Το νόημα της πραγματικής ελευθερίας

Η ριζική αλλαγή δεν μπορεί να γεννηθεί μέσα σε έναν κοινωνικό περίγυρο όπου ο ατομικισμός ή/και η λατρεία της βίας χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατα του ορθολογικού διαλόγου και της οικοδόμησης ενός μαζικού κινήματος.
Murray
Bookchin[1]

Ι.

Η ελευθερία, αντιλαμβανόμενη ως εγγενής ανθρώπινη ιδιότητα, ως αυτό-παραγόμενος «χώρος» που μπορεί να κατακτηθεί βουλητικά «εδώ και τώρα» από το υποκείμενο, ανά πάσα στιγμή και υπό οιεσδήποτε οικονομικοκοινωνικές και πολιτικές συνθήκες επικρατούν ιστορικά, εννοούμενη ως «ελευθερία από» (αρνητική ελευθερία) την εξουσία τού (κάθε μορφής) κράτους και των κοινωνικών θεσμών και σχέσεων που επιβάλει το καπιταλιστικό σύστημα και κάθε σύστημα, δεν είναι παρά το χλωμό απείκασμα της πραγματικής ελευθερίας, της ελευθερίας δηλαδή που μπορεί να εννοηθεί μόνον ως συνολική απελευθέρωση των δυνατοτήτων και των πάσης φύσεως πόρων ανάπτυξης και αυτό-πραγμάτωσης, ως «ελευθερία να» (θετική ελευθερία).

Ενώ η «ελευθερία από» είναι αρνητική και αποβλέπει στη διαφυγή από ένα περιοριστικό πλαίσιο, η «ελευθερία να» αναφέρεται πάντοτε σε ένα περιεχόμενο και προϋποθέτει την αυτόνομη συλλογική θέσμιση του πλαισίου που θα μπορεί να εγγυηθεί την απρόσκοπτη και αδιαμεσολάβητη έκφραση αυτού του περιεχομένου. Ενώ η «ελευθερία από» είναι συνδεδεμένη με το θυμικό και την άρνηση, η «ελευθερία να» είναι στενά συνδεδεμένη με τη φαντασία, την επιθυμία και το αδιαμεσολάβητο πράττειν, δηλαδή τη δημιουργία. Πρέπει ωστόσο να κάνουμε ένα απαραίτητο διαλεκτικό βήμα για να αποσαφηνίσουμε ότι οι δύο αυτές προσεγγίσεις για την ελευθερία μπορούν αναμφίβολα να συνυπάρχουν σε μια τρίτη, που κατά κάποιο τρόπο τις συμπεριλαμβάνει, αυτή την ελευθερία που θα αποκαλούσαμε «ελευθερία από, προκειμένου να».[2]

Αυτού του είδους η ελευθερία όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε και να διασφαλιστεί απλώς με ηθικές προσταγές ούτε, από την άλλη, να έχει ως μοναδικό έναυσμα ατομικές βουλητικές ενορμήσεις. Δεν αρκεί δηλαδή απλώς να επαναλάβει κανείς λόγια όπως αυτά που είχε πει στις αρχές του 20ού αιώνα ο αναρχικός Γκουστάβ Λαντάουερ: «έτσι αποσύρω κι εγώ απ’ αυτό που ονομάζω κράτος την αγάπη, τη λογική, την υπακοή και τη βούλησή μου. Τούτο μπορώ να το κάμω μόλις το θελήσω»[3], προκειμένου να απελευθερωθεί, και αυτό για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, διότι οι δομές εξουσίας θα συνεχίσουν να υπάρχουν ακόμη και αν τις αρνηθούμε στο επίπεδο της ατομικής συνείδησης και μόνον – είναι σαν επειδή κλείνουμε τα μάτια μας μέρα μεσημέρι να πιστεύουμε ότι έχει νυχτώσει· και δεύτερον, διότι η έννοια της «ατομικής απελευθέρωσης»[4] στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα φτηνό ιδεολόγημα του φιλελευθερισμού (αλλά και του «περσοναλιστικού» αναρχισμού) το οποίο αναμασά αφειδώς η σύγχρονη πολιτική ρητορεία όπως άλλωστε και η βιομηχανία της διαφήμισης. Είναι μια εικόνα που προβάλλει την ηρωική διάσταση της προσωπικότητας, το «ελεύθερο άτομο» (ένας ελεύθερος και μόνος καουμπόη) ενάντια σε κάθε περιορισμό που μπορεί να θέτει η κοινωνία. [5] Αν και ορισμένοι, επικαλούμενοι αόριστα την «καλή φύση» των ανθρώπων, διατείνονται το αντίθετο, εγώ θεωρώ ότι η μαξιμαλιστική κατάληξη αυτής της συλλογιστικής δεν μπορεί παρά να απορρέει στον καθαρό σολιψισμό και στον «πόλεμο όλων εναντίον όλων», και να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κοινωνική συγκρότηση μέσω της αυτοθέσμισης είναι αδύνατη και άρα η επίλυση των συγκρούσεων και των διαφωνιών που συνεχώς ανακύπτουν από την αντιπαρατιθέμενη επιθυμία και βούληση των διαφορετικών ατόμων, που είναι ωστόσο «καταδικασμένα» να ζουν μαζί, παραχωρείται υποχρεωτικά σε μια εξ-ουσία, σε μια εξωτερική δύναμη επιβολής του πλαισίου και των κανόνων συμβίωσης: στην οργανωμένη εκείνη ολότητα που είναι ο μοναδικός και απόλυτος φορέας και εκφραστής του νόμου, δηλαδή το κράτος. Αρνούμενοι την κοινωνική αυτονομία που είναι πάντοτε μια συλλογική διαδικασία και απαιτεί τον μετριασμό του ατομικού συμφέροντος, την έλλογη συγκατάθεση στη λήψη κοινών αποφάσεων προς το κοινό συμφέρον και την ευημερία όλων, καταφεύγουμε στην ετερονομία του κράτους των «ελεύθερων πολιτών» και των «ατομικών δικαιωμάτων», στην ανισότητα των προνομίων, και στη δικαίωση της κυριαρχίας που επιβάλει η ιεραρχική δομή.[6] Στην πραγματικότητα, προσφεύγοντας στην αγκαλιά του κράτους, αποποιούμαστε την ατομική ηθική ευθύνη που αποτελεί συστατικό στοιχείο της αληθινής ελευθερίας αφού μόνο η ατομική ηθική ευθύνη διασφαλίζει τους όρους ανάπτυξής της αληθινής ελευθερίας όλων σε συνθήκες που διασφαλίζουν την ισότητα. Παραμένουμε σε μια συνθήκη ανωριμότητας ως άτομα όταν αναθέτουμε τη διευθέτηση των υποθέσεων και των σχέσεων μας στους «αντιπροσώπους» των ειδικών συμφερόντων ή/και της ιδεολογίας μας και αποδεχόμενοι την κυριαρχία του κράτους. Η διαφορά είναι ξεκάθαρη: στη μια περίπτωση, εκεί όπου η ατομική ηθική ευθύνη εκφράζεται έλλογα στο πλαίσιο της κοινότητας μέσα από την πραγματική συμμετοχή όλων στη λήψη των αποφάσεων, αναφερόμαστε στην άμεση δημοκρατία που καθιστά τον θεσμό του κράτους περιττό, ενώ στην άλλη περίπτωση, εκεί όπου η ευθύνη μετατίθεται στους επαγγελματίες πολιτικούς, αναφερόμαστε στην αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» που θεωρεί απαραίτητο τον θεσμό του κράτους ως αναγκαίο εργαλείο για τη διαχείρισης της εξουσίας.


ΙΙ.

Κάθε προσπάθεια πραγματικής απελευθέρωσης απαιτεί την αναμέτρηση με την συστημική ολότητα η οποία πρέπει οπωσδήποτε να υπερβαθεί. Αναμφίβολα, κάθε άρνηση είναι πρωταρχικά άρνηση του άμεσα βιωμένου· αυτό που επιφέρει η εμπράγματη και εν πολλοίς αυθόρμητη αντίδραση σε μια κατάσταση ανυπόφορης πλέον δυσαρέσκειας μπορεί να γίνει ο πυροκροτητής της αγανάκτησης και μιας απρόβλεπτων διαστάσεων και συνεπειών κοινωνικής έκρηξης. Η επανάσταση ως ενδεχόμενο είναι σαφώς εγγεγραμμένη στον γενετικό κώδικα του κυρίαρχου συστήματος. Όμως η κάθε «αυθόρμητη» αντίδραση στην καταπίεση, η όποια πράξη εξέγερσης, δεν αποτελεί από μόνη της προάγγελο μιας ριζικής αλλαγής, μια επανάστασης που θα ανατρέψει εκ βάθρων τις κυρίαρχες σχέσεις και θα οικοδομήσει μια ελευθεριακή κοινωνία.

Αν λοιπόν αυτό που παρακινεί τους επιμέρους αγώνες μας δεν προβληθεί πάνω στο φόντο της ολότητας –το κυρίαρχο σύστημα του καπιταλισμού και της κρατικής εξουσίας– και δεν αναμετρηθεί μαζί της, το ζητούμενο δεν θα μπορεί να είναι παρά μονάχα ρεφορμιστικές παρεμβάσεις περιορισμένου βεληνεκούς και μετριασμένης απήχησης στην κατά τα λοιπά απρόσκοπτη συνέχιση της αναπαραγωγής και της λειτουργίας του συστήματος. Όσο δεν θίγονται πραγματικά καίρια ζητήματα όπως η αξία, ο φετιχισμός του εμπορεύματος, τα θεμέλια του νόμου και της ιδιοκτησίας, η κυριαρχική σχέση επί της φύσης (ο ουσιαστικός διαχωρισμός υποκειμένου-αντικειμένου δηλαδή) τόσο οι όποιες αντιστάσεις εγείρονται θα εκπίπτουν στην ανώδυνη διαμαρτυρία ή, στην καλύτερη περίπτωση, θα αποτελούν μια αιτία προσωρινής δυσλειτουργίας του συστήματος που εξαλείφεται δια της απλή μεθόδου της «διόρθωσης»/ενσωμάτωσης. Ας μην ξεχνάμε ότι οι επιμέρους αντιστάσεις λειτουργούν πολλές (αν όχι τις περισσότερες) φορές σαν αντισώματα που ενισχύουν την άμυνα του συστήματος, αποτρέποντας την εξάπλωση της «ασθένειας» που μπορεί να αποβεί μοιραία για το ίδιο, ήτοι θανάσιμη. Δεν είμαι βέβαιος ότι μπορούμε να συμμεριστούμε άκριτα την αισιοδοξία εκείνων που διαβλέπουν στην ανάπτυξη των αποκαλούμενων «κινημάτων πόλης» την όψιμη στη χώρα μας ανάδυση της «κοινωνίας των πολιτών», χαιρετίζουν δηλαδή την καθυστερημένη πραγμάτωση μιας παραδοσιακά φιλελεύθερης ουτοπίας που διατρανώνει πως η ελευθερία απαιτεί την εμβάθυνση της δημοκρατίας με τη συμμετοχή των ατόμων στην «πολιτική». Χωρίς να προσδιορίζονται επακριβώς οι συνισταμένες και οι όροι αυτής της συμμετοχής σε αυτήν την υποτιθέμενη «δημοκρατική» διαδικασία διεύρυνσης του δημόσιου χώρου, αποκρύπτονται οι πραγματικές σχέσεις ανισότητας στη συμμετοχή που απορρέουν από ποικίλους αντικειμενικούς προσδιοριστικούς παράγοντες που μεταφράζονται σε προνόμια ισχύος και εξουσίας έναντι της υποτιθέμενης «ισότητας» που διασφαλίζει καταστατικά η ιδιότητα του «πολίτη» στο πλαίσιο της φιλελεύθερης «δημοκρατίας». Από την άλλη, οι συνήθως ωφελιμιστικού χαρακτήρα στόχοι που τίθενται από αυτού του είδους τα «κινήματα» δεν ασκούν σχεδόν ποτέ συνολική συστημική κριτική ούτε προσβλέπουν στη ριζική ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων με αποτέλεσμα να καταδικάζουν και να αποτρέπουν κάθε ενέργεια αντίδρασης που ξεφεύγει από τα όρια του «ενδεδειγμένου» τρόπου διαμαρτυρίας ή και του (αστικού) νόμου. Αποθαρρύνοντας την ολομέτωπη σύγκρουση οι προσεγγίσεις αυτές πλειοδοτούν προς όφελος μιας σχετικά ανώδυνης ακτιβιστικής δράσης στο πλαίσιο του «εφικτού». Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν είναι συνήθως συμβολικές πράξεις αντίδρασης και διαμαρτυρίας καθώς και προσφυγή στα ένδικα μέσα που προσφέρει ως τρόπους αυτοελέγχου τής «καλής λειτουργίας» της η ίδια η Δημοκρατία. Οι ρεφορμιστικές αυτές πολιτικές δεν μπορούν να υπερβούν το σύστημα, ούτε καν να διανοίξουν μια χαραμάδα αισιοδοξίας στο στεγανό πλαίσιο του. Ακόμα και όταν επιτυγχάνουν τον επιμέρους στόχο τους παραμένουν «νίκες» χωρίς ευρύτερο πρόταγμα κοινωνικής αλλαγής, άρα είναι πολιτικά αδρανείς. Σε αντίθεση με το επαναστατικό πρόταγμα που παροτρύνει την άμεση δράση πάντοτε ως μέσο για έναν σκοπό, την ανατροπή του συστήματος και τη θεμελίωση της ελεύθερης κοινωνίας, τα ρεφορμιστικά κινήματα επιδιώκουν τη βελτίωση της λειτουργίας του συστήματος, επιδεικνύοντας μια υστερική έμφαση στο να επισημαίνουν τις δυσλειτουργίες του και να αγωνίζονται προκειμένου αυτές να εξαλειφτούν. [7]


ΙΙΙ.

Υπάρχει, με τα παραπάνω δεδομένα υπόψη, ένας πιο σαφής προσανατολισμός που μπορεί να δοθεί στην κατεύθυνση της επαναστατικής δράσης. Αν θεωρήσουμε την «ελευθερία από, προκειμένου να» ως την ύψιστη μορφή ελευθερίας, που ενσωματώνει, αφενός, την άρνηση της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης καθώς και το αίτημα να ξεπεραστούν αυτού του είδους οι σχέσεις και, αφετέρου, την έλλογη οικοδόμηση μιας κοινωνίας που θα διασφαλίζει την ελεύθερη ανάπτυξη των δυνατοτήτων όλων, τότε διαφαίνεται ξεκάθαρα ποιος πρέπει να είναι ο στόχος μας.

Ακόμα και αν δεχτούμε ότι ο μοναδικός δρόμος για να επιτύχουμε τους στόχους μας, η επανάσταση δηλαδή, είναι μακρινός και δύσβατος, εμείς πρέπει να συνεχίσουμε την πορεία μας προς την πραγματικά ελεύθερη κοινωνία, προς τον ελευθεριακό σοσιαλισμό. Τα όπλα μας θα συνεχίσουν να είναι η καθημερινή αντίσταση και εναντίωση σε συγκεκριμένες πρακτικές του κεφαλαίου, του κράτους και της πατριαρχίας, η οργάνωση και η επεξεργασία μιας θεωρίας και ενός προγράμματος για τη μελλοντική ελεύθερη κοινωνία, η αλληλεγγύη και η θέληση. Η δημιουργία θυλάκων συγκέντρωσης και ελεύθερης διακίνησης ιδεών και πρακτικών, η δημιουργία αντι-θεσμών (π.χ. στην ενημέρωση, στην εκπαίδευση, στην αλληλοβοήθεια), η προπαγάνδα και η επαναστατική διαπαιδαγώγηση, είναι οι ενδεδειγμένοι και ήδη μερικώς πραγματοποιημένοι στόχοι εδώ και πολύ καιρό. Οι κοινωνικοί αγώνες έχουν μακρά παράδοση, και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Υπάρχει αναμφίβολα ένα πυκνό «δίκτυο» που απλώνεται διεθνώς και συμπεριλαμβάνει δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων οι οποίοι αγωνίζονται καθημερινά, υπό αντίξοες και επικίνδυνες αρκετές φορές συνθήκες, και ανθρώπων που προσπαθούν να προσδώσουν μια πιο συνολική διάσταση στον αγώνα εναντίωσης, υπερβαίνοντας την απλή άρνηση και δημιουργώντας «καταστάσεις» που απηχούν την επιθυμία και την ανάγκη για την απελευθερωμένη κοινωνία την οποία μπορούμε να οικοδομήσουμε μέσω της έλλογης δράσης μας, να επιδιώξουμε δηλαδή την πλήρη απάλειψη των αλλοτριωτικών συνθηκών κυριαρχίας, εκμετάλλευσης, ετερονομίας που μας εγκλωβίζουν και καταστρέφουν τον πλανήτη.

Το αίτημά μας είναι ριζικό και αδιαπραγμάτευτο. Θέλουμε να ζήσουμε σε μια κοινωνία που να αναταποκρίνεται στις δυνατότητες, τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας. Να εξερευνήσουμε τη φύση (μας) αναπτύσσοντας τις ικανότητές μας. Δεν θέλουμε να ανασυστήσουμε κανέναν μύθο κάποιου «ιδανικού» παρελθόντος, δεν αντιλαμβανόμαστε την Ιστορία ως μια τροχιά πτώσης, ούτε όμως και σαν απώλεια· δεν μας παρακινεί κανένα (ψευδο)ρομαντικό συναίσθημα για την τραγικότητα της «ανθρώπινης μοίρας», ούτε, από την άλλη, εμφορούμαστε από την ηρωική εποποιία του «αυτόνομου Υπερανθρώπου» που η μοναδική του βούληση είναι αρκετή για να σπάσει τα δεσμά κάθε σύμβασης και κάθε περιορισμού, κοινωνικού και φυσικού. Δεν θέλουμε να «αναμαγεύσουμε» τον κόσμο για να τον παραχωρήσουμε ξανά στη μεταφυσική και στον δυισμό που βρίσκεται στη ρίζα κάθε έννοιας κυριαρχίας.[8] Ίσα-ίσα, θέλουμε όλους τους μύθους της κυριαρχίας να τους καταστρέψουμε ξανά, αποτελεσματικά αυτή τη φορά, να ξεκαθαρίσουμε μαζί τους μια για πάντα, να αποκαλύψουμε μέσα από τα συντρίμμια της κυριαρχίας τον πραγματικό ορίζοντα των δυνατοτήτων μας. Η τελική υπέρβαση των κοινωνικών συνθηκών παραγωγής των μύθων της κυριαρχίας και των σχέσεων που αυτές υπαγορεύουν θα καταστήσει αίφνης αυτούς τους μύθους άκαιρους και κυριολεκτικά άχρηστους. Όπως το διατυπώνει ο Bookchin, «οφείλουμε να δημιουργήσουμε τον κόσμο μας συνειδητά, όχι σύμφωνα με δαιμονικές ονειροπολήσεις, αστόχαστα έθιμα και καταστροφικές προκαταλήψεις, αλλά με βάση τα κριτήρια του λόγου, του στοχασμού και του διαλόγου, τα οποία ανήκουν αποκλειστικά στο είδος μας».[9]

Όσες και όσοι οραματίζονται την πραγματική ελευθερία πρέπει να αγωνίζονται με κάθε τρόπο να υπερβούν τις υποκειμενικές και προσωπικές βλέψεις της ατομικής «ελευθερίας» που πουλάει με το κιλό η φιλελεύθερη «δημοκρατία» και να μετέχουν έλλογα σε μια συλλογική θεμελίωση των κοινωνικοοικονομικών, πνευματικών και συναισθηματικών όρων της πραγματικής ελευθερίας για όλους, που θα αποτελέσει και το θεμέλιο για την πραγματική ατομική ελευθερία.[10] Γι’ αυτό και αγωνίζονται για να δημιουργήσουν ένα μαζικό επαναστατικό κίνημα. Ο αγώνας για την οικοδόμηση της ελευθεριακής κοινωνίας δεν έχει ανάγκη ούτε από μύθους, ούτε από ήρωες και μάγους, έχει ανάγκη από όραμα, ορθολογικές επαναστατικές πρακτικές, συγκροτημένες θεωρητικές επεξεργασίες και αναλύσεις, αντιαυταρχική οργάνωση, ισότιμη συνεργασία και συλλογική δράση σε όσο το δυνατόν ευρύτερη βάση. Μόνον όταν καταφέρουμε συλλογικά να αναδιοργανώσουμε την κοινωνία σύμφωνα με τις αρχές του ελευθεριακού σοσιαλισμού ο κόσμος που οραματιζόμαστε θα μπορέσει να γίνει επιτέλους πραγματικός.



[1] Murray Bookchin, Το πρόταγμα του Κομμουναλισμού, «Σημείωμα του συγγραφέα για την ελληνική έκδοση», εισ.-μτφρ.-σημ. Αλέανδρος Γκεζερλής, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2006 , σ. 9.

[2] Θα πρέπει να επισημάνω ότι αυτού του είδους την ελευθερία απολαμβάνουν με έναν άλλο τρόπο οι ελίτ της εξουσίας και του πλούτου υπό την έννοια ότι, από τη μια, δεν δεσμεύονται να τηρούν τους κανόνες που οι ίδιοι θεσπίζουν και, από την άλλη, ικανοποιούν σε υψηλό βαθμό τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους. Ειδικότερα η ελίτ του πλούτου επιδιώκει να ξεπεράσει τη διαλεκτική «αφέντη-δούλου», να απελευθερωθεί πλήρως από τον ετεροκαθορισμό, να αυτο-ορίσει την κυριαρχία της, αντικαθιστώντας τους δούλους με τις μηχανές. Ο δούλος είναι πλέον «πλεόνασμα» και όχι «εργαλείο» γι’ αυτό και η υπαναχώρηση του κεφαλαίου από τη στήριξη του κράτους πρόνοιας. Υπό μια άλλη οπτική βεβαίως, και σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζουμε εδώ, η αλληλεπίδραση των κινήσεων στον αγώνα για την κυριαρχία και η πολύπλευρη αντίδραση σε αυτήν καθορίζει εν πολλοίς το εύρος του πεδίου όπου μπορεί να ασκηθεί η ελευθερία και κυρίως τις συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί να εκφραστεί. Δεν ξέρω κατά πόσο π.χ. το να ζεις με τη συνεχή επιτήρηση σωματοφυλάκων συνιστά το ιδανικό όραμα για την ελευθερία, από όποια σκοπιά και αν το δει κανείς.

[3] Αναφ. στο Καρλ Μανχάιμ, (1929), Ιδεολογία και ουτοπία, μτφρ. Γιώργος Ανδρουλιδάκης, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1997, σ. 308.

[4] Αναφέρομαι στην «ατομική απελευθέρωση» ως ιδεολόγημα που υποστηρίζει τη δυνατότητα του ατόμου να «απελευθερωθεί» από μόνο του, με τη δύναμη της ατομικής βούλησης και να διατηρήσει αυτή την «αυτονομία» του σε πείσμα κάθε κοινωνικότητας, σε αντιπαράθεση με την «ατομική ελευθερία» η οποία είναι ταυτοχρόνως σκοπός και μέσο της επαναστατικής κοινωνικής αναδιάρθρωσης. Όπως έλεγε ο Καντ: «η ελευθερία είναι η αναγκαία συνθήκη για να φτάσουμε στην ωριμότητα που απαιτείται για την άσκηση της ίδιας της ελευθερίας, κι όχι ένα δώρο που παραχωρείται όταν έχει επιτευχθεί αυτή η ωριμότητα» (αναφ. στο Noam Chomsky, Σημειώσεις για τον Αναρχισμό, μτφρ. Μαρλέν Λογοέτη, Παναγιώτης Καλαμαράς, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2000, σ. 16.

[5] O Marray Bookchin γράφει για τους περσοναλιστικούς αναρχισμούς: «Η ιδεολογική τους γενεαλογία είναι βασικά φιλελεύθερη, θεμελιωμένη πάνω στο μύθο ενός απόλυτα αυτόνομου ατόμου του οποίου τα αιτήματα για αυτοκαθορισμό κυρώνονται από “φυσικά δικαιώματα”, μια “εγγενή αξία” ή σε ένα πιο εκλεπτυσμένο επίπεδο, από ένα διαισθητικό καντιανό ιδεαλιστικό εγώ που παράγει όλη την πραγματικότητα που είναι δυνατόν να γνωρίζουμε». (Κοινωνικός ή life style αναρχισμός. Ένα αγεφύρωτο χάσμα, μτφρ. Αχιλλέας Φωτάκης, εκδόσεις Ισνάφι, Ιωάννινα 2005, σ. 17.)

[6] Ο Πιέρ Κλαστρ υπενθυμίζει ότι «το κράτος, ως διαίρεση θεσμισμένη από την κοινωνία μ’ ένα πάνω και ένα κάτω, είναι αποτελεσματική αφετηρία σ’ ένα παιχνίδι σχέσεων εξουσίας. Η κατοχή της εξουσίας σημαίνει την άσκησή της: μια εξουσία που δεν ασκείται, δεν είναι παρά μια φαινομενολογία». Το ζήτημα της διαίρεσης της κοινωνίας σε κυρίαρχους και κυριαρχούμενους, εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους αντικατοπτρίζεται, σύμφωνα με τον Κλαστρ, με τον πλέον συναφή τρόπο στην κρατική εξουσία. Συγκεκριμένα ο Κλαστρ γράφει: «η σχέση εξουσίας υλοποιεί μια απόλυτη ικανότητα διαίρεσης στην κοινωνία. Είναι αυτή, μ’ αυτόν τον τίτλο, η ίδια η ουσία της κρατικής θέσμισης, η ελάχιστη εμφάνιση του Κράτους. Κατ’ αναλογίαν, το Κράτος δεν είναι παρά η επέκταση των σχέσεων εξουσίας, η πιο χαρακτηριστική τομή της ανισότητας ανάμεσα σ’ εκείνους που διατάζουν και σ’ εκείνους που υπακούουν.» (Πιέρ Κλαστρ, «Ελευθερία, δυστυχία, ακατονόμαστο», Επίμετρο στο Ετιέν ντε Λα Μποεσί, Πραγματεία περί Εθελοδουλείας, μτφρ. Παναγιώτης Καλαμαράς, β΄εκδ. Πανοπτικόν, Κοζάνη 2002, σ. 55.)

[7] Θα διαφωνήσω πλήρως με τον Tomas Ibanez, ο οποίος θεωρεί «απόλυτα απλοϊκή»την αντιπαράθεση ρεφορμισμού-ριζοσπαστισμού, και προσπαθεί να διασώσει τις ρεφορμιστικές πολιτικές ακυρώνοντας τη δυναμική της ριζοσπαστικής επαναστατικής δράσης.: «Είναι ξεκάθαρο», γράφει, «ότι μόνο η ριζοσπαστική δράση μπορεί να προκαλέσει την “ανάδυση” ασυμβίβαστων καταστάσεων εν σχέσει με την εγκαθιδρυμένη κοινωνική τάξη. Πρέπει να σημειώσουμε ωστόσο, ότι η ριζοσπαστική δράση είναι αντιφατική, γιατί έχοντας σαν δεδομένο ότι η κοινωνία είναι ένα ανοιχτό σύστημα που αυτοοργανώνεται, οι δυσλειτουργίες που εισάγει η ριζοσπαστική δράση, επιτρέπουν τη μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα του εγκαθιδρυμένου συστήματος» («Για μια ελευθεριακή πολιτική εξουσία. Επιστημολογικές και στρατηγικές εκτιμήσεις γύρω από την έννοια» (1984), Ελευθεριακή Κουλτούρα, μπροσούρα χ.χ.ε.). Εδώ ο Ibanez προφανώς συγχέει την επαναστατική δράση ενός οργανωμένου λαϊκού κινήματος και την ανάπτυξη του κοινωνικού ανταγωνισμού με το γεγονός ότι η μορφή της κυριαρχίας αλλάζει ως αντίδραση σε αυτήν ακριβώς τη δράση. Δεν μπορούμε όμως να πούμε το ίδιο και για τις ρεφορμιστικές πολιτικές που προάγουν συνήθως τα «κινήματα πόλης» και οι διάφορες «κινήσεις πολιτών» και τα οποία αποδέχονται ως ευρύτερο πλαίσιο δράσης τους το νομικό σύστημα της αστικο(νέο)φιλελεύθερης δημοκρατίας και συνεπακόλουθα το κράτος.

[8] Βλ. σημ. 6.

[9] Murray Bookchin, Το πρόταγμα του Κομμουναλισμού, όπ.π., σ. 44.

[10] «Ο Μπακούνιν ορίζει την ελευθερία ως το αποτέλεσμα της ανθρώπινης συνένωσης. Η ελευθερία είναι μια κοινωνικο-ιστορική δημιουργία, μια θετική αξία, έργο όλων μαζί και καθενός ξεχωριστά. Η μεγάλη ποικιλία δυνατοτήτων, ενεργειών, παθών, που εκδηλώνουν τα ανθρώπινα όντα όταν δρουν από κοινού, είναι ο πλούτος της κοινωνίας. Χάρις σ’ αυτή την ποικιλία, “η ανθρωπότητα είναι συλλογικό σύνολο, στο οποίο ο καθένας συμπληρώνει και έχει ανάγκη τους άλλους· αυτή η ατελείωτη ποικιλία των ανθρώπινων όντων είναι η αιτία, η θεμελιώδης βάση της αλληλεγγύης τους, ένα παντοδύναμο επιχείρημα υπέρ της ισότητας”. Κάθε ανθρώπινη ελευθερία που δεν συνιστά ένα προνόμιο απαιτεί, χρειάζεται την ισότητα.» (Eduardo Colombo, Είμαι αναρχικός!, μτφρ. Παναγιώτης Καλαμαράς, Ελευθεριακή Κουλτούρα - Το Μοναστήρι του Θελήματος 17, Αθήνα 2003, σ. 13.

1 σχόλιο:

Rec-memberX είπε...

"δαιμονικές ονειροπολήσεις", χωρίς. Με βάση τα κριτήρια του λόγου, του στοχασμού και του διαλόγου...

Ο αναλυτικός λόγος δίχως αγορά και δίχως δήμο, μας παρασύρει από την εποχή του Γουτεμβέργιου στον ακραίο ρασιοναλισμό, δηλαδή έναν ιδεαλισμό.

Πόσο γκρίζα μπορεί να είναι η ζωή δίχως αιώνες συσσωρευμένης ατομικής ουσίας; Τί είδους ελευθεριακή κατασκευή μπορεί να κτίσει κανείς με τα κόκκαλα και μόνο -που απέσπασε από τον διαφωτισμό, δίχως ενθύμηση των αντιφατικών προσώπων που αγαπούν την εξουσία, λατρεύουν το φόνο, τη δικαιοσύνη, την αδικία και τη δικαιοσύνη;

Τους πέταξες τους σοφιστές; Αυτό δεν κάνουν και οι πλατωνικοί;

Χωρίς μύθους, ήρωες, μάγους;
Χωρίς παραμυθία;
Αυτή δεν είναι κάπως δα η πρώιμη ανυποψίαστη παιδικότητα; Να θεωρείς τα κατασκευάσματά σου αληθώς πραγματικά;

Οι ορθολογικές επαναστατικές πρακτικές;
Το μόνο που μου έρχεται στο νου είναι η θεατροποίηση της βίας, δηλ. το SM

Προτείνεις βασικά μια συνολική λύση και όχι αταξίες. Αυτό είναι που με κάνει να ανησυχώ για το μέγεθος του τελικού ατυχήματος.


Τέλος, οι δαιμονικές ονειροπολήσεις πιστεύω αποτελούν δυνάμει στοχασμούς, άσε που ακούγεται απίστευτο να απωθούμε τον δαίμονα για την επανάσταση του λόγου.
Ενώ μελώνουν τα χείλη καθώς ψέλλουμε, άγιος Αντώνιος, singapore sling, convent of the holy beast

Xm... ρίξε μια ματιά αν βρεις χρόνο