Κράτος πρόνοιας: Ένα «κοινωνικό» όπλο στραμμένο ενάντια σε ποιον;

Της Κατερίνας Νασιώκα

Το να ισχυριστεί κανείς ότι το κοινωνικό κράτος εμφανίζεται σε προβιομηχανικές κοινωνίες, πριν δηλαδή την ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής, είναι ανιστορικό, επειδή ακριβώς η σύγχρονη κοινωνική πολιτική έχει καθαρά διαταξικό χαρακτήρα, βασίζεται δηλαδή στη συναίνεση των τάξεων, όπως αυτές διαμορφώνονται από τον καταμερισμό της εργασίας μέσα στον καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό και αποτελεί ξεκάθαρα απότοκο της οικονομίας (και της κοινωνίας) της Αγοράς. Φυσικά, υπήρχε κοινωνική φροντίδα στις αγροτικές οικονομίες (από τον φεουδάρχη, την ενορία, την κοινότητα), αλλά αυτή δεν θα πρέπει να συγχέεται με το σύγχρονο κοινωνικό κράτος που θεμελιώνεται πάνω στην «αλληλεγγύη» των τάξεων, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη διατήρηση της κοινωνικής «ειρήνης» και την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος. [1]
Σχηματικά αναφερόμενοι, η βιομηχανική επανάσταση και η ασύδοτη λειτουργία της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς στα τέλη του 19ου αιώνα έσπρωξαν τους κλασικούς οικονομολόγους να προτείνουν φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις –ουσιαστικά, παραχωρήσεις πολύ βασικών δικαιωμάτων και αγαθών προς την εργατική τάξη– προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα κοινωνικά προβλήματα που δημιούργησε η εκβιομηχάνιση της παραγωγής: εκτοπισμός αγροτών (λόγω των περιφράξεων) [2] και βίαιη αστικοποίηση, κακές συνθήκης διαβίωσης των εργατών στις πόλεις, εξαντλητικό ωράριο εργασίας (το 1847 εφαρμόστηκε ο Νόμος του δεκάωρου στην Αγγλία), διάλυση της (αγροτικής) κοινότητας κ.λπ. Οι Άγγλοι θεωρητικοί είναι οι πρώτοι που ήρθαν αντιμέτωποι με τα προβλήματα και τις ανισότητες που δημιούργησε η βιομηχανική επανάσταση, χωρίς πλέον το προστατευτικό δίχτυ της φεουδαρχίας. Πολλοί ισχυρίζονται σήμερα ότι αυτές οι προτάσεις ήταν όντως προοδευτικές, στόχευαν δηλαδή στην βελτίωση των συνθηκών ζωής των βιομηχανικών εργατών και οδηγούσαν σταθερά στην εδραίωση των κοινωνικών διεκδικήσεων. Πώς να αρνηθεί κανείς πως π.χ. η καθιέρωση της αργίας της Κυριακής, η ρύθμιση του εργασιακού ωραρίου, οι αλλαγές στα συστήματα εκπαίδευσης και υγείας, τα επιδόματα ανεργίας, [3] το κατώτατο όριο μισθού [4], μέτρα που κατά περίπτωση εφαρμόστηκαν, δεν προσπαθούσαν να λύσουν «το ‘κοινωνικό ζήτημα’ που συνιστούσαν οι στρατιές ανέργων ή εργαζόμενων μεν, αλλά ρακένδυτων, εξαθλιωμένων και πεινασμένων ‘ελεύθερων πολιτών’» [5], τους οποίους άφηνε πίσω της το ξεκίνημα της καπιταλιστικής μηχανής; Και αυτό συνέβαινε μέσα σε μια έντονη πολεμική τόσο από το παλαιότερο φεουδαρχικό καθεστώς, που ανέκοπτε την ελεύθερη μετακίνηση των εργατών, όσο και από τις πιέσεις για εντονότερη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας και απουσία της κρατικής παρέμβασης. Είναι λογικό πως κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί. Όμως, επίσης, είναι προφανές ότι το –κρυμμένο ή φανερό– νόημα των μεταρρυθμίσεων ήταν η διασφάλιση της οργάνωσης της καπιταλιστικής παραγωγής από τις καταστροφικές επιπτώσεις της λειτουργίας της ίδιας της ελεύθερης αγοράς, δηλαδή η δημιουργία μιας σταθερής αγοράς εργασίας μέσα από τη διάκριση των δυνάμενων και μη δυνάμενων να εργαστούν, από την επανένταξη όσων φτωχών και περιθωριοποιημένων ζούσαν περιφερόμενοι ή από προνοιακά επιδόματα και από την εμπέδωση του εργασιακού ήθους. [6]
Η κοινωνική πολιτική θεμελιώθηκε, έτσι, πάνω σε δύο βασικούς άξονες: α) την παροχή βοήθειας για επιβίωση και β) την εμπέδωση του αστικού εργασιακού ήθους. [7] Βασικοί της στόχοι ήταν: α) η εξασφάλιση της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, β) η απρόσκοπτη πρόσβαση του εργατικού δυναμικού στην αγορά εργασίας και γ) η εσωτερίκευση μιας ηθικής της εργασίας που θα διευκόλυνε τους δύο προηγούμενους στόχους. Η εργασία κατέστη κοινωνική αξία, ενώ ο άπορος που ζητούσε λόγω της κατάστασής του να εισαχθεί σε άσυλο ήταν πλέον κοινωνικά στιγματισμένος. [8] Η κοινωνική πολιτική αποτέλεσε, επομένως, ένα πατερναλιστικό καθεστώς αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, ένα μεγα-μηχανισμό ελέγχου του πληθυσμού, πειθάρχησης του σώματος και ενσωμάτωσης στην εργασία, την ίδια στιγμή που εμφανίστηκε ως άρνηση της αγοράς. Όπως αναφέρει ο Θανάσης Αλεξίου στο βιβλίο του Περιθωριοποίηση και ενσωμάτωση: η κοινωνική πολιτική ως μηχανισμός ελέγχου και κοινωνικής πειθάρχησης, «οι νέες εργατικές γενεές που δημιούργησε ο εργοστασιακός καταμερισμός αποδέχτηκαν ως αυτονόητη την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων ταυτιζόμενες με τα νέα περιεχόμενα της εργασίας». [9]
Το στάδιο της σταθεροποίησης του κοινωνικού κράτους εμφανίζεται ανάμεσα στα 1930-1950 (μετά από μια μακρά περίοδο πειραματισμού από το 1870-1930). [10] Η σφοδρή οικονομική ύφεση που ακολούθησε το κραχ του ’29 (στην Αμερική το 1932 υπήρχαν 13 εκατομμύρια άνεργοι) διαμόρφωσε το κλίμα που θα ευνοούσε την εισαγωγή και εμπέδωση ενός μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης το οποίο θα ολοκληρωνόταν κατά τους μεταπολεμικούς χρόνους, οδηγώντας σε μια μακρά περίοδο οικονομικής ευημερίας, το λεγόμενο welfare state (κράτος-πρόνοιας). Οι κεϋνσιανές πολιτικές θριάμβευσαν. Ο βασικός άξονας της πολιτικής του Κέυνς ήταν η διαπίστωση ότι η συνεχώς αυξανόμενη παραγωγικότητα θα έπρεπε να συνοδεύεται από αυξημένη ζήτηση, γεγονός που επέβαλε την ανακατανομή του εισοδήματος κατά τέτοιον τρόπο ώστε η μεγάλη μάζα των εργατών να διαθέτει την ανάλογη αγοραστική δύναμη που θα της επέτρεπε τη συμμετοχή στη μαζική κατανάλωση. Οι κεϋνσιανές αρχές (πολιτικές πλήρους απασχόλησης και κοινωνική ασφάλιση), παρείχαν κατ’ αυτό τον τρόπο τη βάση για μια νέα συνάρθρωση μεταξύ της μαζικής παραγωγής και της μαζικής κατανάλωσης (νέος κοινωνικός κανόνας κατανάλωσης).
Τι σήμαινε πρακτικά αυτό; Ότι η διάσωση του καπιταλισμού υπαγόρευσε εκτός από την εμπέδωση του εργασιακού ήθους και την εμπέδωση του καταναλωτικού ήθους. Ο καταναλωτισμός δεν περιορίζεται πια στην αγορά εμπορευματικών αγαθών (κατανάλωση) αλλά αποτελεί κεντρική αξία της ζωής του ανθρώπου, κύριο λόγο της ύπαρξής του καθώς σημαίνει την κατανάλωση ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής, ενός ειδικού φαντασιακού διαβίωσης που διαμορφώνει η κατίσχυση των εμπορευματικών σχέσεων στο κοινωνικό πεδίο. Βασικός μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου αποτελεί η πρόσβαση στην εργασία, «μέσα σε μια κοινωνία όπου η εργασία ορίζεται ως κύριο μέσο για την αυτοπραγμάτωση και την κοινωνική ένταξη». [11] Έτσι, η απουσία εργασίας που συνεπάγεται και απουσία καταναλωτικής ικανότητας ισοδυναμεί με κοινωνικό θάνατο. Ο Z. Bauman αναφέρει στο βιβλίο του Ζωή για κατανάλωση ότι «στην κοινωνία των καταναλωτών, οι ‘ανάπηροι’ που σταμπάρονται για αποκλεισμό (έναν αποκλεισμό οριστικό αμετάκλητο και τελεσίδικο) είναι οι ‘ελαττωματικοί καταναλωτές’». [12]
Για να μην μακρηγορούμε, η «σωτήρια» εφαρμογή της κεϋνσιανής δέσμευσης του κεφαλαίου στις αυξημένες κοινωνικές παροχές μέσω ενός παρεμβατικού κράτους, βάθυνε τη συναίνεση καθώς την ανήγαγε όχι σε παραχώρηση από την πλευρά της εργατικής τάξης για την εξασφάλιση της επιβίωσής της, όπως συνέβαινε άλλοτε, αλλά σε «συναίνεση επιθυμίας» για την κατάκτηση ενός κοινωνικού μοντέλου ευμάρειας που νομιμοποίησε, αντίστοιχα, την κατασκευή του κοινωνικού περιθωρίου και της φτώχειας. Το τίμημα για την ενίσχυση των οικονομικά ασθενέστερων στρωμάτων ήταν η πολιτική και κοινωνική τους ενσωμάτωση ενώ οι εργατικές ενώσεις (μέσα από τη μετατροπή τους σε γραφειοκρατικούς μηχανισμούς), τα κόμματα ή ακόμη και οι κυβερνήσεις της αριστεράς φαίνεται πως «ασχολήθηκαν πάντα και επίμονα με την καθυπόταξη των λαϊκών προσδοκιών». [13]
Σήμερα ζούμε την κατάρρευση του κράτους-πρόνοιας, μετά την κρίση που εμφανίζεται σταθερά από τη δεκαετία του ’70 και την αλλαγή του εργασιακού μοντέλου (ευελιξία, επισφάλεια). Οι κοινωνίες χαρακτηρίζονται μεταγραφειοκρατικές, μεταφορντιστικές και μετατεϊλοριστικές. Ο "καπιταλισμός-καζίνο" (όπως χαρακτηρίστηκε από τη δεκαετία του ’80) φέρνει τις κυβερνήσεις αντιμέτωπες με μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα, μεγάλο χρέος και ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο. Η εφαρμογή των πιο προωθημένων νεοφιλελεύθερων πολιτικών που ευνοούν το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο επιβάλλει τη δραστική περικοπή των δημοσιών δαπανών. Το πρώτο θύμα της κρίσης φαίνεται πως είναι το κράτος-πρόνοιας. [14] Ο νέος τρόπος οργάνωσης προωθεί το ατομικό αντί του κοινού, το ιδιωτικό αντί του δημοσίου, την ατομικότητα αντί της κοινωνικής αλληλεγγύης, την προσωπική ευθύνη αντί της ευθύνης απέναντι στην κοινωνία. Ωστόσο, σύμφωνα με τους Σ. Ρομπόλη και Μ. Ρέτσο, το βασικό χαρακτηριστικό σήμερα δεν είναι η μείωση της παρέμβασης του κράτους αλλά η αυξανόμενη διαπλοκή των σχέσεων κράτους-αγοράς με τέτοιον τρόπο ώστε «το δίλημμα κράτος ή αγορά είναι χωρίς ουσία γιατί οι σχέσεις κράτους και αγοράς είναι όσο ποτέ διαπλεκόμενες». [15]
