Κοινωνικός αναρχισμός. Παράδοση θεωρίας και πράξης

[Το κείμενο έχει δημοσιευτεί ως ξεχωριστό κεφάλαιο στην μπροσούρα με τίτλο «Αυτοδιεύθυνση στην πόλη», που εκδόθηκε στην Αθήνα τον Οκτώβρη του 2000, από συντρόφους που σήμερα κινούνται γύρω από το περιοδικό «Ευτοπία» και το Ελευθεριακό Στέκι «Πικροδάφνη». Αναδημοσίευση από: http://www.anarkismo.net/article/12000]

Μόνο αν οι άνθρωποι αναπτύξουν θεσμούς και αξίες βασισμένες στην αμοιβαία βοήθεια στο επίπεδο των μικρών ομάδων και κοινοτήτων είναι δυνατόν να πραγματώσουν - μέσω της σύνδεσής τους - την πρακτική αυτή και σε οποιοδήποτε άλλο επίπεδο οργάνωσης των κινήσεων αντίστασης και της κοινωνικής ζωής. Αυτή είναι η ουσία του κοινωνικού αναρχισμού.
Ο αναρχισμός αποτελεί μια παράδοση θεωρίας και πράξης η οποία αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε μέσα σ’ ένα ενεργό ιστορικά κίνημα. Αν και η ιδιαίτερη άνθησή του τοποθετείται στο δεύτερο μισό του 19ου και το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να επιβιώνει σε μια κατάσταση που ποικίλλει στον τόπο και στον χρόνο και η οποία καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την εκάστοτε κοινωνική-ιστορική συγκυρία.
Ασφαλώς υπάρχουν πολλά είδη σκέψης και δράσης που χαρακτηρίζονται αναρχικά, θα ήταν δύσκολο όμως να μην παραδεχθεί κανείς (αν και η παραδοχή αυτή συνιστά ταυτόχρονα μια επιλογή πολιτικής σημασίας) ότι το αναρχικό κίνημα είχε και έχει ως κατευθυντήριες αρχές την απόρριψη όλων των μορφών κυριαρχίας και την πρόταξη μορφών ανθρώπινης συμβίωσης και κοινωνικής οργάνωσης βασισμένων στην εθελούσια συνένωση και συνεργασία, την ατομική και συλλογική αυτονομία και το σεβασμό του ατόμου και της φύσης. Στην πράξη, αυτές οι αρχές οδήγησαν τους αναρχικούς να προτείνουν και να επεξεργαστούν πολιτικές όπως:

• η αντικατάσταση των εθνικών κρατών από ομοσπονδίες κοινοτικών και εργατικών ενώσεων,

• η αντικατάσταση του κεφαλαιοκρατικού - επιχειρηματικού καπιταλισμού και της κρατικής ιδιοκτησίας από τη διεύθυνση της παραγωγής και της κατανομής του προϊόντος από τους ίδιους τους παραγωγούς,

• η αντικατάσταση της πατριαρχικής οικογένειας από την ελεύθερη οικογένεια και μια διαφορετική διάρθρωση του νοικοκυριού,

• η αντικατάσταση της μεγαλούπολης και της συγκεντρωτικής κατανομής του πληθυσμού από αποκεντρωμένα, οικολογικά ισορροπημένα πληθυσμιακά και οικιστικά σχέδια και

• η αντικατάσταση της συγκεντροποιημένης υψηλής τεχνολογίας από εναλλακτικές τεχνολογίες προσανατολισμένες στον άνθρωπο και τις ανάγκες του, οι οποίες συνάδουν με την αμεσοδημοκρατική και αποκεντρωμένη λήψη αποφάσεων και δεν καταστρέφουν το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον.

Οι αρχές αυτές αναπτύχθηκαν σημαντικά από την κυρίαρχη τάση της αναρχικής θεωρίας και πρακτικής, με αφετηρία στο έργο του Μπακούνιν και του Κροπότκιν. Συνεχίστηκαν από το ιστορικό αναρχικό κίνημα στις επικρατούσες μορφές του, αυτές του αναρχοσυνδικαλισμού και του αναρχοκομμουνισμού. Εξακολουθούν να εκφράζονται και σήμερα τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο.
Με βάση τις προαναφερθείσες αρχές, η πολιτική μας ταυτότητα ως αναρχικοί, αλλά και η καθημερινή μας δράση, έχει ως βασική αφετηρία και κατευθυντήρια αρχή το όραμα μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση και κυριαρχία, τον αγώνα για την πραγμάτωση μιας ζωής λιγότερο ελεγχόμενης (από τον κρατικό μηχανισμό) και εμπορεύσιμης (από την οικονομία της αγοράς). Είναι φανερό ότι οι στόχοι της δράσης τοποθετούνται στο πεδίο του κοινωνικού γίγνεσθαι επιδιώκοντας τη ριζική μεταμόρφωσή του. Το γεγονός αυτό καθορίζει τις μορφές της δράσης, οι οποίες δεν μπορούν παρά να είναι κοινωνικές• δηλαδή να λαμβάνουν χώρα εντός της κοινωνίας, να αναδεικνύουν την κοινωνική διάσταση του φορέα τους (αναρχικοί), να αφορούν τις εκφάνσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι και να στοχεύουν ξεκάθαρα στον πραγματικό εχθρό (κράτος και κεφάλαιο).
Για μας, λοιπόν, η αναρχική δράση δεν οριοθετείται στα πλαίσια ευκαιριακών συγκεντρώσεων ατόμων κάθε φορά που συλλαμβάνεται κάποιος σύντροφος, ούτε ταυτίζεται με τις περιστασιακές εκδηλώσεις «αδιάλλακτης εξεγερτικής δράσης» μια φορά στο τόσο, όταν κοινωνικά γεγονότα που δημιουργούνται από άλλους προσφέρουν αυτή την ευκαιρία. Για μας ο αναρχισμός πρέπει να πάψει να αποτελεί απλώς ένα στάδιο της προσωπικής ζωής κάποιων «οργισμένων» εφήβων, μια φαντασιοπληξία για τους μεσήλικες μέντορές τους ή ένας δρόμος για την «αυτοπραγμάτωση» και το ψευδοριζοσπαστικό ισοδύναμο της ομαδικής ψυχοθεραπείας. Ο αναρχισμός δεν είναι η γοητεία της καταστροφής, δεν είναι τσαμπουκάς, δεν είναι μαγκιά, δεν είναι τρόπος ζωής σύμφωνα με κριτήρια ιδεολογικής καθαρότητας. Αντίθετα, είναι μια αντίληψη για την οργάνωση της ζωής και τη συγκρότηση του κόσμου που αναζητά - διαρκώς μετασχηματιζόμενη - την πρακτική της εφαρμογή.
Στα πλαίσια αυτά, κεντρικό ζητούμενο είναι η διάχυση της αναρχικής δράσης στους τόπους του κοινωνικού γίγνεσθαι, εκεί όπου διαδραματίζεται η ζωή, εκεί όπου κυκλοφορούν και δρουν οι πραγματικοί άνθρωποι με τα προβλήματα και τις αντιφάσεις τους στις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές τους. Πρωταρχικός στόχος είναι η δημιουργία ανταγωνιστικών προς το υπάρχον θεσμών/κοινοτήτων όπου πραγματώνεται η πρόσωπο με πρόσωπο επικοινωνία• οι αδιαμεσολάβητες και άμεσες σχέσεις και η καθημερινή πολιτική - με την αυθεντική σημασία του όρου - τριβή. Η οικοδόμηση του κοινοτικού ιστού αναδεικνύεται ως η πλέον ενδεδειγμένη απάντηση αντίστασης σης επιταγές του καπιταλισμού. Ταυτόχρονα, αποτελεί και την καταλληλότερη αφετηρία για την ανατροπή του στο βαθμό που αντιμετωπίζει την ουσία του (καταστροφή της κοινότητας) με την ακριβώς αντίστροφη επιθετική κίνηση (καταστροφή ατομικισμού - ανάδειξη της κοινότητας).
Κριτήριο της δράσης των αναρχικών δεν μπορεί να είναι, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις σήμερα, η αγωνιώδης προσπάθεια να επιβεβαιωθεί η διαφορετικότητα και να εμπεδωθεί η ιδεολογική καθαρότητα, προσπάθεια που οδηγεί στον αυτοεγκλωβισμό σε αδιέξοδες πρακτικές, στη συνεχή ομφαλοσκόπηση και τον αέναο βαυκαλισμό με την πλατωνική ιδέα της αναρχίας. Αντίθετα, η πρακτική και η δυναμικότητά τους οφείλει να προσανατολιστεί στην κοινωνική δράση, δηλαδή στη δημιουργία κινήσεων αντίστασης στους τόπους κατοικίας (γειτονιές, προάστια, μικρές πόλεις) και εργασίας-εκπαίδευσης. Αυτή η τοπική δράση δεν μπορεί να αρθρώνεται στη βάση μιας αυστηρά συνεκτικής ιδεολογικοπολιτικής πλατφόρμας καθώς στο τοπικό επίπεδο κυρίαρχο ρόλο παίζει η κοινωνική παράμετρος, δηλαδή η εκ των πραγμάτων ένταξη του ατόμου στους τόπους του κοινωνικού γίγνεσθαι. Η απουσία καθαρότητας όμως δεν έχει να κάνει με τη φιλελεύθερη αντίληψη για την αρμονική συνύπαρξη των διαφορετικοτήτων. Αντίθετα, υπηρετεί τη σκοπιμότητα της ζύμωσης και της επικοινωνίας μεταξύ όσων αντιστέκονται.
Σε ένα διαφορετικό επίπεδο οι διευρυνόμενες ιδεολογικές - πολιτικές συμφωνίες, αν πρόκειται να οδηγήσουν σε έναν συγκροτημένο και πειστικό αντίλογο, θα πρέπει να συγκροτούνται στη βάση ίων κοινών αντιλήψεων γύρω από ζητήματα πολιτικής και τακτικής. Και όχι, όπως συμβαίνει σήμερα, γύρω από επιμέρους περιπτώσεις και ad hoc πρωτοβουλίες που τις περισσότερες φορές αφορούν την υπεράσπιση φυλακισμένων συντρόφων. Η κεντρική συνάντηση και οργάνωση των αναρχικών είναι αναγκαία. Δεν είναι δυνατόν όμως να επιδιώκεται στη βάση της αλληλεγγύης προς τους πολιτικούς κρατούμενους και να εξαντλείται εκεί. Όπως δεν είναι δυνατόν να οδηγεί στην απαξίωση της τοπικής δράσης, με τα χαρακτηριστικά που της αποδόθηκαν πιο πριν.
Επιστρέφουμε λοιπόν σε αυτή την πρωταρχική έννοια-κλειδί. Η προώθηση της συγκεκριμένης αυτής μορφής τακτικής δεν οφείλεται σε ιδεολογικές εμμονές ή στην αναγκαιότητα της διαφοροποίησης και του διαχωρισμού. Αντίθετα, προκύπτει από τις προτάσεις των αναρχικών για την αυτοοργάνωση των κινήσεων αντίστασης και την αυτοδιεύθυνση της κοινωνικής ζωής. Για μας, η επανάσταση αποτελεί μια υπόθεση που είτε υπάρχει στο ΕΔΩ και στο ΤΩΡΑ, είτε παύει να υπάρχει. Η επανάσταση είναι μια λέξη κενή νοήματος, όταν δεν έχει να προσδώσει τίποτα στο ΕΔΩ και στο ΤΩΡΑ. Και για μας έχει να προσδώσει• ασφαλώς, όχι μια ονείρωξη, αλλά την προσπάθεια των ανθρώπων καθημερινά να πάρουν βήμα-βήμα τη ζωή τους στα χέρια τους. Την προσπάθεια να δημιουργούνται συλλογικότητες, χώροι και γεγονότα που να βασίζονται και να προτάσσουν ξεκάθαρα την αυτονομία, αντιπαραθέτοντας έτσι στους κυρίαρχους θεσμούς μία ζωντανή πολεμική που αναπτύσσεται μέσα από την ανασύνθεση του διαλυμένου κοινωνικού ιστού και το στέριωμα σε αυτόν.
Ουσιαστικά, πρόκειται για την προσπάθεια δημιουργίας ενός διαφορετικού πολιτισμού, την προσπάθεια ανασύστασης της κοινωνίας όχι στη βάση της εξουσίας μεταξύ των ανθρώπων, αλλά σε μία βάση διαμετρικά αντίθετη, εκείνη της αναρχίας.
Η διεκδίκηση αυτή της αυτονομίας, από μέρους ορισμένων κοινωνικών ομάδων, και η διαρκής σύγκρουση τους με την εμπορευματική οικονομία αποτελεί μια υπόθεση καθημερινή. Τον καθημερινό αυτό αγώνα - τόσο σε επίπεδο σύγκρουσης με το κυρίαρχο, όσο και σε επίπεδο δημιουργίας αυτόνομων κοινωνικών θεσμών - είναι που θέλησε να εκφράσει και ο Ερίκο Μαλατέστα, γράφοντας την περίφημη φράση: «Στην αναρχία δεν θα φτάσουμε ούτε σήμερα ούτε αύριο ούτε ποτέ. Στην αναρχία θα πορευόμαστε σήμερα, αύριο και για πάντα».
Μόνο αν οι άνθρωποι αναπτύξουν θεσμούς και αξίες βασισμένες στην αμοιβαία βοήθεια στο επίπεδο των μικρών ομάδων και κοινοτήτων είναι δυνατόν να πραγματώσουν - μέσω της σύνδεσής τους - την πρακτική αυτή και σε οποιοδήποτε άλλο επίπεδο οργάνωσης των κινήσεων αντίστασης και της κοινωνικής ζωής. Αυτή είναι η ουσία του κοινωνικού αναρχισμού.

Για μια ελευθεριακή ηθική. Σκέψεις και προτάσεις

[Κείμενο που διένειμε η Ομάδα Αναρχοκομμουνιστών-Κοινοτιστών Ν. Σμύρνης τον Ιούνιο του 1991. Πηγή: anarkismo.net]

Για μας η πραγμάτωση της ανθρωπιάς από το άτομο και ο εξανθρωπισμός των κοινωνικών σχέσεων, αυτές οι δυο όψεις της επαναστατικής διαδικασίας, γίνονται δυνατές στο μέτρο που ο καθένας μας ενστερνίζεται και βιώνει μια ουσιαστικά ελευθεριακή ηθική.

Στην ιεραρχική κοινωνία μας οι διαπροσωπικές σχέσεις καθορίζονται παραδοσιακά με όρους κυριαρχίας-υποταγής. Κάθε άνθρωπος δεν νοείται ως ένα πρόσωπο ανάμεσα σε αλλά ισότιμα πρόσωπα, αλλά ως άτομο που ο σκοπός της ύπαρξής του είναι να κυριαρχήσει πάνω σε άλλα άτομα ή να υποταχτεί στη θέληση άλλων, μέσα σ’ έναν ανελέητο πόλεμο του καθενός εναντίον όλων. Το Διαφορετικό, είτε πρόκειται για άνθρωπο, είτε για σχέση, ή για πράγμα, γίνεται αντιληπτό ως ανταγωνιστικό, και σαν τέτοιο επιβάλλεται να τοποθετηθεί σε μια ιεραρχική κλίμακα. Ο καταναγκασμός, η χειραγώγηση, η βία, είναι θεμελιώδεις πρακτικές της κοινωνίας που βρίσκεται σε μόνιμη εμπόλεμη κατάσταση με τον εαυτό της και με τη φύση, και οι ουσιαστικά ανθρώπινες σχέσεις είναι μάλλον περιθωριακό φαινόμενο.

Τα θετικά και τα αρνητικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, η κοινωνική υπευθυνότητα και οι αντικοινωνικές τάσεις, δεν καθορίζονται βιολογικά. Είναι δημιουργήματα τόσο του ιδιαίτερου τρόπου κοινωνικοποίησης στην οποία υποβάλλεται το άτομο, όσο και των συνειδητών επιλογών του ίδιου του ατόμου. Ο αυταρχικός χαρακτήρας του ανθρώπου, οι σαδιστικές-κυριαρχικές και οι μαζοχιστικές-δουλοπρεπείς τάσεις του, είναι σε μεγάλο βαθμό δημιούργημα και διαιωνιζόμενο αποτέλεσμα του φαύλου κύκλου της αυταρχικής κοινωνικοποίησης, της θεμελιωμένης πάνω στο φόβο.[Θεμελιωμένης κυρίως πάνω στο μύθο και την απατή θα έλεγα.] Για μας, η πραγμάτωση της ανθρωπιάς από το άτομο και ο εξανθρωπισμός των κοινωνικών σχέσεων, αυτές οι δυο όψεις της επαναστατικής διαδικασίας, γίνονται δυνατές στο μέτρο που ο καθένας μας ενστερνίζεται και βιώνει μια ουσιαστικά ελευθεριακή ηθική.

Η λέξη «ηθική» σημαίνει παραδοσιακά έναν κώδικα αξιών, προτύπων και κανόνων συμπεριφοράς, κώδικα που επιβάλλεται στους ανθρώπους από κοσμικές ή υπερκόσμιες αυθεντίες («φωτισμένους ηγέτες», «προγόνους», «θεούς», «πνεύματα», κ.τ.λ.) Αυτό που προτείνουμε δεν έχει καμία σχέση με την κατεστημένη-συμβατική έννοια της «ηθικής».

Η ελευθεριακή ηθική είναι ένα σύνολο αξιών και αυτοδεσμεύσεων εθελοντικά αποδεκτών. (Ελευθεριακή ηθική επιβεβλημένη με βία, καταναγκασμό ή χειραγώγηση, είναι μακάβρια φάρσα.) Πηγή της είναι οι αυτόνομοι και ισότιμοι άνθρωποι που την διατυπώνουν υπεύθυνα και συνειδητά. (Όχι κάποια αυθεντία, όχι κάποιοι «νόμοι της ιστορίας», όχι κάποιο κέντρο αποφάσεων στεγανοποιημένο και ανεξέλεγκτο από την κοινωνία). Κορυφαίες αξίες της, που αποτελούν αυτοσκοπούς, είναι η ευτυχία του ατόμου και της κοινωνίας, η εναρμόνισή τους, και η υπόθαλψη του κόσμου των έμβιων. Αυτές οι αξίες, και οι αυτοδεσμεύσεις που συνεπάγονται, αποτελούν ένα οργανικό σύνολο. Η οργανική σύνδεση και η αλληλεπίδρασή τους συνιστούν την ελευθεριακή ουσία τους. Αν διαχωριστούν και κατακερματιστούν, παύουν να υφίστανται ως ελευθεριακή ηθική, μετατρέπονται σε ιδεολογία, ψευδή συνείδηση.

1. Οι άνθρωποι είναι μεταξύ τους ίσοι από κάθε άποψη. Οι ανάγκες και οι επιθυμίες όλων είναι ίσης σημασίας, συνεπώς όλοι έχουν εξίσου το δικαίωμα στην ικανοποίησή τους. Απορρίπτονται κατηγορηματικά η ιεραρχία, θεσμοποιημένη ή άτυπη, η ανισότητα, τα προνομία κάθε είδους, οι διακρίσεις σε βάρος ατόμων ή ομάδων.

2. Η ζωή, η αυθόρμητη ανάπτυξη των έμβιων και η βιοποικιλότητα αποτελούν αυτοσκοπούς. Η χυδαία αντίληψη της φύσης ως αθροίσματος αψύχων πραγμάτων, πρώτων υλών προορισμένων για εκμετάλλευση και χειραγώγηση, είναι καταδικαστέα. Η ιεραρχική-ανταγωνιστική νοοτροπία που γεννά τέτοιες κυριαρχικές και εκμεταλλευτικές αντιλήψεις και σχέσεις, είναι εξίσου καταδικαστέα.

3. Κυρίαρχη αντίληψη αυτής της κοινωνίας είναι ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Για μας, τα μέσα και οι σκοποί αλληλοκαθορίζονται: ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, αλλά τα μέσα προεικονίζουν τους σκοπούς στο βαθμό που τους εμπεριέχουν.

4. Η βία, η χειραγώγηση, ο καταναγκασμός, είναι καταδικαστέα. Ορισμένοι άνθρωποι που δηλώνουν επαναστάτες ή αναρχικοί, ανάγουν τη σύγκρουση σε αυτοσκοπό. Έτσι, είτε αυτοεπιβεβαιώνονται, είτε εκλογικεύουν την τυφλή εκτόνωση του μίσους τους για την καταπίεση που έχουν υποστεί. Εθελοτυφλούν μπροστά στο γεγονός ότι ακόμα κι αν ανατρέψουμε σήμερα το κράτος, αύριο κιόλας ο αυταρχικός χαρακτήρας των ανθρώπων θα δημιουργήσει νέους καταπιεστικούς θεσμούς. Το ζητούμενο είναι να εξαλείψουμε τον αυταρχικό χαρακτήρα μας και τον φαύλο κύκλο βίας και καταπίεσης που γεννάει.
Δεν είμαστε απαραίτητα ούτε «ειρηνιστές», ούτε «μη βίαιοι», ούτε, βεβαίως, «βίαιοι». Διατηρούμε το δικαίωμα κι έχουμε την κριτική ικανότητα να επιλέξουμε τα μέσα άμυνάς μας ανάλογα με τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες.

5. Η διαφορά, η ιδιαιτερότητα του ατόμου, είναι δικαίωμα. Επιθυμούμε την εναρμόνιση των ιδιαιτεροτήτων.

6. Στην καπιταλιστική κοινωνία, το κίνητρο της ανταλλαγής είναι το κέρδος: «να δώσω λίγα για να πάρω πολλά». Θέλουμε την εξάλειψη αυτής της σχέσης, επιδιώκουμε την καθιέρωση της χαριστικότητας, της οποίας κίνητρο είναι η χαρά της ικανοποίησης μιας ανάγκης ή επιθυμίας του Άλλου.
[Θα προσέθετα: Θέλουμε τη χαριστικότητα: Να πάρουμε στα χεριά μας ως ίσοι τα μέσα παραγωγής, για να παράγουμε αγαθά για τις ανάγκες μας και όχι εμπορεύματα για το κέρδος. Να καταργήσουμε το χρήμα, το κέρδος και τα αφεντικά. Να μοιραζόμαστε όλοι. επί ίσοις όροις και δωρεάν, τα αγαθά που όλοι θα παράγουμε.]

7. Θέλουμε κι επιδιώκουμε οτιδήποτε προάγει την αυτονομία όλων των ανθρώπων, την αλληλεγγύη, τη συντροφικότητα, την ειλικρίνεια και διαφάνεια στις σχέσεις, την αλληλοβοήθεια, τη συνεργασία και τη χαριστικότητα, την ανεκτικότητα, την αυθόρμητη έκφραση του αισθησιασμού και του έρωτα, το σεβασμό της φύσης.
Θέλουμε να προωθήσουμε τη συνειδητοποίηση από μέρους των ανθρώπων του γεγονότος ότι οι ίδιοι προσωπικά είναι οι αρμόδιοι, οι υπεύθυνοι και οι κατάλληλοι για τη διεύθυνση των κοινωνικών υποθέσεων, με την ενεργοποίηση διαδικασιών άμεσης δημοκρατίας. Όλοι μας, με ενεργό συμμετοχή και επί ίσοις όροις, έχουμε το δικαίωμα και το καθήκον να δημιουργούμε τους κανόνες και τους θεσμούς της κοινωνίας• όχι οι κλίκες των επαγγελματιών πολιτικών, των καπιταλιστών, των γραφειοκρατών και των «ειδικών».

8. Αποστρεφόμαστε και πολεμάμε αδιάλλακτα την κυριαρχία, την εκμετάλλευση, την ιεραρχία, τη στερητική ιδιοποίηση, την εμπορευματοποίηση των ανθρώπων και των αγαθών, την αρπακτικότητα, τη λεηλασία και μόλυνση της φύσης, την υποβολή ζωντανών πλασμάτων στην οδύνη. Απορρίπτουμε τη μεταφυσική, τη μυθοποίηση, τις αυθεντίες κάθε είδους, τη θυσία για χάρη μύθων και απολύτων- αφαιρέσεων όπως «θεός», «πατρίδα», «φυλή», «κράτος», «κόμμα», «ανάπτυξη», «νόμοι της ιστορίας», κ.τ.λ.

Οι παραπάνω αυτοδεσμεύσεις έχουν νόημα στο βαθμό που διαμορφώνουν τη συμπεριφορά μας. Σε αντίθετη περίπτωση μετατρέπονται είτε σε ιδεολόγημα (ένα προσωπείο με το οποίο κρύβει κάποιος τον πραγματικό του εαυτό) είτε σε ψευδή συνείδηση, λανθασμένη αντίληψη της σχέσης του με τον κόσμο.

Το μανιφέστο του Μεταφουτουρισμού

100 χρόνια μετά τη δημοσίευση στην Le Figaro στις 20 Φεβρουαρίου 1009 του Μανιφέστου του Φουτουρισμού του Filippo Tommaso Marinetti, ο Franco Berardi (Bifo) κι η παρέα του γράφουν το Μανιφέστο του Μεταφουτουρισμού [Μετάφραση Μωυσής Μπουντουρίδης http://mazemata.blogspot.com/2009/02/blog-post_11.html]:

1. Θέλουμε να τραγουδήσουμε τον κίνδυνο του έρωτα, την καθημερινή δημιουργία μιας γλυκιάς ενέργειας που ποτέ δεν σκορπά.

2. Η ειρωνεία, η τρυφερότητα κι η εξέγερση θα είναι τα ουσιαστικά στοιχεία της ποίησής μας.

3. Η ιδεολογία κι η διαφήμιση έχουν εξυμνήσει τη μόνιμη κινητοποίηση της παραγωγικής και της νευρώδους ενέργειας της ανθρωπότητας για το κέρδος και τον πόλεμο, αλλά εμείς θέλουμε να εξυμνήσουμε την αβρότητα, τη νωχέλεια και την έκσταση, την
αυτοσυγκράτηση των αναγκών μας και την ευχαρίστηση των αισθήσεων.

4. Δηλώνουμε ότι το μεγαλείο του κόσμου έχει εμπλουτιστεί με μια νέα ομορφιά: την ομορφιά της αυτονομίας. Όλοι έχουν το ρυθμό τους και κανένας δεν πρέπει να αναγκάζεται να βαδίζει με ομοιόμορφο βήμα. Τα αυτοκίνητα έχουν χάσει τη γοητεία της σπανιότητας και, πάνω απ' όλα, δεν μπορούν να επιτελέσουν το έργο, για το οποίο είχαν εφευρεθεί. Η ταχύτητα έχει επιβραδυνθεί. Τα αυτοκίνητα έγιναν ακίνητα σαν ανόητες χελώνες μέσα στην κυκλοφοριακή κίνηση της πόλης.

5. Θέλουμε να τραγουδήσουμε τον άντρα και τη γυναίκα, που θωπεύονται για να γνωρισθούν καλύτερα μεταξύ τους και για να γνωρίσουν καλύτερα τον κόσμο.

6. Ο ποιητής πρέπει να προσφέρει την έμπνευση για οίστρο κι ασωτία για να αυξήσει τη δύναμη της συλλογικής νόησης και να ελαττώσει το χρόνο της μισθωτής εργασίας.

7. Δεν υπάρχει κάλλος παρά μέσα στην αυτονομία. Κανένα έργο που δεν εκφράζει τη νοημοσύνη του δυνατού δεν μπορεί να είναι αριστούργημα. Η ποίηση είναι μια γέφυρα που ρίχνεται πάνω στην άβυσσο του τίποτε για να επιτρέψει την κοινή μοιρασιά των ποικίλων φαντασιών και για να απελευθερώσει την ενικότητα.

8. Βρισκόμαστε στο απώτατο ακρωτήρι των αιώνων. Οφείλουμε απολύτως να κοιτάμε πίσω μας για να θυμόμαστε την άβυσσο της βίας και του τρόμου, τις οποίες η στρατιωτική επιθετικότητα κι η εθνικιστική άγνοια κατόρθωσαν να υποδαυλίζουν κάθε στιγμή. Ζούμε για πολύ καιρό μέσα στην θρησκεία του στάσιμου χρόνου. Η πανταχού παρούσα αιώνια ταχύτητα είναι ήδη πίσω μας, στο Ίντερνετ, και γι' αυτό μπορούμε τώρα να την ξεχάσουμε για να βρούμε το δικό μας ξεχωριστό ρυθμό.

9. Θέλουμε να γελοιοποιήσουμε τους βλάκες που υποστηρίζουν το λόγο του πόλεμου: τους φανατικούς των ανταγωνισμών, τους φανατικούς του γενειοφόρου θεού που προτρέπει τις σφαγές, τους τρομοκρατημένους φανατικούς από την αφοπλιστική θηλυκότητα που υπάρχει σ' όλους μας.

10. Απαιτούμε να γίνει η τέχνη δύναμη αλλαγής μέσα στη ζωή, απαιτούμε να καταργήσουμε το διαχωρισμό μεταξύ ποίησης και μαζικής επικοινωνίας, απαιτούμε να λυτρώσουμε τα μήντια από την εξουσία των έμπορων για να τα ξαναδώσουμε στους ειδήμονες και τους ποιητές.

11. Θα τραγουδήσουμε για το πλήθος των ανθρώπων που μπορούν επιτέλους να απελευθερωθούν από το ζυγό της έμμισθης εργασίας, θα τραγουδήσουμε για την αλληλεγγύη και για τον ξεσηκωμό κατά της εκμετάλλευσης. Θα τραγουδήσουμε για το άπειρο δίκτυο της γνώσης και της επινόησης, για την άυλη τεχνολογία που μας απελευθερώνει από τον φυσικό μόχθο. Θα τραγουδήσουμε για το επαναστατημένο κογκνεταριάτο (το προλεταριάτο της γνωσιακής εργασίας) που μας συνδέει με το ίδιο το σώμα. Θα τραγουδήσουμε για το άπειρο του παρόντος και δεν θα έχουμε πια ανάγκη του μέλλοντος.

Οι μελλοντικές κοινωνίες δεν μπορούν παρά να είναι Αναρχικές και πλήρως συμφιλιωμένες με τη Φύση (Δεύτερο μέρος)

[Το κείμενο αυτό γράφτηκε πριν από τις εξεγέρσεις του Δεκέμβρη, μέσα στον Νοέμβρη του 2008, και το διόρθωσα χωρίς να τις λάβω υπόψη μου. Αν και σε μια πρώτη ματιά φαίνεται ανεπίκαιρο, αποκαλύπτει τα ιδεολογικά κίνητρα της συμμετοχής μου στα γεγονότα των ημερών. Πρόκειται για την συντομευμένη εκδοχή ενός δοκιμίου που επεξεργάζομαι. Στην τελική μορφή του, το δοκίμιο αυτό φιλοδοξεί να είναι τόσο ένα μανιφέστο όσο και μια απόπειρα διερεύνησης των προοπτικών του ελευθεριακού σοσιαλισμού, εμπλουτισμένου με τις ιδέες μιας αναρχικής οικολογίας και την θεωρητική επεξεργασία των νέων εμπειρικών δεδομένων που διαμορφώνει η τρέχουσα πραγματικότητα. Μ.Π. (Βλ. Πρώτο μέρος.)]

Με δεδομένες τις υλικοτεχνικές συνθήκες της εποχής μας και το πλαίσιο της «παγκοσμιοποίησης» που επιβάλλεται από τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής, τον καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας και την αγορά, αλλά ακόμα και από την εξίσου «παγκοσμιοποιημένη» σθεναρή αντίσταση που εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως, η συνάφεια των προβλημάτων που εγείρονται σε διαφορετικές «χωροχρονικές ζώνες» του πλανήτη τείνουν να ομογενοποιηθούν ως προς συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τους, όπως είναι η οργάνωση της παραγωγής και της κατανάλωσης, ο βαθμός δυνατότητας παρέμβασης του κράτους, η κίνηση του κεφαλαίου, η ρυθμιστική παρέμβαση των διεθνικών πολιτικοοικονομικών οργανισμών και των ΜΚΟ, και φυσικά η «μηντιόσφαιρα». Ποτέ άλλοτε η ολοκληρωτική μορφή δεν είχε τόσο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά όσο σήμερα, στην εποχή που το διαδίκτυο, οι τηλεπικοινωνίες, η μαζική κουλτούρα σε κάθε της έκφανση, τα μεταφορικά μέσα και οι πολυεθνικές επιχειρήσεις αποτελούν τις καίριες εκείνες συνιστώσες που επηρεάζουν και διαμορφώνουν τόσο την παραγωγική βάση όσο και το πολιτιστικό εποικοδόμημα των κοινωνιών, εξυφαίνοντας ένα ιστό ολοένα και πιο πυκνό, που τείνει να αγκαλιάσει τα πάντα. Από την άλλη, ο κόσμος γίνεται εμφανώς όλο και πιο πολύπλοκος και είναι κάτι παραπάνω από κοινή συνείδηση πλέον ότι υπάρχουν πολλές διαφορετικές «κοσμοαντιλήψεις» και «οπτικές γωνίες» (όπως υπάρχουν πολλά και διαφορετικά γούστα, απόψεις, επιθυμίες, προσδοκίες, τρόποι ζωής, κ.λπ. κ.λπ.), που όσο κι αν δεν μας αρέσουν ή τις θεωρούμε απατηλές και επικίνδυνες ή ακόμα και αν προκαλούν το μένος μας, διεκδικούν εξίσου επίμονα μ’ εμάς μερίδιο στην «Αλήθεια» που υποχρεωτικά γίνεται, υπ’ αυτό το πρίσμα, σχετική: «η αλήθεια μας», «η αλήθεια τους» κ.λπ. Αυτός ο αναπόφευκτος λόγω των εξελισσόμενων συνθηκών επιμερισμός των αντιλήψεων, που μετατρέπονται πολύ εύκολα σε ιδεολογία κάθε είδους, επιφέρει αφενός την ένταση του ανταγωνισμού με τους «άλλους» αφετέρου την απομάκρυνση από τους «άλλους» και την εσωστρέφεια σε κοινωνικό αλλά και σε ατομικό επίπεδο. Διαπλάθονται έτσι παράλληλα σύμπαντα που ενώ γενεαλογικά και γενετικά κατάγονται ως επί το πλείστον από την ίδια χωροχρονική στιγμή και την πρωταρχική ύλη της Μεγάλης Έκρηξης του cogito, του νεωτερικού υποκειμένου, απέχουν έτη φωτός μεταξύ τους και συνεχώς απομακρύνονται. Οι αυτόνομες συνομαδόσεις ή τα μεμονωμένα άτομα τείνουν να αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στο άμεσο κοινωνικοπνευματικό περιβάλλον τους που τους προσδίδει την ταυτότητά τους και να παραβλέπουν την συνάρτηση και την αλληλεπίδραση των παραγόντων και των διαδικασιών εκείνων που επηρεάζουν ριζικά τόσο τη δική τους θέση μέσα στο γενικότερο πλαίσιο όσο και την ίδια την αντίληψή τους περί της θέσης αυτής.

Αν εισάγουμε τώρα σε αυτή τη σχέση και τον παράγοντα του κεφαλαίου, δηλαδή του δρώντα παράγοντα ο οποίος συναρθρώνει το πλαίσιο και τους όρους ύπαρξης της κοινωνικής πραγματικότητας που δημιουργεί και αναπαράγει στην κίνησή του και στην αντίσταση που συναντά στην τάση του για απόλυτη κυριαρχία, θα αρχίσουμε να σχηματίζουμε ένα πιο σαφές περίγραμμα της προβληματικής μας. Το κεφάλαιο εμπεριέχει μια ριζική αντίφαση που εκφράζεται στην ίδια τη ροπή του και αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση της ανάπτυξής του: ενώ τείνει να δημιουργεί, να συμπεριλαμβάνει και να ομογενοποιεί ολοένα και ευρύτερα πεδία του κοινωνικού πεδίου ταυτοχρόνως καταστρέφει, απονεκρώνει, αποκλείει και διαχωρίζει. Το κυρίαρχο σύστημα, ο καπιταλισμός, επιβάλει καταναγκαστικά τη συνάφεια του τρόπου, διαχωρίζει ωστόσο κάθε ανθρώπινο πράττειν από την αντικειμενική παραγωγική διαδικασία, πραγμοποιεί τις ανθρώπινες σχέσεις και αποδίδει στην αξία (αφηρημένη μορφή) και στο εμπόρευμα (φετιχοποιημένη μορφή) την πρωτοκαθεδρία του ορισμού της πραγματικότητας και της διαμεσολάβησης με την ύπαρξη και τον κόσμο. Αποξενώνει τους πάντες από τα πάντα καταλύοντας κάθε πραγματική σχέση ενώ οικειοποιείται πάσα πτυχή και έκφανση της βούλησης για δράση ανάγοντας καθετί στην υπερβατική γλώσσα του «ατομικού συμφέροντος», της αξίας και του κέρδους. Διακρίνουμε σε αυτήν την αφαίρεση τον πυρήνα της ιδεολογίας μιας «υπερβατολογικής» ολοποιητικής αρχής, αυτού δηλαδή του συστήματος που επιβάλλεται ως ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής και των συνακόλουθων κοινωνικών σχέσεων που προσιδιάζουν στην τάση του για ολοκληρωτική κυριαρχία και στην αναπαραγωγική του ορμή.

Οι πολιτικές ιδεολογίες και θεωρίες αντιμάχονται σφοδρά, υπερασπίζοντας την ορθότητα του δικού τους προτάγματος, της δικιάς τους άποψης για την πολιτική και τον προσανατολισμό της κοινωνίας. Φυσικά, εδώ δεν υπονοούμε μόνο ότι όλες οι πολιτικές ιδεολογίες είναι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ουτοπικές, αλλά και ότι είναι, εκ συκροτήσεως εξουσιαστικές. Κύρια επιδίωξη και βλέψη τους είναι η επιβολή του δόγματός τους και της κοσμοθεωρίας τους και η αναμόρφωση των κοινωνικών δομών και των συμβολικών συστημάτων σύμφωνα με αυτά. Χρησιμοποιούν την εξουσία ως μέσον για να επιβάλουν τον σκοπό τους, δηλαδή την ηγεμονία τους. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί ο αναρχισμός, που αρνείται ριζικά την κυριαρχία, ενώ αποδέχεται μόνον τις απαραίτητες για τις κοινωνικές λειτουργίες μορφές εξουσίας, φιλτραρισμένες από ένα πυκνό πλέγμα κοινωνικού ελέγχου με αμεσοδημοκρατική δομή. Η εξουσία σε μια αναρχική κοινωνία δεν θεσμοποιείται με «ουσιοκρατικά» κριτήρια. Δεν παγιώνεται, δεν αποκτά «ουσία» που να ριζώνει σε κοινωνικές δομές και να αποτελεί προνόμιο μιας (ταξικής, δια-ταξικής ή υπέρ-ταξικής λίγο ενδιαφέρει) ελίτ που με κάθε τρόπο και μέσο θα επιδιώξει να τη διατηρήσει, να την αναπαράγει και να τη διευρύνει. Η βούληση για δύναμη του αναρχικού υποκειμένου δεν το ωθεί να καλλιεργεί βλέψεις εξουσίας επί των άλλων, εκλαμβάνεται ως μη μεταβιβάσιμη ατομική βούληση για τη διατήρηση της ίδιας της ατομικής ελευθερίας του υποκειμένου ως αυτονομίας. Αν αυτή η βούληση ελευθερίας αναγνωριστεί στον καθένα, όλοι βρίσκονται σε μια κατάσταση απόλυτης ισότητας απέναντι στους υπόλοιπους και ο καθένας απέναντι στον άλλον, αφού κανείς δεν αναγνωρίζει σε κανέναν άλλον (άτομο ή ομάδα) το δικαίωμα να επικαλεστεί αυθαίρετα την εξουσία του για να επιβάλει την θέληση ή την άποψή του πάνω του.
Το ασυμβίβαστο του αναρχισμού με την εξουσία δεν τον απαλλάσσει από την ανάγκη θεμελίωσης των αρχών του σε μια νεωτερική αντίληψη του υποκειμένου, ένα συγκροτημένο σημείο «συνείδησης» που αντιπαρατίθεται σε έναν περιβάλλοντα κόσμο και ανασυγκροτείται συνεχώς σε αλληλεπίδραση με αυτό το περιβάλλον σε μια σχέση αλληλοδιαμόρφωσης, ενώ παραμένει σε μια ιδιότυπη κατάσταση αυτοκαθορισμού που του επιτρέπει να αποφασίζει ελεύθερα, να ασκεί τη βούλησή του. Το ζήτημα πάντα είναι κατά πόσο ο ετεροκαθορισμός ή η αυτονομία είναι σε θέση να κάνουν την πλάστιγγα να φαίνεται πως έχει γείρει προς τη μεριά τους. Όμως όλες οι ενδείξεις μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα πράγματα δεν είναι και τόσο απλά. Και ότι η ατομική βούληση δεν είναι μια άχρονη κατηγορία αλλά διαμορφώνεται ιστορικά, το περιεχόμενο της εκδήλωσή της δεν είναι αυταπόδεικτα η εκφορά της «βαθύτερης» προσωπικής επιθυμίας αλλά πιθανώς είναι εκδήλωση μιας κοινωνικά κατασκευασμένης επιθυμίας. Το κατά πόσο μπορούμε να διαυγάσουμε τα σκοτεινά σημεία της βουλητικής παρόρμησης ως ψυχικού μηχανισμού και να ορθολογικοποιηθούν συγκροτούμενα ως «γνωστικό πεδίο» είναι παντελώς αδιάφορο, καθώς η ίδια η βουλητική παρόρμηση παραμένει εν πολλοίς ασταθής και απρόβλεπτη, και μόνο όταν εκδηλωθεί εμπράγματα μας αποκαλύπτει, εκ των υστέρων πάντοτε, τα πιθανά κίνητρά της. Το να γνωρίζουμε τους μηχανισμούς λειτουργίας της βουλητικής παρόρμησης, σε καμιά περίπτωση δεν μας εξασφαλίζει τη δυνατότητα πρόβλεψης των μορφών και των τρόπων εκδήλωσής της.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην αρχή του συλλογισμού μας, προκειμένου να επανασυνδέσουμε το σπασμένο νήμα της πρώτης μας σκέψης και να δούμε πού μπορεί να μας οδηγήσει η απόπειρα περαιτέρω διερεύνησής της, σε σχέση πάντα με τον σκοπό μας, ο οποίος, δεν πρέπει να ξεχνάμε, είναι η ριζική αλλαγή της κοινωνίας. Και η ανάλυσή μας, μια ακόμη προσπάθεια να επεξεργαστούμε τις προϋποθέσεις, τις δυνατότητες και τους όρους που θα καταστήσουν εφικτό το ξεπέρασμα του καπιταλισμού, αποδιαρθρώνοντας και απενεργοποιώντας τις διαδικασίες ανάπτυξης και αναπαραγωγής του με κάθε τρόπο, είτε θετικό είτε αρνητικό, σε συνάφεια ωστόσο πάντα με τον σκοπό, εκτρέποντας τη δυναμική του προς όφελος ενός ανοίκειου για τον ίδιο στόχου: την ολοσχερή καταστροφή του.
Σε κάθε ανάλογη συζήτηση ανακύπτει το ζήτημα της μετάβασης, αλλά και του τι είδους κοινωνία μπορεί να προκύψει στη θέση της σημερινής, και κατά πόσο κάτι τέτοιο είναι εφικτό να γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη, ως ρήξη σε μια συνεχή αν και τεθλασμένη πορεία, δηλαδή ως επανάσταση που θα εκτρέψει προς άλλη κατεύθυνση τον ρου της ιστορίας.

Η νομοτελειακή μετάβαση σε μια κοινωνία μετασπάνης μέσω της επιστημονικής και της τεχνολογικής εξέλιξης που θα έλυνε αν όχι όλα τουλάχιστον τα περισσότερα υλικά ζητήματα όταν ο έλεγχος των μέσων παραγωγής θα περνούσε στα χέρια των εργατών, καλλιέργησε φρούδες ελπίδες σε γενιές μαρξιστών σοσιαλιστών. (Οι αναρχικοί, από την άλλη, πέρα από την κατηγορηματική απόρριψη κάθε μορφή κράτους, δεν ενέδωσαν ποτέ σε τέτοιου είδους «επιστημονικές» αντιλήψεις για την αναπότρεπτη, νομοτελειακή έλευση της σοσιαλιστικής κοινωνίας, ειδικότερα μέσα από εκείνη την εξελικτική σκοπιά που θεωρούσε την αστική επανάσταση και τον βιομηχανικό καπιταλισμό πρώιμα στάδια στην πορεία προς τον σοσιαλισμό, αν και για άλλους λόγους υποστήριξαν την «επιστημονικότητα» της εξελικτικής θεωρίας, και ενέδιδαν μέχρι και πρόσφατα σε ορισμένες περιπτώσεις μερικώς σε αυτή την αντίληψη – τόσο ο Μπακούνιν όσο και ο Κροπότκιν, για να αναφερθούμε μόνο σε δύο εμβληματικούς θεωρητικούς του αναρχισμού, υποστήριξαν, ο καθένας με τον τρόπο του, τη διαδεδομένη στην εποχή τους εξελικτική θεωρία αλλά και την πίστη τους στην πρόοδο μέσω της επιστήμης.)
Αυτή η προσέγγιση των μαρξιστών, παραβλέπει την αρνητική εξέλιξη της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που μας οδήγησε στη σημερινή οικολογική κρίση. Δεν έχει σημασία αν η ανάπτυξη που προκαλεί την κρίση είναι «σοσιαλιστική» ή καπιταλιστική, σημασία έχει ότι η εκμετάλλευση του πλανήτη έχει συγκεκριμένα όρια. Κατανοούμε τώρα, με οδυνηρό μάλλον τρόπο, ότι προκειμένου να αποφύγουμε τα χειρότερα, που ήδη ορθώνονται απειλητικά μπροστά μας, οι επιλογές που διαθέτουμε είναι περιορισμένες και, μάλλον, αμφιβόλου αποτελεσματικότητας. Οι επιλογές αυτές (που εμφανίζονται ως εναλλακτικές λύσεις ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά διαφορετικοί τρόποι για να πειστούμε ότι πρέπει να ακολουθήσουμε έναν και τον αυτό μονόδρομο) βασίζονται στην προσδοκία ότι η τεχνοεπιστήμη θα επιφέρει μια σημαντική ποιοτική μεταλλαγή στις υλικές συνθήκες της ανάπτυξης, με νέες τεχνολογίες και μεθόδους παραγωγής που δεν θα επιβαρύνουν το περιβάλλον, και θα μας καταστήσουν ικανούς για μια πιο λογική διαχείριση και χρήση των φυσικών πόρων (οικοκαπιταλισμός). Είναι όμως προφανές ότι οι επιλογές αυτές μας κατευθύνουν ολοταχώς στην εκ νέου υποταγή σε μια επισφαλή εξάρτηση από την τεχνοεπιστήμη, η οποία υποτίθεται θα ισοσκελίσει το ισοζύγιο αρνητικών-θετικών επιδράσεων της ανεξέλεγκτης παραγωγικής και καταναλωτικής δραστηριότητας αν βαφτεί «πράσινη», κι αν αυτό αφορά σε μια ελεύθερη, σε μια σχεδιασμένη ή σε μια μεικτή οικονομία δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.
Προφανώς, οι επιλογές αυτές υπαγορεύονται από ιδεολογήματα που συγκαλύπτουν τον ψευδή χαρακτήρα των διακηρύξεών τους, αφού οι διαφορετικές φάσεις ανάπτυξης των χωρών και η ανισότητα στην οικονομική ισχύ μεταξύ των κρατών δεν επιτρέπουν την ελεύθερη κατανομή της τεχνολογικής γνώσης, μιας γνώσης που και η ίδια αποτελεί σημαντική μορφή αξίας και υπόκειται από κάθε άποψη στους κανόνες της αγοράς ως εμπόρευμα στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού.
Αυτή η προσέγγιση θέλει να μας φέρνει αντιμέτωπους με το ψευτοδίλημμα «ανάπτυξη ή οπισθοδρόμηση», που ασκεί εκφοβιστικό ρόλο επισείοντας την απειλή της βαρβαρότητας, της γενικευμένης ένδειας και της σπάνης για να μας σύρει πίσω από το τεχνοεπιστημονικό άρμα της «προόδου», που δήθεν θα μας οδηγήσει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στη λύση, στην αποτροπή της επικείμενης καταστροφής. Οι υποστηρικτές της «τεχνοεπιστημονικής λύσης» αποφεύγουν να μας πουν, ωστόσο, ότι η τεχνοεπιστήμη είναι πλήρως υποταγμένη στο κεφάλαιο, αποτελεί συστατικό στοιχείο στην αναπαραγωγή του, και ότι ένα νέο, «φιλικό προς το περιβάλλον» αναπτυξιακό μοντέλο δεν μπορεί να προκύψει ως αποτέλεσμα των δεδομένων παραγωγικών σχέσεων που επιβάλουν τον οικονομικό ανταγωνισμό σε κάθε επίπεδο, άρα με τους ίδιους τούς όρους του προβλήματος. Ακόμα κι αν η επιστήμη έφτανε (κι αυτό θα πρέπει να γίνει πολύ σύντομα!) σε εφικτές και οικονομικά αποδοτικές τεχνολογικές λύσεις στον ενεργειακό τομέα, με την πλήρη αξιοποίηση ενός φθηνού και «καθαρού» ενεργειακού πόρου (π.χ. ηλιακή ενέργεια), η ανάγκη του καπιταλιστικού συστήματος για ανάπτυξη θα συνεχίσει να καταναλώνει ολοένα και περισσότερους άλλους φυσικούς πόρους για να διευρύνει την παραγωγή και την κατανάλωση που είναι απαραίτητες προκειμένου να παραχθεί κέρδος για το κεφάλαιο. Η αδυναμία της τεχνοεπιστήμης να μας βγάλει από την πολλαπλή κρίση είναι προφανής και γι’ αυτό κάθε υπόσχεσή της περί του αντιθέτου είναι εκ προοιμίου ψευδής.

Υπάρχει, όμως, και μια άλλη επιλογή, μια πρόταση που μας παροτρύνει να εγκαταλείψουμε τελείως αυτό το προοδευτικό μοντέλο συνεχούς ανάπτυξης, τόσο στην καπιταλιστική όσο και στη «σοσιαλιστική» εκδοχή του. Να διαμορφώσουμε μια πιο άμεση σχέση με την παραγωγή και τη συλλογική αυτοδιεύθυνση της εργασίας, σε ένα είδος αποκεντρωμένης συνεργατικής παραγωγικής και καταναλωτικής σχετικής αυτονομίας, που εναρμονίζεται με το περιβάλλον και τις πραγματικές (διαφορετικές ανά περίπτωση) ανάγκες των τοπικών κοινοτήτων. Να μειώσουμε το ρυθμό της συνολικής παραγωγής, κοινωνικοποιώντας πλήρως τα μέσα της και τους σκοπούς της. Να επανακτήσουμε τον έλεγχο, να αποαποικιοποιήσουμε την καθημερινότητα, να επαναφέρουμε δηλαδή το ανθρώπινο μέτρο στους ρυθμούς της ζωής μας. Να αναστυλώσουμε, σε ένα ανώτερο επίπεδο, την πολύμορφη κοινωνία των ελεύθερων ανθρώπων.
Όπως είναι αυτονόητο, συντασσόμαστε με αυτήν την απολύτως εφικτή δυνατότητα• με την αποκέντρωση και την αυτονομία, με τον ελευθεριακό σοσιαλισμό και τη συμφιλιωμένη με τη φύση κοινωνία, με τους ανθρώπους και όχι με τα εμπορεύματα. Ο άλλος δρόμος, της συνεχούς ανάπτυξης, που είναι υποτίθεται εξελικτικά αναπόδραστη και φέρνει την πρόοδο μαζί με την οικονομική ευημερία, είναι, από κάθε άποψη, καταστροφικός, όπως αποδεικνύεται με πολλαπλούς τρόπους σήμερα από την οικολογική, την ενεργειακή και την κοινωνική κρίση που απειλεί τον πλανήτη.
Στις δεδομένες συνθήκες επιβάλλεται να στραφούμε σε ένα μοντέλο από-ανάπτυξης, που δεν είναι καθόλου ένα εξελικτικό μοντέλο, αντιθέτως, θα έλεγε κανείς, μας παροτρύνει να «επιστρέψουμε» σε μια κατά πολύ πιο συνετή οικονομική διαχείριση των διαθέσιμων πόρων, στην απελευθέρωση από την εντατική εργασία και στην αλλαγή του κυρίαρχου μοντέλου «πλούτος = συσσώρευση», που όταν εξατομικεύεται, μετατρεπόμενο σε (υπονοείται «φυσικό») «ανθρώπινο δικαίωμα» της ελευθερίας στην ιδιοκτησία, αποτελεί θεμελιώδες αίτιο για την κοινωνική ανισότητα. Όμως, το ότι η από-ανάπτυξη δεν είναι ένα εξελικτικό μοντέλο δεν σημαίνει ότι είναι ένα συντηρητικό μοντέλο ή ότι φανερώνει απλώς μια ρομαντική νοσταλγία για ένα ειδυλλιακό παρελθόν, μια απελπισμένη έκφραση «νεοπρωτογονισμού». Αν θεωρούμε ότι η ριζική κοινωνική αλλαγή είναι αναγκαία για την επίτευξη ενός ποικιλόμορφου, καλύτερου και ευτυχέστερου τρόπου ζωής για όλους, τότε η από-ανάπτυξη είναι επαναστατική και όχι συντηρητική, καθώς μπορεί να μας οδηγήσει σταδιακά σε μια συμφιλίωση με τη φύση και άρα, ως μια εκ θεμελίων αλλαγή των επιλογών μας και του τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης που θα υιοθετήσουμε, σε μια ριζική μεταβολή της στάσης μας απέναντι στον κόσμο και, κατά συνέπεια, στο άτομο και στην κοινωνία.

Ο τρόπος μετάβασης σε έναν νέο κοινωνικό τρόπο οργάνωσης παραμένει εν προκειμένω απροσδιόριστος – και, στο κείμενο ετούτο, θα τον αφήσουμε αναπόφευκτα έτσι. Παρόλα αυτά, νομίζω ότι μια κοινωνία απαλλαγμένη από το χρήμα και από το προϊόν-εμπόρευμα, μια κοινωνία που θα ελέγχει συλλογικά τα παραγωγικά μέσα, την τεχνολογία και τους σκοπούς της, δεν έχει σημασία αν θα είναι κοινωνία της «αφθονίας και της ανάπτυξης» ή κοινωνία «ολιγαρκής και αντι-αναπτυξιακή» –γιατί εξαρτάται πώς θα ορίσουμε αυτές τις έννοιες, κάτι που παραμένει εν προκειμένω ρευστό και πρέπει να τεθεί υπό συζήτηση–, θα πρέπει όμως να είναι οπωσδήποτε μια κοινωνία που θα μπορεί να εγγυάται την πραγματική ατομική ανάπτυξη όλων, αφού θα εξασφαλίζει σε όλους τουλάχιστον τα απαραίτητα μέσα διαβίωσής τους, και θα εξασφαλίζει επίσης την εξάλειψη κάθε μορφής εκμετάλλευσης και διαχωρισμών, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει στο οργανωμένο κράτος ως εγγυητή της ασφάλειας, των οικονομικών συναλλαγών και των «ατομικών δικαιωμάτων» (βλ. ατομική ιδιοκτησία = ατομική ελευθερία) ή ως οργανωτή της παραγωγικής διαδικασίας και διαχειριστή του συλλογικού προϊόντος και της συλλογικής γνώσης προκειμένου να συντηρηθεί και να διασφαλίσει την επιβίωση και αναπαραγωγή της κοινωνίας. Μέσα από έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο οργάνωσης της παραγωγής, της διανομής και της κατανάλωσης που θα βασίζεται στην αρμονία μέσων και σκοπών, στην αποκέντρωση και στην ισότητα, όχι ως συγκριτικό «μέτρο» που εξισώνει συλλήβδην τις ανάγκες και τις επιθυμίες των ξεχωριστών ατόμων και των κοινοτήτων τους, απαιτώντας την πλήρη στοίχισή τους σε μια νόρμα η οποία δεν λαμβάνει υπόψη τις διαφορές τους, αλλά ως διασφάλιση της ελευθερίας για αυτοανάπτυξη μέσα από την ελεύθερη δράση που ερείδεται στο κοινό δικαίωμα όλων στη διαφορά, οι άνθρωποι θα πάρουν στα χέρια τους τον έλεγχο της ζωής τους, θα καταστούν αυτόνομοι και θα ανασυγκροτήσουν τις σχέσεις τους μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο που θα αποφασίζουν κάθε φορά οι ίδιοι. Θα πρέπει να είναι η βούληση και οι επιθυμίες των ανθρώπων, στις δικές τους τοπικές κοινωνίες, αστικές ή όχι, που θα τους κάνουν να διαχειρίζονται με συλλογικές διαδικασίες, συμμετοχικά, τις πάσης φύσεως ανάγκες τους, τι είναι εκείνα που χρειάζονται πραγματικά ανά περίσταση, και να φροντίζουν για την παραγωγή τους ή την εξασφάλισή τους μέσω ανταλλαγής με άλλες κοινότητες, την επάρκειά τους και τη δίκαιη κατανομή τους με την απαρέγκλιτη εφαρμογή της αρχής: «από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Αυτή είναι η πραγματική κοινωνική ισότητα που λαμβάνει υπόψη της τις φυσικές διαφορές των ανθρώπων και σέβεται τις διαφορετικές επιθυμίες και ανάγκες τους. Που συνδέει την ατομική απελευθέρωση με την κοινωνική ολοκλήρωση.

Οι ευσεβείς πόθοι, ωστόσο, όσο κι αν μπορεί να μας δίνουν προσωπικό κίνητρο και ώθηση για προσανατολισμένη προς την απελευθέρωση δράση, δεν αρκούν σε καμία περίπτωση από μόνοι τους για να μετατρέψουν, με οποιονδήποτε τρόπο, την σημερινή καπιταλιστική κοινωνία σε αυτόνομες και πραγματικά ελεύθερες σοσιαλιστικές κοινωνίες. Κάθε δράση που στοχεύει στην ανατροπή των κυρίαρχων συνθηκών είναι θεμιτή και αναγκαία, αρκεί να συνάδει με τους σκοπούς• δεν πρέπει να ξεχνάμε, ωστόσο, ότι είναι απαραίτητες επίσης οι αντικειμενικές εκείνες προϋποθέσεις που θα καταστήσουν επιβεβλημένες κατά κάποιο τρόπο τις όποιες εναλλακτικές λύσεις και θα οδηγήσουν στην εκ θεμελίων αλλαγή της κοινωνίας από τη βάση, μέσα από την ανατρεπτική δυναμική ενός μαζικού, αν και όχι απαραιτήτως μονοδιάστατα οργανωμένου, κινήματος.
Θα πρέπει να ερμηνεύσουμε τις εξελίξεις υπό το πρίσμα της δυνατότητας ανασυγκρότησης ενός πολυδιάστατου «συλλογικού υποκειμένου», ενός υποκειμένου που θα πάρει τη θέση του μονοδιάστατου «προλεταριάτου» που πρωταγωνιστεί στην παραδοσιακή μαρξιστική ανάλυση. Αν και ο κατακερματισμένος από τον ύστερο καπιταλισμό χωροχρόνος και η σχεδόν πλήρης αποικιοποίηση (εμπορευματοποίηση) της καθημερινής ζωής δεν ευνοεί την ανασυγκρότηση μιας «μετα-αφήγησης» που θα συνέδεε ένα συλλογικό πρόταγμα απελευθέρωσης με ένα κοινωνικό συλλογικό «υποκείμενο», με μια κοινωνική τάξη, τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει την αναπαραγωγή και την κορύφωση της σύγκρουσης που προδιαγράφεται από τον χωρίς καμιά έγκυρη νομιμοποίηση, πέρα από τη βία, διαχωρισμό των ανθρώπων σε «κυρίους» και «δούλους», με κάθε μορφή που μπορεί να πάρει αυτή η σχέση (εξουσιαστής-εξουσιαζόμενος, κυρίαρχος-κυριαρχούμενος, εκμεταλλευτής-εκμεταλλευόμενος, καταπιεστής-καταπιεζόμενος, διευθυντής-διευθυνόμενος, πνευματική εργασία-χειρωνακτική εργασία, κ.λπ), και όχι μόνο στο οικονομικό επίπεδο. Η πόλωση και η κοινωνική ένταση είναι οι διαφαινόμενες συνέπειες των εξελίξεων, και δεν θα ήταν παράτολμο να υποθέσουμε ότι η κορύφωσή τους θα προκαλέσει έκρηξη.

Γίνεται έτσι ξεκάθαρο από πολλές απόψεις ότι όσοι από εμάς θέλουμε να συμμετέχουμε στη συγκρότηση ενός συλλογικού επαναστατικού σχεδίου ριζικής κοινωνικής ανατροπής πρέπει, και οφείλουμε, να γνωρίζουμε τις συνιστάμενες του προβλήματος και να προσπαθήσουμε να τις απαλείψουμε ολοκληρωτικά από κάθε πρόταγμα ριζικής αλλαγής με το οποίο δεσμευόμαστε οι ίδιοι. Δεν μπορούμε να χτίσουμε έναν νέο κόσμο με τα φθαρμένα υλικά του παλιού• σε άλλη περίπτωση θα τον αναπαράγουμε ως κακέκτυπο. Όμως χρειαζόμαστε τα υλικά για να χτίσουμε. Θα πρέπει να ξεδιαλέξουμε με υπομονή και προσοχή τα γερά εκείνα κομμάτια του τωρινού, του παλιού (ακόμα και του παλαιότερου ή του αρχαίου κ.λπ.) που μπορούν να αποτελέσουν ένα γερό θεμέλιο για να χτιστεί σε στέρεες βάσεις το νέο. Όλα τα υπόλοιπα θα πρέπει, χωρίς ενδοιασμούς, να απορριφθούν και να πεταχτούν. Δεν χρειαζόμαστε τον θεό, την ατομική ιδιοκτησία, την καταναγκαστική εργασία, το χρήμα, το κράτος, το έθνος, την εξ-ουσία κι ένα σωρό άλλα σαθρά υπολείμματα ενός γκρεμισμένου κόσμου.
Αυτό που είναι επιτακτικά απαραίτητο εάν θέλουμε να ευδοκιμήσει οποιαδήποτε απόπειρα ανατροπής, είναι να δημιουργήσουμε οργανώσεις-"κοινωνικά κύτταρα" με σκοπό να διαμορφώσουμε έναν πολύπλοκο κοινωνικό ιστό, που θα αποδειχτεί το πλέον κατάλληλο έδαφος για να καρποφορήσει το νέο.
Ετούτη η επίκληση για το «νέο» δεν είναι μια «μοντερνιστική» αναλαμπή που προκαλεί η λατρεία του νέου αυτού καθαυτού σαν σύμβολο της προοδευτικής κυριαρχίας του ανθρώπου επί της φύσης, των ρυθμών της και της υλικής της υπόστασης ως πολύμορφου γίγνεσθαι χωρίς εγγενή αιτιότητα και σκοπό. Είναι η έκφραση της επιτακτικής λόγω των περιστάσεων ανάγκης, αλλά και η επιθυμία λύτρωσης από την ιστορική επιταγή που βαραίνει στους ώμους μας, να συμβάλλουμε με όλες μας τις δυνάμεις καθεμία και καθένας προσωπικά, μέσα από συλλογικές απαραίτητα προσπάθειες, στην απελευθέρωση όλων και στο ξεπέρασμα κάθε είδους σχέσεων ανισότητας και κυριαρχίας. Να ζήσουμε τη ζωή μας όπως θέλουμε να τη ζήσουμε: σαν πραγματικά ελεύθεροι άνθρωποι, συμφιλιωμένοι με τον εαυτό μας, τον άλλο και τη φύση. Όχι στο μέλλον, αλλά εδώ και τώρα.

Οι μελλοντικές κοινωνίες δεν μπορούν παρά να είναι Αναρχικές και πλήρως συμφιλιωμένες με τη Φύση (Πρώτο μέρος)

[Το κείμενο αυτό γράφτηκε πριν από τις εξεγέρσεις του Δεκέμβρη, μέσα στον Νοέμβρη του 2008, και το διόρθωσα χωρίς να τις λάβω υπόψη μου. Αν και σε μια πρώτη ματιά φαίνεται ανεπίκαιρο, αποκαλύπτει τα ιδεολογικά κίνητρα της συμμετοχής μου στα γεγονότα των ημερών. Πρόκειται για την συντομευμένη εκδοχή ενός δοκιμίου που επεξεργάζομαι. Στην τελική μορφή του το δοκίμιο αυτό φιλοδοξεί να είναι τόσο ένα μανιφέστο όσο και μια απόπειρα διερεύνησης των προοπτικών του ελευθεριακού σοσιαλισμού, εμπλουτισμένου με τις ιδέες μιας αναρχικής οικολογίας και την θεωρητική επεξεργασία των νέων εμπειρικών δεδομένων που διαμορφώνει η τρέχουσα πραγματικότητα. Μ.Π.]

Η άρνησή μας να συνεχίσουμε να στηρίζουμε το απάνθρωπο, άδικο και οικολογικά καταστροφικό καπιταλιστικό σύστημα είναι δεδομένη και απαρέγκλιτα δεσμευτική. Εξίσου δεσμευτική και η απόφασή μας να εργαστούμε ώστε να δώσουμε συγκεκριμένη (όχι πάγια) μορφή στον κόσμο που οραματιζόμαστε. Επιθυμία μας είναι να διασώσουμε τη φύση και να ξεπεράσουμε τις συνθήκες και τις λογικές της ανισότητας, της κυριαρχίας, του διαχωρισμού και της εκμετάλλευσης, να δημιουργήσουμε πολύμορφες, αυτόνομες και ελεύθερες κοινωνίες, πέρα από τα φύλα, τις φυλές, τα έθνη, τα γένη και τις τάξεις – το «βασίλειο της ελευθερίας» που δεν γνωρίζει αντινομίες (αν και ως ανθρώπινο δημιούργημα κάθε κοινωνία θα γνωρίζει αναπόφευκτα διαφωνίες, αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις).
Σε αυτή την αναζήτηση των μονοπατιών της υπέρβασης, της επαναστατικής κοινωνικής αλλαγής ένα από τα ερωτήματα που τίθενται επιτακτικά και επιζητούν τη συνδρομή μας στην απάντησή του είναι το εάν αυτές οι κοινωνίες θα είναι συγκεντρωτικές, κάθετα δομημένες κοινωνίες του ετεροπροσδιορισμού ή αν θα είναι αποκεντρωμένες, οριζόντια δομημένες κοινωνίες του αυτοπροσδιορισμού. Με άλλα λόγια, αν θα επιμείνουμε να θεωρούμε μοναδική επιλογή την με κάθε κόστος συνεχή οικονομική ανάπτυξη μέσα από την πρόοδο που υπόσχεται ότι διασφαλίζει το κράτος και η εξέλιξη της τεχνοεπιστήμης ή αν θα πρέπει να σκεφτούμε διαφορετικά, πιθανώς με όρους μιας δυνατότητας απο-ανάπτυξης της οικονομίας και πραγματικής ανάπτυξης της κοινωνίας χωρίς κράτος. Η όποια απάντηση επιλέξουμε να δώσουμε στο παραπάνω ερώτημα θα προσανατολίσειι, χωρίς άλλο, τη θεωρητική κατεύθυνση, τις πολιτικές πρακτικές και τον τρόπο δράσης μας τώρα αλλά και για όσο θα χρειαστεί στο άμεσο μέλλον.
Το συγκεκριμένο ερώτημα καθαυτό μας οδηγεί στο μάλλον ήδη προφανές συμπέρασμα ότι τόσο η παραγωγική διαδικασία όσο και η διανομή και η κατανάλωση των πάσης φύσεως αγαθών, υλικών ή άυλων, που χρειάζεται και απαιτεί μια κοινωνία ανθρώπων για την επιβίωση, την αναπαραγωγή και την ανάπτυξή της, είναι πρωτίστως κοινωνικό ζήτημα και όχι απλώς ένα ζήτημα πολιτικής οικονομίας. Αφορά τη συγκρότηση της κοινωνίας και τις παραγωγικές της δυνατότητες, τις συνεπαγόμενες κοινωνικές και παραγωγικές σχέσεις των ατόμων μέσα σε αυτήν. Αφορά δηλαδή στην κατανομή της εξουσίας, στη νομή των πόρων, στον καταμερισμό και την εκμετάλλευση της εργασίας, στην ιδιοποίηση των παραγωγικών μέσων και της γνώσης από συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις, κ.ο.κ. Σε καμία περίπτωση πάντως δεν πρόκειται για ένα τεχνοκρατικό πρόβλημα «ορθής διαχείρισης» των «κοινών», που η «οικονομική επιστήμη» θα επιλύσει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, οπωσδήποτε με «αντικειμενικά» κριτήρια και με «ρεαλισμό», και που η «πολιτική», μέσω του κράτους, θα εγγυηθεί ότι, βαδίζοντας στο στέρεο έδαφος της «επιστημονικής αλήθειας», θα υλοποιήσει στην πράξη ως το μοναδικά εφικτό πρόγραμμα «ορθής οργάνωσης» της κοινωνίας, επικαλούμενη αφηρημένα το «γενικό συμφέρον» και την «ανθρώπινη πρόοδο».
Μπορεί υπό τις παρούσες συνθήκες να μοιάζει φυσικό, όμως η σχεδόν ολοκληρωτική καθυπόταξη της κοινωνίας στην οικονομία απηχεί την υποκινούμενη από την εγγενή λογική του καπιταλιστικού συστήματος υπερτροφία του ατομικού συμφέροντος έναντι του γενικού, αλλά καταδεικνύει συνάμα πώς οι άνθρωποι, όταν αναγνωρίζουν (συγγνωστά ή όχι) την πρωτοκαθεδρία του ατομικού συμφέροντος έναντι του κοινωνικού και πράττουν αναλόγως, δημιουργούν κοινωνικές σχέσεις που τους εγκλωβίζουν και τους δεσμεύουν αντί να τους απελευθερώνουν και να τους επιτρέπουν να αναπτυχθούν σύμφωνα με τις ιδιαίτερες δυνατότητές τους. Η εξατομίκευση και η αλλοτρίωση των ανθρώπων στο πλαίσιο της επέκτασης των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων και του αστικού πολιτισμού προκάλεσε σταδιακά την αποσάθρωση των θεμελίων της συνοχής των κοινωνιών, και ευνόησε την υπερτροφία του αστικού κράτους, που αναπτύχθηκε εξ αρχής ως απαραίτητος διαμεσολαβητικός θεσμός για την εύρυθμη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς.

Παρά όμως τις όποιες ποικίλες συζητήσεις που προφανώς εγείρει ένα τέτοιο ζήτημα, πιστεύω ότι θα πρέπει να επιμείνουμε στο αρχικό μας ερώτημα. Στις συνδηλώσεις του ερωτήματος αυτού, και συνεπώς και στα συνεπαγόμενα της όποιας απάντησης πιθανώς θα δοθεί, διακυβεύονται πολλά. Πρωτίστως, η δυνατότητα διαμόρφωσης μιας εφικτής εναλλακτικής λύσης, που θα μπορούσε να αποτελέσει ένα «μοντέλο» κοινωνικής οργάνωσης το οποίο θα ήταν μια πειστική αντιπρόταση στα πολύπλοκα ζητήματα που αφορούν τις κοινωνίες στην ιστορική φάση που βρισκόμαστε σήμερα.
Κάθε ανάλογη πρόταση δεν πιστεύουμε ότι πρέπει να διατυπωθεί ως πρόγραμμα ενός πολιτικού κόμματος (που ως πολιτικός σχηματισμός δεν μπορεί παρά να είναι κατάλοιπο του παλαιού που πρέπει να ξεπεραστεί), αλλά μέσα από ένα μαζικό κοινωνικό κίνημα των κινημάτων με ελευθεριακό προσανατολισμό, που θα οικοδομήσει μέσα από την ίδια την ανάπτυξή του διαφορετικές, μη καπιταλιστικές, μη εξουσιαστικές, αυτόνομες και ελεύθερες σοσιαλιστικές κοινωνίες, όχι καταλαμβάνοντας την εξουσία, αλλά εξαλείφοντάς την στην πράξη, εκριζώνοντας ταυτοχρόνως τις προϋποθέσεις ύπαρξης και αναπαραγωγής της σε ολόκληρο το φάσμα των κοινωνικών σχέσεων και ελέγχοντας αποτελεσματικά τις απαραίτητες να διατηρηθούν μορφές της.
Δεν φτάνει, όμως, μόνον αυτό: ένα τέτοιο κίνημα πρέπει να αναλάβει επίσης την ευθύνη να απελευθερώσει τη φύση από το «αντικείμενο φύση» το οποίο, ακριβώς ως αντικείμενο, υποτάσσεται σε μια διπλή κυρίευση στον αστικό πολιτισμό, οδηγούμενη με βήμα ταχύ στον πλήρη αφανισμό. Η κυριαρχία αυτή επί της φύσης επιβάλλεται, αφενός, ως εννοιοποίηση, δηλαδή ως «επιστημονική γνώση», αναπαράσταση της ολότητας ή της μερικής όψης του έκαστου είναι ή του εκάστοτε γίγνεσθαι, με αιτιώδη συνάφεια και σύμφωνα με έλλογα σχηματισμένες γενεαλογικές αλυσίδες, ταξινόμηση σε κατηγορίες, είδη και γένη, που την καθιστούν ελέγξιμη και χειραγωγήσιμη, και, αφετέρου, ως κυριολεκτική υπόταξη της ίδιας της υλικότητας της φύσης, την οποία εκμεταλλεύεται με κάθε τρόπο η τεχνολογία και η τεχνική στο ρυθμό που υπαγορεύουν πρωτίστως όχι οι ανθρώπινες ανάγκες, οι επιθυμίες και τα ενδιαφέροντα, αλλά σύμφωνα με την αδηφάγο, καταστρεπτική λογική του κεφαλαίου και του κέρδους.
Η ανάπτυξη της γνώσης, της επιστήμης και της τεχνολογίας, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, στρέφεται, παρά τις όποιες διακηρυγμένες προθέσεις της, στον εργαλειακό ορθολογισμό των μέσων• επιδιώκοντας την αποτελεσματικότητα, τη λειτουργικότητα και την αποδοτικότητα, εξυπηρετώντας δηλαδή το κεφάλαιο, εγκαταλείπει στη λήθη της αοριστίας τους σκοπούς. Πραγματιστική και θετικιστική, μακριά δήθεν από απατηλά και υποκειμενικά ηθικά κριτήρια, άσπιλη τάχατες από ιδεολογίες, η απατηλά ουδέτερη δραστηριότητα της τεχνοεπιστήμης αποκτά έναν αυτόνομο γνωσιολογικό προσδιορισμό που δεν λαμβάνει ουσιαστικά υπόψη του καμία άλλη αρχή πέρα από την ίδια την εξέλιξή της, μακριά από κάθε κοινωνικό έλεγχο και ηθική δέσμευση. Ήδη από τα πρώιμα στάδιά τους στις απαρχές της νεωτερικής εποχής, τεχνοεπιστήμη, κεφάλαιο και κράτος είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, σε μια συμβιωτική σχέση που αλληλοτροφοδοτεί την ανάπτυξή τους σε βάρος, όπως αποδεικνύεται εν τέλει, της φύσης και της κοινωνίας. Παρά τις όποιες, και είναι σίγουρα πολλές, ορατές βελτιώσεις στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το θετικό ισοζύγιο της υλικής ανάπτυξης αν δεν προσμετρήσουμε τις σοβαρές απώλειες κυρίως σε αυτό που αποκαλούμε «περιβάλλον», στον ίδιο δηλαδή τον κόσμο μας. Μια υπ’ αυτούς τους όρους ανασκόπηση των δεδομένων προκαλεί αναμφίβολα βαθύ σκεπτικισμό.
Αν κάθε επιστημονική και τεχνολογική ανακάλυψη είναι «πρόοδος», μια ακόμα «κατάκτηση του πνεύματος», είναι, ταυτοχρόνως, και μια κοινωνική επιταγή με ισχυρότατη δύναμη αναπροσδιορισμού των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών σχέσεων: αυξάνοντας την πολυπλοκότητα της διαχείρισης και τη διαμεσολάβηση ολοένα και πιο αδιαφανών στρωμάτων εξειδικευμένης γνώσης, αποξενώνονται όλο και περισσότερο οι άνθρωποι από τον εαυτό τους, την εργασία τους, τα αντικείμενα, την κοινωνία και τον κόσμο γύρω τους.
Πολιτισμός σήμαινε ανέκαθεν υποταγή της φύσης. Οι άνθρωποι δεν έχουν άλλον τρόπο να συντηρήσουν και να αναπαράγουν την ύπαρξή τους παρά μόνο μεταβολίζοντας τη φύση με την εργασία τους, αποσπώντας από αυτήν αξίες χρήσεις με την οποία παράγουν τη ζωή τους, επινοούν και αναπτύσσουν τις δυνατότητές τους. Η ποιοτική αλλαγή σε αυτή τη σχέση που επέφερε η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων των ανθρώπων (αιτία και αποτέλεσμα ταυτοχρόνως ποικίλων παραγόντων και συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών), και η οποία έλαβε τη μορφή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, κυρίως από τη δεύτερη, τη βιομηχανική φάση και ύστερα, οδήγησε στην εντατική υπερεκμετάλλευση κάθε δυνατότητας που μπορεί να αποφέρει κέρδος. Η ραγδαία εξάπλωση των καπιταλιστικών σχέσεων διατάραξε μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα την ισορροπία που διατηρούσε σχεδόν αμετάβλητες τις περιβαλλοντικές συνθήκες επί πολλούς αιώνες, πιθανώς κατά ανεπανόρθωτο τρόπο.

Είναι νομίζω πρόδηλο ότι η κριτική ανάλυση είναι απαραίτητη προκειμένου να κατανοήσουμε σαφέστερα τις ενδεχόμενες δυνατότητες που παρουσιάζονται στην παρούσα φάση, και τους πιθανούς όρους ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος, με στόχο την απελευθέρωση της φύσης, της κοινωνίας και των ανθρώπων. Μια τέτοια ανάλυση έχει νόημα φυσικά μόνο σε σχέση με αυτόν τον επαναστατικό σκοπό, όταν γίνεται δηλαδή από μια ενσυνείδητη θέση για την εκ θεμελίων αλλαγή της κοινωνίας, ειδάλλως εκπίπτει σε ακόμη μία θετικιστική επιστημονική εποπτεία, δηλαδή σε γνώση που μπορεί να συσσωρεύεται και να αναπαράγεται όπως το οικονομικό κεφάλαιο, έτοιμη ανά πάσα στιγμή προς χρήση αναλόγως το ζητούμενο, ιδεολογικοποιημένη αλλά χωρίς ηθική στάση, ο ιδιότυπος φετιχισμός μιας εξουσιαστικής «αλήθειας» που εύκολα μετατρέπεται σε εμπόρευμα. Αυτή η «γνώση» είναι προφανές ότι δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να φωτίσει το δρόμο μας για τον αυτοπροσδιορισμό και την αυτοπραγμάτωση, να οδηγήσει δηλαδή στην επινόηση των δυνατοτήτων μας ως μορφών ανάπτυξης της ύπαρξής μας, των ατόμων και της κοινωνίας, καθώς πραγμοποιεί τον ζωντανό κόσμο, επιβάλλοντας την εργαλειακή ορθολογικότητα του ωφελιμισμού και του πραγματισμού και μας βαστάει δέσμιους στο κάτεργο της ανάγκης, στη φυλακή του κεφαλαίου και της ανταλλακτικής αξίας, σ’ έναν κόσμο-βασίλειο του εμπορεύματος.
Ο φετιχισμός του εμπορεύματος παγιώνει τη διαδικασία (τη ζωντανή εργασία και τις κοινωνικές σχέσεις που τη μετατρέπουν σε νεκρή εργασία, σε συσσωρευμένο κεφάλαιο) σε μορφή που εξωτερικεύεται και αποκτά υπόσταση ως ανταλλακτική αξία, γίνεται δηλαδή εμπόρευμα που δεν είναι πλέον απλώς προϊόν με χρηστική αξία. Εμπόρευμα που συνάπτει αξιακές «σχέσεις» με άλλα εμπορεύματα-υποστάσεις, δημιουργώντας έναν μεταφυσικό κόσμο των εμπορευμάτων και των ανταλλακτικών αξιών. Όμως, ο φετιχισμός αυτός δεν είναι μόνο συνεπακόλουθο της ιδεολογίας που συγκαλύπτει τις πραγματικές κοινωνικές σχέσεις που παράγουν την αξία, τις σχέσεις εκμετάλλευσης που αποσπούν την υπεραξία της εργατικής δύναμης (της παραγωγικής ικανότητας των ατόμων, είτε αυτή είναι χειρωνακτική είτε διανοητική) που εκμισθώνεται για την παραγωγή κάθε λογής εμπορευμάτων, υλικών ή άυλων, όντας εμπόρευμα η ίδια• είναι η αντανάκλαση στο συμβολικό επίπεδο των ίδιων αυτών των σχέσεων υπεξαίρεσης της υπεραξίας, δηλαδή των σχέσεων ανισότητας ως προς την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και της ίσης πρόσβασης σε αυτά, της εκμετάλλευσης αλλά και της γενικότερης άνισης κατανομής της εξουσίας σε κάθε επίπεδο της κοινωνίας.
Η ανταλλακτική αξία, εκφρασμένη ως «τιμή» (που είναι κυμαινόμενη συγκριτικά, και όχι σταθερή και άπαξ), εμπλέκει τα άτομα σε ένα «αντικειμενικό» σύστημα συγκρίσιμων αξιών, που το ίδιο γίνεται μέτρο για ολόκληρο τον υπόλοιπο κόσμο, όπως γίνεται και για το κάθε άτομο, που μπορεί πια να προσαρμόζει την «ανορθολογική» βιωματική εμπειρία του σε ένα «ορθολογικό», εξωτερικό και «αντικειμενικό», σύστημα τιμών. Σε έναν τέτοιο κόσμο, όπου το «κάθε πράγμα έχει την τιμή του», όπου κάθε τι είναι «εμπόρευμα», η κατοχή του μέσου-χρήματος που μπορεί να ανταλλαχτεί με κάθε εμπόρευμα ως αφηρημένο γενικό ισοδύναμο, ο «πλούτος» με άλλα λόγια, γίνεται δυνάμει σκοπός για τον καθένα: το κλειδί για έναν υλικό παράδεισο, που δεν κείται στο επέκεινα, αλλά είναι εδώ, και ασκεί μια ακατανίκητη γοητεία σε όλους. Αν και δεν έχουν περάσει όλοι τις πύλες του, είναι πολλοί εκείνοι που το έχουν κάνει και ακόμα περισσότεροι εκείνοι που έχουν κρυφοκοιτάξει πίσω απ’ αυτές, αποδεικνύοντας ότι πρόκειται για απτή πραγματικότητα και όχι απλώς για χίμαιρα. Όλοι μπορεί να βρουν τη θέση τους εκεί ή, τουλάχιστον, έτσι ελπίζουν... Και είναι αναμφίβολα πολλοί εκείνοι που θα υπερασπίζονταν ακόμα και με τη ζωή τους το δικαίωμά τους στην ελπίδα αυτή.

Πώς, λοιπόν, μπορεί να οργανωθεί και να πραγματοποιηθεί η συνολική ρήξη (η ανατροπή του καπιταλισμού δηλαδή) στο πλαίσιο ενός τέτοιου συστήματος, που υπόσχεται τον επί γης παράδεισο και που, αν και σε αρκετά περιορισμένο βαθμό προς το παρόν, καταφέρνει να υλοποιήσει αυτήν την υπόσχεση έστω για κάποιους, ενώ παράλληλα καλλιεργεί επιμελώς την προσδοκία ότι θα έρθει κάποτε η ώρα που αυτή η ευημερία θα μας αφορά πραγματικά όλους; Πώς πείθεις τους ανθρώπους να καταπνίξουν την επιθυμία τους για εκείνο που είναι απτό, που αν και απόμακρο μοιάζει να είναι εφικτό, προς χάρη της περιπέτειας στο αχαρτογράφητο άγνωστο, στο μη εμπειρικά βιωμένο; Πώς νομιμοποιείται ένα συλλογικό πρόταγμα ριζικής κοινωνικής αλλαγής, όταν στις μέρες μας φαντάζει, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον ανέφικτο, μη συναφές με τις τάσεις εξέλιξης της κατακερματισμένης πραγματικότητας που βιώνουμε σχεδόν όλοι στις κοινωνίες που ζούμε;
Όσο οι άνθρωποι καταφέρνουν, έστω και δύσκολα, να «φέρνουν βόλτα» τα ζητήματα της καθημερινής επιβίωσης και των (διαφορετικών κατά περίσταση), άμεσων κυρίως, αναγκών τους, οι σχέσεις τους αναπαράγονται λίγο πολύ εντός των ορίων της σχετικής «συναίνεσης», εντός της ιδεολογίας του συστήματος. Βαρυγκωμούν, αντιδρούν σποραδικά, αλλά σε γενικές γραμμές εντάσσονται και υποτάσσονται στην ανάγκη, στη συνήθεια και στις συνθήκες. Δεν αναζητούν, σε πρώτο λόγο, παρά τη βελτίωση εκείνων των δυνατοτήτων που θεωρούν απαραίτητες για τη ζωή και την ευημερία τους, προβάλλοντας τις επιθυμίες τους μέσα στην κοινωνία της αφθονίας που τους περιβάλλει ολοκληρωτικά σχεδόν, στιλπνή εικόνα που υπόσχεται ευμάρεια και πλέρια ευτυχία. Αυτή η εικόνα είναι αυθύπαρκτη, μια αυτοτελής «πραγματικότητα», καίρια διαμεσολάβηση μεταξύ γίγνεσθαι και είναι, μεταξύ ζωντανής και νεκρής εργασίας. Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι η εικόνα αυτή έχει αμαυρωθεί ανεξίτηλα και δεν ανταποκρίνεται πια στον ιδεολογικό της ρόλο, δεν αντανακλά καθαρά πια την «συλλογική επιθυμία». Το χαριστικό δε πλήγμα στην λάμψη της το έδωσε η τρέχουσα «οικονομική κρίση», που, κατά τα φαινόμενα, σύντομα θα μεταβληθεί σε κοινωνική, φέρνοντας στην επιφάνεια την από καιρό σοβούσα δυσαρέσκεια που προκαλεί σε όλο και περισσότερους ανθρώπους το χάσμα προσδοκιών, υποσχέσεων και πραγματικότητας. Ο ταξικός πόλεμος αναπόφευκτα θα κορυφωθεί, αφού τα αδιέξοδα πολλαπλασιάζονται όσο το κοινωνικό χάσμα διευρύνεται. Όμως, στα ρήγματα που προκαλούν οι συγκρούσεις είναι που φυτρώνει ο σπόρος της ελπίδας για τη ριζική κοινωνική αλλαγή.
Για να καρποφορήσει, ωστόσο, η όποια ελπίδα μιας τόσο μεγάλης αλλαγής πρέπει, πρώτα απ’ όλα, να εδραιωθεί η συνείδηση του γεγονότος ότι οι άνθρωποι είναι δημιουργοί της ιστορίας τους, και ότι καμία άλλη εξωτερική, μεταφυσική ή ό,τι άλλο δύναμη, πέρα από τις ίδιες τις υλικές προϋποθέσεις ύπαρξής τους, που αποτελούν σε κάθε περίπτωση το όριο, δεν παρεμβαίνει για να τους επιβάλει τη θέλησή της και να τους υποδείξει τις επιλογές τους. Ότι μπορούν, υποκείμενοι πάντοτε σε περιορισμούς, να αλλάξουν τις συνθήκες της κοινωνίας τους με τη δράση τους και να διαμορφώσουν οι ίδιοι τη ζωή τους.
Μήπως, λοιπόν, η επανάσταση δεν είναι πλέον εφικτή γιατί δεν τη θεωρούμε εμείς εφικτή ή, εν τέλει, είναι οι αντικειμενικές συνθήκες εκείνες που πραγματικά προδιαγράφουν όχι μόνο το ανέφικτο αλλά και την αποτυχία της; Αντίστροφα, δεν οφείλουμε κατά λογική συνέπεια να παραδεχτούμε ότι μπορούμε να αναθεωρήσουμε τις αντιλήψεις μας για το εφικτό ή όχι της επανάστασης, και ότι, αν υπάρχουν πράγματι αντικειμενικές αντεπαναστατικές συνθήκες, υπάρχουν και αντικειμενικές επαναστατικές συνθήκες;
Στον αντίποδα αυτής της επαναστατικής ρητορικής, που στα μάτια των σκεπτικιστών αντιπάλων της εμφανίζεται να καλύπτει κάτω από τον μανδύα της απελευθέρωσης τις πληγές του ολοκληρωτισμού, της ανελευθερίας και της καταπίεσης του ατόμου, αφού μια επανάσταση δεν μπορεί ποτέ να γίνει εξ ονόματος όλων ούτε να ικανοποιεί τις ετερόκλητες επιθυμίες τους ή τα συγκρουόμενα ατομικά συμφέροντά τους, η άποψη που προκρίνει τη σταδιακή μετάβαση σ’ έναν καλύτερο κόσμο, με ήπια μέσα και όσο το δυνατόν πιο «ορθολογικές» (με άλλα λόγια «ασφαλείς» και «σίγουρες») επιλογές μέσα στα όρια του «εφικτού», πείθει πιο εύκολα, επικαλούμενη την «κοινή λογική» και εκμεταλλευόμενη τον κομφορμισμό, την ανασφάλεια και τους βαθιά ριζωμένους φόβους των ανθρώπων. Το κύριο επιχείρημα αυτής της θέσης είναι ότι αλλάζοντας σιγά-σιγά τα πράγματα, με διορθωτικές παρεμβάσεις και επί μέρους μεταρρυθμίσεις, μπορούμε να δημιουργήσουμε καλύτερες συνθήκες ζωής, και να χτίσουμε σταδιακά μια πιο δίκαιη κοινωνία στο μέλλον. Εν τω μεταξύ, αυτή η παραδοχή υπονοεί ότι το υπάρχον είναι ό,τι καλύτερο δυνατόν στις δεδομένες συνθήκες, αφού κάθε φάση της εξέλιξης είναι αναβαθμός που μας φέρνει ολοένα και πιο κοντά στην «αγαθή κοινωνία».
Αν στην πρώτη προσέγγιση ο κίνδυνος που εγκυμονεί η σωτηριολογική-λυτρωτική παρέμβαση μοιάζει να προεξοφλεί ότι κάθε απόπειρα επαναστατικής αλλαγής θα καταλήξει, νομοτελειακά σχεδόν, στην αποτυχία και πιθανότατα σε μια ολοκληρωτική κοινωνία, που θα δημιουργήσει πολύ περισσότερα και κρισιμότερα προβλήματα απ’ όσα ενδεχομένως θα καταφέρει να επιλύσει, στη δεύτερη, ο κίνδυνος παίρνει τη μορφή μιας μάλλον τραγελαφικής αέναης σκιαμαχίας με τα χιλιάδες επί μέρους προβλήματα που ανακύπτουν συνεχώς από την εγγενή δυναμική του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, και τα οποία, όσο και αν είναι αλληλένδετα, αποσπώνται και αποκτούν τη δική τους οντότητα, μέσα από την αντίφαση και τη συνεχή τριβή του «ιδιωτικού» με το «δημόσιο», ζητώντας επιτακτικά την αδύνατη να επιτευχθεί υπό τις παρούσες συνθήκες οριστική λύση τους, βυθίζοντας έτσι το σύστημα σε παρατεταμένη πολύμορφη κρίση (κοινωνική, οικονομική, περιβαλλοντική) και τους ανθρώπους στη «σχιζοφρένεια».

[Τέλος πρώτου μέρους] [Δεύτερο μέρος]

Η αθλιότητα της καθεστωτικής διανόησης

Μόλις προχθές, το βαρύ πυροβολικό της καθεστωτικής διανόησης συντάχτηκε και εξαπέλυσε από το οχυρό της αστικής κουλτούρας ηχηρή ομοβροντία, με τη μορφή κοινού κειμένου στην «Ελευθεροτυπία», κατά του «αίσχους της βίας» των «αυτοαποκαλούμενων “παρεμβάσεων”» που γίνονται αυτές τις μέρες στη διάρκεια θεατρικών παραστάσεων, αρχής γενομένης κατά την πρεμιέρα της παράσταση «Ρομπέρτο Τσούκο» στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Ωστόσο, οι πύρινες βολές των Απόστολου Δοξιάδη, Τάκη Θεοδωρόπουλου και Πέτρου Μάρκαρη, αναγνωρισμένων συγγραφέων που τα βιβλία τους πλασάρονται ψηλά στις λίστες των ευπώλητων κι έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, αστέρων σε ένα στερέωμα που θυμίζει τον χιλιομπαλωμένο μπερντέ του Καραγκιόζη, αστόχησαν παταγωδώς, καταρρακώνοντας επιπλέον το από πολλού τρωθέν κύρος αυτών και των ομοίων τους. Βάλλοντας κατά των εξεγερμένων με τα σκουριασμένα επιχειρήματά τους επιβεβαιώνουν πόσο ανυπόληπτοι είναι (ευτυχώς!) στα μάτια της νέας γενιάς, όταν με βδελυγμία αποδοκιμάζουν τις αντιδράσεις της για να χαϊδέψουν τ’ αυτιά του βολεμένου και κομφορμιστικού κοινού τους, ανταποδίδοντας προφανώς την «αναγνώριση» ως οφείλουν.
Όμως, αν και εμφανίζονται σαν τους Τρεις Σωματοφύλακες του φιλελεύθερου διαφωτιστικού Λόγου (ο μαθηματικός Δοξιάδης εκπροσωπεί την [επιστημονική] Γνώση, ο «καλλιτέχνης» Θεοδωρόπουλος την [υψηλή] Αισθητική, και ο «αστυνόμος» Μάρκαρης την [νομοκανονιστική] Ηθική), στην πραγματικότητα δεν μπορούν να συγκαλύψουν την πικρία των ηθικά ηττημένων που ξεχειλίζει περίσσια από το κείμενό τους. Επικαλούνται το «κοινωνικό μας συμβόλαιο»(;) ως κανονιστικό πλαίσιο της ζωής και της τέχνης, και εγκαλούν στην τάξη όσους το παραβαίνουν. Ακόμα όμως κι αν δεχτούμε ότι το συμβόλαιο αυτό δεν είναι εξαρχής ψευδεπίγραφο, ότι δήθεν υπογράφεται απ’ όλους προς το καλό όλων, ξεχνούν να μας πουν για τα «ψιλά γράμματα» και τις ρητορικές λαθροχειρίες των συντακτών του συμβολαίου, καθώς επίσης και για εκείνους που πρώτοι παρενέβησαν τους όρους του και θέλουν τώρα να τιμωρήσουν όσους με αγανάκτηση τους ακολούθησαν.
Ο ξεδιάντροπα λαϊκίστικος χαρακτήρας της παρέμβασής των τριών επιβεβαιώνεται από την αμετροεπή τρομολαγνεία τους. Σαν τους δημαγωγούς του χειρίστου είδους, απροκάλυπτα ταγμένοι στην ιδεολογία των ισχυρών, μαραγκιασμένα απολειφάδια μια κάποτε σφριγηλής και ανένδοτης στη στάση της απέναντι στην εξουσία διανόησης, αυτοί οι χωρίς ηθικό έρμα και κοινωνικό έρεισμα «πνευματικοί ταγοί» του τρομαγμένου όχλου των καταναλωτών, απευθύνονται στα χειρότερα των ενστίκτων του πλήθους. Τρομοκρατώντας παρά διαμαρτυρόμενοι, διερωτώνται αναίσχυντα για τους εξεγερμένους: «τι μας λέει ότι δεν θα δούμε μεθαύριο τους ίδιους ή άλλους να καίνε βιβλία ή να επιχειρούν να ορίσουν το τι θα λέμε και τι θα σκεφτόμαστε;» Και συνεχίζουν, με απειλητικό ύφος και δασκαλίστικη ζέση, να εγκαλούν τους καλλιτέχνες που συμμετέχουν ενεργά στις διαμαρτυρίες να σεβαστούν τη «δημοκρατική» τάξη, αφού είναι «λιγότερο ή περισσότερο πλουσιοπάροχα επιχορηγούμενοι από τους φόρους μας», θεωρώντας προφανώς ότι για το λόγο αυτό έχουμε κάθε δικαίωμα να τους επιπλήττουμε και να τους ζητάμε να συμμορφωθούν, να μη σπάνε τις βιτρίνες και τις «βιτρίνες». Να απαιτούμε να πάψουν πια να μας ταράζουν με τα ακατανόητα καμώματά τους, να πάψουν επιτέλους να αμφισβητούν «ανενδοίαστα την ουσία της ίδιας της δημοκρατίας, με την επίθεση στην καρδιά της, που είναι η ελευθερία της σκέψης, του λόγου και της έκφρασης, που αντιπροσωπεύει η τέχνη».
Το ότι οι τρεις συγγραφείς διαρρηγνύουν υποκριτικά τα ιμάτιά τους για την «ελευθερία της έκφρασης» (η οποία, παρεμπιπτόντως, δεν είδαμε να βάλλεται από κάποιους πέραν του κατεστημένου στο οποίο και οι ίδιοι ολόψυχα ανήκουν), και βλέπουν κάθε αντίδραση στη μακαριότητά τους ως εχθρική υποκίνηση που στόχο έχει να καταλύσει την τάξη και την αρμονία του γυάλινου κόσμου τους, δεν μας προκαλεί φυσικά κατάπληξη. Όταν στέκεσαι όπως αυτοί πίσω από τις βιτρίνες της αγοράς και πίσω από τις οθόνες των τηλεοράσεων, εξέχων και διακεκριμένος, ο κόσμος μοιάζει λαμπερός, συμφιλιωμένος και εύτακτος• το γυαλί σε προστατεύει από τη συγκαλυμμένη καθημερινή βία που βιώνουμε οι περισσότεροι από εμάς που δεν έχουμε ανάλογα προνόμια. Η συναίνεση μοιάζει δεδομένη – το επιβεβαιώνει η προσήλωση όλων μας στον γυάλινο κόσμο άλλωστε, απ’ όποια μεριά του γυαλιού κι αν βρισκόμαστε. Τι γίνεται όμως όταν σπάνε (κυριολεκτικά όσο και συμβολικά) οι βιτρίνες και διασαλεύεται η κατεστημένη τάξη; Τότε αποκαλύπτεται –φευ! – ότι τα φαντάσματα εκεί έξω λυσσομανούν και ο φόβος αναπόφευκτα φτάνει ως το μεδούλι. Είναι η στιγμή που πρέπει να διαλέξεις πού θα ταχτείς και τι θέση θα πάρεις. Και αυτοί έχουν από καιρό επιλέξει να γίνουν οι Σωματοφύλακες του κατεστημένου, του κόσμου που αρέσκεται να καθρεφτίζεται αυτάρεσκα στις γυάλινες επιφάνειες – διαφανείς αν εστιάσεις μακριά, μέσα από αυτές, αυτοανακλαστικές αν το βλέμμα σου προσηλωθεί στην επιφάνειά τους.
Οι τρεις Σωματοφύλακες-υπερασπιστές του χρυσελεφάντινου πύργου της υψηλής τέχνης –την ιερότητα του οποίου βεβήλωσαν υποτίθεται οι βάρβαροι, οι απολίτιστοι που τόλμησαν να εξεγερθούν–, εκτός από την ευγενή καταγωγή τους θέλουν να επιδείξουν γενναιοφροσύνη και πνευματικό σθένος, όπως αρμόζει να κάνουν οι «διανοούμενοι» στις ζοφερές περιστάσεις, όταν ο κίνδυνος ανατροπής των δεδομένων (και των βολεμένων) είναι κάτι παραπάνω από μια αφηρημένη απειλή, απλώς μια μακρινή σκιά στον ορίζοντα. Οι εξεγερμένοι των ελληνικών πόλεων, μαθητές, φοιτητές, παραβατικοί, μετανάστες, εργαζόμενοι, αποκλεισμένοι, αυτά τα οργισμένα υποκείμενα που έδωσαν αίφνης σάρκα και πνεύμα στη μέχρι πρότινος άμορφη σκιά, στο φάντασμα που εδώ και καιρό πλανάται πάνω από τον πλανήτη, είναι γι’ αυτούς τα μιάσματα («απόβλητοι της κοινωνίας», όπως τους θέλουν κάποιοι εξίσου φωτισμένοι πολιτικοί μας), που προκαλούν το κοινό αίσθημα με την ανάρμοστη συμπεριφορά τους. Απ’ ό,τι φάνηκε από τα όσα συνέβησαν τις τελευταίες μέρες, δεν θέλουν να κάθονται φρόνιμα στ’ αυγά τους και να παρακολουθούν την παράσταση της ζωής τους να παίζεται ερήμην τους, μπροστά στα μάτια τους, το θεατρικό έργο κάποιας συγγραφικής ιδιοφυΐας, διευθυνόμενο με απαράμιλλο οίστρο, αν και με μια δόση σαδισμού απέναντι στους χαρακτήρες, από έναν εξίσου εμπνευσμένο σκηνοθέτη. Παραβαίνουν τον κανόνα, δεν θέλουν να συμπεριληφθούν στην δική «μας» κοινωνία. Ας τους εξοστρακίσουμε λοιπόν…
Αλήθεια, «πού μπαίνει το όριο σε αυτή την κωμικοτραγική “πολιτιστική επανάσταση” των απολίτιστων;» Φωνάζουν, σπάνε και καίνε, πετάνε πέτρες και μολότοφ, οργανώνουν πορείες, καταλήψεις, ανοιχτές συνελεύσεις, συγκρούονται με τους μπάτσους, τους φασίστες και τους παρακρατικούς, φτιάχνουν πανό, γράφουν κείμενα, σχεδιάζουν εικόνες, δράσεις και χάπενινγκ, επινοούν συνθήματα και μη συμβατικούς τρόπους επικοινωνίας και οργάνωσης, συμμετέχουν, γελούν, ελπίζουν, συζητούν, ονειρεύονται και διατρανώνουν την αλληλεγγύη τους, παρεμβαίνοντας ενεργά στη σκηνοθεσία όσο και στο ίδιο το έργο της ζωής τους. Ποιοι είναι όλοι αυτοί, και τι να θέλουν άραγε; Γιατί μιλούν για αξιοπρέπεια, δικαιοσύνη και ελευθερία; Τι γλώσσα ακατανόητη αν και παράδοξα οικεία είναι αυτή που χρησιμοποιούν; Γιατί γελάνε, αστειεύονται και ενίοτε θυμώνουν; Και γιατί είναι τόσοι πολλοί και τόσο ανεξέλεγκτοι πια;
Τι ακριβώς είναι αυτό που εγείρει τη μήνιν των τριών κομψευόμενων διανοούμενων; Ότι «ανεχόμαστε αγόγγυστα την κάθε ομάδα “επαναστατημένων” νεαρών να μαγαρίζει(!) ανενόχλητα την Ακρόπολη»; Ότι λερώθηκαν με σπρέι οι φρεσκοβαμμένοι τοίχοι του «καινούργιου, καθαρού φουαγιέ»(!) του Εθνικού; Ότι κάποιες θεατρικές παραστάσεις διακόπηκαν και κάποιοι ενοχλήθηκαν γιατί τους χάλασε η βραδιά; Ότι ακούστηκε ο οργισμένος λόγος ανθρώπων που δεν υποδύονταν το ρόλο για τον οποίο τους είχαν προορίσει; Ότι οι ίδιοι και οι όμοιοί τους δεν αποτελούν πια το επίκεντρο του ενδιαφέροντος και ότι η τέχνη τους πνέει τα λοίσθια μαζί με τη νομιμοποίηση της «κοινωνίας» μας; Ότι αμφισβητούνται τα θέσφατα του «πολιτισμού» μας; Ότι κάποιοι –νέα και ωραία αγόρια και κορίτσια κυρίως– αμφισβητούν έμπρακτα κάθε είδος διαμεσολάβησης και χειραγώγησης και εξεγείρονται ενάντια στον καθωσπρεπισμό και την υποκρισία τους;
Ας αφήσουν κατά μέρους τις ρητορικές νουθεσίες και ας μας πουν επιτέλους ξεκάθαρα τι είναι αυτό που κατά τη γνώμη τους διακυβεύεται σε αυτή την εξέγερση. Τι είναι αυτό που κινδυνεύει από αυτήν και που αξίζει να το διασώσουμε. Οι «εκ του ασφαλούς αντι-εξουσιαστές» πήραν θέση και ανέλαβαν την ευθύνη των λόγων και των πράξεών τους. Διατράνωσαν την αντίθεσή τους στη βαρβαρότητα, λόγω και έργω. Και κάποιοι από αυτούς θα πληρώσουν την εξέγερσή τους με βαρύ τίμημα. Ό,τι κι αν κατηγορούνται ότι δήθεν έπραξαν, ωστόσο, δεν είναι αυτοί που κακοποιούν και δικάζουν ανήλικα παιδιά με τρομονόμους, κι ούτε πάλι είναι αυτοί που οδηγούν ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού στην ανέχεια, στο περιθώριο και την απελπισία. Όπως επίσης δεν είναι αυτοί που ληστεύουν με κάθε μέσο και τρόπο (νομιμοφανώς πάντα!) τον κοινωνικό πλούτο, καταστρέφοντας ολοσχερώς τους ανθρώπους, την κοινωνία και το περιβάλλον.
Ο μηχανισμός που παρέταξε ορδές μπάτσων για να φυλάξουν το γελοίο δέντρο του δημάρχου Κακλαμάνη στην πλατεία του Συντάγματος δεν προστάτεψε ούτε την Πάρνηθα, ούτε τη μισή Πελοπόννησο όταν παραδόθηκαν στις φλόγες από τα «νόμιμα επιχειρηματικά συμφέροντα». Οι ευφυείς συγγραφείς μας δεν οσμίζονται τάχα μου τι γίνεται τώρα στον Ελαιώνα, παρά τη βρώμα που ζέχνει… Οι λαλίστατοι απολογητές της «νομιμότητας» και των αρχών της «κοινής μας ζωής» καταπίνουν τη γλώσσα τους και περί άλλα τυρβάζουν όταν θα έπρεπε να μιλήσουν, αν όχι να κραυγάσουν. Καταλαβαίνουμε βέβαια ότι η αγωγή και η παιδεία τους δεν τους επιτρέπει να εξεγείρονται, θεωρώντας κάθε μορφή εξέγερσης «ανορθολογική» και επικίνδυνη, μη συναφή με τους καλούς τρόπους των καλλιεργημένων αστών, αν και υποτιμούν τις αιματηρές επαναστάσεις με τις οποίες οι ίδιοι επιβλήθηκαν. Δεν κραυγάζουν ποτέ, ακόμα κι όταν η οργή τούς πνίγει. Αντ’ αυτού, φροντίζουν με το κομψό ύφος και τον μειλίχιο τόνο τους, επικαλούμενοι τα υψηλά ιδανικά και την κοινωνία «μας», να κάνουν εξίσου καλά, αν όχι και καλύτερα, ό,τι άλλοι (παπάδες, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, συνδικαλιστές, πανεπιστημιακοί, κομματικά στελέχη, κ.λπ. κ.λπ.) κάνουν με πιο άκομψο και χυδαίο τρόπο. Να υπερασπίζονται δηλαδή από τη θέση των προνομιούχων την σάπια και άδικη τάξη πραγμάτων και να σπιλώνουν κάθε εναντίωση σε αυτήν, συκοφαντώντας και διαβάλλοντας τους αγώνες των ανθρώπων που εξεγείρονται. Χωρίς να το καταλαβαίνουν, ωστόσο, καταβαραθρώνονται οι ίδιοι στο χάσμα που άνοιξε η ανοησία τους και η αφ’ υψηλού θεώρησή τους, η οίηση και η αηδία που εξέφρασαν. Οι «καλλιγραφίες» τους αιωρούνται μετέωρες, λίγο άσχετες λίγο ελαφρές, παραμένουν ιπτάμενες, αλγεινές και αποκομμένες από την αντίδρασή μας στα γεγονότα και τη συμμετοχή μας στην εξέγερση. Ας μείνουν, λοιπόν, έμπλεοι απορίας, να κοιτάζουν καθώς τους προσπερνάμε. Ο πολιτισμός τους είναι η βαριά σιδερένια αλυσίδα που τους καθηλώνει. Ίσως να ήθελαν, μα δεν μπορούν να ακολουθήσουν. Είναι φυλακισμένοι στον πύργο τους κι εκεί θα μείνουν, μίζεροι και μόνοι, με έσχατη συντροφιά την ηχώ των κούφιων λέξεων της στιλπνής πρόζας τους, να υπερασπίζονται τα άδεια πλέον από το σφρίγος της ζωής τείχη. Αυτά θα γίνουν αναπόφευκτα και ο τάφος τους… Τα λόγια τους σαν ψίθυρος θα σβήσουν και κανείς δεν θα τα μνημονεύει πια.
Τους προσπερνάμε και τους λέμε ότι αρνιόμαστε από δω και μπρος να ζήσουμε με τις ψευδαισθήσεις που αφειδώς μας πουλάνε. Γευτήκαμε την πραγματική ελευθερία, και το μεθύσι της μας έχει συνεπάρει τόσο που για μας δεν υπάρχει επιστροφή στην «ομαλή ζωή» που αυτοί χαίρονται να διαφημίζουν. Δεν τους χαρίζουμε τίποτα! Δεν τους χαρίζουμε τις μικρές στιγμές της νίκης μας, την επανάκτηση της αξιοπρέπειάς μας. Δεν τους χαρίζουμε καν τον οίκτο μας. Όσο σφοδρά κι αν βάλλουν με τα κανόνια τους δεν μπορούν πια να μας πλήξουν. Είμαστε άτρωτοι, γιατί είμαστε πολλοί, αλληλέγγυοι και αποφασισμένοι!

Κοινωνική έκρηξη και πολιτικό νόημα

Του Φώτη Τερζάκη

H αιφνίδια κοινωνική έκρηξη των τελευταίων ημερών έσπειρε σε όλους μας ρίγη τρόμου και ανησυχίας – για διαφορετικούς λόγους. Πολλοί τρόμαξαν από την αγριότητα και τον τυφλό χαρακτήρα που όλο και περισσότερο παίρνουν τέτοια συλλογικά φαινόμενα στις ημέρες μας, σαν μια πυρκαγιά που καίει αδιακρίτως οτιδήποτε βρει μπροστά της• άλλοι όμως τρομάξαμε από τους όρους με τους οποίους συνεχίζει να παίζεται το παιχνίδι από τους εκπροσώπους του πολιτικού συστήματος και τους επαγγελματίες διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Θυμάμαι το κλίμα των ημερών όπου στο επίκεντρο των συζητήσεων ήταν η λεγόμενη τρομοκρατία (της «17ης Νοέμβρη») όταν, με τον ίδιο τρόπο, πριν εκφέρεις δημόσια κρίση όφειλες να περάσεις από το ταπεινωτικό τελετουργικό της αποκήρυξης και της καταδίκης. Να υπογράψεις δήλωση νομιμοφροσύνης δηλαδή, πράγμα που ανατρίχιασα όταν είδα και πάλι να το ζητούν –και με τον τρόπο που το ζητούσαν– αυτές τις ημέρες από εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ.
Όχι φυσικά ότι πιστεύει κανένας πως ο ΣΥΡΙΖΑ είχε οποιαδήποτε επιρροή στους εξεγερμένους και μία δήλωσή του θα άλλαζε την έκβαση των γεγονότων. Το θέμα ήταν να κατασκευαστεί εκείνη η συναίνεση του πολιτικού συστήματος (γι’ αυτό το ΚΚΕ επαινέθηκε τόσο γενναιόδωρα) που θα επέτρεπε στο μεν πρακτικό πεδίο τη μεθόδευση δοκιμασμένων πρακτικών καταστολής, στο δε θεωρητικό την απόκρυψη των κοινωνικών αιτίων της έκρηξης. Σαν να λέμε, είμαστε όλοι στο πλευρό των μαθητών που διαδηλώνουν ειρηνικά για τον θάνατο του συμμαθητή τους αλλά θα πατάξουμε ανελέητα οιοδήποτε ξεχείλισμα οργής ενάντια στην κοινωνία• επικρίνουμε την αυθαιρεσία της αστυνομίας, τα δημοκρατικά ελλείμματα των υπηρεσιών, την αναποτελεσματικότητα της παρούσας κυβέρνησης, κλπ. αλλά θα διασύρουμε οιονδήποτε τολμήσει να καταγγείλει το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του και μιλήσει για το ψεύδος της «δημοκρατίας» που τσακίζει τη δυνατότητα διαφανών διαβουλεύσεων στη δημόσια σφαίρα, που συσσωρεύει τον κοινωνικό πλούτο σε όλο και λιγότερα χέρια, που παράγει αποκλεισμό για όλο και μεγαλύτερα κομμάτια της κοινωνίας πετώντας τα απλώς να πεθάνουν στον δρόμο – εν ολίγοις, για το ότι η ίδια η κοινωνία έχει προ πολλού διαλυθεί, λειτουργώντας ως αγορά με μοναδική κινητήρια δύναμη το κεφαλαιοκρατικό κέρδος.
Για πρώτη φορά όμως η μεθόδευση απέτυχε παταγωδώς. Και απέτυχε κυρίως λόγω της μαζικότητας και του βάθους της διαμαρτυρίας, που ήταν ο όντως απρόβλεπτος παράγοντας: διότι «200-300 κουκουλοφόρους» μπορείς εύκολα να τους απομονώσεις, να τους σπιλώσεις, αν χρειαστεί και να τους πυροβολήσεις, δεν μπορείς όμως να ποινικοποιήσεις μερικές χιλιάδες ανθρώπους από άκρη σε άκρη της χώρας… Ακόμα και το μείζον στρατήγημα του κατεξουσιασμού, το «διαίρει και βασίλευε» που στρέφει τη μία κοινωνική ομάδα εναντίον της άλλης, μπλοκάρισε, όταν είδαμε ακόμη και ανθρώπους των οποίων τα υλικά συμφέροντα θίχτηκαν να διστάζουν να συνταχθούν με τους μηχανισμούς οι οποίοι ήδη με πολλούς τρόπους τούς συνθλίβουν. Βεβαίως, καθένας με στοιχειώδη κρίση αντιλαμβάνεται ότι σε ένα ξεχείλισμα μαζικής δυσφορίας δεν μπορούν να χαραχτούν ευδιάκριτες διαχωριστικές ανάμεσα στους ειρηνικούς διαδηλωτές, εκείνους που απαντούν δυναμικά στις προκλήσεις της καταστολής, τους εξαγριωμένους από τη στέρηση που δρουν με τυφλή μανία και όσους επωφελούνται πλιατσικολογώντας ένα μηδαμινό ξύσμα της ευτυχίας που προορίζεται πάντα για άλλους… Ακόμα περισσότερο, αντιλαμβάνεται ότι η πολιτική σημασία των συλλογικών πράξεων δεν ταυτίζεται με ό,τι οι ίδιοι οι δρώντες λένε (ή είναι ανίκανοι να πουν) αλλά αναδύεται εκ των υστέρων μέσ’ από τον μεθοδικό φωτισμό των κινήτρων τους, που είναι σε τελευταία ανάλυση κοινωνικά καθορισμένα και σπανίως ολότελα διαφανή στους ίδιους. Μόνο έτσι μπορούμε να μεταφράσουμε την κοινωνική έκρηξη σε πολιτικό νόημα και πολιτικό λόγο – και είναι αυτό ακριβώς που χρειάζεται τώρα να κάνουμε.
Ό,τι, δηλαδή, ούτε μπορούν ούτε θέλουν να κάνουν οι κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις. Επί μία τουλάχιστον εβδομάδα η κυβέρνηση δεν πατούσε πουθενά και θα μπορούσε με ένα ελάχιστο φύσημα να πέσει – αν δεν τη στήριζε το ίδιο το πολιτικό σύστημα, δηλαδή η «μείζων αντιπολίτευση» και οι εξ αντικειμένου συνοδοιπόροι της. Αγορασμένες σύσσωμες από τις πραγματικές (και αθέατες) κεφαλαιοκρατικές ελίτ, οι κυβερνητικές «πλειοψηφίες» φαίνονται ανίκανες να συλλάβουν οιοδήποτε κοινωνικό μήνυμα και να εξαγάγουν τις απαιτούμενες πολιτικές σημασίες. Οπότε, τι μέλλει γενέσθαι; Είναι το πιο δύσκολο ν’ απαντήσει κανείς• όλα δείχνουν ωστόσο ότι ελάχιστα πράγματα μπορούν να γίνουν μεμονωμένα, σε εθνικό επίπεδο. Το καλύτερο που έχουμε να ελπίσουμε είναι μια αλυσίδα διαδοχικών εξεγέρσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη –η οποία έχει τα μάτια στραμμένα τούτη την ώρα στην Ελλάδα και πασχίζει να αντλήσει μαθήματα– που, πιέζοντας αφόρητα τις κυρίαρχες ελίτ, θα ανοίξουν μια πιθανότητα αναδιαπραγμάτευσης με την κοινωνική βάση: μια επαναφορά της πολιτικής, δηλαδή, την οποία έχει σήμερα εκτοπίσει η άνωθεν τεχνοκρατική διεύθυνση... Αλλιώς δεν θα μπορούμε καν να μιλάμε πλέον για «κοινωνικές εξεγέρσεις» αλλά μάλλον για κοινωνικό πόλεμο, χωρίς λόγο και χωρίς κανόνες, χωρίς αυτοσυντηρητικούς μηχανισμούς, μέσα στον οποίον θα καταποντιστούν οι κοινωνίες της θεσμοποιημένης ανισότητας μαζί με το ίδιο το λεηλατημένο περιβάλλον.

Μανιφέστο για τους Καιρούς που Ζούμε!

Του inlovewithlife

Την τελευταία εβδομάδα η μαθητιώσα νεολαία βρίσκεται στους δρόμους. Την τελευταία εβδομάδα για τα κακώς κείμενα της κοινωνίας μας ξελασπώνουν τα παιδιά μας. Τώρα έρχεται η δική μας ώρα. Από εδώ και πέρα αρχίζει αυτή η ανένδοτη αλληλουχία γεγονότων, που βάζει εμάς να γράφουμε ιστορία. Από εδώ και πέρα αρχίζουμε όλοι να παίρνουμε τα πράγματα στα χέρια μας με σκοπό να αλλάξουμε τις ζωές μας.
Δεν υπάρχουν έτοιμες συνταγές σε αυτά που από εδώ και πέρα κάνουμε. Υπάρχει μόνο η φαντασία και η διάθεση να αλλάξουμε τα πράγματα προς το καλύτερο και το δικαιότερο. Ούτε υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές σε αυτά που από εδώ και πέρα κάνουμε. Γι’ αυτό σπάμε ηλίθιους διαχωρισμούς σε αριστερούς και δεξιούς, αφήνουμε πίσω κομματικές ταυτότητες και γραμμές, πετάμε στα σκουπίδια ό,τι μας μπλοκάρει, σκεφτόμαστε ελεύθερα, λειτουργούμε συλλογικά και αλληλέγγυα.

Κάνουμε από τα πιο απλά, όπως:
# Πιάνουμε κουβέντα με όλους για όλα, όχι τα συνηθισμένα αλλά αυτά που μας βασανίζουν.
# Γράφουμε μόνοι μας ή με άλλους ένα φλογερό κείμενο, το βγάζουμε φωτοτυπίες και το μοιράζουμε στον κόσμο.
# Παίρνουμε με τους φίλους μας φύλλα ταπετσαρίας, γράφουμε σε αυτά συνθήματα που μας αρέσουν όπως “όλοι στους δρόμους”, “κάντε συνελεύσεις παντού” και τα κολλάμε σε όλα τα λεωφορεία. Το μήνυμά μας να φτάσει σε όλη την πόλη.
# Κάνουμε αυθόρμητες εκδηλώσεις στους δρόμους της πόλης, ό,τι γουστάρει και αγαπά ο καθένας.
# Πηγαίνουμε στις καταλήψεις των μαθητών, κουβεντιάζουμε με τα παιδιά, ακούμε αυτά που έχουν να μας πουν, τα στηρίζουμε ψυχολογικά.
# Συμμετέχουμε σε εκδηλώσεις, πορείες, διαδηλώσεις, συνελεύσεις.
# Δεν καθόμαστε μόνοι σπίτι μας. Η σύναξη κάτω του ενός ατόμου τιμωρείται με απουσία από την ιστορία. Έχει ωραίο Ήλιο και ωραίους Ανθρώπους έξω.

Μέχρι τα λίγο πιο πολύπλοκα, όπως:
Όσοι συμμετέχουμε σε κινήματα πόλης και συλλόγους καλούμε σε τοπική πορεία και μετά λαϊκή συνέλευση. Αν μπορούμε, καταλαμβάνουμε κάποιο δημόσιο χώρο και τον κάνουμε σπίτι μας, καλώντας εκεί τοπικές συνελεύσεις. Στις συνελεύσεις συζητάμε αρχικά ό,τι μας βασανίζει, από το πιο απλό ως το πιο σύνθετο και μετά προτείνουμε και συζητάμε λύσεις. Μεταξύ μας την ξύλινη γλώσσα των πολιτικών την αφήνουμε στους πολιτικούς.
Όσοι συμμετέχουμε σε σωματεία εργαζομένων σπάμε επειγόντως ό,τι έχει μπλοκάρει τη δράση τους ως τώρα. Περνάμε ψηφίσματα, καλούμε τους εργαζομένους για συμμετοχή στις πορείες και στις συνελεύσεις μας, ενισχύουμε τις δημοκρατικές διαδικασίες, συντονιζόμαστε με άλλα σωματεία, καλούμε σε απεργία. Ξεπερνάμε χωρίς πολλά πολλά τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, πρωτοβάθμιες ή δευτεροβάθμιες, αν είναι διεφθαρμένες και εμποδίζουν σε όλα αυτά.
Όσοι συμμετέχουμε σε κόμματα ή σε αρτηριοσκληρωμένες καταστάσεις δεν υπακούμε σε γραμμές. Η δική μας άποψη για τα πράγματα έχει μεγαλύτερη αξία από αυτή της γραμμής. Όπως και η άποψη του διπλανού. Η αλήθεια της γραμμής δεν καλύπτει την αλήθεια κάθε ανθρώπου. Η αλήθεια κάθε ανθρώπου όμως αλλάζει την πραγματικότητα. Και αυτό γίνεται εδώ και τώρα.

Μην κοιτάτε αποσβολωμένοι όσοι διαβάσατε το κείμενο. Αυτά και άπειρα άλλα ΉΔΗ συμβαίνοουν. Τα media απέδειξαν πόσο ΛΙΓΑ είναι. Πάρτε την κατάσταση στα χέρια σας. Χρησιμοποιείστε το tag "griots" για ότι ανεβάσετε ή έχετε ήδη ανεβάσει σχετικό με το θέμα. ΚΑΙ η ενημέρωση στα χέρια μας.

Προς τους δημοσιογράφους: Να χαρείτε, σταματήστε να βιντεοσκοπείτε ή να μεταδίδετε τα δάχτυλο αντί για το φεγγάρι. Εντάξει, ακούσαμε εκατομμύρια φορές για τα 250 καταστήματα που έπαθαν ζημιές. Για τη νεολαία όμως, για την κοινωνία και τα προβλήματά της δεν ακούσαμε τίποτα. Τι νομίζετε ότι όλοι αυτοί που γεμίζουν τις διαδηλώσεις, τις συνελεύσεις κ.τ.λ. είναι βαλτοί; Έχετε καταντήσει πια γραφικοί. Όσο και να θέλετε, ο κόσμος πλέον για πρώτη φορά συζητάει και κατεβαίνει στους δρόμους για άλλα πράγματα από αυτά που του μεταδίδετε. Συνεχίστε αυτή τη χαζή κωμωδία. Αυτή τη φορά θα την παίζετε χωρίς θεατές.
Προς τους καλλιτέχνες: Καιρός να βγείτε στους δρόμους. Δεν γίνατε αυτό που γίνατε, για να εκτελείτε μπροστά σε κλειστά μάτια/ώτα. Γεμίστε την πόλη με δρώμενα. Πάτε στις συνελεύσεις και προτείνετε θεατρικές παραστάσεις, μουσικές εκδηλώσεις, καλλιτεχνικά δρώμενα και θα δείτε ανταπόκριση. Κατεβείτε στις διαδηλώσεις με δρώμενα. Τι ακριβώς περιμένετε, για να σταματήσετε τον εκφυλισμό στον οποίο έχει φτάσει η τέχνη σήμερα;
Προς τους ανθρώπους του πνεύματος: Εδώ δύσκολα τα πράγματα. Εσάς σας έχει βαρέσει τόσο η μαλακία τα τελευταία χρόνια, που σήμερα έχετε φτάσει στο σημείο να αναμασάτε την προπαγάνδα των καναλιών, που μεταδίδει το κράτος. «Όχι άλλη Βία», “Βάνδαλοι”, “γνωστοί - άγνωστοι”, “τα παιδιά σήμερα δεν έχουν καλή ανατροφή”. Ξυπνήστε από τον λήθαργο, στον οποίο έχετε περιπέσει και ως γερασμένα μυαλά που είστε ενωθείτε και εσείς με τον κόσμο και κάντε ένα ελάχιστο κάτι. Η πνευματική “πρωτοπορία” αυτής της κοινωνίας είστε αναντίστοιχη της εποχής και αυτό είναι η χειρότερη βρισιά για εσάς.
Προς τους πολιτικούς: Αφού δεν υπάρχετε, που δεν υπάρχετε, δεν πάτε σπίτια σας; Στις τελευταίες εκλογές υπήρχε ένα μπλουζάκι που έλεγε «ψήφο σε κανένα πούστη, μπουρδέλο τα κάνω και μόνος μου».
Προς τους «καπιτάλες»: Μμμ, κάτι μου λέει ότι τελικά εσείς παίρνετε όλες τις αποφάσεις άρα εσείς είστε και το πρόβλημα. Φροντίστε να συνηθίσετε αυτούς τους καιρούς που ζούμε σε μία άλλη ποιότητα δημοκρατίας. Κάτι τρίζει; Μην φοβάστε, μάλλον είναι το έδαφος κάτω από τα πόδια σας.

Αγνοείστε τα μμε! Κατεβείτε στους δρόμους!

Τα μμε απέδειξαν περίτρανα αυτές τις μέρες ότι δεν είναι παρά μηχανισμοί κατασκευής συναίνεσης προς χάρη της άρχουσας τάξης και του συστήματος. Το ίδιο έκαναν και πολλοί «επώνυμοι» μπλόγκερς (η δήθεν «δημοσιογραφία των πολιτών», τρομάρα τους), οι οποίοι μπροστά στο «παράθυρό τους στον κόσμο» ξεφωνίζουν μαλακίες, αγανακτισμένοι τάχα μου για την «κατάπτωση της δημοκρατίας μας». Τα ασύστολα ψεύδη, η συκοφαντία, η απόκρυψη, η διαστρέβλωση και η συγκάλυψη ξεπέρασαν κάθε όριο που μόνο σε ολοκληρωτικά καθεστώτα δικαιολογείται. Και μην βιαστούν κάποιοι να μας πουν ότι εδώ το κράτος δεν επέβαλε σε κανένα μμε λογοκρισία, ότι έχουμε δημοκρατία, ελευθερία έκφρασης, κ.λπ., κ.λπ.. Ας αναρωτηθούν «σε ποιον ανήκουν τα μμε;» και θα καταλάβουν τι βλέπουν και τι ακούν αυτές τις μέρες. Βαρέθηκα πια αυτή την υφέρπουσα φασιστοειδή λογική της «φιλελεύθερης δημοκρατίας» και όλες τις γελοιότητες που την υποστηρίζουν. Όλοι αυτοί οι κουστουμάτοι κύριοι και οι ξανθές κυρίες, αλλά και οι «want to be a star» του διαδικτύου και των «νέων μέσων», δεν θα δαγκώσουν ποτέ (μα ποτέ!) το χέρι που τους ταΐζει. Και δεν εννοώ τα αφεντικά τους καθώς πολλοί από αυτούς ισχυρίζονται ότι δεν έχουν κανέναν πάνω από το κεφάλι τους, αλλά το σύστημα και τις «αξίες» του: τη «δημοκρατία», την «περιουσία», την «ελευθερία», την «ισότητα», τη «δικαιοσύνη», την «αξιοκρατία», τον «πολιτισμό».

Όσοι βρίσκονται στους δρόμους, στις σχολές, στα στέκια, στις συνελεύσεις, μαθητές, φοιτητές και εργαζόμενοι, ξέρουν ότι αυτές τις μέρες ζουν κάτι μεγαλειώδες και σημαντικό, μια ιστορική αστεακή εξέγερση που λόγω των ποιοτικών και ποσοτικών χαρακτηριστικών της δεν μοιάζει με καμία από τις προηγούμενες. Τα μμε θέλουν να παρουσιάσουν μια εικόνα χάους, μιας «κοινωνικής αναταραχής» που δεν έχει κανέναν πολιτικό στόχο αλλά, όπως έλεγε κι ένας πάνσοφος καθηγητής πανεπιστημίου ψες στην ΕΤ3, είναι μια «συναισθηματική αντίδραση»!!! Αυτά τους συμφέρει αυτά λένε.

Χθες, μετά την πορεία, έγιναν ανοιχτές συνελεύσεις σε σχολές (ήμουν στο ΕΜΠ) όπου πάρθηκαν αποφάσεις για την συνέχιση και την οργανωμένη κλιμάκωση του αγώνα σε όλα τα επίπεδα. Το Πολυτεχνείο θα είναι το συντονιστικό κέντρο και γίνεται προσπάθεια οργάνωσης ενός δικτύου αντι-πληροφόρησης, με ραδιοφωνικό σταθμό, ιστοσελίδα, κ.λπ.. Τέθηκαν συγκεκριμένα πολιτικά αιτήματα (αφοπλισμός της αστυνομίας, κατάργηση μονάδων καταστολής, τιμωρία των ενόχων για όλα τα μέχρι σήμερα εγκλήματα των μπάτσων, απελευθέρωση όλων των συλληφθέντων και όλων των αγωνιστών κρατουμένων, παραίτηση της κυβέρνησης, κ.ά.). Η συνέλευση κάλεσε όλες και όλους να συμμετέχουν ενεργά στην κατάληψη και να μην επιτρέπουν στις δυνάμεις καταστολής και στους φασίστες συντρόφους τους να επιδίδονται σε ένα όργιο κατασταλτικής βίας καθημερινά. (Παρεμπιπτόντως, όταν συμβαίνει το μακελειό, οι τηλεοπτικές κάμερες που όταν θέλουν πάνε παντού -μη μας πουν τώρα ότι στα Εξάρχεια είναι πιο επικίνδυνα από ότι στη Βαγδάτη-, ως δια μαγείας στρέφονται αλλού. Ο δε φωτογράφος που τράβηε τη φωτογραφία με τον ματατζή που σημαδεύει τους διαδηλωτές με περίστροφο απολύθηκε από τον "Ελεύθερο Τύπο". Τι σημειολογική ειρωνεία! Η εφημερίδα αυτή είναι "ελεύθερος" Τύπος όσο "ελεύθερη" είναι η δημοκρατία.)

Είναι υποχρέωση κάθε ελεύθερα σκεπτόμενου ανθρώπου και καθενός που πιστεύει σε μια άλλη κοινωνία, να συνδράμουν με κάθε τρόπο και χωρίς κανέναν ενδοιασμό τον αγώνα που συνεχίζεται.
Να κατέβουν στις πορείες (σήμερα Πέμπτη, 18.00 στα Προπύλαια, Παρασκευή, 12.00 στα Προπύλαια, 15.30 στο Σύνταγμα, και όπου αλλού), να συμμετέχουν στις ανοιχτές συνελεύσεις και στις επιτροπές συντονισμού και ενίσχυσης, να περιφρουρήσουν με την παρουσία τους το κίνημα από τη βάρβαρη κρατική καταστολή και να αντισταθούν αν χρειαστεί.
Τώρα δεν είναι ώρα για αναλύσεις και αναστοχασμό, είναι ώρα της δράσης! Τίποτα δεν έχει τελειώσει, τίποτα δεν έχει χαθεί. Όλα είναι ανοιχτά και περιμένουν εμάς να τα διαμορφώσουμε.

Ένα πρώτο σχόλιο για τις αστιακές εξεγέρσεις

Όσοι έσπευσαν να βγάλουν γρήγορα συμπεράσματα από τα πρωτόγνωρης έντασης και έκτασης γεγονότα των τριών τελευταίων ημερών, που μετέτρεψαν αρκετές πόλεις σε μικρά ή μεγάλα πεδία μάχης, θα πρέπει να είναι πολύ επιφυλακτικοί και να μην παρασύρονται από καθεστωτικές λογικές του τύπου «η βία γεννάει τη βία» (αυτό όλοι το ξέρουμε!) ή να αποδίδουν ό,τι γίνεται στους «γνωστούς-άγνωστους» και στους «κουκουλοφόρους» ή, ακόμα ακόμα, να επισείουν τον κίνδυνο της «συντηρητικής στροφής» του εκλογικού σώματος λόγω του φόβου που συσπειρώνει τα πιο συντηρητικά τμήματα της κοινωνίας. Γιατί πίσω από την «κουκούλα» δεν κρύβονται οι «εχθροί της κοινωνίας», κρύβονται τα παιδιά της, και κάτω από την οργή που έβγαλε χιλιάδες ανθρώπους στο δρόμο σοβεί μια υπερσυμπυκνωμένη πια κοινωνική ένταση που δημιουργεί η κοινωνική πραγματικότητα και τα αδιέξοδα ενός αυτοκαταστροφικού πολιτισμού.
Ούτε φυσικά, συμμερίζομαι την άποψη κάποιων άλλων, ανεγκέφαλων συνήθως, που θεωρούν τη βία αυτοσκοπό και το γενικευμένο μπάχαλο επανάσταση. Πιστεύω απαρέγκλιτα ότι το αναρχικό/αντιεξουσιαστικό/αυτόνομο κίνημα πρέπει να στραφεί στην κοινωνία, στους ανθρώπους με τα πραγματικά προβλήματα, επιθυμίες και ανάγκες, να εργαστεί μαζί τους για την πραγματική ανατροπή και όχι να αποξενωθεί πλήρως, στρεφόμενο εναντίον τους.
Καλά θα κάνουν να είναι πιο φειδωλοί στα συμπεράσματά τους και να μετριάσουν τις εμβριθείς αναλύσεις τους ιδιαίτερα όλοι εκείνοι που βγάζουν τα συμπεράσματά τους παρακολουθώντας τις εξελίξεις εκ του μακρόθεν, από τα κάθε είδους μήντια, έντυπα και ηλεκτρονικά. Ή ακόμα κι εκείνοι που αποκαλούνται «ρεπόρτερ» και στήνονται πίσω από τις διμοιρίες των ΜΑΤ, ασκώντας περίπου καθήκοντα δημοσίων σχέσεων για την αστυνομία. Όποιος θέλει να αφουγκραστεί τι συμβαίνει πραγματικά πρέπει να βγει στο δρόμο, να συμμετάσχει σωματικά στον παλμό του οργισμένου πλήθους· να βρεθεί με χιλιάδες άλλους ανθρώπους κάθε ηλικίας, να δει, να ακούσει, να συζητήσει· να καταλάβει, όσο μπορεί κανείς να καταλάβει, τι είναι αυτό που προκάλεσε την έκρηξη.

Θα επανέλθω αναλυτικότερα όταν θα έχω σαφέστερη αντίληψη των γεγονότων και κυρίως όταν θα διαφανεί τι θα γίνει όταν αυτά, αναπόφευκτα, κοπάσουν.
Αναδημοσιεύω ωστόσο ένα κείμενο που έγραψα την προηγούμενη Πέμπτη, 4 του μήνα, σαν σχόλιο σε ένα κείμενο του Μανώλη Ανδριωτάκη για τη «γηπεδοποίηση» της μπλογκόσφαιρας. Αν και φαινομενικά άσχετο, το σχόλιο αυτό αποδεικνύεται αρκετά συναφές με τα όσα διαδραματίζονται αυτές τις μέρες.

«Αγαπητέ Μανώλη,
Παρακολουθώ από καιρό με ενδιαφέρον το μπλογκ σου, αποφεύγω ωστόσο να σχολιάσω τα κείμενά σου μιας και στα περισσότερα ζητήματα η οπτική μου είναι τελείως διαφορετική από τη δική σου. Μια «κριτική» παρέμβαση εκ μέρους μου θα προκαλούσε πιθανότατα έναν ατέρμονα και μάλλον κουραστικό για τους αναγνώστες σου διάλογο. Κι αν πήρα τώρα την πρωτοβουλία να σχολιάσω το παρόν δημοσίευμά σου είναι γιατί θίγεις ένα από πολλές απόψεις επίκαιρο και σημαντικό ζήτημα, το ζήτημα του ανταγωνισμού.
Θεωρώ ότι ο κοινωνικός ανταγωνισμός, πέρα από τη συμβολική του διάσταση που εσύ εντοπίζεις στη «γηπεδοποιημένη» μπλογκόσφαιρα, ερείδεται στις υλικές βάσεις της ανθρώπινης ζωής και όχι απλώς στην «ανθρώπινη φύση», όπως θα ήθελαν οι Βρετανοί εμπειριστές και οι νεοφιλελεύθεροι. Το να μην λειτουργήσω λοιπόν «ανταγωνιστικά» (σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο) θα ήταν σαν να αποδεχόμουν εκ προοιμίου τη θέση σου, με την οποία όπως ήδη δήλωσα διαφωνώ.
Η διαφωνία μου μαζί σου είναι πως φαίνεται να ξεχνάς ότι ο ανταγωνισμός είναι μια υπάρχουσα κοινωνική πραγματικότητα που η κυρίαρχη ιδεολογία θέλει να εξαφανίσει σαν μιαρό σκουπίδι κάτω από το χαλί της ευπρέπειας, της τάξης, του κομφορμισμού και της συναίνεσης, αποβλέποντας σε πολιτικά οφέλη που αφορούν συγκεκριμένες μερίδες του πληθυσμού (για να μη χρησιμοποιήσω την αποτρόπαια για πολλούς λέξη «τάξεις»), αυτές οι οποίες επωφελούνται περισσότερο από το status quo. Ποιοι δεν θέλουν, από τη μια, τον ανταγωνισμό, αλλά, από την άλλη, θέλουν να διατηρήσουν τις παρούσες συνθήκες που τον προκαλούν; Τι νόημα έχει να μιλάς για τη δυνατότητα απάλειψης του ανταγωνισμού σε μια κοινωνία αδικίας, ανισότητας, κυριαρχίας και εκμετάλλευσης; Και πώς μπορούν να ξεπεραστούν πιθανώς αυτές οι συνθήκες που μόλις περιγράψαμε αν όχι μέσα από την ίδια τη διαπάλη και τον ανταγωνισμό;
Όμως, για να μην παρεξηγηθώ, είναι προφανώς άλλο η αφηρημένη «ανταγωνιστικότητα» και άλλο ο κοινωνικός ανταγωνισμός, με άλλα λόγια δηλαδή η κοινωνική πάλη. Και είναι άλλο πράγμα ο συμβολικός ανταγωνισμός π.χ. του ποδοσφαίρου, και εν γένει των σπορ και των αθλημάτων, και άλλο ο πραγματικός κοινωνικός ανταγωνισμός, έστω κι αν μεταξύ τους υπάρχει συνάφεια. Στην πρώτη περίπτωση, η ταύτιση των οπαδών με τις ομάδες τους είναι απολύτως ανοιχτή στην υποκειμενική συμβολική επένδυση. Η απόλυτη, διαχωριστική πόλωση «εμείς» και οι «άλλοι» πληρώνεται με ποικίλα υποκειμενικά περιεχόμενα: ταξικά, εθνικά, σεξιστικά, τοπικιστικά, κ.λπ. Το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο η βαλβίδα ασφαλείας για την εκτόνωση των ακραίων ενστίκτων βίας, ούτε μόνο μια «φαντασιακή κοινότητα» που υποστασιοποιείται ως μάζα στο γήπεδο, αλλά και μια μήτρα αναπαραγωγής των ανταγωνιστικών συνθηκών, όπως πολύ σωστά παρατηρείς, αφού μοιάζει να είναι μια χωροχρονική συμπύκνωση της θεαματικής κοινωνίας. Αυτή η «τελετουργική» διάσταση του ποδοσφαίρου μπορεί να βρεθεί σε αντίστοιχες πρακτικές των ανθρώπινων κοινωνιών από πολύ παλιά και δεν τονίζει, νομίζω, τίποτ’ άλλο παρά την πρωταρχική σημασία που έχει η συμβολική διάσταση με την οποία «οργανώνει» ο άνθρωπος τις σχέσεις του με τη φύση και την κοινωνία.
Για να γίνω κατανοητός θα πρέπει μάλλον πρώτα να αποσαφηνίσω την εκ μέρους μου χρήση του όρου «ανταγωνισμός». Θα έχει καταστεί μάλλον σαφές ότι για μένα ο ανταγωνισμός δεν είναι μια επιλογή που μπορεί να τη θεωρούμε σωστή ή λανθασμένη, «καλή» ή «κακή» – δεν πρόκειται καν για επιλογή! Είναι η αντικειμενική έκφραση στο κοινωνικό πεδίο συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων. Είναι η «ένταση» που απορρέει από τη σχέση κυρίαρχου-κυριαρχούμενου, εκμεταλλευτή και εκμεταλλευόμενου, «κυρίου» και «δούλου», και δεν εννοώ μόνο τις οικονομικές σχέσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο ανταγωνισμός είναι η μήτρα της αλλαγής, από αυτή θα προκύψει ό,τι νέο, και μόνο μέσα από αυτή την πάλη μπορούν πιθανώς να εξαλειφθούν οι προϋποθέσεις που αναπαράγουν τον ανταγωνισμό.
Θα πρέπει νομίζω να αντιμετωπίζουμε θετικά το γεγονός ότι ξέσπασαν και πάλι ιδεολογικές διαμάχες και ανταγωνισμοί που στη δεκαετία του ’90 και μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν ξεπερασμένες. Και δεν πρέπει να μας προκαλεί κατάπληξη ότι ο ανταγωνισμός των ιδεών, των απόψεων και των στάσεων μαίνεται στο διαδίκτυο, ειδικότερα εάν θεωρούμε ότι το διαδίκτυο είναι ένα νέο, δημοκρατικό μέσο, ανοιχτό στον καθέναν (αν και προσωπικά δεν συμφωνώ με αυτή την άποψη). Είναι φυσικό στην μπλογκόσφαιρα να οξύνονται φαινόμενα που η τηλεόραση, ας πούμε, δεν μπορεί να τα παράγει παρά μόνο να τα αναπαραστήσει ως εικόνα. Και αυτό διότι η τηλεόραση δεν είναι ένα «ανοιχτό» και δημοκρατικό μέσο όπως θέλει να παρουσιάζεται, αλλά ένα μέσο που ιδιωτικοποιήθηκε για να «εκδημοκρατιστεί», να ξεφύγει δήθεν από την ασφυκτική αγκάλη του κράτους και να περάσει εν τέλει στον «δημοκρατικό έλεγχο» της αγοράς όπου οι τηλεθεατές «ψηφίζουν» μέσω της AGB. Όμως η τηλεόραση, περνώντας στα χέρια των ιδιωτών και όχι ας πούμε στον πραγματικά δημοκρατικό έλεγχο των πολιτών (αν και οι συχνότητες είναι δημόσιο αγαθό), περιόρισε στο ελάχιστο το πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού για τον έλεγχό της και διεύρυνε τη λογική του εμπορικού ανταγωνισμού. Λόγω του ιδιοκτησιακού της καθεστώτος τοποθετείται λοιπόν αναπόφευκτα σε συγκεκριμένη θέση στο πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού. Δεν συμβαίνει το ίδιο με το διαδίκτυο, όπου οι ιδιοκτησιακές σχέσεις είναι πολύ πιο συγκαλυμμένες και η «πλατφόρμα» του μέσου πολύ πιο ανοιχτή. Εδώ τα προβλήματα που ανακύπτουν είναι πολύ διαφορετικά, έχουν όμως πάντοτε το ίδιο φόντο: μια εκ βάθρων άνιση κοινωνία.
Είναι κατά τη γνώμη μου λάθος να καταδικάζουμε το σύμπτωμα, τον ανταγωνισμό τον ίδιο δηλαδή, ως πηγή της γενικευμένης αγριότητας και βίας που αντανακλάται με ιδιαίτερη οξύτητα παντού γύρω μας σήμερα, και όχι την ασθένεια, δηλαδή τις πραγματικές αιτίες που τον προκαλούν. Από την ιδιωτική έως τη δημόσια σφαίρα οι εντάσεις και οι προστριβές είναι αλλεπάλληλες και συνεχείς γιατί οι ίδιες οι κοινωνικές σχέσεις μας είναι ανταγωνιστικές. Και φυσικά τα φαινόμενα αυτά θα εντείνονται όσο οι συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες που μας φέρνουν στις συγκεκριμένες θέσεις ανταγωνισμού δεν αλλάζουν ριζικά.
Ο ανταγωνισμός ως ένδειξη δήθεν «βαρβαρότητας» (βία, κανιβαλισμός, μιαρότητα, ιεροσυλία, κ.λπ. κ.λπ.) απηχεί τις αστικές αντιλήψεις για μια εύτακτη και ιεραρχικά οργανωμένη κοινωνία του αστικού πολιτισμού. Η αστική ιδεολογία αναγνωρίζει τον οικονομικό ανταγωνισμό ως θεμελιώδες κίνητρο για την παραγωγή πλούτου, ως «φυσικό» ανθρώπινο χαρακτηριστικό («πόλεμος όλων εναντίον όλων»), ενώ, από την άλλη, προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποσιωπήσει και να καταστείλει τον κοινωνικό ανταγωνισμό. Δεν είναι λοιπόν το «ανορθολογικό» στοιχείο («κοιτάξτε πώς συμπεριφέροντε οι οπαδοί στο γήπεδο!»), ή οι «διαστρεβλωμένες ιδεολογίες» που λέει και ο Ομπάμα (συμπεριλαμβάνοντας συλλήβδην σε αυτές ό,τι δεν συντονίζεται με το αμερικανικό όραμα για τον κόσμο), που δήθεν προκαλούν την κοινωνική αναταραχή, τον ανταγωνισμό και την πάλη, και που δεν μας αφήνουν να «προοδεύσουμε όλοι μαζί», να δημιουργήσουμε «νέα παραδείγματα», κ.λπ.. Γιατί, στην πραγματικότητα δεν είμαστε όλοι μαζί, οι «άνθρωποι» αφηρημένα. Ίσως θα έπρεπε, αλλά δεν είμαστε. Αντιθέτως, είμαστε διαχωρισμένοι μέσα σε ένα πολύπλοκο σύστημα πολιτικοοικονομικής ανισότητας, εξουσίας, καταπίεσης και εκμετάλλευσης, το οποίο είναι το πεδίο παραγωγή της ίδιας μας της υποκειμενικότητας. Μέσα σε αυτή την πολυπλοκότητα των σχέσεων και των διαφορετικών υποκειμενικών θέσεων προκύπτει ο σφοδρός ανταγωνισμός, και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού οι ίδιες οι καπιταλιστικές σχέσεις είναι ανταγωνιστικές.
Είναι προφανές λοιπόν γιατί ο ανταγωνισμός δεν θα εξαλειφτεί επειδή απλώς «εμείς» το θέλουμε ή επειδή «εμείς» θεωρούμε ότι έτσι πρέπει να εξαλειφτεί. Γι’ αυτό και κατά τη γνώμη μου η παραγνώριση της σημασίας του κοινωνικού ανταγωνισμού είναι μια επικίνδυνη πολιτικά άποψη, που τείνει περισσότερο προς την ηθικολογία παρά προς την κριτική, και παρά την απερίφραστα δηλωμένη πεποίθηση ότι πρέπει να αλλάξουν τα πράγματα λειτουργεί εν τέλει αντίστροφα απ’ ότι επιδιώκει, εξυπηρετεί δηλαδή με τον καλύτερο τρόπο τη συναίνεση που απαιτεί από εμάς το σύστημα για την αναπαραγωγή του.
Το διαδίκτυο όπως και κάθε άλλος «δημόσιος» χώρος θα παραμείνουν, και πρέπει να παραμείνουν, πεδία σύγκρουσης και διαπάλης. Θα διαμορφώνονται μέσα από αυτή, με τους περιορισμούς και τις δυνατότητες που οι ίδιες οι κοινωνικές σχέσεις θα ορίζουν. Δεν πρέπει νομίζω να αποδεχόμαστε σε κανένα κοινωνικό πεδίο την ειρήνη όταν αυτός που θέλει να την επιβάλει είναι ο νικητής, γιατί τότε δεν κάνουμε τίποτ’ άλλο παρά να παραδεχόμαστε την ήττα μας και να δηλώνουμε, συζητώντας «πολιτισμένα», την υποταγή μας.»