Σήμερα, πιο επιτακτικά από ποτέ, είναι απαραίτητο ένα Πρόγραμμα Επανοικείωσης και Ανασυγκρότησης του Μέλλοντος.[1]
Αναρωτιόμαστε: Η ουτοπία ή η δυστοπία θα είναι το μέλλον μας; Μήπως θα είναι, παραδόξως, ταυτόχρονα και τα δύο, σε έναν κόσμο που θα πολώνεται ολοένα και περισσότερο μεταξύ πλούσιων και φτωχών; Ή μήπως τίποτε από αυτές τις δύο αφηγηματικές κατηγορίες αλλά μια άλλη, μια μέχρι τώρα ανέκφραστη «αφήγηση» ενός άλλου είδους σχέσων, ένας ριζικά νέος τρόπος παραγωγής, μια αδύνατη να τη φανταστούμε μέχρι στιγμής βιοπρακτική είναι αυτά που πιθανώς θα σχηματίσουν τη δυνάμει μορφή του μέλλοντος; Και εμείς, πώς θέλουμε να είναι το μέλλον;
Το μέλλον έχει ήδη καταληφθεί από τις εχθρικές προς τη ζωή δυνάμεις και έχει ακυρωθεί ως ουτοπία. Από τη μια, το ασφυκτικό «αδιέξοδο» που εκφράζεται και από την αφομοιωτική ικανότητα του συστήματος που αδρανοποιεί κάθε αντίπαλό του απλώς και μόνο ενσωματώνοντας τις αντιρρήσεις του στην ίδια την δομή του, σαν τη ρητορική υπεκφυγή που σπεύδει να παραδεχτεί τα αδύνατα σημεία της κατονομάζοντας τα πρώτη, καταλαμβάνοντας έγκαιρα τη θέση από την οποία θα ασκούνταν η κριτική του αντιπάλου – η επανάσταση είναι καθημερινή στο πλαίσιο της διαφήμισης. Από την άλλη, η «ουτοπική επιθυμία» έχει καταπιεστεί σε βαθμό πλήρους αναστολής της, με κύριο όπλο απώθησής της τον φόβο που γεννά η διόλου απίθανη εμφάνιση του ολοκληρωτισμού σε κάθε ουτοπιστική πρόταση, αν δεν θεωρείται ότι είναι εγγενές στοιχείο της, σύμφωνα πάντα με μια συγκεκριμένη ερμηνεία της ιστορίας, η οποία όσο και αν καταγγέλλει την ιδεολογία κάθε άλλο παρά αντι-ιδεολογική είναι η ίδια.
Τα ερωτήματα αυτά, όπως και πολλά άλλα, είναι καίρια και η επεξεργασία τους με κάθε μέσο και τρόπο που μπορούμε να επινοήσουμε ίσως συμβάλλει στο να επανακαθορίσουμε το όραμά μας για έναν άλλο κόσμο και να του δώσουμε εικόνα, να μπορέσουμε να το συντάξουμε σε μια «αφήγηση» η οποία θα σκιαγραφεί τη μορφή που θα μπορούσε να έχει μια ριζικά διαφορετική κοινωνία, μια κοινωνία ισοτιμίας και αλληλεγγύης, μια κοινωνία απελευθερωμένη και αυτόνομη. Και αυτή η μορφή δεν μπορεί να παραμένει αφηρημένη. Δεν μπορεί να είναι απλώς η περιγραφή μιας επιθυμίας ή μιας ανάγκης που εκφράζεται αποκλειστικά και μόνο ως άρνηση του υπάρχοντος. Οφείλουμε να επεξεργαστούμε μια πραγματική μορφή, που θα λαμβάνει υπόψη της τις υπάρχουσες δυνατότητες και θα εμπεριέχει όλες τις συναφείς πτυχές, από την υλική παραγωγή και την αναπαραγωγή της ζωής, που όπως μας δίδαξε ο Μαρξ αποτελεί τη βάση κάθε ανθρώπινης κοινωνίας και των σχέσεων που διαμορφώνονται στο πλαίσιό της, μέχρι τις ποικίλες δοξασίες και την διασφάλιση της ιδιαιτερότητας και της ελεύθερης ανάπτυξης κάθε ατόμου ξεχωριστά.
Είναι δεδομένο ότι δεν μπορούμε να επαναπαυτούμε στη νομοτέλεια που μας υπόσχεται την αναπόφευκτη ιστορικά μετάβαση από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, από το «βασίλειο της ανάγκης» στο «βασίλειο της ελευθερίας» – όπως έλεγε και ο Μαρξ πρέπει να αγωνιστούμε για να διαμορφώσουμε τις συνθήκες εκείνες που θα καταστίσουν εφικτό το «τέλος της προϊστορίας». Αλλά ακόμα και αν δεχόμασταν μια τέτοια ιστορική νομοτέλεια, ότι δηλαδή ο σοσιαλισμός θα επέλθει αναπόφευκτα ασχέτως του πώς θα πράξουμε εμείς, θα θέλαμε να μπορούμε να απεικονίσουμε τη νέα μορφή της κοινωνίας και του κόσμου αυτού, που σήμερα για ποικίλους λόγους μοιάζει αδύνατον να φανταστούμε όπως ίσως μπορούσαν κάποτε, πριν από την απόλυτη επικράτηση του καπιταλισμού και της ιδεολογίας του.
Είναι προφανές ότι για τη μετάβαση σε έναν άλλο κόσμο δεν αρκούν μόνο η ευκαιριακή, «εδώ και τώρα» δράση και οι μεμονωμένες εστίες αντίδρασης (την οποία ωστόσο πρέπει να συνεχίσουμε με κάθε τρόπο και να την εντατικοποιήσουμε αφού είναι απολύτως καίρια και απαραίτητη, είναι το όπλο μας στον καθημερινό κοινωνικό ανταγωνισμό και στον γενικευμένο ταξικό πόλεμο), είναι προφανές ότι χρειάζεται μια πιο συγκεκριμένη κατεύθυνση, ένας πιο απτός προσανατολισμός. Γι’ αυτό, παράλληλα με την ενεργό καθημερινή δράση και ως απαραίτητο συμπλήρωμά της που θα την βαθύνει και θα την εμπλουτίσει ποικιλοτρόπως πρέπει να επεξεργαστούμε μια συγκροτημένη «θεωρία», να επαναχαράξουμε την κατεύθυνση της επιθυμίας μας, να επεξεργαστούμε λεπτομερώς ένα Πρόγραμμα Επανοικείωσης και Ανασυγκρότησης του Μέλλοντος.
Στο εγχείρημα αυτό, εξίσου απαραίτητη είναι και η συμβολή ειδικών επιστημόνων από διάφορους κατακερματισμένους σήμερα κλάδους της ανθρώπινης γνώσης, όπως π.χ. ανθρωπολόγοι, περιβαλλοντολόγοι, οικονομολόγοι, πολεοδόμοι/αρχιτέκτονες, μηχανικοί, βιολόγοι, χημικοί, κ.λπ., αφού, προκειμένου να επιτύχουμε την τεκμηρίωση της ριζικά διαφορετικής μορφής (που δεν θέλουμε επουδενί –και δεν πρέπει– να είναι επιστημονική φαντασία!), οφείλουμε να επεξεργαστούμε πάρα πολλές πτυχές και λεπτομέρειες, τόσο οντολογικού όσο θεωρητικού και πρακτικού χαρακτήρα.
Όμως, πάνω απ’ όλα, η ανάπτυξη της σκέψης και η κατάθεση της εμπειρίας τής καθεμιάς και του καθενός από εμάς, ασχέτως επαγγελματικής ή κοινωνικής ιδιότητας, ηλικίας, φύλου ή εθνικότητας, σε απολύτως ισότιμη βάση, είναι αυτό που θα προσδώσει σε ένα τέτοιο ουτοπιστικό εγχείρημα τη δυνατότητα να συγκροτηθεί διαλεκτικά μέσα από την αντικειμενική σχέση της εμπειρίας και της πρόθεσης για ριζοσπαστική αλλαγή του υπάρχοντος· να φέρει τα δεδομένα της υπάρχουσας πραγματικότητας σε αντιπαράθεση με τις δυνατότητες και τις επιθυμίες μας, και έτσι να επιδιώξουμε, και ίσως εν τέλει να μπορέσουμε, να την ξεπεράσουμε. Να αναγεννηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα συλλογικό όραμα για μια εφικτή Ουτοπία.
[1] Χρωστάω πολλά για την ιδέα αυτή και για τα όσα ισχυρίζομαι σε αυτό το κείμενο, χωρίς αυτός φυσικά να ευθύνεται για τις δικές μου τυχόν παρερμηνείες των ιδεών του, στον Φρέντρικ Τζέιμσον, και ιδιαίτερα στο βιβλίο του Αρχαιολογίες του Μέλλοντος. Τόμος 1: Η Επιθυμία που Λέγεται Ουτοπία, εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2008. Βλ. επίσης τα βιβλία Μια μοναδική Νεωτερικότητα. Δοκίμιο για την Οντολογία του Παρόντος, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2007 και Το Μεταμοντέρνο ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1999.