Ας καταστρέψουμε κάθε κύρος της τέχνης ως έχει. Ας καταστρέψουμε μια και καλή κάθε άλλοθι που προσκομίζει ο Λόγος όταν εγκαλείται για το έγκλημα, ότι οδήγησε σταδιακά με τον εκφυλισμό του (την εργαλειοποίησή του) τους ανθρώπους, αντί στην απελευθέρωση την οποία ευαγγελιζόταν, σε «μια νέα και απογυμνωμένη μορφή προσταγής και υπακοής» (Χορκχάιμερ), εγχαραγμένη αυτή τη φορά στο βιολογικό υπόστρωμα του ίδιου τους του είναι και όχι πια βασισμένη στον εξαναγκασμό και στον φόβο. Ας χρησιμοποιήσουμε πανούργες στρατηγικές για να απογυμνώσουμε τον ήδη γυμνό βασιλιά από την ψευδαίσθηση που του προκαλεί η δήθεν παντοδυναμία του. Ας διαδώσουμε παντού ότι η τέχνη δεν είναι παρά το κατάλοιπο ενός νεκρού πολιτισμού – του πολιτισμού που έσβησε γιατί έχασε την όρεξή του να οραματίζεται το μέλλον. Ας υποστηρίξουμε σθεναρά ότι η τέχνη είναι το φάντασμα μιας άλλοτε σφριγηλής και γόνιμης πραγματικότητας, που όμως πια καμιά από τις καταστατικές προϋποθέσεις της δεν έχει νόμιμη ισχύ.
Η τέχνη έχει εξοντωθεί. Ήταν ένας εκ των προτέρων αναμενόμενος θάνατος, εγγεγραμμένος στην ίδια τη διαδικασία ανάπτυξης, επιβολής και εν συνεχεία εκφυλισμού του Λόγου – η στιγμή κατά την οποία εκδηλώθηκε η αρρώστια είναι απλώς θέμα φάσης. Ήταν αδύνατον η τέχνη ν’ αντισταθεί στην εξολοκλήρου υπαγωγή της στον κοινό παρονομαστή που ισοπεδώνει και καθιστά ισοδύναμα προς αυτόν όλα τα πράγματα, ακυρώνοντας έτσι την όποια ουσία τους: το χρήμα. Την οικειοποιήθηκε ο Λόγος. Αφομοιώθηκε στον «ορθολογισμό της παραγωγής», της αποτελεσματικότητας και της οικονομικής αξίας.
Πλέον το φάντασμα της τέχνης περιφέρει μια θολή ανάμνηση της χαμένης αίγλης της στις ακαδημίες, στα μουσεία και τα ιδρύματα, στα σαλόνια των συλλεκτών, στα μαγαζιά των εμπόρων, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στο συλλογικό φαντασιακό· δεσμώτες στο modus vivendi μιας άλλης εποχής, επιμένουμε να επενδύουμε τη φασματική παρουσία της τέχνης με μια μορφή, και άρα ένα νόημα, που δεν μπορεί υπό τις παρούσες συνθήκες να έχει. Το φάντασμα της τέχνης –η σκιά εκείνου που κάποτε υπήρξε ζωντανό και γόνιμο– στοιχειώνει τις σκέψεις μας για τις χαμένες δυνατότητες ενός νεκρού πια πολιτισμού. Στην πραγματικότητα όμως, κανείς δεν θέλει να στρέψει το βλέμμα και να κοιτάξει κατάφατσα το άσαρκο, σκελετωμένο πρόσωπο του πτώματος – ούτε όμως και να μιλήσει γι’ αυτό. Μπορούμε να ζήσουμε κι έτσι. Ας το θάψουμε λοιπόν!
Και οι καλλιτέχνες; Τι ακριβώς συμβαίνει με αυτούς τους ανθρώπους που επιμένουν να αυτοπροσδιορίζονται και να αυτοσυγκροτούνται μέσω μιας «άσκοπης» και «ανόητης» πρακτικής; Δεν έχουν καταλάβει ότι ο καιρός τους παρήλθε; Ότι ζουν στην «κοινωνία του θεάματος, όπου το εμπόρευμα αυτοθαυμάζεται μέσα σ’ έναν κόσμο που το ίδιο δημιούργησε» (Ντεμπόρ) και ότι το υποκείμενο της αντίστασης που οι ίδιοι προσπαθούν να συγκροτήσουν έχει αφομοιωθεί ήδη σε αυτή τη διαδικασία, φυσικά από τη σκοπιά του εμπορεύματος; Οι καλλιτέχνες μοιάζει να ζουν αυτό τους το δράμα με ολοένα αυξανόμενη ένταση, χωρίς ωστόσο να μπορούν, ή να θέλουν;, να εντοπίσουν την γενεσιουργό αιτία του – πόσο μάλλον να συζητήσουν γι’ αυτήν, φοβούνται ότι θα αυτοακυρωθούν. Η ιδεολογία που γαλουχεί το φαντασιακό τους και τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνουν το ρόλο τους, όχι στον κόσμο αλλά στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, τους εγγράφει στο «προνομιούχο» πεδίο του «πνευματικού», του «πολιτισμού» και της «κουλτούρας», τους αποδέχεται ως «μεσολαβητές» και τους προσδίδει ένα ιδιαίτερο κύρος με ιστορικές καταβολές, παγκοσμιότητα και λίγο πολύ «ηρωικό», «υψηλό» περιεχόμενο. Ωστόσο, η πραγματικότητα απέχει μακράν από τις αξιακές προτάσεις θεμελίωσής της. Ο καλλιτέχνης, από την πρώτη κιόλας επαφή του με την κοινωνία, διαπιστώνει έντρομος ότι στην πραγματικότητα η κοινωνία αδιαφορεί και για τον ίδιο και για το έργο του όταν δεν εξυπηρετεί κάποια απόλυτα προσδιορισμένη ανάγκη. Η διαμορφωμένη πραγματικότητα του συστήματος της σύγχρονης τέχνης (μέσα στο ισχύον πλαίσιο της «ελευθερίας επιλογής») κάνει τους έμφυτους νόμους της να ορθώνονται απέναντί στον καλλιτέχνη ως εξωτερικοί αναγκαστικοί νόμοι, στους οποίους αν δεν υπακούσει η τιμωρία θα είναι αμείλικτη: αποκλεισμός από το παιχνίδι. Ιδού η πραγματική αλλοτρίωση! Το παιχνίδι, ιδιοσυγκρασιακό στοιχείο της ίδιας της τέχνης, τώρα εξορθολογίζεται, αποκτά κανόνες και νόμους, μεριμνά για τις περιλήψεις και τις εξαιρέσεις, επικυρώνει την αυθεντία, συστηματοποιεί τις σχέσεις των υποκειμένων που συμμετέχουν· συγκροτεί εν τέλει την ίδια την ιδεολογία του συστήματος. Όποιος «θέλει» (που μεταφράζεται σε «όποιος αντέχει») μπορεί να μείνει απ’ έξω, να μην θέλει να συμμετάσχει – τίποτε δεν αλλάζει και τίποτε δεν μπορεί να σταματήσει το ίδιο το παιχνίδι. Έτσι, ο καλλιτέχνης συνειδητοποιεί με οδύνη ότι ο πραγματικός του ρόλος, η «ιδιαίτερη ενασχόληση» για την οποία προορίζεται από την αρχή, είναι να δοξάζει, να συντηρεί και να διαιωνίζει (έως ετούτη τη στιγμή μάλλον ασύγγνωστα) την κυρίαρχη ιδεολογία. Ο καλλιτέχνης αντιλαμβάνεται τώρα ότι, αν και φαινομενικά βρίσκεται στο επίκεντρο ως το δρων υποκείμενο, ως άτομο-φορέας της ιδιάζουσας ενασχόλησης με την τέχνη, δεν είναι παρά ένας ακόμη εργάτης που παράγει «άυλη» ανταλλακτική αξία. Η αξία χρήσης του έργου τέχνης, δεδομένου ότι είναι παραγωγικά «άχρηστο», είναι απολύτως συνυφασμένη με την κοινωνική αξία που προσδίδεται στην «αισθητική ποιότητά» του και στην «αυτονομία» του [βλ. το κείμενό μου «Ο μύθος της αυτονομίας της τέχνης»] και η οποία μεταφράζεται φυσικά και σε συγκεκριμένη οικονομική αξία.
Ξαφνικά αποκαλύπτεται ότι το φάντασμα είναι, στο πλαίσιο της θέλησης για κυριαρχία, χρήσιμο, τουλάχιστον όσο ο μύθος του ελκύει την προσοχή και ερεθίζει την φαντασία των ανθρώπων, τους μυεί στην κοινωνία των «πολιτισμένων», στους θαυμαστές του «ανθρώπινου πνεύματος» και των επιτευγμάτων του, στην ολοποιητική αγκαλιά της εθνικής συνείδησης και των καθολικών εννοιών του ανθρωπισμού. Ένας νεκρός πολιτισμός, ο αστικός πολιτισμός της «φιλελεύθερης δημοκρατίας», του «κράτους δικαίου», των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και της «προστασίας του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας», εκπροσωπείται από ένα φάντασμα: την «αυτόνομη», «ελεύθερη» τέχνη.
Κάθε προσπάθεια αναστύλωσης του κύρους της τέχνης μέσα στα συμφραζόμενα των όσων διατυπώθηκαν παραπάνω, εμπεριέχει εκ προοιμίου μιαν αξεπέραστη αντινομία: η προϋπόθεση ότι η τέχνη έχει ένα πραγματικό κοινωνικό νόημα και δεν αποτελεί απλώς δεκανίκι του εργαλειακού λόγου, υπονομεύεται και εν τέλει ακυρώνεται από την ίδια τη βούληση για κυριαρχία του εργαλειακού λόγου, που επιτυγχάνει να αναδιοργανώσει προς όφελος και αυτοεπιβεβαίωσή του κάθε δραστηριότητα που τείνει να τον αμφισβητεί. Η επίθεση στην τέχνη ως έχει είναι επίθεση στα θεμέλια του επικυρίαρχου ιδεολογικού οικοδομήματος, γι’ αυτό και είναι απολύτως επίκαιρη.