Ο δίκαιος αγώνας των 300 μεταναστών-εργατών απεργών πείνας είναι και δικός μας αγώνας!

Εδώ και 35 μέρες, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, 300 μετανάστες εργάτες έχουν ξεκινήσει μια σκληρή απεργία πείνας. Διεκδικούν ίσα δικαιώματα με τους ντόπιους συναδέλφους τους και τη νομιμοποίηση όλων των μεταναστών και των μεταναστριών που ζουν, εργάζονται και μετακινούνται στη χώρα.
Επιθυμώντας να διαχύσουμε το πνεύμα αυτού του αγώνα στο κέντρο της Αθήνας, καταλαμβάνουμε τις υπηρεσίες του Υπουργείου Εργασίας στην πλατεία Κοραή. Πρόκειται για το κτίριο όπου το Δεκέμβριο του 2010 ο αιγύπτιος μετανάστης εργάτης Emand Aziz, δουλεύοντας ανασφάλιστος και μέρα Κυριακή στο Υπουργείο Εργασίας, σε συνθήκες όπου δεν τηρούνταν τα στοιχειώδη μέτρα ασφαλείας, σκοτώθηκε πέφτοντας από τον 3ο όροφο. Πρόκειται για ένα από τα κρατικά κτίρια τα οποία καθαρίζουν μετανάστες δουλεύοντας για εργολάβους-δουλεμπόρους και στα οποία βασιλεύει ο εργασιακός μεσαίωνας, η αδήλωτη εργασία, η εργοδοτική βαρβαρότητα. Τι έχουν να πουν γι’ αυτό οι εργαζόμενοι στο υπουργείο εργασίας; Τι έχουν να πουν για τον αγώνα των 300 μεταναστών-εργατών που περιλαμβάνει όλους τους μετανάστες και τις μετανάστριες και, ακόμη περισσότερο, όλη την τάξη των εργαζομένων;
Το τελευταίο 24ωρο, είκοσι μετανάστες απεργοί πείνας έχουν μεταφερθεί σε νοσοκομεία της Αθήνας με συμπτώματα βαριάς αφυδάτωσης και νεφρικής ανεπάρκειας και τέσσερις σε νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης με λιποθυμικά επεισόδια. Σε κάποια από τα νοσοκομεία όπου μεταφέρονται, δε γίνονται δεκτοί, ενώ σε άλλα, αστυνομικοί απαιτούν από το νοσηλευτικό προσωπικό τα ονόματά τους.
Οι 300 απεργοί πείνας διακινδυνεύουν τη ζωή τους όχι στη βάση ατομικών και ωφελιμιστικών κινήτρων αλλά για ένα συλλογικό δίκαιο, σε ένα αγώνα που διεκδικεί την αξιοπρέπεια όλης της εργατικής τάξης. Οι μετανάστες οργανώθηκαν μέσα από δημόσιες και οριζόντιες συνελεύσεις στην Κρήτη, θεμελιώνοντας μέσα από συλλογικές διαδικασίες έναν από τους πιο μαζικούς αυτόνομους αγώνες μεταναστών-εργατών στην ελλάδα. Ζήτησαν από την πρώτη στιγμή την αλληλεγγύη και τη γεφύρωση του αγώνα τους με τα προτάγματα όλων των ανθρώπων και των συλλογικοτήτων που αγωνίζονται για ένα κόσμο ισότητας και ελευθερίας. Παραθέτουμε αποσπάσματα από το κείμενο της συνέλευσης των απεργών πείνας, με το οποίο ζητούν την αλληλεγγύη μας:

«…Βρισκόμαστε στην αναξιοπρέπεια και στο σκοτάδι της παρανομίας για να ωφελούνται οι εργοδότες και οι υπηρεσίες του κράτους από την άγρια εκμετάλλευση της εργασίας μας… Όσο κόβονται οι μισθοί και οι συντάξεις, όσο ακριβαίνουν τα πάντα, τόσο ο μετανάστης παρουσιάζεται ως φταίχτης, ως ο υπαίτιος για την εξαθλίωση και την άγρια εκμετάλλευση των ελλήνων εργαζομένων… Η προπαγάνδα φασιστικών και ρατσιστικών κομμάτων και οργανώσεων έχει πλέον γίνει η επίσημη γλώσσα του κράτους για το μεταναστευτικό… Ζητάμε από τους έλληνες συναδέλφους μας εργαζομένους, από κάθε άνθρωπο που τώρα υποφέρει κι αυτός από την εκμετάλλευση του ιδρώτα του, να σταθεί δίπλα μας. Να στηρίξει τον αγώνα μας, για να μην αφήσει να επικρατήσει και στο δικό του τόπο το ψέμα και η αδικία, ο φασισμός και η απολυταρχία... Αυτό δηλαδή που έχει επικρατήσει και στις δικές μας πατρίδες και μας ανάγκασε να ξενιτευτούμε… εμείς και τα παιδιά μας…»

Ο ταξικός λόγος των απεργών συγκρούεται με το σύνολο των αντι-μεταναστευτικών πολιτικών που θέλουν τη ζωή και την εργασία των μεταναστριών και των μεταναστριών παράνομη, υποτιμημένη και πολιτικά απροστάτευτη απέναντι στις δολοφονικές διαθέσεις των αφεντικών και των στρατιωτικών και αστυνομικών θεσμών των εθνικών κρατών.
Το ελληνικό κράτος έχει τα χέρια του βαμμένα με αίμα. Συμμετέχει στις διεθνείς διακρατικές συμμαχίες που είναι υπεύθυνες για τη (δήθεν ανθρωπιστική) στρατιωτική κατοχή σε χώρες από όπου προέρχονται οι μετανάστες. Στα σύνορά του, σε συνεργασία με τις συνοριοφυλακές άλλων χωρών, τη FRONTEX και τους κρατικά ελεγχόμενους δουλεμπόρους, οδηγεί τους μετανάστες και τις μετανάστριες σε ναρκοπέδια, στο βυθό του αιγαίου και σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην περιφέρεια της χώρας, όπου επικρατούν απάνθρωπες συνθήκες μαζικού εγκλεισμού, βασανιστηρίων και διαδικασίες βίαιων απελάσεων.
Στα εγκλήματα αυτά, όπως και στην ευρύτερη υποτίμηση της ζωής και της εργασίας των μεταναστών και των μεταναστριών από τα μικρά και τα μεγάλα αφεντικά, συντελούν οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αλλά και ένα διακριτό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που κεφαλαιοποιεί εδώ και 30 χρόνια τον πλούτο που παράγει η μεταναστευτική εργατική δύναμη. Οι μετανάστες και οι μετανάστριες, αν και αόρατοι και απομονωμένοι, βρίσκονται ακριβώς δίπλα μας και αποτελούν έναν τεράστιο παραγωγικό πληθυσμό που ζει, εργάζεται, μετακινείται, επιθυμεί, δημιουργεί οικογένειες, κοινότητες και δίκτυα αλληλεγγύης.
Ο αγώνας των 300 μεταναστών-εργατών αποδεικνύει τη συλλογική ικανότητα μιας αυτόνομης, ταξικής και κοινωνικής δράσης όλων όσων δε θεωρούνται θεσμικά πολίτες από τα κράτη και δείχνει το δρόμο για να συναντηθούν οι αγώνες των μεταναστών με αυτούς των ντόπιων. Και αυτό τρομάζει τα αφεντικά.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο αγώνας τους χτυπήθηκε από την πρώτη στιγμή από το κράτος και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, γι’ αυτό έγινε άρση ασύλου και απαγόρευση μιας πολιτικής διαμαρτυρίας στη Νομική, ενώ τώρα επιχειρείται για πρώτη φορά η ποινική δίωξη σε απεργούς πείνας. Αυτός ο κανιβαλιστικός και ρατσιστικός λόγος δουλεύεται εδώ και χρόνια από τους μηχανισμούς του κράτους, και στην εκκένωση τη Νομικής τον ακούσαμε από το στόμα των διαφόρων υπουργών εσωτερικών, εργασίας και νταβατζήδων του πολίτη, καθώς και των τραμπούκων του Τύπου.
Καθώς η απεργία πείνας φτάνει σε ένα επικίνδυνο για την υγεία των μεταναστών-εργατών στάδιο, επιστρατεύεται τώρα το “καθεστώς ανοχής” ως πρόταση στους απεργούς. Το “καθεστώς ανοχής” δεν αποτελεί ανθρωπιστική αλλά μια ασαφή ρύθμιση, καθώς δίνει για έξι μήνες την άδεια να μείνουν οι μετανάστες εδώ με πρόθεση απέλασης, χωρίς τη δυνατότητα να μπορούν να φύγουν από τη χώρα εάν το επιθυμούν. Γι’ αυτό και οι απεργοί απορρίπτουν την πρόταση αυτή.
Οι αγωνιζόμενοι μετανάστες απεργοί πείνας βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του κοινωνικού πολέμου. Προτάσσουν τη ζωή τους, ενάντια στη βαρβαρότητα της εξουσίας, την εξαθλίωση και την κουλτούρα θανάτου που προσπαθεί να επιβάλει το κράτος σ’ ολόκληρη την κοινωνία. Αγωνίζονται για τη ζωή, την ελευθερία και την αξιοπρέπεια. Για έναν κόσμο όπου ο θάνατος δεν θα έχει πια εξουσία… Γι’ αυτό, καλούμε όλα τα αγωνιζόμενα κομμάτια της κοινωνίας να σταθούν αλληλέγγυα στον αγώνα των 300 απεργών πείνας που γίνεται για λογαριασμό όλων μας. Γιατί η αλληλεγγύη μεταξύ όλων των καταπιεσμένων είναι το όπλο μας. Γιατί η αλληλεγγύη δεν είναι μόνο συμπαράσταση αλλά και σύγκρουση για μια κοινωνία αυτοδιεύθυνσης, χωρίς σύνορα, χωρίς φράχτες, χωρίς στρατόπεδα συγκέντρωσης, χωρίς ρατσισμό, χωρίς εκμετάλλευση.
«Δε θα φτηνύνουμε εμείς τη ζωή, που την έχουν κάνει αμελητέα κι αναλώσιμη.
Εμείς θα ακριβύνουμε το θάνατο, τόσο που να ’ναι αβάσταχτος κι αδιανόητος».

Αλληλεγγύη σε όλους τους αγωνιζόμενους μετανάστες και τις μετανάστριες
Κοινοί αγώνες όλων των καταπιεσμένων
Για έναν κόσμο ισότητας, αλληλεγγύης, ελευθερίας

Αλληλέγγυες και Αλληλέγγυοι

Και εδώ μιλάμε για την απεργία πείνας!



Στις 4 σήμερα το απόγευμα -και για όσες ώρες χρειαστεί- το διαδίκτυο μιλάει για τους μετανάστες απεργούς πείνας. Σε μια ραδιοφωνική εκπομπή χωρίς σταθμό θα μιλήσουν οι ίδιοι οι μετανάστες, μέλη της επιτροπής αλληλεγγύης, πανεπιστημιακοί και καλλιτέχνες για την μάχη των 300 απεργών πείνας. Κάθε διαδικτυακό μέσο (portal, site ή blog) μπορεί να μεταδώσει μέσα από τη σελίδα του την εκπομπή ενσωματώνοντας τον player που θα βρείτε στο blog http://hungerstrike300.espivblogs.net/

Το διαδίκτυο δεν είναι απλά ένας χώρος ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης. Είναι και το μοναδικό μέσο που μπορεί να δώσει φωνή σε αυτούς που αποκλείονται από τα τηλεοπτικά δελτία. Ας πολλαπλασιάσουμε τη φωνή τους.

Για τον αγώνα των εργατών μεταναστών

Ο διαγωνισμός πλειοδοσίας σε φρόνημα δημοκρατικής νομιμότητας στον οποίο επιδόθηκαν όλες σχεδόν οι θεσμικές πολιτικές δυνάμεις, με αφορμή την κατάληψη της Νομικής σχολής από τους 250 απεργούς πείνας μετανάστες εργάτες, και η ευαισθησία που επέδειξαν στην υποτιθέμενη καταρράκωση του θεσμού του πανεπιστημιακού ασύλου, αποκαλύπτει αν μη τι άλλο ότι η ατζέντα στον δημόσιο διάλογο καθορίζεται εν πολλοίς από τις πιο συντηρητικές και μισαλλόδοξες αντιλήψεις, εκφραστής των οποίων δεν είναι, όπως πολλοί θέλουν να πιστεύουν, αποκλειστικώς η άκρα Δεξιά.
Εκστομίστηκαν τέρατα όλες αυτές τις μέρες. Από τον «εκβιασμό» και τη «βεβήλωση» ως τη «λάθος επιλογή», το φάσμα των επικρίσεων περιλαμβάνει όλες εκείνες τις αποχρώσεις που καθιστούν τις διαφορές πολύ αδρά διακριτές όταν πρόκειται για τον τρόπο με τον οποίο οι πολιτικές δυνάμεις αντέδρασαν στα γεγονότα. Αρχικώς, πριν ξεσπάσει η συντονισμένη συκοφαντική επίθεση της κυβέρνησης και των μμε, κάποιοι προσπάθησαν να ανοίξουν μια ουσιαστική συζήτηση για τον αγώνα των μεταναστών. Άλλαξαν όμως ρότα μόλις το κλίμα βάρυνε επικίνδυνα και άρχισαν να μασάνε τα λόγια τους στα τηλεοπτικά πάνελ, ότι ναι μεν, αλλά, ότι «ήταν λάθος» που εν τέλει ίσως και να κοστίσει αντί να ωφελήσει κ.λπ. κ.λπ.. Ακόμα κι εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις, όπως ο ΣΥΝ, που είδαν με κάποια συμπάθεια τον αγώνα των μεταναστών εργατών, ανέκρουσαν πρύμνα και συντάχθηκαν με την «κοινή γνώμη», την οποία τα μμε παρουσίασαν αγανακτισμένη με τα όσα συμβαίνουν.
Τα συντηρητικά ανακλαστικά της κοινωνίας, τα οποία οδήγησαν την πλειοψηφία να στοιχηθεί άρδην πίσω από το νόμο και το κράτος παρά τα εκτεταμένα φαινόμενα ανυπακοής και απείθειας που όψιμα επιδεικνύει, λειτούργησαν αυτοματικά υπερσκελίζοντας τις αντιπαλότητες, και συσπείρωσαν εχθρούς και φίλους απέναντι στον άλλο, τον ξένο. Αναμφίβολα, όπως όλα δείχνουν, η ρητορική της άκρας Δεξιάς έχει ισχυρά ερείσματα στη διάχυτη ξενοφοβία που ενδημεί στην ελληνική κοινωνία. Τα στερεότυπα αυτής της ξενοφοβίας ενισχύει ο λανθάνων λόγος της εξουσίας, που παρά τις διακηρύξεις των κυβερνώντων περί «προοδευτικής μεταναστευτικής πολιτικής» βλέπει τους μετανάστες ως «μη έχοντες πολιτισμό» (Άννα Νταλάρα, αρμόδια υφυπουργός για θέματα μεταναστευτικής πολιτικής), ή ως μη αρκούντως «γνήσιους Έλληνες» οι οποίοι δεν δικαιούνται πολιτογράφησης (γνωμοδοτική επιτροπή του Συμβουλίου της Επικρατείας), και, πάνω απ’ όλα, ως «εισβολείς λαθρομετανάστες».
Το πανεπιστημιακό άσυλο και η δήθεν κατάλυσή του ήταν η πρόφαση και όχι το πραγματικό επίδικο. Συγκαλυμμένος πίσω από τις κορώνες περί νομιμότητας και σεβασμού των δημοκρατικών ελευθεριών υφέρπει ο δηλητηριώδης ρατσιστικός λόγος, με θετική ή αρνητική μορφή και έκφραση. Είτε ως καταπατητές είτε ως ικέτες, οι μετανάστες εργάτες απεργοί πείνας αντιμετωπίστηκαν σχεδόν απ’ όλους ως ετεροπροσδιοριζόμενα υποκείμενα που υποκινήθηκαν βάσει σχεδίου που αποσκοπούσε στην ένταση από τη μια, ή ως υποχείρια κοντόθωρων πολιτικών σχεδιασμών από την άλλη, ή, ακόμα ακόμα, ως θύματα ανεύθυνου χειρισμού και διαμεσολάβησης του δίκαιου κατά τ’ άλλα αγώνα τους...
Οι αλληλέγγυοι και όσοι ενεπλάκησαν βοηθώντας στην οργάνωση της απεργίας αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία, με χλεύη και με εχθρότητα από τα μμε, που υποτίθεται ότι αντικαθρεφτίζουν την κοινή γνώμη, και με δικαστικές διώξεις από το κράτος. Εξίσου επικριτική στάση κράτησε και μερίδα του κινήματος, αν και αυτή διατυπώθηκε περισσότερο σαν εξορκισμός των χειρισμών εκείνου του κομματιού της Αριστεράς που ευθύς εξαρχής έδειξε ενεργά αλληλεγγύη στον αγώνα των μεταναστών παρά σαν καταδίκη αυτής καθαυτής της ενέργειας. Όσοι τάχτηκαν από την αρχή στο πλευρό των απεργών και τους βοήθησαν να οργανώσουν τον αγώνα τους καλούνται τώρα να απολογηθούν γιατί υποστήριξαν εμπράκτως τις πολιτικές τους επιλογές και πεποιθήσεις. Στις συμπληγάδες κοινωνίας, «συντρόφων» και κράτους συνθλίβονται όχι μόνον η αλληλεγγύη και η στοιχειώδης συνέπεια αλλά και η ίδια η ουσία του ακηδεμόνευτου αγώνα των μεταναστών εργατών για τα δικαιώματα και την αξιοπρέπειά τους.
Είναι φυσικό το κράτος να έχει θορυβηθεί από την απειλή που αναγνώρισε στον συγκεκριμένο αγώνα των μεταναστών εργατών. Εξ αρχής διαφάνηκε ότι η αποφασιστικότητα και τα αιτήματα των απεργών πείνας θα μπορούσαν να αποτελέσουν θρυαλλίδα απρόβλεπτων εξελίξεων και αλυσιδωτών αντιδράσεων, με επίκεντρο τη μεταναστευτική πολιτική του ελληνικού κράτους. Προκειμένου να υποβαθμιστεί το περιεχόμενο του αγώνα τους, η προσοχή κατευθύνθηκε τεχνηέντως στο «πού» και όχι στο «πώς» και το «γιατί» επέλεξαν οι απεργοί πείνας μετανάστες εργάτες να διεκδικήσουν από το κράτος τη νομιμοποίηση όλων των μεταναστών που ζουν και εργάζονται στη χώρα, ή που εγκλωβισμένοι εδώ διεκδικούν το δικαίωμα στην ελεύθερη μετακίνηση. Θέτοντας το ζήτημα της νομιμοποίησης συνολικά, οι απεργοί πείνας μετανάστες εργάτες απαιτούν από το ελληνικό κράτος να εγκαταλείψει την τακτική της στρουθοκαμήλου που όλα αυτά τα χρόνια ακολουθεί και να αναγνωρίσει εδώ και τώρα το αυτονόητο: ότι αυτοί οι άνθρωποι που βρέθηκαν σε αυτόν τον τόπο κατ' επιλογήν ή κατ’ ανάγκην δικαιούνται να αποκτήσουν νόμιμη υπόσταση. Η μετατόπιση της συζήτησης από το μεταναστευτικό στο άσυλο απλώς επιβεβαιώνει ότι ο στρουθοκαμηλισμός της ελληνικής πολιτείας δεν είναι δείγμα αδυναμίας αλλά συνειδητή πολιτική επιλογή. Πράγματι, όπως έχει επισημανθεί, οι διάφορες μορφές προσωρινής και υπό όρους νομιμοποίησης χρησιμοποιούνται ως μέσο ελέγχου και πειθάρχησης της φτηνής εργατικής δύναμης. Κάνει τα στραβά μάτια στο εκρηκτικό αδιέξοδο που έχει δημιουργηθεί, με θύματα κυρίως τους μετανάστες που παραμένουν όμηροι του παραλογισμού, διότι εξυπηρετούνται ταυτοχρόνως ποικίλα κρατικά συμφέροντα, τόσο σχέσεων με τους εταίρους της ΕΕ και πίεσης προς τον άσπονδο εξ ανατολάς εχθρό, την Τουρκία, όσο και συντήρησης συγκεκριμένων μηχανισμών κερδοφορίας του ελληνικού κεφαλαίου.
Ανάλογη είναι εν πολλοίς και η υποκρισία όλων εκείνων που αρνούνται να αποδεχτούν το γεγονός ότι έχουν βρεθεί στον πάτο του κοινωνικού βαρελιού. Αυτών που έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα από τη βίαιη αναδιάρθρωση του ελληνικού καπιταλισμού και του κράτους, και που αναζητούν τα εξιλαστήρια θύματα για τη δική τους δεινή κατάσταση όχι στην εγχώρια ληστρική ελίτ και στους συνεταίρους της αλλά στους μετανάστες. Είναι όλοι όσοι έχουν πειστεί ότι «δεν χωράνε άλλοι» στη χώρα, ότι η εγκληματικότητα, η ανεργία, η ένδεια και η υποβάθμιση της καθημερινής ζωής είναι λίγο πολύ φαινόμενα που οφείλονται στο ότι «έχουμε γίνει ξέφραγο αμπέλι» όπου βρίσκουν εύκολα καταφύγιο οι κολασμένοι όλου του κόσμου. Είναι οι ίδιοι που ενώ τους χτυπάνε κατακέφαλα νομίζουν ότι το αξίζουν, ότι θα πρέπει να θυσιαστούν για να «σωθεί η πατρίδα». Είναι αυτοί που δεν βλέπουν πόντο πέρα από τη μύτη τους και που θα κουνηθούν μόνο όταν πιάσει φωτιά ο δικός τους κώλος. Αν σηκώνουν ενίοτε μπαϊράκι και αψηφούν μερικώς το κράτος και τους νόμους είναι γιατί βλέπουν παντού προδότες και δωσίλογους που απεργάζονται με την αρωγή «ξένων κέντρων» τον «αφανισμό του έθνους».
Πριν σβήσουν μια και καλή τα φώτα του ξέφρενου πάρτι, και προτού η «ισχυρή ελληνική οικονομία» παρουσιάσει τα συμπτώματα της ενδημικής ασθένειας που έγινε το άλλοθι για την επιβολή μιας άνευ προηγουμένου εντατικής θεραπείας-σοκ, η εκμετάλλευση των μεταναστών ήταν κοινά αποδεκτή και ευρέως διαδεδομένη. Οι μετανάστες υλοποίησαν την φαντασίωση κοινωνικής ανόδου που πάντα ταλάνιζε τα κατώτερα και τα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα, αφού έγιναν η υπο-τάξη από την οποία όλοι μπορούσαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να ωφεληθούν, και πάνω απ' όλα, όλοι ένιωθαν ότι ήταν εμφανώς ανώτεροι από τους «κακομοίρηδες». Γέμισε ο τόπος μικρά αφεντικά και γερμανικά αυτοκίνητα. Η διάχυτη ευωχία συντηρήθηκε με δανεικά, με φουσκωμένες πιστωτικές κάρτες και δημόσια ελλείμματα, αλλά έγινε εφικτή μόνο χάρη στην αναπτερωμένη φαντασίωση της κοινωνικής ανόδου. Φτηνά εργατικά χέρια, αναλώσιμα σώματα χωρίς φωνή και δικαιώματα, οι μετανάστες ανέλαβαν τις εργασίες που κανένας δεν ήθελε να κάνει: στα χωράφια και στα θερμοκήπια, στις οικοδομές, στη βιοτεχνία, στα νοσοκομεία, στα νοικοκυριά, στα μπουρδέλα και στις πιάτσες. Τόνωσαν τη γη, την οικονομία και την ερωτική ζωή της χώρας, βγάζοντάς την από το μαράζι.
Όταν ζόρισαν τα πράγματα, και τα φληναφήματα των πολιτικών σκορπίσανε στη θύελλα της κρίσης μαζί με την ψευδαίσθηση της ευμάρειας, από φτηνό εργατικό δυναμικό προς εκμετάλλευση οι μετανάστες έγιναν βάρος, αν όχι απειλή. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως μέχρι τότε η συμβίωση μαζί τους ήταν ειδυλλιακή, επικρατούσε ωστόσο η ανοχή και η συνένοχη χρησιμοθηρία. Το ασυγκράτητο μεταναστευτικό κύμα που προκάλεσαν οι πόλεμοι, οι φυσικές(;) καταστροφές και η φτώχεια αύξησε τον όγκο των ροών και διαφοροποίησε τη σύνθεση των πληθυσμών των μεταναστών. Οι ανέστιοι, χωρίς χαρτιά μετανάστες πολλαπλασιάστηκαν και κατέκλυσαν το κέντρο των πόλεων, στοιβαγμένοι όπως όπως σε υπόγεια διαμερίσματα, σε εγκαταλελειμμένα κτίρια, στις πλατείες και τους δρόμους. Η εικόνα του μετανάστη εγκληματία, που τόσα χρόνια επανέρχεται στερεοτυπικά στα μμε, εντυπώνεται ανεξίτηλα στο συλλογικό φαντασιακό, αποτελώντας πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη της ακροδεξιάς ρητορικής. Τα πογκρόμ που εξαπέλυσαν οι «αγανακτισμένοι πολίτες» σε αγαστή συνεργασία με την αστυνομία, υπό τη σκέπη και την διακριτική ανοχή του κράτους, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν μεμονωμένα περιθωριακά φαινόμενα: είναι έκφραση εκβαρβαρισμού της κοινωνίας υπό συνθήκες αγωνιώδους άγχους και πανικού.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο αγώνας μέχρις εσχάτων που ξεκίνησαν οι 300 μετανάστες εργάτες βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους, ακριβώς για να αρνηθούν τη «γυμνή ζωή», βρήκε γυρισμένες τις πλάτες της πανικόβλητης κοινωνίας. Αντί ο αγώνας αυτός να βρει υποστηρικτές ανάμεσα στους προλετάριους όπως εκ των πραγμάτων του αρμόζει, διαδραματίζοντας ενεργό ρόλο στην ανασύνθεση ενός πολιτικά αποτελεσματικού ανταγωνιστικού κινήματος, αν μη της εργατικής τάξης, αφέθηκε έρμαιο στη δίνη των μμε, βορά στα δόντια των συκοφαντών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που τρέμουν όσο τίποτε άλλο τους ακηδεμόνευτους, αυτόνομους αγώνες από τα κάτω, που όπως δείχνουν οι ραγδαίες εξελίξεις και οι ανατροπές στα καθεστώτα της Βόρειας Αφρικής δεν έχουν πει την τελευταία λέξη.



Και όμως, είναι η ίδια η αποφασιστικότητα των απεργών πείνας και του αγώνα τους που σπάει το τοίχος της εχθρότητας και της αδιαφορίας που τόσο έντεχνα προσπάθησαν να οικοδομήσουν γύρω τους μμε και κυβέρνηση. Τα μηνύματα αλληλεγγύης και συμπαράταξης με τα αιτήματα των μεταναστών όλο και αυξάνονται, δράσεις αλληλεγγύης και αντιπληροφόρησης γίνονται σ’ ένα σωρό πόλεις και γειτονιές, δεκάδες άνθρωποι περνάνε καθημερινά από το κτήριο της Ηπείρου εκφράζοντας έμπρακτα την υποστήριξή τους.
Σταγόνες στον ωκεανό; Ίσως, μα οι σταγόνες μερικές φορές μπορούν να ταράξουν τα λιμνασμένα νερά του διάχυτου κοινωνικού ρατσισμού.

ΟΙ ΠΑΠΠΟΥΔΕΣ ΜΑΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΜΑΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ
ΕΜΕΙΣ ΡΑΤΣΙΣΤΕΣ;

Αυτόνομο Στέκι
autonomo_steki@yahoo.gr
http://autonomosteki.espivblogs.net/

Καθρέφτης. Ο απέναντι είμαι εγώ

Αναζητήστε τον Καθρέφτη, το έντυπο εγχείρημα για τους "άλλους", τους μετανάστες.

http://efimerida-kathreftis.blogspot.com/

Κερατέα 2010. Νέες χωρικές εμπειρίες αντίστασης και υποκειμενοποίησης

Της Κατερίνας Νασιώκα

Κερατέα, 12 Δεκέμβρη 2010: δυο χρόνια μετά τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008, που μετασχημάτισαν τη χωρική εμπειρία της Μητρόπολης της Αθήνας, η ιστορία δεν έκλεισε. Όσοι βιάστηκαν να ξεμπερδέψουν με το ρεύμα της «εξέγερσης» και να ελέγξουν «θάβοντας» τις νέες ροές του στον υποτιθέμενο λάκκο της καθημερινής παθητικότητας που καλλιεργούν τα μίντια και η πολιτική σκηνή –κοινοβουλευτική και μη– του κυρίαρχου λόγου ενός κράτους-καταπιεστή, ενός αλλότριου μεγαμηχανισμού ρύθμισης των απωλειών της κρίσης του παγκόσμιου κεφαλαίου, ενός «ξενιστή»-οργανισμού ελέγχου της κοινωνικής πραγματικότητας και απονέκρωσης της ανθρώπινης δημιουργικότητας, έπεσαν «έξω». Το ρεύμα αυτό –υπόγειο– που ενώνει την κραυγή του «φτάνει πια!» και κυλάει στα αυτοδιαχειριζόμενα πάρκα της πόλης, στις συλλογικότητες που οργανώνονται συνεχώς, στα ανταλλακτικά παζάρια που φύτρωσαν και εδραιώθηκαν στην καταναλωτική μας πραγματικότητα, στις καθημερινές αντιστάσεις σε χώρους εργασίας και μη, αυτό το υπόγειο ρεύμα εκρήγνυται τώρα στην Κερατέα, μεταλλάσσοντας μια για πάντα την κοινωνική πραγματικότητα μιας κοινότητας που φαίνεται εδώ και ένα μήνα –αν και μακριά από κάθε τηλεοπτική και έντυπη προβολή– να ζει και να αντιστέκεται στα οδοφράγματα της οδού Λαυρίου.
Ένα από τα πιο κακοποιημένα προάστια λόγω της λεγόμενης εκσυγχρονιστικής αστικής ανάπτυξης, που έχει μετατρέψει τα μεσόγεια σε βιομηχανικό σκουπιδότοπο της Αττικής μιας –τουριστικής και αποσπασματικής– χρήσης, έχει πάρει εδώ και ένα μήνα το μονοπάτι της αντίστασης απέναντι σε τεράστιες αστυνομικές δυνάμεις καταστολής που έχουν αποκλείσει ολόκληρη περιοχή, για να υπερασπιστεί αρχικά ένα αυτονόητο για τη δημοκρατία του αστικού τους κράτους δικαίωμα: το δικαίωμα στο διάλογο ή το δικαίωμα να συναποφασίζει, τουλάχιστον, για τη ζωή και την γη της. Η μήπως ούτε αυτό; Θα μπορούσε να πει κανείς καλύτερα για να ακουστεί η κραυγή της άρνησής της στην άνωθεν επιβολή προειλημμένων αποφάσεων που θα αλλάξουν ριζικά το χαρακτήρα της περιοχής, αποφάσεις που, όπως οι περισσότερες, αποβλέπουν σε μια ανάπλαση «εν κενώ», ανάπλαση με βάση το κέρδος των εταιρειών και τα πολιτικά εμπλεκόμενα συμφέροντα, ανάπλαση που αγνοεί επιτήδεια την κοινωνική σύσταση, δηλαδή το αστικό «περιεχόμενο», των περιοχών που ευαγγελίζεται πως θα βελτιώσει (σε τι;).
«Ξημερώματα του Σαββάτου (12/12/2010), γύρω στις 4 το πρωί και ίσως λίγο νωρίτερα, μηχανήματα χωρίς πινακίδες τα οποία τα συνόδευαν αστυνομικοί, δηλαδή πρώτα ήρθαν τα μηχανήματα με τα ματ και έκλεισαν όλη την περιοχή και έκτοτε ο κόσμος δεν κατάφερε να ανέβει για να δει τι συμβαίνει και τώρα δεν υπάρχει πρόσβαση στην περιοχή με κανέναν τρόπο από κανέναν. […] Δεν το έχω ξαναζήσει αυτό και δεν μπορούσα ποτέ να αντιληφθώ την έκταση που παίρνουν τα πράγματα, τα βλέπουμε στις ειδήσεις, βλέπουμε να γίνονται διάφορα επεισόδια και μάλλον πρέπει να σου συμβεί εσένα για να καταλάβεις το μέγεθος της αυθαιρεσίας. Ειδικά το Σάββατο που ο κόσμος δεν είχε ακριβώς αντιληφθεί τις προθέσεις των ματ, υπήρχαν πραγματικά πολλά μικρά παιδιά και γυναίκες και ηλικιωμένοι, δηλαδή άνθρωποι που δεν θα κατάφερναν να το αντέξουν αυτό και σε δύσκολες καιρικές συνθήκες και ξαφνικά και τελείως απρόκλητα άρχισε η επίθεση, χωρίς εμείς να κινηθούμε εναντίον τους. Πέσανε δακρυγόνα και άρχισαν οι συμπλοκές. Έκτοτε οι επιθέσεις είναι καθημερινές, οι κλούβες, δεν μας αφήνουνε να δούμε και πόσες είναι αλλά αυξάνονται καθημερινά με γεωμετρική πρόοδο, έχουν όλες τις εγκαταστάσεις, ό,τι χρειάζονται, τους ανεφοδιασμούς τους με τρόφιμα, τις αλλαγές των φρουρών τους, έχουν αναπτυχθεί πλήρως. Η περιοχή δηλαδή έχει αποκλειστεί και δεν έχει αποκλειστεί από μας. Από κει και πέρα αγριότητες. Τι να πω; Δεν το πιστεύουμε. Απορώ όλη αυτή η οργή από πού βρίσκεται συσσωρευμένη. Μου περιέγραφε μια γυναίκα ηλικιωμένη, κοντά 70 χρονών, η οποία είχε τρέξει απελπισμένη και είχε κρυφτεί πίσω από μία ελιά και τα ματ τις έριχναν καπνογόνα και χημικά στο πρόσωπο, λες και είμαστε ζώα; Ή παιδιά, μεγάλοι άνθρωποι βγάζουν το καπέλο τους και το κεφάλι τους από πίσω είναι βαθουλωμένο. Μαυρισμένα μάτια, κλωτσιές στα πλευρά»[…].[1]
Οι κάτοικοι της Κερατέας χρειάστηκε να μάθουν από κοντά και για τα καλά τι σημαίνει καταστολή, τι σημαίνει αστυνομικό κράτος, τι σημαίνει αστική δημοκρατία στην απογυμνωμένη της μορφή. Αρχίζουν ίσως έτσι να βιώνουν (αν όχι να συνειδητοποιούν) τη λειτουργία ενός κράτους-μηχανισμού επιβολής της εξουσίας και προστασίας πρωτίστως του κεφαλαίου αντί των υποτιθέμενων αστικών δικαιωμάτων της ελευθερίας, της ισότητας, της ιδιοκτησίας και της ατομικής επιδίωξης•[2] των δικαιωμάτων που αποτελούν τους στυλοβάτες της αστικής κοινωνίας, μα στ’ αλήθεια αυτά τα ίδια δεν οριοθετούν και την περιοχή της συναίνεσης στην εκμετάλλευσή μας από το κεφάλαιο, δηλαδή την παραίτηση από οποιαδήποτε επαναστατική ουτοπία ή πραγματική πάλη για το άνοιγμα ενός διαφορετικού κόσμου εδώ και τώρα και την αποδοχή του καταναλωτικού (επιστημονικοτεχνικού) νεωτερικού ονείρου που σιγά-σιγά μετατρέπεται στον χειρότερο εφιάλτη ακόμη και για εκείνους που νόμιζαν πως είχαν εξασφαλίσει τα προνόμιά τους;
Αλλά οι κάτοικοι της Κερατέας δεν ήρθαν μόνο αντιμέτωποι με τη «δουλειά» της αστυνομίας, όπως μοιάζει να είναι για όλους όσους δεν βρίσκονται εκεί και για όλους όσους συνεχίζουν να τυποποιούν τις καθημερινές πληροφορίες μέσα από τα δίκτυα ενημέρωσης των μίντια η ρίψη δακρυγόνων, καπνογόνων, κρότου-λάμψης, ελαστικών σφαιρών και η σωματική επίθεση ή όπως ακόμη έμοιαζε και για τους ίδιους τους κατοίκους της Κερατέας πριν από λίγο καιρό, όταν έβλεπαν στις ειδήσεις τα επεισόδια του Δεκέμβρη (2008) ή τις συμπλοκές στις μεγάλες διαδηλώσεις που ακολούθησαν έκτοτε.
«Βλέπαμε στην τηλεόραση τα επεισόδια που γίνονταν στην Αθήνα και λέγαμε τι πράγματα είναι αυτά και λέγαμε πως ναι, η αστυνομία κάνει τη δουλειά της. Τώρα καταλάβαμε για τα καλά ποια δουλειά ήταν αυτή. Τώρα καταλαβαίνουμε τι συνέβαινε».[3]
Είδαν, επίσης, τα ματ να ψεκάζουν με χημικά τα ξύλα που προορίζονταν για να ανάψουν φωτιά τα βράδια στα οδοφράγματα, τα είδαν να τρυπάνε τα πλαστικά μπουκάλια με το νερό που είχαν συγκεντρωθεί για τους ανθρώπους που παρέμεναν ατελείωτες ώρες στο δρόμο, βρήκαν τα αυτοκίνητά τους αρχικά παραβιασμένα μέσα στα χωράφια και μετά σπασμένα, όχι για να ανοίξει ο δρόμος αλλά για να πάρουν οι κλούβες μια πιο προνομιακή θέση στον χωρικό πόλεμο της οδού Λαυρίου. Έγιναν δηλαδή αυτόπτες μάρτυρες μιας ριζικής αντιστροφής των κοινωνικών σταθερών που μέχρι τότε αναγνώριζαν ως θεμιτές, αναμενόμενες και «νόμιμες» και έτσι η βία και η καταστολή (αλλά όχι μόνο) κατάφεραν να φέρουν στην επιφάνεια αυτό που η πιο βαθιά εκμετάλλευση και αποξένωση μέχρι τώρα δεν είχε καταφέρει: ένα ρευστό συλλογικό υποκείμενο που βγήκε Χριστουγεννιάτικα στους δρόμους, άφησε την οικογενειακή εορταστική εστία κενή, έκλεισε με αγανάκτηση την τηλεόραση, έσβησε τα φώτα του Χριστουγεννιάτικου δέντρου, πήρε τα κουραμπιεδάκια και τα μελομακάρονα υπό μάλης και πήγε να ψήσει, να γλεντήσει, να πιει και να φωνάξει στο δρόμο και στα χωράφια, υπό τις μυρωδιές των καμμένων πλαστικών και των χημικών, τους ήχους των μολότοφ και των κρότου-λάμψης, επινοώντας όχι μόνο νέα κάλαντα για αυτή την καινούργια χρονιά,[4] αλλά ταυτόχρονα χτίζοντας από μόνο του, αυθόρμητα, χωρίς καθοδήγηση, νέες κοινωνικές σχέσεις σε νέους χώρους, οικοδομώντας νέες χωρικές εμπειρίες που γεννούν νέες κοινωνικές διασυνδέσεις. Ο δρόμος ανάμεσα στο πρώτο οδόφραγμα της εισόδου της Κερατέας και στο μπλόκο των ματ, μια απόσταση που αναπροσαρμόζεται και επαναμορφοποιείται σχεδόν καθημερινά από το αποτέλεσμα της εκάστοτε βραδινής οδομαχίας, έγινε η απογευματινή βόλτα όλων των ηλικιών της κοινότητας. Έτσι ήρθε ο κόσμος τα-πάνω-κάτω, αλλά δεν ήρθε από την αστυνομία, ούτε ίσως από τη βία που αποτελεί το καθημερινό θέατρο σκιών της οδού Λαυρίου, ήρθε από το πλησίασμα των ανθρώπων μέσα σε μια νέα χωροχρονική πραγματικότητα, ρευστή, σαν κινούμενη άμμος, που καθημερινά απλώνεται στις απλές σχέσεις αλληλεγγύης και κοινωνικότητας που αναπτύσσονται πέρα και μακριά από τις γνωστές κοινωνικές νόρμες. Εδώ διαμορφώνεται μια νέα πραγματικότητα, η ανάκτηση του «δρόμου» ως διαδρομή, ως δίοδος, ως πέρασμα που φέρει τα ίχνη της κοντινής ζωντανής παρουσίας των υποκειμένων που τον περπατούν, τον βιώνουν, τον μετασχηματίζουν, τον ορίζουν ως χώρο μάχης ή γλεντιού, ενός σημείου που δείχνει μόνο μια κατεύθυνση και δεν αποτελεί οργανικά εργαλειακό κομμάτι ενός αφηρημένου συστήματος διάταξης τηλε-χώρου.[5]
Αυτός ο αμφισβητούμενος κοινωνικός χώρος που αναπροσαρμόζεται καθημερινά με νέους όρους δημιουργώντας ροές και υβρίδια χωρικής κοινωνικότητας σε συνθήκες μετάβασης επαναφέρει στην ορατότητα το περιεχόμενο της πόλης που βρίσκεται ως υπόστρωμα αλλά και υποτάσσεται στη μορφή της πόλης, δηλαδή στους θεσμούς, στις σχέσεις εξουσίας, στα πολιτικά μορφώματα, στα μέσα επικοινωνίας τα οποία αποτελούν έκφραση ενός κυρίαρχου λόγου εξουσίας-επί. Ο αμφισβητούμενος, δηλαδή, χώρος της αρνητικής διεκδίκησης φέρει στην επιφάνεια του ορατού τις άμεσες και αδιαμεσολάβητες κοινωνικές σχέσεις των κατακερματισμένων, στον ιδιωτικό χωροχρόνο της καπιταλιστικής νεωτερικότητας, υποκειμένων και μαζί φέρει στην επιφάνεια την αντι-εξουσία του κοινωνικού πλέγματος που ήδη υπάρχει στις συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις της «κάθε-μέρας». [6] Ωστόσο, είναι σημαντικό να αναρωτηθεί κανείς, ποια είναι η ποιότητα αυτών των κοινωνικών σχέσεων, στη συγκεκριμένη περίπτωση της κοινωνίας της Κερατέας; Και αυτό είναι σημαντικό για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε με αν και ποιον τρόπο μετασχηματίζονται και προς ποια κατεύθυνση;
Πολλοί υποψιάζονται πως η κινητοποίηση στην Κερατέα έχει ένα καθαρά τοπικιστικό χαρακτήρα και πως οι ίδιοι άνθρωποι σε μια ενδεχόμενη αντίδραση σε μια κοινωνική αδικία μακριά από την περιοχή τους θα παρέμεναν απαθείς παρατηρητές στα σπίτια τους, αμετακίνητοι στις καθημερινές δραστηριότητές τους, σχολιάζοντας χαλαρά επί του καναπέως όσα διαστρεβλωμένα αναμεταδίδουν οι τηλεοράσεις. Από την άλλη πλευρά, πολλοί επίσης σκέφτονται πως η κοινωνία της Κερατέας, μια κοινωνία που μπορεί να χαρακτηρίζουν συντηρητική ή μικροαστική,[7] (αυτοί ή εμείς πού ζούμε;) δεν μπορεί να διατυπώσει επαναστατικές διεκδικήσεις και πως τα αιτήματά της περιορίζονται στο πλαίσιο μικροαστικών αιτημάτων που θα σταματήσουν αμέσως μόλις ικανοποιηθούν, δηλαδή δεν μπορούν εκ προοιμίου να έχουν καθολικότερο ή πιο πολιτικό χαρακτήρα ρήξης. Είναι, από μια πρώτη άποψη εμφανές, πως οι κάτοικοι της Κερατέας δεν επιθυμούν την κατάλυση του κράτους. Αντίθετα, ακόμη προσβλέπουν σ’ αυτό και το επικαλούνται, ως κράτος δικαίου, γι’ αυτό άλλωστε μεταχειρίζονται μέσα όπως είναι η προσφυγή τους στα αστικά δικαστήρια για να δικαιωθούν. Ωστόσο, αντιλαμβάνονται πλέον ξεκάθαρα την μεταστροφή από κράτος δικαίου σε ένα παράνομο κράτος προστασίας των συμφερόντων του κεφαλαίου, αντιλαμβάνονται πως έχουν απέναντί τους όχι μόνο ένα κράτος που θέλει να τους επιβάλλει τη χωματερή αλλά ένα κράτος που τους υποβιβάζει σε ανθρώπους-σκουπίδια, τους εντάσσει στο καταραμένο απόθεμα του περιθωρίου όσων δεν μπορούν –με τις πράξεις ή την ίδια την κοινωνική τους υπόσταση– να χωρέσουν στην καλοσχεδιασμένη μηχανή αναπαραγωγής της εμπορευματοποιημένης μας καθημερινότητας η οποία μετατρέπει ολόκληρες περιοχές, χώρες, υποκείμενα, σχέσεις σε μια απέραντη waste land.[8] (Ή μάλλον το κεφάλαιο το κάνει αυτό αλλά το κράτος το βοηθά να το διεκπεραιώσει). Και αυτοί που δεν χωράνε αυξάνονται κάθε μέρα με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Ίσως σε αυτό το σημείο δεν έχει και τόσο σημασία αν οι κάτοικοι της Κερατέας έχουν συνειδητοποιήσει ή όχι ότι αυτή η αντίσταση που καθημερινά επιχειρούν ίσως δεν είναι ικανή να σταματήσει τη δημιουργία της χωματερής, να σταματήσει την ισοπεδωτική δύναμη του καπιταλισμού. Ίσως δεν έχει σημασία αν υπήρξαν ποτέ ακτιβιστές. Και δεν έχει σημασία γιατί το πιο σημαντικό είναι «η άρνησή τους να διαμορφώσουν τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με τη συνείδηση του κεφαλαίου, η απόφαση να πάρουν έναν χώρο ή μια στιγμή στα χέρια τους και να οργανώσουν τη ζωή τους σύμφωνα με τις δικές τους αποφάσεις»[9] και όχι η ανίχνευση της ταξικής τους συνείδησης ή όχι (αν μπορούμε πια να κάνουμε αυτή τη διάκριση). Σημασία έχει πως συμμετέχουν σε μια διαδικασία που μεταμορφώνει την καθημερινή τους πραγματικότητα.
«Αισθάνομαι απελπισμένος. Αισθάνομαι απελπισμένος για τον εαυτό μου, τη ζωή που έζησα μέχρι τώρα και το μέλλον των παιδιών μου. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι θα φτάσω 70 χρονών και θα βρίσκομαι αντιμέτωπος εγώ με την αστυνομία να πετάω μολότοφ».
Γιατί επιμένουν; Αφού ήδη ένα μήνα δεν κατάφεραν να κάνουν το θέμα γνωστό από τα μίντια, αφού ήδη ένα μήνα που βρίσκονται στο δρόμο συνεχίζουν να δέχονται την καταστολή και το ξύλο, αφού ήδη ένα μήνα τίποτε δεν άλλαξε στον τρόπο που τους αντιμετωπίζει το κράτος, η αστυνομία και η αστική δικαιοσύνη, γιατί επιμένουν; Και όχι μόνο αυτό. Πώς έφτασαν στο σημείο οι ηλικιωμένοι να μαζεύουν όλα τα άδεια μπουκάλια από το αλκοόλ που καταναλώνεται τα κρύα βράδια δίπλα στις φωτιές για να μπορέσουν τα παιδιά (πολλές φορές τα παιδιά τους) να φτιάξουν τον εξοπλισμό για τη βραδινή μάχη; Πώς έφτασαν στο σημείο οι ηλικιωμένες γυναίκες να μιλάνε για τις μολότοφ, πώς έφτασαν στο σημείο να παραμένουν όλοι απαθείς όταν σκάνε δίπλα τους τα καπνογόνα και οι κρότου-λάμψης; Πώς έφτασαν τελικά στο σημείο να κινούνται προς τα μπρος αντί να τρέχουν πίσω, να λένε «όχι» αντί να σκύβουν το κεφάλι και να δέχονται την απόφαση κάποιων άλλων πάνω τους; Πώς έφτασαν στο σημείο να βιώνουν τη βία και να εκφράζουν καθημερινά αντι-βία οι νοικοκυραίοι; Μήπως είναι τελικά αυτή μια αντίσταση που πάει πιο πέρα από τη διεκδίκηση ενός μικροαστικού αιτήματος μιας μικροαστικής κοινότητας ή κοινωνίας; Μήπως είναι τελικά όλα αυτά μια νέα ποιότητα στις διεκδικήσεις που θα μπορούσε να θεωρηθεί μια αλλαγή που επέφερε στην ίδια την ποιότητα του κοινωνικού ανταγωνισμού ο Δεκέμβρης; Κι αν το αίτημά τους είναι όντως μικροαστικό γιατί δεν επέλεξαν μια αντίστοιχη μικροαστική διεκδίκηση (βλ. διαδρόμους υπουργείων) αντί να ξεροσταλιάζουν ένα μήνα στο κρύο και να εισπνέουν κάθε μέρα τα χημικά; Μήπως αρχίζει να αποκτά ενδιαφέρον αυτή η υποκειμενοποίηση των κατοίκων σε σχέση με τη ρηξιγενή στάση τους; Φαίνεται στην περίπτωση της Κερατέας πως η κραυγή της υποκειμενικότητας και της άρνησης, αυτή η άναρθρη αλλά συγκεκριμένη κραυγή του «φτάνει πια»[10] που πάει πέρα από τις διεκδικήσεις και τα αιτήματα, ξεχειλίζει ξαφνικά από το δοχείο της αντικειμενικότητας, της θετικότητας και της εργαλειακής αφηρημένης πραγματικότητας της αστικής μας κοινωνίας, γίνεται ορατή κι έτσι υπάρχει. Εκεί η μορφή ξεπερνούσε στο περιεχόμενο, εδώ το περιεχόμενο κατακλύζει τη μορφή.[11]
Οι νέες χωρικές εμπειρίες αντίστασης που εμφανίζονται στην Κερατέα δεν συντονίζονται σε καμία βάση επίσημης ή γνωστής μέχρι τώρα συνδικαλιστικής ή «από τα πάνω» οργάνωσης. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν ή ξαναχτίζουν τις –κατεστραμμένες, κομματιασμένες– άμεσες κοινοτικές τους σχέσεις (όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, έχουν μεγαλώσει μαζί, συνδέονται με δεσμούς φιλίας ή συγγένειας κι όσοι δεν γνωρίζονται γίνονται τώρα οικείοι, φίλοι, γείτονες, σύντροφοι) για να οργανώσουν μπλόκα απέναντι στις κλούβες των ματ που έρχονται να αλλάξουν βάρδια, να ανάψουν φωτιές, να εξοπλιστούν, να φτιάξουν κάθε μέρα νέα οδοφράγματα, να χτίσουν πρόχειρα καταλύματα, να μην αφήσουν ούτε για μια στιγμή κενό, αδιεκδίκητο το χώρο. Βρίσκονται οι ίδιοι εκεί, τώρα, για όλους αυτούς, οργανώνοντας την κοινωνική τους καθημερινότητα γύρω από τα οδοφράγματα, χρησιμοποιώντας κοινωνικούς πόρους (φράσσουν το δρόμο με τα απορριμματοφόρα ή άλλα αυτοκίνητα του δήμου ή αλλοιώνουν το φωτιστικό πεδίο της βραδινής μάχης σβήνοντας τα κοινοτικά φώτα και αφήνοντας ορατό μόνο το χώρο όπου βρίσκεται το μπλόκο των αστυνομικών δυνάμεων), συλλογικοποιώντας με κάθε δυνατό τρόπο τη δράση τους. Η χωρική αποτύπωση αυτής της δράσης γεννά νέο χώρο και ο νέος χώρος γεννά ή επανιδρύει άλλου τύπου κοινωνικές σχέσεις, πέρα και μακριά από τις κοινωνικές εμπράγματες μορφές της αξίας, του χρήματος, του εμπορεύματος. Η χωρική μετατόπιση της κοινωνικότητας επανασυνδέει το χώρο με τις συνθήκες του, δηλαδή τον ενώνει με το κοινωνικό του περιεχόμενο, με τα υποκείμενα που τον βιώνουν όχι ως αλλότριο κομμάτι της εμπορευματικής λογικής της αγοράς αλλά ως «τόπο» δικό τους. Επαναεδαφικοποιεί το κοινό.
Κανείς δεν μπορεί να ξέρει πού θα καταλήξει αυτή η «υπερχείλιση» της ανθρώπινης ενέργειας στην Κερατέα. Όπως κανείς δεν μπορεί να ξέρει πού θα καταλήξει η υπερχείλιση της ανθρώπινης ενέργειας στο πάρκο Ναυαρίνου στα Εξάρχεια, που διαμορφώθηκε μέσα από τη συρροή της ανθρώπινης δραστηριότητας εκατοντάδων ανθρώπων άγνωστων μεταξύ τους οι οποίοι, μέσα σε συνθήκες φιλίας και συντροφικότητας, έσκαψαν, φύτεψαν, έχτισαν, κουβάλησαν, σχεδίασαν, απελευθέρωσαν ένα χώρο κοινοτικό, που δεν έχει πάρει οριστική μορφή και μακάρι να μην πάρει ποτέ μια οριστική μορφή, κανένα «τέλος», αλλά να παραμείνει μια διαδικασία, μια κίνηση που αποτυπώνει χωροχρονικά την άρνηση στην άρνησή μας από ένα απάνθρωπο σύστημα.
Και κανένα τέτοιο κείμενο δεν μπορεί να πει κάποια «αλήθεια» που δεν ακούγεται, ούτε και να σταθεί στο πλευρό κανενός «αδικημένου», ούτε να αντικειμενικοποιήσει ή να μελετήσει κανένα φαινόμενο. Παραμένει στο ατελές επίπεδο της κραυγής που ενώνεται με όλες όσες ακούγονται, ακόμη πιο δυνατά τελευταία, στην Κερατέα, στα Εξάρχεια, στα διόδια, στα μέσα μεταφοράς, σε όλους τους κοινωνικούς χώρους ή τις προσωπικές στιγμές που θέλουν να πουν ή λένε «όχι» στο εργαλειακό, ομογενοποιημένο, εκχρηματισμένο και κατακερματισμένο παρόν του καπιταλιστικού habitus• μιας κραυγής (όχι απελπισίας και ήττας, παθητικότητας, μοιρολατρίας και ιδεοληψίας) ελπίδας, άρνησης και αντιεξουσίας που συνηχεί παντού σε όλον τον κόσμο μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο.

K.N./Πουέμπλα, 1-2011

1. Απόσπασμα από συνέντευξη με κάτοικο της Κερατέας, Δεκέμβριος 2010.
2. Βλ. σχ. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. 1, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σσ. 188-189, όπου αναφέρει: «Η σφαίρα της κυκλοφορίας ή της ανταλλαγής των εμπορευμάτων που μέσα στα πλαίσια της κινείται η αγορά και η πούληση της εργατικής δύναμης, ήταν στην πραγματικότητα αληθινή Εδέμ των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Εδώ κυριαρχούν μόνο η ελευθερία, η ισότητα, η ιδιοκτησία και ο Μπένθαμ. Ελευθερία! Επειδή ο αγοραστής και ο πουλητής ενός εμπορεύματος λ.χ. της εργατικής δύναμης υποτάσσονται μόνο στην ελεύθερη θέληση τους. [...] Ισότητα! Επειδή σχετίζονται μεταξύ τους μόνο σαν κάτοχοι εμπορευμάτων και ανταλλάσσουν ισοδύναμο με ισοδύναμο. Ιδιοχτησία! Επειδή ο καθένας εξουσιάζει μόνο αυτό που είναι δικό του. Μπένθαμ! Επειδή ο καθένας νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του».
3. Απόσπασμα από συνέντευξη με κάτοικο της Κερατέας, Δεκέμβριος 2010.
4. Τα κάλαντα της Κερατέας, Δεκέμβρης 2010: «Τρίγωνα κάλαντα σκόρπισαν παντού και μολότοφ ρίχνουμε, ντου από παντού, ειι! Τρίγωνα κάλαντα μες την καλαμιά, εδώ θα ‘στε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά. Ξύλο δυνατό θα πέσει γιορτινό, πέτρες θα σας έρθουν απ’ τον ουρανό. Μες τη σιγαλιά ανάβει η φωτιά και γίνεται ο κόσμος μια πύρινη γροθιά. Τρίγωνα κάλαντα στο Οβριόκαστρο και χτυπά συναγερμός στο καμπαναριό, ειι! Τρίγωνα κάλαντα είμαστε παντού και ξύλο θα φάτε και μείωση μισθού. Τρέχουν τα παιδιά μέσα στο χιονιά, ήρθαν ενισχύσεις απ’ όλα τα χωριά. Μες τη σιγαλιά άλλη μια φωτιά, πάρτε αυτό το μήνυμα προτού να είναι αργά. Τρίγωνα κάλαντα στο Οβριόκαστρο και χτυπά συναγερμός στο καμπαναριό, ειι! Τρίγωνα κάλαντα είμαστε παντού και ξύλο θα φάτε και μείωση μισθού. Συμφέροντα πολλά θέλουνε χυτά και ποιος θα την πληρώσει, εσείς για όλα αυτά. Που είναι τα λεφτά, τα φάγανε κι αυτά, πάρτε αυτό το μήνυμα προτού να είναι αργά. Τρίγωνα κάλαντα ακούστε το καλά, εσείς τρώτε το ξύλο και άλλοι τα λεφτά, ειι. Τρίγωνα κάλαντα, χρόνια σας πολλά, εδώ θα ‘στε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά». [πηγή: http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1241923] .
5. Για αυτούς που δεν αποδέχονται την ρομαντοποίηση των οδομαχιών και της βίας (και μάλλον έχουν δίκιο από τη συγκεκριμένη οπτική πως αναπαράγει σχέσεις ιεραρχίας και κοινωνικότητας τις οποίες μπορεί εκ προθέσεως να αντιμάχεται), εδώ είναι χαρακτηριστική η άλλου τύπου οργάνωση των συμπλοκών οι οποίες, σύμφωνα με τα λεγόμενα των κατοίκων, δεν περιορίζονται μόνο πάνω στο γραμμικό πεδίο της οδού Λαυρίου, αλλά με τεχνικές ανταρτοπόλεμου και αιφνιδιασμού επεκτείνονται μέσα στα χωράφια και τους αγροτικούς δρόμους της περιοχής, τεχνικές στις οποίες η αστική αστυνομία δεν μπορεί να αντεπεξέλθει.
6. Ο Λεφέβρ διαχωρίζει την «καθημερινότητα» ή τον «καθημερινό βίο» από την «κάθε-μέρα». Καθώς η μαζικά διαμεσολαβημένη και βιομηχανοποιημένη καθημερινότητα αποτελεί την τροπικότητα της καπιταλιστικής διαχείρισης στόχος είναι η αναζήτηση και επανίδρυση της «κάθε-μέρας» που αποτελεί την τροπικότητα της αντίστασης, δηλαδή μια περιοχή ουτοπικού μετασχηματισμού. Βλ.σχ. Robert J., Σχετικά με τη φιλοσοφία της καθημερινής ζωής, futura, Αθήνα, 2003.
7. Σε σύγκριση για παράδειγμα με τον ριζοσπαστισμό των Εξαρχείων.
8. Αντίθετα, μπορούμε να δούμε τι συνέβη στην περίπτωση του σταθμού του μετρό στην Αγία Παρασκευή. Μετά από τις «διεκδικήσεις» των καταστηματαρχών της πλατείας της Αγίας Παρασκευής, οι οποίοι δεν ήθελαν να χάσουν την πελατεία τους λόγω των έργων, ο σταθμός της Αγ. Παρασκευής έγινε τελικά 200 μόλις μέτρα από το σταθμό του Χαλανδρίου! Γιατί εκεί το ίδιο κράτος που πνίγει στα δακρυγόνα την Κερατέα δεν έστειλε τις δυνάμεις καταστολής να τιθασεύσουν τους ανεξέλεγκτους καταστηματάρχες; Ποια είναι η διαφορά;
9. Holloway, J., (2010), Crack Capitalism, England: Plutopress, σ. 21.
10. Βλ. σχ. στο Holloway, J., Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία, εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2006 που αρχίζει με τη φράση: «Εν αρχή ην η κραυγή. Κραυγάζουμε».
11. Παραφράζοντας τη φράση του Κ. Μαρξ: «Εκεί η φράση ξεπερνούσε το περιεχόμενο, εδώ το περιεχόμενο ξεπερνάει τη φράση», στο: Κ. Μαρξ, Η 18 Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2005. Βλ. επίσης σχ. για μια ανάλυση σχετικά με το περιεχόμενο και τη μορφή της αστικής οργάνωσης H. Lefebvre, El derecho a la ciudad, Ediciones Peninsula, Barcelona 1978, όπου διακρίνει το περιεχόμενο, το «αστικό» από τη μορφή, την «πόλη» ορίζοντας με το πρώτο τις άμεσες και αδιαμεσολάβητες κοινωνικές σχέσεις ενώ με τη δεύτερη τους θεσμούς, οργανισμούς, πολιτικά μορφώματα που συγκροτούν το επίπεδο εξουσίας.

Εμείς υποκινηθήκαμε από τους μετανάστες

Eπιτελεστική δήλωση κοινωνικής ανυπακοής - ανοικτή επιστολή
προς:
- τον υπουργό Εσωτερικών Γ. Ραγκούση
- την Εισαγγελία Αθηνών και κάθε άλλη αρμόδια αρχή

κ. υπουργέ,

Όπως πληροφορηθήκαμε, πρόσφατα, με αφορμή την απεργία πείνας των μεταναστών στο αχρησιμοποίητο κτήριο της Νομικής σχολής της Αθήνας, δηλώσατε ότι «θα αναζητηθούν με εισαγγελική παρέμβαση οι υπεύθυνοι των διαδικασιών και θα αποδοθούν ευθύνες στους συμμετέχοντες», καθώς επίσης και ότι «είναι τεράστιες οι πολιτικές και κυρίως οι κοινωνικές ευθύνες όσων υποκινώντας και οργανώνοντας την κατάληψη της Νομικής έθεσαν στην πραγματικότητα σε ασύλληπτο κίνδυνο τη χώρα και την ελληνική κοινωνία».
Για να διευκολύνουμε το έργο αυτής της αναζήτησης, σας πληροφορούμε οικειοθελώς, και με υπερηφάνεια, ότι εμείς που υπογράφουμε παρακάτω είμαστε από τους συμμετέχοντες: συμπαρασταθήκαμε, στο μέτρο των δυνατοτήτων του ο καθένας και η καθεμιά, στον αγώνα αυτών των ανθρώπων, ο οποίος υπήρξε μία από τις λίγες πηγές έμπνευσης που προέκυψαν το τελευταίο διάστημα στην ελληνική κοινωνία, και η καλύτερη προστασία απέναντι στον ασύλληπτο κίνδυνο του ρατσισμού που την απειλεί. Αναλαμβάνουμε λοιπόν πρόθυμα όλες τις πολιτικές και κοινωνικές ευθύνες που συνεπάγεται αυτή η ηθική μας δέσμευση στον αγώνα τους. Αν για το ελληνικό κράτος η αλληλεγγύη αυτή συνιστά αδίκημα, καλούμε κάθε αρμόδια αρχή να προβεί στις σχετικές ενέργειες για τον κολασμό του και είμαστε στη διάθεσή τους για κάθε αναγκαία πληροφορία.
Όσο για την «υποκίνηση», όμως, αποποιούμαστε κάθε σχετική ευθύνη. Όχι από ευθυνοφοβία, αλλά για τον απλούστατο λόγο ότι την ιδέα και την εκτέλεση της δράσης αυτής την είχαν από την αρχή μέχρι το τέλος οι ίδιοι οι απεργοί πείνας. Όσο κι αν αυτό ακούγεται αδιανόητο για τα ρατσιστικά σας στερεότυπα, και οι μη Ευρωπαίοι είναι όντα με δική τους κρίση και ικανότητα συλλογικής διαβούλευσης και δράσης. δεν είναι ανήλικοι που να χρειάζονται πάντοτε την καθοδήγηση κάποιου λευκού. Πράγμα που αποδεικνύεται περίτρανα με όσα ελπιδοφόρα συμβαίνουν αυτές τις μέρες στην Τυνησία, στην Αίγυπτο, στην Υεμένη και αλλού, όπου ο κόσμος βγήκε στους δρόμους κατά τρόπους, και για λόγους, οι οποίοι μας φαίνονται εξαιρετικά οικείοι και παρόμοιοι με όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα.
Δεν υποκινήσαμε λοιπόν εμείς τους μετανάστες. οι μετανάστες παρακίνησαν εμάς, και τους είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτό.

Όποιος/α συμφωνεί, ας στείλει ονοματεπώνυμο, ιδιότητα και πόλη στην παρούσα διεύθυνση (cr33396@telenet.be).
Επιτρέπεται η περαιτέρω διακίνηση.

Ο αγώνας των κατοίκων της Κερατέας



Από την εκδήλωση αλληλεγγύης στον αγώνα των κατοίκων της Κερατέας στο πάρκο Ναυαρίνου, Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2011.

Αναβολή της εκδήλωσης για το "Περί βίας" της Άρεντ

Η προγραμματισμένη για σήμερα, Παρασκευή 28-1, εκδήλωση με αφορμή το βιβλίο της Χάνα Άρεντ "Περί βίας" στο Αυτόνομο Στέκι αναβάλλεται λόγω της πορείας αλληλεγγύης στους μετανάστες απεργούς πείνας. Η πραγματοποίηση της εκδήλωσης θα ανακοινωθεί προσεχώς.

Όλες και όλοι στην πορεία! Συγκέντρωση στις 18.00 στο Μουσείο.

Hanna Arendt: Περί βίας



Συζήτηση με αφορμή το βιβλίο της Χάνα Άρεντ Περί βίας.
Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011, στο Αυτόνομο Στέκι, Ζωοδόχου Πηγής 95-97 & Ισαύρων.
Κύκλος συζητήσεων στην Αυτοδιαχειριζόμενη Δανειστική Βιβλιοθήκη.

Η χαμένη τιμή της Φαίης Μάγιερ

Του Κώστα Δεσποινιάδη

Το 1974 ο γερμανός νομπελίστας Χάινριχ Μπελ δημοσιεύει ένα σύντομο αφήγημα που έμελλε να αποτελέσει αρχετυπικό παράδειγμα κριτικής μιας συγκεκριμένης πρακτικής των εφημερίδων. Το βιβλίο, γνωστότατο σήμερα, είχε τον τίτλο «Η χαμένη τιμή της Κατερίνας Μπλουμ» και μιλούσε για την ιστορία μιας συνηθισμένης κοπέλας που εξαιτίας μιας τυχαίας γνωριμίας της με κάποιον καταζητούμενο, μπήκε στο στόχαστρο της αστυνομίας. Την σκυτάλη παίρνει ο κίτρινος τύπος της εποχής (ο Μπελ ευθέως δήλωσε ότι «φωτογραφίζει» την εφημερίδα Bild στο αφήγημά του) που αναλαμβάνει την κανιβαλική διαπόμπευση της Κατερίνας Μπλουμ, η οποία, με τη σύμπραξη αστυνομίας και εφημερίδων, αρχίζει να βιώνει έναν κλιμακούμενο, καφκικό εφιάλτη χωρίς τέλος.
Δυστυχώς, αυτά δεν συμβαίνουν μόνο στη λογοτεχνία. Στην πραγματική ζωή παρακολουθούμε καθημερινά τη διαπόμπευση και τον εξευτελισμό ανθρώπων από τηλεοράσεις και δημοσιογράφους εφημερίδων που λειτουργούν απροκάλυπτα ως γραφεία τύπου της ασφάλειας και της αντιτρομοκρατικής (στην εποχή του διαδικτύου είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς ότι πολλοί εξ αυτών δεν αλλάζουν ούτε μια λέξη στα υποτιθέμενα ρεπορτάζ τους, από το επίσημο ή ανεπίσημο δελτίο τύπου που τους δίνουν οι μοναδικοί πληροφοριοδότες τους, η ίδια η αστυνομία δηλαδή).
Αυτό το έργο είδαμε να επαναλαμβάνεται τις τελευταίες μέρες με αφορμή την σύλληψη της 27χρονης Φαίης Μάγιερ. Ένας καφές που ήπιε με κάποιον που η αστυνομία θεωρεί ύποπτο, άρκεσε για να συλληφθεί αυτή από την αντιτρομοκρατική υπηρεσία και στην συνέχεια να ξετυλιχθεί το κουβάρι της δημοσιογραφικής αλητείας. Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα, αστυνομία και δημοσιογράφοι επιρρίπτουν ο ένας στον άλλο την ευθύνη για το ποιος δημιούργησε το, χαμηλού έστω επιπέδου, χολιγουντιανό σενάριο: η μητέρα της ήταν μέλος της ΡΑΦ που καταζητούνταν επί χρόνια, ο δε πατέρας της, επίσης στυγνός τρομοκράτης, σκοτώθηκε σε ένοπλη σύγκρουση με την αστυνομία. Φυσικά τίποτα από τα δύο δεν ίσχυε (επρόκειτο για απλή συνωνυμία, μιας και το Μάγιερ είναι ένα κοινότατο γερμανικό επίθετο). Ο πατέρας της είναι ζωντανός και οι δύο γονείς της ουδέποτε υπήρξαν μέλη της ΡΑΦ. Ακολούθησε, μάλιστα, επίσημη διάψευση από πλευράς Γερμανίας, αλλά όπως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, η «προβολή» που έτυχε η διάψευση αντιστοιχεί στο 1/20 της προβολής που τυγχάνει η συκοφαντία.
Εκτός όμως από το θέμα του εξευτελισμού και της διαπόμπευσης (με τις ανυπολόγιστες συνέπειες που μπορεί να έχει για την καθημερινή ζωή κάποιου) που ατιμώρητα μπορούν να προκαλούν οι δημοσιογράφοι, υπάρχει και το ακόμα σοβαρότερο, παράπλευρο, ζήτημα ότι έτσι ακριβώς δημιουργείται το κατάλληλο κλίμα ώστε να προφυλακιστούν άνθρωποι και να παραμείνουν στη φυλακή 1-1,5 χρόνο μέχρι να γίνει η δίκη τους και να αποδείξουν (αν αποδείξουν) ότι δεν είναι ελέφαντες.
Στο μυθιστορηματικό σύμπαν του Μπελ, η κάθαρση επέρχεται έστω και δια του στρεβλού τρόπου της αυτοδικίας. Στην πραγματική ζωή, παρακολουθούμε καθημερινά τον ταχύ εκφασισμό της κοινωνίας, την εφιαλτική αστυνομο-δικαϊκή οχύρωση και αυθαιρεσία των κρατών (που μπορούν άνετα να ομολογούν ότι προσήγαγαν και ξυλοκόπησαν κάποιον επειδή έμοιαζε με κάποιον άλλον, όπως συνέβη αυτές τις μέρες με το μέλος του Σύριζα Δημοσθένη Παπαδάτο-Αναγνωστόπουλο) και την, σε ρόλο μαέστρου, εξαλλοσύνη των ΜΜΕ που ποδοπατούν ατιμώρητα οποιονδήποτε.

Αντινομίες, αμφισημίες και ο καλλιτέχνης ως εργαζόμενος

Tου Κώστα Χριστόπουλου

Παρέμβαση στη συζήτηση «Οι καλλιτέχνες ως εργαζόμενοι» που πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010 στην ΑΣΚΤ, στο πλαίσιο του 3ου Φεστιβάλ «Τέχνη εν κινήσει».

Δεν θα μπορούσε, ίσως, κανείς ως καλλιτέχνης να συμμετέχει διαφορετικά σε μια συζήτηση με θέμα τον ίδιο ως «εργαζόμενο» παρά διατυπώνοντας, ή αναπαράγοντας αυτήν την αίσθηση αμηχανίας, που σχετίζεται στο σύγχρονο συγκείμενο με το ρόλο του καλλιτεχνικού υποκειμένου σε στιγμές κρίσης, ή, γενικότερα, σε στιγμές έντασης της σχέσης ανάμεσα στο αισθητικό και το ευρύτερα κοινωνικό. Αυτό το συγκείμενο θα μπορούσε να σκιαγραφηθεί σε γενικές γραμμές μέσα από όλες τις θεωρήσεις της μετανεωτερικότητας, οι οποίες δεν είναι απαραίτητο να απαριθμηθούν εδώ. Μπορεί κανείς όμως να κρατήσει το γεγονός πως η συνθήκη αυτή έχει καταδικάσει το δημιουργικό και μη υποκείμενο σε μια διαρκή διχοστασία και στη μόνιμη αμφισημία των αποτελεσμάτων της πρακτικής του, ή στην αντινομία των διακυβευμάτων της συνολικής δραστηριότητάς του. Οι καιροί αυτοί θα μπορούσαν εξόχως να χαρακτηριστούν ως ριζικά αντινομικοί.
Παρακάτω, θα επιχειρηθεί να υποστηριχθούν οι λόγοι για τους οποίους η καλλιτεχνική εργασία εμπεριέχει όλες τις αντινομίες της εποχής -της σημερινής εποχής- στην οποία αυτή λαμβάνει χώρα.
Θα θυμούνται, ίσως, πολλοί της συζητήσεις που έγιναν πριν από δύο χρόνια στην κατάληψη της Λυρικής Σκηνής, αλλά και αλλού, στο πλαίσιο μιας άλλης στιγμής μεγάλης έντασης, αυτής των γεγονότων του Δεκέμβρη του 2008. Πολλές από αυτές τις συζητήσεις αφορούσαν και πάλι το ρόλο των καλλιτεχνών. Μια καίρια μομφή πολλών από τους παραβρισκόμενους τότε σε αυτές τις συζητήσεις απευθυνόταν σε όσους από εμάς χαρακτηριζόμασταν ως καλλιτέχνες, οι οποίοι σύμφωνα με τους πρώτους οφείλαμε να παραχωρήσουμε την επαγγελματική αυτήν ταυτότητα και ιδιότητα, χάριν μιας, έστω και συμβολικά, «επανένταξής» μας στο κοινωνικό, στην αγωνιστική κοινότητα, όπου οι ρόλοι και οι ταυτότητες αυτές είναι δευτερεύουσες, αν όχι εγωτιστικά τεκμήρια ενός ιδιότυπου πνευματικού ελιτισμού. Μια τέτοια θέση αντανακλά ένα ούτως ή άλλως προβληματικό καθεστώς, συγγενικού με αυτό του αντιδιανοουμενισμού από τη μία πλευρά, που ίσως αγνοεί πως ο καθένας μας πέρα από καλλιτέχνης πριν από όλα παραμένει και πολίτης, ή κάποιος που μετέχει στις κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες, που δεν παραμένει αδιάφορος για ό, τι συμβαίνει γύρω του. Αλλά ταυτόχρονα και υπεύθυνος για τη δημιουργία φαντασιακών ουσιαστικά μικροκοινοτήτων από την άλλη, αυτές των καλλιτεχνών, που διακρίνουν την εργασία τους από όποια άλλη, η οποία φτάνει να φαντάζει αν όχι εχθρική, σίγουρα διαφορετικής υφής και ποιότητας. Ως εκ τούτου εκφράζεται συχνά εκ μέρους των καλλιτεχνών ένα αίτημα αυτονόμησης και διάκρισής της επαγγελματικής αυτής ενασχόλησης. Πρόκειται για ένα αίτημα αυτονομίας που ενίοτε εμφανίζεται σχεδόν φοβικά και αμυντικά, σαν να αναγνωρίζει έναν κόσμο από τον οποίο πρέπει κάποιοι να πάρουν τις αποστάσεις τους, συχνά ακόμα και ως αναχωρητές και άλλοτε ως απαραίτητο προηγούμενο διατήρησης μιας εποπτικής –«σχολαστικής» στην πραγματικότητα- θέσης, αναγκαίας σε μία περισσότερο αντικειμενική θεώρηση του κοινωνικού και του πολιτικού, απ’ την οποία συχνά εκκινεί η καλλιτεχνική διεργασία.
Χαρακτηριστικό δείγμα μιας τέτοιας διάθεσης διαχωρισμού και αυτονόμησης, είναι το κτίριο της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών στην οδό Πειραιώς. Πρόκειται για ένα κτήριο οχυρωμένο περιμετρικά από ένα μεγάλο τοίχο, με θραύσματα από γυαλί καρφωμένα στην κορυφή του, υπόλειμμα από την προηγούμενη χρήση του. Οι δραστηριότητες της σχολής μεταφέρθηκαν σταδιακά εκεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν η συγκεκριμένη περιοχή δεν είχε να επιδείξει τίποτα άλλο παρά φαντάσματα παλαιών εργοστασίων, εγκαταλείποντας την παλαιότερη έδρα που βρίσκονταν στο κέντρο της πόλης, στο Πολυτεχνείο. Η μεταφορά δεν εξυπηρετούσε μόνον τις διευρυμένες ανάγκες στέγασης των δραστηριοτήτων αυτών, αλλά ανταποκρινόταν και στις αντιλήψεις της τότε πρυτανικής αρχής, του Νίκου Κεσσανλή, ο οποίος έβλεπε την δυνατότητα ανάπτυξης των καλλιτεχνικών ζητημάτων αποκλειστικά σε ένα στεγανοποιημένο περιβάλλον, θωρακισμένο από τη «χυδαία» καθημερινότητα. Έμελλε δε, οι δραστηριότητες του καλλιτεχνικού αυτού θεσμού να μεταστεγαστούν στο κουφάρι μια παλιάς εριουργίας, της οποίας το κλείσιμο συνοδεύτηκε από μια σειρά εργατικών αγώνων, από συνεχείς προσπάθειες επαναλειτουργίας του, ακόμα και από μία μακροχρόνια κατάληψή του κατά τη δεκαετία του 1980, από κυρίως προσκειμένους στο ΚΚΕ εργάτες και φοιτητές.
Μπορεί να αποτελέσει, λοιπόν, αυτό το κτήριο σύμβολο της ποιότητας της σχέσης ανάμεσα στον ευρύτερο χώρο της εργασίας και ενός ιδιότυπου κομματιού της που παίρνει τον επιθετικό προσδιορισμό «καλλιτεχνική»; Σίγουρα, ως σύμβολο το κτίριο της ΑΣΚΤ χαρακτηρίζει τη σχέση αυτή στην πλέον αρνητική της στιγμή. Ωστόσο, το αίτημα της αυτονομίας της καλλιτεχνικής πρακτικής έχει πάρει στο παρελθόν αρκούντως δυναμικές μορφές πολιτικά και κοινωνικά. Ο Pierre Bourdieu καταπιάστηκε με την κοινωνιολόγηση αυτού του αιτήματος αυτονομίας, βρίσκοντας τις απαρχές του στο σχηματισμό των καλλιτεχνικών μικρόκοσμων, ή «πεδίων» όπως εκείνος τους ονόμαζε, μέσα από τις αντιτιθέμενες θέσεις αυτών που υπερασπίζονταν την προοπτική του ρεαλισμού και αυτών που επιδίωκαν κάτι που σήμερα τείνει να αποκτήσει αρνητικές συνδηλώσεις και συνοψιζόταν κάτω από τη φράση «τέχνη για την τέχνη»[1].
Ανάμεσα δηλαδή σε εκείνους που εξέφραζαν την πρόθεσή τους να δουν και να αναπαραστήσουν την πραγματικότητα ως έχει και σε εκείνους που την αρνούνται προς χάρη ενός ιδιοτύπου σύμπαντος, αυτού της τέχνης. Η αντίθεση αυτή μεταφράστηκε ιστορικά σε άλλα σχηματικά δίπολα, όπως αυτό μιας θεώρησης που θέλει τον καλλιτέχνη μέλος της κοινωνίας στην οποία ζει και εργάζεται, κομμάτι του λαού του, που μιλάει την ίδια «γλώσσα» με αυτόν και τον εκφράζει μη «ιδιωματικά» από τη μία πλευρά και σε μία διαφορετική θεώρηση από την άλλη, που η προσωπική έκφραση διεκδικεί τη δικαίωσή της μέσα από τον καθορισμό δικών της νόμων και κανόνων. Σε ό, τι εδώ μας αφορά, είναι ίσως ανώφελο να μπούμε στη διαδικασία μίας κριτικής αποτίμησης των δύο αυτών θεωρήσεων, αν και αυτή έχει τη δική της ιδιαίτερη σημασία. Αξίζει όμως να σταθούμε σε κάποια σημεία, όπως για παράδειγμα στο γεγονός πως η εκατέρωθεν δημιουργική δραστηριότητα ελάμβανε χώρα συχνά εντός του πλαισίου ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής, που προσεταιριζόταν τη μορφή της «μποεμίας», την οποία, πέρα από τον Bourdieu και ο Νίκος Δασκαλοθανάσης έχει διεξοδικά περιγράψει στην κατατοπιστική μελέτη του για το καλλιτεχνικό υποκείμενο[2]. Σε συνέχεια αυτού, θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς, πως, αν και η μορφή του πολιτικού και στρατευμένου καλλιτέχνη, εκείνου που φέρει και εκφράζει τα αιτήματα της κοινότητάς του, μας είναι περισσότερο οικεία και θελκτική, το αίτημα της αυτονόμησης της καλλιτεχνικής σφαίρας προτείνει μια συνολικά διαφορετική στάση ζωής, έναν άλλο –ενίοτε ουσιαστικά ριζοσπαστικό- τρόπο ανάγνωσης του βίου, αμφισβητώντας έτσι τις κυρίαρχες παραστάσεις της κοινωνικής κανονικότητας και -γιατί όχι- της βιοπολιτικής επέκτασής της.
Θα έλεγε κανείς πως στην πραγματικότητα το καλλιτεχνικό πράττειν μετεωρίζεται ανάμεσα στα παραπάνω σχηματικά μοντέλα. Ταυτόχρονα, η κριτική αξιολόγηση αρκετών από τις απόπειρες προσεταιρισμού του κοινωνικού από το αισθητικό στο παρελθόν οδηγεί εύκολα στο συμπέρασμα πως ο συνήθως επιδιωκόμενος πολιτικός και κοινωνικός μετασχηματισμός δεν περνάει μέσα από την επικράτεια της τέχνης[3]. Οι Νέοι Έλληνες Ρεαλιστές διατύπωσαν σωστά –αν και εξίσου «αντινομικά»- τον προβληματισμό για το ζήτημα της διάδρασης ανάμεσα στο αισθητικό και το κοινωνικό στις «σημειώσεις» τους που διένειμαν με αφορμή την έκθεσή τους στη γκαλερί Κοχλίας στη Θεσσαλονίκη το 1973: «Δεν έχουμε καμία ψευδαίσθηση για τα όρια της προσπάθειάς μας, ούτε πιστεύουμε ότι μια ομάδα ζωγράφων μπορεί με τη ζωγραφική να σιάξει ή να αλλάξει την κοινωνική πραγματικότητα. Οι δυνατότητές αυτής της ομάδας, ακόμη και στις πιο ευνοϊκές συνθήκες, είναι ασήμαντες αν αυτή μείνει ξεκομμένη απ’ την υπόλοιπη κοινωνική ζωή. Γιατί, αν θέλουμε να δούμε την τέχνη «κοινωνικοποιημένη», μοιραία καταλαβαίνουμε ότι σε μια κοινωνία, που όλες οι σχέσεις καθορίζονται από τη δυναμική της προσφοράς και της ζήτησης, καμιά μορφή Τέχνης δεν μπορεί να λειτουργήσει κοινωνικά. Οι αλλαγές στο επίπεδο της κουλτούρας, όσο μπορούν να γίνουν, δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα αφού δεν συνδέονται με αλλαγές στο σύνολο των κοινωνικών δομών. Από εκεί και μετά η προσπάθειά μας μένει περιορισμένης σημασίας και ξεκομμένη από τον πολύ κόσμο, δηλαδή εκδήλωση ζωγράφων που αφορά ένα στενό κύκλο διανοουμένων- φιλότεχνων και μερικούς συναδέλφους μας»[4].
Αν γίνεται εδώ αυτή η σχετική παράκαμψη, με σκοπό να περιγραφεί σχηματικά η σχέση του εικαστικού πεδίου μέσα από το αίτημα αυτονόμησής του με τον ευρύτερο χώρο της εργασίας και της κοινωνίας, τούτο συμβαίνει διότι σε αυτή τη σχέση και αυτήν την προβολή λανθάνουν κάποια πράγματα: ένα πρώτο σχετίζεται με την αίσθηση αδυνατότητας ανατροπής της δεσπόζουσας κοινωνικής συνθήκης μέσα από την τέχνη που φτάνει σε εμάς από τα παραδείγματα του παρελθόντος. Ένα δεύτερο πως η πλήρης αυτονόμηση της καλλιτεχνικής σφαίρας κρύβει την αποπομπή του δημιουργικού υποκειμένου από το κοινωνικό, με τρόπο που στην ουσία το αποπέμπει και από το πεδίο του πολιτικού λόγου. Τούτο διότι μέσα από την αναγνώριση της καλλιτεχνικής εργασίας από το κοινό σαν κάτι διαφορετικό και του καλλιτέχνη ως «εκκεντρικού», αφαιρείται από τον τελευταίο ο πολιτικός λόγος. Η πολιτική του παρέμβαση μοιάζει να προέρχεται από έναν άλλον κόσμο, όχι απαραίτητα συμβατό με την απαρέγκλιτη καθημερινότητα και τις απαιτήσεις της. Ως εκ τούτου η φύση του λόγου του ανήκει και ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του κόσμου αυτού και μόνον. Το τρίτο είναι εκείνο που υποκρύπτει την ίδια τη φύση της καλλιτεχνικής εργασίας, οι όροι της οποίας θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν εξίσου δυσμενείς με τους περισσότερους άλλους τομείς. Όχι βέβαια γιατί είναι κουραστική σωματικά ή ψυχικά, ούτε ακόμα περισσότερο διότι θα μπορούσε κανείς να την χαρακτηρίσει ως «επικίνδυνη και ανθυγιεινή». Αλλά διότι είναι εντελώς και νομικά κατοχυρωμένα ανασφάλιστη, ασταθής και αρκούντως ευέλικτη (η αναφορά γίνεται προφανώς εδώ για αυτούς που επιμένουν να ασκούν ελεύθερα το επάγγελμα και όχι σε αυτούς που βρίσκουν εξαρτημένη εργασία κυρίως στο χώρο της εκπαίδευσης, αν και αυτή αποτελεί έστω και ευκαιριακό μέσο επιβίωσης για τους περισσότερους). Στην πραγματικότητα δεν αναγνωρίζεται καν ως εργασία. Θεωρείται δηλαδή από πάρα πολλούς πως το «εικαστικός καλλιτέχνης» δεν συνιστά επάγγελμα. Και αυτό είναι, όντως, σε μεγάλο βαθμό προϊόν της ιστορικής επιδίωξης των ίδιων των καλλιτεχνών, που όπως γενικά αναφέρθηκε προηγουμένως, αναζήτησαν εναλλακτικούς τρόπους διάθεσης και αναγνώρισης της δημιουργικής εργασίας.
Τον τύπο της καλλιτεχνικής εργασίας θα μπορούσε να τον φανταστεί καλύτερα κάποιος σήμερα, όταν το σύνολο της απασχόλησης, μέσα από τα μέτρα που προτείνονται τείνει να πάρει τα χαρακτηριστικά της αντίστοιχης καλλιτεχνικής. Το καθεστώς της επισφάλειας και της απόλυτης ευελιξίας που διέπει την καλλιτεχνική απασχόληση είναι αυτό που φαίνεται πως απαιτείται να εγκαθιδρυθεί στο σύνολο των εργαζομένων. Τούτο το παράδοξο αρκεί ίσως για να ανοίξει ξανά τη συζήτηση για τη μορφή της εργασίας στο μέλλον εν γένει[5].
Το σημερινό καλλιτεχνικό πράττειν αναπαράγεται λοιπόν μέσα σε όλο αυτό το κλίμα αδιεξόδου και αγκίστρωσης σε ελπιδοφόρες αλλά –κατά το μάλλον ή ήττον- ουτοπικές ονειρώξεις, πλαισιωμένες από αποσπασματικές αναγνώσεις διαφόρων διανοητών, επιτείνοντας έτσι το αίσθημα αμηχανίας. Ταυτόχρονα, οφείλουμε να σημειώσουμε, πως συντριπτικά μεγάλο ποσοστό των καλλιτεχνών δεν βρίσκει καν εκθεσιακή και εμπορική διέξοδο. Στην πραγματικότητα λίγοι είναι εκείνοι (και ακόμα λιγότερες εκείνες) εκ των καλλιτεχνών που συνεργάζονται με κάποια γκαλερί, στην οποία εκθέτουν το έργο τους και η οποία τους παρέχει πρόσβαση σε αγοραστές των έργων, συνήθως ένα περιορισμένο κοινό μεγάλης οικονομικής επιφάνειας. Ακόμα και στην άλλη περίπτωση, αυτήν που φαντάζει στους περισσότερους ως η επιθυμητή, όταν δηλαδή κάποιος καλλιτέχνης εκπροσωπείται από μια γκαλερί, αυτό σημαίνει ότι του παρακρατείται συνήθως το μισό της τιμής πώλησης του έργου, το οποίο ουσιαστικά είναι το κόμιστρο εισαγωγής σε κάποιο πελατολόγιο, ή, δεσμεύεται από συμβόλαια που καθορίζουν σαφώς το που και πότε μπορεί κανείς να εκθέσει. Εδώ, επανερχόμαστε στο ζήτημα της αντινομίας, αλλά και του δίπολου «ετερονομία- αυτονομία». Θα μπορούσα να περιγράψω τον κόσμο των καλλιτεχνών ως αυτόν που εκφωνεί -έστω και «αφελή»- ριζοσπαστικά αιτήματα, τα οποία εκφράζονται εμπορευόμενα με όρους παραγωγής τρομακτικής υπεραξίας. Ακόμα και σε περιπτώσεις υλοποίησης καλλιτεχνικών έργων που δεν έχουν ως αποτέλεσμα ένα αντικείμενο προς εμποροποίηση (συνήθως καλλιτεχνικά σχεδιάσματα των οποίων το πολιτικό περιεχόμενο είναι πιο άμεσα αντιληπτό), το ζήτημα της χρηματοδότησης τους οδηγεί αναπόφευκτα στην ίδια αμφισημία.
Η αντινομία εντοπίζεται ουσιαστικά σε σχέση με το αντικείμενο της καλλιτεχνικής εργασίας και τις υλικές προϋποθέσεις πραγματοποίησής της. Η συνειδητοποίηση αυτής της αντινομίας σχετίζεται με την «υγιέστερη» περίπτωση. Διότι στην αντίθετη, εκεί όπου η αντινομία δεν γίνεται καν αντιληπτή, που η εικαστική εργασία αγνοεί ή υποτιμά τους υλικούς όρους πραγματοποίησής της, η συμμετοχή και η παραγωγή της υπεραξίας μέσα από τα έργα συνοδεύεται τελικά από μιαν αίσθηση ιλαρότητας που προσδίδει η συμμετοχή στο φαντασιακό, γοητευτικό και διαρκώς ελπιδοφόρο μικρόκοσμο της τέχνης. Μια συμμετοχή που διαιωνίζει αν δεν συμπράττει άθελά της στην επίφαση μιας αταξικής κοινωνίας στην Ελλάδα, αλλά και σε μια βαθύτερη πολιτισμική αλλαγή τα τελευταία χρόνια, που σχετίζεται με την ιδέα της «προόδου», η οποία δεν είναι προσδεμένη στη ρήξη αλλά στην εξέλιξη και την «ανάπτυξη». Η «εξέλιξη» αυτή, που πριν λίγα χρόνια είχε γίνει συνώνυμη της λέξης «εκσυγχρονισμός», απαιτεί από εμάς τη συμμόρφωση με συγκεκριμένα πρότυπα, σε διεθνή –αμφίβολα στην πραγματικότητα- δοκιμασμένα κελεύσματα όπως αυτά εκφράζονται στις blockbusters εκθέσεις, σε ό, τι τουλάχιστον έχει να κάνει με την τέχνη και, από την άλλη, σε πειραματισμούς μικροκλίμακας που κανείς δεν καταλαβαίνει τι, γιατί και για ποιόν. Εδώ βλέπουμε ουσιαστικά την αναπαραγωγή ενός άλλου τύπου «γιάπη», όπως αυτός κατασκευάστηκε στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1990, σε μεγάλο βαθμό μέσα από έντυπα και περιοδικά, όπως το ΚΛΙΚ, το ΜΑΧ και άλλα. Σήμερα, τα free press έχουν αναλάβει έναν αντίστοιχο ρόλο. Με αυτόν τον παράδοξο τρόπο πολλοί εικαστικοί προσεταιρίζονται μια μορφή ανταγωνιστικού εργαζόμενου που κλείνει τα μάτια στον τρόπο που έχει κατασκευαστεί πολιτισμικά ως εργασιακό και μη υποκείμενο. Το ζήτημα της εργασίας τις τελευταίες δεκαετίες έχει και –αν όχι κυρίως- πολιτισμικές προεκτάσεις. Εντούτοις, το πολιτισμικό αποτελεί προνομιακό πεδίο και της εικαστικής ενασχόλησης. Έτσι, το αναστοχαστικό ερώτημα ως πολιτισμικών δρώντων είναι το πρώτο που πρέπει να τεθεί εφόσον τίθεται το ζήτημα της ποιότητας της καλλιτεχνικής εργασίας. Το δεύτερο, μετά τη συνειδητοποίηση των συσχετισμών, είναι η ανάδειξη των παραπάνω αντινομιών, ακόμα και μέσα από τα ίδια τα έργα.
Το τρίτο πράγμα που οφείλουμε να δούμε, χωρίς ωστόσο να παραγνωρίζονται οι πραγματικές δυνατότητες του χώρου της τέχνης, είναι η επεξεργασία διαφορετικών μοντέλων κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας. Η ίδια η καλλιτεχνική συλλογικότητα ή «ομάδα» δύναται να λειτουργήσει ως πειραματική μικρομορφή μελλοντικής κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, ως πιλοτικό μοντέλο διαφορετικών επιθυμητών τρόπων συνεργασίας. Αν προσέξει κανείς τη δομή και τη λειτουργία τέτοιων ομάδων μέσα στο χρόνο θα διαπιστώσει ίσως πως οι περισσότερες από αυτές, ακόμα και στην Ελλάδα, κατευθύνονται μη ιεραρχικά ή συγκεντρωτικά και είναι συχνά διαμορφωμένες από όχι απαραίτητα συγκλίνοντα σε θέσεις και προδιαθέσεις υποκείμενα, επιτρέποντας έτσι εντός τους τον υβριδισμό που μπορεί να προκύψει από αρκετές αποκλίνουσες στάσεις και αντιλήψεις.
Κλείνοντας θα λέγαμε πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε μόνο να συμβαίνει μέσα στο πλαίσιο ενός αιτήματος αυτονομίας. Ας τονιστεί εδώ η λέξη «αίτημα». Διότι ευτυχώς η πλήρης αυτονομία δεν είναι ποτέ εφικτή, αλλά και διότι ως αίτημα επιτρέπει την παλινδρόμιση ανάμεσα στο αναστοχαστικό ερώτημα και την ταυτόχρονη διεύρυνση της δυναμικής συγκεκριμένων επίδικων όπως αυτά εκφράζονται μέσα από τον ιδιαίτερο χαρακτήρα κάθε δημιουργικού πεδίου. Αναπαράγοντας λοιπόν την αμηχανία, ίσως και την αντινομία ακόμα και μέσα στην ίδια την οργάνωση αυτού του επιχειρήματος, δε μπορεί παρά να επαναληφθεί το αίτημα για αυτήν την –έστω σχετική- αυτονομία, της οποίας τα χαρακτηριστικά οφείλουμε σαφώς και σοβαρά να επανεξετάζουμε διαρκώς.
Τέλος, αν και η τοποθέτηση αυτή ακολούθησε διαφορετικές διαδρομές από αυτές του Τρότσκι, είναι χαρακτηριστικό πως και αυτός το 1923 στο έργο του Λογοτεχνία και επανάσταση κατέληξε στο ίδιο αίτημα, που συνοψίζεται σωστά σε μία φράση της εισαγωγής στην ελληνική του έκδοση από τον Μανόλη Λαμπρίδη: λέει λοιπόν πως ο Τρότσκι «υπερασπίζει την αυτονομία της τέχνης, την ελευθερία της έκφρασης για όλες τις λογοτεχνικές σχολές και τα καλλιτεχνικά ρεύματα, τον αυτοκαθορισμό της τέχνης, ιδέα που βρίσκεται σε αρμονία προς τη γενική ιδέα του σοσιαλισμού, που είναι ο αυτοκαθορισμός της ζωής από τους ίδιους τους εργαζόμενους»[6].

