Απάντηση σε μία πρόσκληση συμμετοχής σε έκθεση

Αγαπητή Ντόρα,

Θα ήθελα να μοιραστώ με εσένα και με τα άλλα μέλη της ομάδας ορισμένες σκέψεις μου με αφορμή την υπό συζήτηση κοινή έκθεση εικαστικών και αρχιτεκτόνων στο χώρο του κέντρου διασκέδασης «Βοτανικός», στη συμβολή Ιεράς Οδού και Κωνσταντινουπόλεως, που προτείνεις να γίνει τον προσεχή Σεπτέμβρη.

Διαφάνηκε νομίζω στην πρόσφατη συνάντησή της ομάδας η επιφυλακτικότητά μου όσον αφορά το σκοπό μιας τέτοιας δράσης. Αποσαφηνίζω γιατί αντέδρασα, αν όχι αρνητικά τουλάχιστον επιφυλακτικά, στην πρότασή σας να συμμετάσχω στην έκθεση.

Πιστεύω ότι κάθε δράση πρέπει ενσυνείδητα να εξυπηρετεί έναν σκοπό πολύ πιο γενικό (πέρα από την όποια στενά λειτουργική αξία της στο πλαίσιο του συγκεκριμένου στόχου), που δεν μπορεί να είναι άλλος από την αντίσταση στην πραγματικότητα ως έχει και στην κυρίαρχη ιδεολογία που την στηρίζει και επιδιώκει την αέναη αναπαραγωγή της, κόντρα σε κάθε δυναμική αλλαγής της ιστορίας που μπορούν να επιβάλουν τα ίδια τα υποκείμενα. Η αντίσταση αυτή μπορεί να περιέχει απλώς στοιχεία άρνησης ή, πέρα από αυτό, να προσπαθεί να συγκροτήσει μια εναλλακτική πρόταση με μη πατριαρχικούς/καπιταλιστικούς όρους. Άρα οι διαδικασίες εμπλοκής στη δράση θα πρέπει να είναι ουσιαστικές προτάσεις θεμελιακής αμφισβήτησης, που να φέρνουν τα δρώντα υποκείμενα σε μία θέση κριτικού αναστοχασμού, τόσο ως προς τις συγκροτητικές προϋποθέσεις της ταυτότητας του μετανεωτερικού υποκειμένου μέσω των διαλεκτικών σχέσεων που διαμορφώνει η αλληλεπίδραση των παραγωγικών δυνάμεων και του πολιτιστικού εποικοδομήματος στο πλαίσιο της «παγκοσμιοποίησης» (θεωρία), όσο και ως προς την δυνατότητα και τον τρόπο δυναμικής παρέμβασής τους στις διαδικασίες διαμόρφωσης της πραγματικότητας (πράξη). Αναρωτιέμαι, λοιπόν, ποιες μπορεί να είναι οι συνθήκες εκείνες που θα κινητοποιούσαν τη διεργασία απεγκλωβισμού του υποκειμένου από τους ετερόνομους προσδιοριστικούς παράγοντες, όπως είναι το κεφάλαιο, η «ελεύθερη αγορά» και ο καταμερισμός της εργασίας, οι διακρίσεις, η οικονομική εξάρτηση, ο κοινωνικός έλεγχος και η πολιτική καταπίεση.

Αν και έχω επίγνωση της εμμενούς διαδικασίας ανατροφοδότησης και αναπαραγωγής του πραγματικού στην «ολοκληρωτικά διευθυνόμενη» κοινωνία της φιλελεύθερης δημοκρατίας, του διαδικτύου και του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου, καθώς και των περιορισμένων δυνατοτήτων «εξόδου» που παρουσιάζονται στην παρούσα συγκυρία και μορφή καπιταλιστικής συσσώρευσης (την αποκαλούμενη «μεταφορντική»), αρνούμαι να δεχτώ αυτό που κάποιοι ισχυρίζονται: ότι δεν υπάρχει πλέον πουθενά ένα «έξω» όπου να μπορεί να στεριώσει, να «εδαφικοποιηθεί», οποιαδήποτε αντίσταση και ότι μόνον η «απεδαφικοποιημένη», «νομαδική» αντίσταση, μέσω της οποίας εκφράζεται η πολλαπλότητα του «πλήθους» που δημιουργεί με την «αυθόρμητη» κίνησή του ρωγμές, είναι εφικτή. Τι είδους εναλλακτική πρόταση είναι αλήθεια αυτή που μπορεί να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά στον «ολοκληρωτισμό» του ενός τρόπου, της μίας ερμηνείας; Ταιριάζει πραγματικά η θεωρητική κατασκευή μας με την υλική πραγματικότητα; Είναι τόσο αναδραστικό το σύστημα όσο θέλουμε να πιστεύουμε; Αν κάθε δράση γεννάει αντίδραση, η ενδυνάμωση π.χ. του φονταμενταλισμού και του εθνικισμού είναι ένα ανάχωμα στην ορμητική εισβολή της νεωτερικότητας, της εκκοσμίκευσης και της δυτικής έννοιας του Διαφωτισμού – κάτι τέτοιο δεν είναι ήδη μια «εξωτερική» θέση, μια άρνηση συμπερίληψης στο κυρίαρχο παράδειγμα ακόμα κι όταν η άρνηση αυτή χρησιμοποιεί τα μέσα της νεωτερικής, δυτικής τεχνολογίας για να εκφραστεί; Είναι δηλαδή μια αντίφαση που γεννάει το ίδιο το σύστημα κατά τη διαδικασία της ομογενοποιητικής συμπερίληψης. Μοιάζει ότι θα υπάρχει πάντα ένα διαφεύγον πεδίο, ένα «έξω» που δεν υπόκειται στους ρυθμιστικούς κανόνες λειτουργίας του συστήματος και το οποίο απειλεί μονίμως το σύστημα με απορρύθμιση. Δεν πρόκειται για το περιθώριο – για τον τόπο των αποκλεισμένων όπως ίσως νομίζουμε. Πρόκειται για την αρνητική εκδοχή της ίδιας της διαδικασίας, για το αντιστραμμένο είδωλό της.

Θα αναρωτηθείς ίσως τι σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά με την πρότασή σας για την αυτόνομη διοργάνωση μιας έκθεσης έξω από θεσμούς και αγορά. Γιατί θα πρέπει να φορτίζεται τόσο έντονα κάθε απόπειρα δράσης; Μήπως δεν είναι η ίδια η δράση που δικαιολογεί τη συμμετοχή μας; Με μια έννοια, θα έλεγα όχι.

Στη συζήτησή μας επισημάνθηκε ότι στους στόχους της δράσης συμπεριλαμβάνονται η ευκαιρία διάλογου ανάμεσα στους εμπλεκόμενους και η σε συνεργασία διερεύνηση, με συγκεκριμένα μέσα (καλλιτεχνικά, θεωρητικά), του συγκεκριμένου χώρου (τόσο σαν κτίσμα όσο και σαν λειτουργικό κοινωνικό χώρο). Δόθηκε δηλαδή ιδιαίτερη έμφαση στην «εμπειρία της συμμετοχής» και στον πειραματισμό, αλλά και στην κοινωνιολογική φόρτιση του ίδιου του εκθεσιακού χώρου που αποτελεί παράλληλα και το θέμα της έκθεσης. Όμως πέρα από την αδιαμφισβήτητη αναγκαιότητα της διυποκειμενικής επαφής, νομίζω ότι η «ερευνητική» μορφή τέχνης που επικαλείται μια τέτοια προσέγγιση γνωσιολογικής τάξης είναι αδιέξοδη. Η προσφυγή στη γνωσιολογία είναι έγκυρη μόνο στο όνομα της μιμητικής ιδιότητας της τέχνης, και στην γνωσιολογική αξία της μίμησης στη βρεφική και νηπιακή ηλικία στα περισσότερα είδη ζώων, συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων. Επίσης, έχει νόημα όταν αναφερόμαστε στις αρχαίες μαγικοθρησκευτικές τελετές που αποτελούν τη μήτρα όλων των μετέπειτα εξατομικευμένων μορφών θρησκείας, επιστήμης και τέχνης. Εκτός του ότι τείνει να υποκαθιστά άλλες, καταλληλότερες μορφές έρευνας και ανάλυσης των κοινωνικών σχέσεων, η τέχνη που επικαλείται τη «γνώση» με τις μεθόδους της επιστήμης (αν και με άλλα μέσα) περιορίζει τη δυναμική των κοινωνικών εξελίξεων και του υφιστάμενου ανταγωνισμού που τις διαμορφώνει αποκλειστικά και μόνο στη σφαίρα της «επικοινωνίας» και της «διαδραστικής ικανότητας» των υποκειμένων.

Έχω την εντύπωση ότι η τέχνη δεν πρέπει να είναι ένα είδος «μετάφρασης» από τη γλώσσα των υλικών κοινωνικών σχέσεων στη συμβολική γλώσσα των αισθητικών μορφών ή/και των εννοιών. Αν κάνει κάτι τέτοιο, αναπαράγει απλώς έναν διπλό αντικατοπτρισμό που εγκλωβίζει τη σκέψη σε μια αέναη αλληλουχία της επανάληψης και της ομοιοτυπίας: αν το κοινωνικό μπορεί να αποδοθεί ως αισθητική μορφή και αν η αισθητική μορφή μπορεί να διατυπωθεί ως κοινωνική θεωρία τότε και τα δύο, και το κοινωνικό και η αισθητική μορφή, ως ομόλογα, μπορούν να υποκαθιστούν το ένα το άλλο. Μια τέτοια παραδοχή όμως μας επιφυλάσσει μια δυσάρεστη συνεπαγωγή: η αισθητική μορφή εγκλωβίζεται στην κοινωνική αναπαραγωγή του ήδη υπάρχοντος και γίνεται μια απλή αντανάκλασή του.

Για να διατηρήσει τη ζωτική αυτονομία της η αισθητική μορφή θα πρέπει να παραιτηθεί από κάθε απαίτηση γνωσιολογικής εγκυρότητας και να υπερασπιστεί το όραμα της ουτοπίας. Όχι πια μια κοινωνιολογική τέχνη, αλλά μια τέχνη που επιδιώκει την συν-κίνηση συναισθήματος και πνεύματος μέσω της αισθητικής μορφής.

Η τέχνη λοιπόν (υπερασπιζόμενη την αισθητική διάστασή της) οφείλει να αρνείται τους όρους παραγωγής του καπιταλιστικού μοντέλου και να διαφεύγει από την αναπαραγωγική διαδικασία του κοινωνικού. Να συγκροτεί, εν τέλει, αυτόν τον εξω-τόπο που μπορεί να βρει καταφύγιο η αντίσταση στην ολοποιητική δυναμική της φιλελεύθερης λαίλαπας. Όχι μόνο στο συμβολικό επίπεδο, αλλά και στο οντολογικό, εκφραστικό επίπεδο.

Αναμφίβολα, δεν είναι η τέχνη που θα αλλάξει τον κόσμο. Είναι όμως η τέχνη που μπορεί να διασφαλίσει την δυνατότητα αλλαγής του.

Ξέρω ότι οι ενστάσεις που διατύπωσα εδώ, εύλογα θα μπορούσαν να ερμηνευτούν ως μια απόπειρα απαξίωσης κάθε δράσης, όμως δεν είναι αυτή η πρόθεσή μου. Διερευνώ περισσότερο παρά αποφαίνομαι. Θα επιθυμούσα, αν συμφωνεί και η ομάδα, οι συλλογισμοί μου αυτοί να αποτελέσουν τη συμμετοχή μου στη δράση σας, αφού δεν ξέρω πώς αλλιώς να συμμετάσχω σε μία έκθεση τέχνης χωρίς να αντιφάσκω με τις ίδιες μου τις απόψεις.

Όπως και να ’χει, εύχομαι ειλικρινά κάθε επιτυχία στην έκθεση, φιλικά
Μιχάλης Παπαρούνης
Πόρτο-Ράφτη, Κυριακή 15 Ιουλίου 2007

Δεν υπάρχουν σχόλια: