Οδηγώντας με σβηστά φώτα στο σκοτάδι

Μερικές παρατηρήσεις επί των «παρατηρήσεων περί καλλιτεχνικής ελευθερίας, επιμελητών, και του φαινόμενου των μπιενάλε»

Διάβασα το κείμενο του Αυγουστίνου Ζενάκου «Flashing Our Light. A Few Notes on Artistic Freedom, Curators, and the Biennial Phenomenon» που δημοσιεύτηκε στο 3ο τεύχος του διαδικτυακού περιοδικού σύγχρονης τέχνης kaput., στο οποίο, μεταξύ άλλων, μου ασκεί «δριμύτατη κριτική» απαξιώνοντας εμένα και τις απόψεις που κατά καιρούς δημοσιεύω σε αυτό το blog, ανταποδίδοντάς μου προφανώς τα εύσημα. Δεν θα προσπαθήσω να ανασυγκροτήσω τις παντελώς διαστρεβλωμένες εκ μέρους του θέσεις μου για να τις υπερασπιστώ από τα άσφαιρα πυρά του, όποιος θέλει ας διαβάσει τα κείμενά μου και ας βγάλει μόνος του τα συμπεράσματά του. Θα ανασκευάσω όμως κάποια από τα επιχειρήματα του Α.Ζ., πράγμα που κατέληξε να είναι περισσότερο διασκεδαστικό παρά δύσκολο. Ελπίζω το ίδιο διασκεδαστικό να είναι και για τον αναγνώστη.
Εν συντομία, τα πρώτα συμπεράσματα που μπορώ να βγάλω με ομολογουμένως γλαφυρή διάθεση από το εν λόγω κείμενο είναι ότι, ο Α.Ζ.:
- είναι επαρκής χρήστης της αγγλικής γλώσσας, τουλάχιστον σε επίπεδο έκθεσης ιδεών• χρειάζεται ακόμα εξάσκηση για να διεκδικήσει με ελπίδα μια θέση στους New York Times,
- πιστεύει ότι αντιστεκόμαστε στο σύστημα αναβοσβήνοντας τα φώτα του αυτοκινήτου μας,
- ταξιδεύει πολύ συχνά ανά την υφήλιο, δεν καταβάλλεται σωματικά, πολλαχώς δε πνευματικά: είναι πάντοτε έτοιμος να αποστομώσει με ακλόνητα επιχειρήματα και έγκυρη γνώση τους αδαείς,
- ενημερώνεται θεωρητικώς από «πρώτο χέρι», κυρίως παρακολουθώντας μπιενάλε και συνέδρια των μπιενάλε όπου συζητούνται εμβριθώς τα προβλήματα των μπιενάλε από ειδήμονες που διοργανώνουν ή θέλουν να διοργανώσουν μπιενάλε,
- κρατάει επιμελώς σημειώσεις απ’ ό,τι ακούει και βλέπει, κάτι που αποβαίνει χρήσιμο για την τεκμηρίωση των επιχειρημάτων του ερήμην καταλληλότερων βοηθημάτων,
- γνώρισε σημαντικούς ανθρώπους, και έμαθε πολλά από αυτούς – κυρίως όμως επιβεβαίωσε περίτρανα την ορθότητα των απόψεών του περί μπιενάλε τις οποίες σπεύδει να καταθέσει,
- φιλοδοξεί να εκλεγεί κάποια μέρα πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Μπιενάλε,
- έχει πάει σε σοβαρό πανεπιστήμιο, όπου και κατάφερε να περάσει το πρώτο έτος,
- δεν έχει διαβάσει ωστόσο Μαρξ, παρότι ως πρωτοετής όφειλε σαν πρώτο βήμα για τις ανώτερες σπουδές του στη Σαντάλ Μουφ, τον Λακλάου, γαρνιρισμένους με ολίγον Ζίζεκ και μπόλικο Λακάν• λίγος Φουκό, λίγος Ντελέζ, για να μην παραλείψει βεβαίως, ως τελειόφοιτος, να εντρυφήσει στους Χαρντ και Νέγκρι – και πού να πιάσουμε τα μεταπτυχιακά…,
- νομίζει ότι η ελευθερία έχει χορηγούς και δηλώνει πρόθυμος να διαπραγματευτεί μαζί τους, αφού είναι για καλό σκοπό, την τιμή της,
- δεν κατάλαβε γρι απ’ ό,τι λέω, γι’ αυτό και του συγχωρώ το ότι διαστρεβλώνει συστηματικά τις απόψεις μου, παρουσιάζοντάς με σαν ξεμωραμένο εραστή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού• δεν του συγχωρώ όμως την κακοποίηση των ιδεών και μπαίνω στον πειρασμό να του απαντήσω,
- δεν χάνει ευκαιρία να ευλογήσει τα γένια του, θέλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο να επισημάνει την απευθείας προνομιακή επικοινωνία του με τον «θεό» της σύγχρονης τέχνης,
- νομίζει ότι ο curator δεν διαφέρει και πολύ από τον marketing manager ή τον promoter• κοινοί τους στόχοι η με κάθε μέσο και τρόπο διεύρυνση της αγοράς, η προβολή του προϊόντος –που η λογική των πραγμάτων υπαγορεύει να έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά για να προβληθεί– και η προσέλκυση πελατών,
- επιθυμεί ο ίδιος, ως επιμελητής-μάνατζερ-τροφός και όχι ως κάτι άλλο, να χαρακτηρίζεται πιο κομψά ως auter, αν και δηλώνει ότι απεχθάνεται μετά βδελυγμίας τους αναχρονισμούς,
- νιώθει αλληλέγγυος με τους art directors των διαφημιστικών εταιριών που θεωρούν τους εαυτούς τους καλλιτέχνες και το έργο τους υψηλή τέχνη,
- είναι περήφανος ζηλωτής της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας – τίποτα απ’ όσα συμβαίνουν γύρω του δεν είναι ικανό να κλονίσει την πίστη του στο δόγμα,
- συμμετέχει σ’ έναν διεθνή διάλογο αυτιστικών, στην αιχμή των εξελίξεων στο χώρο της σύγχρονης τέχνης,
- φοβάται ότι το κύρος των απόψεών του θα καταρρεύσει αν δεν εδράζεται πάνω στους στιβαρούς τίτλους που συντάσσει με το όνομά του.

Πιο αναλυτικά και λίγο σοβαρότερα: Ο πολύγλωσσος, πολυπράγμων, πολυταξιδεμένος, πολυθόρυβος και πολυθεσίτης Α.Ζ. δεν αρκείται στην πολυέξοδη εφαρμογή των ιδεών του στην πράξη διοργανώνοντας μεγαλεπήβολες μπιενάλε, θέλει να γίνει και πολυξάκουστος στο διεθνές στερέωμα του «art world» εκφράζοντας πολυτελείς απόψεις που τις παρουσιάζει ως πολυπόθητες κοινές ανάγκες, εκφωνώντας λόγους στα αγγλικά. Εκτός από πολυμέριμνος μάνατζερ τοπικού πολυκαταστήματος που μας κολλάει με κάθε ευκαιρία στη μούρη λογιστικά φύλλα επικαλούμενος την πολυκοσμία στο ταμείο (50.000 θεατές παρακαλώ, δεν είναι παίξε γέλασε) προκειμένου να μας πείσει ότι η πολυσήμαντη και πολύγονη δράση του είναι ζωτική για την ανάπτυξη της σύγχρονης τέχνης εν Ελλάδι, επιθυμεί να γίνει και πολύφωτος κήρυκας του πλέον σύγχρονου ιδεολογικού κομφορμισμού: του «πλουραλισμού». Γι’ αυτό συγχέει πιθανώς την ελευθερία με το εύρος και την ποικιλία των προσφερόμενων επιλογών στο σούπερ μάρκετ, όπως ακριβώς συγχέει και τον curator με τον marketier.