Δεκέμβρης 2010

[1] Βλ. κυρίως Pierre Bourdieu, Οι κανόνες της τέχνης. Γένεση και δομή του λογοτεχνικού πεδίου, μτφρ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2006
[2] Βλ. Νίκος Δασκαλοθανάσης, Ο καλλιτέχνης ως ιστορικό υποκείμενο από τον 19ο στον 21ο αιώνα, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2004
[3] Αρκεί να ανατρέξει κανείς στις «ιστορικές» καλλιτεχνικές πρωτοπορίες της νεωτερικότητας, για να διαπιστώσει πως οι πολιτικές και χειραφετητικές προτάσεις τους οδήγησαν ως επί το πλείστον σε νέες και μόνον φόρμες ή σε πειραματικές αναδιατύπωσης της σχέσης μορφής και περιεχομένου. Σίγουρα, μια τέτοια διαπίστωση είναι αξιωματική, αν δεν αποτελεί γενίκευση. Χαρακτηριστικό, ίσως, παράδειγμα μιας τέτοιας «πρωτοποριακής» και πολιτικής υφής διάθεσης είναι αυτό του καλλιτεχνικού κύκλου που είναι γνωστός ως Köln Progressiv και ακόμα γνωστότερος ως αυτός που προσπάθησε να χρησιμοποιήσει την «τέχνη ως όπλο». Όπλο όμως προς τι; Ως πολιτικά ενεργοί καλλιτέχνες στο χώρο του αναρχισμού και του σοσιαλισμού στα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης –εποχής που οι ιστορικές πολιτικοκαλλιτεχνικές πρωτοπορίες βρίσκονται στο απόγειο της ενεργοποίησής τους-, οι μετέχοντες στον κύκλο της Κολωνίας επιδίωξαν να δημιουργήσουν «εικόνες- όπλα» που θα ενίσχυαν τον πολιτικό και κοινωνικό αγώνα της καταπιεζόμενης εργατικής τάξης οικειοποιούμενοι και αντιστρέφοντας την ιδέα πως η τέχνη είναι ένα από τα σημαντικότερα μέσα προπαγάνδας των ισχυρών. Τελικά δεν έκαναν τίποτα παραπάνω, παρά τις επαναστατικές τους πολιτικές θέσεις και προθέσεις, παρά να εικονογραφήσουν το υποκείμενο που ήθελαν να υπερασπιστούν και τον αγώνα του. Βέβαια αυτό δεν είναι λίγο. Το αποτέλεσμα, όμως, κάνοντας μια σκληρή –σχεδόν κυνική- αποτίμηση δεν ήταν η χειραφέτηση του εργάτη αλλά η ανανέωση της καλλιτεχνικής φόρμας. Η επανάσταση συντελέστηκε τελικά εκεί (για μια συνολική αποτίμηση της «ομάδας» αυτής βλ. τον κατάλογο από το βιβλιοπωλείο του Walter König της έκθεσης Köln Progressiv: Seiwert- Hoerle- Arnzt, που πραγματοποιήθηκε στο μουσείο Ludwig της Κολωνίας από τις 15 Μαρτίου ως τις 15 Ιουνίου 2008). Βέβαια, αρκετά χρόνια αργότερα, ένα άλλο παράδειγμα είναι ικανό να ανατρέψει αυτήν την επισήμανση. Το 1968 στο Ροζάριο της Αργεντινής εκτέθηκε το αρχείο με τον τίτλο Tucumán Arde από την ομάδα καλλιτεχνών που αυτοαποκαλούταν «της πρωτοπορίας» (Grupo de Artistas de Vanguardia). Ποια ήταν η πρακτική της ομάδας; Ερεύνησε τις επιδράσεις που είχε στην τοπική επαρχιακή κοινωνία του Tucumán το κλείσιμο ενός εργοστασίου παραγωγής ζάχαρης. Πήρε συνεντεύξεις από τους κατοίκους, κινηματογράφησε και φωτογράφησε την προέλαση της φτώχιας εκεί και εξέθεσε τα ντοκουμέντα της δραστηριότητάς της, παράλληλα με αποσπάσματα του τύπου που αναδείκνυαν την προπαγάνδα της κυβέρνησης της Αργεντινής σε σχέση με το όλο πρόβλημα, στους χώρους της τοπικής εργατικής ένωσης. Όταν μάλιστα η έκθεση μεταφέρθηκε στο Μπουένος Άιρες, η αστυνομία την έκλεισε. Η δράση της ομάδας αυτής θυμίζει αντίστοιχες στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, των οποίων τα μέλη υπήρξαν ιδιαίτερα πολιτικά ενεργά, λειτουργώντας συχνά εξωθεσμικά με σκοπό, όχι μόνον την ένταξη της τέχνης στην καθημερινή ζωή, αλλά και την πραγματική και ενεργή εμπλοκή της με την κοινωνία, μέσα από ένα αίτημα ελευθεριότητας και εκδημοκρατισμού. Η ομάδα αυτή λειτούργησε εποπτικά και μόνον. Παρατήρησε, κατέγραψε και εξέθεσε. Στην πραγματικότητα η πρακτική της ήταν περισσότερο συνεπής κοινωνικά από αυτήν του κύκλου της Κολωνίας. Και τούτο διότι γνώριζε τις πραγματικές της δυνατότητες. Δυνατότητες που πλέον έχουν αποσαφηνιστεί σήμερα σε πλείστες σύγχρονες πολιτικο- καλλιτεχνικές δραστηριότητες, οι οποίες αποφεύγοντας τα βαρυσήμαντα και αρκούντως φιλόδοξα μανιφέστα δρουν με έδρα το κοινωνικό περισσότερο αποτελεσματικά.
[4] Η αντιγραφή από το Πέγκυ Κουνενάκη Νέοι Έλληνες ρεαλιστές 1971-1973: Η εικαστική και κοινωνική παρέμβαση μιας ομάδας, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1989
[5] Ακόμα και για την κριτική αναψηλάφηση θέσεων σύγχρονων πολιτικών διανοητών για τη φύση της εργασίας, ή για το επαναστατικό υποκείμενο που υποθάλπτεται κάτω από εκείνον που φέροντας πλέον τη «γενική διάνοια», επιτελώντας την «εργασία του Διονύσου» και λειτουργώντας εμμενώς, πληθυντικά και υπερεθνικά προβλέπεται πως θα ανασημασιοδωτήσει τόσο ριζικά το κοινωνικό ώστε να το ανατρέψει. Το 2002 ο Enwesor, επιμελητής της Documenta στο Kassel θεώρησε πως το εμμενές αναδυόμενο επαναστατικό υποκείμενο της Αυτοκρατορίας των Hardt και Negri έχει πολλαπλές ομοιότητες με τον σύγχρονο καλλιτέχνη και την πρακτική του. Μένει να αποδειχτεί το κατά πόσο κάτι τέτοιο επαναχαράσει το πεδίο εκείνο που αντανακλά μιαν επίφαση αταξικότητας.
[6] Βλ. Λέον Τρότσκι, Λογοτεχνία και επανάσταση, μτφρ. Λ. Μιχαήλ, εκδ. Παρασκήνιο, Αθήνα 2003.

«Αντιλαϊκισμός», το ανώτατο στάδιο του λαϊκισμού

Του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου
Αναδημοσίευση από e-dromos

«Ο προοδευτικός είναι εκείνος που κάνει τα πιο “εξτρεμιστικά” (φιλελεύθερα) πράγματα με το μειλίχιο και γλυκανάλατο τρόπο μιας μπαλάντας του Έλτον Τζον…»
Νικόλας Σεβαστάκης

Τελευταία, και ιδίως μετά το ξέσπασμα της τρέχουσας κρίσης, έχει αρχίσει να παίρνει όλο και πιο ξεκάθαρη μορφή ένα καινούριο ιδεολογικό ρεύμα προωθούμενο από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και συνεπικουρούμενο από ένα μέρος του ακαδημαϊκού κόσμου καθώς και από κάποιους τριτοκοσμικά μοντερνίζοντες λογοτέχνες και «οργανικούς» –ου μην αλλά και «ελευθέρας βοσκής»– διανοούμενους.
Κύριο χαρακτηριστικό αυτού του ρεύματος είναι μια τάση να αντιμετωπίζεται, αντανακλαστικά σχεδόν, κάθε εκ των κάτω διαμαρτυρία με μια ηθικολογική ρητορεία η οποία, εν ονόματι του πολιτικού ρεαλισμού, της ευθύνης και της ευταξίας, επιθέτει σε κάθε κοινωνική διεκδίκηση, κριτική ή καταγγελία το στίγμα της ανευθυνότητας και του λαϊκισμού.
Στην ουσία, θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια πραγματιστική μετάλλαξη ή αντιστροφή του λαϊκισμού ο οποίος είχε επικρατήσει στη χώρα κατά τις προηγούμενες χαρισάμενες δεκαετίες. Φαίνεται μάλιστα να ξεκινάει, κατά τραγική ειρωνεία, από μια εύλογη κατ’ αρχήν κριτική του λαϊκισμού εκείνης της περιόδου, μεταστρέφοντας τώρα τις αιχμές της από τον παρωχημένο και παροπλισμένο πλέον πασοκικό «εθνολαϊκισμό» στα σημερινά δεδομένα. Και λέμε «φαίνεται», διότι στην πραγματικότητα κάποια συστατικά εκείνης της φανφαρόνικης λαϊκίστικης ιδεολογίας έχουν μεταφερθεί και ενσωματωθεί στον πνευματικά νεοπλουτίστικο ρητορικό κορμό του «προοδευτικού» ρεύματος και της «υπεύθυνης» πολιτικής σκέψης. Ένα από τα συστατικά που αναβιώνουν σ’ αυτό το (νέο) φιλελεύθερο «αντιλαϊκιστικό» λαϊκισμό είναι, «εκσυγχρονιστικά» μεταποιημένος, και ο αλλοτινός βαρβάτος αντιδιανοουμενισμός – θυμηθείτε τους χλευαζόμενους «κουλτουριάρηδες» και τους «λαπάδες ποιητές». Ιδού μια τυπική σημερινή αναβαθμισμένη εκδοχή της ίδιας απαξιωτικής θεώρησης:

«Το κλασικό μοντέλο του διανοούμενου υπήρξε αυτό του οραματιστή της ουτοπίας. Παλιότερα τους αποκαλούσαν προφήτες. Αθεράπευτα ρομαντικοί, αιώνια απαισιόδοξοι, πάντοτε θυμωμένοι, με δραματικό οίστρο και ατράνταχτη γνώμη περί παντός του επιστητού, αναφέρονται και προσβλέπουν σ’ έναν τέλειο κόσμο, η σύγκριση του οποίου με την καθημερινή πραγματικότητα αποβαίνει αναπόφευκτα καταλυτική σε βάρος της δεύτερης. Ρέπουν λοιπόν προς τη μεγαλόσχημη καταγγελία στο όνομα κάποιας, παρελθούσας ή μελλοντικής, αλλά πάντα ασαφούς, ουτοπίας θεωρώντας ταυτόχρονα πως κατέχουν την απόλυτη αλήθεια». (* Στάθης Καλύβας, «Διανοούμενοι και προφήτες» εφ. Καθημερινή 22/8/2010)

Στο σημείο αυτό, αν ρωτούσε κανείς ποιος είναι άραγε ο στόχος τέτοιων ορθοπολιτικών καταγγελιών του (ανυπόστατου στη σημερινή πραγματικότητα) ουτοπιστικού «αρχαϊσμού», θα έθετε ένα μάλλον ρητορικό ερώτημα: ο στόχος αναδύεται εκ των εντός και εκτός κειμένου συμφραζομένων: στο βάθος διακρίνονται ήδη τα υλικά με τα οποία στήνεται το νέο σκηνικό: η απομυθοποίηση των μεγάλων «αφηγήσεων» υπό τη μορφή μιας «ψύχραιμης» (ανα)θεώρησης του παρελθόντος λειτουργεί ως άλλοθι ακριβώς του παρόντος κακού. Από αυτήν τη σκοπιά, όσοι μέσα στην κρίση που βιώνουμε διαπιστώνουν συμπτώματα, καταδείχνουν αιτίες ή εκφράζουν το ασφυκτικό «μη περαιτέρω» της κατάστασης διαδηλώνοντας ότι δεν πάει άλλο, στοχοποιούνται ως αθεράπευτα ρομαντικοί, γκρινιάρηδες, αρχαϊστές, ουτοπιστές-λαϊκιστές μ’ ένα λόγο.
Διότι τώρα που ο παλιός λαϊκισμός έχει δύσει στην ανυποληψία του, νέοι αστέρες μεσουρανούν στους τεχνητούς ουρανούς των μίντια που διαφημίζουν νέα είδωλα. Έχουμε περάσει στη λατρεία του «νέου» – «νέα» νέα αρχή, «νέα» Νέα Δημοκρατία, «νέος» νεοφιλελευθερισμός. Όλοι θέλουν να μηδενίσουν το κοντέρ, να ξαναχτιστεί μια νεόκοπη «νοικοκυροσύνη» στον τόπο. Με κάθε θυσία (των άλλων), με το ψαλίδισμα των οραμάτων, με την ισοπέδωση των ερωτημάτων, με την («εξίσου») καταδίκη των «άκρων» και την (επ)ανάκαμψη του φαντασματικού πολιτικού «κέντρου». Σ’ αυτό το κλίμα, λοιπόν, ο πραγματικός στόχος των ρεαλπολιτικών πραγματιστών δεν είναι ο λαϊκισμός του ανύπαρκτου κομμουνισμού αλλά η υπαρκτή κριτική του παρόντος και όζοντος κακού. Έχουν περάσει πλέον οι καιροί του ένδοξου λαϊκισμού που λαφυραγωγώντας κάποτε τα εαμικά κειμήλια οικοδόμησε τα νέα τζάκια της ελληνορθόδοξης παλαιοπασοκικής εθνικοφροσύνης. Στο μεγάλο διάστημα που κύλησε έκτοτε, η πραγματική σύγχρονη δυστυχία, η ξένη, η «άλλη» δυστυχία που γίνεται μέρα με τη μέρα δική μας δυστυχία, η συνακόλουθη Κρίση που έρχεται να μας κρίνει όλους, από τον Άγιο Παντελεήμονα ως τα Κολωνάκια των βορείων προαστίων, έδειξε πλέον, μαζί με τα νύχια της, και τα όρια των παλιών και νέων (λαϊκίστικων και ορθοπολιτικών) ιδεολογημάτων – έδειξε γυμνά τα Κέρδη και τα Συμφέροντα και ξεκαθάρισε την πραγματική διαχωριστική γραμμή.
Τώρα εκείνοι οι χοντροί γαλάζιοι ραψωδοί, αφού ροκάνισαν τ’ αυτιά μας και την αντιεξουσιαστική γραβιέρα τρυπώνοντας από κόμμα σε κόμμα, έρχονται να σιγοντάρουν κι αυτοί τον «αντιλαϊσμό» της λιπαρής εξουσίας, η οποία υποδύεται από τα έδρανά της την «παρρησία»: «Όλοι μαζί τα φάγαμε!». Περιττό να πούμε πως αυτού του είδους ο «αντιλαϊσμός», αυτή η επίδειξη περιφρόνησης του «πολιτικού κόστους» δεν κοστίζει –αλλά ούτε και αξίζει– τίποτα.

http://e-dromos.gr

Αναγνώσεις

Εδώ μπορείτε να βρείτε σε μορφή pdf το βιβλίο «Αθήνα ανοχύρωτη πόλη. Χωρική ανάλυση της εξέγερσης του Δεκέμβρη 2008», εκδόσεις Urban Anarchy, Θεσσαλονίκη 2010:

http://www.anarxeio.gr/contents/view/a8hna-anoxyroth-polh


Εδώ μπορείτε να διαβάσετε το καινούργιο τεύχος (#4) του QVzine με κεντρικό θέμα «Αρρενωπότητες: ιστορίες για το φύλο και άλλες σχέσεις εξουσίας»:

http://qvzine.net/qv4/qv4_home.htm

Τέχνη και («άυλη») εργασία

Παρέμβαση στη συζήτηση «Οι καλλιτέχνες ως εργαζόμενοι» που πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010 στην ΑΣΚΤ, στο πλαίσιο του 3ου Φεστιβάλ «Τέχνη εν κινήσει».

Ο Βάγκνερ ισχυριζόταν κάποτε ότι η «αληθινή τέχνη και μουσική είναι ασύμβατες με τον καπιταλισμό».
Αν και σε πολλούς από εμάς ένας τέτοιος ρομαντικός αφορισμός ηχεί παράδοξα οικείος, καθώς έχει βαθιές ρίζες στις αστικές ιδεοληψίες μας, η αλήθεια είναι πως στην πραγματικότητα όλοι ξέρουμε ότι οι εξελίξεις τον έχουν οικτρά διαψεύσει, σε βαθμό που σήμερα να ηχεί στ' αυτιά μας περισσότερο σαν ρομαντική αφέλεια παρά σαν ηθική προτροπή που θέτει το ζήτημα της χειραφέτησης της τέχνης.
Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία της μοντέρνας και της σύγχρονης τέχνης προκειμένου να επιβεβαιώσουμε την υποψία μας πως ο καπιταλισμός και η τέχνη μοιράζονται το ίδιο πάθος για τη δημιουργικότητα και την καινοτομία. Και πως, παρά τις συνεχείς εντάσεις στη σχέση τους και την τάση αλληλοκτονίας που φαινομενικά επιδεικνύουν, ούτε ο καπιταλισμός ούτε η τέχνη θα ήταν ό,τι είναι χωρίς να αναζωογονούνται διαρκώς από την αμφίδρομη αυτή σχέση. Υπόσχονται άλλωστε και οι δυο την ευτυχία. Και οι δύο προσπάθησαν να χειραφετήσουν το άτομο από τους προ-νεωτερικούς περιορισμούς, καταστρέφοντας κάθε παραδοσιακή κοινωνική μορφή και σχέση με τον κόσμο και τη φύση...
Έτσι λοιπόν, ακόμα και η απεγνωσμένη απόπειρα των καλλιτεχνικών πρωτοποριών να απαγκιστρώσουν την τέχνη από την εμπορευματική σχέση στην οποία ο καπιταλισμός ενσωματώνει κάθε κοινωνική σχέση λειτούργησε πίσω από την πλάτη τους μετατρεπόμενη σε κατάφoρη επιβεβαίωση αυτής της σχέσης. Δείτε πόσο αξίζει σήμερα ένα έργο της Ρωσικής πρωτοπορίας ή πώς έχει ενσωματωθεί πλήρως στη γλώσσα της διαφήμισης και του μάρκετινγκ η ρητορική των Καταστασιακών για την «πειραματική κατασκευή της καθημερινής ζωής», την «ανάπτυξη του δημιουργικού πνεύματος», τη «δημιουργία περιβαλλόντων» και την «κατασκευή του εαυτού».
Η ιδεαλιστική εμμονή πολλών από εμάς να βλέπουμε μέχρι σήμερα την τέχνη και τον καπιταλισμό ως ασύμβατες έννοιες δεν απηχεί τίποτ’ άλλο παρά τη σχιζοειδή αντίληψή μας για τη σημασία και τη λειτουργία της τέχνης μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Με άλλα λόγια, την άρνησή μας να αποδεχτούμε τον φετιχιστικό ρόλο της τέχνης στη συμβολική οικονομία και τη σχέση της με την πολιτική οικονομία, ενώ ταυτοχρόνως συνεχίζουμε απεγνωσμένα να προβάλουμε σε αυτήν την επιθυμία απελευθέρωσής μας από την καπιταλιστική σχέση της ανταλλακτικής αξίας.
Στο πλαίσιο μιας κραταιής, από τα τέλη του 18ου αιώνα έως τις μέρες μας, ιδεολογικής κατασκευής, η τέχνη θεωρείται «αυτόνομη». Έχει ενδιαφέρον να δούμε πότε και πώς απέκτησε η τέχνη αυτή την «αυτονομία» που της αποδίδουμε ακόμα και σήμερα. Όπως ισχυρίζεται ο Τέρι Ήγκλετον, η τέχνη «έγινε, περιέργως, αυτόνομη με την ένταξή της στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Όταν η τέχνη αποτελεί εμπόρευμα, απελευθερώνεται από τις παραδοσιακές κοινωνικές λειτουργίες της στα πλαίσια της Εκκλησίας, του Νόμου και του Κράτους, και γνωρίζει την ανώνυμη ελευθερία της αγοράς. Τώρα υπάρχει, όχι για κάποιο συγκεκριμένο κοινό, αλλά για οποιονδήποτε μπορεί να την εκτιμήσει, αλλά και να την αγοράσει. Στον βαθμό λοιπόν που η ύπαρξή της δεν εξυπηρετεί κάτι ή κάποιον συγκεκριμένα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει για τον εαυτό της. Είναι "ανεξάρτητη", γιατί έχει απορροφηθεί από την παραγωγή αγαθών».
Παρότι όμως η τέχνη απορροφάται από την παραγωγή αγαθών, η «ανεξαρτησία» της έχει αποκτήσει στο ιδεολογικό και συμβολικό επίπεδο μια ιδιαίτερη σημασία. Για την αστική κουλτούρα πρέπει να είναι ανεξάρτητη διότι είναι ο προνομιακός χώρος του διαχωρισμένου αισθητικού, όπου η ανθρώπινη έκφραση παραμένει ελεύθερη από τον καταναγκασμό ώστε να υπηρετεί την ομορφιά και τη χαμένη ενότητα αντικειμένου-υποκειμένου. Για την επαναστατική κουλτούρα, είναι ο προνομιακός χώρος όπου ριζώνει η αντίσταση στην αλλοτρίωση, η δυνάμει μήτρα της χειραφέτησης από τον καταναγκασμό και την υπαγωγή της ύπαρξης στον άτεγκτο νόμο της αξίας στο πλαίσιο του καπιταλισμού.
Και στις δύο περιπτώσεις, η τέχνη εκλαμβάνεται ως να λειτουργεί οιωνεί λυτρωτικά, αποφορτίζοντας την ανθρώπινη αγωνία της αλλοτρίωσης και της υποταγής στους κοινωνικούς όρους της εκμετάλλευσης των ανθρώπινων παραγωγικών ικανοτήτων. Η αφηρημένη αυτή λειτουργία της τέχνης μέσα στις καθαρά υλιστικές συνθήκες της εμπορευματικής παραγωγής αποκτά τη δυναμική θεμελιώδους διαχωρισμού, διαχωρίζοντας την ετερόνομη εργασία (δουλειά), που επιβάλλεται από την ανάγκη, από την αυτόνομη καλλιτεχνική ενασχόληση (δημιουργία), που είναι μια υψηλή μορφή ανθρώπινης επικοινωνίας και έκφρασης.
Αυτός ο διαχωρισμός αναπόφευκτα οριοθετεί ένα «έξω», ένα καταφύγιο μη ανταγωνιστικής, ανιδιοτελούς (με οικονομικούς όρους) δραστηριότητας, όπου οι αξίες είναι εξατομικευμένες στον υπέρτατο βαθμό (η ιδιοφυία, το ταλέντο, το χάρισμα κ.λπ.) και επανέρχονται στον κοινωνικό στίβο οριζόμενες από την αντίθεσή τους (μοναδικότητα, σπάνις, κ.λπ.) προς το τυποποιημένο και μαζικό προϊόν-εμπόρευμα ως απελευθερωμένες (ή δυνάμει απελευθερωτικές) μορφές του ανθρώπινου ποιείν/πράττειν.
Αυτός ο διαχωρισμός τοποθετεί σε έναν βαθμό σαν εξαίρεση τα άτομα στα οποία αποδίδονται ιδιαίτερες «δημιουργικές» ικανότητες, τους καλλιτέχνες, από τον καταναγκασμό της εργασίας ως μέσου για την επιβίωση. Τοποθετεί τη δραστηριότητά τους, την καλλιτεχνική πράξη, εκτός παραγωγικής διαδικασίας, καλλιεργώντας έτσι τον διαχωρισμό μεταξύ εκείνων που είναι ελεύθεροι να σκέφτονται και να δημιουργούν κι εκείνων που είναι καταδικασμένοι απλώς να δουλεύουν για να αναπαραχθούν.
Ενώ όμως προσλαμβάνεται ως «εξαίρεση», η καλλιτεχνική δραστηριότητα στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια μορφή εργασίας αν και αποτελεί ταυτοχρόνως και μια ιδιαίτερη μεσολάβηση των κοινωνικών σχέσεων που δημιουργούν οι ιστορικά συγκεκριμένες παραγωγικές συνθήκες.
Αυτή η αντίφαση δεν διέφυγε από τη διορατικότητα του Μαρξ, ο οποίος είχε επισημάνει ότι: «Ο συγγραφέας είναι παραγωγικά εργαζόμενος καθόσον παράγει ιδέες, αλλά από τη στιγμή που πλουτίζει τον εκδότη που εκδίδει το έργο του, είναι ένας μισθωτός εργαζόμενος για τον καπιταλιστή».
Όπως κάθε αξία χρήσης στον καπιταλισμό, η μοίρα των προϊόντων της καλλιτεχνικής εργασίας, δηλαδή των διακριτών «έργων τέχνης», είναι να εκφράζουν και μια ανταλλακτική αξία, γεγονός που τα τοποθετεί αυτομάτως στην τάξη των εμπορευμάτων. Άρα τα καθιστά αντικειμενοποιημένες μορφές της αφηρημένης αξίας.
Το έργο τέχνης, σε κάθε μορφή του, διαφέρει από το εμπόρευμα στο βαθμό που εμπεριέχει τον προσδιορισμό της αξίας του με όρους που φαινομενικά δεν υπόκεινται στον τυπικό «νόμο της αξίας». Δηλαδή, η αξία του δεν καθορίζεται με βάση τη δαπάνη χρόνου και την κατανάλωση εργατικής δύναμης, ως αφηρημένης εργασίας που παράγει αξίες με τη μορφή εμπορευμάτων, αλλά στην υποτιθέμενη ιδιότητά του να αποκτά αξία βάσει πολιτιστικά διαμορφωμένων και θεσμικά κατοχυρωμένων αισθητικών κριτηρίων που ουδεμία πραγματική σχέση έχουν με την εμπορευματική οικονομία.
Το έργο τέχνης καθίσταται έτσι, από τη μια, η άρνηση του εμπορεύματος, από την άλλη, όμως, καθίσταται ταυτοχρόνως και μια επιβεβαίωση της κυριαρχίας του εμπορεύματος, με την έννοια ότι, στο πλαίσιο του πολιτισμού μας, ανάγεται σε απόλυτο φετίχ, τόσο στο υλικό επίπεδο, ως μορφή, όσο και στο συμβολικό επίπεδο, ως περιεχόμενο. .
Αυτό που αποκαλύπτει τον ιδεολογικό χαρακτήρα της κυρίαρχης αντίληψης περί «αυτονομίας» της τέχνης είναι ο επανεντοπισμός της θέσης και του ρόλου των καλλιτεχνών στην διαδικασία παραγωγής αξίας στο πλαίσιο του ύστερου καπιταλισμού, της ευέλικτης κεφαλαιακής συσσώρευσης που αποκαλείται και «μετα-φορντισμός», καθώς και η αποσαφήνιση της σημασίας της σε αυτήν την ιστορικά καθορισμένη στιγμή εξέλιξης του καπιταλισμού.
Ισχυρίζομαι πως πρόκειται για μια αναβαθμισμένη λειτουργικά θέση σε σύγκριση με την αντίστοιχη θέση που κατείχαν οι καλλιτέχνες σε προηγούμενες εποχές και φάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Δεν είναι πλέον αποκλειστικά καθαυτή η καλλιτεχνική παραγωγή που καθιστά την καλλιτεχνική δραστηριότητα αποδοτική για το κεφάλαιο, αλλά κυρίως η ίδια η καλλιτεχνική πρακτική και τα μέσα της που αποτελούν πλέον πρότυπο αυτού που το κεφάλαιο θεωρεί «παραγωγική εργασία», αλλά και η χρήση αυτών των πρακτικών και των μέσων σε ολόκληρο το κύκλωμα αξιοποίησης της αξίας, από την παραγωγή ως την κατανάλωση.
Πρόκειται αναμφίβολα για μία αλλαγή η οποία είναι συναφής με την κρίση του φορντισμού στη σφαίρα της παραγωγής και της κυκλοφορίας του κεφαλαίου και την αντίστοιχη κρίση της ρυθμιστικής ικανότητας του κεϋνσιανισμού στη σφαίρα του κράτους, που εκτυλίχθηκε ως δομική κρίση του μεταπολεμικού μοντέλου κοινωνικής αναπαραγωγής.
Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια εποχή εντοπίζεται ιστορικά, και παράλληλα με την ήττα του εργατικού κινήματος, το «τέλος των πρωτοποριών», των καλλιτεχνικών πρακτικών που έθεταν ως στόχο τους το «ξεπέρασμα της τέχνης» ως διαχωρισμένης από την εργασία δραστηριότητας. Και αυτό συνέβη διότι, στην αναδιαρθρωμένη, τεχνολογικά αναβαθμισμένη διάχυτη διαδικασία παραγωγής ως «παραγωγική εργασία» θεωρείται πλέον η εργασία που είναι συνδεδεμένη με τη «δημιουργικότητα», το συναίσθημα, τη νοημοσύνη, τη γλώσσα και γενικότερα τις επικοινωνιακές ικανότητες του υποκειμένου.
Οι νέες μορφές καπιταλιστικής συσσώρευσης τείνουν να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση «εργασίας» και «αξίας». Η αξιοποίηση, η απόσπαση δηλαδή υπεραξίας, δεν είναι πλέον αποκλειστικά συνδεδεμένη με την υλική παραγωγική διαδικασία και την εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο, σε ένα ορθολογικά οργανωμένο σύστημα παραγωγής μέσα στο εργοστάσιο. Δεν είναι μόνο η αλλοτριωμένη εργασία του «εργάτη μάζα», ενός έμβιου εξαρτήματος της παραγωγικής μηχανής, που το κεφάλαιο χρησιμοποιεί για να διευρύνει την παραγωγή αξίας, αλλά χρησιμοποιεί πια όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες που τυπικά δεν υπάγονται στην έννοια της εργασίας, όπως η δημιουργικότητα, εκφρασμένη ως καλλιτεχνική δραστηριότητα και παιχνίδι, η γλώσσα και η επικοινωνιακή ικανότητα, η αυτοπαραγωγή, η συνεργατικότητα και η κοινωνική δικτύωση, η διαμόρφωση της ταυτότητας, κ.λπ.
Με τις αναλύσεις του ιταλικού μετα-Εργατισμού (post-operaismo) και του Αυτόνομου μαρξισμού για τη μετάβαση από το φορντιστικό καθεστώς παραγωγής στο μετα-φορντιστικό, στο «κοινωνικό εργοστάσιο», τον «κοινωνικό εργάτη» και την «άυλη εργασία» (immaterial labor), την εργασία που επενδύει τα εμπορεύματα με τη συμβολική τους σημασία, καθώς και με τις όψιμες αμερικανοτραφείς θεωρίες του ακαδημαϊκού συρμού περί της σπουδαιότητας της «δημιουργικής τάξης» (creative class) στην παραγωγή του κοινωνικού πλούτου, η διεύρυνση της έννοιας της εργασίας και η ποιοτική αναβάθμισή της ώστε να περιλαμβάνει κάθε πτυχή της ανθρώπινης υπόστασης, κρύβει κάτω από το χαλί το διευρυμένο καθεστώς εκμετάλλευσης – την αναπαραγωγή δηλαδή των παραγωγικών σχέσεων τη στιγμή που οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν υποτίθεται αποκτήσει μια νέα δυναμική κι έχουν εμπλουτιστεί με βιοπολιτικό τρόπο. Αφήνει εκτός κάδρου επίσης την εγγενή αντίφαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δηλαδή την εκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας και της συλλογικής διάνοιας από τη μια και την ολοένα μεγαλύτερη ανάγκη του να περιορίσει το κόστος παραγωγής και αναπαραγωγής τους για το κεφάλαιο.
Η τέχνη αρχίζει τις τελευταίες δεκαετίες να παίζει έναν ολοένα και πιο καίριο μεσολαβητικό ρόλο στην παραγωγή αξίας, ενώ είναι ουσιαστική πλέον η συμβολή της στην πραγματοποίηση της υπεραξίας, στις συνθήκες του αποκαλούμενου «γνωσιακού καπιταλισμού», όπου η διευρυμένη κατηγορία του «ενοικίου» εξαπλώνεται ως «παρασιτική» μορφή του κέρδους και ως αντίρροπος μηχανισμός στην πτωτική τάση του κέρδους. Το ενοίκιο (μίσθιο - rent), ως μορφή πραγματοποίησης της υπεραξίας, διευρύνεται ώστε να συμπεριλάβει, εκτός της έγγειας ιδιοκτησίας που αποφέρει έσοδα από μισθώματα, και την πνευματική, καλλιτεχνική, και «μονοπωλιακή» ιδιοκτησία του «αυτόνομου» έργου τέχνης. Όπως στην πρώτη περίπτωση το κεφάλαιο εκμεταλλεύεται τη γη μέσω της ιδιοποίησής της έτσι και στη δεύτερη εκμεταλλεύεται το συλλογικά παραγόμενο άυλο κεφάλαιο, πολιτιστικό ή γνωσιακό, το οποίο ιδιοποιείται ελέγχοντας πλήρως την αξιοποίηση και τη διανομή του.
Η καλλιτεχνική δραστηριότητα, από τη σκοπιά του κεφαλαίου, δεν ενδιαφέρει πλέον τόσο γι' αυτό καθαυτό το προϊόν της παραγωγής της, τα έργα τέχνης ως διακριτά προϊόντα-εμπορεύματα δηλαδή, ακόμα κι αν είναι στο πεδίο της αγορά που εν πολλοίς καθορίζονται οι αξίες, όσο για την «επιτελεστικότητά» της, δηλαδή τις διαδικασίες οργάνωσης της διακίνησης, διανομής και κατανάλωσής τους, τη συμβολή τους στη συσσώρευση πολιτιστικού κεφαλαίου που μπορεί να πουληθεί με τη μορφή πνευματικών δικαιωμάτων και στη δημιουργία δικτύων συνεργασίας που εξασφαλίζουν κυκλώματα διανομής και κατανάλωσης, ανατροφοδοτώντας συνεχώς την παραγωγή με τη, συνήθως άμισθη, δημιουργική συμβολή των συμμετεχόντων.
Τώρα δεν έχει πια σημασία μόνο το γεγονός ότι στην τέχνη το υποκείμενο είναι η κύρια παραγωγική δύναμη –όπως έλεγε ο Αντόρνο–, αυτό συμβαίνει άλλωστε και στην υλική παραγωγή με τη ζωντανή εργασία, φορέας της οποίας είναι το υποκείμενο-εργάτης, αλλά ότι εμπλέκεται ολόκληρη η υπόσταση του υποκειμένου, η ίδια δηλαδή η υποκειμενικότητα εν συνόλω.
Με την υποκειμενικότητα να γίνεται η κατ' εξοχήν παραγωγική μηχανή, το «συναίσθημα», η «διάνοια» και η «δημιουργικότητα» είναι τα «μέσα παραγωγής», ενσωματωμένα στο και αδιαχώριστα από το υποκείμενο-φορέα της εργασιακής δύναμης και την επιθυμία του για «αυτο-έκφραση», «αυτο-καθορισμό» και «αυτο-ποίηση». Στην πραγματικότητα δηλαδή είναι η έννοια της εργατικής δύναμης του υποκειμένου που έχει διευρυνθεί ώστε να περιλαμβάνει περισσότερες πτυχές της ζωντανής έκφρασης.
Οι υπ' αυτή την έννοια αναβαθμισμένες δυνάμεις της παραγωγής παραμένουν ωστόσο εγκλωβισμένες στις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις. Η ποιοτική αναβάθμιση συνεχίζει να καθορίζεται με τα ποσοτικά κριτήρια της αξίας.
Δεν είναι λοιπόν μόνο η διάχυση της παραγωγής αξίας στο «κοινωνικό εργοστάσιο», είναι και η οργάνωση των ιδιαίτερων συνθηκών που απαιτεί η παραγωγής και η κατανάλωση της τέχνης με τη μορφή της βιομηχανίας και η πλήρης υπαγωγή των ζωικών δυνάμεων (animal spirits), και όχι μόνο της εργατικής δύναμης, στην αξιοποίηση της αξίας.
Η οικονομική ανάπτυξη των απο-βιομηχανοποιημένων κρατικών σχηματισμών βασίζεται ολοένα και περισσότερο στις «δημιουργικές βιομηχανίες», σε ό,τι ο Τόνι Μπλερ όρισε, ήδη από τη δεκαετία του ’90, χαράσσοντας τη νέα εθνική οικονομική πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας, ως «τις βιομηχανίες εκείνες που έχουν τις ρίζες τους στην ατομική δημιουργικότητα, ικανότητα και ταλέντο και που ενέχουν τη δυνατότητα για παραγωγή πλούτου και δημιουργία θέσεων εργασίας μέσω της παραγωγής και της εκμετάλλευσης της πνευματικής ιδιοκτησίας». Η γενιά των YBA, των Young British Artists, επιβεβαίωσε την πολιτική του με τον πλέον αποδοτικό τρόπο.
Οι μέχρι πρότινος θεωρούμενοι «αυτόνομοι» καλλιτεχνικοί τομείς, όπως είναι ας πούμε ο τομέας των εικαστικών τεχνών, ενσωματώνονται με ταχείς ρυθμούς στη «δημιουργική βιομηχανία». Αυτό επιβεβαιώνεται από την σταθερή αύξηση του παραγωγικού δυναμικού, την ορθολογική οργάνωση της διακίνησης και τη σημασία της μαζικής κατανάλωσης του καλλιτεχνικού έργου μέσα σε ένα πλήρως αισθητικοποιημένο και εμπορευματοποιημένο περιβάλλον. Η «άυλη εργασία» είναι έτσι εξίσου εκμεταλλεύσιμη με την υλική εργασία στο εργοστάσιο.
Η «πραγμάτωση της τέχνης στην καθημερινή ζωή» που επεδίωξαν με τη θεωρία, τη δράση και το έργο τους οι Καταστασιακοί έχει πλέον υλοποιηθεί με τον πιο σαφή τρόπο, αν και αυτό έγινε με τους όρους του κεφαλαίου.
Υπάρχει όμως και μια άλλη, ίσως πιο καίρια διάσταση σε όλα αυτά, που στις σημερινές συνθήκες αποθέωσης του «άυλου» (από τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα έως τη «δημιουργικότητα») παραμένει στο ημίφως. Η πραγματοποίηση της υπεραξίας, η μετατροπή δηλαδή σε χρήμα της αποσπασμένης υπεραξίας στον τομέα της παραγωγής στον πρωτογενή και τον δευτερογενή τομέα, είναι η διαδικασία που συνδέει άμεσα το «άυλο» με το υλικό. Συνδέει δηλαδή τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα με τη μελλοντική υλική παραγωγή και την αφηρημένη καλλιτεχνική δραστηριότητα με την αξία της ακίνητης περιουσίας.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα το οποίο μπορεί να φωτίσει τους μηχανισμούς μετατροπής του «άυλου» σε απτό κέρδος, σε χρήμα, είναι η διαδικασία του αστικού «εξευγενισμού» (gentrification), όπου γίνεται φανερός ο καταλυτικός ρόλος της τέχνης και των καλλιτεχνών στην αξιοποίηση του κεφαλαίου που επενδύεται στην αγορά ακινήτων.
Δεν θα επεκταθώ γύρω από αυτό το θέμα, αν και το θεωρώ σημαντικό για όσα συζητάμε εδώ. Θα παραπέμψω όσες και όσους ενδιαφέρονται να δουν πώς λειτουργεί στην πράξη στη γνωστή πλέον περίπτωση του Κεραμεικού-Μεταξουργείου και σε όσα διαμείβονται στην περιοχή αυτή τα τελευταία 4-5 χρόνια. Έχουν ειπωθεί πολλά για τη συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ γενικότερα το θέμα του «εξευγενισμού» και η σχέση του με την τέχνη και τους καλλιτέχνες έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών μελετών από διάφορες οπτικές γωνίες τις τελευταίες δεκαετίες, και μια στοιχειώδης έρευνα στο διαδίκτυο θα δώσει στον οποιονδήποτε τη δυνατότητα να ενημερωθεί και να βγάλει τα δικά της/του συμπεράσματα.

Συγχωρήστε με που θα κλείσω απαισιόδοξα ετούτη την παρέμβαση, αλλά ειλικρινά δεν βλέπω πώς, υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι καλλιτέχνες θα μπορούσαν να αντισταθούν. Πώς θα μπορούσαν να βραχυκυκλώσουν το κύκλωμα παραγωγής-διακίνησης-κατανάλωσης, στο οποίο διαδραματίζουν έναν σημαντικό ρόλο, χωρίς ταυτοχρόνως να αυτοακυρωθούν, χάνοντας την ταυτότητά τους.
Οι εργαζόμενοι σε καθεστώς μισθωτής σχέσης, οι οποίοι πουλάνε το εμπόρευμα εργατική δύναμη, απεργούν, σαμποτάρουν, κάνουν καταλήψεις του εργασιακού χώρου, δείχνουν ανυπακοή στις επιταγές της εργοδοσίας, κάνουν κοπάνα, μειώνουν εσκεμμένα την παραγωγικότητά τους, κ.λπ. Η εργασία γι’ αυτούς είναι μια αναγκαία συνθήκη και όχι ο τρόπος τους να υπάρχουν. Εκ των πραγμάτων, κάθε αντίδρασή τους υπονομεύει την καπιταλιστική σχέση αφού θέτει σε κρίση τους όρους με την οποία αυτή συγκροτείται μέσα από την αντιπαράθεση εργασίας-κεφαλαίου. Αυτή είναι η δική τους έμπρακτη κριτική στην καπιταλιστική σχέση.
Πώς μπορεί ο καλλιτέχνης να κάνει κάτι ανάλογο από τη στιγμή που η εργασία του, η καλλιτεχνική πράξη, ταυτίζεται με ολόκληρη την υπόστασή του;
Δεν έχει καμία σημασία λοιπόν το ερώτημα κατά πόσο οι καλλιτέχνες είναι ή όχι εργαζόμενοι (πόσο μάλλον εργάτες), από τη στιγμή που η εκμετάλλευσή τους δεν αφορά μόνο την καλλιτεχνική εργασία τους και το προϊόν της, αλλά ολόκληρη την υπόστασή τους ως δρώντα υποκείμενα.
Εγκλωβισμένοι σε αυτό το «οντολογικό» αδιέξοδο και όντας υποχρεωμένοι να προσπαθούν να επιβιώσουν ως «ελεύθεροι παραγωγοί» σε ένα αμιγώς ανταγωνιστικό περιβάλλον που κυριαρχείται πλήρως από την αξία, οι καλλιτέχνες συνήθως αποφεύγουν να εντοπίσουν στις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις την αντίφαση της θέσης τους και εστιάζουν τις όποιες αντιδράσεις τους ενάντια στην «κυρίαρχη κουλτούρα», στους «θεσμούς», στα «κυκλώματα» και τους «παράγοντες της αγοράς», στις μορφές δηλαδή που παίρνουν αυτές οι σχέσεις και όχι στις ίδιες τις συνθήκες που τις παράγουν και τις επιβάλουν στα άτομα και την κοινωνία.
Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι επαναστατική μια κριτική στάση που υιοθετείται μέσα στο πλαίσιο των καλλιτεχνικών θεσμών, ούτε ο φενακισμός που αποκαλείται «πολιτική τέχνη» θέτοντας ως επιδίωξή της, στη μεν απλοϊκή μορφή της να «καταγγείλει», στη δε στοχαστική μορφή της να παρέμβει στην ίδια την οντότητα του πολιτικού. Ακόμα και ο ενεργός ρόλος τους στον κατά Ranciere «μερισμό του αισθητικού» που συμβάλει στη δημιουργία τόπων ανάδυσης του πολιτικού, έχει ενσωματωθεί ως παραγωγική διαδικασία υποκειμένων μέσα στο θέαμα της πολιτικής της ταυτότητας.
Είναι για μένα δεδομένο πως μόνο στο πλαίσιο ενός ευρύτερου αντι-καπιταλιστικού κινήματος που συγκροτείται με ταξικούς όρους είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί η όποια δυνατότητα έχουμε ως υποκείμενα, είτε αποκαλούμαστε καλλιτέχνες είτε απλώς εργαζόμενοι, να απελευθερώσουμε την ανθρώπινη δημιουργικότητα από την υπαγωγή της στην διευρυμένη αξιοποίηση της αξίας και από τον φετιχισμό του εμπορεύματος οργανωμένου ως θέαμα. Και αυτό μπορούμε να το καταφέρουμε μόνο αν η παραγωγική μας δύναμη ως όλον χρησιμοποιηθεί ως μη διαχωρισμένη εργασία, εργασία που αναπαράγει την ίδια τη ζωή και όχι τη σχέση κεφάλαιο.
Το ποιον δρόμο θα ακολουθήσει και ποια μέσα θα χρησιμοποιήσει η επιθυμία μας για τη χειραφέτηση των παραγωγικών μας δυνάμεων από τον φετιχισμό του εμπορεύματος είναι νομίζω, υπό τις παρούσες συνθήκες διευρυμένης κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής κρίσης, το πιο επείγον διακύβευμα.
Θα πρέπει ωστόσο να μην ξεχνάμε τη ρήση του Αντόρνο: «σε μια κοινωνία που θα είχε επιτύχει την ικανοποίησή της [...] θα ήταν δυνατός ο θάνατος της τέχνης».

Σας ευχαριστώ.