Μπροστά στην ανησυχία και τον αυξανόμενο πανικό το βασικό αίτημα που προβάλλεται είναι «η επιστροφή στο κοινωνικό κράτος». Είναι, άραγε, αυτή μια διεκδίκηση που θέλουμε; Υπάρχει το επιχείρημα ότι η απαίτηση για αποτροπή της περικοπής των κοινωνικών παροχών και για υποχώρηση των φιλελεύθερων πολιτικών στο προηγούμενο επίπεδο (και τα δύο φαίνονται ανέφικτα στις δεδομένες συνθήκες) θα έσωζε μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων από την οικονομική και κοινωνική κατρακύλα, την «νεοένδεια» κ.λπ., γεγονός εξαιρετικής σημασίας. Είναι ωστόσο εξίσου εξαιρετικά σημαντικό να αναρωτηθούμε: Ποιους θα έσωζε και ποιο είναι σήμερα το νέο προλεταριάτο; Σύμφωνα με τον Σωτήρη Χτούρη, «στο πλαίσιο μιας εθνικής οικονομίας μιας αναπτυγμένης καπιταλιστικής χώρας, μόνο ένα μικρό μέρος των πολιτών του κράτους που έχει κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα ανήκει ουσιαστικά σ’ αυτή την τάξη που μπορούμε να ονομάσουμε προλεταριάτο. Είναι οι χαμηλόμισθοι και ανειδίκευτοι βιομηχανικοί εργάτες, τα άτομα με προσωρινή χαμηλόμισθη εργασία, νόμιμα ή παράνομα εγκατεστημένοι μετανάστες και διάφορες ομάδες του πληθυσμού που είναι κοινωνικά αποκλεισμένες. Τα περισσότερα από αυτά τα άτομα έχουν μόνο μια μικρή ή μηδαμινή προστασία και δεν συμμετέχουν παρά ελάχιστα στα λειτουργικά συστήματα της σύγχρονης κοινωνίας». [16] Ακόμη περισσότερο, φαίνεται ότι τείνουν να επικρατήσουν τα δίκτυα των παγκόσμιων διαχειριστών των εταιρειών/κεφαλαίου καθώς και οι ευέλικτες δικτυωμένες κοινωνικές και εργασιακές οντότητες τη στιγμή που η ταξική ταυτότητα υποχωρεί, η συγκρότηση της οποίας γίνεται εξαιρετικά περίπλοκη. Το νέο προλεταριάτο (και πρεκαριάτο) σήμερα ήδη εργάζεται και διαβιεί σε εξαιρετικά επισφαλείς συνθήκες χωρίς καμία προστασία (ανυπαρξία κοινωνικής ασφάλισης και ωραρίων εργασίας, εκτεταμένη παιδική εργασία κ.λπ.) και δεν μπορεί να είναι αυτό που διεκδικεί την μη περικοπή των κοινωνικών παροχών και την επιστροφή στο ένδοξο welfare state, αφού είναι ένα κομμάτι της κοινωνίας που δεν έχει απολαύσει ποτέ (παρά ίσως περιστασιακά) αυτά τα προνόμια. Οι διεκδικήσεις μας δυστυχώς δεν το περιλαμβάνουν. Θεωρείται ήδη χαμένο από χέρι.
Ποιους λοιπόν αφορά αυτή η διεκδίκηση «της επιστροφής του κοινωνικού κράτους»; Φυσικά αυτούς που συμμετέχουν στο κοινωνικό κράτος (και δεν είναι όσοι αναφέραμε προηγουμένως) οι οποίοι βλέπουν σταδιακά το προνόμιο της εργασιακής τους ασφάλειας και της κοινωνικής τους θέσης να καταρρέουν ανεπιστρεπτί.
Πέρα από αυτό είναι σημαντικό να σκεφτούμε τα νέα δεδομένα μέσα σε αυτές τις συνθήκες (παγκοσμιοποίησης), στις οποίες είναι φανερό ότι οι μορφές ανισότητας βαθαίνουν. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά διαφοροποίησης αποτελεί η άνιση κατανομή και άλλων πόρων πέραν του εισοδήματος και του πλούτου, όπως η πρόσβαση στην πληροφορία και η κινητικότητα, που θεωρείται ότι τέμνουν πλέον το πεδίο της κοινωνικής πολιτικής. Σκεφτείτε ότι από την 1η Ιουλίου 2010 η Φιλανδία είναι η πρώτη χώρα που κατοχυρώνει ως συνταγματικό -κοινωνικό- δικαίωμα ισότιμο με την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη την καθολική παροχή πρόσβασης στο internet υψηλής ταχύτητας. [17] Από την άλλη πλευρά, βλέπουμε πως ζούμε σε έναν παγκόσμιο χωριό που ελέγχει αυστηρά τη μετακίνηση. Η ελεύθερη μετακίνηση των πλουσίων αλλά και η δημιουργία περιοχών-«φρουρίων» και η παρεμπόδιση της ελεύθερης μετακίνησης στους φτωχούς, ανειδίκευτους εργάτες, τους περιβαλλοντικούς και οικονομικούς μετανάστες αναδεικνύουν τη χωρική ανισότητα σε κοινωνική διεκδίκηση. Η εφαρμογή «μεταναστευτικών πολιτικών» -στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής- από τα κράτη και τις κυβερνήσεις τους δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από έκφραση της πλήρους νομιμοποίησης αυτής της ανισότητας και δηλώνει την παγκόσμια συναίνεση για την ελεγχόμενη μετακίνηση των ανθρώπων που αναπαράγει την οικονομική υπεραξία και τον κοινωνικό διαχωρισμό.
Επομένως είναι καίρια η ερώτηση: «Πού μπορούμε να πάμε για να αλλάξουμε τον κόσμο;». [18] Αντί να τρέχουμε από φόβο στο κράτος «διεκδικώντας» στην ουσία καλύτερους όρους «εκμετάλλευσης» με το να ζητάμε την επιστροφή των μίνιμουμ κοινωνικών δικαιωμάτων μέσα σε μια δήθεν «κοινωνική ειρήνη», δεν είναι καλύτερο (όχι ευκολότερο) να ριζοσπαστικοποιήσουμε τις διεκδικήσεις μας («τα θέλουμε όλα για όλους» και όχι «θέλουμε λιγότερα», όπως ακριβώς έλεγε το πρόσφατο περίφημο σύνθημα της ΟΝΝΕΔ σε όλους τους πανεπιστημιακούς χώρους), να αμφισβητήσουμε το πεδίο της βιοπολιτικής (είμαστε αριθμοί για τις στατιστικές της εκάστοτε ισχύουσας κοινωνικής πολιτικής) και την αποικιοποίηση της ζωής μας, να αμφισβητήσουμε το αστικό εργασιακό ήθος που μεθοδεύει την υποταγή μας, θέλοντας να ζήσουμε μια αληθινά «φανταστική» ζωή;

[1] Βλ. για μια πληρέστερη ανάλυση αυτού σχ. Θεόδωρος Σακελλαρόπουλος, «Αναζητώντας το νέο κοινωνικό κράτος», στο Θεόδωρος Σακελλαρόπουλος (επιμ.), Η μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους, εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 1999, σσ. 23-67 αλλά και Θανάση Αλεξίου, Περιθωριοποίηση και ενσωμάτωση: η κοινωνική πολιτική ως μηχανισμός ελέγχου και κοινωνικής πειθάρχησης, εκδόσεις Παπαζήσης 1998, σσ. 80-83.
[2] Βλ. σχ. Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, Οικονομικές Θεωρίες και Κοινωνική Πολιτική, εκδόσεις Αίολος, Αθήνα, 2002, σ. 14, υπ. 4, όπου αναφέρει ότι «μεταξύ του 1750-1819 5,4 εκατομμύρια εκτάρια ή 17% περίπου της συνολικής έκτασης της Αγγλίας περιφράχθηκαν σύμφωνα με τους νόμους», γεγονός που οδήγησε τους αγρότες, αποστερημένους από τη γη και μην έχοντας άλλα μέσα βιοπορισμού, να οδηγηθούν στα αστικά κέντρα για να εργασθούν ως μισθωτοί εργάτες στα εργοστάσια και τα ορυχεία. Οι νόμοι των περιφράξεων και της ατομικής ιδιοκτησίας δημιουργούν την κρίσιμη μάζα των βιομηχανικών εργατών και επιβάλλουν την μισθωτή εργασία.
[3] Όρος που εμφανίζεται καταγεγραμμένος στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα.
[4] Το πρώτο μισό του 19ου αι. οι μισθοί βρίσκονταν στο ελάχιστο όριο συντήρησης.
[5] Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, όπ.π., σ. 14.
[6] Φυσικά δεν αγνοούμε ούτε υποβαθμίζουμε την άλλη πλευρά του νομίσματος, δηλαδή το γεγονός ότι αιτία εμφάνισης του κοινωνικού κράτους είναι επίσης η ταξική πάλη και η αντίσταση της εργατικής τάξης, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση επιλέγουμε να προχωρήσουμε σε μια περαιτέρω ανάλυση των λειτουργιών του κοινωνικού κράτους ως εργαλείου της αστικής τάξης για την επίτευξη της ισορροπίας και την αποφυγή κοινωνικών αναταραχών και ανατροπών. Βλέπουμε, δηλαδή, περισσότερο την άποψη ότι το κεφάλαιο αγωνίζεται να εγκλωβίσει την εργασία, η οποία αμύνεται/αντιστέκεται σ’ αυτόν τον αγώνα του κεφαλαίου για την υποταγή της, παρά ότι η εργασία αγωνίζεται ενάντια στο κεφάλαιο.
[7] Βλ. σχ. Θανάσης Αλεξίου, όπ.π., σσ. 64-65.
[8] Βλ. σχ. Μια πλήρη ανάλυση της βρετανικής κοινωνίας του 18ου-19ου αιώνα στο Καρλ Πολάνυι, Ο μεγάλος μετασχηματισμός, εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2001, σσ. 78-102.
[9] Θανάσης Αλεξίου, όπ.π. σ. 126.
[10] Βλ. σχ. ταξινόμηση των σταδίων εξέλιξης και συγκρότησης του κράτους-πρόνοιας στο Θεόδωρος Σακελλαρόπουλος, όπ.π., σσ. 34-36.
[11] Θανάσης Αλεξίου, όπ.π. σ. 194.
[12] Zygmunt Bauman, Ζωή για κατανάλωση, εκδόσεις Πολύτροπον, Αθήνα, 2008, σσ. 77-78.
[13] Βλ. σχ. για σχετικές απόψεις των J. Hirsch και R. Miliband στο Παντελής Κυπριανός, «Κράτος Πρόνοιας και κοινωνικές σχέσεις μια κοινωνιολογική προέγγιση», σσ. 145-182 στο Θεόδωρος Σακελλαρόπουλος (επιμ.), όπ.π., από όπου και η φράση του Μίλιμπαντ, σ.152.
[14] Βλ. σχ. ανάλυση στο Σοφία Ν. Αντωνοπούλου, «Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, ο νεοφιλελευθερισμός και η κοινωνία των 2/3», σσ. 107-110 στο Θεοφάνης Πάκος (επιμ.), Κοινωνία των 2/3. Διαστάσεις του Σύγχρονου Κοινωνικού Προβλήματος, Διεθνές Συνέδριο, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Αθήνα, 2001.
[15] Σάββας Ρομπόλης – Μιχάλης Χλέτσος, Η Κοινωνική πολιτική μετά την κρίση του κράτους-πρόνοιας, εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1995, σ. 153
[16] Σωτήρης Χτούρης, «Κοινωνική διαφοροποίηση, κοινωνικές ομάδες και κοινωνική πολιτική», σ. 200, στο Θεόδωρος Σακελλαρόπουλος (επιμ.), όπ.π.
[17] Βλ. σχετ. «Συνταγματικό δικαίωμα η πρόσβαση στο ευρυζωνικό διαδίκτυο στη Φινλανδία», tvxs, Παρ. 02/07/2010 (http://tvxs.gr/news).
[18] Βλ. σχτ σσ. 34-37 του τρέχοντος τεύχους την ομιλία του J. Holloway για μια σχετική συζήτηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: