Παρατηρήσεις για την κρίση

2. Τίνος υπηρέτης είναι το κράτος;

Όσοι, και είναι πια πολλοί σήμερα στο ζοφερό περιβάλλον της τρέχουσας κρίσης, επικαλούνται το κράτος σαν «το μόνο καταφύγιο εμπιστοσύνης» (Άντζελα Μέρκελ) επιδιώκουν να συγκαλύψουν τόσο τη φύση και τον πραγματικό ρόλο του κράτους στο καπιταλιστικό σύστημα εκμετάλλευσης όσο και την πρόθεσή τους να αποκαταστήσουν με κάθε τρόπο την κυριαρχία του κεφαλαίου, να αναστυλώσουν δηλαδή με όποιο τίμημα το σύστημα, με τρόπο ώστε να διασφαλιστεί ανεμπόδιστα η περαιτέρω αναπαραγωγή του και η συνέχεια της κυριαρχίας της πολιτικοοικονομικής ελίτ.
Από την άλλη, όσοι επενδύουν τις ελπίδες τους σε αυτές τις υποσχέσεις των πολιτικών για την επέμβαση του κράτους μην μπορώντας να δουν, διόλου αδικαιολόγητα, εναλλακτικές λύσεις στα προβλήματα και τις ανησυχίες τους, αναπόφευκτα θα απογοητευτούν, πιθανώς στο άμεσο μέλλον κιόλας. Και θα απογοητευτούν είτε έχουν πειστεί για τη ρυθμιστική αποτελεσματικότητα του κράτους έναντι του κεφαλαίου (π.χ. «συγκρατώντας» τις καταστροφικές του τάσεις – «ασυδοσία των “golden boys”», κ.λπ.) είτε έχουν πειστεί ότι το κράτος είναι ο κοινωνικοπολιτικός εκείνος θεσμός που θα διαμεσολαβήσει με «ουδέτερο» τρόπο, αμβλύνοντας τις επιπτώσεις της κρίσης με γνώμονα το «γενικό συμφέρον» των πολιτών του και της κοινωνίας συνολικά (π.χ. «προστατεύοντας» τα πιο ευάλωτα οικονομικά στρώματα και «θωρακίζοντας» την εθνική οικονομία), αφού αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά ότι το κράτος μεροληπτεί απροκάλυπτα υπέρ του κεφαλαίου, γιατί το κράτος είναι οργανικός παράγοντας στη διαδικασία συσσώρευσης και αναπαραγωγής του κεφαλαίου και δεν μπορεί να διαχωριστεί από αυτήν.

Στην πρώτη περίπτωση, εκείνων που επικαλούνται τη ρυθμιστική παρέμβαση, το κράτος δεν μπορεί να είναι η λύση στο πρόβλημα• είναι αναπόφευκτα μέρος του προβλήματος. Δεν είναι η απουσία βούλησης για παρεμβατική ρύθμιση, αλλά η έλλειψη δυνατότητας πραγματικής ρύθμισης η οποία δεν θα αντιβαίνει στις ίδιες τις προϋποθέσεις λειτουργίας και ανάπτυξης του συστήματος που ακυρώνει εκ των πραγμάτων κάθε ανάλογη απόπειρα. Όπως υπενθυμίζει ο ultra φιλελεύθερος Economist, «η σύγχρονη χρηματοδοτική [στα προϊόντα της οποίας αποδίδεται η κρίση] αναπτύχθηκε σε ένα περιβάλλον που είχε δημιουργηθεί από ρυθμιστικές αρχές και πολιτικούς», για να επισημάνει κατ’ αυτό τον τρόπο το ρόλο του κράτους στην τρέχουσα κρίση από τη στιγμή που αυτή αποδίδεται στην υποτιθέμενη απορύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα που ξεκίνησε στις Η.Π.Α. επί κυβερνήσεως Κλίντον προκειμένου να προσελκυσθούν διεθνή κεφάλαια στα αμερικανική χρηματοπιστωτική αγορά. Για τον Economist το σκάνδαλο φυσικά είναι η ίδια η ανάμειξη του κράτους στις αγορές, πρακτική στην οποία αποδίδει, με χαρακτηριστικό βρετανικό φλέγμα και φιλελεύθερο ζηλωτισμό, όλα τα δεινά της οικονομίας. Δεν είναι μόνο ότι η παρέμβαση του κράτους καταγγέλλεται ως επιζήμια καθαυτή, το κράτος κατηγορείται επίσης ότι παρεμβαίνοντας με οιοδήποτε τρόπο διαστρεβλώνει την ίδια τη λειτουργία της αγοράς προκαλώντας ανεξέλεγκτες αντιδράσεις των οικονομικών παραγόντων αφού, εκτός των άλλων, επιδρά καταλυτικά στην ψυχολογία και άρα στις αποφάσεις τους.
Ο ρεαλισμός τού Economist σε σχέση με τη λειτουργία του κεφαλαίου είναι αφυπνιστικός για όσους βαυκαλίζονται ότι, με την «παρέμβαση του κράτους», το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να «ρυθμιστεί» αποτελεσματικά ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος ανάλογων μελλοντικών κρίσεων: «Όπως πολλά από τα καινοτόμα χρηματοπιστωτικά εργαλεία της σύγχρονης χρηματοδοτικής χρησιμοποιήθηκαν για την αποφυγή των περιορισμών του σημερινού ρυθμιστικού πλαισίου των τραπεζών, έτσι και οι αυριανές καινοτομίες θα σχεδιαστούν για να αποφύγουν τους κανόνες του αύριο». Όπερ μεθερμηνεύεται στο προσφιλές δόγμα της εν λόγω φιλελεύθερης ιδεολογίας: η προσπάθεια επιβολής πλαισίων ρύθμισης από το κράτος είναι ματαιοπονία – το κεφάλαιο (εν. το κίνητρο του κέρδους, δηλαδή το ιδιωτικό συμφέρον) θα βρίσκει πάντα τρόπους υπέρβασης = κάθε ρύθμιση (δημόσια παρέμβαση) προκαλεί αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα = η «αυτορύθμιση» των αγορών χωρίς καμία διαστρεβλωτική και αναποτελεσματική ούτως ή άλλως ανάμειξη του κράτους είναι ο μόνος ενδεδειγμένος τρόπος. Μπορεί για τους συντάκτες του Economist αυτό να σημαίνει «ελευθερία της καινοτομίας» όμως δεν είμαι σίγουρος ότι θα συμφωνήσουμε όλοι σε αυτό.
Από την άλλη, η σοσιαλδημοκρατική (σοσιαλφιλελεύθερη για να είμαστε πιο ακριβείς) προσέγγιση του ζητήματος δεν αφήνει περιθώρια για μια διαφορετική ερμηνεία. Η «ελεύθερη αγορά», η «ανάπτυξη», ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής εν γένει δεν τίθενται καν σε αμφισβήτηση, τουναντίον θεωρούνται προϋποθέσεις εκ των ων ουκ άνευ του «σοσιαλισμού». Ο καπιταλισμός απλώς χρειάζεται ορισμένες ρυθμίσεις (που εύσχημα αποκαλούνται «δημοκρατικός έλεγχος») οι οποίες θα αποτρέπουν τις υπερβολές της εισοδηματικής ανισότητας και θα προστατεύουν τα αδύναμα κοινωνικά στρώματα αναδιανέμοντας πιο δίκαια τον κοινωνικό πλούτο μέσω του κράτους. Και αυτό είναι όλο. Η όποια υπόσχεση ή ελπίδα για ανασυγκρότηση του «κράτους πρόνοιας» που εμψυχώνει εκ νέου τη ρητορική αυτή είναι όμως ψευδής. Το κεϋνσιανικό μοντέλο ήταν αποτελεσματικό σε μια διαφορετική φάση του καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και σε διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Σήμερα είναι ένα ξεπερασμένο από την πραγματικότητα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας μοντέλο που απαιτεί μια διαφορετικού τύπου συναίνεση στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο, συναίνεση που επιτεύχθηκε λόγω συγκυριών αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο αλλά δεν είναι πια δυνατόν να επιτευχθεί καθώς οι παράγοντες συγκρότησής της είναι κατακερματισμένοι και διασκορπισμένοι μέσα στον νεοφιλελεύθερο «πλουραλιστικό» κόσμο που αναδύθηκε σταδιακά από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, ως μέρος της ίδιας διαλεκτικής που ανέδειξε τον κεϋνσιανισμό και το «κράτος πρόνοιας». Πολλοί ξεχνούν ότι ο Κέϋνς δεν ήταν σοσιαλιστής αλλά άνηκε στις τάξεις των φιλελεύθερων, μέλος ενός μικρού φιλελεύθερου κόμματος, και θέλοντας να διασώσει τον καπιταλισμό από την καταστροφή, δηλαδή από την εξέγερση των εργατών, κατάλαβε πολύ έγκαιρα ότι μόνο καθιστώντας «εταίρους» τους μέχρι πρότινος ανταγωνιστές θα μπορούσε να ξαναβρεί τη δυναμική του το σύστημα και να ανακάμψει. Όμως κι εδώ ελλόχευε η αντίφαση, την οποία κλήθηκε να επιλύσει το κράτος.
Δεν πρέπει να θεωρούμε την απορύθμιση που έγινε σημαία του νεοφιλελευθερισμού από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 (ενώ οι καταβολές της βρίσκονται πίσω, στη δεκαετία του ’30 κιόλας, με την σφοδρή αντίδραση του von Hayek στον «κρυπτοσοσιαλισμό», σύμφωνα με τον ίδιο, του Κέυνς) ως πραγματική βούληση αποδυνάμωσης της ουσιαστικής για το κεφάλαιο λειτουργίας του κράτους. Η λαίλαπα που από πολλούς αποκαλέστηκε η «νεοφιλελεύθερη επανάσταση» που αμφισβήτησε την «κεϋνσιανή συναίνεση», δεν κατάργησε τον ρόλο του κράτους ως ρυθμιστή του κοινού συμφέροντος απλώς έπεισε ότι το κοινό συμφέρον ήταν η απόσυρση του κράτους από την οικονομική σφαίρα προς όφελος της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» και η συρρίκνωση των δημοσίων δαπανών.
Η νεοφιλελεύθερη πρόταση βρήκε πολλούς πρόθυμους υποστηρικτές όταν η «χρυσή περίοδος» μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο είχε αρχίσει να χάνει τη λάμψη της και να φανερώνει σταδιακά τον κίβδηλο ουτοπισμό του κεϋνσιανισμού. Η απορύθμιση ήταν επιβεβλημένη κίνηση εκ μέρους των πολιτικοοικονομικών ελίτ προκειμένου να καταπολεμηθεί η κρίση που είχε φέρει την καπιταλιστική οικονομία, μετά από σχεδόν τρεις «χρυσές» δεκαετίες συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης, στα πρόθυρα βαθιάς ύφεσης. Οι υψηλοί μισθοί και η σταθερή αύξησή τους από τον πόλεμο και μετά, αποτέλεσμα των αγώνων των εργαζομένων αλλά και της υψηλής παραγωγικότητας που επέφεραν οι τεϋλορικές μέθοδοι εργασίας, οι τεχνολογικές εξελίξεις και η διεύρυνση της κατανάλωσης, η απείθεια της εργασίας μέσα σε ένα νέο κλίμα εναντίωσης που είχε τις ρίζες στην αντικουλτούρα της δεκαετίας του ’60 σε συνδυασμό με την ισχύ των εργατικών συνδικάτων που πίεζαν για όλο και περισσότερες παροχές, η άνοδος της τιμής του πετρελαίου και η συνακόλουθη αύξηση του κόστους παραγωγής, το υψηλό κόστος του κράτους πρόνοιας που αναδιένεμε κατά κάποιο τρόπο τα κέρδη του κεφαλαίου, το υπερβολικό κόστος του Ψυχρού πολέμου, η όξυνση του ανταγωνισμού από τις αναπτυσσόμενες χώρες, κυρίως της Ασίας, σε παραγωγικούς τομείς που μέχρι τότε ήταν λίγο πολύ είτε μονοπωλιακοί είτε ελέγχονταν από τις οικονομίες των χωρών του «πυρήνα», υπέσκαψε τη δυνατότητα κερδοφορίας του κεφαλαίου και του μοντέλου συσσώρευσης που είχε σκορπίσει την αισιοδοξία των μεταπολεμικών «χρυσών χρόνων» για μια συνεχή και σταθερή πορεία ανάπτυξης σε ολόκληρο τον Δυτικό κόσμο. Είχε έρθει η ώρα της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» και του «λιγότερου κράτους», είχε έρθει η ώρα του Ρέιγκαν και της Θάτσερ.
Ιδιωτικοποιώντας δημόσιες υπηρεσίες, επιχειρήσεις και οργανισμούς κοινής ωφέλειας, το κράτος υπό τη διακυβέρνηση των νεοφιλελεύθερων πρόσφερε στο κεφάλαιο, πέρα από τη συρρίκνωση των δημόσιων δαπανών που επέτρεψε την φοροαπαλλαγή των κερδών, και πέρα από την τιθάσευση της εργατικής δύναμης, με την αντι-συνδικαλιστική νομοθεσία και την απορύθμιση της αγοράς εργασίας, εκτός από ελευθερία κινήσεων και ένα νέο πεδίο δράσης. Οι ιδιωτικές επενδύσεις σε αποκλειστικά έως τότε ελεγχόμενους από το κράτος και άκρως κερδοφόρους λόγω της καθολικότητάς τους τομείς (υγεία, παιδεία, ενέργεια, δημόσια έργα, περιβάλλον, τηλεπικοινωνίες, κ.λπ.), οι «ιδιωτικοποιήσεις», τόνωσαν σημαντικά την οικονομία και την έβγαλαν σταδιακά από την ύφεση.
Η διαλεκτική αυτών των δύο φάσεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης είναι στην πραγματικότητα μια συνεχής μετατόπιση των ορίων «δημόσιου»-«ιδιωτικού» αναλόγως των εξελίξεων στον στίβο της κοινωνικής διαπάλης στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συγκυρίας της διαδικασίας καπιταλιστικής συσσώρευσης. Όμως πρόκειται πάντοτε για μετατόπιση και όχι για εξάλειψή τους αφού αυτή θα σήμαινε και την πλήρη απονομιμοποίηση του ίδιου του κράτους.


Στη δεύτερη περίπτωση, εκείνων δηλαδή που επικαλούνται την αυτονομία του, το κράτος είναι και πάλι μέρος του προβλήματος το οποίο καλείται να λύσει, όμως με έναν πιο ουσιαστικό τρόπο απ’ ότι στην πρώτη.
Όσο κι αν προτάσσει δυναμικά το ρόλο του «εγγυητή» για τις αγορές και την χρηματοπιστωτική ρευστότητα (βλ. σχέδια Πόλσον, Μπράουν, Σαρκοζί, Μέρκελ, Αλογοσκούφη, κ.λπ. κ.λπ.), το κράτος ως εκφραστής του δημόσιου συμφέροντος έχει αυτοακυρωθεί μέσα στην ολοσχερή συγχώνευσή του με την οικονομία και την ταύτιση δημοκρατίας και οικονομικού νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή της ταύτισης πολιτικής και οικονομίας, παρότι σε επίπεδο ρητορικής αυτά τα δύο υποτίθεται ότι πρέπει να παραμένουν διαχωρισμένα. Τα ιδιωτικά συμφέροντα έχουν ισχυροποιηθεί σε τέτοιο βαθμό έναντι του δημόσιου συμφέροντος που το κράτος εξαρτά την οικονομική πολιτική του από τις δικές τους αποφάσεις (βλ. π.χ. «επενδύσεις») και την προσαρμόζει το δυνατόν στις δικές τους ανάγκες (βλ. π.χ. δημόσιοι πόροι, εργασία, αγορά).
Υποταγμένο στο παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο και τη διεθνή κινητικότητά του το κράτος υποχρεώνεται να αναζητήσει αντισταθμιστικές λύσεις στο ασταθές, απρόβλεπτο και πολύπλοκο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον σε υπερκρατικούς πολιτικοοικονομικούς σχηματισμούς (όπως είναι π.χ. η Ευρωπαϊκή Ένωση) προκειμένου να μπορέσει να διατηρήσει ψηλά την αξία των κρατικών μηχανισμών ως μέσου για την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, παρεμβαίνοντας επιλεκτικά και με πυροσβεστικό κυρίως τρόπο στον εντός της επικράτειάς του κοινωνικό ανταγωνισμό, χειραγωγώντας με άλλα λόγια την εργατική δύναμη με κατασταλτικά μέτρα και διασφαλίζοντας την εύρυθμη λειτουργία των αγορών και την ελεύθερη ροή των διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων.
Η χρήση του κρατικού μηχανισμού από τις πολιτικοοικονομικές ελίτ προκειμένου να προστατευτούν συγκεκριμένα (ταξικά) συμφέροντα γίνεται με τη «μόχλευση» που προσφέρουν οι νόρμες που επιβάλλονται από τους μεγαλύτερους πολιτικοοικονομικούς σχηματισμούς οι οποίοι παρουσιάζονται πάντα ως «εξωτερικοί» μηχανισμοί, υπερκείμενοι του κάθε συγκεκριμένου κράτους-μέλους που οφείλει να ακολουθεί τους κανόνες ως «εταίρος».
Ένα διαφωτιστικό παράδειγμα επ’ αυτού από την πρόσφατη επικαιρότητα: Όταν οι εργαζόμενοι στην Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία του Ομίλου Λαναρά, που δουλεύουν εδώ και πολλούς μήνες απλήρωτοι, ζήτησαν από τον Αλογοσκούφη να υλοποιήσει τη δέσμευσή του για τη χρηματοδότηση των κλωστοϋφαντουργικών επιχειρήσεων της Βόρειας Ελλάδας με το συνολικό ποσό των 35 εκατομμυρίων ευρώ (εκ των οποίων μέχρι σήμερα έχουν χορηγηθεί μόλις τα 5) έλαβαν ως απάντηση ότι, η πρόθεση της κυβέρνησης να ενισχύσει οικονομικά τον κλάδο, και κατ’ αυτόν τον τρόπο να διασφαλίσει την απασχόληση χιλιάδων εργαζόμενων, «συναντά εμπόδια από την Επιτροπή Ανταγωνισμού της Ε.Ε.». Τρεις μέρες μόλις πριν, και σύμφωνα με τη γενική άτυπη ντιρεκτίβα των ισχυρών της Ε.Ε. για ενέσεις τόνωσης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα κάθε χώρας με ιδίους πόρους και όχι με κονδύλια ενός κοινού ταμείου, ο υπουργός είχε συναντηθεί με εκπροσώπους των τραπεζών προκειμένου να συζητήσουν τη διανομή 28 δις ευρώ που θα παρέχει υπό όρους το ελληνικό Δημόσιο για να στηρίξει τη ρευστότητα του εγχώριου τραπεζικού συστήματος (που κατά τα άλλα δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα, όπως μας διαβεβαιώνουν με κάθε τρόπο τελευταίως) προκειμένου να αντιμετωπιστεί η χρηματοπιστωτική κρίση και να ενισχυθεί η απρόσκοπτη παροχή στεγαστικών, καταναλωτικών και επαγγελματικών δανείων που αποτελούν και τον μοχλό κίνησης της σύγχρονης οικονομίας.
Ως «ουδέτερος» θεσμός που υπεραμύνεται του κοινού συμφέροντος των πολιτών του το κράτος παρουσιάζεται υποχρεωμένο από τις περιστάσεις, τη διεθνή συγκυρία, τις υποχρεώσεις του απέναντι στους εταίρους, τους συμμάχους και τη διεθνή κοινότητα, και τις συνθήκες που έχει διαμορφώσει η παγκοσμιοποίηση, να δράσει «ορθολογικά»: να στηρίξει με κάθε τρόπο το ίδιο το σύστημα γιατί η πιθανή του κατάρρευση θα σήμαινε περισσότερα δεινά «για όλους». Λογικό επιχείρημα, με ισχυρό έρεισμα στην εμπειρική πραγματικότητα, που φαίνεται να έχει αρκετή πειθώ ώστε να αποτρέπει την όποια εκδήλωση έντονης κοινωνικής δυσαρέσκειας σε υπολογίσιμο βαθμό που θα λειτουργούσε μεν αποσταθεροποιητικά και «χαοτικά» αλλά πιθανώς θα άνοιγε νέες προοπτικές στις ενδεχόμενες εξελίξεις.

Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις το κράτος εκλαμβάνεται φορμαλιστικά, ως μια «οντότητα» οι λειτουργίες της οποίας (κρατικοί μηχανισμοί) είναι δια-ταξικές (κοινό συμφέρον) και όχι διαλεκτικά, ως δυναμικό πεδίο ταξικού ανταγωνισμού που ηγεμονεύεται από τις πολιτικοοικονομικές ελίτ που χρησιμοποιούν τους μηχανισμούς του για την αναπαραγωγή των όρων κυριαρχίας τους. Η «φυσική» αντίληψη για το κράτος, ως ανώτερη έκφραση της πολιτικής κοινότητας, εξυπηρετεί την ιδεολογική χειραγώγηση και την υποταγή του «πολίτη» στην (αστική) νομιμότητα. Συμβάλει επίσης ενεργά στην ένταξη στη φαντασιακή κοινότητα του έθνους. Το κράτος φέρεται να διασφαλίζει το σύστημα εμφανιζόμενο ως υπεράνω ιδεολογιών, κομμάτων και συγκεκριμένων ιδιωτικών συμφερόντων διαιτητής που εξασφαλίζει το «δημόσιο συμφέρον», τα κοινά συμφέροντα «όλων των πολιτών», και προπάντων ως υπερασπιστής του «εθνικού συμφέροντος» (Ερνέστ Μαντέλ).

Για να δοθεί λοιπόν απάντηση στο ερώτημα «τίνος υπηρέτης είναι το κράτος» θα πρέπει να αναδιατυπωθεί η ίδια η ερώτηση καθώς το «υποκείμενο» κράτος, έτσι όπως εννοείται στις παραπάνω περιπτώσεις, δεν υπάρχει, άρα δεν μπορεί να είναι «υπηρέτης» κανενός. Αλλά αυτή είναι η ιδεολογικοποιημένη αστική αντίληψη για το κράτος, όπως την εκθέσαμε ήδη. Στη δική μας αντίληψη, το κράτος είναι ένα μόρφωμα που παράγουν οι ίδιες οι κεφαλαιοκρατικές παραγωγικές σχέσεις και δεν μπορούμε να το θεωρούμε εργαλειακά, σαν αυτόνομο δηλαδή μηχανισμό που δρα «ουδέτερα» προς όφελος όλων (το «σοσιαλιστικό» κράτος είναι εξίσου απαράδεκτο με το αστικό-καπιταλιστικό), αλλά μόνο σαν ένα δυναμικό πεδίο ανταγωνισμού που διαμορφώνει και διαμορφώνεται από αυτές τις σχέσεις μέσα στον γενικότερο ανταγωνισμό που διαμείβεται στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος και το οποίο ηγεμονεύεται από την κυρίαρχη τάξη. Υπ’ αυτό το πρίσμα, το ερώτημα πρέπει να ξαναδιατυπωθεί ως εξής: Μπορεί το κράτος να διαμορφώσει άλλες συνθήκες πέρα από τις συνθήκες που ορίζουν την ίδια την ύπαρξή του, τις κεφαλαιοκρατικές δηλαδή σχέσεις;
Σύμφωνα με όσα ισχυριζόμαστε εδώ, προφανώς όχι. Με δεδομένο λοιπόν ότι οι κεφαλαιοκρατικές παραγωγικές σχέσεις είναι φύσει σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας που εκδηλώνονται στο κοινωνικό πεδίο ως ανταγωνισμός εργασίας-κεφαλαίου (τόσο σε υλικό-οικονομικό όσο και σε πολιτικό-ιδεολογικό επίπεδο) από τον οποίο πηγάζει κάθε φαινόμενο που ανακύπτει συγκυριακά ως «οικονομική κρίση», δεν υπάρχει καμία δυνατότητα πραγματικού ελέγχου και αποτροπής των κρίσεων αυτών από το κράτος. Το ίδιο το κράτος είναι παράγοντας της κρίσης ως οργανικό συστατικό της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Είναι προφανές λοιπόν ότι όσοι αναζητούν διέξοδο από τις εγγενείς αντιφάσεις του συστήματος είναι χωρίς άλλο υποχρεωμένοι να αγωνιστούν για να βρεθούν τα μονοπάτια εκείνα που οδηγούν πέρα από το κράτος και τον καπιταλισμό, στον κομμουνισμό και στην αταξική κοινωνία των πραγματικά ελεύθερων ανθρώπων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: