Κάλεσμα στις δημόσιες εκδηλώσεις της 18ης συνάντησης του Δικτύου INURA


Από τις 3 έως τις 10 Οκτωβρίου 2008, δεκάδες νέοι ερευνητές, πανεπιστημιακοί, πολεοδόμοι, ακτιβιστές των κινημάτων πόλης θα βρίσκονται στην Αθήνα για την 18η ετήσια συνάντηση του «Διεθνούς Δικτύου Έρευνας & Δράσης για την Πόλη» - INURA.
Ο γενικός τίτλος της συνάντησης είναι «Non/De/Re-regulation: limits, exclusions and claims» και αναφέρεται στις διάφορες ιστορικά εμπειρίες αστικής ανάπτυξης, τις διαφορετικές μορφές δημόσιας ρύθμισης και ιδιωτικής παρέμβασης στο χώρο της πόλης, τους διάφορους τρόπους που εμφανίζονται σήμερα οι νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις στις πόλεις της Ευρώπης, αλλά και στα όρια, τους αποκλεισμούς και τα αιτήματα που συγχρόνως προκύπτουν. Στο πλαίσιο της συνάντησης, θα διοργανωθούν μια σειρά από δημόσιες εκδηλώσεις, συζητήσεις και περιηγήσεις των συμμετεχόντων σε «ανοιχτά μέτωπα» της πόλης.
Αναλυτικά το πρόγραμμα των δημόσιων εκδηλώσεων έχει ως εξής:

Ανοιχτές συζητήσεις:
Σαββάτο 4 Οκτώβρη, 7.00΄-9.00΄ μμ. - Βιβλιοπωλείο των εκδόσεων futura, Μεταξουργείο (Βίκτωρος Ουγκώ 15, στάση μετρό «Μεταξουργείο», έξοδος Δηληγιάννη))
"Αναπλάσεις από ποιους και για ποιους;"
Παρουσίαση της συλλογικής έκδοσης του δικτύου INURA με τίτλο Whose Urban Renaissance? An international comparison of urban regeneration strategies, επιμέλεια Libby Porter & Kate Shaw. Συζήτηση για τις διαδικασίες ανάπλασης στο Μεταξουργείο

Κυριακή 5 Οκτώβρη, 7.00΄-9.00΄ μμ. - Δημοτική Αγορά Κυψέλης (Φωκίωνος Νέγρη 42)
"Ολυμπιάδα και αντιστάσεις: Αθήνα 2004 - Λονδίνο 2012"
Προβολή βίντεο από τις εργασίες προετοιμασίας των Ολυμπιακών αγώνων στο Λονδίνο. Συζήτηση με μέλη οργανώσεων ενάντια στην Ολυμπιάδα του Λονδίνου.

Κεντρική δήμοσια εκδήλωση του δικτύου INURA:
Δευτέρα 6 Οκτώβρη, 4.00΄-8.30΄ μμ. - Πολυτεχνείο (Πατησίων / Στουρνάρη)
“Non/De/Re-regulation: limits, exclusions and claims”
Παρουσιάσεις: Η Αθήνα μέσα από τα μάτια του INURA
Στρογγυλό τραπέζι: Μαρία Μαντουβάλου, Αθήνα - Michael Edwards, Λονδίνο - Orhan Essen, Ιστανμπούλ - Silvia Macci, Ρώμη - Σταύρος Σταυρίδης, Αθήνα

Με την υποστήριξη της Σχολής Αρχιτεκτόνων και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου

Για το αναλυτικό πρόγραμμα, πληροφορίες και δηλώσεις συμμετοχής:
Ιστοσελίδα: http://inura08.wordpress.com - Email: inura08@gmail.com

Αφορισμοί (2)

* «Και ψύλλους καλιγώνει», λένε στο χωριό μου για κάποιον επιτήδειο. Σήμερα οι επιτήδειοι είναι πια πολλοί. Όσο κι αν ψάξεις, δεν πρόκειται να βρεις ψύλλο για ψύλλο απετάλωτο.

* Η σύγχρονη τέχνη είναι το δεκανίκι του «αποϋλοποιημένου» καπιταλισμού. Του πέφτει κάπως κοντό, αλλά εκείνος, σκύβοντας, βολεύεται.

* Χωρίς όραμα και πρόταγμα πέρα από την «επιτυχία» με όρους αγοράς, χωρίς δηλαδή μια ηθική και πολιτική στάση και χωρίς έναν αξιολογικό κώδικα, οι καρικατούρες ανθρώπων κινούνται σπασμωδικά, κάνοντας πολλή φασαρία στο διάβα τους. Ωστόσο, το «έργο» και ο βίος τους έχουν το βάρος μιας σαπουνόφουσκας – ικανό ομολογουμένως βάρος για να γείρει την πλάστιγγα προς τη μεριά του ασήμαντου.

* Προχωράμε με τον χάρτη στα χέρια, με την ευεξία που προκαλεί η θέα στον αμέριμνο περιηγητή, στα μονοπάτια που άλλοι αναγκάστηκαν κοπιωδώς, ακόμα και με κίνδυνο της ζωής τους, να διανοίξουν για να μπορέσουν να προχωρήσουν.

* Είναι δύσκολο να αρνηθείς την πρόσκληση σε γεύμα όταν είσαι πεινασμένος. Ακόμα κι αν το φαγητό είναι άνοστο, οφείλεις να δείξεις την ευγνωμοσύνη σου σ’ εκείνον που σε ετάισε.

* Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, λένε. Και τότε ποιος θα έχει απομείνει που θα τον αφορά;

* Όλοι μας λίγο-πολύ αναπαράγουμε το σύστημα. Αυτό είναι αναπόφευκτο. Δεν είναι όμως αναπόφευκτο να το χειροκροτούμε κιόλας.

* Είμαστε όλοι ευφυείς άνθρωποι και νομίζουμε ότι έχουμε καταλάβει πώς παίζεται το παιχνίδι. Κάποιους δεν τους πειράζει που παίζεται με σημαδεμένη τράπουλα, αρκεί να είναι μ’ εκείνους που την έχουν σημαδέψει. Υπάρχουν και κάποιοι αφελείς, που θεωρούν ότι οι κανόνες ορίζουν το παιχνίδι και παίζουν με την ελπίδα ότι θα κερδίσουν μια από τις επόμενες παρτίδες. Πρόκειται φυσικά περί πλάνης. Όταν συνειδητοποιήσουν τη θέση τους θα είναι πια αργά – θα έχουν χάσει ήδη πολύ περισσότερα από όσα θα έχουν κερδίσει.

* Κάθε στιγμή απομυζάμε τις δυνατότητες του μέλλοντος.

* Η επερχόμενη καταστροφή είναι πλέον προφανής, ορατή δια γυμνού οφθαλμού. Κι αν εμείς συνεχίζουμε να παριστάνουμε τους τυφλούς δεν φταίει το δυνατό φως, φταίει το βαθύ σκοτάδι.

* Το μερίδιο ευθύνης που μας αναλογεί στον καθέναν ξεχωριστά δεν συναθροίζεται απλώς. Υπερπολλαπλασιάζεται μέσα στην πολύπλοκη εξίσωση των ανθρώπινων επιθυμιών, βουλήσεων, δοξασιών, προσδοκιών και πράξεων.

* Αγνοούμε επιδεικτικά τον τρόπο με τον οποίο η φύση μεταφράζει την έκφρασή της στα διάφορα επίπεδα της ύπαρξης. Από την ανόργανη ύλη έως τον άνθρωπο, η γλώσσα της είναι κοινή και συναφής, οργανωμένη ωστόσο σε βαθμίδες πολυπλοκότητας. Όχι σε μια ιεραρχική σχέση, όπως την αντιλαμβανόμαστε εμείς, το «κορυφαίο δημιούργημα», αλλά σε μια κατάσταση αδιάλειπτης «συνομιλίας». Έχουμε πια ξεχάσει πως ό,τι παραβιάζει τη συνθήκη της ύπαρξης, ό,τι αποτελεί ύβρι για τον κόσμο, δεν είναι παρά το προάγγελμα της νεκρικής σιγής.

* Σε σχέση με την αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης έχουμε τις εξής δύο επιλογές: είτε να πιστέψουμε ότι οι επιλογές μας είναι περιορισμένες είτε ότι οι επιλογές μας είναι πολλές.

* Λένε ότι κάθε αρχή έχει ένα τέλος, δεν λένε όμως ότι κάθε τέλος δεν έχει μόνο μία αρχή.

* Ο αφοριστικός λόγος δεν σηκώνει άρνηση. Είναι αυταπόδεικτος.

* Μπορούμε πάντα να κάνουμε στροφή· αντί να συνοδοιπορούμε, να έρθουμε αντιμέτωποι.

* Να μην υποχωρούμε από την επιθυμία μας. Να μη θέλουμε να αλλάξουμε απλώς τον κόσμο – να θέλουμε να τον αλλάξουμε συθέμελα!

Ο ουτοπικός προσανατολισμός και ο απεγκλωβισμός από το αδιέξοδο

Μέρος Α΄: Η μετανεωτερικότητα ως εγκλωβιστικός αναστοχασμός


«Γιατί η μόνη μορφή, με την οποία φανερώνεται το μέλλον, είναι η δυνατότητα, και το δέον είναι ο προσφυής τρόπος να στραφούμε προς αυτήν. Το μέλλον –όσον αφορά ό,τι δεν είναι αμιγώς οργανωμένο κι εκλογικευμένο– είναι για τη γνώση αδιαπέραστη σφαίρα, συμπαγές τοίχωμα όπου αυτή προσκρούει, ανακαλύπτοντας μόλις τότε την αναγκαιότητα της βούλησης και, μαζί μ’ αυτήν, τη χρεία του δέοντος (του ουτοπικού στοιχείου). Μόνο αφορμώμενοι από το δέον τούτο μπορούμε να ρωτήσουμε ποιες είναι οι παρούσες δυνατότητες και μόνο απ’ τη σκοπιά του στρέφουμε το βλέμμα μας στην ιστορία. Εδώ γίνεται και εν τέλει κατανοητό γιατί κάθε ιστορική γνώση ριζώνει στη βούληση.»

– Καρλ Μανχάιμ[1]


Διάβασα με πολλή προσοχή και μεγάλο ενδιαφέρον το κείμενο-παρέμβαση της Κατερίνας Γρέγου «Nothing if not critical» που δημοσιεύτηκε στο δεύτερο τεύχος του διαδικτυακού περιοδικού σύγχρονης τέχνης kaput.. Η Κ.Γ. επισκοπεί τις πρόσφατες εξελίξεις στο χώρο της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα και κάνει μια αξιοσημείωτη προσπάθεια να σχεδιάσει αδρά ένα περίγραμμα των ευρύτερων αλλαγών που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια στη διεθνή σκηνή. Πέρα από τις σχέσεις τοπικού-παγκόσμιου, την απασχολεί τόσο ο κοινωνικός ρόλος του σύγχρονου καλλιτέχνη όσο και της ίδιας της τέχνης στις σημερινές συνθήκες. Εν κατακλείδι προτείνει μια πιο θετική προσέγγιση σε αυτόν το ρόλο αλλά και μια πιο συνειδητή ηθικοπολιτική στάση γενικότερα, που δεν μπορεί παρά να είναι, όπως δηλώνει και ο τίτλος του άρθρου της, κριτική. Σε αυτά τα σημεία, τα οποία εντοπίζονται στις κανονιστικές αναφορές της Κ.Γ. στην «ελεύθερα αιωρούμενη διάνοια» (Karl Mannheim), όσον αφορά την ηθική, και στην «αγωνιστική δημοκρατία» (Chantal Mouffe), όσον αφορά την πολιτική, θα επιμείνουμε περισσότερο σε τούτη την ανάλυση.
Σε γενικές γραμμές θα έλεγα ότι συμφωνώ με τις περιγραφικές διαπιστώσεις και τις επί μέρους επισημάνσεις της Κ.Γ. για την κατάσταση των πραγμάτων στο χώρο της σύγχρονης τέχνης (και όχι μόνο), όμως θεωρώ τις προτάσεις της για την αλλαγή της κατάστασης αυτής ανεπίκαιρες και πολιτικά άστοχες καθώς κατατρύχονται από τα φαντάσματα της νεωτερικότητας, επανεισάγοντας την «κριτική» σε ένα επίπεδο αφηρημένων, καθαρά αστικών (ή νεωτερικών, ή καπιταλιστικών) «αξιών» οι οποίες δεν είναι παρά τα συμπτώματα της ίδιας της ασθένειας που καλούνται να θεραπεύσουν.
Μπορούμε να διαβάσουμε την προσέγγιση της Κ.Γ. ως χαρακτηριστικό δείγμα μιας γενικότερης σύγχρονης τάσης που επιβεβαιώνει ότι τα διακυβεύματα της νεωτερικότητας στοιχειώνουν τον σύγχρονο κριτικό και θεωρητικό λόγο, και ειδικότερα το «λόγο» της σύγχρονης τέχνης, σαν ενοχλητικά φαντάσματα, που όσο κι αν τα βγάζουμε από την πόρτα αυτά επιστρέφουν επιμόνως από το παράθυρο. Η μετανεωτερικότητα μπορεί να εννοηθεί έτσι ως μια διαδικασία «αναστοχαστικής» αυτεπίγνωσης των ορίων της νεωτερικότητας, που δεν μπορούν όμως να ξεπεραστούν πραγματικά – τουλάχιστον όχι ακόμη. Βιώνουμε ένα υποτιθέμενο αδιέξοδο, καθώς όλα τα καθολικά προτάγματα της νεωτερικότητας ουδέποτε υλοποιήθηκαν στην πράξη παρά μόνο επί μέρους και αποσπασματικά ενώ συνεχίζουν να μας στοιχειώνουν σαν αλύτρωτες ψυχές που αναζητούν δικαίωση.
Πράγματι, όπως μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε με μια πρόχειρη επισκόπηση των γεγονότων των τριών τελευταίων δεκαετιών, τα προτάγματα της Κ.Γ. (εθνική πολιτική, ιστορική συνείδηση, «ελεύθερα αιωρούμενη διανόηση», «αγωνιστική δημοκρατία») έχουν εκ προοιμίου ακυρωθεί από τις αντινομίες της ίδιας της νεωτερικότητας που εκδηλώνεται τώρα ως «μετανεωτερικότητα» και δεν είναι δυνατόν να ανασυγκροτηθούν στο παρόν πλαίσιο, πόσο μάλλον να θεωρηθούν ως καίριες λύσεις που θα μας βγάλουν από το ασφυκτικό αδιέξοδο στο οποίο έχουμε περιέλθει. Όπως θα προσπαθήσω να δείξω, καμία από αυτές τις προτάσεις, παρότι υποκινούνται αδιαμφισβήτητα από αγαθές προθέσεις, δεν έχει νόημα υπό τις παρούσες συνθήκες· υπονομεύονται αντικειμενικά και αμετάκλητα από την αποσάθρωση του κοινωνικού πεδίου με τον σφοδρό κοινωνικό (και κατ’ ουσίαν ταξικό) ανταγωνισμό που πυροδοτεί η σχεδόν απόλυτη κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η παγκοσμιοποίηση και η συνακόλουθη ηγεμονία της νέο-φιλελεύθερης ιδεολογίας (ακόμα κι όταν αυτή, όντας λύκος, εμφανίζεται με την προβιά αρνιού ως «ριζοσπαστική»), της εξατομίκευσης, του ανταγωνισμού και της καταναλωτικής κουλτούρας που επιτάσσει η απαραίτητη για τη σταθερότητα του συστήματος συνεχής οικονομική ανάπτυξη. Υπ’ αυτή την έννοια, οι προτάσεις της Κ.Γ. είναι απλώς ευσεβείς πόθοι, που εκφράζονται από τη σκοπιά μιας «συνειδητοποιημένης θέσης», μιας καθαρά αστικής αντίληψης για το υποκείμενο (που θα την εντοπίσουμε και στην έννοια της «ελεύθερα αιωρούμενης διάνοιας» του Μανχάιμ που η ίδια άλλωστε επικαλείται).
Εκ των συνθηκών κενές από κάθε πραγματικό πολιτικό περιεχόμενο, οι προτάσεις αυτές μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνο μέσα σε ένα «ακαδημαϊκό» πλαίσιο πολιτικά ορθής ρητορικής ή ως μια άπελπις (και γι’ αυτό δραματική) επίκληση για μια εκ νέου «αναστύλωση του πνεύματος» που εκπροσωπούσε η αστική κουλτούρα (εννοούμε φυσικά και κάθε αντίδραση σε αυτήν, ως αναπόσπαστο μέρος της ίδιας διαλεκτικής της νεωτερικότητας). Στην πραγματικότητα, το μόνο που καταφέρνουν ανάλογου είδους προτάσεις είναι να εκθέτουν με αποκαλυπτικό τρόπο τα προβλήματα που γεννά η διττά εκδηλωμένη πάνδημη αδυναμία της σύγχρονης σκέψης να ξεπεράσει τις αντινομίες που γεννούν οι νεωτερικές καταβολές της και οι προϋποθέσεις της και, αφού διαγνώσει την αληθινή ρίζα του κακού που έχει φέρει τον κόσμο στο χείλος της καταστροφής, να διαμορφώσει ενεργά μια πραγματικά ριζοσπαστική οδό διαφυγής από το αδιέξοδο, προς μια ουτοπική κατεύθυνση. Η μία πτυχή αυτής της αδυναμίας εκδηλώνεται με την εμμονή στην ανεξέλεγκτη διαφοριστική δυναμική που συμπαρασύρει κάθε απόπειρα να δομηθεί οποιαδήποτε εικόνα μιας συναφούς ολότητας που να θεωρείται «έγκυρη», γεγονός που δεν μας επιτρέπει να συζητάμε καν την προοπτική μιας συνολικής λύσης που θα μας έβγαζε πιθανώς από το αδιέξοδο· η άλλη πτυχή αυτής της αδυναμίας εκδηλώνεται με την προσφυγή στην ανασυγκρότηση των επιχειρημάτων της αστικής νοησιαρχίας, όχι πλέον στο γνωστικό πεδίο αλλά στο πεδίο του ηθικοπολιτικού (πρακτικού) με αποτέλεσμα την απόλυτη κυριαρχία της νομοκανονιστικής θεμελίωσης του κοινωνικού, η οποία οδηγεί στη νομιμοποίηση που απολαμβάνουν οι σημερινές νέο-συντηρητικές πολιτικές των δήθεν φιλελεύθερων δημοκρατικών καθεστώτων, κυρίως σε θέματα γεωπολιτικής, οικονομίας, εθνικής ασφάλειας και μετανάστευσης. Και στις δύο περιπτώσεις, η αδυναμία εκφράζεται πολιτικά ως ριζικά αντί-ουτοπική στάση, ασχέτως αν προβάλλει με έντεχνο τρόπο αδιαλείπτως τις δικές της ουτοπικές υποσχέσεις, υποσχέσεις που υποκρύπτει αναπόφευκτα κάθε πολιτική ρητορική.

Είναι προφανές ότι, ως πιθανή ερμηνεία για την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα σήμερα, δεν μπορεί να προταθεί κανενός είδους «εκπεσμός του πνεύματος» ή/και «παρακμής των αξιών», όπως σαφώς υπονοεί η Κ.Γ. Αυτές είναι ήδη κοινωνικά νοηματοδοτημένες έννοιες, δηλαδή κατασκευές που προσιδιάζουν σε μια συγκεκριμένη «κοσμοθεωρία» και άρα δεν μπορούν να παραμένουν ανεπηρέαστες από τις ιστορικές αλλαγές. Μπορούμε να τις δούμε μόνο ως δομικές αλλαγές θέσεων στο κοινωνικό σύστημα και ως αλλαγές στη συναφή νοηματοδότηση που συγκροτεί η ιδεολογική σκοπιά θέασης των ανταγωνιστικών κοινωνικών ομάδων και τάξεων. Και αυτές οι αλλαγές όμως δεν μπορούν να είναι ασύνδετες με την κοινωνική συγκρότηση και τις αντίστοιχες σχέσεις που διαμορφώνει ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής και οι αντιφάσεις που εκδηλώνονται ως κοινωνικοπολιτική πάλη ελέγχου της κατεύθυνσης, του «ενεργού προσανατολισμού» της τρέχουσας «πραγματικότητας» προς το εκάστοτε αντιληπτό ως εφικτό, ή/και ως συμφέρον, ή/και ως ωφέλιμο ή/και ως δέον, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Πρόκειται για τη διαλεκτική του καπιταλιστικού συστήματος (αδιαχώριστα συνυφασμένου με τη νεωτερικότητα), που χωρίς να υπακούει σε μια εξωτερική ιστορική νομοτέλεια παρά μόνο στη εγγενή νομοτέλεια της ίδιας της δυναμικής του, της δράσης και της αντίδρασης στην πορεία ανάπτυξής του, έφερε εν τέλει στην επιφάνεια τις αντινομίες του αστικού πολιτισμού και τα αδήριτα αδιέξοδά του. Η κύρια αντινομία μεταξύ λόγων και έργων, θεωρίας και πράξης του αστικού πολιτισμού, η «ελευθερία» (του εργάτη) να πουλήσει την εργατική του δύναμη που μετατρέπεται σε σκλαβιά (μισθωτή εργασία), έθρεψε από τα σπάργανά του ήδη την ίδια την αμφισβήτησή του, τον σοσιαλισμό και τον ρομαντισμό.
Με όλα αυτά θέλω να πω ότι η προσπάθεια «διόρθωσης» των κακώς κείμενων δεν είναι ικανή να προάγει καμία ριζική αλλαγή όταν είναι η ίδια μέρος εκείνου που θέλει να αλλάξει, δεν μπορεί καν να λειτουργήσει ανασχετικά για την περεταίρω αναπαραγωγή του ήδη υπάρχοντος αφού αποτελεί αναπόσπαστο όρο της. Συνιστά εθελούσιο εγκλωβισμό κάθε απόπειρα να «αναστοχαστούμε» το τι πήγε στραβά από τη στιγμή που όλες οι θεωρητικές προϋποθέσεις ήταν ευεπίφορες σε μια θετική εξέλιξη, χωρίς να αμφισβητήσουμε τόσο τις θεωρητικές αυτές προϋποθέσεις όσο και την εγκυρότητά τους για τη διαμόρφωση του συλλογικού φαντασιακού και των κανονιστικών αξιών της κοινωνικής θέσμισης στις παρούσες συνθήκες. Οι υψηλές επιδόσεις στην «αναστοχαστική παλινδρόμηση», την απόπειρα αναζωογόνησης νεκρών μορφών, δεν θα είναι ποτέ μια σωτήρια λύση. Το πιθανότερο είναι να μας αποπροσανατολίσουν ακόμη περισσότερο. Η «αναστοχαστική παλινδρόμηση» είναι σαν ένα ελαστικό μπαλάκι που χτυπάει από τοίχο σε τοίχο, και διανύει αρκετά χιλιόμετρα χωρίς να φεύγει ποτέ από τον περιορισμένο χώρο ενός δωματίου
Ένα καλό παράδειγμα του τι ακριβώς εννοώ με τον όρο αναστοχαστική παλινδρόμηση είναι ο τρόπος με τον οποίο η καλλιτεχνική πρωτοπορία των αρχών του 20ού αιώνα εμφανίζεται αίφνης ως «νοσταλγικός διάκοσμος» που φωτίζεται δραματικά από την φορτισμένη αναφορά της Κ.Γ. στα συναισθήματα «ευφροσύνης, πληρότητας, διέγερσης και χαράς» («I left with that rare feeling of elation, fulfilment, stimulation and joy») που της προκάλεσαν τα έργα των Marcel Duchamp, Man Ray και Francis Picabia σε μια έκθεση που είδε πρόσφατα στο Παρίσι. Όταν η ίδια διερωτάται για την γενεσιουργό αιτία αυτών των συναισθημάτων, καταλήγει στην εξής ερμηνεία: «it was because I was unequivocally reminded through the works that these artists were breaking rules, challenging accepted notions of what art was, provoking through their wicked intelligence and irreverence, and charming with their sense of humour and subversive wit».[2] Είναι όμως τα ίδια τα έργα που της προκάλεσαν πραγματικά συγκίνηση ή η σύγχρονη αντίληψή της για το νόημα των έργων αυτών ως «επαναστατικών», τακτοποιημένων στη θέση τους σε μια πορεία ρήξεων που συγκροτεί την ιστορία της τέχνης του μοντερνισμού; Η ίδια λέει ρητώς όχι. Έχουμε όμως κάθε λόγο να πιστεύουμε το αντίθετο. Διότι, αν δεν είναι ήδη προκαθορισμένη ως «ρήξη» στην ιστορία της μοντέρνας τέχνης, δηλαδή αν δεν τίθεται σε ένα σαφές «πλαίσιο ερμηνείας», η σημασία που έχει η καλλιτεχνική χειρονομία της πρωτοπορίας μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο με «εξωιστορικά» κριτήρια, στην πραγματικότητα ουσιοκρατικά, αφού προϋποθέτουν μια αναλλοίωτη (αισθητική;) «αξία» που αναγνωρίζεται ως ιδιότητα αυτών των έργων πέρα και πάνω από κάθε ιστορικό συμφραζόμενο, πέρα ακόμα και από τον ιστορικό προκαθορισμό του βλέμματος του θεατή, πράγμα κάπως δύσκολο αν όχι απίθανο. Μήπως, λοιπόν, είναι η «κριτική» στάση των καλλιτεχνών σε σχέση με την τέχνη και την κοινωνία της εποχής τους που της δίνει το έναυσμα γι’ αυτό το σχόλιο; Η Κ.Γ. λέει ρητώς ναι, και δεν έχουμε κανέναν λόγο να αμφιβάλουμε γι’ αυτό. Η εκ μέρους της επίκληση της «ελεύθερα αιωρούμενης διανόησης» συνηγορεί άλλωστε υπέρ μιας τέτοιας ερμηνείας.
Είναι προφανές ότι σε αυτή την προσέγγιση, όπως και σε κάθε προσέγγιση που δεν λαμβάνει υπόψη της τα ιστορικά συμφραζόμενα, ανακύπτει το (γνωστό) πρόβλημα της εκ των υστέρων ερμηνείας, της αλλοιωμένης ιστορικής προοπτικής που προκρίνει ιδεολογικοποιημένες ερμηνείες από μια συγκεκριμένη παροντική θέση επισκόπησης. Όντας παιδιά του μοντέρνου, το εύρος των ερμηνευτικών μας δυνατοτήτων καθορίζεται από τη σκευή μας (την «κουλτούρα» και την «παιδεία» μας), και κατ’ αυτό τον τρόπο είναι εν μέρει προδιαγεγραμμένη από τη νεωτερική ιδεολογία. Η νεωτερικότητα έδωσε το δικαίωμα στα παιδιά (για να μην πω ότι επέβαλλε) να σκοτώνουν τους γονείς τους. Να εξεγείρονται στον «αναχρονισμό» και να επιδιώκουν συνεχώς το «μοντέρνο», να έχουν το βλέμμα στραμμένο πάντα μπροστά. Η «νοσταλγία» της Κ.Γ. είναι με αυτή την έννοια μεταμοντέρνα καθώς αναγνωρίζει αυτό που λείπει από το σήμερα σε ένα «ιδανικό παρελθόν» το οποίο η ίδια διαμορφώνει λόγω της αδυναμίας της να δει ένα πραγματικά διαφορετικό μέλλον. Παραβλέπει έτσι, όπως συμβαίνει άλλωστε σε κάθε εξιδανίκευση, ότι το ηρωικό και «αντι-συμβατικό» παρελθόν μπορεί να έχει και πιο σκοτεινές όψεις. Μπορούμε εξίσου βάσιμα να υποστηρίξουμε ότι η καλλιτεχνική πρωτοπορία του μεσοπολέμου (τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος της, εκείνο που ο Terry Eagleton έχει αποκαλέσει «αρνητική» στιγμή της αβανγκάρντ[3]) λειτούργησε και ως εμπροσθοφυλακή του καπιταλισμού και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην συγκρότηση του συλλογικού φαντασιακού και στην ανάπτυξη των ιδεών και τρόπων αντίληψης[4] που νομιμοποίησαν την αποδόμηση κάθε προ-νεωτερικής μορφής κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων και αυτό-υπονόμευσε την ίδια της την υπόσταση, γεγονότα που αποκάλυψαν εν τέλει τα πραγματικά όρια του αστικού-βιομηχανικού πολιτισμού και του καπιταλισμού (κρατικού ή φιλελεύθερου) και βιώνονται σήμερα ως «μεταμοντέρνο», δηλαδή ως η «πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού» (Τζαίημσον).
Βλέπουμε τώρα καθαρά πώς ξεδιπλώνεται η «αρνητική διαλεκτική» της νεωτερικότητας (μια άλλη έκφανσή της οποίας ήταν ο ολοκληρωτισμός σε όλες τις μορφές του). Αυτό που συμβαίνει δεν οφείλεται λοιπόν σε μια «παθολογική» κατάσταση του αστικού πολιτισμού αλλά στην ίδια την «ιδιοσυγκρασία» του. Οι κοινές ρίζες καπιταλισμού/νεωτερικότητας/αστικού πολιτισμού μας υπενθυμίζουν ότι δεν έχουμε πολλές επιλογές αν στόχος μας είναι να αλλάξουμε τον κόσμο. Είναι κάτι περισσότερο από προφανές ότι αν θέλουμε να αναζητήσουμε πραγματικά λύσεις πρέπει να ξεπεράσουμε την αδιέξοδη εμμονή με τη νεωτερικότητα και όχι να μένουμε εγκλωβισμένοι σε αυτήν. Δεν εννοώ με αυτό να γίνουμε «μεταμοντέρνοι», μια καρικατούρα της νεωτερικότητας, σαν το έγχρωμο ριμέικ ενός παλιού ασπρόμαυρου φιλμ, αλλά να αναθερμάνουμε την ουτοπική επιθυμία που θα απεγκλωβίσει την φαντασία μας από την αναστοχαστική παλινδρόμηση και θα προσδώσει δυναμική ώθηση σε ένα ριζοσπαστικό όραμα κοινωνικής αλλαγής. «Οι οντολογίες του παρόντος απαιτούν αρχαιολογίες του μέλλοντος, όχι προγνώσεις του παρελθόντος».[5]

Η Κ.Γ. επιδιώκει, με δάνειους όρους από την εποχή της πρωτοπορίας, όπως η έννοια της «ελεύθερα αιωρούμενης διάνοιας», να δώσει πιθανές λύσεις για το ηθικό πρόβλημα στο παρόν χωρίς να λαμβάνει υπόψη της την κοινωνική διαλεκτική και τις αιτιώδεις συνάφειες των ιστορικών αλλαγών. Όπως θα δούμε αναλυτικότερα παρακάτω, μεταποιώντας την έννοια της «ελεύθερα αιωρούμενης διάνοιας» (freischwebende intelligenz - free floating thinker τη μεταφράζει για τις ανάγκες της η ίδια), που δανείζεται από τον Γερμανό φιλόσοφο και κοινωνιολόγο Καρλ Μανχάιμ[6], προσπαθεί να της προσδώσει νέο νόημα και να τη μεταφέρει από το χώρο της πολιτικής στο χώρο της τέχνης, θεωρώντας την κατάλληλη για να περιγράψει το κατ’ αυτήν πρότυπο του σύγχρονου καλλιτέχνη. Όμως δεν μοιάζει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη της την επιχειρηματολογία του Μανχάιμ Αν και παροτρύνει σε μια πιο ενεργή και συνειδητή συμμετοχή των καλλιτεχνών στα κοινά, η Κ.Γ. προτείνει ένα πασιφανώς «από-κοινωνικοποιημένο» μοντέλο το οποίο (σε τελείως διαφορετικά συμφραζόμενα σε σχέση με τον Μανχάιμ) περιγράφει ένα υποκείμενο που καταφέρνει, αν και βρίσκεται σε πνευματική εγρήγορση και σε επαφή με την κοινωνία και την πολιτική, να διεκδικεί το προνόμιο να παραμένει «ελεύθερο» στο επίπεδο της θεώρησης και συνακόλουθα της συνείδησης, μη δεσμευόμενο εν τέλει παρά μόνο από τη βούλησή του ή/και το ένστικτό του περί αλήθειας και δικαίου. Να εμφανίζεται δηλαδή σε αυτόν τον κόσμο ως «εκφραστής των εκάστοτε πεποιθήσεών του», δείχνοντας προφανώς δικαιολογημένη καχυποψία προς κάθε συλλογικό πρόταγμα. Όμως η περιγραφή της ίδιας της Κ.Γ. είναι πιο γλαφυρή σε αυτό το σημείο: «The notion of free-floating intelligence […] is an independent form of intelligence; independent of, or unattached to ideology, social class, and normative modes of thought. Socially-speaking, a free-floating intelligence is unbound, critical, sensitive and perceptive; it is able to represent pluralistic opinions and to affect social conditions positively».[7] Στην περιγραφή αυτή αναγνωρίζουμε τον οίστρο του νεωτερικού cogito, του αυτόνομου υποκειμένου (επιστήμονα, διανοούμενου, αστού-πολίτη-επιχειρηματία), που «αιωρείται ελεύθερα» σαν μια καθαρή «εποπτική ουσία». Η θεμελίωση ενός τέτοιου υποκειμένου όμως είναι από κάθε άποψη οντολογικώς αδύνατη καθώς ο κοινωνικός προσδιορισμός των συνθηκών αυτό-ορισμού, άρα και συγκρότησης της ταυτότητας, είναι πάντοτε πληθυντικός (κοινωνικός) και αφορά το ίδιο το κοινωνικό και την αναπαραγωγή του, πέρα από το πλαίσιο κάθε συγκεκριμένου ιστορικού μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης (βλ. «τρόπο παραγωγής») και πέρα από το ατομικό (τον «χαρακτήρα» ή την «ψυχολογία»). Κανένα μεμονωμένο άτομο δεν μπορεί να υιοθετήσει εν κενώ έναν ρόλο ή μια ταυτότητα. Η διαμόρφωση της ταυτότητας, πέρα από την επιβολή και την επιθυμία, προϋποθέτει πάντα, αφενός την ίδια την δυνατότητα συγκρότησής της, με την έννοια των κατάλληλων συνθηκών που την καθιστούν εφικτή, και αφετέρου την αποδοχή του «αυτό-ορισμού» της από το κοινωνικό πλαίσιο σε μια διαλεκτική σχέση μαζί του. Αυτή η προσέγγιση της Κ.Γ. λοιπόν παραβλέπει τόσο την κοινωνικά κατασκευασμένη ταυτότητα του καλλιτέχνη, άρα την ιστορική της διάσταση[8], όσο και τη διάρθρωση των σχέσεων που επιβάλλονται από έναν συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής και συνακόλουθης κοινωνικής οργάνωσης, εν προκειμένω τον καπιταλισμό, ο οποίος ενώ θεωρητικά προβλέπει για τον καλλιτέχνη έναν ρόλο σημαντικό του αναθέτει στην πράξη το ρόλο του guest-star, που παρά την ασήμαντη ουσιαστικά συμμετοχή του στο έργο χρησιμοποιεί τη «λάμψη» του για να εξωραΐζει και να διαφημίζει μια κατά τ’ άλλα άθλια παράσταση. Αλλά, επαναλαμβάνω, αυτή η αντιμετώπιση του καλλιτέχνη δεν είναι ένα «καπρίτσιο», ούτε μια «ανωμαλία» του συστήματος. Είναι αυτός καθαυτός ο προκαθορισμός του. Γι’ αυτό, ο «free floating thinker» της Κ.Γ. είναι μια οντότητα η οποία απελευθερωμένη από τον κοινωνικό καθορισμό δεν μπορεί παρά να αιωρείται τόσο ψηλά ώστε να κινδυνεύει εν τέλει να χαθεί στη σφαίρα της αοριστίας και του σολιψισμού. Πρόκειται με άλλα λόγια για μια αδύνατη ύπαρξη.

Η Κ.Γ. θέλει να γεφυρώσει ένα πραγματικά αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στο «απραγματοποίητο» της νεωτερικότητας και την ίδια τη νεωτερικότητα με μια εξιδανίκευση, συγχέοντας την ίδια την ιστορία, ως ροή ανεπανάληπτων γεγονότων, και την ερμηνεία της ιστορίας, που γίνεται πάντοτε από μια ιδεολογικά χρωματισμένη σκοπιά και οδηγεί αναόφευκτα σε πολιτικώς χειραγωγήσιμα συμπεράσματα. Η δυνατότητα όμως να γεφυρωθεί με «γνωσιολογικά έγκυρο» τρόπο αυτό το χάσμα είναι πιθανή μόνο υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρει το παράθεμα του Μανχάιμ στην προμετωπίδα ετούτου του κειμένου. Δηλαδή με τον ξεκάθαρο και σαφή προσανατολισμό προς το δέον, το ουτοπικό στοιχείο. Και η Κ.Γ. φαίνεται είτε να αγνοεί είτε να παραβλέπει σκόπιμα αυτόν τον κρίσιμο παράγοντα που με τόση εμμονή επισημαίνει ο Μανχάιμ. Στην πρώτη περίπτωση θα μιλούσαμε για απλή πολιτική αφέλεια, στη δεύτερη για τον πολιτικό δόλο μιας αντί-ουτοπικής «αριστερής» ρητορικής που θέτει ψευδοδιλλήματα για να τα επιλύσει κατόπιν με τον πλέον αριστοτεχνικό τρόπο, αλλά πάντοτε στο πλαίσιο του «ρεαλιστικά εφικτού», με αποτέλεσμα να έλκει την αριστερά σε μια σύγκλιση με τον φιλελεύθερο αντίπαλό της, αποκηρύσσοντας μετά βδελυγμίας τόσο το ουτοπικό στοιχείο όσο και την επανάσταση. Υπερθεματίζει έτσι εμπράκτως την μεταμοντέρνα άποψη που υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται πλέον καμία πραγματικά σημαντική διάκριση μεταξύ αριστεράς και δεξιάς και ότι έχουμε πια περάσει στο στάδιο της «μεταπολιτικής», αν και ρητώς αντιτίθεται σφόδρα σε μια τέτοια ταυτοποίηση, διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά της για την δήθεν εξάλειψη των ανταγωνισμών σε μια όλο και πιο συναινετική κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Αυτή η «υποκρισία» που χρησιμοποιείται ως επιχείρημα συγκάλυψης της ουσιαστικής συγκατάθεσης στην αντι-ουτοπική υστερία των φιλελεύθερων και των κάθε είδους «μετα-μαρξιστών» που επικαλούνται απροκάλυπτα και ανενδοίαστα το τέλος της πάλης των τάξεων, την αναγκαιότητα του καπιταλισμού και της αγοράς, την αδυνατότητα της επανάστασης, είναι το «τραύμα» της αριστεράς που από στοιχείο αντίθεσης γίνεται πλέον στοιχείο αυτοκαθορισμού. Η «αριστερά» αυτή δεν μας είναι σήμερα καθόλου χρήσιμη. Και όσοι είναι «αριστεροί» με αυτή την έννοια, αφού έτσι κι αλλιώς δεν μπορούν να είναι και με καμία άλλη, ασχολούνται μάλλον με την τυμβωρυχία και το μακιγιάζ πτωμάτων την ώρα που (θέλουν να) νομίζουν ότι αναζωογονούν το πνεύμα της «ριζοσπαστικής δημοκρατίας» η οποία, για κάποιον παράξενο λόγο, θα πρέπει να είναι εσαεί νεωτερική, να βασίζεται σε έναν εξωραϊσμένο από το Λόγο κοινό τόπο που όλως συμπτωματικώς είναι η ευρωκεντρική αντίληψη περί προόδου, με άλλα λόγια η δυτική νεωτερικότητα. Το παράδοξο εδώ είναι ότι αυτή η «αριστερά» επιστρέφει στις ρίζες της νεωτερικής σκέψης, στο θεμελιώδες του cogito, της πολιτικής οικονομίας και της αστικής φιλελεύθερης δημοκρατίας, βάζοντας σε παρένθεση τη σοσιαλιστική κριτική (μαρξισμός, αναρχισμός) σαν ένα «σύμπτωμα» του συστήματος που εμμένει και είναι αδύνατον, παρά τις όποιες προσπάθειες, να το εξαλείψουμε. Ωστόσο αυτή η «αναγκαία αποδοχή» του προτάσσεται και ως απόδειξη για την θεμελιώδη ανοσία του συστήματος, δηλαδή ως ένα ισχυρό επιχείρημα για την αθανασία του και τη ματαιότητα κάθε απόπειρας να το ξεπαστρέψουμε μια και καλή.

Η πολιτική θεωρία της Chantal Mouffe για την «αγωνιστική δημοκρατία»[9] (βλ. και «ριζοσπαστική δημοκρατία») την οποία και επικαλείται η Κ.Γ. ως καίριο πρόταγμα, εξισορροπώντας έτσι την απαίτηση για «πολιτικό ριζοσπαστισμό» με την διαφυλασσόμενη ως κόρη οφθαλμού «κοινή λογική», κατ’ ουσίαν είναι μια εκλεπτυσμένη εκδοχή του φιλελευθερισμού, αφού αποδέχεται ρητά ως αξεπέραστο πολιτικό ορίζοντα την φιλελεύθερη δημοκρατία, ασχέτως αν επικροτεί, όπως και κάνει, την «αγωνιστικότητα» (σε αντίθεση με την «ανταγωνιστικότητα» και σε σχέση πάντα με τις σύστοιχες έννοιες του «αντιπάλου» που πρέπει να αντικαταστήσει εκείνη του «εχθρού» – το «πνεύμα» των ολυμπιακών αγώνων σε όλο του το μεγαλείο!) και όχι τη συναίνεση. Αρνείται δηλαδή ριζικά το «ουτοπικό» στοιχείο της φιλελεύθερης δημοκρατίας για μια ελεύθερη, ειρηνική και δίκαιη κοινωνία ως αδύνατο «κλείσιμο», ως απάρνηση της στοιχειώδους σημασίας του ανταγωνισμού που διατηρεί ζωντανή τη δημοκρατική διαδικασία και την εμβαθύνει, ως απονέκρωση του ίδιου του «πολιτικού» στοιχείου. Αρνείται δηλαδή την «ταυτότητα» προς χάρη της «διαφοράς». Κι εδώ έγκειται η απατηλή φύση, όπως θα δούμε αναλυτικότερα παρακάτω, αυτής της καλοστημένης και με μεγάλη απήχηση όψιμα ρεφορμιστικής θεωρίας: από τη μια αναγορεύει τη συναίνεση σε εξολοθρευτή του πολιτικού και την θεωρεί πνιγηρή για την ανάπτυξη της δημοκρατίας γατί δεν επιτρέπει τον «αγωνισμό» που είναι γι’ αυτήν το καθαυτό πολιτικό, ενώ από την άλλη προϋποθέτει μια πιο σημαντική συναίνεση για το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου διαμείβεται η «αγωνιστική» διαπάλη. Όπως ήδη είπαμε, αυτό το πλαίσιο δεν μπορεί να είναι άλλο από εκείνο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, την οποία ο καθένας είναι ελεύθερος να ερμηνεύει όπως θέλει, αλλά όλοι πρέπει να την αποδεχόμαστε ως απαράβατη κανονιστική αρχή με καθολική ισχύ! Γράφει χαρακτηριστικά η Mouffe: «Γι’ αυτόν το λόγο, μια δημοκρατική κοινωνία χρειάζεται το διάλογο γύρω από τις δυνατές εναλλακτικές λύσεις. Με άλλα λόγια, ενώ η συναίνεση είναι αναγκαία, πρέπει να συνοδεύεται από τη διαφωνία. Η συναίνεση είναι απαραίτητη για τους καταστατικούς θεσμούς της δημοκρατίας και τις ηθικοπολιτικές αξίες που οφείλουν να διαμορφώνουν το πολιτικό συνεταιρίζεσθαι, πάντα όμως θα υπάρχει διαφωνία ως προς τη σημασία και τις μεθόδους εφαρμογής αυτών των αξιών. Σε μια πλουραλιστική δημοκρατία αυτές οι διαφωνίες πρέπει να θεωρούνται θεμιτές, αν όχι ευπρόσδεκτες. Παρέχουν στον πολίτη διαφορετικές μορφές ταύτισης και είναι η πρώτη ύλη της δημοκρατικής πολιτικής».[10] Αν και διατείνεται επισταμένως το αντίθετο, η θεωρία της Mouffe αναζητά τη θεμελίωσή της στις νεωτερικές πολιτικές κατηγορίες όπως η φιλελεύθερη δημοκρατία ή το νεωτερικό κράτος, δεν ξεφεύγει δηλαδή από τα όρια της αστικής πολιτικής θεωρίας. Και το κάνει αυτό αποδεχόμενη μια καθαρά μεταμοντέρνα θέση περί «γλωσσικών παιγνίων» για να διασφαλίσει τη σχετικότητα κάθε πολιτικής θέσης και να αναδείξει την ανωτερότητα του μοναδικού συστήματος που τις «ανέχεται» όλες, την φιλελεύθερη (η Mouffe την μετονομάζει σε «πλουραλιστική») δημοκρατία.

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πόσο ανώδυνα είναι όλα αυτά για το σύστημα, το οποίο δεν αμφισβητείται εκ θεμελίων αλλά επιδιώκεται απλώς η αναστύλωσή του και μάλιστα με τα ίδια φθαρμένα υλικά που προεξοφλούσαν ήδη από τότε την κατάρρευσή του για την οποία σήμερα κάποιοι θλίβονται. Τους συμπαθούμε, αλλά δεν συμφωνούμε καθόλου μαζί τους. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω πιο αναλυτικά το γιατί.


Συνεχίζεται…


[1] Καρλ Μανχάιμ, Ιδεολογία και ουτοπία (1929), μτφρ. Γιώργος Ανδρουλιδάκης, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1997, σ. 307.

[2] Βλ. Κατερίνα Γρέγου, όπ.π.

[3] Terry Eagleton (1990), Η ιδεολογία του αισθητικού, μτφρ. Εσπερίδες - Σ. Ρηγοπούλου, Εκδόσεις Πολύτροπο, Αθήνα 2006, σ. 451.

[4] «Ροή της συνείδησης», που φέρνει στην επιφάνεια την κατακερματισμένη α-μορφή του υποσυνείδητου· κινηματογραφικό μοντάζ, που διαταράσσει την ολοποιητική υποκειμενική οπτική και την αντίληψη του ενιαίου χρόνου· κολλάζ, που επανεντάσσει και δίνει νέο νόημα σε ετερόκλητα στοιχεία άσχετα μεταξύ τους· «αστική εμπειρία», που ανασυγκροτεί δυναμικά το χώρο και δημιουργεί ετερόκλητες προσωπικές αφηγήσεις των ιδιαίτερων βιωμάτων του χώρου στις μεγαλουπόλεις κ.λπ.

[5] Πρόκειται για την τελευταία φράση από το βιβλίο του Fredric Jameson (2002), Μια Μοναδική Νεωτερικότητα. Δοκίμιο για την Οντολογία του Παρόντος (μτφρ. Σπύρος Μαρκέτος, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2007, σ. 227).

[6] Η έννοια αυτή εμφανίζεται στο σημαντικό βιβλίο του Ιδεολογία και ουτοπία (1929), όπ.π.. Βλ. ιδ. το κεφ. «ΙΙΙ. Είναι δυνατή η πολιτική ως επιστήμη; (Το πρόβλημα θεωρίας και πράξης)», σ. 135-229, και το υποκ. Ε στο κεφ. «ΙV. Η ουτοπική συνείδηση», σ. 293-309. Θα αναλύσουμε την έννοια αυτή αδρομερώς στο Β΄μέρος.

[7] Όπ.π.

