοντάς του δυσανάλογη βαρύτητα και σπουδαιότητα, προκειμένου να γίνει σαφές πως δεν πρόκειται απλώς για μια νέα επιχείρηση, αλλά για κάτι περισσότερο, για ένα λαμπρό δείγμα του νέου επιχειρηματικού ήθους της αναδυόμενης «δημιουργικής τάξης». Η παρουσίαση της επιχειρηματικής δράσης των δημιουργών του AthensBook υπερβαίνει τεχνηέντως το ιδιωτικό όφελος και εξαπλώνεται εμφατικά στην κοινωνία. «Τα δύο αυτά νέα παιδιά», διαβάζουμε, «μας θυμίζουν αυτό που ήδη συμβαίνει εκτός Ελλάδας: η συσσώρευση παιδείας και μόρφωσης φτιάχνει ένα νέο είδος επιχειρηματικότητας, ανεξάρτητης, αδιαμεσολάβητης και κοινωνικά συνειδητής».[3] Να πώς η καπιταλιστική οικονομία, εξοπλισμένη με τα εργαλεία της γνώσης, γίνεται το εργαστήριο της νέας ηθικής!
Σε μία και μόνο φράση συμπυκνώνεται το νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα της «οικονομίας της γνώσης», το οποίο, παραβλέποντας το πώς η γνώση και η καινοτομία εμφανίζονται στην παραγωγική διαδικασία ως σταθερό κεφάλαιο, συνδέει άμεσα την παιδεία και τη γνώση με την ελεύθερη αγορά και τονίζει τη σημασία της καινοτομίας για την ανάπτυξη. Με αυτή τη λογική, αν και το γνωστικό κεφάλαιο είναι συλλογικά παραγόμενο και, με αυτή την έννοια, κοινό, πρέπει να μεταβιβάζει την αξία του στα εξατομικευμένα εμπορεύματα για να είναι κοινωνικά ωφέλιμο. Η ιδιοποίηση του γνωστικού κεφαλαίου νομιμοποιείται ως παράγοντας ανάπτυξης που επιφέρει τη γενική ωφέλεια. Όπως υποστηρίζει και ο βουλευτής της ΝΔ στη Β΄ Αθηνών Κυριάκος Μητσοτάκης, «είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε ότι η έρευνα και η καινοτομία δεν είναι απλά μια ακαδημαϊκή δραστηριότητα με θεωρητικό περιεχόμενο, αλλά πρέπει να αποκτήσει πλέον και συγκεκριμένο πρακτικό στόχο. [...] Η ίδια η κοινωνία πρέπει να ξεφύγει από την προκατάληψη ότι η πανεπιστημιακή έρευνα είναι ασυμβίβαστη με την υγιή επιχειρηματική δράση. Η επενδυτική αξιοποίηση των προϊόντων της έρευνας δεν είναι αμάρτημα».[4]
Ανάλογες νεοφιλελεύθερες παραδοχές βρίσκονται στα θεμέλια της αντίληψης για το ποιόν της «κοινωνικής συνείδησης», η οποία υποτίθεται πως χαρακτηρίζει αυτό το «νέο είδος επιχειρηματικότητας», την οποία προβάλει με ενθουσιασμό το ρεπορτάζ: «Κάτοχοι υψηλής και εξειδικευμένης παιδείας και οι δύο, μοιράζονται την κουλτούρα του επιχειρηματικού start up, και αποφασίζουν να στρέψουν την ενέργειά τους στη δημόσια σφαίρα διαθέτοντας το νέο τους προϊόν εντελώς δωρεάν. Χωρίς διαμεσολαβητές, κατ' ευθείαν στην κοινωνία [sic!]. Η Apple τους παρείχε τα εργαλεία και αυτό που έκαναν ήταν να δουλέψουν εντατικά για τέσσερις μήνες».[5]
Τα επιχειρήματα που υποστηρίζουν την «κοινωνική συνείδηση» των δύο επιστημόνων-επιχειρηματιών είναι ότι το νέο προϊόν τους διατίθεται «εντελώς δωρεάν», «χωρίς διαμεσολαβητές, κατ' ευθείαν στην κοινωνία». Μια απλή ανάγνωση όμως του ρεπορτάζ επιβεβαιώνει πως τίποτα από αυτά δεν ισχύει, παρά μόνο με έναν πολύ ιδιόμορφο τρόπο και μια ιδεολογικά στιγματισμένη αντίληψη τού τι μπορεί να σημαίνουν οι έννοιες «δωρεάν», «διαμεσολάβηση» και «κοινωνία». Μια πιο προσεκτική ανάγνωση θα καταστήσει σαφές ότι το εμπόρευμα (το προϊόν που έχει ανταλλακτική αξία και αποφέρει κέρδος) δεν είναι η ίδια εφαρμογή που δημιούργησαν οι δύο νέοι επιστήμονες-επιχειρηματίες με τη βοήθεια της Apple, αλλά οι χρήστες της.
Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Στόχος μας είναι να αναλύσουμε το AthensBook ως διαδικασία παραγωγής (χρηστικής) αξίας και πώς αυτή μετατρέπεται σε διαδικασία αξιοποίησης, δηλαδή παραγωγής ανταλλακτικής αξίας και άντλησης κέρδους.
Το AthensBook είναι μια υπηρεσία που παρέχεται «δωρεάν», «κατ' ευθείαν στην κοινωνία» (εννοεί προφανώς τους χρήστες και τους δυνάμει χρήστες του iPhone, μια «κοινωνία» που εδραιώνεται πάνω στην πλατφόρμα της Apple...). Όμως, αυτό γίνεται αποκλειστικά μέσω μιας ακριβής συσκευής, για την οποία ο χρήστης της πληρώνει μηνιαία συνδρομή προκειμένου να έχει δικαίωμα πρόσβασης στις όποιες «δωρεάν» υπηρεσίες αυτή προσφέρει. Ήδη το «δωρεάν» αποκτάει κάποιο κόστος – η χρήση της εφαρμογής είναι δωρεάν, όχι όμως και η πρόσβαση σε αυτήν. Πρέπει να διαθέτεις iPhone και σύνδεση, να είσαι μέλος μιας πραγματικά ανοιχτής, δημοκρατικής «κοινωνίας», με την έννοια ότι δεν εξαιρεί από τους κόλπους της κανέναν που πληρώνει. Εκτός από αυτή τη διαμεσολάβηση χρεώσεων που καταρρίπτει το επιχείρημα περί «εντελώς δωρεάν» χρήσης, η ίδια η εφαρμογή έχει «γραφτεί» με τον κώδικα της Apple και είναι «κλειδωμένη». Άρα δεν πρόκειται για ελεύθερο λογισμικό, και με αυτή την έννοια η εφαρμογή είναι ελεγχόμενη από μια πολυεθνική εταιρία (δηλαδή διαμεσολαβημένη και πάλι) και από την ισχύουσα νομοθεσία περί πνευματικών δικαιωμάτων, δεν ελέγχεται πραγματικά από τους τελικούς χρήστες της. Δεν είναι καν μια «ανοιχτή καινοτομία», ένα εργαλείο, το οποίο θα μπορούσαν και άλλοι να χρησιμοποιήσουν για να αναπτύξουν τις δικές τους καινοτομικές ιδέες. Είναι απλώς μια «υπηρεσία».
Υπάρχει ακόμα άλλη μια μικρή, αν και όχι ασήμαντη λεπτομέρεια, που μας διαφεύγει μέσα στον ενθουσιασμό, καθώς όλα όσα αναφέρονται στο ρεπορτάζ ηχούν στ' αυτιά μας σαν παιάνας προόδου, και –αλλοίμονο!– ποιος δεν θέλει να συνταχτεί με την πρωτοπορία της ανάπτυξης. Στην ευτοπία που μας παρουσιάζεται εδώ με υπερβάλλοντα ζήλο, κάποιοι μοιράζουν «εντελώς δωρεάν» προϊόντα «κατ' ευθείαν στην κοινωνία» και κάποιοι άλλοι παρέχουν τα μέσα και τα εργαλεία για ελεύθερη χρήση στους παραγωγούς. Αν όμως είναι όλα «δωρεάν» και «χωρίς διαμεσολαβητές», όπως διατείνεται το ρεπορτάζ, και εφόσον ξέρουμε ότι η αξία της εφαρμογής προήλθε από την εντατική εργασία των δύο επιστημόνων επί τέσσερις μήνες, προκύπτει το εύλογο ερώτημα πώς αυτή η εργασία αξιοποιείται, με άλλα λόγια, πώς μετατρέπεται σε χρήμα. Διότι, από την έλλειψη άμεσης χρηματικής συναλλαγής μεταξύ χρηστών και δημιουργών της εφαρμογής, δεν επιβεβαιώνεται παρά μόνο η εμμένουσα εκκρεμότητα ενός πολύ σοβαρού ζητήματος, το οποίο με έμφαση επισημαίνει ο ένας εκ των δύο επιστημόνων-επιχειρηματιών λέγοντας, «θέλαμε να προσφέρουμε κάτι δωρεάν, αλλά προφανώς πρέπει να προβλέψεις πόρους για τη βιωσιμότητα της εφαρμογής».[6] Όπερ σημαίνει, ότι πρέπει κάποιος να πληρώνει για να συνεχίσει να υπάρχει και να αναπτύσσεται η εφαρμογή, να πληρώνει δηλαδή το κόστος, την εργασία που δαπανάται για την ανάπτυξη και τη συντήρησή της. Και εφόσον αυτός ο κάποιος δεν είναι οι χρήστες (τουλάχιστον όχι άμεσα, αφού η συγκεκριμένη εφαρμογή προσφέρεται σε αυτούς «δωρεάν»), ούτε φυσικά η Apple, θα πρέπει να υπάρχει κάποιος άλλος που πληρώνει. Και αυτός ο κάποιος προφανώς υπάρχει, ωστόσο φαίνεται πως πληρώνει όχι ακριβώς για την ίδια την εφαρμογή (δεν τον ενδιαφέρει καν αυτή καθαυτή ως αξία χρήσης), αλλά για τους χρήστες της, και συγκεκριμένα για την συγκεντρωμένη προσοχή τους.
Αυτό γίνεται ακόμη πιο ξεκάθαρο αν το προηγούμενο συμπέρασμα αναδιατυπωθεί ως πιθανή απάντηση στο φαινομενικά παράδοξο ερώτημα: ποιο είναι το προϊόν και, κυρίως, ποιο είναι το εμπόρευμα στη συγκεκριμένη περίπτωση;
Για τον τελικό χρήστη το προϊόν είναι ξεκάθαρα η εφαρμογή. Δεν είναι όμως εμπόρευμα για τους δημιουργούς της, δεν έχει ανταλλακτική αξία, αφού ο χρήστης την αποκτάει δωρεάν. Αν εξετάσουμε καλύτερα την όλη διαδικασία, αναλύοντάς την στα διάφορα στάδιά της, θα διαπιστώσουμε ότι η εφαρμογή είναι για τους δημιουργούς της ένα ενδιάμεσο μόνο προϊόν, ένα ειδικό εργαλείο που παρήγαγε η ζωντανή εξειδικευμένη εργασία που κατέβαλαν χρησιμοποιώντας τα μέσα που τους πρόσφερε το κεφάλαιο, η Apple («Οι εταιρείες και οι κυβερνήσεις», όπως γράφει ο Economist, «μπορούν να βρουν την καινοτομία μέσα σε κάθε άνθρωπο· απλώς χρειάζεται να την ελευθερώσουν.»[7]) Το εργαλείο αυτό είναι έτσι σχεδιασμένο ώστε να διαμορφώνει το τελικό προϊόν, να το μετατρέπει σε εμπόρευμα με ανταλλακτική αξία, το οποίο μπορεί να πουληθεί, αποφέροντας έσοδα και κέρδος. Το τελικό αυτό προϊόν (εμπόρευμα) είναι οι χρήστες της εφαρμογής, συγκροτημένοι σε μια ευρυνόμενη «πελατειακή βάση», και οι καταναλωτές οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να αγοράσουν αυτό το εμπόρευμα, είναι οι διαφημιζόμενες τοπικές επιχειρήσεις. Με λίγα λόγια, οι δύο επιστήμονες-επιχειρηματίες κατασκεύασαν ένα εργαλείο (εφαρμογή), με πολύ χαμηλό κόστος παραγωγής για τους ίδιους (διότι χρησιμοποίησαν ήδη έτοιμα προηγμένα εργαλεία, σαν την πλατφόρμα του iPhone, δωρεάν, όπως επίσης και το συλλογικό γνωστικό κεφάλαιο), για να διαμορφώνουν με αυτό το εργαλείο το προς πώληση εμπόρευμα, δηλαδή τους χρήστες της εφαρμογής, στους υποψήφιους πελάτες, τις διαφημιζόμενες επιχειρήσεις.
Από τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η αξιοποίηση της εφαρμογής γίνεται μέσα στο πλαίσιο της «οικονομίας της προσοχής». Όταν η πληθώρα των μηνυμάτων και των διακινούμενων πληροφοριών είναι ταχύτατη και σε συνεχή ροή μέσω των δικτύων, η δυνατότητα εστίασης και επικέντρωσης της προσοχής είναι χαμηλή. Στη διάχυση αυτή των πληροφοριών αποτυπώνεται η κρίση του φορντισμού και της μονόδρομης σχέσης πομπού-δέκτη που εγκαθίδρυσαν τα μαζικά μέσα ενημέρωσης κατευθύνοντας την προσταγή της μαζικής κατανάλωσης. Στο διαφορετικό πλαίσιο της ευέλικτης παραγωγής, η απόσπαση της προσοχής των καταναλωτών είναι σημαντικός παράγοντας της διακίνησης και διανομής των (υλικών και άυλων) προϊόντων. Μπορούμε να δούμε τώρα ξεκάθαρα ποια είναι η καινοτομία της εφαρμογής. Ο πολύ συγκεκριμένος «εντοπισμός» δεν λειτουργεί μόνο από την πλευρά του χρήστη, δεν «προσανατολίζει» μόνο αυτόν σε σχέση με ό,τι αναζητά. Καθιστά και τον ίδιο ένα «σημείο» που «εντοπίζεται» από τον διαφημιζόμενο επιχειρηματία. Δίνεται έτσι στον τελευταίο η ευκαιρία να απευθυνθεί κατευθείαν στον ενδιαφερόμενο, χωρίς τη διάχυση και τον «λευκό θόρυβο» των παραδοσιακών μέσων, τον βόμβο που παρεμβάλλεται και προκαλεί σύγχυση στα διακριτά μηνύματα, μειώνοντας σημαντικά τις πιθανότητες απόσπασης της προσοχής των δυνάμει καταναλωτών/χρηστών. Μια «από τις σημαντικότερες καινοτομίες του AthensBook», όπως μαθαίνουμε από τους δημιουργούς της εφαρμογής, είναι η «στοχευμένη τοπικά διαφήμιση».[8] Πράγματι, η δυνατότητα του στοχευμένου μάρκετινγκ είναι το όνειρο κάθε διαφημιστή, να ψιθυρίσει στο αυτί του καθενός ξεχωριστά αυτό που πιστεύει ότι θα ήθελε να ακούσει. Και είναι πασιφανές ότι το στοχευμένο μάρκετινγκ βρίσκει στο AthensBook την πιο δυναμική μορφή του, την άμεση και απευθείας σύνδεση ζήτησης-προσφοράς, βασισμένη στον παράγοντα της εντοπισμένης χωρικής συγκυρίας, που μπορεί να κατευθύνει τη ζήτηση συνδέοντάς την σε πραγματικό χρόνο με την προσφορά. Η δυνατότητα αυτή, προσδίδει αξία χρήσης στους ίδιους πια τους χρήστες της εφαρμογής. Έτσι, η μία κατεύθυνση του εντοπισμού (σημείο) παρέχεται «δωρεάν», η δεύτερη (χρήστης) πωλείται, ή πιο σωστά «ενοικιάζεται» στους διαφημιζόμενους.
Το AthensBook, λοιπόν, δεν προσφέρει απλώς μια «ουδέτερη» δωρεάν υπηρεσία· λειτουργεί αμφίδρομα, οργανώνοντας ταυτόχρονα τους όρους και τις συνθήκες παραγωγής αξίας. Η διαδικασία αξιοποίησης είναι ενσωματωμένη στο εργαλείο-εφαρμογή, έχει προβλεφθεί από τον ίδιο τον σχεδιασμό του. Πρέπει, ωστόσο, να ενεργοποιηθεί, να λειτουργήσει αποτελεσματικά, και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την ανθρώπινη παρέμβαση, αλλιώς είναι άχρηστο, χωρίς καμία απολύτως αξία για κανέναν. Αν δεν χρησιμοποιείται, αν δεν ενεργοποιείται από την ανθρώπινη διάδραση με τη συσκευή, το εργαλείο-εφαρμογή αχρηστεύεται. Αυτός είναι ένας γενικότερος κανόνας. Τα ιδιότυπα ψηφιακά προϊόντα θέτουν σε κίνηση μια διαδικασία όπου η μεταβίβαση αξίας από τη χρήση του ίδιου του προϊόντος είναι συνεχής και αυξανόμενη όσο το ίδιο αυτό προϊόν χρησιμοποιείται, με έναν τρόπο «καταναλώνεται» προς ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών των χρηστών του. Η προστιθέμενη αξία του προϊόντος προέρχεται από τη χρήση του, η οποία μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να εκληφθεί και ως απλήρωτη εργασία, δηλαδή δραστηριότητα που υποκαθιστά προηγούμενες λειτουργίες οι οποίες συνιστούσαν το αντικείμενο εργασίας που εκτελούσαν εργαζόμενοι.
Υπ' αυτό το πρίσμα, οι χρήστες του AthensBook λειτουργούν ως μηχανισμός «αυτορύθμισης» του περιεχομένου της εφαρμογής, συνεισφέρουν εν ολίγοις στη βελτίωσή της με αντάλλαγμα τη «δωρεάν» χρήση της. «Με τη χρήση της τεχνολογίας έχουμε τη δυνατότητα να αντλήσουμε το τι αρέσει, το τι χρησιμοποιείται, το τι επιλέγουν οι χρήστες μας»,[9] λέει ο ένας εκ των δύο δημιουργών του AthensBook για να υπογραμμίσει την προσαρμοστικότητα της εφαρμογής. Αυτή η φαινομενικά δημοκρατική διαδικασία συμμετοχής των χρηστών στη διαμόρφωση του περιεχομένου της εφαρμογής είναι στην πραγματικότητα μια «διαδικασία μέτρησης», μια απαραίτητη, αλλά κοστοβόρος, διαδικασία για τη συνεχή προσαρμογή του προϊόντος στη ζήτηση και στις αλλαγές των προτιμήσεων των χρηστών, που στη συγκεκριμένη περίπτωση γίνεται με μηδενικό κόστος. Καταργεί δηλαδή τα συνηθισμένα κόστη, τις δαπάνες των επιχειρήσεων για έρευνες κοινού, ποιοτικά τεστ, επαναλανσάρισμα στην αγορά κ.λπ., για την αποτύπωση των καταναλωτικών συνηθειών και αντιδράσεων στη χρήση του προϊόντος. Είναι λοιπόν προς (οικονομικό) όφελος τόσο των δημιουργών της εφαρμογής, όσο της Apple, αλλά και του παρόχου της σύνδεσης, να διευρύνεται κατ' αρχάς ποσοτικά, σε απόλυτο αριθμό, η βάση των χρηστών της εφαρμογής. Από μόνη της η ποσοτική αύξηση είναι αρκετή για να βελτιώσει την ικανότητα αξιοποίησης της ίδιας της εφαρμογής: όσο περισσότεροι (δωρεάν) χρήστες τόσο μεγαλύτερη βάση διαφημιστικού κοινού που μπορεί να της προσδώσει συγκεκριμένη οικονομική αξία. Ωστόσο, όπως είπαμε παραπάνω, η ποσοτική αυτή διεύρυνση είναι και ποιοτική: η κοινωνικοποίησή της, η ενεργός χρήση της εφαρμογής από έναν ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό ατόμων δηλαδή, είναι καθοριστική για την αύξηση της προστιθέμενης αξίας της ως εργαλείου.
Προσπαθήσαμε να σκιαγραφήσουμε αδρομερώς το «νέο» επιχειρηματικό μοντέλο του AthensBook, και να δούμε τον τρόπο με τον οποίον το δισεπίλυτο ζωτικό πρόβλημα, το οποίο ταλανίζει μέχρι και σήμερα ακόμη πολλές καινοτομικές επιχειρήσεις, πώς δηλαδή η διαδικασία παραγωγής αξίας μετατρέπεται σε διαδικασία αξιοποίησης, βρίσκει την επικερδή λύση του στα χνάρια άλλων εφαρμογών και υπηρεσιών που προσφέρονται «δωρεάν», με πιο διαδεδομένο το μοντέλο της «ιδιωτικής τηλεόρασης», της οποίας τα έσοδα προέρχονται αποκλειστικά από τις διαφημιστικές δαπάνες (έχει ωστόσο, εκτός των άλλων, να αντιμετωπίσει το υψηλό κόστος μέτρησης της απόδοσης και των προτιμήσεων του κοινού), αλλά και το μοντέλο των «κοινωνικών δικτύων» όπως το facebook, την ονομασία του οποίου αντέγραψε η νέα εφαρμογή.
Στο μοντέλο αυτό αξιοποίησης όλοι φαίνεται να κερδίζουν. Αναπτύσσεται μια κατάσταση «win-win», μια επωφελής για όλους τους εμπλεκόμενους σχέση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Apple ωφελείται από την αυξανόμενη αξία του iPhone (εν προκειμένω, αξιοποιεί τη ζωντανή εργασία των δύο προγραμματιστών, δηλαδή την εφαρμογή που δημιούργησαν, για να μετατρέψει την άυλη παραγωγή αξίας σε υλική, και αυτό μεταφράζεται ως ακολούθως: περισσότερες δωρεάν χρήσιμες και δημοφιλείς εφαρμογές = αποκλειστικό περιεχόμενο = ανταγωνιστικό πλεονέκτημα = περισσότερες πωλήσεις = μεγαλύτερη διείσδυση στο κοινό = μεγαλύτερη πελατειακή βάση για περιεχόμενο, εφαρμογές, αναβαθμίσεις κ.λπ., κ.λπ.)· οι δημιουργοί της εφαρμογής ωφελούνται από την ελεύθερη χρήση της τεχνολογίας του iPhone και του λογισμικού που τους παραχώρησε η Apple, τα οποία και χρησιμοποιούν ως παραγωγικά μέσα, καθώς και από την πελατειακή βάση του τηλεπικοινωνιακού δικτύου και γι' αυτό δούλεψαν χωρίς να πληρωθούν απευθείας από κανέναν και εισπράττουν τώρα ως ανταμοιβή τα έσοδα από τις διαφημίσεις, το δε εργαλείο που δημιούργησαν αποκτά προστιθέμενη αξία με τη χρήση του και αυξάνει τις δυνατότητες εκμετάλλευσής του με νέες υπηρεσίες κ.λπ.· οι τελικοί χρήστες έχουν στη διάθεσή τους μια χρήσιμη δωρεάν υπηρεσία, ενώ η αξία χρήσης της συσκευής τους αναβαθμίζεται συνολικά αφού αξιοποιούνται περαιτέρω οι δυνατότητές της· τέλος, οι διαφημιζόμενοι έχουν στη διάθεσή τους μια φθηνή πελατειακή βάση την οποία μπορούν να προσεγγίσουν αποτελεσματικά με το πλεονέκτημα του χωρικού εντοπισμού, της «τοπικά εστιασμένης διαφήμισης», της καινοτομίας που προσφέρει το νέο μέσο.

Συμπέρασμα
Όλοι είναι χαρούμενοι αφού, όπως φαίνεται, παράγεται προστιθέμενη αξία και κέρδος χωρίς κανείς να εκμεταλλεύεται άμεσα κανέναν, οπότε δεν συντρέχει λόγος να ασχοληθούμε με τα ενοχλητικά γενικά ηθικοπολιτικά ερωτήματα που εγείρονται, όπως ας πούμε αν αποτελεί πράγματι δείγμα «κοινωνικής συνείδησης» το γεγονός ότι η εντατική επιστημονική εργασία και το συλλογικό γνωστικό κεφάλαιο χρησιμοποιούνται για να παραχθούν υπηρεσίες που στοχεύουν, σύμφωνα με τα λεγόμενα των δημιουργών του AthensBook, στο να εξυπηρετήσουν επιλογές «που έχουν να κάνουν περισσότερο με το life style, με το τι κάνεις το βράδυ».[10] Αναρωτιόμαστε με ποια ακριβώς έννοια της κοινωνίας συμβαδίζει μια τέτοια συνείδηση, η οποία αφήνει έξω από το κάδρο της εικόνας την ιδιοποίηση της υπεραξίας, τον σφετερισμό των κοινών, την εκμετάλλευση, τις ανισότητες, τους αποκλεισμούς και τις συγκρούσεις για να εστιάσει αποκλειστικά στην ιδιώτευση σε μια ψηφιακά προσανατολισμένη καταναλωτική ευτοπία, σε ένα matrix περιορισμού του πράττειν στα στοιχειώδη αντανακλαστικά της επιθυμίας. Μπορεί η «κοινωνία» να περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο σε όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα και την τεχνογνωσία που απαιτεί η απόκτηση και η χρήση ενός iPhone;
Όσα ισχυρίζεται το ρεπορτάζ, υπερτιμώντας αυτό καθαυτό το εγχείρημα AthensBook, είναι περισσότερο μια απόπειρα διαφήμισης ενός νέου τρόπου αξιοποίησης και ενός επιχειρηματικού μοντέλου στα πρότυπα της «οικονομίας της γνώσης» (νεοφιλελεύθερος ευφημισμός για τον γνωσιακό καπιταλισμό) παρά απλώς η περιγραφή μιας συγκεκριμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η νεοφιλελεύθερη επιχειρηματολογία υποστηρίζει ότι η «δημιουργική τάξη» επιχειρεί με «νέο ήθος» (αναρωτιόμαστε αν το εν λόγω ήθος συνίσταται στο ότι δεν χρεώνει τον τελικό χρήστη, απλώς τον μετατρέπει σε εμπόρευμα προς πώληση), ντύνει δηλαδή μια τυπική καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής αξίας με έναν ιδεολογικό μανδύα «κοινωνικής συνείδησης».
Όπως παρουσιάζεται στο ρεπορτάζ, η «κοινωνική συνείδηση» είναι μια ακόμη κούφια έννοια, από τις δεκάδες που ξεφυτρώνουν στον ιδεολογικό κορμό της κυριαρχίας (μας έρχεται πρόχειρα στο νου μια άλλη έννοια-κλοτσοσκούφι, η «εταιρική ευθύνη», η βελόνα που μάταια αναζητά κανείς στα άχυρα της αποδεδειγμένης εταιρικής ανευθυνότητας, της τοποθέτησης δηλαδή των κερδών υπεράνω της κοινωνίας, των ανθρώπων και της φύσης). Παρουσιάζεται ως μια αστική αρετή μάλλον, όπως ας πούμε η «φιλανθρωπία», η οποία είναι εκ φύσεως άρρηκτα δεμένη με το ιδιωτικό οικονομικό συμφέρον, το κινούν αίτιο των πάντων. Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία (αλλά και η σοσιαλφιλελεύθερη, πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή της τύπου Bauwens) αναζητά στην όψη απατηλών παραδειγμάτων «κοινωνικής συνείδησης» τη δικαίωση των αξιωμάτων της για την καινοτομία, την αγορά και την ανάπτυξη. Η επίμονη ταύτιση της ενεργούς κοινωνικής συνείδησης με την καπιταλιστική δραστηριότητα του επιχειρηματικού πράττειν υπό το φως της γνώσης, ως ορθολογικού υπολογισμού κόστους-απόδοσης, αναιρείται μέσα στην αντίφαση που επιδιώκει να αποκρύψει ο νεοφιλελεύθερος ιδεολογικός μηχανισμός. Τη θεμελιώδη αντίφαση που στοιχειώνει τον πυρήνα του γενικευμένου εμπορευματικού τρόπου παραγωγής (καπιταλισμός) μεταξύ συλλογικής και ατομικής ωφέλειας, αντίφαση που εκφράζεται ρητά στις ιδιοκτησιακές σχέσεις και στους θεσμούς που τις εγκαθιστούν, τις νομιμοποιούν και διασφαλίζουν την ισχύ τους. Όσο και αν αυτές οι σχέσεις συγχέονται μέσα σε αφηρημένες έννοιες όπως η «κοινωνία της γνώσης», που υποδηλώνουν την υψηλή κοινωνικοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας και την ολοένα και μεγαλύτερη εξάρτηση του κεφαλαίου από τη ζωντανή εργασία, η οποία είναι, με τη μορφή της νοημοσύνης, απαραίτητη τόσο για την παραγωγή και την ανάπτυξη όσο και για τη διαχείριση της πολύπλοκης τεχνολογίας, δεν μπορούν να θεωρούνται ξεπερασμένες από ένα μοντέλο «ομότιμης» οικονομίας, το οποίο θεωρεί ότι καθορίζει τις νέες παραγωγικές σχέσεις εκτός των καπιταλιστικών προσταγών, παρότι εμμένει στην αναγκαιότητα μιας μη ανταγωνιστικής αγοράς, ενώ δεν έχει τίποτα να πει για την υλική παραγωγή.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι ανισότητες και οι αντιφάσεις οξύνονται, καθώς μέσα στον γνωστικό καπιταλισμό οι σχέσεις εργασίας-κεφαλαίου εντείνουν και καθιστούν πιο πολύπλοκο τον ανταγωνισμό, ενώ ο καταμερισμός της εργασίας στο νέο μοντέλο ευέλικτης συσσώρευσης και στις νέες μεθόδους αξιοποίησης διευκολύνει τον κατακερματισμό της κοινωνίας και την εξατομίκευση. Μεμονωμένα, αυτόνομα δήθεν άτομα, μπροστά στις οθόνες των υπολογιστών τους ή με το iPhone στο χέρι, δουλεύουν διασκεδάζοντας και διασκεδάζουν δουλεύοντας, δικτυωμένα σε έναν διάφανο για την εξουσία και τον έλεγχο παράλληλο κόσμο, προσαρμοσμένο στις προσωπικές τους επιθυμίες, τα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες τους – τόσο εξατομικευμένο και μοναδικό που αναρωτιέται κανείς πού μπορεί να βρεθεί κοινό έδαφος συνεννόησης με τον άλλον.
Αλλά μάλλον αυτό δεν πρέπει πια να μας απασχολεί αφού, όπως «πιστεύου[ν] ακράδαντα» ο John Dryden και οι συνάδελφοί του στον ΟΟΣΑ, και πιθανότατα και ο συντάκτης του ρεπορτάζ, «η καινοτομία, και όχι η αγάπη, είναι αυτή που κάνει τον κόσμο να γυρνά».[11]

1. Δημήτρης Ρηγόπουλος, «Το success story δύο νέων επιστημόνων», εφημ. Η Καθημερινή, «Τέχνες & Γράμματα», 23-8-2009, σ. 3.
2. Όπ.π.
3. Όπ.π.
4. Κυριάκος Μητσοτάκης, «Προς την οικονομία της Γνώσης», στο Η ελευθερία της καινοτομίας, Η Καθημερινή Ειδικές Εκδόσεις - The Economist, τ. 46, Δεκέμβριος 2007, σ. 22.
5. Δημήτρης Ρηγόπουλος, όπ.π.
6. Όπ.π.
7. Vijay Vaitheeswaran, «Η εποχή της μαζικής καινοτομίας», στο Η ελευθερία της καινοτομίας, όπ.π., σ. 86.
8. Δημήτρης Ρηγόπουλος, όπ.π.
9. Όπ.π.
10. Όπ.π.
11. Vijay Vaitheeswaran, «Το μέλλον περνά μέσα από την καινοτομία», στο Η ελευθερία της καινοτομίας, όπ.π., σ. 66.

Η ολοφάνερη χρεοκοπία της μπουρζουαζίας

Οι μεγαλόσχημοι αγύρτες της νεοελληνικής άρχουσας τάξης, παρέα με τους επιτήδειους συνεργάτες τους, ημεδαπούς και αλλοδαπούς μάνατζερ, συνεχίζουν ανενόχλητοι να καταληστεύουν τον κοινό πλούτο και να μας κοροϊδεύουν ξεδιάντροπα· όμως, χωρίς να το ξέρουν, σκάβουν με τα ίδια τους τα χέρια τον πολιτικό λάκκο τους. Υποδαυλίζοντας τον κοινωνικό ανταγωνισμό, αναζωπυρώνουν την ταξική πάλη που θα τους φέρει αντιμέτωπους με ό,τι προσπαθούν να αποφύγουν: την αμφισβήτηση και την ανατροπή της κυριαρχίας τους.
Το "σκάνδαλο της Siemens" ξεγύμνωσε κάθε επίφαση ηθικής ανωτερότητας και διοικητικής αποτελεσματικότητας της οικονομικοπολιτικής ελίτ και επιβεβαίωσε τον παρασιτικό ρόλο της, τον οποίο, η ίδια, τεχνηέντως συγκαλύπτει. Αποκάλυψε επίσης τον αμοραλισμό των συναλλαγών με τον οποίον επιδιώκουν να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους οι ισχυρές οικονομικά χώρες του "κέντρου", που μεταχειρίζονται με νεοαποικιοκρατικούς όρους τη διεφθαρμένη ελίτ των αναπτυσσόμενων χωρών της "περιφέρειας". Από τη μια, την κανακεύουν και τη βοηθούν να διατηρηθεί στην εξουσία, από την άλλη, τη "λαδώνουν", την εξαγοράζουν και την εξευτελίζουν με την υποτελή στάση που της υπαγορεύουν να τηρεί.
Είναι γνωστό ότι τα μεγαλεπήβολα δημόσια έργα που πολυδιαφημίζονται από τα χείλη των πολιτικών ότι θα "αλλάξουν το χάρτη της χώρας", οι υπέρογκοι στρατιωτικοί εξοπλισμοί, οι κρατικές προμήθειες, οι εμπορικές συμφωνίες, η τεχνολογική αναβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών, όπως και κάθε άλλη "αναπτυξιακή δραστηριότητα", είναι πάντοτε μια καλή αφορμή να στρωθεί το τραπέζι για το τρελό φαγοπότι της μίζας και της ρεμούλας. Όπως είναι επίσης γνωστό ότι άλλοι τρωγοπίνουν και άλλοι πληρώνουν το λογαριασμό. Κάπως έτσι γινόταν πάντα, μόνο που σήμερα έχουν αλλάξει τα κόλπα και οι μέθοδοι: η σκλαβιά μοσχοπουλιέται στην τιμή της ελευθερίας με διψήφιο επιτόκιο δανείου, και όλοι βολεύονται με την ψευδαίσθηση του πλούτου.
Ο πλούτος παριστάνεται να ρέει· αλλάζοντας συνεχώς χέρια υποτίθεται ότι διανέμεται αναλογικά μέχρι τα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας, ως δια μαγείας, όμως, καταλήγει να συσσωρεύεται στις τσέπες μιας συγκεκριμένης τάξης. Ο ιδιοποιημένος κατά τούτον τον μυστηριώδη τρόπο πλούτος δεν επενδύεται, όπως διατείνονται οι μεγαλόσχημοι αγύρτες και τα τσιράκια τους. Συσσωρεύεται, ενώ τα κεφάλαια για τις αναγκαίες επενδύσεις, δηλαδή την αναζήτηση νέων πηγών και μεθόδων αξιοποίησης και άντλησης υπεραξίας (κέρδους), προέρχονται από τον κοινό πλούτο. (Η τιτλοποίηση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων και η γαλαντόμος κρατική ενίσχυση της κεφαλαιακής ρευστότητας των τραπεζών για να αντέξουν τους κλυδωνισμούς της κρίσης είναι δύο απτά παραδείγματα διακεκριμένης κλοπής του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου.) Την ίδια στιγμή, οι εργαζόμενοι αναγκάζονται να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες τους καταφεύγοντας στο δανεισμό. Υπόκεινται έτσι σε διπλή εκμετάλλευση: οι τόκοι είναι υπεραξία που αποσπάται προκαταβολικά από τη μελλοντική εργασία τους, πέρα από την υπεραξία που αποσπάται μέσα στην τρέχουσα παραγωγική διαδικασία.
Δεν πρόκειται φυσικά για κάποια συνωμοσία που εξυφαίνεται από "σκοτεινά κέντρα δύναμης". Πρόκειται, αντιθέτως, για εγγενή νομοτελειακή τάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης, για τη θεμελιακή συνθήκη της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης της εργασίας, που συγκροτεί τον πυρήνα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και τους προσδίδει τον ταξικό τους χαρακτήρα. Πρόκειται για φαινόμενα που είναι σύμφυτα στην κίνηση του κεφαλαίου και των καπιταλιστικών περιοδικών κρίσεων, όπως και της καπιταλιστικής, έντονα ανταγωνιστικής και ατομικιστικής κοινωνίας, όπου το κέρδος και η ατομική επιτυχία είναι οι ακρογωνιαίοι λίθοι της ύπαρξης μέσα σε ένα ιδεολογικό περιβάλλον, στο οποίο η τελεστική αντίφαση λόγων και έργων υποθάλπει τον αυτάρεσκο κυνισμό των βολεμένων και των προνομιούχων.
Κάποιοι είναι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής και του κεφαλαίου, και κάποιοι όχι. Κάποιοι εργάζονται και παράγουν αξία, και κάποιοι υπεξαιρούν μέρος της και την παρουσιάζουν ως υπεραξία (τόκο ή κέρδος) του κεφαλαίου. Κάποιοι τρώνε με χρυσά κουτάλια, και κάποιοι λιμοκτονούν. Είμαστε όλοι ελεύθεροι, αλλά δεν είμαστε όλοι ιδιοκτήτες, ούτε κεφαλαιούχοι. Είμαστε όλοι ελεύθεροι, αλλά δεν είμαστε όλοι ίσοι, δεν είμαστε καν όλοι άνθρωποι. Η ελευθερία μερικών έχει μεγαλύτερη αξία από την ελευθερία άλλων. Η ισοδυναμία απέναντι στο χρήμα όλων των αξιών, προϋποθέτει τη διαφορά μεταξύ τους. Αυτή η διαφορά εμφανίζεται ως φυσική ποικιλία των κοινωνικών θέσεων και των ατομικών ταυτοτήτων, αλλά δεν είναι παρά το μέτρο της ανισότητας απέναντι στην ιδιοκτησία που επιτρέπει την εκμετάλλευση και τον ταξικό διαχωρισμό.
Παρόλα αυτά κάποιοι επιμένουν να αγνοούν το προφανές και να λένε, "μα είμαστε ελεύθεροι!" Ξεχνούν, μάλλον, ότι η ψευδεπίγραφη ελευθερία που το καθεστώς "παραχωρεί" στα άτομα είναι το ευτελές αντίδωρο για την πίστη τους στα δόγματά του. Οτιδήποτε μπορεί να διασφαλίσει την απρόσκοπτη κυκλοφορία και κερδοφορία του κεφαλαίου γίνεται πάραυτα τροπάριο του νέου ευαγγελίου της ανάπτυξης και της προόδου, που όλοι μας πρέπει να μάθουμε να ψέλνουμε με κατάνυξη ολημερίς, με το στανιό αν χρειαστεί. Όπως θα πρέπει επίσης να μάθουμε να πιστεύουμε στα θαύματα, ότι αν κλάνουν κάποιοι σε μεταξωτά βρακιά, ανατιμάται συνολικά η αξία της πορδής και ωφελούμαστε όλοι. Τώρα μπορούμε πια να ζούμε με αέρα κοπανιστό – το θαύμα έγινε!
Δεν έχουμε αποχαυνωθεί, όμως, τελείως. Όσο κι αν προσπαθούν με τα παραμύθια των μαζικών μέσων προπαγάνδας να μας κοιμίσουν, οι εφιάλτες που η πραγματικότητα γεννά μας κρατάνε ξάγρυπνους. Τα σκάνδαλα, που διαδέχονται το ένα το άλλο με καταιγιστικό ρυθμό και το όλο σκηνικό που καταρρέει παταγωδώς, προσδίνουν στοιχεία φαρσοκωμωδίας στο θρίλερ που ζούμε. Εκτός από εκείνους που βιώνουν καθημερινά την αναλγησία στο πετσί τους και δεν τρέφουν πια αυταπάτες, ότι μπορεί να υπάρχει happy end στο έργο, η αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος κλονίζεται στα μάτια και των πιο εύπιστων οπαδών του, που τώρα μουρμουρίζουν δύσθυμοι, αλλά αύριο κανείς δεν ξέρει πώς θα αντιδράσουν. Όλο και περισσότεροι καταλαβαίνουν ότι η διάχυτη στην καθημερινότητα δυσωδία είναι σύμπτωμα προχωρημένης σήψης, που εξαπλώνεται με γοργό ρυθμό και μολύνει τα πάντα.
Η ιστορία της νεοελληνικής "μπουρζουαζίας" (μόνο σε εισαγωγικά χωράει το κακέκτυπο αυτό της ευρωπαϊκής αστικής τάξης), χωρίς να αποτελεί εξαίρεση στην καπιταλιστική ιστορία, είναι κατάστικτη από κηλίδες βίας, νοθείας, αυταρχισμού, οπορτουνισμού, απάτης, αρπαγής, ρεμούλας και καταλήστευσης, που σκοτεινιάζουν τη λάμψη των όποιων φωτεινών εξαιρέσεων. Δεν μας καταπλήσσει, λοιπόν, η στάση της διεφθαρμένης ως το μεδούλι οικονομικοπολιτικής ελίτ, "αριστερής" ή δεξιάς. Προσπαθεί απλώς να κουκουλώσει τις ευθύνες της για την κατάντια της χώρας, να βγάλει την ουρά της απέξω, να μεταμφιέσει την παρασιτική μορφή της και να εμφανιστεί αποκαθαρμένη από τις αμαρτίες της, ως σωτήρια δύναμη που πρέπει να εμπιστευτούμε ξανά και να την "τιμήσουμε με την ψήφο μας" στις επερχόμενες εκλογές. Αυτή η αξίωση μας διασκεδάζει, διότι μόνο γέλιο μπορεί να προκαλεί. Μας εξοργίζει, όμως, και μας κόβει μαχαίρι κάθε διάθεση για αστεία, όταν μας στέλνουν τον παραφουσκωμένο λογαριασμό, απαιτώντας με περίσσιο θράσος να πληρώσουμε πάλι εμείς το γλεντοκόπι, το φαγητό και τα δικά τους σπασμένα.
Αν όχι αυτοί που εναλλάσσονται όλα αυτά τα χρόνια στην εξουσία, "παίρνοντας το τιμόνι του πλοίου και τη μοίρα του τόπου στα χέρια τους", τότε ποιοι είναι εκείνοι που έχουν δημιουργήσει με τις πολιτικές τους το θεόρατο χρέος που σήμερα βυθίζει το σκάφος αύτανδρο; Μήπως το πρεκαριάτο, η "γενιά των 700 ευρώ", οι "ενοικιαζόμενοι", οι άνεργοι, οι χαμηλόμισθοι και οι χαμηλοσυνταξιούχοι; Αν όχι η οικονομικοπολιτική ελίτ που χαράζει την πορεία και παίρνει τις αποφάσεις, τότε ποιοι ξεπούλησαν κοψοχρονιά καράβι και φορτίο και μας ζητάνε τώρα να πληρώσουμε ξανά το ναύλο του ταξιδιού αν δεν θέλουμε να βρεθούμε στη θάλασσα, υποβαθμίζοντας κι άλλο την ήδη πραγμοποιημένη ζωή μας; Μήπως οι μετανάστες, οι "κουκουλοφόροι", οι περιθωριακοί, οι φοιτητές, ή μήπως οι δεκαπεντάχρονοι μαθητές;
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, και είμαι σαράντα πέντε χρονών πια, η χώρα βρίσκεται διαρκώς σε περίοδο "δημοσιονομικής προσαρμογής", που σε απλά ελληνικά μεταφράζεται σε "λιτότητα" και "αναγκαίες θυσίες από όλους", δηλαδή μέτρα που στριμώχνουν τις εργαζόμενες τάξεις στον απόπατο, ρίχνουν τις μεσαίες βορά στα νύχια των τραπεζών, ενώ οι επιτήδειοι συνεχίζουν ανενόχλητοι να κάνουν πάρτι και να θησαυρίζουν σε βάρος τους ξαφρίζοντας τον δημόσιο κορβανά, μεταμορφώνοντας με ταχυδακτυλουργικά κόλπα τον κοινό πλούτο σε προσωπική περιουσία. Με λίγα λόγια, η επωδός της επαναλαμβανόμενης όλα αυτά τα χρόνια ιστορίας πάει κάπως έτσι: "σκάστε και τραβάτε κουπί γιατί πνιγόμαστε..." (Η καταληκτική προσφώνηση "βλάκες!" κόπηκε από τη λογοκρισία διότι υποβιβάζει, λέει, την κριτική αυτενέργεια και την ελεύθερη βούληση των πολιτών.)
Η επίπλαστη ευδαιμονία των τελευταίων χρόνων, που λούστραρε την επιφάνεια και προπαγανδίστηκε ως "εκσυγχρονισμός", με συμβολικά ορόσημα την είσοδο στην ΟΝΕ, τους Ολυμπιακούς αγώνες και την "αναδιάρθρωση της οικονομίας", δεν μπόρεσε να συγκαλύψει για πολύ τη σκληρή πραγματικότητα που κρύβεται από κάτω. Απογυμνωμένη από κάθε μέσο που θα της έδινε κάποιο πλεονέκτημα για να σταθεί στην άκρως ανταγωνιστική παγκοσμιοποιημένη συγκυρία, η ελληνική οικονομία, ισχνή και κακοποιημένη, πνέει τα λοίσθια και, απ' ό,τι φαίνεται, δεν υπάρχει κανένα γιατρικό αρκετά ισχυρό για να τη συνεφέρει.
Δεν έφτασε, όμως, τυχαία ως εδώ να χαροπαλεύει, περιμένοντας τη χαριστική βολή για να τινάξει τα πέταλα. Τη γιατρειά της ελληνικής οικονομίας την έχουν αναλάβει από καιρό οι νεκροθάφτες της μεταμφιεσμένοι σε μάγους. Είτε σπεκουλαδόροι είτε άχρηστοι, πάντως σίγουρα άπληστοι και επικίνδυνοι. Γύρισαν την πλάτη στους καιρούς και κοίταξαν μόνο το συμφέρον τους, αφήνοντας τον τόπο να ρημάξει, με την ανοχή φυσικά των υπόλοιπων που κουτσοβολεύτηκαν στην μικροαστική σύμβαση. Απανωτές χαμένες ευκαιρίες που δεν αξιοποιήθηκαν (για να σταθούμε μόνο στην περίοδο της "μεταπολίτευσης"), έλλειψη οράματος και σχεδίου, λανθασμένοι χειρισμοί και αποφάσεις, κακοδιαχείριση, αυταρχισμός, ανικανότητα, μικρόνοια, καιροσκοπισμός, ατολμία, υποτέλεια, αλλά κυρίως διαφθορά και σήψη. Σήψη που αποσαθρώνει το όποιο θεμέλιο νομιμοποίησης είχε απομείνει στην οικονομικοπολιτική ελίτ, ιδίως του "σκληρού πυρήνα" της, που πρωταγωνιστεί στις εξελίξεις και διεκδικεί με κάθε μέσο την ηγεμονία.
Όλοι ετούτοι που μας έχουν κάτσει στο σβέρκο και θέλουν να μας ωφελήσουν, να μας αντιπροσωπεύουν και να μας κουμαντάρουν "για το καλό μας", είναι αυτοί που ευθύνονται για το ότι βρισκόμαστε ένα βήμα πριν από τη χρεοκοπία ως κράτος και χρεωμένοι όλοι ως το λαιμό, πράγμα που σημαίνει ότι είμαστε όμηροι των τόκων και του εξωτερικού χρέους, σκλάβοι που θα πρέπει να δουλεύουμε όλη μας τη ζωή για να ξεχρεώσουμε. Είναι οι ίδιοι που ενώ συνεχίζουν να γεμίζουν τα σεντούκια τους με το δημόσιο χρήμα (με αναθέσεις έργων, επιδοτήσεις, διευκολύνσεις, επιχειρηματικές συμμαχίες, λαθροχειρίες, μίζες, κ.λπ.) και να ευτελίζουν τα πάντα με τον αξιακό τους κώδικα, που καθαγιάζει ως "ηθικό ό,τι είναι νόμιμο", ζητάνε επιτακτικά από τους υπόλοιπους να κάνουν θυσίες και υποχωρήσεις στο όνομα του "κοινού συμφέροντος".
Είναι οι ίδιοι που αναζητούν ευκαιρίες στην "οικονομική κρίση" για να ξεφορτωθούν και τις τελευταίες επαχθείς γι' αυτούς δεσμεύσεις απέναντι στους εργαζόμενους, όπως είναι οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οι ασφαλιστικές συνεισφορές και οι απολύσεις. Πιέζουν, παράλληλα, με κάθε μέσο, για την ιδιωτικοποίηση μονοπωλιακών τομέων, όπως οι τηλεπικοινωνίες και η ενέργεια, ή τομέων που αποτελούν κεκτημένες "δωρεάν" κοινωνικές παροχές, όπως η παιδεία και η υγεία, οδηγώντας στην απαξίωση το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας και στη συνακόλουθη περαιτέρω υποβάθμιση των αναγκαίων υπηρεσιών για την αξιοπρεπή διαβίωση των κατώτερων τάξεων. Ωθούν έτσι στο περιθώριο και την ανέχεια ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όπως οι συνταξιούχοι, οι άνεργοι και οι χαμηλόμισθοι, οι οποίοι, χάνοντας σταδιακά και το τελευταίο ίχνος αξιοπρέπειας που τους είχε απομείνει, βυθίζονται στην απελπισία. Από την άλλη, η μεσαία τάξη, παραδοσιακός υποστηρικτής του συστήματος, όντας παραδομένη στον κομφορμισμό και στη φαντασίωση της "κοινωνικής ανόδου" στα ανώτερα στρώματα, προαγωγή που μεταφράζεται σε μεγαλύτερη καταναλωτική δύναμη, επιρροή και κοινωνικό κύρος, βλέπει τώρα τα επενδυμένα όνειρά της να σκορπίζονται σαν άχυρα από τις θύελλες της παγκοσμιοποίησης. "Προλεταριοποιείται" σταδιακά, χάνει τα προνόμιά της και αντιμετωπίζει αίφνης πρωτοφανείς δυσχέρειες στην επιβίωσή της.
Το όλο οικοδόμημα, έτσι κι αλλιώς χτισμένο εξ αρχής με σαθρά υλικά, κλονίζεται συθέμελα. Οι ζημιές από τους ισχυρούς κραδασμούς δεν είναι απλώς επιφανειακές ρωγμές στους εξωτερικούς τοίχους, αλλά βαθιές παραμορφώσεις των κεντρικών στηριγμάτων, που έχουν αρχίσει να υποχωρούν.
Σε αυτές τις αντίξοες συνθήκες, κεφάλαιο και κράτος επιστράτευσαν την προπαγάνδα και την ωμή βία σαν ανάχωμα στη διάχυτη οργή που σκοτεινιάζει τον ορίζοντα και ηλεκτρίζει επικίνδυνα την ατμόσφαιρα, προμηνύοντας την επερχόμενη καταιγίδα. Νιώθουν την απειλή και αντιδρούν σπασμωδικά, αφού δεν έχουν καμία άλλη δυνατότητα να ανακόψουν τις εξελίξεις. Η αντίδρασή τους αποκαλύπτει τα όρια, φανερώνει την ολοκληρωτική φύση τού κατ' επίφαση δημοκρατικού καθεστώτος. Ξεπέρασαν μέσα στον πανικό τους τα εσκαμμένα, καταστρατηγώντας ανενδοίαστα τις εγγυήσεις του συντάγματος το οποίο υποτίθεται κόπτονται να υπερασπιστούν. Όπως πράττουν συγκεκριμένα στην περίπτωση του αναρχικού κρατούμενου απεργού πείνας Θοδωρή Ηλιόπουλου, ο οποίος παραμένει προφυλακισμένος για συμμετοχή σε επεισόδια στη διάρκεια της εξέγερσης του Δεκέμβρη με χαλκευμένες κατηγορίες, που στηρίζονται σε διάτρητες μαρτυρίες δύο ματατζήδων, παρότι αυτές καταρρίπτονται από τουλάχιστον πέντε αυτόπτες μάρτυρες, που διαβεβαιώνουν ότι ο κατηγορούμενος ήταν αμέτοχος.
Η άρχουσα τάξη, εκτός από την παράλογη εκδικητικότητα που επιδεικνύει απέναντι σε όσους αμφισβητούν έμπρακτα την κυριαρχία της, νομοθετεί με οργουελιανό οίστρο στο όνομα της ασφάλειας και υπονομεύει τη δημοκρατία στο όνομα της δημοκρατίας. Απαγορεύσεις, παρακολουθήσεις, έλεγχος, καταστολή. Καταπατούν τα συγκεκριμένα δικαιώματα για να προστατέψουν δήθεν τα αφηρημένα. Καταφεύγουν εν ολίγοις στις γνωστές μεθόδους των ολοκληρωτικών καθεστώτων προκειμένου να μας πείσουν, και εν ανάγκη να μας αναγκάσουν να πειθαρχήσουμε αν δουν ότι κλωτσάμε, να μείνουμε ζεμένοι και να συνεχίσουμε να σέρνουμε το άροτρο αγόγγυστα.
Οι οιωνοί προμηνύουν το μέλλον ζοφερό και τα κοράκια τσακώνονται ποιο θα κομίσει πρώτο τα κακά μαντάτα. Στα μήντια, οι ομιλούσες κεφαλές παραληρούν, διασπείροντας σαν ιούς ελέγχου τον πανικό και τον τρόμο μέσα από τις αυθαίρετα ιδιοποιημένες ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες. Από την "οικονομική κρίση", την "ακρίβεια" και τη "γρίπη των χοίρων" μέχρι την "απειλή της Τουρκίας", τον "αλυτρωτισμό των Σκοπίων", την "τρομοκρατία", την "εγκληματικότητα", τη "λαθρομετανάστευση", και γενικά την κάθε ευκαιριακή περίσταση που μπορεί να υπογραμμίσει τη δική τους απαραίτητη παρέμβαση στην οργάνωση της ζωής μας, οι αδηφάγοι κηφήνες της "μπουρζουαζίας" και τα κουρδισμένα ανδράποδά τους σαλπίζουν παράφωνα συναγερμό. Εξαφανίζοντας τεχνηέντως κάτω από το χαλί της "εγκυρότητας" τα γεγονότα που αμφισβητούν ριζικά την κυρίαρχη τάξη, αναλύοντας "σφαιρικά", "αντικειμενικά" και με "υπευθυνότητα" τα θέματα της "πολιτικής ατζέντας", οι συνδαιτυμόνες των ισχυρών εκτελούν το αξιόλογο έργο τους και αμείβονται παχυλά για τις πολύτιμες υπηρεσίες που προσφέρουν, πράττοντας στο ακέραιο το "δημοσιογραφικό τους καθήκον", να παπαγαλίζουν δηλαδή το αναγκαίον της συναίνεσης. Χάρις αυτών κατανοήσαμε πραγματικά σε όλο της το εύρος την αποκαλυπτική έννοια "βομβαρδισμός πληροφοριών".1
Πιο άμεσα και απροκάλυπτα, οι αστυνομικές δυνάμεις, ως "οπλισμένο χέρι του κράτους", κάνουν κι αυτές το δικό τους καθήκον: ασελγούν στα κορμιά και την αξιοπρέπεια όσων έχουν πεταχτεί στο περιθώριο, των αποκλεισμένων, των μεταναστών, όσων διεκδικούν ή αντιστέκονται, με τέτοια λύσσα, μανία και εκδικητικότητα που μπροστά τους ωχριά η βαναυσότητα της διαβόητης Χωροφυλακής. Τα καθημερινά ανδραγαθήματα των επιλεκτικά στρατολογημένων για τα ψυχικά και πνευματικά τους "χαρίσματα" στρατόκαυλων μπάτσων-δικαστών σε βάρος αδύναμων και κατατρεγμένων, σε συνδυασμό με το γενικότερο ύφος της αστυνομίας, που πουλάει τσαμπουκά στην κοινωνία και σε όποιον δεν της γυαλίζει στο μάτι, είναι από μόνα τους αρκετά για να καταρρακωθεί η όποια επίφαση δημοκρατικότητας της ένστολης μισθοφορικής τρομοκρατικής δύναμης της ΕΛ.ΑΣ. και να αποκαλυφτεί ο πραγματικός της ρόλος ως μηχανισμός επιβολής της εξουσίας.
Τοποθετημένη σαν ξένο σώμα, αποκομμένη από την κοινωνία, η αστυνομία είναι μια "ουδέτερη" δύναμη που επεμβαίνει δραστικά εναντίον της. Καθήκον της φέρεται να είναι να προστατεύει το δημοκρατικό κράτος, ως την ανώτερη μορφή κοινωνικής οργάνωσης που αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα του όλου, έναντι οιουδήποτε μεμονωμένου ατόμου, τάξης ή ομάδας θεωρηθούν ως απειλή για τους πολίτες, τους θεσμούς και την υπόστασή του. Όμως, πέρα από τους ισχυρούς, τα φασιστόμουτρα, τους "πατριώτες" και τους "νοικοκυραίους", που αναγνωρίζει de facto ως "κοινωνία", η αστυνομία δεν αναγνωρίζει κανέναν άλλον καθαυτόν ως αυτεξούσιο πρόσωπο, παρά μόνο σε σχέση με την αφηρημένη εξουσία του Νόμου και του Κράτους. Έτσι υπερασπίζεται, με φασιστική νοοτροπία, την κανονιστική ρύθμιση της συμπεριφοράς του "σωστού πολίτη" στους όρους της υποταγής και της εκμετάλλευσης που υπαγορεύονται από τους ισχυρούς. Τα όργανά της μετατρέπονται σε επιτηρητές της κυρίαρχης τάξης. Δρώντας κατ' εντολήν σαν δυνάμεις κατοχής που ελέγχουν την κίνηση και τις ενέργειες του πλήθους για λογαριασμό της ληστρικής ελίτ που διαχειρίζεται το κράτος, οι αψίθυμοι "πραίτορες" καταπατούν βάναυσα με τα άρβυλά τους την αξιοπρέπεια και την ελευθερία όσων θεωρούνται επικίνδυνοι.
Υπάρχει, όμως, κι ένα όριο στην υπομονή και στην ξεφτίλα. Κι εμείς πιάσαμε πάτο. Δεν έχουμε τίποτα πια να χάσουμε παρά μόνο το καπέλο του κορόιδου που δεχτήκαμε να μας φορέσουν, γι' αυτό και θα γινόμαστε όλο και πιο επικίνδυνοι για τη δικιά τους κυρίαρχη τάξη. Έχουν διαπιστώσει πόσο αποφασισμένοι είμαστε, συνειδητοποίησαν ότι η κρίση είναι πιο βαθιά απ' ότι πίστευαν, γνωρίζουν πως οι συνέπειές της είναι απρόβλεπτες. Ο απρόσμενος, αποκαλυπτικός Δεκέμβρης και η ανάδυση μιας πολλαπλότητας εξεγερμένων υποκειμένων στοιχειώνει τους εφιάλτες τους. Ξέρουν ότι κάτι αντίστοιχο θα ξανασυμβεί αναπόφευκτα, και ότι θα είναι πιο μαζικό, πιο επίμονο, με τη συμμετοχή κοινωνικών στρωμάτων που μέχρι τώρα ήταν αμέτοχα. Και αυτή η επίγνωση του επερχόμενου θέτει κάποιον φραγμό στην αλαζονεία τους – όχι όμως και στην απληστία τους απ' ό,τι δείχνουν τα γεγονότα.
Ώσπου να φουντώσει και πάλι η σπίθα της εξέγερσης, τους διαβεβαιώνουμε ότι θα μας βρίσκουν συνεχώς μπροστά τους, ότι θα υπονομεύσουμε με όλες μας τις δυνάμεις τα σχέδιά τους και θα τινάξουμε στον αέρα κάθε απόπειρα κοινωνικής ειρήνευσης και επιβεβλημένης συναίνεσης με τους δικούς τους όρους. Θα αντισταθούμε σθεναρά με αποφασιστικότητα σε κάθε προσπάθεια να υποτιμήσουν κι άλλο τη ζωή μας, να μας ελέγξουν, να μας χειραγωγήσουν, να υποδουλώσουν το μέλλον μας στα χρέη και στις επιλογές τους. Θα χρησιμοποιήσουμε όποια μέθοδο κρίνουμε πρόσφορη για τους σκοπούς μας ανάλογα με τις συνθήκες και τις περιστάσεις, από το σαμποτάζ και τη σύγκρουση ως την απεργία, την πολιτική ανυπακοή και άλλες καινούργιες μεθόδους που θα επινοήσουμε. Στην πιο απλή μορφή της, η αντίστασή μας είναι η έμπρακτη άρνηση να συμμετέχουμε ενεργά στο σύστημα, να το στηρίζουμε συνειδητά με τις δημιουργικές μας δυνάμεις, νομιμοποιώντας το και αναπαράγοντάς το.
Όμως δεν αρκεί αυτό. Ας μην ξεχνάμε ότι "πολεμάμε ανάμεσα σε δύο κόσμους: εκείνον που δεν δεχόμαστε κι αυτόν που δεν υπάρχει ακόμα".2 Οι καιροί και οι συνθήκες απαιτούν να δράσουμε άμεσα, τόσο στο θεωρητικό όσο και στο πρακτικό επίπεδο, που δεν πρέπει να μένουν άλλο διαχωρισμένα, για να αποαποικιοποιήσουμε το φαντασιακό και την καθημερινή ζωή μας, να δημιουργήσουμε τις εναλλακτικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης και θέσμισης που θα διαφυλάσσουν τα κοινά, θα επιτρέπουν τη συλλογική διαχείριση των πόρων και των παραγωγικών μέσων, προωθώντας αδιάλλακτα και με σθένος την επαναστατική αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων και την πραγματική χειραφέτηση του ατόμου, πέρα από την πατριαρχία, τον καπιταλισμό και το κράτος, στην αταξική και πολυσύνθετη κοινωνία των ισότιμων, ελεύθερων ανθρώπων.

1. Βλ. Καταστασιακή Διεθνής, "Πρώτα απ' όλα η επικοινωνία", περ. Καταστασιακή Διεθνής, τ. 7, Απρίλιος 1962, στο Internationale Situationniste, Το ξεπέρασμα της τέχνης. Ανθολογία κειμένων της Καταστασιακής Διεθνούς, μτφρ. - επιλογή κειμένων Γιάννης Δ. Ιωαννίδης, Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1985, σ. 239.
2. Βλ. Καταστασιακή Διεθνής, "Η πέμπτη συνδιάσκεψη της Κ.Δ. στο Γκέτεμποργκ", όπ.π., σ. 252.

Όσο για εκείνα τα καλόπαιδα...

... Όσο για εκείνα τα καλόπαιδα, που «στα δεκαπέντε τους σύχναζαν στου Στρέφη και διάβαζαν Μπακούνιν πίνοντας μαυροδάφνη», πρόκειται φαίνεται για το αρκετά συνηθισμένο είδος ανθρώπων στους οποίους η μαυροδάφνη είχε μεγαλύτερη επίδραση απ' ό,τι ο Μπακούνιν. Προτίμησαν την αποχαυνωτική ζάλη του κρασιού από την έξαψη των μολότοφ. Και την ασφαλή αμφισβήτηση που προσφέρει η ναρκισσιστική καταφυγή στο φαντασιακό του «καταραμένου» από το ρίσκο της πραγματικής εμπλοκής στους αγώνες.
Διόλου πρωτότυπο. Οι μοσχαναθρεμμένοι γόνοι της μεσοανώτερης τάξης έβγαλαν τη γλώσσα στους γονείς τους με ανώδυνη αυθάδεια – επέλεξαν να κάνουν την επανάστασή τους γλεντοκοπώντας μέχρι τελικής πτώσεως. Σπουδαία τα λάχανα... Οι «αγώνες» τους αφορούσαν τη δημιουργία μιας κοινωνικά εξαργυρώσιμης ταυτότητας και τίποτε άλλο. Μάζευαν εύσημα για το βιογραφικό τους. Στα τριάντα πέντε και τους, ώριμοι πια και καλά βολεμένοι στο σύστημα, μπορούν να επαίρονται για την αντοχή τους στο μεθύσι και στην οσφυοκαμψία, δεν έχουν όμως κανένα λόγο να κοκορεύονται για την πολιτική τους οξυδέρκεια, πόσο δε για την πολιτική τους στάση.
Αν και ντύνονται ακόμη και τώρα στα μαύρα –life style απόηχος των νεανικών αναγνωσμάτων πιθανώς–, θα τους ταίριαζε γάντι η πορφυρή τήβεννος της αυθεντίας, αλλά και το πολύχρωμο ρούχο του παλιάτσου της εξουσίας – ενίοτε δε, θα τους πήγαινε και η λιβρέα του λακέ, του πειθήνιου υπηρέτη των πιο ισχυρών συμφερόντων. Από την άλλη, το μη-χρώμα που προτιμούν, το μαύρο, μπορεί να σημαίνει την ουδέτερη θέση του επαμφοτερίζοντος, ή την ευάλωτη ευστάθεια στη σκοτοδίνη του μεθυσμένου. Να συγκαλύπτει δηλαδή σαν μαύρο πέπλο τον καιροσκοπισμό τους και την απύθμενη κενότητα της ματαιοδοξίας τους.
Κανένα ρούχο ωστόσο δεν μπορεί να κρύψει τη γύμνια τους. Όταν σήκωσαν τα χέρια ψηλά, παραδιδόμενοι αμαχητί στη σύμβαση, τους έπεσαν τα σώβρακα.
Φάνηκε η μηδαμινότητα των επιχειρημάτων που σήμερα επικαλούνται, πασχίζοντας να επιδείξουν το σθένος της πολιτικής τους συνείδησης και τη δημοκρατική τους ευαισθησία. Ο «διάλογος» είναι το νέο φετίχ που λατρεύουν. Ένας διάλογος που πνίγεται στα ευφυολογήματα, στον κομφορμισμό και στη φενάκη. Στην καθώς πρέπει φιλελεύθερη ρητορική της «ριζοσπαστικής δημοκρατίας», στο βαλτώδες έδαφος των «ατομικών δικαιωμάτων»σ.
Έχουν ξεπεράσει κάθε αφελή ιδεολογία των πληβείων και κάθε κοινωνική σύγκρουση προκειμένου να προσδώσουν τερατώδες κύρος στην ευγένεια, αυτή την προσομοίωση της παρρησίας και του ήθους. Πράγματι, έχουν δίκιο: μπορείς να καταρρακώσεις κάποιον με τον πιο ευγενικό τρόπο, δεν μπορείς όμως ποτέ να επαναστατήσεις κρατώντας τα προσχήματα. Στην ευτοπία της ευγένειας κάθε αγκάθι ξεριζώνεται, κάθε οργισμένη αντίδραση διαγράφεται, κάθε παρεκκλίνουσα συμπεριφορά στιγματίζεται. Στην εικονική επικράτειά της, η ψυχραιμία, το να είσαι «cool», σχεδόν ψοφίμι, έχει αναγορευτεί σε ύψιστη αρετή, και ανταμείβεται δεόντως.
Για τους ευγενείς (τους γόνους της «αριστοκρατίας» με την ευρύτερη έννοια), οι διαμάχες αφορούν περισσότερο σε αγώνες πολιτικού τένις, όπου ανταλλάσσονται σφοδρά επιχειρήματα και στρογγυλές γνώμες εκατέρωθεν του φιλέ, μέσα στο πλαίσιο των κανόνων του παιχνιδιού και υπό το άγρυπνο βλέμμα του φιλοθεάμονος κοινού και του διαιτητή, παρά σε πραγματικές συγκρούσεις στο πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού με υλικό κόστος και απώλειες. Είναι προφανές ότι τους τρομοκρατεί η ιδέα του χάους, της ανεξέλεγκτης ορμής της εξέγερσης που σαρώνει κάθε αστική πρόφαση ευγένειας τινάζοντας στον αέρα την επίφαση του εξευγενισμένου διαλόγου. Αυτός είναι ο λόγος που, με αυτεπίγνωση των επιλογών τους, όντας κυνικοί, πασχίζουν να συντηρούν την προσομοίωση. Και να την πλασάρουν με κάθε ευκαιρία ως αναπόφευκτη ανθρώπινη κατάσταση ή, ακόμα χειρότερα, ως εποποιία του σύγχρονου πολιτισμού.
Ο «διάλογός» τους λοιπόν είναι στιλπνή διαφήμιση της κατεστημένης τάξης πραγμάτων, που σε κάθε νέα εκδοχή της εμφανίζεται βελτιωμένη, σαν τα απορρυπαντικά ρούχων. Πασχίζουν να ξεπλύνουν τα στίγματα του ανορθολογισμού, μα εκείνα παραμένουν ανεξίτηλα. Το καθαρτήριο του διαλόγου είναι η δική τους είσοδος στην Κόλαση, αν και οι ίδιοι πιστεύουν ότι κρατάνε το κλειδί για την πύλη του Παραδείσου και το κουνάνε με περισσή αλαζονεία μπροστά στα μούτρα μας.
Αν είχαν διδαχτεί κάτι από τον γέρο-Μπακούνιν, αν μη τι άλλο δεν θα βρίσκονταν σε αυτή τη γελοία θέση σήμερα: να φιγουράρουν σαν κορδωμένοι θυρωροί που ελέγχουν την είσοδο στον εικονικό παράδεισο που οι ίδιοι έχουν κατασκευάσει. Αν είχαν ακούσει τον γέρο-Μπακούνιν, θα είχαν απορρίψει συνειδητά, τόσο τη μεταφυσική του παραδείσου όσο και τη φυσική του ελέγχου και της ισχύος. Και δεν θα αναζητούσαν χορηγούς στη ματαιοδοξία τους, αλλά συντρόφους και συμμάχους στον αγώνα για την αξιοπρέπειά τους.

Ναυαγοί στον Παράδεισο

Η ελληνική καλλιτεχνική πρωτοπορία της τελευταίας δεκαετίας καταποντίστηκε στα θολά νερά του Φαληρικού Δέλτα. Έβαλε πλώρη για την ουτοπία παραβλέποντας το προφανές: την αλλαγή του καιρού• έχασε έτσι τον προσανατολισμό της, και ναυάγησε άδοξα. Παραμένει ωστόσο αδιευκρίνιστο μέχρι στιγμής αν το ναυάγιο αυτό θα αποτελέσει αφορμή για ένα νέο ξεκίνημα ή αν θα παρασύρει μαζί του στον βυθό κάθε προσδοκία ενός ουσιαστικού κριτικού εγχειρήματος στο πλαίσιο της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα. Αν και είναι μάλλον απίθανο να ξαναβρεί την πορεία που είχε χαράξει και την οποία προσπάθησε με συνέπεια να ακολουθήσει μέχρις ότου υπέκυψε στην παραδείσια φωνή των σειρήνων, η καλλιτεχνική πρωτοπορία θα μπορούσε να ανασκουμπωθεί, να επανεξοπλιστεί και να αναζητήσει μια νέα ρότα που θα την οδηγήσει μακριά από την επίπλαστη ευδαιμονία της Εδέμ.

Προσωπικά δεν πιστεύω ότι μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο. Και αυτό για δύο λόγους:

• Πρώτον, η όποια δυναμική της ελληνικής καλλιτεχνικής πρωτοπορίας έχει υπονομευθεί πλέον από την ίδια, από την στάση της απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό, την ριζοσπαστική πολιτική και τα κινήματα, μία επαμφοτερίζουσα στάση έλξης-απώθησης, που επισφραγίζει, αν μη τι άλλο, τον αμιγώς θεωρητικό προσανατολισμό της. Όντας μια υπόθεση «ακαδημαϊκών» και «διανοουμένων», η πρωτοπορία προτίμησε να ακολουθήσει μια σχετικά ασφαλή παράκτια πορεία κοντά στους θεσμούς παρά να ξανοιχτεί σε περιπετειώδεις εξερευνήσεις σε πιο ταραγμένα και άγνωστα νερά. Και όποτε δοκίμασε να ξανοιχτεί στην περιπέτεια, ακολούθησε απλώς την πορεία που είχαν χαράξει προ πολλού άλλοι πάνω στον εννοιολογικό χάρτη, βρίσκοντας απάγκιο και ασφαλές λιμάνι στον έναν κοινό τόπο μετά τον άλλο. Τα ταξίδια της πρωτοπορίας μοιάζουν λοιπόν περισσότερο με τουριστικές κρουαζιέρες σε παραδεισένια, γραφικά νησιά παρά με ριψοκίνδυνα ταξίδια προς αναζήτηση ενός άλλου τόπου.
• Δεύτερον, η καλλιτεχνική πρωτοπορία δεν κατάφερε να αναλύσει την σημερινή κατάσταση των πραγμάτων με την απαραίτητη πολιτική οξυδέρκεια. Δεν διαθέτει πια τα κατάλληλα εννοιολογικά εργαλεία για κάτι τέτοιο. Τα έχει αφήσει πίσω της, αφού τα θεώρησε παρωχημένα και άχρηστα πλέον. Πίστεψε ότι αφορούσαν στο παρελθόν ενώ αυτά αφορούσαν στο μέλλον που ήρθε. Έτσι ερμήνευσε την επιμονή και την ένταση των φαινόμενων ως μια ιδεαλιστική αντανάκλαση της ετερογένειας του «πλήθους» και όχι ως διαδικασία σύστασης ενός νέου πολύμορφου συλλογικού Υποκειμένου. Την αδυναμία κατανόησης και ερμηνείας σε ένα επίπεδο που να συμπεριλαμβάνει τόσο τη θεωρία όσο και το γίγνεσθαι, τα γεγονότα και τις πράξεις, τη δράση και την αντίδραση μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ανταγωνισμού και πάλης, την αναπλήρωσε η μακάρια ενατένιση, η αισθητικοποίηση και η αποθέωση της αφήγησης υποκειμενικών εμπειριών, επιθυμιών και απόψεων ή/και η αναπαράσταση δήθεν συλλογικών προταγμάτων, αποκομμένων όμως από τους φυσικούς φορείς τους και τις καθορίζουσες συνιστώσες που τους προσδίδουν το όποιο νόημά τους. Η «κριτική» μπορεί να εννοείται έτσι ως μια επιτελεστική και ρητορική παρέμβαση με αφηρημένους «πολιτικούς» στόχους και καμία συγκεκριμένη δέσμευση πέρα από την φορμαλιστική αναφορικότητά της στην καλλιτεχνική πρακτική και την ιστορία της τέχνης. Επιδιώκοντας να γίνει συγκεκριμένη, μην τολμώντας ωστόσο να δεσμευτεί πραγματικά στην αναζήτηση ενός άλλου τόπου, η καλλιτεχνική πρωτοπορία έφτασε στην «no man's land», στην καθαρή αφαίρεση. Κι από εκεί στον άκριτο συμβιβασμό, δηλαδή στο ναυάγιο στα θολά νερά του (νέο)φιλελεύθερου παραδείσου.