Εκείνο που δεν θέλει να παραδεχτεί ο Α.Ζ., θεωρώντας το αφέλεια, ακόμα και γελοιότητα –κατηγορία την οποία φυσικά δεν θα είχε ποτέ το θράσος να ξεστομίσει καταπρόσωπο σε έναν από τα δισεκατομμύρια «ελεύθερους» αυτού του κόσμου–, είναι ότι σε μια κοινωνία όπου το χρήμα έχει αποκτήσει μεταφυσική σχεδόν υπόσταση και είναι ο διαμεσολαβητής των πάντων, που εμφανίζονται μπροστά του ως συγκρινόμενες ποσοτικά με αυτό αξίες, οι κάτοχοί του πλεονεκτούν σε δυνατότητες επιλογής· μπορούν να εκπληρώσουν απρόσκοπτα, ή τουλάχιστον πολύ πιο εύκολα τις επιθυμίες τους, και κατ’ αυτόν τον τρόπο επιδρούν στο συλλογικό γίγνεσθαι περισσότερο απ’ ότι τους αναλογεί πραγματικά ως μεμονωμένα άτομα· ικανοποιώντας δηλαδή τις επιθυμίες τους κάνουν αναπόφευκτα χρήση της εξουσίας που τους παρέχει η πλεονεκτική τους οικονομική θέση σ’ έναν απολύτως οικονομοκεντρικό κόσμο. Ο κόσμος που έχει ως μέτρο του το χρήμα είναι εκ των πραγμάτων ένας άνισος κόσμος. Κάποιοι δηλαδή είναι πιο «ελεύθεροι» από τους άλλους να κάνουν ό,τι θέλουν. Ακόμα και να τρέχουν με 200 χιλιόμετρα την ώρα με τα πολυτελή και ασφαλή αυτοκίνητά τους όταν το όριο ταχύτητας είναι 120 χιλιόμετρα. Και αυτοί, αντίθετα με ό,τι νομίζει ο Α.Ζ., αδιαφορούν πλήρως αν κάποιος… αντιστασιακός θα τους κάνει σινιάλο για να αποφύγουν το μπλόκο της τροχαίας, το χρήμα τούς θωρακίζει απέναντι στον νόμο. Ακόμα κι αν οι τροχονόμοι τους δώσουν τελικά κλήση και δεν υποκλιθούν απλώς, έμπλεοι δέους, στο πανάκριβο αυτοκίνητό τους και στην υψηλού κύρους αύρα τους, είναι σε θέση να την πληρώσουν χωρίς να τους κοστίζει τίποτα, αν δεν έχει ήδη σπεύσει να την «σβήσει» ο πολιτικός τους φίλος. Και αυτό δεν είναι θέμα ηθικής, αλλά δομικής θέσης σε ένα σύστημα που περιστρέφεται γύρω από το χρήμα και την αξία.
Το καίριο πλήγμα στην αφελή, αλλά όχι και τόσο αθώα άποψη του Α.Ζ., ο οποίος θεωρεί την ελευθερία αποκομμένη από την κοινωνική τάξη, οριζόμενη απλώς ως εύρος επιλογών και δυνατοτήτων, έρχεται από εκεί που δεν το περιμένει. Ένας από τους πλέον σημαντικούς συλλέκτες σύγχρονης τέχνης παγκοσμίως και επιφανής μεγαλοεπιχειρηματίας, ο Δάκης Ιωάννου, δηλώνει σε συνέντευξή του στην Καθημερινή (2/11/2008): «Μου αρέσει να έχω απόλυτη ελευθερία και να μην είμαι αναγκασμένος να βάζω νερό στο κρασί μου. Να κάνω ό,τι θέλω, όποτε θέλω. […] Θέλω να έχω την ευχέρεια των αποφάσεών μου και να μην αυτοπεριορίζομαι». Ο Δάκης Ιωάννου είναι ξεκάθαρος για τα θέλω του και για τα όρια της ελευθερίας του να τα ικανοποιήσει. Αναρωτιέμαι αν ο Α.Ζ. και όλοι εμείς οι υπόλοιποι έχουμε την ίδια ευχέρεια που δίνει στον κ. Ιωάννου, κυρίως και πρωτίστως, η οικονομική του θέση, να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες μας, να κάνουμε κι εμείς «ό,τι θέλουμε, όποτε θέλουμε» χωρίς να βάζουμε νερό στο κρασί μας. Αν κρίνω από τη γεύση και το χρώμα του κρασιού που πίνουμε καθημερινά, θα έλεγα μάλλον όχι…
Όμως η δήλωση αυτή του Δάκη Ιωάννου φανερώνει και κάτι ακόμα, εξίσου αποκαλυπτικό για την ιδεολογική σύγχυση που προκαλεί το νερωμένο κρασί στον Α.Ζ., αφού εκτός των άλλων αποδεικνύει ότι η κεφαλαιοκρατική τάξη έχει πλήρη συνείδηση της θέσης της, είναι πολύ πιο «αποϊδεολογικοποιημένη» και ειλικρινής απ’ ότι τα μεσοανώτερα στρώματα των μάνατζερ που συγχρωτίζονται μαζί της και βαυκαλίζονται, πουλώντας πνεύμα, ότι δημιουργούν τις προϋποθέσεις εκείνες που προσφέρουν θαλπωρή στην ανάπτυξη της «δημιουργικής παραγωγικότητας» αντί να μας πουν ότι έτσι βγάζουν το ψωμί τους. Τουλάχιστον εκείνοι λένε απροκάλυπτα ότι πράττουν όπως θέλουν και όλοι μας ξέρουμε από πού αντλούν αυτή τους τη δυνατότητα να το κάνουν: «It’s the economy, stupid!» – πόσο νερό πρέπει επιτέλους να βάλει κανείς στο κρασί του για να το καταλάβει;

Η σύγχυσή του Α.Ζ. είναι φυσικά δικαιολογημένη και από μια άλλη σκοπιά, αν τη δούμε όχι ως αποτέλεσμα κακού μεθυσιού αλλά από «δομική» άποψη, δηλαδή από τη θέση του μέσα σε ένα σύστημα το οποίο και ο ίδιος με τη δράση του συνδιαμορφώνει και το οποίο παρουσιάζει –ω, τι έκπληξη!– δομική ομολογία με το κυρίαρχο οικονομικό σύστημα (ας αναλογιστούμε μόνο τον συγκεντρωτισμό και τις μονοπωλιακές τάσεις και ας τις συγκρίνουμε με το μπιεναλικό μοντέλο συγκέντρωσης πόρων και νομιμοποίησης πεδίων παραγωγής λόγου, ή ας επικεντρώσουμε την προσοχή μας στην παραγωγή αξίας, ή στον καταμερισμό της εργασίας κ.λπ.).
Αναμφίβολα, δεν είναι το σύστημα, αλλά η επιθυμία του Α.Ζ. να πράξει και να εκφραστεί μέσα σε αυτό, αποδεχόμενος τους όρους του, που τον εγκλωβίζει σε μια καταφανώς σαθρή ρητορική· όμως αυτό είναι δικαίωμά του και δεν μας αφορά, ούτε μπορεί να είναι αντικείμενο κριτικής αφού δεν πρόκειται παρά για προσωπικές δοξασίες και επιλογές που ο καθένας δικαιούται ελεύθερα να έχει ή/και να κάνει. Αυτό που μας αφορά ωστόσο, γι’ αυτό και έχω ανοίξει από καιρό αυτή τη διαμάχη μαζί του και με ό,τι αυτός εκπροσωπεί, είναι η ίδια η δομή που προσπαθεί να στήσει καθώς και η δομική θέση που επιχειρεί να καταλάβει, σχεδόν εξ απήνης και ερήμην μιας ευρύτερης κοινότητας την οποία εκ των υστέρων επικαλείται και ισχυρίζεται ότι φροντίζει για την ανάπτυξή της• εξ ου και λέω ότι είναι πασίδηλη πλέον η επιθυμία του να ηγεμονεύσει και υποστηρίζω ότι οι άοκνες προσπάθειες που καταβάλει να υπερασπιστεί ένα συγκεκριμένο, λειτουργικό κατ’ αυτόν, μοντέλο εξυπηρετεί πρωτίστως τις δικές του βλέψεις και μαζί μ’ αυτές φυσικά και τις βλέψεις άλλων που συγκυριακά βολεύονται.
Ο Α.Ζ. αυτοπαρουσιάζεται ως ο εμπνευσμένος κινητήριος μοχλός του «εκσυγχρονισμού» στην ελληνική σύγχρονη τέχνη και στα «πολιτιστικά δρώμενα». Από τη μια μεριά εκμεταλλεύεται τη θέση του ως συντάκτης μεγάλης εφημερίδας που τον τοποθετεί ήδη σε μια θέση ισχύος στο χώρο, από την άλλη καπηλεύεται συνειδητά τις συνδηλώσεις που φέρει ο όρος μπιενάλε και το συγκεκριμένο οργανωτικό μοντέλο διαχείρισης πολιτιστικού κεφαλαίου που προσελκύει τόσο ιδιώτες χορηγούς όσο και κρατικά και ευρωπαϊκά κονδύλια (υλοποιώντας ουσιαστικά στην πράξη το όραμα Καραμανλή για ένα «πλουραλιστικό» και ανταποδοτικό μοντέλο χρηματοδότησης του πολιτισμού), για να παρουσιάζει το εγχείρημά του ως ένα γενικότερο διακύβευμα που πρέπει να μας αφορά όλους και οφείλουμε, υπό την απειλή της κατηγορίας επί προδοσία των κοινών τάχα μου συμφερόντων για την «ανάπτυξη της τέχνης», να συστρατευτούμε για την επιτυχία του.
Προς επίρρωση των υποσχέσεων του, ο Α.Ζ. θέλει να μας πείσει, με άκομψο είναι η αλήθεια τρόπο, ότι οι μπιενάλε λειτουργούν ως «προστατευτικό κέλυφος» της ελευθερίας των καλλιτεχνών, με λίγα λόγια ως ένα είδος Προσωρινών Αυτόνομων Ζωνών (Hakim Bey) όπου οι επιλεγμένοι να συμμετάσχουν καλλιτέχνες είναι ελεύθεροι να παράγουν το έργο τους χωρίς να σκοτίζονται για τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις. Είναι η μπιενάλε-ΠΑΖ που θα λειτουργήσει σαν κυματοθραύστης. Οι ηρωικοί επιμελητές-μάνατζερ θα εκμεταλλευτούν κάθε ευκαιρία που παρέχει το σύστημα για να υλοποιήσουν το όραμά τους και να εξασφαλίσουν ότι οι καλλιτέχνες θα μπορούν να δημιουργήσουν ελεύθερα. Μόνο που πέρα από την κοινότοπη επίκληση σε μια αόριστη «αυτονομία» της τέχνης, ξεχνάει να μας πει ότι οι ΠΑΖ, αν μπορούν να έχουν αυτές καθαυτές κάποιο νόημα και να μας αφορούν, δεν έχουν αφεντικά και διευθυντές, δεν προσδοκούν να γίνουν «θεσμός» και, κυρίως, είναι αυτοοργανωμένες και όχι προσχεδιασμένες και ελεγχόμενες από κάποιους που παίρνουν τις αποφάσεις (μαζί φυσικά με το όποιο ρίσκο ενέχει το εγχείρημα) και υπαγορεύουν το ρυθμό αλλά και το τραγούδι. Ο ρόλος του πάτρωνα ταιριάζει γάντι σε όσους θέλουν να προσφέρουν (δήθεν αμερόληπτα και αφιλοκερδώς) «context, time and place» για την ανάπτυξη της «δημιουργικής παραγωγικότητας» των άλλων όταν μεσολαβούν εμπορεύσιμες αξίες – γνωρίζω καλά, από πρώτο χέρι, από την πολύχρονη πείρα μου ως εκδότης τι σημαίνει πατρωνία, δεν θα μασήσω τώρα στα «γεράματα» με τους γελοίους ισχυρισμούς του Α.Ζ. και των ομοίων του.
Ο Α.Ζ. θέλει να εμφανιστεί εύψυχος, ως έχων περάσει στην ανώτερη πνευματική σφαίρα της «μετα-ιδεολογίας», όπου τα πράγματα τα διαχειριζόμαστε «ρεαλιστικά», σύμφωνα με τις περιστάσεις, χωρίς να αναρωτιόμαστε για τις γενικότερες προϋποθέσεις και τις συνέπειες των κινήτρων και των πράξεών μας, αλλά και των ορίων της ελευθερίας μας. Ο κυνισμός που υποβόσκει σε μια ανάλογη θέση είναι πιο επικίνδυνος από τις πιο απροκάλυπτα εκφρασμένες και εκδηλωμένες επιθέσεις των νεοφιλελεύθερων γιατί επικαλείται το κοινό καλό ενώ με πολλούς τρόπους εξυπηρετεί ιδιωτικά συμφέροντα. Τι άλλο μπορεί να σημαίνει άραγε το ότι ο Α.Ζ., μαζί με τους συνέταιρούς του, ξεπούλησαν πρώτα την «Κόλαση» όσο όσο και τώρα εποφθαλμιούν να πατήσουν πόδι και στα χωράφια του (παράκτιου) «Παραδείσου» για να τον πουλήσουν κι αυτόν σε τιμή ευκαιρίας; Real estate goes on.

Καταπέλτης όμως και για τη λαθροχειρία που επιχειρεί κατ’ επανάληψη και με κάθε ευκαιρία ο Α.Ζ. προκειμένου να πείσει ότι όλα αυτά που υπερασπίζεται καλλιεργούν τάχα μου νέο έδαφος και ανοίγουν κανάλια επαφής του ευρύτερου κοινού με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά έργα, είναι η άποψη που εκφράζει ένας νέος μεν περιώνυμος δε και ισχυρός παίχτης στην ελληνική αγορά σύγχρονης τέχνης, ο Ανδρέας Μελάς, ιδιοκτήτης της γκαλερί «AMP», ο οποίος δηλώνει με αφοπλιστική ειλικρίνεια σε συνέντευξη του στο περιοδικό «Κ» της Καθημερινής (2/11/2008), αναφερόμενος στην παντελή απουσία κοινού από τις εκθέσεις του: «Στα εγκαίνια της πρώτης έκθεσης έγινε χαμός. Πάω την επόμενη μέρα και η γκαλερί είναι άδεια. Και τη μεθεπόμενη το ίδιο. Πού είναι το κοινό;». Εύλογο όσο και επιτακτικό, εν προκειμένω, ερώτημα και δεν νομίζω ότι ο Α.Ζ έχει κάποια απάντηση να δώσει. Θα πρέπει μάλλον να ξεσκονίσει τις αριθμητικές γνώσεις του και να μετρήσει ξανά τις 50.000 θεατές της Μπιενάλε της Αθήνας που συνδιοργάνωσε• μάλλον κάτι δεν πάει καλά στα νούμερα, κάτι είναι που του διαφεύγει – ή βαυκαλίζεται και συνάμα κοροϊδεύει κι όλους εμάς.
Ή μήπως θέλει να μας πει ότι αφού κανείς δεν πατάει στις γκαλερί εκτός από τους συνήθεις ύποπτους και κάποιους συγγενείς ή φίλους ανά περίσταση, η μοναδική ευκαιρία για τους καλλιτέχνες και το έργο τους να επικοινωνήσουν με ένα ευρύτερο κοινό είναι φεστιβαλικές διοργανώσεις τύπου μπιενάλε; Ότι η μπιενάλε είναι ένας «μηχανισμός» που παράγει υπεραξία την οποία καρπώνονται όλοι οι εμπλεκόμενοι: γκαλερίστες, συλλέκτες, επιμελητές, κριτικοί και αναμφίβολα όλοι οι καλλιτέχνες εφόσον αναβαθμίζεται γενικώς το προϊόν τους, ασχέτως κι αν αυτή η κατανομή είναι άνιση.
Ομολογουμένως αυτές οι αιτιάσεις πιθανώς να είναι αρκετά βάσιμες• όμως τι πραγματικά σημαίνουν πέρα από το ότι η τέχνη έχει ανάγκη τον συγκεντρωτισμό και την οικονομία κλίμακας που καθιστούν λειτουργικό αυτόν τον τρόπο εκθέσεων για να επικοινωνήσει με το αδιάφορο εν γένει κοινό; Και πιστεύει στ’ αλήθεια ο Α.Ζ. ότι αυτό το μοντέλο δεν επιδρά με πολύπλοκους τρόπους στην ίδια την παραγωγή των έργων; Η τέχνη έχει υποστεί μια μετάλλαξη που την ενσωματώνει ολοένα και περισσότερο στην οικονομία, αυτή είναι μια πραγματικότητα που ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει. Το ερώτημα είναι αν και πώς μπορεί να διατηρήσει (εφόσον πιστεύουμε ότι έχει σημασία να τη διατηρήσει) ή να ξαναβρεί, με τους υπάρχοντες φυσικά όρους αλλά με μια κατηγορηματική πρόθεση υπέρβασής τους, την κριτική της διάσταση. Και δεν εννοώ την κριτική απλώς ως σινιάλα, αλλά ως απόπειρα να φέρουμε στο φως και να καταγγείλουμε τις συγκαλυμμένες προϋποθέσεις της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας που βυθίζουν στην απελπισία τα τρία τέταρτα των κατοίκων του πλανήτη, όχι φυσικά «στρατεύοντας» το έργο μας, τη μορφή και το περιεχόμενό του, αλλά την ίδια την καλλιτεχνική διαδικασία και τη σχέση του καλλιτέχνη και της τέχνης με τη ζωή. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να αναρωτηθούμε: Είναι δυνατόν στις παρούσες κοινωνικές συνθήκες η τέχνη να αποκτήσει έναν τέτοιο ρόλο; Αν όχι, μπορεί να είναι μια τέχνη που μας αφορά ή θεωρούμε πια την τέχνη άλλο ένα μέσο επικοινωνίας, κάτι σαν τα εικονομηνύματα των κινητών τηλεφώνων; Είναι η οργανωτική δομή των μπιενάλε το κατάλληλο έδαφος για να ευδοκιμήσει μια πιο ουσιαστική σχέση με την τέχνη; Αν όχι, ποιο θα ήταν το κατάλληλο έδαφος και πώς μπορούμε να το καλλιεργήσουμε χωρίς να γίνει φέουδο κάποιων ισχυρών; Είναι δυνατόν να κάνουμε κάτι τέτοιο χωρίς ταυτόχρονα η πράξη μας αυτή να αμφισβητεί ριζικά το status quo και να επιφέρει μια πραγματική αλλαγή στην κοινωνία;

Ποτέ δεν κατηγόρησα τον Α.Ζ., ούτε και κάποιον άλλο απ’ όσο θυμάμαι, γιατί διοργανώνει εκθέσεις και εκδηλώσεις, με γειά τους με χαρά τους και κανένας λόγος δεν μου πέφτει τι κάνουν. Η μεριμνά του να χτίσει ένα «καταφύγιο της τέχνης» εν μέσω του βομβαρδισμένου τοπίου είναι συγκινητική, εμένα όμως δεν με πείθει, ας με συγχωρήσει αλλά βλέπω το κτίσμα του πιο πολύ σαν φυλακή. Ίσως κάποιους άλλους να τους πείθει, διόλου με αφορά. Ενίσταμαι όμως όταν αυτή του η δραστηριότητα παρουσιάζεται από τον ίδιο ως «πακέτο-προσφορά» που οφείλουμε να αγοράσουμε, έστω και με δόσεις, για να εκσυγχρονιστούμε αλλιώς θα παραμείνουμε αναποτελεσματικοί και μίζεροι. Δεν του πέρασε καν από το μυαλό να διερωτηθεί τι μπορούν να σημαίνουν τα όσα συμβαίνουν με καταιγιστικό ρυθμό στον κόσμο γύρω μας, ποιες μπορεί να είναι οι αιτίες του αδιεξόδου και τι μπορούμε να κάνουμε για να βγούμε από αυτό. Αντιθέτως, πατάει περισσότερο το γκάζι και ανεβάζει τις στροφές της μηχανής, αυξάνοντας ολοένα και περισσότερο την ταχύτητα, τόσο πολύ που αυτό που θα μπορούσε να είναι ένα δύσκολο αλλά απολαυστικό ταξίδι γεμάτο εικόνες και σκέψεις, αμφιβολίες, ελπίδες και οράματα, μετατρέπεται σε αγχώδη κούρσα με τον χρόνο, ένα επικίνδυνο χωρίς προορισμό ταξίδι στο σκοτάδι, με σβηστά μάλιστα τα φώτα.
Αν και μιλάμε, κυριολεκτικά, άλλη γλώσσα, ο Α.Ζ. αγγλικά εγώ ελληνικά, προφανώς δεν είναι αυτή η αιτία της πλήρους ασυνεννοησίας μας αφού με την ελάχιστη βοήθεια ενός λεξικού μπορούμε, αν θέλουμε, να καταλάβουμε τι λέει ο άλλος. Η ασυνεννοησία είναι θεμελιακή διότι αφορά στις πολιτικές θέσεις που εκφράζει καθένας από εμάς όπως προσπάθησα να δείξω, θέσεις οι οποίες είναι εκ διαμέτρου αντίθετες και ανταγωνιστικές. Το χάσμα μεταξύ μας είναι τεράστιο, και θα παραμείνει τέτοιο για όσο ο Α.Ζ., σε αντίθεση με μένα, πιστεύει ότι η συγχώνευση της τέχνης με το κεφάλαιο αποδεικνύει ότι «οι άνθρωποι προοδεύουν», ότι η αγορά είναι συνώνυμο της ελευθερίας, ότι αντίσταση μπορεί να γίνει ακόμα και μέσω της προσευχής, ότι αλληλεγγύη σημαίνει πρωτίστως ικανοποίηση του εγώ, ότι ατομική ελευθερία σημαίνει να έχω πολλές δυνατότητες επιλογής και, τέλος, ότι δεν αξίζει τον κόπο να αναζητούμε κάτι άλλο πέρα από αυτό που ήδη υπάρχει, μόνο να το αναπαράγουμε ζητωκραυγάζοντας θερμά για τις «ελευθερίες» που απλόχερα μας παρέχει. Όπως λένε και στον Economist για τον καπιταλισμό, «παρά τις όποιες αδυναμίες του, είναι το καλύτερο οικονομικό σύστημα που ανακαλύψαμε ποτέ».
Αυτό που φαίνεται να μην θέλει να καταλάβει ο Α.Ζ. και όσοι συμμερίζονται τις απόψεις του είναι ότι όταν οδηγείς με σβηστά φώτα στο σκοτάδι, με 130 χιλιόμετρα την ώρα, ελαφρώς θολωμένος από το νερωμένο κρασί που συνήθισες πια αδιαμαρτύρητα να πίνεις, το θέμα δεν είναι αν κάποιος θα σου κάνει σινιάλο για να γλιτώσεις την κλήση της τροχαίας, αλλά αν κάποιος θα σε προειδοποιήσει για να γλιτώσεις τον γκρεμό.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

kai na min egrafes to ypoloipo keimeno, mono to ''δεν είναι το σύστημα, αλλά η επιθυμία του Α.Ζ. να πράξει και να εκφραστεί μέσα σε αυτό, αποδεχόμενος τους όρους του, που τον εγκλωβίζει σε μια καταφανώς σαθρή ρητορική·'' , pali tha ta eleges OLA.

Ανώνυμος είπε...

www.arelis.gr
περιεχει αρθρα για νεους ελληνες καλλιτεχνες

Ανώνυμος είπε...

@anwnymos

gia neous ptoxous enoeite:)