Αν εξαιρέσουμε τις καθαρά «ενδογενείς» συζητήσεις, που έχουν να κάνουν με τη μορφή και το περιεχόμενο των έργων τέχνης, οι οποίες κι αυτές ωστόσο, όσο κι αν επιμένουν για το αντίθετο οι εισηγητές τους, καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από την αποδοχή ή όχι ενός συγκεκριμένου πλαισίου παραγωγής και διακίνησης της τέχνης, οι θέσεις που προβάλλονται ως οι μόνες «ρεαλιστικές» και «έγκυρες» (άρα «νόμιμες») είναι εκείνες που ισχυρίζονται ότι όχι μόνο λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους την σύγχρονη οικονομικοκοινωνική πραγματικότητα αλλά υπονοούν επίσης (όταν δεν το εκφράζουν ρητά) ότι η υιοθέτηση των απόψεών τους θα μας βγάλει από το αδιέξοδο της «αντιπαραγωγικής» απομόνωσης, δημιουργώντας τις συνθήκες για μια ουσιαστική συμμετοχή μας στο διεθνές καλλιτεχνικό γίγνεσθαι. Τέτοιες θέσεις προτάσσουν διαχειριστικά κυρίως αιτήματα, διατυπωμένα σε μια γλώσσα που ανήκει περισσότερο στο χώρο του πολιτιστικού μάνατζμεντ παρά σε αυτόν της ερμηνείας, της κριτικής και του αναστοχασμού. Παράλληλα, στην προσπάθειά τους να φανούν απόλυτα «σύγχρονοι», οι εκφραστές ανάλογων θέσεων σπεύδουν να υπερθεματίσουν σε κάθε συζήτηση περί «απελευθερωτικής δυνατότητας της τέχνης» και να εξάρουν το «ελεύθερο και κριτικό πνεύμα» της, για να μας υπενθυμίσουν με κάθε τρόπο τέλος το καθήκον της τέχνης να «μας κάνει να νιώθουμε άβολα». Από τη μία εισάγουν τον εργαλειακό ορθολογισμό της διαχείρισης και από την άλλη επικαλούνται την «ελευθερία» της τέχνης να εκφράζει την άρνηση και την ουτοπία. Με τα δάνεια επιχειρήματα και τη διπλή γλώσσα που χρησιμοποιούν, άθελά τους αποκαλύπτουν με τον καλύτερο τρόπο τη σημερινή χρεοκοπία της ιδεολογίας της αυτονομίας της τέχνης και την εγγενή αντινομία του συστήματος της τέχνης που προσπορίζεται κοινωνικό κύρος πουλώντας αυτόν ακριβώς τον μύθο. Είναι φανερό ότι σήμερα η τέχνη διατηρεί το όποιο κύρος της επικαλούμενη την ψευδεπίγραφη αυτονομία της από το οικονομικό και το πολιτικό (τα πεδία της ανάγκης και του καταναγκασμού) και διαφοροποιούμενη (ως ιδεατή περιοχή του «υψηλού») από την κουλτούρα της μάζας (ως κοινός τόπος), ακόμη κι όταν ορισμένες φορές υιοθετεί τη μορφή και τα μέσα της. Ο όρος «τέχνη» φορτίζεται με ρητορικές περί καθολικών αναλλοίωτων αξιών (που στην πραγματικότητα δεν είναι παρά η συγκάλυψη ενός κανονιστικού πλαισίου υποταγής), και σηματοδοτείται πλέον ως το συμβολικό εκείνο σύστημα που διαλέγεται με αυτές τις «υψηλές» αξίες και τις διακινεί στο κοινωνικό επίπεδο. Η ενασχόληση με την τέχνη σηματοδοτείται με θετικό πρόσημο, είναι μια «ευγενής» ενασχόληση, κατάλληλη για «εξευγενισμένους» ανθρώπους – και ως επί το πλείστον εύπορους, θα συμπληρώναμε. Η επένδυση σε αυτήν ακριβώς την «ιδεαλιστική» οπτική της τέχνης είναι που ενδιαφέρει τις εταιρείες, που βλέπουν την μυθοποιητική ισχύ της τέχνης και την κοινωνική σημασία της ως πρόσφορο μέσο δημοσίων σχέσεων, διαφήμισης και image making – ένα ακόμη πολεμοφόδιο στο οπλοστάσιο του μάρκετινγκ, που ξετρελαίνεται πάντα για «προχωρημένα» concept και «επαναστατικές» ιδέες. Η ιδεολογική κατασκευή για μια δήθεν «αυτόνομη» τέχνη γίνεται εντέλει η κερκόπορτα απ’ όπου εισβάλει ασυγκράτητη και ορμητική η δημιουργικότητα και η αφομοιωτική ικανότητα της σύγχρονης αγοράς για να καταλάβει εν ριπή οφθαλμού, χωρίς καμιά μορφή αντίστασης να ανακόπτει την προέλασή της, ολόκληρο το χώρο προς δικό της φυσικά όφελος.
Όταν οι «διαχειριστές» παίρνουν το πάνω χέρι, γιατί είναι κινητικοί και μπορούν να εξασφαλίσουν οικονομικούς πόρους και υποστήριξη ως σύμμαχοι του οικονομικού κατεστημένου, ενώ διατείνονται ότι στόχος τους είναι να διασφαλίσουν την «ελευθερία» και την «ανάπτυξη» της τέχνης –μια απόπειρα να ερμηνευθεί το σύμπτωμα της βαθιάς κρίσης νοήματος που μαστίζει την ίδια τη σύγχρονη τέχνη ως σημάδι υγείας–, οι πρακτικές τους αναδεικνύουν ξεκάθαρα τα πραγματικά χαρακτηριστικά του επαγγέλματός τους: κομφορμισμός, κυνισμός, σχετικισμός και μια ιδιαίτερη (αν και συγκαλλυμένη) προτίμηση στον νεοφιλελευθερισμό. Είναι σε θέση ισχύος, και κατορθώνουν σταδιακά να επιβάλουν (ελλείψει οιασδήποτε αντίδρασης) την «επαγγελματική ηθική» τους σε ολόκληρο σχεδόν το φάσμα της καλλιτεχνικής παραγωγής, της διακίνησης, της προβολής και του λόγου περί τέχνης.
Υπ’ αυτή την έννοια μια πιθανώς χρήσιμη συζήτηση που θα επικεντρωνόταν στους όρους και τις συνθήκες που διαμορφώνουν τις σχέσεις ιεραρχίας και εξουσίας μέσα στο σύστημα της σύγχρονης τέχνης, καθώς και στις καταστατικές αξιωματικές προϋποθέσεις που νομιμοποιούν την ηγεμονία του, αλλά και την πραγματική του λειτουργία μέσα στις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες του ύστερου καπιταλισμού και τη σημασία της σταδιακής του ενσωμάτωσης στο ολοκληρωτικό σύστημα της «ορθολογικής διαχείρισης» της αγοράς μοιάζει να είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου