«Μη μιλάς όταν μασάς.
Ειδικά αν είναι κιμάς.
Βαρέθηκα να φοράω κράνος.»
- Το πλοκάμι του καρχαρία, «Μη μιλάς όταν μασάς»
Στο εν λόγω άρθρο της, η Μ.Φ. διαλαλεί, πασίχαρης, ότι τα φετινά γεγονότα «έβαλαν την Ελλάδα στον παγκόσμιο εικαστικό χάρτη ανεπιστρεπτί» (sic!). Κύρια υπεύθυνη γι’ αυτό το χαρτογραφικό θαύμα, σύμφωνα με τη Μ.Φ. πάντα, είναι η διοργάνωση της 1ης Μπιενάλε της Αθήνας με την έκθεση «Destroy Athens». Γλύφοντας τα μικρά αφεντικά (διοργανωτές-επιμελητές – τα μεγάλα αφεντικά είναι, ως συνήθως, εκείνοι που κατέχουν την πραγματική εξουσία και το χρήμα, με τους οποίους, έτσι κι αλλιώς, έχει καλές σχέσεις) και θάβοντας βασικούς (αλλά εξωτερικούς, μη-οργανικούς) συνεργάτες, που δε συστοιχήθηκαν για να υπηρετήσουν το «όραμα» της «κατάκτησης της Δύσεως», και δε διαθέτουν καμία εξουσία και ισχύ, η Μ.Φ. επιτελεί το διαφωτιστικό «κριτικό» της έργο με μεγάλο αίσθημα ευθύνης, ξεπληρώνοντας χρέη, αποβλέποντας ίσως (λέμε τώρα…) στην ανάληψη της επιμέλειας της επόμενης μπιενάλε. Και με αρκετά ύπουλο τρόπο σταλάζει το φαρμάκι της εκεί που νομίζει ότι θα πιάσει τόπο.
Δυστυχώς, όπως διατείνεται με την οξεία κριτική αίσθηση που τη διακρίνει, ενώ όλα έγιναν όσο καλύτερα ήταν δυνατόν να γίνουν στην περίπτωση της Μπιενάλε, οι εκδόσεις που τη συνόδευαν ήταν μια αποτυχία. Σύμφωνα με το κατηγορητήριό της, κάποιοι βάλθηκαν, με τη δουλειά τους, να «αφήνουν την εντύπωση πως εμείς οι Έλληνες δεν μπορούμε να είμαστε ακέραιοι χωρίς μια φτηνοδουλειά» (!!!) – με άλλα λόγια, η μπιενάλε ήταν καλή, οι εκδόσεις της όμως άθλιες και το ελληνικό έθνος προδόθηκε… Δε θα επιχειρηματολογήσω επ’ αυτού, ούτε θα επικαλεστώ καμία δικαιολογία για να αντικρούσω τις κατηγορίες της Μ.Φ., γιατί διαφωνώ πλήρως μαζί της και με τον τρόπο που σκέφτεται. Νομίζω ότι οι εκδόσεις της Μπιενάλε είναι εξίσου καλές ή κακές με την ίδια την Μπιενάλε, είναι «παιδιά» της και της μοιάζουν. Σχεδιάστηκαν να είναι έτσι. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Δεν θα σταθώ, όμως, μόνο σε αυτή την πτυχή της φωκίδιας «κριτικής», που με θίγει άμεσα. Θα επεκταθώ, γιατί νομίζω ότι το κείμενό της επιβεβαιώνει την ύπαρξη μας κοινής συνισταμένης, που διατρέχει τις (όχι και τόσο) πρόσφατες εξελίξεις στο χώρο των εικαστικών, και ότι η εικόνα που πάγωσε για λίγο στο χρόνο που μας πέρασε ήταν μια στιλπνή φαντασμαγορία, το απαύγασμα της εργώδους προσπάθειας που κατέβαλαν άοκνα εδώ και καιρό οι νέοι, άλλα και οι όχι και τόσο νέοι, παράγοντες του χώρου – πάντοτε σε αγαστή συνεργασία και ιδεολογική σύμπνοια με τα αφεντικά τους. Η χρονιά αυτή ήταν αποκλειστικά «δική» τους. Σ’ αυτό έχει δίκιο η Μ.Φ. να κομπορρημονεί για λογαριασμό του σιναφιού της. Πράγματι, οι νέο-γιάπηδες έχουν κάνει ένα σημαντικό βήμα για να ενθαρρύνουν και να θεμελιώσουν την ηγεμονία τού «ενός και μόνο κέντρου», του μονοδιάστατου γούστου και της «ενιαίας σκέψης», πάντοτε με πρόφαση το «εναλλακτικό» και καπηλευόμενοι έννοιες και ιδέες που απέχουν έτη φωτός από τις δικές τους πρακτικές. Έχουν καταλάβει το χώρο και διαχειρίζονται, με καθαρά corporate αντίληψη, έσοδα-έξοδα, τις νέες εικαστικές ουτοπίες που ευαγγελίζονται.
Ο συρφετός αυτός (συλλέκτες, σπόνσορες, γκαλερίστες, «θεωρητικοί», δημόσιοι υπάλληλοι, επιμελητές, καλλιτέχνες, μαζί με τους ινσχτρούχτορες και τους ποδηγέτες των media) έχουν γίνει ένα κουβάρι και επιδίδονται με ασύστολη μανία σε ένα ακατανόητα ενεργοβόρο γαϊτανάκι εναλλαγής ρόλων. Μοιάζει να έχουν μια ιδιότητα που μόνον στον Ζέλιγκ είχαμε ώς τώρα συναντήσει: μπορούν να πάρουν οποιαδήποτε μορφή κρίνεται κατάλληλη για τα συμφέροντα της στιγμής – είναι οι ακραιφνείς καιροσκόποι, οι επιβήτορες της ιστορίας. Όμως, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μας ξεγελάει ο χαμαιλεοντισμός τους και η ικανότητά τους να προσαρμόζονται στις συνθήκες. Δεν αντιδρούν παθητικά, όπως κάποιος θα πίστευε, όταν νομίζουν ότι δέχονται κάποιο χτύπημα ή όταν θεωρούν ότι κινδυνεύουν τα συμφέροντά τους ή ότι θίχτηκε η υπόληψή τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αντίδραση της Μ.Φ., όπως εκφράζεται στο άρθρο της.
Με ύφος «γράφω στη Λίφο, δεν ντρέπομαι να γλύφω», η (από καιρού αυτό-ανακηρυχθείσα) «επιτυχμένη» τεχνοκριτικός και επιμελήτρια εκθέσεων αποκαλύπτει, προφανώς άθελά της, την αγωνία που κρύβεται πίσω από το δήθεν άνετο ύφος αυτής και των συνοδοιπόρων της: αγωνία να συσπειρωθούν και να αντεπιτεθούν σε όσους διαφωνούν με τις απόψεις και τις πρακτικές τους, να τους αναγκάσουν «να σκάσουν», να πάψουν να είναι «αγενείς» και «ενοχλητικοί» – να πάψουν να είναι «αμετροεπείς» (όπως απαίτησε ανενδοίαστα ετέρα εκ των «εξεχουσών προσωπικοτήτων» της σύγχρονης ελληνικής τέχνης, η Νάντια Αργυροπούλου, από τη στήλη της στο επίσης «εναλλακτικό» δωρεάν έντυπο* Velvet – για όσους αμφισβητούν την εναλλακτικότητά του, έχει να επιδείξει, ως αντεπιχείρημα, που κυριολεκτικά αποσβολώνει, την «προχωρημένη», «βρώμικη», «μετά-trash» αισθητική του…). Είναι ξεκάθαρα προς το ζωτικό συμφέρον αυτής της νομενκλατούρας, που επιβάλλεται σταδιακά, αλλά με ορμή, η με κάθε τρόπο επιδεικνυόμενη αλληλοϋποστήριξη (επ’ ουδενί αλληλεγγύη). Αν και, στην πραγματικότητα, όλοι ξέρουμε, ότι ακόμα κι αυτό είναι επίπλαστο. Ο υπόγειος πόλεμος μαίνεται μεταξύ αλλήλων, και τα χτυπήματα κάτω από τη μέση, όσο και τα πισώπλατα μαχαιρώματα, είναι στην ημερήσια διάταξη. Καθόλου αναίτια. Ο χώρος είναι μικρός, ασφυκτικά μικρός, δεν τους χωράει όλους. Το ξεκαθάρισμα είναι επιβεβλημένο, ασχέτως αν πρέπει να γίνεται με τακτ. Έτσι, πίσω από τα απαστράπτοντα χαμόγελα, τις συμβατικές ευγένειες, τα χάδια και τα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη, τους ασπασμούς και την επωδό «φιλάκια, τα λέμε» (ή το ανάποδο), κρύβεται η μισαλλοδοξία, η απαξίωση, ο φθόνος. Όλοι είναι «φίλοι» με όλους, μέχρι να φύγουν από το ίδιο δωμάτιο. Τότε αποκαλύπτεται ότι οι λυκοφιλίες είναι εκ προοιμίου σαθρές, αφού χτίζονται πάνω στο ασταθές έδαφος των ατομικών επιδιώξεων και των συμφερόντων.
Όλους αυτούς τους τρομάζει φυσικά κάθε αντίλογος, καθώς μοιάζει να έχουν μηδαμινή αυτοπεποίθηση – με την ηθική και όχι με την αγοραία έννοια. Φαίνεται πως κάποιοι τους χαλάνε την όμορφη εικόνα, που τόσο απελπισμένα θέλουν να μας πλασάρουν (σε μια προσπάθεια να πειστούν και οι ίδιοι), όλοι αυτοί που έχουν συμφέροντα και επιθυμούν διακαώς να συμβάλουν στη δημιουργία της απαραίτητης «βάσης» (κάθε είδους θεσμοί, επαγγελματισμός, καταμερισμός των ρόλων, αγορά και κοινό, κ.λπ.) προκειμένου να αποκτήσουν κύρος που θα τους βοηθήσει, όπως πιστεύουν, να ενταχθούν σε ένα «παγκόσμιο γίγνεσθαι» της σύγχρονης τέχνης, να γίνουν κι αυτοί, επιτέλους, «διεθνούς εμβέλειας παίχτες». Ξεχνούν όμως ότι σ’ όποιον δεν φτάνει το χωριό, η πόλη περισσεύει. Η αναγνωρισημότητα, οι «επαφές», οι γνωριμίες με «σημαντικούς ανθρώπους», οι προσκλήσεις σε πάρτι και δείπνα, το γεμάτο σημειώσεις για ραντεβού και meetings Moleskin, ο φουσκωμένος λογαριασμός του κινητού, η σποραδική, έως και τυχαία, ενασχόληση των (έτσι κι αλλιώς διψασμένων για «ειδήσεις») μμε με το «έργο» τους, είναι αυτά που τους δίνουν το μέτρο της αυτοεπιβεβαίωσής τους. Η αρχοντοβλαχιά τους είναι απερίγραπτη και οι φιλοδοξίες τους απύθμενες, πλην όμως παραμένουν μέχρι τώρα ανεκπλήρωτες (και, δυστυχώς, απ’ ό,τι φαίνεται θα παραμείνουν, λόγω αντικειμενικών συνθηκών, που θα συζητήσουμε με κάποια άλλη ευκαιρία). Έτσι εξηγείται η καλπάζουσα φαντασία, για να μην πω φαντασιοπληξία, που φανερώνουν οι διαπιστώσεις της Μ.Φ.. Σαθρά θεμέλια, σαθρά εποικοδομήματα. Τι να περιμένει κανείς από ανθρώπους ανάλογου «ειδικού βάρους» πέρα από μετριότητα και συμβιβασμό; Και τι άραγε να περιμένεις από μια χαρακτηριστική εκπρόσωπο του είδους τους; Μάλλον, μόνο πομφόλυγες…
Οφείλουμε, λοιπόν, να πούμε ξεκάθαρα στην κυρία Φωκίδη, ότι η εθνοσωτήρια ρητορεία της και η γαλαντόμος, «ακομπλεξάριστη» πλην «αυστηρή» κριτική της είναι για τα μπάζα. Οι όροι με τους οποίους μετράει την επιτυχία είναι οι όροι του μπακάλη. Συν πλην, τι μένει στο συρτάρι. Μερικές «πολύ δυνατές προσωπικότητες του συστήματος της τέχνης», ο «παγκόσμιος Τύπος», η «παγκόσμια αγορά», «ένας πολύ μεγάλος αριθμός γενικού κοινού»(;), «εισροή κεφαλαίου για τα πολιτιστικά δρώμενα», να ποια τα οφέλη κύριοι, θα ’στε τυφλοί, ή κακόβουλοι, να μη τα βλέπετε ολοζώντανα μπροστά σας! Οι φτωχοί, επιτέλους, ελεήθηκαν, γιατί δεν χειροκροτείτε, όλοι μαζί; Κι αν κάποιοι «αμαύρωσαν» την καλή εικόνα μας δεν πειράζει, θα τους αντικαταστήσουμε με άλλους, πιο ικανούς στο σχεδιασμό και την εκτύπωση καταλόγων, πιο συνεργάσιμους, ώστε την επόμενη φορά κανείς να μη μας πει κακιά κουβέντα. (Χειροκρότημα και επευφημίες από τη γαλαρία.)
Το (τραγελαφικό) κορύφωμα, ωστόσο, του όλου «κριτικού» εγχειρήματος, που αποδεικνύει και το άγχος που την διακατέχει, εντοπίζεται στο γεγονός ότι ακόμα και η αρνητική αντίδραση είναι για τη Μ.Φ. (όπως και για άλλους του σιναφιού της) αδιάσειστο τεκμήριο της επιτυχίας! Γράφει: «Ακόμη και το ότι η ελληνική σκηνή αντιδρά σ’ αυτή τόσο αρνητικά είναι ένα σύμπτωμα επιτυχίας. Έτσι γίνεται με κάθε επιτυχημένη Μπιενάλε εν τη γενέσει, επειδή όλοι θέλουν να είναι μέρος της» (!!!). Τι ωραία, που ενσωματώνονται όλα στην αφελή κοσμοαντίληψή μας – ακόμα και η σφοδρή, αρνητική κριτική. Τι ωραία, που υποστηρίζουν τις θέσεις μας ακόμα και οι εχθροί μας… Με μαγικό τρόπο, κερδίζεις κάθε πόλεμο, χωρίς να δώσεις ούτε μία μάχη. Η ευφροσύνη του Prozac και της «θετικής σκέψης» καλύπτει σαν πολύχρωμο πέπλο την γκρίζα εικόνα που δεν θέλουμε (δεν μπορούμε;, δεν πρέπει;) να δούμε. Τίποτα δεν μπορεί να ταράξει τη μακαριότητά μας, εκτός ίσως από την ίδια την πραγματικότητα όταν χρειαστεί να την αντικρύσουμε γυμνή μπροστά μας, όταν κάποια στιγμή ανακαλύψουμε ότι η ζωή είναι, δυστυχώς για εμάς, αλλού.
Όμως, αυτό επέλεξαν να είναι το πεδίο των θριάμβων τους. Ας το χαίρονται – για όσο θα τους το επιτρέπει ο σπόνσοράς τους. Κι αν όλοι αυτοί θέλουν να μας αποτρέψουν από το να μπλεκόμαστε συνεχώς στα πόδια τους και να τους ενοχλούμε στο πανηγύρι τους, ας μη ζορίζονται άλλο. Τους λέω ξεκάθαρα αυτό που νιώθω ανάγκη να τους πω, στη μοναδική γλώσσα που (θέλουν να) καταλαβαίνουν: «Fuck your contemporary art world! I’m going for fishing…»
Το πραγματικά αστείο είναι ότι τα έντυπα αυτά αυτοαποκαλούνται «εναλλακτικά», καταλύοντας κάθε λογική εννοιακού διαχωρισμού και διαφοράς, όταν η μόνη ουσιαστική «εναλλακτικότητα» που επιδεικνύουν σε σχέση με τα «συμβατικά» έντυπα (εκτός, ίσως, από την αισθητική τους) είναι στον διαφημιστικό τιμοκατάλογό τους. Αν ο «παλμός της πόλης» καταγραφόταν πράγματι από αυτές τις έντυπες πουτάνες της αγοράς, τότε κάποιος εξωγήινος επισκέπτης που θα τύχαινε να τις ξεφυλλίσει θα σχημάτιζε την εντύπωση ότι ο γήινος κόσμος είναι μια απέραντη παιδική χαρά και ότι όλοι εδώ περνάμε καλά. Όμως, δυστυχώς, δεν είναι έτσι, αν και τα έντυπα αυτά θα επινοήσουν οτιδήποτε προκειμένου να αγνοήσουν εκείνο που όλοι ξέρουν. Η εθελοτυφλία τους αποκαλύπτεται αν παρατηρήσει κανείς ποια σκοπιά των θεμάτων δεν δημοσιεύουν ή δημοσιεύουν σπανίως και μερικώς, ποιες είναι οι απόψεις που δεν τις απασχολούν ή τις απασχολούν παρεμπιπτόντως. Να ένας πρόχειρος μικρός κατάλογος: η πολιτική δραστηριοποίηση της νεολαίας (και όχι απλώς η «δημιουργική έκφρασή» της)· η άθλια υπόσταση των μεταναστών, των προσφύγων, των φυλακισμένων, των φτωχών, ως «ανθρώπων χωρίς ιδιότητες» και φυσικά χωρίς δικαιώματα (και όχι απλώς ως γραφικοί, εξωτικοί «άλλοι» που δίνουν έναν τόνο πολυπολιτισμικού glamour και αστικής «περιπέτειας» στη δική μας πραγματικότητα)· η καταλήστευση από τους χρηματοδότες-πελάτες τους του δημόσιου χώρου (και όχι απλώς ως «επενδύσεις» που επανασχεδιάζουν το χάρτη της πόλης για να προσομοιάσει με το φαντασιακό ιδανικό [ποιανού αλήθεια;] – «Θυμίζει Βερολίνο!»)· η καταπίεση και στυγνά εκβιαστική εκμετάλλευση των εργαζόμενων στη βιομηχανία της διασκέδασης και του «πολιτισμού», που συμπεριλαμβάνει και τα έντυπά τους (και όχι απλώς ως δήθεν «ευκαιρίες» για «δημιουργική απασχόληση»)· η μονοσημαντότητα και η μονοκουλτούρα που επιβάλλεται από τον περιορισμό των ουσιαστικών επιλογών (και όχι απλώς να παρουσιάζουν την ελευθερία να επιλέξεις τι θα καταναλώσεις και με ποιον τρόπο θα διασκεδάσεις ως την πολυπόθητη εκπλήρωση των ανθρώπινων επιθυμιών)· το κράτος-δεσμοφύλακας που περιορίζει σταδιακά και ύπουλα ζωτικές ελευθερίες μας και δίνει καθημερινά τη μάχη για την ηγεμονία των ισχυρών (και όχι απλώς σκανδαλολογία και αθώα εν τέλει σάτιρα του πολιτικού συστήματος και του σύγχρονου κράτους). Ξέρουν πολύ καλά τι υποκρύπτουν, ξέρουν καλά τι θα ενοχλούσε τα αφεντικά, τους σπόνσορες και τους πελάτες τους – την ίδια, εν τέλει, την υπόστασή τους. Κι επειδή ποτέ δεν θα ομολογούσαν κάτι τέτοιο –θα ήταν αυτοκτονία!–, καταφεύγουν στην προσφιλή κοινοτοπία του «η ζωή είναι πολύ σύντομη για να ασχολούμαστε με δυσάρεστα πράγματα». Μα άλλο τόσο σύντομη είναι για να ασχολούμαστε με μαλακίες…