[8] Για το συγκεκριμένο θέμα άκρως διαφωτιστική είναι η εξαιρετική μελέτη του Νίκου Δασκαλοθανάση Ο καλλιτέχνης ως ιστορικό υποκείμενο. Από τον 19ο στον 21ο αιώνα, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2004.

[9] Βλ. Chantal Mouffe (2000), Το δημοκρατικό παράδοξο, προλ.-επιμ. Γιάννης Σταυρακάκης, μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Πόλις, Αθήνα 2004.

[10] Chantal Mouffe, «Για μια αγωνιστική δημόσια σφαίρα», εισήγηση στο συνέδριο «Απραγματοποίητη δημοκρατία» που έγινε στο πλαίσιο της 11ης Ντοκουμέντα (Κάσελ 2001-2002), μτφρ. Ελεάνα Πανάγου (υπό έκδοση). Υπογράμμιση δική μου.

«How do you translate hegemony in greek?». Παρατηρήσεις σχετικά με τη σημασία μιας γλωσσικής επιλογής

Εάν κάποτε οι ιδέες της άρχουσας τάξης ήταν κυρίαρχη (και ηγεμονική) ιδεολογία της αστικής κοινωνίας, οι εξελιγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες σήμερα είναι πλέον πεδίο υφολογικής και λογικής ανομοιογένειας δίχως κανόνα. Απρόσωποι μεγιστάνες συνεχίζουν να παίζουν με τις οικονομικές στρατηγικές που κατατρύχουν την ύπαρξή μας, μα δεν έχουν πλέον ανάγκη να επιβάλουν το λόγο τους (ή και αδυνατούν)· και η μεταπαιδεία του ύστερου καπιταλιστικού κόσμου αντανακλά όχι μόνο την απουσία του οιουδήποτε μακρόπνοου συλλογικού σχεδίου αλλά και το γεγονός ότι η παλιά εθνική γλώσσα δεν είναι πλέον διαθέσιμη.
Fredric Jameson, Το μεταμοντέρνο ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού

«Είμαι ευτυχισμένος», είπε ο Ουίλλιαμ. «Δεν φαίνεσαι», απάντησε ο σοβαρός γέρος. «Να σου αγοράσω ένα κουνέλι;», ρώτησε ο Ουίλλιαμ. «Θα νοικιάσω μόνος μου όταν χρειαστώ», απάντησε ο ταχυδακτυλουργός.
– Βλαντιμίρ Ναμπόκωφ, Η αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ

Υπάρχει μια λεπτομέρεια που φέρνει σε αμηχανία τον αναγνώστη του διαδικτυακού περιοδικού σύγχρονης τέχνης kaput.. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το kaput. είναι δίγλωσσο περιοδικό, με τον δικό του όμως ιδιόμορφο τρόπο. Συνήθως, τα περιοδικά που χρησιμοποιούν δύο γλώσσες δημοσιεύουν τα κείμενα στα ελληνικά μαζί με την (συνήθως) αγγλική μετάφραση ολόκληρων των κειμένων ή της περίληψής τους. Το kaput. δεν τηρεί αυτή τη σύμβαση. Ορισμένα κείμενα δημοσιεύονται μόνο στα αγγλικά, χωρίς ελληνική μετάφραση, και άλλα στα ελληνικά, χωρίς αγγλική μετάφραση. Και δεν υπάρχει κάποιος εμφανής τουλάχιστον λόγος που να υπαγορεύει αυτή την επιλογή, όπως θα ήταν ας πούμε ένα κριτήριο επιλογής της γλώσσας αναλόγως του γενικότερου ενδιαφέροντος που παρουσιάζει το εκάστοτε θέμα. Υποθέτουμε λοιπόν εύλογα ότι, η οικονομική δυσπραγία του περιοδικού (που, όπως είναι φυσικό, στερείται εσόδων) δεν επιτρέπει στους εκδότες του να ανταπεξέλθουν στο πραγματικά υψηλό κόστος των μεταφράσεων κι έτσι δημοσιεύουν τα κείμενα στη γλώσσα στην οποία τα έχουν υποβάλει οι συγγραφείς τους. Παρότι η «υβριδική» γλωσσική μορφή του περιοδικού δεν μπορεί παρά να πιστώνεται στα όποια αρνητικά του, αναγνωρίζουμε ότι είναι απότοκη μιας επιλογής που υπαγορεύουν οι αντικειμενικές συνθήκες και δεν μας ενοχλεί τόσο. Η καταφανής έλλειψη πρόθεσης των εκδοτών δεν αναιρεί ωστόσο τον ισχυρισμό μας ότι η επιλογή τους αυτή φωτίζει από μια διαφορετική γωνία τα τεκταινόμενα στην εγχώρια σκηνή της σύγχρονης τέχνης, προσδίδοντας μια άλλη διάσταση στα ίδια τα άρθρα που δημοσιεύουν στο περιοδικό τους.
Εκείνο που από την αρχή τράβηξε την προσοχή μας, και το οποίο μας φάνηκε ότι έχει κάποια σημασία αυτό καθαυτό, είναι η προσωπική επιλογή ορισμένων να δημοσιεύσουν τα κείμενά τους στην αγγλική γλώσσα, τη σημασία της οποίας επιλογής θα εξετάσουμε εδώ από μία πολιτική έποψη. Φυσικά, στην περίπτωση ενός συνηθισμένου δίγλωσσου (ή ενός αμιγώς αγγλόφωνου) περιοδικού μια τέτοια επιλογή δεν θα μας απασχολούσε καν, αφενός γιατί δεν θα είχε υποπέσει στην αντίληψή μας και αφετέρου γιατί δεν θα σήμαινε τίποτα ακόμα κι αν τη γνωρίζαμε, παρά μόνο ότι κάποιοι νιώθουν πιο άνετα να εκφράζονται στα αγγλικά. Με τη δημοσιοποίησή της, όμως, αυτή η επιλογή μετατρέπεται σε ένα είδος «δήλωσης», που φέρνει στο φως κάποιες από τις άδηλες επιθυμίες και τις άρρητες προθέσεις των συγγραφέων, αλλά μας δίνει επίσης τη δυνατότητα να συνδέσουμε την επιλογή τους με την πολιτική της διάσταση.[1] Εννοούμε εδώ την πολιτική διττά, ως ανταγωνισμό στο επίπεδο της θέσμισης ενός συγκεκριμένου πεδίου και ως εκπεφρασμένη βούληση δράσης με δεδομένη ιδεολογικοπολιτική κατεύθυνση (που στην εν λόγω περίπτωση παρεμπιπτόντως χαρακτηρίζεται από έναν αδιαπραγμάτευτο αντί-ουτοπισμό). Ιδωμένες κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι ατομικές επιλογές αποσπώνται από την γκρίζα ζώνη της ουδετερότητας και της «αντικειμενικότητας» και εγκαθίστανται στο συγκρουσιακό πολιτικό πεδίο όπου η δράση έχει πλέον κατεύθυνση.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν πρέπει να επιτρέψουν να μας διαφύγουν και άλλοι σημαντικοί παράγοντες που εμπλέκονται αν εξετάσουμε το ζήτημα από μια πιο υποκειμενική διάσταση. Οι εν λόγω παράγοντες αφορούν περισσότερο σε ζητήματα ατομικής ταυτότητας και «ψυχολογίας» παρά στην συγκρότηση των προϋποθέσεών διαμόρφωσής τους, δηλαδή το κοινωνικό πλαίσιο εντός του οποίου εκδηλώνονται. Μια τέτοια επισήμανση θέλει να υπενθυμίσει ότι ο ντεσιζιονισμός, τον οποίο υποβαστάζει ο φενακισμός της «ατομικής ελευθερίας», τείνει να προσδιορίζει την πολιτική ως «δημόσιο χώρο», μια «αυτόνομη» σφαίρα που προϋποθέτει την προσωπική απόφαση εμπλοκής στα «κοινά» (γίνεται δηλαδή ζήτημα ατομικής επιλογής, θέμα «συμμετοχής») και όχι ως δραστικό παράγοντα που ρυθμίζει καθοριστικά, αν και όχι απόλυτα, τις ίδιες τις αποφάσεις και τις επιλογές μας, είτε εμείς «αποφασίζουμε» να συμμετέχουμε προσωπικά είτε όχι. Παίρνοντας έναυσμα από αυτή την διαπίστωση, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι, πρώτ’ απ’ όλα, η συγκεκριμένη επιλογή γλώσσας δημοσίευσης που συζητάμε εδώ δεν μπορεί να είναι ουδέτερη – εμμέσως πλην σαφώς φανερώνει τον ορίζοντα των προσωπικών βλέψεων των συγγραφέων και των φαντασιακών επενδύσεών τους σε μια «εκσυγχρονισμένη» ταυτότητα που αντιδρά σε όποια απόπειρα περιστολής της από τον εντόπιο «αναχρονισμό». Και υπάρχει μια λεπτή γραμμή που συνδέει τον προσανατολισμό αυτόν με το ιδεολόγημα που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία τα τελευταία 30 περίπου χρόνια, περί «εκσυγχρονισμού» και «ευρωπαϊκής προοπτικής» που μας εξασφαλίζουν την «ανάπτυξη». Το ιδεολόγημα αυτό, εκτός από την «ουτοπική» του διάσταση να υπόσχεται έναν ασφαλή δρόμο για την ευημερία του έθνους (η «Ψωροκώσταινα» που θα μεταμορφωθεί σε Σταχτοπούτα) πρόσφερε εν μέρει και έναν τρόπο κοινωνικής αποσυμπίεσης και εκτόνωσης της «πολιτικού κινδύνου» που κατά πολλούς υπέκρυπτε η σημαντική επιρροή της αριστεράς. Οι συνθήκες που θα διαμόρφωναν την ταυτότητα του νέο-νέο-Έλληνα άλλαξαν έτσι άρδην μέσα σε λίγα χρόνια. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ., με τον «σοσιαλιστικό» μανδύα να καλύπτει την αστικο-φιλελεύθερη πολιτική φιλοσοφία του και την λαϊκιστική ρητορική να χρησιμοποιείται ως μέσο διεμβολισμού των συντηρητικών ως επί το πλείστον μικρομεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, επικύρωσε το ιδεολόγημα του «εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας μέσω της ανάπτυξης» και καλλιέργησε ένα κλίμα γενικής ευφορίας και οικονομικής ευημερίας που απείχε μακράν από την αλήθεια. Ο νεοπλουτισμός και η ταξική κινητικότητα, κυρίως από τα χαμηλά στα μεσαία και τα μεσοανώτερα στρώματα που παρακινήθηκε από τις εξελίξεις, επέφερε τη ριζική αναβάθμιση των προσδοκιών. Παράλληλα, σε παγκόσμιο επίπεδο, η ήττα του κρατικού σοσιαλισμού και η νέο-φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση πιστοποιούσε ότι ένα ολόκληρο ιστορικό κεφάλαιο έμοιαζε να τελειώνει. Το «νέο» κεφάλαιο έμελλε ν’ αρχίσει με μια «νέα» αφήγηση (για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση του συρμού), πολυπρισματική και κατακερματισμένη, χωρίς κεντρικό θέμα και ειρμό, με πρωταγωνιστές τη μετανάστευση, τις τεχνολογικές εξελίξεις, τον εθνικισμό, την τρομοκρατία, την οικολογική κρίση, τους πολέμους κ.λπ. κ.λπ., αλλά και τη διεύρυνση των ατομικών επιλογών, τις ευκαιρίες οικονομικής και κοινωνικής ανόδου, την αμεσότητα επικοινωνίας, τις τεχνολογικές ευκολίες, τη φιλελεύθερη «δημόσια σφαίρα» των μμε. Είναι λοιπόν αναμενόμενο, οι γενιές που ανατράφηκαν σε αυτό το κλίμα ριζικών αλλαγών να έχουν εντελώς διαφορετικές επιθυμίες, προσδοκίες και απαιτήσεις από την ηττημένη γενιά του ’70 και να βλέπουν τον κόσμο και τα πράγματα με άλλα ματογυάλια. Ειδικότερα η νεότερη γενιά, αναζητά το δρόμο της συμμετέχοντας ενεργά στο γίγνεσθαι αντί να παρακολουθεί απορημένη και εν γένει αποστασιοποιημένη τις ραγδαίες εξελίξεις, όπως έκανε η προηγούμενη γενιά που μάλλον χάθηκε στην αλλαγή σελίδας μεταξύ των δύο κεφαλαίων. Μιλάμε για μια γενιά που διαμορφώνει την ταυτότητά της όχι πια αποκλειστικά μέσω της αντιπαράθεσης «εμείς»/«αυτοί» αλλά, όλο και περισσότερο, μέσω της θετικής «αυτό-συγκρότησης».
Αυτή η αλλαγή «παραδείγματος» γίνεται έκδηλη με ιδιαίτερη έμφαση στο πεδίο της σύγχρονης τέχνης και εκφράζεται, μεταξύ άλλων, και ως επιθυμία διασύνδεσης με τις ευρύτερες εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο σε ένα έτσι κι αλλιώς όλο και πιο παγκοσμιοποιημένο πεδίο. Η (πραγματική ή φανταστική) επαφή με ένα «διεθνές κοινό», η συμμετοχή σε έναν «ευρύτερο διάλογο» και η επιθυμία να προβληθεί αυτή η συμμετοχή ως de facto διαπιστευτήριο μιας «εκσυγχρονισμένης» ταυτότητας, υποκρύπτει, από τη μια, την (διόλου αθέμιτη ίσως) απαίτηση αναγνώρισης αυτής της διαφοράς και, από την άλλη, συνιστά καθαυτό στοιχείο θετικής συγκρότησης της ταυτότητας.
Η επιλογή της γλώσσας εκφοράς των απόψεων ωστόσο δεν είναι μόνο μια ανάγκη επικοινωνίας με το παγκόσμιο γίγνεσθαι, είναι μια σημαίνουσα επιλογή και σε σχέση με το τοπικό γίγνεσθαι, που στην παρούσα φάση βρίσκεται σε μια υπό διαμόρφωση, ρευστή κατάσταση, γιατί έτσι η «συμμετοχή» μπορεί να αντιδιασταλεί με τη «μη συμμετοχή» και αυτή η διαφορά να αποκτά κεντρική σημασία στη διαμόρφωση της επιθυμητής ταυτότητας που θα προσδώσει την αξιολογική διαφορά του «εγώ» σε σχέση με τους «άλλους» και θα προσδιορίσει τη θέση του δρώντος ατόμου σε μια δομή, την παγίωση της οποίας συνδιαμορφώνει και υποστασιοποιεί με την ίδια του τη συμμετοχή.
Υπάρχει όμως σε όλα αυτά ένα σκοτεινό σημείο, όπου η ειρωνεία υφαίνει το σχεδόν αόρατο δίχτυ της για να μας παγιδέψει στην αμφισημία. Ένας πιθανός φενακισμός που έχει να κάνει με την επίδραση που ασκεί πάνω στον ομιλητή η «αντήχηση» της φωνής του μέσα στην ανοίκεια γλώσσα, έτσι όπως φαντάζεται ότι την προσλαμβάνουν οι άλλοι, αλλά κυρίως έτσι όπως την προσλαμβάνει ο ίδιος ο ομιλητής. Πρόκειται για το εφέ της «αντικειμενοποίησης», του οποίου τον τρόπο λειτουργίας μπορούμε να δούμε καθαρά στην εντύπωση που μας προκαλεί το στοιχειοθετημένο μηχανικά κείμενο (τυπογραφία, γραφομηχανή, υπολογιστής) σε σχέση με το χειρόγραφο. Όταν διαβάζουμε κάτι που έχουμε γράψει πρώτα με το χέρι και κατόπιν το έχουμε αποτυπώσει μηχανικά, του έχουμε προσδώσει δηλαδή μια διαφορετική σημαίνουσα μορφή (η «τυπωμένη λέξη» και ό,τι αυτή σηματοδοτεί για τον πολιτισμό μας), αυτό αποκτά μια «εξωτερικότητα», μας δίνει την εντύπωση μιας αντικειμενοποιημένης διαδικασίας, κάτι που «αναβαθμίζει» και το ίδιο το περιεχόμενο. Για να το πω αλλιώς, η «τυπωμένη λέξη» έχει το κύρος που αποκτάει από την ίδια την «αποπροσωποίηση» του προσωπικά διατυπωμένου λόγου με μια εξωτερική, τυποποιητική διαδικασία και την ένταξή του σε μια κατηγορία «τυπωμένων κειμένων». Πρόκειται για έναν ιδιότυπο φετιχισμό, όπου στην τυπωμένη λέξη μοιάζει να κρύβεται η υπόσχεση για την μελλοντική ικανοποίηση της ίδιας μας της επιθυμίας για δημοσίευση και «αναγνώριση».
Σε μια ανάλογη προβολή, η αγγλική γλώσσα, όπως η «τυπωμένη λέξη», γίνεται αξιολογικό σημαίνον με διττή σημασία: αφενός διαχωρίζει αυτούς που (φαίνεται να) συμμετέχουν σε έναν «διεθνή διάλογο» από την εσωστρέφεια κάποιων άλλων, αφετέρου λειτουργεί ως αδιάψευστη επιβεβαίωση μιας πραγματικότητας που η ίδια δημιουργεί τον εαυτό της σαν αντήχηση της δικής της φωνής, που γεμίζει έναν κενό χώρο και ύστερα εκλαμβάνει την ηχώ της ως απάντηση. Η σημασιοδότηση αυτή δεν θα ήταν κατανοητή εάν δεν αποτύπωνε εννοιολογικά ζεύγματα αντιθέτων, όπως «τοπικό/παγκόσμιο», «κέντρο/περιφέρεια», που βρίσκονται στον πυρήνα πολλών συζητήσεων, υπονοούνται στην παρούσα ανάλυσή μας και αποτελούν προσφιλές θέμα αρκετών άρθρων του kaput., αν όχι μια «οντολογική» διάσταση της ίδιας της έκδοσής του.

Θα προσεγγίσω όμως το ζήτημα και από μια διαφορετική σκοπιά, με στόχο αυτή τη φορά όχι τόσο τις συνθήκες της επιλογής γλώσσας όσο το περιεχόμενο των διατυπώσεων σε σχέση με την επιλεγείσα γλώσσα. Λαμβάνω σοβαρά υπόψη μου το γεγονός ότι, οι περισσότεροι από τους συνεργάτες του kaput. έχουν ζήσει, σπουδάσει και δραστηριοποιούνται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στο εξωτερικό και διατηρούν ποικίλες επαγγελματικές και προσωπικές σχέσεις εκεί, κινούμενοι συνεχώς ανάμεσα στο «μέσα» και στο «έξω», τόσο σωματικά, ταξιδεύοντας, όσο και νοητικά, σε μια προσπάθεια συγκερασμού της τοπικής ιδιομορφίας με την παγκόσμια επιταγή. Αναπόφευκτα, λοιπόν, είναι απαραίτητο να συνομιλούν με ένα ευρύτερο κοινό που δεν περιορίζεται στα στενά όρια της ελληνικής γλώσσας. Όμως, η χρήση και μόνο μιας «κοινής» γλώσσας, των αγγλικών εν προκειμένω, δεν αρκεί για να γίνει η συνομιλία διάλογος. Απαιτείται η συνάφεια των διατυπώσεων με μια κοινώς αποδεκτή «θεωρητική γλώσσα». Πρέπει να αναρωτηθούμε, λοιπόν, αν η συμβατική προσαρμογή που επιδεικνύουν στην καλλιέργεια αυτής της «γλώσσας» μπορεί να είναι ποτέ από μόνη της επαρκής συνθήκη για την αξιολόγηση των ίδιων των θέσεών τους, όταν είναι πασιφανές, ότι τόσο η επιχειρηματολογία όσο η ορολογία και οι αναφορές που χρησιμοποιούν στα άρθρα τους είναι απλώς δάνεια σχήματα από την παγκοσμιοποιημένη κουλτούρα και την εξίσου παγκοσμιοποιημένη σύγχρονη «αριστερή» σκέψη, που ως θεωρητικός συρμός της εποχής, αλλά και ως πολιτιστική δεσπόζουσα σε συγκεκριμένους καλλιτεχνικούς και πολιτικούς χώρους, αντηχεί σε κάθε έκφραση του (ακαδημαϊκά) «νομιμοποιημένου» και «έγκυρου» λόγου περί τέχνης. Είναι κοινώς γνωστό, γι’ αυτό και το κατανοούμε, πως μόνον έτσι είναι πιθανό να επικυρωθεί από το σινάφι η ικανότητα σύμπλευσης με τις «σύγχρονες διεθνείς εξελίξεις» που χρίζει κάποιον «συνομιλητή» και του προσφέρει ίσως τις πολυπόθητες επαγγελματικές ευκαιρίες τοποθετώντας τον αίφνης από το τοπικό στο παγκόσμιο σκηνικό, να επιβεβαιωθεί έτσι ότι δεν έκανε άσκοπα τόσα χιλιόμετρα πτήσεων και ότι τα χρήματα που δαπάνησαν οι γονείς του για τις σπουδές στην Αγγλία δεν πήγαν τελικώς στράφι.
Μπαίνει ωστόσο στον πειρασμό να αναρωτηθεί κανείς εάν η δημοσίευση τέτοιων κειμένων, πέρα από την απόλυτα θεμιτή επιθυμία έκφρασης της γνώμης και των απόψεων των συντακτών τους, αλλά και της πρακτικής λόγω επαγγέλματος ανάγκης τους για «δημοσιεύσεις», προσθέτει κάτι ουσιαστικό σε αυτόν τον περιλάλητο «διεθνή διάλογο» περί σύγχρονης τέχνης –και κατ’ επέκταση περί πολιτικής, ηθικής, κοινωνίας, φιλοσοφίας κ.λπ.– κι ακόμα ακόμα, αν ο ίδιος αυτός διάλογος έχει κάποια ουσία υπό τις παρούσες συνθήκες. Η ταπεινή μου γνώμη, και χωρίς καμία διάθεση να υποτιμήσω τους συγγραφείς ή να φανώ κυνικός, είναι ότι όχι, η δημοσίευσή τους δεν συμβάλει και πολλά στο πλαίσιο μιας τέτοιας, έτσι κι αλλιώς ανούσιας, συζήτησης. Το ίδιο βεβαίως μπορούμε να πούμε ανεπιφύλακτα και για τα κείμενα πολλών αλλοδαπών συναδέλφων τους, που βλέπουν το φως της δημοσιότητας σε καταλόγους, περιοδικά ή στο διαδίκτυο και τα οποία προκαλούν την εντύπωση ότι έχουν γραφτεί μόνο και μόνο γιατί πρέπει να γεμίσουν οι σελίδες. Πέρα από ανακύκλωση της κοινοτοπίας και επίδειξη ενός μακάριου ναρκισσισμού, τα κείμενα αυτά είναι αδιάσειστα πειστήρια, που αποδεικνύουν την παντελή έλλειψη γενικότερου προσανατολισμού της σκέψης προς έναν πραγματικά απελευθερωτικό ορίζοντα και τον εγκλωβισμό της σε έναν αδιέξοδο ακραίο σχετικισμό και μια ιλλιγιώδη διαφοροποίηση που κονιορτοποιεί τα πάντα εξαφανίζοντάς τα. Οι συγγραφείς τους αγνοούν επιδεικτικά την κοινωνική διαλεκτική και επιδίδονται σε μια ανιστορική «σύγχρονη» ανάλυση που δικαιολογεί και αναπαράγει αντί να αμφισβητεί το υπάρχον, απορρίπτοντας κάθε δυνατότητα υπέρβασής του ως «ουτοπική», διαβάλλοντας και εξοβελίζοντας με το στίγμα του «ανορθολογικού» κάθε λόγο για την κοινωνική απελευθέρωση και την υπέρβαση της αντίφασης ελευθερίας και ισότητας σε μια διαφορετική κοινωνία. Με όση γλωσσική δεινότητα κι αν διατυπώνεται, ο σχολιασμός του ασήμαντου ή ο ασήμαντος σχολιασμός δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον μαχητικό ριζοσπαστικό λόγο, αποπροσανατολίζει και καθηλώνει την προσοχή σε ανούσιες αντιπαραθέσεις και αναλύσεις που διυλίζουν τον κώνωπα της δυτικής νεωτερικότητας την ώρα που ο πραγματικός κόσμος γύρω μας καταρρέει.

Από την άλλη, μπορούμε να εξετάσουμε, κι έτσι να τελειώνουμε οριστικά με κάθε παρόμοια συζήτηση, την άποψη που υποστηρίζει ότι αυτός είναι ο διάλογος. Να επανέλθουμε δηλαδή στην ιδέα της «αυτό-συγκρότησης» και να αποδεχτούμε ότι ανάλογα κείμενα, εφόσον δημοσιεύονται, όπου δημοσιεύονται, αποτελούν εκ των πραγμάτων συστατικά μέρη του δημόσιου διαλόγου περί σύγχρονης τέχνης (που μπορεί να είναι και πολλαπλοί μονόλογοι), άρα καθορίζουν εν πολλοίς τη μορφή, το εύρος αλλά και την ποιότητά του. Θα πρέπει τότε να αναρωτηθούμε πώς διαμορφώνεται αυτός ο διάλογος, ποιο είναι το πλαίσιο που καθορίζει τη θεματολογία του όσο και τον τρόπο διαμοιβής του, καθώς και πώς η διαδικασία «αυτό-συγκρότησης» σχετίζεται τόσο με το πολιτικό (την ηγεμονική διαμάχη αντικρουόμενων βουλήσεων, απόψεων και συμφερόντων) όσο και με την πολιτική (τις κινήσεις τακτικής και τις εμπράγματες εξουσιαστικές σχέσεις).
Στην πραγματικότητα, ο διάλογος γίνεται εφικτός μόνο όταν τηρούνται οι νόρμες που διασφαλίζουν την «αυτονομία» του, δηλαδή περιχαρακώνουν και ορίζουν σαφώς το χώρο ανάπτυξής του. Ο κομφορμισμός που καλείται να επιδείξει όποιος θέλει να συμμετέχει σε αυτή τη «λέσχη διαλόγου», λειτουργεί κανονιστικά και επιβάλει την αυτό-λογοκρισία και την συναίνεση, που αναλόγως τις περιστάσεις αποκτούν πια νέες ονομασίες, όπως «πνεύμα συνεργασίας», «προσαρμοστικότητα», «μετριοπάθεια» ή «νηφαλιότητα». Όσο και αν συγκαλύπτεται όμως, η ισχυρή έλξη που ασκεί η βαρύτητα της συναίνεσης, του συμβιβασμού και της άκριτης υποταγής στον «κοινό νου», δεν παύει να παραμένει η κύρια αιτία για την παρούσα κατάσταση αδράνειας της ουτοπικής επιθυμίας και της ανατρεπτικής πράξης που καθηλώνει σε μια εφιαλτική κοινοτοπία τη σύγχρονη τέχνη (και όχι μόνο).
Ο χώρος της τέχνης επικαλείται την «αυτονομία» του για να αυτοορίζεται και να αυτορρυθμίζεται, αξιώνει το δικαίωμα να θέτει τους δικούς του νόμους, τους δικούς του κανόνες συμπερίληψης και αποκλεισμού. Κι εδώ ανακύπτει η διάσταση του πολιτικού χαρακτήρα αυτής της διαδικασίας θέσμισης η οποία εξ ορισμού είναι πεδίο ανταγωνισμού και διαμάχης, που διαμείβεται ωστόσο εντός των ορίων ενός κανονιστικού πλαισίου που γίνεται a priori αποδεκτό και αφορά την υιοθέτηση μιας συγκεκριμένης ιδεολογικής αναπαράστασης του ιστορικού και κοινωνικού φαινόμενου, εν προκειμένω αυτή της φιλελεύθερης δημοκρατίας με όλα τα συμφραζόμενα. Το αμιγώς πολιτικό επίπεδο της συγκρότησης (θέσμισης), επαρκώς προσανατολισμένο ήδη από τις αξιωματικές παραδοχές του, γίνεται το πεδίο της ηγεμονικής διαμάχης δυνάμεων που δεν είναι συλλογικές αλλά εκφράζουν κυρίως προσωπικά συμφέροντα και βλέψεις. Οι δυνάμεις που δρουν για τη συγκρότηση (θέσμιση) εκφράζουν ρητώς τη βούλησή τους για ηγεμονία όταν επικαλούνται την εκ μέρους τους αποτελεσματική διαχείριση του «κοινού καλού». Αυτό που συνέχει (βούληση αυτό-συγκρότησης) είναι ταυτόχρονα αυτό που διαχωρίζει (βούληση κυριαρχίας επί της διαδικασίας αυτό-συγκρότησης), όμως στο τέλος θα πρέπει να επικρατήσει αναπόφευκτα η συναίνεση του «ρεαλισμού», του ενός και μοναδικού τρόπου που υπαγορεύουν οι «αντικειμενικές» συνθήκες και δεν μπορεί παρά να είναι πραγματιστικός, αναδεικνύοντας το γεγονός σε αδιάψευστο κριτήριο αλήθειας. Καθίσταται πλέον σαφές ότι το φαινόμενο της «αντικειμενοποίησης» που αναφέραμε παραπάνω σε σχέση με τη γλώσσα, παίρνει μια άλλη, πιο πολύπλοκη διάσταση, αν εντοπίσουμε τη λειτουργία του όχι πια στο ψυχολογικό αλλά στο πολιτικό επίπεδο. Σε τούτη την περίσταση, «εξωτερικεύει» και παγιώνει τις προσωπικές ηγεμονικές βλέψεις σε «αντικειμενικούς» θεσμούς και δομές που μόλις συσταθούν αποκλείουν εκ των πραγμάτων το πολιτικό (τη ρευστή μορφή της θέσμισης) και το μετατοπίζουν στη σφαίρα της πολιτικής (τη διαχείριση των πόρων, του δυναμικού και των κρίσεων).

Η εγρήγορση, λοιπόν, ο ζήλος και η «αυτοθυσία» που επιδεικνύουν κάποιοι από αυτούς που μας μιλούν τώρα στα αγγλικά, οφείλονται στη βάσιμη πεποίθησή τους ότι πρέπει να εργαστούν σκληρά («to sweat their ass», θα λέγαμε αν μας είχε συνεπάρει κι εμάς ο οίστρος τους) προκειμένου να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν κάποια μέρα στις φιλοδοξίες τους να εκπληρωθούν. Καταβάλουν εργώδεις προσπάθειες για να «εκσυγχρονιστεί» το εγχώριο πεδίο της τέχνης, να αποκτήσει μια συγκροτημένη υπόσταση και μια σαφή και ξεκάθαρη δομή. Έτσι θα καταστεί αναπόφευκτα περισσότερο ελέγξιμο, επιδεχόμενο χειραγώγησης από εκείνους που προλειαίνουν το έδαφος για την επερχόμενη ηγεμονική τους επέλαση, χτίζοντας γι’ αυτόν το λόγο από τώρα συμμαχίες και εποπτικές θέσεις ισχύος. Ξέρουν πολύ καλά ότι αν θέλουν να κατακτήσουν τον κόσμο πρέπει πρώτα να επιβληθούν στη δική τους επικράτεια.
Οι ίδιοι βεβαίως είναι αρκετά μεθοδικοί, κι έχοντας με το μέρος τους ισχυρούς σύμμαχους και το πνεύμα των καιρών, φαίνεται να τα καταφέρνουν. Δεν έχουν απομείνει παρά λίγοι που σκοτίζονται γι’ αυτές τις εξελίξεις· κάποιοι άλλοι δεν βλέπουν πού είναι το κακό σε όλα αυτά και συνεχίζουν τη δουλειά τους· ενώ άλλοι νιώθουν ότι απειλούνται άμεσα και εξυφαίνουν τις δικές τους πλοκές. Οι υπόλοιποι, είναι διατεθειμένοι να κάνουν ό,τι χρειάζεται για να εξασφαλίσουν μια θέση στο χώρο. Η ηγεμονία εκείνων που θα τον ελέγχουν, αφού είναι οι ίδιοι που τον δημιουργούν και χαράζουν τα όριά του, μοιάζει, εκ των πραγμάτων, προς το παρόν αναπόφευκτη. Η συναίνεση επιβάλλεται εκεί όπου λίγοι μόνο την αμφισβητούν εμπράκτως και ρητώς. Σε όποια γλώσσα κι αν το πούμε, this is the sad true

Αναφορές
Fredric Jameson, Το μεταμοντέρνο ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού, μτφρ. Γιώργος Βάρσος,, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1999, σ. 53.
– Βλαντιμίρ Ναμπόκωφ, Η αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ, μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδης, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1989, σ. 117.

[1] Σκοπός μου δεν είναι να αδικήσω κανέναν, αποδίδοντάς του «δηλώσεις» που ποτέ δεν έκανε ή βλέψεις και προσδοκίες που δεν έχει, πόσο μάλλον να επιδείξω έναν ισοπεδωτικό αρνητισμό, που θα στιγματίζει συλλήβδην τις επαγγελματικές φιλοδοξίες όλων. Γι’ αυτό οφείλω να αποσαφηνίσω ότι οι γενικεύσεις μου δεν θα μπορούσαν φυσικά να αφορούν όλους όσους δημοσιεύουν στα αγγλικά στο περιοδικό, όπως δεν μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τους, προς χάρη της ρητορικής συνάφειας, κάθε διαφορά. Είμαι πεπεισμένος, ότι υπάρχουν πολλοί και απόλυτα θεμιτοί λόγοι για να γράφει κάποιος σε μια άλλη γλώσσα, από το γιατί έτσι του γουστάρει μέχρι γιατί το απαιτεί το θέμα ή το ίδιο το μέσο δημοσίευσης (δεν παραβλέπω ότι τα αγγλικά είναι η γλώσσα του ίντερνετ). Αν όμως ανάλογες δικαιολογίες ισχύουν ίσως για κάποιους, δεν ισχύουν απαραιτήτως για όλους που κάνουν την ίδια επιλογή και σε αυτούς αναφέρομαι. Υπάρχει, από την άλλη, το ενδεχόμενο να έχω παρασυρθεί, παρερμηνεύοντας τα σημεία, σε μια χονδροειδή και άστοχη ανάλυση που βλέπει να φυτρώνουν «συνωμοσίες» εκεί όπου σπέρνονται αγαθές προθέσεις – κανείς δεν μπορεί να το πει με σιγουριά. Σε μια τέτοια περίπτωση, κανένας δεν θα πρέπει να νιώσει θιγμένος απ’ όσα γράφω εδώ κι ο μόνος που θα εκτεθεί θα είμαι αποκλειστικά εγώ. Οψόμεθα…

Αφορισμοί (1)

* Η τέχνη, ο αθλητισμός και η φιλανθρωπία είναι οι «ευγενικές» εκείνες ενασχολήσεις που προσφέρουν στις κυρίαρχες τάξεις την κοινωνική καταξίωση που η ισχύς και ο πλούτος δεν μπορούν από μόνα τους να εξαγοράσουν. Επιβεβαιώνουν έτσι τον Άνταμ Σμιθ: η ματαιοδοξία τους είναι το κίνητρό τους. Θα ευχόμουν να ήταν μόνον δικό τους.

* Το χάσμα μεταξύ της νοητής, φανταστικής «μορφής» και της μεταφοράς της στην πραγματικότητα είναι το επίμονο, μόνιμα ανοιχτό τραύμα του καλλιτέχνη. Υπάρχει πάντα κάτι που διαφεύγει, ακόμα και στην καλύτερη εκτέλεση. Τα υλικά της φαντασίας είναι απείρως πιο εύπλαστα και οι περιορισμοί της ύλης δεν έχουν υπόσταση εκεί. Η πραγματικότητα θολώνει τη διαύγεια της φαντασίας.

* Στον κατ’ ευφημισμό αποκαλούμενο «χώρο της τέχνης και του πολιτισμού» είναι αρκετοί εκείνοι που κινούνται έρποντας. Ενίοτε μεταμορφώνονται από γλοιώδη έρποντα σε σαρκοβόρα θηρία. Και τότε αποκαλύπτεται η κατάλευκη οδοντοστοιχία τους.

* Ο ρόλος των μμε είναι παρόμοιος μ’ εκείνον της ενσωματωμένης διανόησης: αναμηρυκάζουν τις έννοιες και τις ιδέες που είναι δύσπεπτες ακόμα και για το στομάχι του συστήματος, που θέλει όλα να τα αλέθει. Είναι τα οξέα που διαλύουν αργά και με επιμονή κάθε δύσπεπτη τροφή, την μετατρέπουν σε χυλό που όσο εύκολα χωνεύουμε άλλο τόσο εύκολα αφοδεύουμε.

* Η σύγχρονη κουλτούρα ανακυκλώνει τη βία και τη δυστυχία· τις σκηνοθετεί ως θέαμα. Τώρα, οι εικόνες που αφηγούνται ανθρώπινες ιστορίες από τους σκουπιδότοπους του συστήματος, αντί να λειτουργούν ως κριτική αυτού του συστήματος, λειτουργούν ως επικύρωση του «πλουραλισμού» του.

* Η τηλεόραση είναι αφηγηματικό μέσο: αφηγείται συνεχώς τον εαυτό της.

* Η τεχνολογία μάς «τεχνολογικοποιεί», δεν «εξανθρωπίζουμε» εμείς την τεχνολογία. Όμηροι της ψευδαίσθησης της κυριαρχίας μας επί των κατασκευασμάτων και των επινοήσεών μας θελγόμαστε από το μύθο του ελέγχου και της επιλογής να δρούμε ορθολογικά και σύμφωνα με το ζωτικό συμφέρον μας και εθελοτυφλούμε μπροστά στην εκμηδένισή μας από εκείνα που θέλουμε να ελέγξουμε.

* Η φαινομενολογία της απελπισίας διαφημίζεται σήμερα ως «δίψα για τη ζωή», το μηχανικό νευρόσπαστο έχει αναδειχτεί ως ο νέος ανθρωπολογικός τύπος.

* Άνθρωποι κενοί και ανερμάτιστοι, στα όρια της ψύχωσης – καταναλώνουν με λαιμαργία το σύμπαν.

* Απύθμενη εγωπάθεια, αφελής αισιοδοξία.

* Η ουτοπική προσδοκία της «ευτυχισμένης ζωής» διακονείται από τη συνεχώς και επισταμένως προβαλλόμενη αφθονία της αγοράς και την υπαρκτή δυνατότητα διαβίωσης σε έναν επίγειο παράδεισο υλικών απολαύσεων του οποίου οι πύλες, όπως διατείνονται οι φύλακες-άγγελοί του στις διαφημίσεις τους, είναι ορθάνοιχτες, δυνάμει προσπελάσιμες από όλους. Μα, κυρίως, αυτός ο παράδεισος είναι πραγματικός.

* Η αγκαλιά της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης τους χωράει όλους. Άλλους για να τους χαϊδέψει και άλλους για να τους συνθλίψει.

* Θέλουν να βάλουν την ταφόπλακα στην ουτοπική επιθυμία, και να αναγράψουν σε αυτήν: «Ό,τι κι αν πόθησα έμεινε ανεκπλήρωτο. Πέθανα πριν προλάβω καν να ζήσω».

* Από το καρτεσιανό «σκέφτομαι άρα υπάρχω» φτάσαμε στο «έχω άποψη άρα υπάρχω». Όμως η άποψη δεν είναι παρά δοξασία. Και δοξασία δεν σημαίνει απαραίτητα σκέψη. Η άποψη δεν είναι πάντοτε προϊόν σκεπτικής διαδικασίας. Έχει περισσότερο σχέση με τις ενορμήσεις και τις ιδεολογικές ψευδαισθήσεις παρά με τη σκέψη και τον λόγο. Άποψη έχει ο καθένας και δικαιούται να την εκφράζει ελεύθερα. Επ’ ουδενί όμως θα πρέπει να συνάγουμε απ’ αυτό ότι η κάθε άποψη που διατυπώνεται είναι εξ ίσου έγκυρη με κάθε άλλη. Η έκφραση της άποψης είναι δικαίωμα, η αξιολόγηση των απόψεων είναι καθήκον.

* Η ελευθερία να λέμε ό,τι μας υπαγορεύεται από τις περιστάσεις δεν είναι πραγματική ελευθερία, είναι η ελευθερία που μας παραχωρεί ο ηγεμόνας αφού γνωρίζει πολύ καλά ότι θα τη χρησιμοποιήσουμε για οποιονδήποτε άλλο σκοπό εκτός από το να αμφισβητήσουμε την ηγεμονία του. Πολύ ωραία! Μπορούμε τώρα να είμαστε, επιτέλους, σύγχρονοι με τους καιρούς. Να είμαστε το νέο είδος υποκειμένων που γιορτάζουν την υποταγή τους ως την ύψιστη ελευθερία τους…

* «Αλλαγή», «ανεξαρτησία», «ατομικότητα» λένε, και εννοούν αποξένωση, απομόνωση, αποκλεισμό. Είναι η άλλη όψη των επιχρυσωμένων νομισμάτων, που η κατοχή τους μας κάνει να αισθανόμαστε πλούσιοι – τουλάχιστον μέχρι να αποκαλυφθεί ότι τα λαμπερά χρυσά νομίσματα είναι κίβδηλα, ότι οι τραπεζίτες μας έχουν εξαπατήσει. Μας άρεσε η χλιδή όμως και δεν παραπονιόμασταν…

* Θα ήθελα να αποκτήσουν όλοι πρόσωπο, έτσι ώστε να συνδιαλέγομαι με πραγματικούς ανθρώπους και όχι με ιδιότητες, τίτλους, θεσμικούς ρόλους και επαγγέλματα. Μόνο που φοβάμαι τι θα αντικρύσω.

* Ο αστικός, πατριαρχικός τρόπος οργάνωσης της οικογένειας και των κοινωνικών σχέσεων καταπιέζει ενώ ταυτόχρονα μας προσκαλεί στο αναφαίρετο δικαίωμα της πατροκτονίας.

* Η αιτιώδης συνάφεια των φαινόμενων δεν αποκλείει την πολλαπλότητα των μορφών εκδήλωσης αυτών των φαινόμενων. Η ενδελεχής επισκόπηση των δεδομένων δεν είναι σε θέση να διευκρινίσει τις πολυποίκιλες τροπικότητες του είναι και τις πολυσχιδείς εκφράσεις του.

* Αυτό που ζούμε δεν είναι η γέννηση του νέου, όπως πολλοί πιστεύουν, αλλά ο επιθανάτιος ρόγχος του παλιού. Το ξεψύχισμα μιας τελειωμένης πίστης που μας έχει οδηγήσει σε μια διεστραμμένη αντίληψη για τον κόσμο και την ύπαρξη – με αποκορύφωμα την καταστροφική επιβολή μας επί της φύσης.

* Αν στην καταστροφή της φύσης αντιπροτείνουμε την «οικολογική συνείδηση» δεν λύνουμε κανένα πραγματικό πρόβλημα, απλώς προσπαθούμε μάταια να επουλώσουμε ένα θανάσιμο τραύμα με κομπογιαννίτικο τρόπο – ο ασθενής, εν τω μεταξύ, θα έχει μάλλον πνεύσει τα λοίσθια.

* Το συμβολικό καλύπτει σαν πέπλο τα πάντα, αλλά το πραγματικό διαρρηγνύει αυτό το πέπλο. Όσο και αν επιδιώκουμε να το συγκαλύψουμε, το πραγματικό κάνει συνεχώς αισθητή την παρουσία του: είναι το υπόστρωμα του συμβολικού. Το όνειρο, το βίωμα, το συναίσθημα, δεν είναι γλώσσα, αν και εκφράζονται μέσω αυτής, είναι «καταστάσεις», τελεστικές πράξεις. Μέσα στο συμβολικό διευθετούμε απλώς τις υποθέσεις μας, δεν κατοικούμε ποτέ εξολοκλήρου.

* Κάθε ρήγμα γεννάει την επιθυμία αποκατάστασης της ολότητας.

* Ο κόσμος δεν έχει νόημα, ούτε τέλος (σκοπό). Αυτά είναι αποκλειστικά ανθρώπινες υποθέσεις. Γι’ αυτό και μας αφορούν.

* Να χρησιμοποιούμε τη «θετική» μορφή για να κάνουμε πιο ισχυρή την άρνησή μας.

ΚΑΤΩ ΤΑ ΞΕΡΑ ΣΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ

Ανακοίνωση της κατάληψης Ευαγγελισμού, Ηράκλειο Κρήτης

Πρυτάνεις, αντιπρυτάνεις και εισαγγελείς θυμήθηκαν τον Ευαγγελισμό…
Την Τρίτη 22-07-08 η κατάληψη Ευαγγελισμού δέχτηκε την επίσκεψη μιας κουστωδίας «φορέων» αποτελούμενη από τον πρύτανη (και μεγαλοεπιχειρηματία) του Πανεπιστημίου Κρήτης Γιάννη Παλλήκαρη, τον αντιπρύτανη Κιτσόπουλο, τον εισαγγελέα Ηρακλείου Μαρκάκη, κάποιον υψηλόβαθμο μπάτσο, ασφαλίτες και δημοσιογράφους. Σκοπός της επίσκεψης αυτής, όπως είπαν και οι ίδιοι, ήταν να μας «προειδοποιήσουν» για την επερχόμενη εκκένωση του κτιρίου και «να δώσουν δεκαπενθήμερη διορία» για να αδειάσουμε το κτίριο.
Την επόμενη μέρα, οι τοπικές εφημερίδες, επιτελώντας ως συνήθως το λειτούργημα της παραπληροφόρησης και της λασπολογίας, υμνούσαν την επερχόμενη εκκένωση του κτιρίου και την «αξιοποίησή» του. Έτσι γενικά κι αόριστα, χωρίς καν να αναφέρουν τι θα στεγαστεί στο χώρο αν εκκενωθεί η κατάληψη, κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι κύριο μέλημά τους είναι η εκκένωση του κτιρίου (μέσα στην ευνοϊκή για αυτούς συγκυρία της άρσης ασύλου στα κτίρια του πανεπιστημίου της Κνωσού και της καλοκαιρινής περιόδου), παρά η μελλοντική του χρήση. Ούτως ή άλλως, πρέπει να είναι κάποιος αρκετά αφελής, για να πιστέψει ότι ένα τέτοιο «φιλέτο» στο κέντρο της πόλης δε θα χρησιμοποιηθεί είτε από το πανεπιστήμιο είτε από το δήμο (σε περίπτωση τυχόν ανταλλαγής κτιρίων μεταξύ τους) για κερδοσκοπικούς σκοπούς.

Λίγα λόγια για την ιστορία μιας κατάληψης 6 χρόνων…
Στις 16 Μάη του 2002, μια ομάδα νέων, κυρίως φοιτητών αλλά και εργαζόμενων και μαθητών, καταλάβαμε το για πολλά χρόνια εγκαταλελειμμένο κτίριο του Ευαγγελισμού, στο κέντρο του Ηρακλείου, στο νούμερο 18 της οδού Θεοτοκοπούλου. Σκοπός μας ήταν –και είναι– να δημιουργήσουμε ένα χώρο επικοινωνίας, πολιτικής και πολιτιστικής έκφρασης, ανεξάρτητο από κάθε «επίσημο» φορέα (πανεπιστήμιο, δήμο, κράτος, κόμματα, κ.λπ.). Νιώθοντας ότι οι υπάρχουσες μορφές πολιτικής και πολιτιστικής έκφρασης δεν μας καλύπτουν και έχοντας ήδη το καθημερινό βίωμα της μικροπολιτικής υποκρισίας που αποπνέουν οι παραπάνω φορείς σε κάθε πτυχή της ύπαρξής τους (από τη στείρα γνώση που μοναδικό σκοπό έχει να παράγει μελλοντικούς εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, μέχρι τη γελοία εξεταστική διαδικασία, και από τη ψηφοθηρία με κάθε μέσο μέχρι το κενό νοήματος «πολιτικό» διάλογο των δελτίων Τύπου και των κομματικών συγκεντρώσεων), επιλέξαμε να καταλάβουμε το κτίριο μένοντας πραγματικά ανεξάρτητοι από κάθε είδους «θεσμικό» πλαίσιο. Οι καταλήψεις εγκαταλελειμμένων κτιρίων είναι ένα φαινόμενο με ιστορία τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε ολόκληρη την Ευρώπη και την Αμερική, το οποίο αντιτίθεται έμπρακτα και άμεσα στη λογική της ιδιοκτησίας που θεωρεί «σωστότερο» το να υπάρχουν άδεια και αχρησιμοποίητα επί δεκαετίες σπίτια που «ανήκουν» σε κάποιον, από το να αξιοποιούνται από ομάδες ατόμων που έχουν ανάγκες προς κάλυψη.
Το κτίριο του Ευαγγελισμού, όταν πρωτομπήκαμε, ήταν σε απερίγραπτη κατάσταση λόγω της εικοσάχρονης και βάλε εγκατάλειψής του. Χρησιμοποιημένες σύριγγες και μπάζα κάθε είδους απομακρύνθηκαν, και χωρίς κανένας μας σχεδόν να έχει ιδιαίτερες γνώσεις, με πολύ προσωπική δουλειά και κόπο, με διάθεση προσωπικού χρόνου και χρήματος (και φυσικά χωρίς καμία οικονομική στήριξη από τρίτους), το μετατρέψαμε σε ένα βιώσιμο και λειτουργικό χώρο, χωρίς φυσικά οι δουλειές και η βελτίωση να τελειώνουν ποτέ. Εδώ και πολύ καιρό, λειτουργεί αυτοοργανωμένο καφενείο, ενώ πραγματοποιούνται εκδηλώσεις όπως προβολές ταινιών, συζητήσεις αλλά και πάρτι, συναυλίες και θεατρικά.
Μέσα στα 6 χρόνια ύπαρξής της, η κατάληψη Ευαγγελισμού, πάντα μέσω της σταθερής της συνέλευσης που γίνεται κάθε Τετάρτη και λειτουργεί σε αντιιεραρχική βάση, έχει αναπτύξει λόγο και δράση για μια σειρά ζητημάτων, από τοπικά και περιβαλλοντικά θέματα, όπως η εναντίωση στην προγραμματιζόμενη καταστροφή του πάρκου Γεωργιάδη και στην κατασκευή διαμετακομιστικού λιμανιού στο Τυμπάκι, μέχρι κεντρικά πολιτικά ζητήματα με συμμετοχή σε φοιτητικές και άλλες κινητοποιήσεις, αλλά και με αυτόνομες δράσεις ενάντια στο ρατσισμό, ενάντια στην εμπορευματοποίηση των δημόσιων χώρων, για την αλληλεγγύη στους πολιτικούς κρατούμενους, αλλά και στήριξης των αγώνων των φυλακισμένων, ενάντια στην ύπαρξη των φυλακών και του εγκλεισμού και πολλά άλλα ζητήματα.

Και φυσικά όλα αυτά ενοχλούν…
Αυτή η δράση φυσικά δεν είναι καθόλου καλοδεχούμενη από τους τοπικούς διαχειριστές της εξουσίας. Έτσι, κατά καιρούς έχουμε βρεθεί αντιμέτωποι με την καταστολή στην «κλασική» της μορφή, δικαζόμενοι για τη διοργάνωση ή συμμετοχή σε κινητοποιήσεις που σχετίζονταν με την αλληλεγγύη σε προφυλακισμένους διαδηλωτές και την αντίδραση στην εν ψυχρώ δολοφονία 22χρονου από μπάτσους σε μπλόκο το 2003. Πλάι σε όλα αυτά, διάφοροι καλοθελητές έχουν αναλάβει να «ενημερώσουν τον κόσμο» για τον Ευαγγελισμό. Τοπικοί και παραταξιακοί φιλόδοξοι Πρετεντέρηδες δε χάνουν ευκαιρία να λασπολογήσουν με κάθε τρόπο το κτίριο και τους ανθρώπους που το χρησιμοποιούν. Στην Αυτοκρατορία του Τίποτα, επάξια μέλη της οποίας είναι οι δημοσιογραφίσκοι και οι εκκολαπτόμενοι πολιτευτές των «πολιτικών» φοιτητικών παρατάξεων, όσο λες και ξαναλές, όλο και κάτι θα μείνει. Έτσι, όποιος επαναπαύεται και νιώθει «ενημερωμένος» όντας παθητικός δέκτης προπαγάνδας (και δυστυχώς υπάρχουν άφθονοι τέτοιοι), σίγουρα θα ξέρει ότι «δεν είναι να πολυπερνάς από κει», αφού σύμφωνα με την παραφιλολογία που αναπτύσσεται κατά καιρούς, στον Ευαγγελισμό γίνεται από εμπόριο ναρκωτικών και όπλων, μέχρι όργιο και ενοικίαση δωματίων (το πιο πρόσφατο και «καλύτερο» που έχει ακουστεί). Η μοναδική μας απάντηση σε όλα αυτά είναι η διαρκής μας δράση και οι πολυάριθμες αφίσες και προκηρύξεις που κυκλοφορούν κατά καιρούς καλώντας τον κόσμο στις εκδηλώσεις.

Και να είστε σίγουροι ότι θα συνεχίσουν να ενοχλούν…
Η τελευταία και σοβαρότερη απειλή εκκένωσης που εκτοξεύθηκε από την πρυτανεία και την εισαγγελία ηρακλείου δε θα ανακόψει την πορεία μας. Δεν είμαστε διατεθειμένοι να παραδώσουμε τους κόπους και την ιστορία έξι χρόνων στα χέρια κανενός πρύτανη, πόσο μάλλον ενός μπλεγμένου σε οικονομικά σκάνδαλα όπως ο Παλλήκαρης που επιπλέον φέρεται ως απόλυτος μονάρχης του πανεπιστημίου. Άλλωστε η πρόσφατη απόφαση για εκκένωση της κατάληψης είναι ένα ζήτημα που κινείται με αποκλειστική πρωτοβουλία της πρυτανείας, χωρίς να υπάρχει κάποια σοβαρή απαίτηση από άλλα μέλη και όργανα του ιδρύματος.
Σε περίπτωση που αστυνομικές δυνάμεις επιχειρήσουν να εκκενώσουν το κτίριο, υπεύθυνος για κάθε συνέπεια και τυχόν τραυματισμούς θα είναι ο πρύτανης και μόνον αυτός. Από την πόλη του Ηρακλείου δε λείπει άλλος ένας κυριλέ και αποστειρωμένος χώρος, αλλά ελεύθεροι κοινωνικοί χώροι. Η ανάπλαση του κέντρου και ο χορός των μεγάλων ποσών δε θα περάσουν από πάνω μας. Ο Ευαγγελισμός υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει όσο θα υπάρχουν άνθρωποι που δε θέλουν να χωρέσουν στο lifestyle της μιζέριας, που αρνούνται να περάσουν μια ζωή προκαθορισμένη, ακολουθώντας μονοπάτια που χάραξαν άλλοι. Είναι ένα σημείο αναφοράς για άτομα και απόψεις που εναντιώνονται στο υπάρχον, ένας ανοιχτός κοινωνικός χώρος μέσα σε μια πόλη και μια κοινωνία όπου όλα πουλιούνται και αγοράζονται, όπου κάθε ανθρώπινη έκφραση και δραστηριότητα προϋποθέτει και κάποιο αντίτιμο (χρηματικό ή μη), όπου η ανθρώπινη εργασία είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης και η υπεραξία γεμίζει τις τσέπες των αφεντικών.
Θέλουμε να καταστήσουμε ξεκάθαρο ότι όποιος και να αναλάβει να μας βγάλει έξω από εδώ, θα έχει ένα δύσκολο έργο, στο οποίο κάποιος θα πρέπει να λερώσει τα χέρια του και να σηκώσει το πολιτικό βάρος όσων επακολουθήσουν. Ας μην έχει κανείς εμπλεκόμενος την ψευδαίσθηση ότι έχουν να κάνουν με 10-20 καταληψίες. Ο Ευαγγελισμός πλαισιώνεται από πολυάριθμα άτομα και οργανώσεις που χρόνια τώρα έχουν μάθει να αγωνίζονται και να αντιστέκονται και ξέρουν πολύ καλά πως να αντιδράσουν και σε αυτή τη νέα απειλή.

ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΟΥΤΕ ΒΗΜΑ ΠΙΣΩ
Κατάληψη Ευαγγελισμού, Θεοτοκοπούλου 18, Ηράκλειο Κρήτης

Σαρωνόμενο τοπίο (Scanscape)

Του Mike Davis

Δεν μπο­ρείς να
δια­πρά­ξεις ε­γκλή­μα­τα, αν ξέ­ρεις ό­τι σε πα­ρα­κο­λουθεί ο Με­γά­λος Α­δελ­φός.
Ι­διο­κτή­της α­κι­νή­του στο Hollywood (1994)

Υ­πάρ­χει μή­πως α­νά­γκη να ε­ξη­γή­σω για­τί ο φό­βος τρώει την ψυ­χή του Λος Ά­ντζε­λες; Μο­νά­χα ο τρό­μος της με­σαί­ας τά­ξης για έ­να προ­οδευ­τι­κό φο­ρο­λο­γι­κό κα­θε­στώς ξε­περ­νά τη σύγ­χρο­νη ψύ­χω­ση για προ­σω­πι­κή ασφά­λεια και κοι­νω­νι­κή α­πο­μό­νω­ση. Ε­νό­ψει ε­νός κα­τα­κλυ­σμιαί­ου κύ­μα­τος ανέρ­γων και α­στέ­γων και πα­ρά την ε­ξά­πλω­ση της πό­λης, μί­α α­πό τις με­γα­λύ­τε­ρες στην α­με­ρι­κα­νι­κή ε­πι­χει­ρη­μα­τι­κή ι­στο­ρί­α, μια δια­κομ­μα­τι­κή συ­ναί­νε­ση ε­πι­μέ­νει ό­τι κά­θε προ­ϋ­πο­λο­γι­σμός πρέ­πει να εί­ναι ι­σο­ζυ­γι­σμέ­νος και ό­τι οι πα­ρο­χές πρέ­πει να μειω­θούν. Χω­ρίς την ελ­πί­δα πε­ρισ­σό­τε­ρων δη­μό­σιων επεν­δύ­σε­ων για την α­πο­κα­τά­στα­ση των στοι­χειω­δών κοι­νω­νι­κών συν­θη­κών, είμα­στε α­να­γκα­σμέ­νοι α­ντι­θέ­τως να αυ­ξά­νου­με τις δη­μό­σιες και ι­διω­τι­κές επεν­δύ­σεις για τη φυ­σι­κή μας α­σφά­λεια. Η ρη­το­ρι­κή της α­στι­κής με­ταρ­ρύθ­μι­σης πα­ρα­μέ­νει, αλ­λά η ου­σί­α ε­ξα­νε­μί­ζε­ται. Η πρό­τα­ση «να ξα­να­χτί­σουμε το Λος Ά­ντζε­λες» ση­μαί­νει α­πλώς να κου­κου­λώ­σου­με το πρόβλη­μα.
Ό­σο η ζω­ή στην πό­λη γί­νε­ται α­γριό­τε­ρη, τα διά­φο­ρα κοι­νω­νι­κά πε­ρι­βάλ­λο­ντα υ­ιο­θε­τούν στρα­τη­γι­κές και τε­χνο­λο­γί­ες α­σφά­λειας σύμ­φω­να με τα μέ­σα που δια­θέ­τουν. […] Στο μέ­τρο που αυ­τά τα μέ­τρα α­σφα­λεί­ας εί­ναι α­ντι­δρά­σεις προς τους κλυ­δω­νι­σμούς της πό­λης, μπο­ρεί να μι­λή­σει κα­νείς για μια «τε­κτο­νι­κή των τα­ρα­χών», που μέ­σα α­πό αλ­λε­πάλ­λη­λα ε­πει­σό­δια δια­στρέ­φει και α­να­σχη­ματί­ζει τον α­στι­κό χώ­ρο. Με­τά την ε­ξέ­γερ­ση στο Watts, για πα­ρά­δειγ­μα, οι κο­ρυ­φαί­οι με­γα­λο­ϊ­διο­κτή­τες γης του Λος Ά­ντζε­λες ορ­γά­νω­σαν μια μυ­στι­κο­πα­θή «Ε­πι­τρο­πή των 25», για να α­ντι­με­τω­πί­σουν ό­σες α­πει­λές των προ­σπα­θειών α­να­συ­γκρό­τη­σης θα έ­πε­φταν στην α­ντί­λη­ψή τους. Με­τά την προ­ει­δο­ποί­η­ση α­πό το LAPD [Los Angeles Police Department, η Α­στυ­νομι­κή Διεύ­θυν­ση του Λος Ά­ντζε­λες] ό­τι ε­πίκει­ται μια μαύ­ρη «πλημ­μύ­ρα» να ξε­χει­λί­σει α­πό το κέ­ντρο της πό­λης, η Ε­πιτρο­πή ε­γκα­τέ­λει­ψε τις προ­σπά­θειες α­να­ζω­ο­γό­νη­σης του γε­ρα­σμέ­νου χρη­μα­τοοι­κο­νο­μι­κού και ε­μπο­ρι­κού το­μέ­α. Α­ντι­θέ­τως, έ­πει­σε τη Δη­μαρ­χί­α να ε­πι­δοτή­σει τη με­τα­στέ­γα­ση των τρα­πε­ζών και των κε­ντρι­κών γρα­φεί­ων δια­φό­ρων επι­χει­ρή­σε­ων σ’ έ­ναν και­νούρ­γιο χρη­μα­το­οι­κο­νο­μι­κό το­μέ­α στην κο­ρυ­φή του Bunker Hill, με­ρι­κά τε­τρά­γω­να προς τα δυ­τι­κά. Ο δη­μο­τι­κός φο­ρέ­ας α­να­συ­γκρό­τη­σης, λει­τουρ­γώ­ντας ου­σια­στι­κά ως έμ­μι­σθο όρ­γα­νο, κα­τέ­βα­λε τις εγ­γυ­ή­σεις για τις α­πώ­λειες των ε­πεν­δύ­σε­ων της Ε­πι­τρο­πής στην πα­λιά ε­πι­χει­ρη­μα­τι­κή ζώ­νη, προ­σφέ­ρο­ντας εκ­πτώ­σεις πο­λύ κά­τω α­πό την ε­μπο­ρι­κή α­ξί­α των α­στι­κών γη­πέ­δων μέ­σα στον και­νούρ­γιο πυ­ρή­να.
Κλει­δί για την ε­πι­τυ­χί­α της στρα­τη­γι­κής αυ­τής, που χαι­ρε­τί­στη­κε ως «α­να­γέν­νη­ση» του Downtown, ή­ταν ο φυ­σι­κός δια­χω­ρι­σμός του νέ­ου το­μέ­α και των α­ξιών της γης σε αυ­τόν, πί­σω α­πό έ­ναν προ­μα­χώ­να α­πό βαθ­μι­δωτές πε­ρι­φρά­ξεις, τσι­με­ντο­κο­λώ­νες και τεί­χη α­πό αυ­το­κι­νη­το­δρό­μους. Οι παρα­δο­σια­κές πε­ζο­δια­βά­σεις με­τα­ξύ του Bunker Hill και του πα­λιού οι­κο­νο­μι­κού πυρή­να της πό­λης ξη­λώ­θη­καν, και η κυ­κλο­φο­ρί­α των πε­ζών α­νυ­ψώ­θη­κε πά­νω α­πό το ε­πί­πε­δο του δρό­μου, με τη μορ­φή ε­να­έ­ριων δια­βά­σε­ων, η πρό­σβα­ση στις ο­ποί­ες εί­ναι ε­λεγ­χό­μενη α­πό τα συ­στή­μα­τα α­σφα­λεί­ας κά­θε ου­ρα­νο­ξύ­στη. Αυ­τή η ρι­ζι­κή ι­διω­τι­κο­ποίη­ση του δη­μό­σιου χώ­ρου του Downtown –με τις δυ­σοί­ω­νες φυ­λε­τι­κές της νύ­ξεις– πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε χω­ρίς ση­μα­ντι­κό δη­μό­σιο α­ντί­λο­γο.
Οι τα­ρα­χές του 1992 δι­καί­ω­σαν την προ­νο­η­τι­κό­τη­τα των σχε­δια­στών του Ο­χυ­ρού Downtown. Ε­νώ ο­λό­κλη­ρη η πα­λιά ε­πι­χει­ρη­μα­τι­κή ζώ­νη γι­νό­ταν γυα­λιά-καρ­φιά, το Bunker Hill στά­θη­κε στο ύ­ψος του ο­νό­μα­τός του. Με το πά­τη­μα ε­νός κου­μπιού στα χει­ρι­στή­ριά τους, τα προ­σω­πι­κά α­σφά­λειας των ου­ρα­νο­ξυ­στών των με­γάλων τρα­πε­ζών ή­ταν σε θέ­ση να α­πο­κό­ψουν κά­θε πρό­σβα­ση προς τα πο­λύ­τι­μα ακί­νη­τά τους. Α­λε­ξί­σφαι­ρα α­τσά­λι­να ρο­λά ξε­δι­πλώ­νο­νταν για να κα­λύ­ψουν τις ι­σό­γειες ει­σό­δους, οι κυ­λιό­με­νες κλί­μα­κες α­κι­νη­το­ποιού­νταν α­κα­ριαί­α και οι η­λε­κτρο­νι­κές κλει­δα­ριές σφρά­γι­ζαν τις πε­ζο­δια­βά­σεις. Ό­πως ση­μεί­ωνε η Los Angeles Business Journal, η ε­πι­τυ­χί­α των α­μυ­ντι­κών μέ­τρων της ε­πι­χει­ρημα­τι­κής έ­δρας του Downtown που δο­κι­μά­στη­καν σε πραγ­μα­τι­κές τα­ραχές, τό­νω­σε τη ζή­τη­ση για νε­ό­τε­ρα και πιο ε­ξε­λιγ­μέ­να μέ­τρα φυ­σι­κής α­σφάλειας.
Μί­α α­πό τις συ­νέ­πειες αυ­τής της ζή­τη­σης ή­ταν ό­τι τα ό­ρια με­τα­ξύ αρχι­τε­κτο­νι­κής και ε­πι­βο­λής της δη­μό­σιας τά­ξης έ­γι­ναν α­κό­μα πιο συ­γκε­χυμέ­να. Το LAPD έ­γι­νε κε­ντρι­κός πα­ρά­γο­ντας στη δια­δι­κα­σία α­να­σχε­δια­σμού του Downtown. Κα­νέ­να μεί­ζον πρό­γραμ­μα δεν προ­χωρού­σε πια χω­ρίς τη συμ­με­το­χή του. Εκ­πρό­σω­ποι της α­στυ­νο­μί­ας ά­σκη­σαν με επι­τυ­χί­α πιέ­σεις ε­νά­ντια στην πρό­βλε­ψη δη­μό­σιων α­πο­χω­ρη­τη­ρί­ων («σκη­νές εγκλη­μά­των», κα­τά τη γνώ­μη τους) και την α­νο­χή της πα­ρου­σί­ας πλα­νό­διων μικρο­πω­λη­τών («τσι­λια­δό­ροι για ε­μπό­ρους ναρ­κω­τι­κών»). Οι τα­ρα­χές προ­σέ­φε­ραν, ε­ξάλ­λου, στα α­στυ­νο­μι­κά τμή­μα­τα των προ­α­στί­ων το πρό­σχη­μα να διευ­ρύ­νουν τη συμ­με­το­χή τους σε ζη­τή­μα­τα πο­λε­ο­δο­μι­κά και χω­ρο­τα­ξι­κά. Στο εύ­πο­ρο Thousand Oaks, για πα­ρά­δειγ­μα, ο σύν­δε­σμος του Σε­ρί­φη στην πο­λε­ο­δο­μι­κή ε­πι­τρο­πή έ­πει­σε τον δή­μο να θέ­σει ε­κτός νό­μου τους πα­ρά­δρο­μους ως «προ­τε­ραιό­τη­τα πρό­λη­ψης της ε­γκλη­μα­τι­κό­τη­τας».
Η βι­ντε­ο­σκό­πη­ση των α­να­συ­γκρο­τού­με­νων πε­ριο­χών του Downtown ε­πε­κτά­θη­κε, στο με­τα­ξύ, στους χώ­ρους στάθ­μευ­σης, τους ι­διω­τι­κούς πε­ζό­δρο­μους και τις πλα­τεί­ες. Η σφαι­ρι­κή αυ­τή ε­πι­τή­ρη­ση συ­νι­στά ου­σια­στι­κά έ­να σα­ρω­νό­με­νο το­πί­ο (scanscape) – έ­ναν χώ­ρο προστα­τευ­τι­κής ο­ρα­τό­τη­τας, που κα­θο­ρί­ζει ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο πού αι­σθά­νονται α­σφα­λείς στο Downtown οι ερ­γα­ζό­με­νοι των γρα­φεί­ων και οι του­ρί­στες με­σαί­ου ει­σο­δή­μα­τος. […]
Α­να­πό­φευ­κτα, η ε­πι­τή­ρη­ση κλει­στού κυ­κλώ­μα­τος αρ­γά ή γρή­γο­ρα θα ενσω­μα­τω­θεί σε οι­κια­κά συ­στή­μα­τα α­σφα­λεί­ας, για να προ­κύ­ψει μια φαι­νο­μενι­κά α­διά­σπα­στη συ­νέ­χεια ε­πι­τή­ρη­σης ο­λό­κλη­ρης της κα­θη­με­ρι­νής ρου­τί­νας. Πράγ­μα­τι, το πο­λυ­τε­λές λά­ιφ στά­ιλ σύ­ντο­μα θα κα­θο­ρί­ζε­ται α­πό την ι­κα­νότη­τα να συ­ντη­ρού­νται «η­λε­κτρο­νι­κοί φύ­λα­κες άγ­γε­λοι» που θα προ­σέ­χουν τον ι­διο­κτή­τη και ση­μα­ντι­κά άλ­λα πρό­σω­πα στην προ­σω­πι­κή τους ζω­ή. Έ­νας ειδι­κός σε θέ­μα­τα α­σφα­λεί­ας στο Beverly Hills, που ε­μπο­ρεύ­ε­ται κρυ­φά συ­στή­μα­τα βι­ντε­ο­σκό­πη­σης που ε­πι­τρέ­πουν σε εύ­πο­ρους ερ­γα­ζό­με­νους γο­νείς να ε­πι­τη­ρούν τις χα­μη­λά α­μει­βό­με­νες ντα­ντά­δες και υ­πη­ρέ­τριες, συ­νέ­κρι­νε την έ­κρη­ξη των πω­λή­σε­ων που α­κο­λού­θησε τη δί­κη της Louise Woodward το 1997 (της βρετα­νί­δας ντα­ντάς που κα­τη­γο­ρή­θη­κε ό­τι δο­λο­φό­νη­σε έ­να νή­πιο στη πε­ριο­χή της Βο­στώ­νης), με το σπρω­ξί­δι της με­σαί­ας τά­ξης στα το­πι­κά κα­τα­στή­μα­τα ό­πλων με­τά τις τα­ρα­χές του 1992. Τα ε­πι­στη­μο­νι­κά και τε­χνο­λο­γι­κά πε­ριο­δι­κά, α­πό τη με­ριά τους, κα­λω­σό­ρι­σαν πρό­σφα­τα την έ­λευ­ση της «ψη­φια­κής υ­περ-ε­πι­τή­ρη­σης», που βα­σί­ζε­ται σε γκάτζετ ό­πως ρα­ντάρ τσέ­πης, βι­ντε­ο­κά­με­ρες με μή­κος κύ­μα­τος χι­λιο­στών, συ­σκευές υ­πε­ρύ­θρων αυ­τό­μα­του ε­ντο­πι­σμού, κλει­διά φω­νής, συ­σκευές δια­κτυ­λο­σκόπη­σης κα­θώς και θερ­μι­κής α­πει­κό­νι­σης προ­σώ­που. Ο «Γεν­ναί­ος Νέ­ος Κό­σμος», σύμ­φω­να με το New Scientist, τώ­ρα είναι και πά­λι ε­πί­και­ρος:

Πρό­κει­ται για έ­ναν κό­σμο ό­που δε θα μπο­ρεί κα­νείς που­θε­νά να κρυφτεί ού­τε και να κρύ­ψει κά­τι. Α­να­πτύσ­σο­νται ή­δη συ­σκευές που θα βλέ­πουν μέσα α­πό τοί­χους και θα κά­νουν σω­μα­τι­κό έ­λεγ­χο σε υ­πό­πτους εξ α­πο­στά­σε­ως, δια­περ­νώ­ντας τα ρού­χα τους, μέ­χρι και μέ­σα στα σώ­μα­τά τους. Τα ά­το­μα θα ταυτο­ποιού­νται α­πό τη χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή τους ο­σμή και θα ε­ντο­πί­ζο­νται ή θα «α­ναγνω­ρί­ζο­νται» η­λε­κτρο­νι­κά, α­κό­μη και προ­τού να προ­λά­βουν να φέ­ρουν σε πέρας μια ε­γκλη­μα­τι­κή πρά­ξη. Και χά­ρη σε φτη­νές ψη­φια­κές κά­με­ρες και πα­νί­σχυ­ρους και­νούρ­γιους αλ­γο­ρίθ­μους α­να­ζή­τη­σης, τα ά­το­μα θα ε­ντο­πί­ζο­νται από υ­πο­λο­γι­στές. Δεν θα υ­πάρ­χει α­νω­νυ­μί­α α­κό­μη και μέ­σα στο άλ­λο­τε κα­τα­δεκτι­κό πλή­θος. Technopsy: Nowhere to Hide», New Scientist, 4 Νο­εμ­βρί­ου 1995, σ. 4.]

Μια πρώ­της τά­ξε­ως πλατ­φόρ­μα για την και­νούρ­για αυ­τή τε­χνο­λο­γί­α επι­τή­ρη­σης έ­μελ­λε να εί­ναι έ­νας α­να­χρο­νι­σμός του 19ου αιώνα: ο ου­ρα­νο­ξύ­στης. Τα ψη­λά κτή­ρια γί­νο­νται ό­λο και πιο «ευαί­σθη­τα» και εφο­διά­ζο­νται με θα­να­τη­φό­ρα ι­σχύ πυ­ρός. Ο ου­ρα­νο­ξύ­στης με τον κε­ντρι­κό η­λεκτρο­νι­κό ε­γκέ­φα­λο στην κινηματογραφική ταινία Die Hard I (ου­σια­στι­κά, ο Πύρ­γος Fox-Pereira του F. Scott Johnson στην Century City) προ­οιω­νί­ζει μια καινούρ­για γε­νιά αρ­χι­τε­κτο­νι­κών α­ντι­η­ρώ­ων, κα­θώς τα έ­ξυ­πνα κτή­ρια εί­τε μά­χο­νται το κα­κό εί­τε γί­νο­νται πιό­νια του. Το αι­σθη­τη­ρια­κό σύ­στη­μα πολ­λών α­πό τους νε­ό­κτι­στους πύρ­γους γρα­φεί­ων στο Λος Ά­ντζε­λες ή­δη δια­θέ­τει πα­νο­πτι­κή θέ­α­ση, ό­σφρη­ση, ευαι­σθη­σί­α στη θερ­μότη­τα, την υ­γρα­σί­α και την κί­νη­ση και, σε με­ρι­κές πε­ρι­πτώ­σεις, την α­κο­ή. Ο­ρισμέ­νοι αρ­χι­τέ­κτο­νες σή­με­ρα προ­βλέ­πουν ό­τι μια μέ­ρα οι υ­πο­λο­γι­στές τε­χνητής νο­η­μο­σύ­νης ε­νός κτη­ρί­ου θα μπο­ρούν αυ­τό­μα­τα να α­νι­χνεύ­ουν και να ε­λέγχουν το σύ­νο­λο του αν­θρώ­πι­νου πλη­θυ­σμού του, ί­σως α­κό­μη και να α­ντα­πο­κρί­νο­νται στις συ­ναι­σθη­μα­τι­κές δια­κυ­μάν­σεις του, ι­δί­ως τον φό­βο ή τον πανι­κό. Χω­ρίς αυ­τό να κα­θι­στά πε­ριτ­τό το προ­σω­πι­κό α­σφα­λεί­ας, το ί­διο το κτήριο θα εί­ναι ι­κα­νό να χει­ρί­ζε­ται μό­νο του τις κρί­σεις, μι­κρές (π.χ. να δια­τάσσει στους πε­ρα­στι­κούς να ε­ξέλ­θουν α­πό το κτή­ριο ή να τους α­πα­γο­ρεύ­ει να χρη­σι­μο­ποιούν τα α­πο­χω­ρη­τή­ρια) αλ­λά και με­γα­λύ­τε­ρες (π.χ. να πα­γι­δεύ­ει τους διαρ­ρή­κτες μέ­σα σε κά­ποιον α­νελ­κυ­στή­ρα).


Απόσπασμα από το βιβλίο του Mike Davis Πέρα από το Blade Runner. Αστικός έλεγχος – Η οικολογία του φόβου, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις futura σε μετάφραση Νίκου Ηλιάδη. [ISBN 978-960-6654-53-4 / 280 σελ. / 18,80 ευρώ]

Ο Mike Davis (γεν. 1946) είναι αμερικανός κοινωνικός σχολιαστής, θεωρητικός του άστεως, ιστορικός, και πολιτικός ακτιβιστής. Είναι περισσότερο γνωστός για τις έρευνες του για τις κοινωνικές τάξεις στη γενέτειρά του τη Νότια Καλιφόρνια. Ο Davis εργάστηκε ως τεμαχιστής κρέατος, οδηγός φορτηγού, και έδρασε ως ακτιβιστής στις γραμμές του Φοιτητικού κινήματος για μια Δημοκρατική Κοινωνία (SDS). Σπούδασε στο Reed College στα μέσα της δεκαετίας του 1960, αλλά δεν ξεκίνησε την ακαδημαϊκή του καριέρα πραγματικά μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν πήρε τα πτυχία ΒΑ και ΜΑ. Δεν ολοκλήρωσε ποτέ το Διδακτορικό του στην Ιστορία που είχε ξεκινήσει στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια. Το 1998 έλαβε το MacArthur Fellowship Award, και υπήρξε υπότροφος στο Ινστιτούτο Getty. Το 2007 κέρδισε το Βραβείο Λογοτεχνίας Lannan στην κατηγορία των μη λογοτεχνικών βιβλίων. Τώρα είναι καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Irvine, καθώς και συνεκδότης της επιθεώρησης New Left Review. Αρθρογραφεί επίσης στη βρετανική μηνιαία Σοσιαλιστική Επιθεώρηση, το όργανο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος της Μεγάλης Βρετανίας. Ως δημοσιογράφος και δοκιμιογράφος, ο Ντέιβις μεταξύ άλλων, αρθρογραφεί συχνά για το αμερικανικό περιοδικό The Nation καθώς και για το βρετανικό περιοδικό New Statesmen. Αυτοπροσδιορίζεται ως διεθνής σοσιαλιστής και μαρξιστής-περιβαλλοντολόγος. Τα σημαντικότερα βιβλία του είναι τα ακόλουθα: Beyond Blade Runner: Urban Control The Ecology of Fear (1992)· Prisoners of the American Dream: Politics and Economy in the History of the U.S. Working Class (1986, 1999)· City of Quartz: Excavating the Future in Los Angeles (1990, 2006)· Ecology of Fear: Los Angeles and the Imagination of Disaster (2000)· Magical Urbanism: Latinos Reinvent the US City (2000)· Dead Cities, And Other Tales (2003)· Planet of Slums (2006)· Buda's Wagon: A Brief History of the Car Bomb (2007)· In Praise of Barbarians: Essays against Empire (2007)· Evil Paradises: Dreamworlds of Neoliberalism, συνεπιμέλεια με τον Daniel Bertrand Monk (2007).