Εάν κάποτε οι ιδέες της άρχουσας τάξης ήταν κυρίαρχη (και ηγεμονική) ιδεολογία της αστικής κοινωνίας, οι εξελιγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες σήμερα είναι πλέον πεδίο υφολογικής και λογικής ανομοιογένειας δίχως κανόνα. Απρόσωποι μεγιστάνες συνεχίζουν να παίζουν με τις οικονομικές στρατηγικές που κατατρύχουν την ύπαρξή μας, μα δεν έχουν πλέον ανάγκη να επιβάλουν το λόγο τους (ή και αδυνατούν)· και η μεταπαιδεία του ύστερου καπιταλιστικού κόσμου αντανακλά όχι μόνο την απουσία του οιουδήποτε μακρόπνοου συλλογικού σχεδίου αλλά και το γεγονός ότι η παλιά εθνική γλώσσα δεν είναι πλέον διαθέσιμη.
– Fredric Jameson, Το μεταμοντέρνο ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού
«Είμαι ευτυχισμένος», είπε ο Ουίλλιαμ. «Δεν φαίνεσαι», απάντησε ο σοβαρός γέρος. «Να σου αγοράσω ένα κουνέλι;», ρώτησε ο Ουίλλιαμ. «Θα νοικιάσω μόνος μου όταν χρειαστώ», απάντησε ο ταχυδακτυλουργός.
– Βλαντιμίρ Ναμπόκωφ, Η αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ
Υπάρχει μια λεπτομέρεια που φέρνει σε αμηχανία τον αναγνώστη του διαδικτυακού περιοδικού σύγχρονης τέχνης kaput.. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το kaput. είναι δίγλωσσο περιοδικό, με τον δικό του όμως ιδιόμορφο τρόπο. Συνήθως, τα περιοδικά που χρησιμοποιούν δύο γλώσσες δημοσιεύουν τα κείμενα στα ελληνικά μαζί με την (συνήθως) αγγλική μετάφραση ολόκληρων των κειμένων ή της περίληψής τους. Το kaput. δεν τηρεί αυτή τη σύμβαση. Ορισμένα κείμενα δημοσιεύονται μόνο στα αγγλικά, χωρίς ελληνική μετάφραση, και άλλα στα ελληνικά, χωρίς αγγλική μετάφραση. Και δεν υπάρχει κάποιος εμφανής τουλάχιστον λόγος που να υπαγορεύει αυτή την επιλογή, όπως θα ήταν ας πούμε ένα κριτήριο επιλογής της γλώσσας αναλόγως του γενικότερου ενδιαφέροντος που παρουσιάζει το εκάστοτε θέμα. Υποθέτουμε λοιπόν εύλογα ότι, η οικονομική δυσπραγία του περιοδικού (που, όπως είναι φυσικό, στερείται εσόδων) δεν επιτρέπει στους εκδότες του να ανταπεξέλθουν στο πραγματικά υψηλό κόστος των μεταφράσεων κι έτσι δημοσιεύουν τα κείμενα στη γλώσσα στην οποία τα έχουν υποβάλει οι συγγραφείς τους. Παρότι η «υβριδική» γλωσσική μορφή του περιοδικού δεν μπορεί παρά να πιστώνεται στα όποια αρνητικά του, αναγνωρίζουμε ότι είναι απότοκη μιας επιλογής που υπαγορεύουν οι αντικειμενικές συνθήκες και δεν μας ενοχλεί τόσο. Η καταφανής έλλειψη πρόθεσης των εκδοτών δεν αναιρεί ωστόσο τον ισχυρισμό μας ότι η επιλογή τους αυτή φωτίζει από μια διαφορετική γωνία τα τεκταινόμενα στην εγχώρια σκηνή της σύγχρονης τέχνης, προσδίδοντας μια άλλη διάσταση στα ίδια τα άρθρα που δημοσιεύουν στο περιοδικό τους.
Εκείνο που από την αρχή τράβηξε την προσοχή μας, και το οποίο μας φάνηκε ότι έχει κάποια σημασία αυτό καθαυτό, είναι η προσωπική επιλογή ορισμένων να δημοσιεύσουν τα κείμενά τους στην αγγλική γλώσσα, τη σημασία της οποίας επιλογής θα εξετάσουμε εδώ από μία πολιτική έποψη. Φυσικά, στην περίπτωση ενός συνηθισμένου δίγλωσσου (ή ενός αμιγώς αγγλόφωνου) περιοδικού μια τέτοια επιλογή δεν θα μας απασχολούσε καν, αφενός γιατί δεν θα είχε υποπέσει στην αντίληψή μας και αφετέρου γιατί δεν θα σήμαινε τίποτα ακόμα κι αν τη γνωρίζαμε, παρά μόνο ότι κάποιοι νιώθουν πιο άνετα να εκφράζονται στα αγγλικά. Με τη δημοσιοποίησή της, όμως, αυτή η επιλογή μετατρέπεται σε ένα είδος «δήλωσης», που φέρνει στο φως κάποιες από τις άδηλες επιθυμίες και τις άρρητες προθέσεις των συγγραφέων, αλλά μας δίνει επίσης τη δυνατότητα να συνδέσουμε την επιλογή τους με την πολιτική της διάσταση.[1] Εννοούμε εδώ την πολιτική διττά, ως ανταγωνισμό στο επίπεδο της θέσμισης ενός συγκεκριμένου πεδίου και ως εκπεφρασμένη βούληση δράσης με δεδομένη ιδεολογικοπολιτική κατεύθυνση (που στην εν λόγω περίπτωση παρεμπιπτόντως χαρακτηρίζεται από έναν αδιαπραγμάτευτο αντί-ουτοπισμό). Ιδωμένες κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι ατομικές επιλογές αποσπώνται από την γκρίζα ζώνη της ουδετερότητας και της «αντικειμενικότητας» και εγκαθίστανται στο συγκρουσιακό πολιτικό πεδίο όπου η δράση έχει πλέον κατεύθυνση.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν πρέπει να επιτρέψουν να μας διαφύγουν και άλλοι σημαντικοί παράγοντες που εμπλέκονται αν εξετάσουμε το ζήτημα από μια πιο υποκειμενική διάσταση. Οι εν λόγω παράγοντες αφορούν περισσότερο σε ζητήματα ατομικής ταυτότητας και «ψυχολογίας» παρά στην συγκρότηση των προϋποθέσεών διαμόρφωσής τους, δηλαδή το κοινωνικό πλαίσιο εντός του οποίου εκδηλώνονται. Μια τέτοια επισήμανση θέλει να υπενθυμίσει ότι ο ντεσιζιονισμός, τον οποίο υποβαστάζει ο φενακισμός της «ατομικής ελευθερίας», τείνει να προσδιορίζει την πολιτική ως «δημόσιο χώρο», μια «αυτόνομη» σφαίρα που προϋποθέτει την προσωπική απόφαση εμπλοκής στα «κοινά» (γίνεται δηλαδή ζήτημα ατομικής επιλογής, θέμα «συμμετοχής») και όχι ως δραστικό παράγοντα που ρυθμίζει καθοριστικά, αν και όχι απόλυτα, τις ίδιες τις αποφάσεις και τις επιλογές μας, είτε εμείς «αποφασίζουμε» να συμμετέχουμε προσωπικά είτε όχι. Παίρνοντας έναυσμα από αυτή την διαπίστωση, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι, πρώτ’ απ’ όλα, η συγκεκριμένη επιλογή γλώσσας δημοσίευσης που συζητάμε εδώ δεν μπορεί να είναι ουδέτερη – εμμέσως πλην σαφώς φανερώνει τον ορίζοντα των προσωπικών βλέψεων των συγγραφέων και των φαντασιακών επενδύσεών τους σε μια «εκσυγχρονισμένη» ταυτότητα που αντιδρά σε όποια απόπειρα περιστολής της από τον εντόπιο «αναχρονισμό». Και υπάρχει μια λεπτή γραμμή που συνδέει τον προσανατολισμό αυτόν με το ιδεολόγημα που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία τα τελευταία 30 περίπου χρόνια, περί «εκσυγχρονισμού» και «ευρωπαϊκής προοπτικής» που μας εξασφαλίζουν την «ανάπτυξη». Το ιδεολόγημα αυτό, εκτός από την «ουτοπική» του διάσταση να υπόσχεται έναν ασφαλή δρόμο για την ευημερία του έθνους (η «Ψωροκώσταινα» που θα μεταμορφωθεί σε Σταχτοπούτα) πρόσφερε εν μέρει και έναν τρόπο κοινωνικής αποσυμπίεσης και εκτόνωσης της «πολιτικού κινδύνου» που κατά πολλούς υπέκρυπτε η σημαντική επιρροή της αριστεράς. Οι συνθήκες που θα διαμόρφωναν την ταυτότητα του νέο-νέο-Έλληνα άλλαξαν έτσι άρδην μέσα σε λίγα χρόνια. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ., με τον «σοσιαλιστικό» μανδύα να καλύπτει την αστικο-φιλελεύθερη πολιτική φιλοσοφία του και την λαϊκιστική ρητορική να χρησιμοποιείται ως μέσο διεμβολισμού των συντηρητικών ως επί το πλείστον μικρομεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, επικύρωσε το ιδεολόγημα του «εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας μέσω της ανάπτυξης» και καλλιέργησε ένα κλίμα γενικής ευφορίας και οικονομικής ευημερίας που απείχε μακράν από την αλήθεια. Ο νεοπλουτισμός και η ταξική κινητικότητα, κυρίως από τα χαμηλά στα μεσαία και τα μεσοανώτερα στρώματα που παρακινήθηκε από τις εξελίξεις, επέφερε τη ριζική αναβάθμιση των προσδοκιών. Παράλληλα, σε παγκόσμιο επίπεδο, η ήττα του κρατικού σοσιαλισμού και η νέο-φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση πιστοποιούσε ότι ένα ολόκληρο ιστορικό κεφάλαιο έμοιαζε να τελειώνει. Το «νέο» κεφάλαιο έμελλε ν’ αρχίσει με μια «νέα» αφήγηση (για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση του συρμού), πολυπρισματική και κατακερματισμένη, χωρίς κεντρικό θέμα και ειρμό, με πρωταγωνιστές τη μετανάστευση, τις τεχνολογικές εξελίξεις, τον εθνικισμό, την τρομοκρατία, την οικολογική κρίση, τους πολέμους κ.λπ. κ.λπ., αλλά και τη διεύρυνση των ατομικών επιλογών, τις ευκαιρίες οικονομικής και κοινωνικής ανόδου, την αμεσότητα επικοινωνίας, τις τεχνολογικές ευκολίες, τη φιλελεύθερη «δημόσια σφαίρα» των μμε. Είναι λοιπόν αναμενόμενο, οι γενιές που ανατράφηκαν σε αυτό το κλίμα ριζικών αλλαγών να έχουν εντελώς διαφορετικές επιθυμίες, προσδοκίες και απαιτήσεις από την ηττημένη γενιά του ’70 και να βλέπουν τον κόσμο και τα πράγματα με άλλα ματογυάλια. Ειδικότερα η νεότερη γενιά, αναζητά το δρόμο της συμμετέχοντας ενεργά στο γίγνεσθαι αντί να παρακολουθεί απορημένη και εν γένει αποστασιοποιημένη τις ραγδαίες εξελίξεις, όπως έκανε η προηγούμενη γενιά που μάλλον χάθηκε στην αλλαγή σελίδας μεταξύ των δύο κεφαλαίων. Μιλάμε για μια γενιά που διαμορφώνει την ταυτότητά της όχι πια αποκλειστικά μέσω της αντιπαράθεσης «εμείς»/«αυτοί» αλλά, όλο και περισσότερο, μέσω της θετικής «αυτό-συγκρότησης».
Αυτή η αλλαγή «παραδείγματος» γίνεται έκδηλη με ιδιαίτερη έμφαση στο πεδίο της σύγχρονης τέχνης και εκφράζεται, μεταξύ άλλων, και ως επιθυμία διασύνδεσης με τις ευρύτερες εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο σε ένα έτσι κι αλλιώς όλο και πιο παγκοσμιοποιημένο πεδίο. Η (πραγματική ή φανταστική) επαφή με ένα «διεθνές κοινό», η συμμετοχή σε έναν «ευρύτερο διάλογο» και η επιθυμία να προβληθεί αυτή η συμμετοχή ως de facto διαπιστευτήριο μιας «εκσυγχρονισμένης» ταυτότητας, υποκρύπτει, από τη μια, την (διόλου αθέμιτη ίσως) απαίτηση αναγνώρισης αυτής της διαφοράς και, από την άλλη, συνιστά καθαυτό στοιχείο θετικής συγκρότησης της ταυτότητας.
Η επιλογή της γλώσσας εκφοράς των απόψεων ωστόσο δεν είναι μόνο μια ανάγκη επικοινωνίας με το παγκόσμιο γίγνεσθαι, είναι μια σημαίνουσα επιλογή και σε σχέση με το τοπικό γίγνεσθαι, που στην παρούσα φάση βρίσκεται σε μια υπό διαμόρφωση, ρευστή κατάσταση, γιατί έτσι η «συμμετοχή» μπορεί να αντιδιασταλεί με τη «μη συμμετοχή» και αυτή η διαφορά να αποκτά κεντρική σημασία στη διαμόρφωση της επιθυμητής ταυτότητας που θα προσδώσει την αξιολογική διαφορά του «εγώ» σε σχέση με τους «άλλους» και θα προσδιορίσει τη θέση του δρώντος ατόμου σε μια δομή, την παγίωση της οποίας συνδιαμορφώνει και υποστασιοποιεί με την ίδια του τη συμμετοχή.
Υπάρχει όμως σε όλα αυτά ένα σκοτεινό σημείο, όπου η ειρωνεία υφαίνει το σχεδόν αόρατο δίχτυ της για να μας παγιδέψει στην αμφισημία. Ένας πιθανός φενακισμός που έχει να κάνει με την επίδραση που ασκεί πάνω στον ομιλητή η «αντήχηση» της φωνής του μέσα στην ανοίκεια γλώσσα, έτσι όπως φαντάζεται ότι την προσλαμβάνουν οι άλλοι, αλλά κυρίως έτσι όπως την προσλαμβάνει ο ίδιος ο ομιλητής. Πρόκειται για το εφέ της «αντικειμενοποίησης», του οποίου τον τρόπο λειτουργίας μπορούμε να δούμε καθαρά στην εντύπωση που μας προκαλεί το στοιχειοθετημένο μηχανικά κείμενο (τυπογραφία, γραφομηχανή, υπολογιστής) σε σχέση με το χειρόγραφο. Όταν διαβάζουμε κάτι που έχουμε γράψει πρώτα με το χέρι και κατόπιν το έχουμε αποτυπώσει μηχανικά, του έχουμε προσδώσει δηλαδή μια διαφορετική σημαίνουσα μορφή (η «τυπωμένη λέξη» και ό,τι αυτή σηματοδοτεί για τον πολιτισμό μας), αυτό αποκτά μια «εξωτερικότητα», μας δίνει την εντύπωση μιας αντικειμενοποιημένης διαδικασίας, κάτι που «αναβαθμίζει» και το ίδιο το περιεχόμενο. Για να το πω αλλιώς, η «τυπωμένη λέξη» έχει το κύρος που αποκτάει από την ίδια την «αποπροσωποίηση» του προσωπικά διατυπωμένου λόγου με μια εξωτερική, τυποποιητική διαδικασία και την ένταξή του σε μια κατηγορία «τυπωμένων κειμένων». Πρόκειται για έναν ιδιότυπο φετιχισμό, όπου στην τυπωμένη λέξη μοιάζει να κρύβεται η υπόσχεση για την μελλοντική ικανοποίηση της ίδιας μας της επιθυμίας για δημοσίευση και «αναγνώριση».
Σε μια ανάλογη προβολή, η αγγλική γλώσσα, όπως η «τυπωμένη λέξη», γίνεται αξιολογικό σημαίνον με διττή σημασία: αφενός διαχωρίζει αυτούς που (φαίνεται να) συμμετέχουν σε έναν «διεθνή διάλογο» από την εσωστρέφεια κάποιων άλλων, αφετέρου λειτουργεί ως αδιάψευστη επιβεβαίωση μιας πραγματικότητας που η ίδια δημιουργεί τον εαυτό της σαν αντήχηση της δικής της φωνής, που γεμίζει έναν κενό χώρο και ύστερα εκλαμβάνει την ηχώ της ως απάντηση. Η σημασιοδότηση αυτή δεν θα ήταν κατανοητή εάν δεν αποτύπωνε εννοιολογικά ζεύγματα αντιθέτων, όπως «τοπικό/παγκόσμιο», «κέντρο/περιφέρεια», που βρίσκονται στον πυρήνα πολλών συζητήσεων, υπονοούνται στην παρούσα ανάλυσή μας και αποτελούν προσφιλές θέμα αρκετών άρθρων του kaput., αν όχι μια «οντολογική» διάσταση της ίδιας της έκδοσής του.
Θα προσεγγίσω όμως το ζήτημα και από μια διαφορετική σκοπιά, με στόχο αυτή τη φορά όχι τόσο τις συνθήκες της επιλογής γλώσσας όσο το περιεχόμενο των διατυπώσεων σε σχέση με την επιλεγείσα γλώσσα. Λαμβάνω σοβαρά υπόψη μου το γεγονός ότι, οι περισσότεροι από τους συνεργάτες του kaput. έχουν ζήσει, σπουδάσει και δραστηριοποιούνται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στο εξωτερικό και διατηρούν ποικίλες επαγγελματικές και προσωπικές σχέσεις εκεί, κινούμενοι συνεχώς ανάμεσα στο «μέσα» και στο «έξω», τόσο σωματικά, ταξιδεύοντας, όσο και νοητικά, σε μια προσπάθεια συγκερασμού της τοπικής ιδιομορφίας με την παγκόσμια επιταγή. Αναπόφευκτα, λοιπόν, είναι απαραίτητο να συνομιλούν με ένα ευρύτερο κοινό που δεν περιορίζεται στα στενά όρια της ελληνικής γλώσσας. Όμως, η χρήση και μόνο μιας «κοινής» γλώσσας, των αγγλικών εν προκειμένω, δεν αρκεί για να γίνει η συνομιλία διάλογος. Απαιτείται η συνάφεια των διατυπώσεων με μια κοινώς αποδεκτή «θεωρητική γλώσσα». Πρέπει να αναρωτηθούμε, λοιπόν, αν η συμβατική προσαρμογή που επιδεικνύουν στην καλλιέργεια αυτής της «γλώσσας» μπορεί να είναι ποτέ από μόνη της επαρκής συνθήκη για την αξιολόγηση των ίδιων των θέσεών τους, όταν είναι πασιφανές, ότι τόσο η επιχειρηματολογία όσο η ορολογία και οι αναφορές που χρησιμοποιούν στα άρθρα τους είναι απλώς δάνεια σχήματα από την παγκοσμιοποιημένη κουλτούρα και την εξίσου παγκοσμιοποιημένη σύγχρονη «αριστερή» σκέψη, που ως θεωρητικός συρμός της εποχής, αλλά και ως πολιτιστική δεσπόζουσα σε συγκεκριμένους καλλιτεχνικούς και πολιτικούς χώρους, αντηχεί σε κάθε έκφραση του (ακαδημαϊκά) «νομιμοποιημένου» και «έγκυρου» λόγου περί τέχνης. Είναι κοινώς γνωστό, γι’ αυτό και το κατανοούμε, πως μόνον έτσι είναι πιθανό να επικυρωθεί από το σινάφι η ικανότητα σύμπλευσης με τις «σύγχρονες διεθνείς εξελίξεις» που χρίζει κάποιον «συνομιλητή» και του προσφέρει ίσως τις πολυπόθητες επαγγελματικές ευκαιρίες τοποθετώντας τον αίφνης από το τοπικό στο παγκόσμιο σκηνικό, να επιβεβαιωθεί έτσι ότι δεν έκανε άσκοπα τόσα χιλιόμετρα πτήσεων και ότι τα χρήματα που δαπάνησαν οι γονείς του για τις σπουδές στην Αγγλία δεν πήγαν τελικώς στράφι.
Μπαίνει ωστόσο στον πειρασμό να αναρωτηθεί κανείς εάν η δημοσίευση τέτοιων κειμένων, πέρα από την απόλυτα θεμιτή επιθυμία έκφρασης της γνώμης και των απόψεων των συντακτών τους, αλλά και της πρακτικής λόγω επαγγέλματος ανάγκης τους για «δημοσιεύσεις», προσθέτει κάτι ουσιαστικό σε αυτόν τον περιλάλητο «διεθνή διάλογο» περί σύγχρονης τέχνης –και κατ’ επέκταση περί πολιτικής, ηθικής, κοινωνίας, φιλοσοφίας κ.λπ.– κι ακόμα ακόμα, αν ο ίδιος αυτός διάλογος έχει κάποια ουσία υπό τις παρούσες συνθήκες. Η ταπεινή μου γνώμη, και χωρίς καμία διάθεση να υποτιμήσω τους συγγραφείς ή να φανώ κυνικός, είναι ότι όχι, η δημοσίευσή τους δεν συμβάλει και πολλά στο πλαίσιο μιας τέτοιας, έτσι κι αλλιώς ανούσιας, συζήτησης. Το ίδιο βεβαίως μπορούμε να πούμε ανεπιφύλακτα και για τα κείμενα πολλών αλλοδαπών συναδέλφων τους, που βλέπουν το φως της δημοσιότητας σε καταλόγους, περιοδικά ή στο διαδίκτυο και τα οποία προκαλούν την εντύπωση ότι έχουν γραφτεί μόνο και μόνο γιατί πρέπει να γεμίσουν οι σελίδες. Πέρα από ανακύκλωση της κοινοτοπίας και επίδειξη ενός μακάριου ναρκισσισμού, τα κείμενα αυτά είναι αδιάσειστα πειστήρια, που αποδεικνύουν την παντελή έλλειψη γενικότερου προσανατολισμού της σκέψης προς έναν πραγματικά απελευθερωτικό ορίζοντα και τον εγκλωβισμό της σε έναν αδιέξοδο ακραίο σχετικισμό και μια ιλλιγιώδη διαφοροποίηση που κονιορτοποιεί τα πάντα εξαφανίζοντάς τα. Οι συγγραφείς τους αγνοούν επιδεικτικά την κοινωνική διαλεκτική και επιδίδονται σε μια ανιστορική «σύγχρονη» ανάλυση που δικαιολογεί και αναπαράγει αντί να αμφισβητεί το υπάρχον, απορρίπτοντας κάθε δυνατότητα υπέρβασής του ως «ουτοπική», διαβάλλοντας και εξοβελίζοντας με το στίγμα του «ανορθολογικού» κάθε λόγο για την κοινωνική απελευθέρωση και την υπέρβαση της αντίφασης ελευθερίας και ισότητας σε μια διαφορετική κοινωνία. Με όση γλωσσική δεινότητα κι αν διατυπώνεται, ο σχολιασμός του ασήμαντου ή ο ασήμαντος σχολιασμός δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον μαχητικό ριζοσπαστικό λόγο, αποπροσανατολίζει και καθηλώνει την προσοχή σε ανούσιες αντιπαραθέσεις και αναλύσεις που διυλίζουν τον κώνωπα της δυτικής νεωτερικότητας την ώρα που ο πραγματικός κόσμος γύρω μας καταρρέει.
Από την άλλη, μπορούμε να εξετάσουμε, κι έτσι να τελειώνουμε οριστικά με κάθε παρόμοια συζήτηση, την άποψη που υποστηρίζει ότι αυτός είναι ο διάλογος. Να επανέλθουμε δηλαδή στην ιδέα της «αυτό-συγκρότησης» και να αποδεχτούμε ότι ανάλογα κείμενα, εφόσον δημοσιεύονται, όπου δημοσιεύονται, αποτελούν εκ των πραγμάτων συστατικά μέρη του δημόσιου διαλόγου περί σύγχρονης τέχνης (που μπορεί να είναι και πολλαπλοί μονόλογοι), άρα καθορίζουν εν πολλοίς τη μορφή, το εύρος αλλά και την ποιότητά του. Θα πρέπει τότε να αναρωτηθούμε πώς διαμορφώνεται αυτός ο διάλογος, ποιο είναι το πλαίσιο που καθορίζει τη θεματολογία του όσο και τον τρόπο διαμοιβής του, καθώς και πώς η διαδικασία «αυτό-συγκρότησης» σχετίζεται τόσο με το πολιτικό (την ηγεμονική διαμάχη αντικρουόμενων βουλήσεων, απόψεων και συμφερόντων) όσο και με την πολιτική (τις κινήσεις τακτικής και τις εμπράγματες εξουσιαστικές σχέσεις).
Στην πραγματικότητα, ο διάλογος γίνεται εφικτός μόνο όταν τηρούνται οι νόρμες που διασφαλίζουν την «αυτονομία» του, δηλαδή περιχαρακώνουν και ορίζουν σαφώς το χώρο ανάπτυξής του. Ο κομφορμισμός που καλείται να επιδείξει όποιος θέλει να συμμετέχει σε αυτή τη «λέσχη διαλόγου», λειτουργεί κανονιστικά και επιβάλει την αυτό-λογοκρισία και την συναίνεση, που αναλόγως τις περιστάσεις αποκτούν πια νέες ονομασίες, όπως «πνεύμα συνεργασίας», «προσαρμοστικότητα», «μετριοπάθεια» ή «νηφαλιότητα». Όσο και αν συγκαλύπτεται όμως, η ισχυρή έλξη που ασκεί η βαρύτητα της συναίνεσης, του συμβιβασμού και της άκριτης υποταγής στον «κοινό νου», δεν παύει να παραμένει η κύρια αιτία για την παρούσα κατάσταση αδράνειας της ουτοπικής επιθυμίας και της ανατρεπτικής πράξης που καθηλώνει σε μια εφιαλτική κοινοτοπία τη σύγχρονη τέχνη (και όχι μόνο).
Ο χώρος της τέχνης επικαλείται την «αυτονομία» του για να αυτοορίζεται και να αυτορρυθμίζεται, αξιώνει το δικαίωμα να θέτει τους δικούς του νόμους, τους δικούς του κανόνες συμπερίληψης και αποκλεισμού. Κι εδώ ανακύπτει η διάσταση του πολιτικού χαρακτήρα αυτής της διαδικασίας θέσμισης η οποία εξ ορισμού είναι πεδίο ανταγωνισμού και διαμάχης, που διαμείβεται ωστόσο εντός των ορίων ενός κανονιστικού πλαισίου που γίνεται a priori αποδεκτό και αφορά την υιοθέτηση μιας συγκεκριμένης ιδεολογικής αναπαράστασης του ιστορικού και κοινωνικού φαινόμενου, εν προκειμένω αυτή της φιλελεύθερης δημοκρατίας με όλα τα συμφραζόμενα. Το αμιγώς πολιτικό επίπεδο της συγκρότησης (θέσμισης), επαρκώς προσανατολισμένο ήδη από τις αξιωματικές παραδοχές του, γίνεται το πεδίο της ηγεμονικής διαμάχης δυνάμεων που δεν είναι συλλογικές αλλά εκφράζουν κυρίως προσωπικά συμφέροντα και βλέψεις. Οι δυνάμεις που δρουν για τη συγκρότηση (θέσμιση) εκφράζουν ρητώς τη βούλησή τους για ηγεμονία όταν επικαλούνται την εκ μέρους τους αποτελεσματική διαχείριση του «κοινού καλού». Αυτό που συνέχει (βούληση αυτό-συγκρότησης) είναι ταυτόχρονα αυτό που διαχωρίζει (βούληση κυριαρχίας επί της διαδικασίας αυτό-συγκρότησης), όμως στο τέλος θα πρέπει να επικρατήσει αναπόφευκτα η συναίνεση του «ρεαλισμού», του ενός και μοναδικού τρόπου που υπαγορεύουν οι «αντικειμενικές» συνθήκες και δεν μπορεί παρά να είναι πραγματιστικός, αναδεικνύοντας το γεγονός σε αδιάψευστο κριτήριο αλήθειας. Καθίσταται πλέον σαφές ότι το φαινόμενο της «αντικειμενοποίησης» που αναφέραμε παραπάνω σε σχέση με τη γλώσσα, παίρνει μια άλλη, πιο πολύπλοκη διάσταση, αν εντοπίσουμε τη λειτουργία του όχι πια στο ψυχολογικό αλλά στο πολιτικό επίπεδο. Σε τούτη την περίσταση, «εξωτερικεύει» και παγιώνει τις προσωπικές ηγεμονικές βλέψεις σε «αντικειμενικούς» θεσμούς και δομές που μόλις συσταθούν αποκλείουν εκ των πραγμάτων το πολιτικό (τη ρευστή μορφή της θέσμισης) και το μετατοπίζουν στη σφαίρα της πολιτικής (τη διαχείριση των πόρων, του δυναμικού και των κρίσεων).
Η εγρήγορση, λοιπόν, ο ζήλος και η «αυτοθυσία» που επιδεικνύουν κάποιοι από αυτούς που μας μιλούν τώρα στα αγγλικά, οφείλονται στη βάσιμη πεποίθησή τους ότι πρέπει να εργαστούν σκληρά («to sweat their ass», θα λέγαμε αν μας είχε συνεπάρει κι εμάς ο οίστρος τους) προκειμένου να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν κάποια μέρα στις φιλοδοξίες τους να εκπληρωθούν. Καταβάλουν εργώδεις προσπάθειες για να «εκσυγχρονιστεί» το εγχώριο πεδίο της τέχνης, να αποκτήσει μια συγκροτημένη υπόσταση και μια σαφή και ξεκάθαρη δομή. Έτσι θα καταστεί αναπόφευκτα περισσότερο ελέγξιμο, επιδεχόμενο χειραγώγησης από εκείνους που προλειαίνουν το έδαφος για την επερχόμενη ηγεμονική τους επέλαση, χτίζοντας γι’ αυτόν το λόγο από τώρα συμμαχίες και εποπτικές θέσεις ισχύος. Ξέρουν πολύ καλά ότι αν θέλουν να κατακτήσουν τον κόσμο πρέπει πρώτα να επιβληθούν στη δική τους επικράτεια.
Οι ίδιοι βεβαίως είναι αρκετά μεθοδικοί, κι έχοντας με το μέρος τους ισχυρούς σύμμαχους και το πνεύμα των καιρών, φαίνεται να τα καταφέρνουν. Δεν έχουν απομείνει παρά λίγοι που σκοτίζονται γι’ αυτές τις εξελίξεις· κάποιοι άλλοι δεν βλέπουν πού είναι το κακό σε όλα αυτά και συνεχίζουν τη δουλειά τους· ενώ άλλοι νιώθουν ότι απειλούνται άμεσα και εξυφαίνουν τις δικές τους πλοκές. Οι υπόλοιποι, είναι διατεθειμένοι να κάνουν ό,τι χρειάζεται για να εξασφαλίσουν μια θέση στο χώρο. Η ηγεμονία εκείνων που θα τον ελέγχουν, αφού είναι οι ίδιοι που τον δημιουργούν και χαράζουν τα όριά του, μοιάζει, εκ των πραγμάτων, προς το παρόν αναπόφευκτη. Η συναίνεση επιβάλλεται εκεί όπου λίγοι μόνο την αμφισβητούν εμπράκτως και ρητώς. Σε όποια γλώσσα κι αν το πούμε, this is the sad true…
Αναφορές
– Fredric Jameson, Το μεταμοντέρνο ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού, μτφρ. Γιώργος Βάρσος,, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1999, σ. 53.
– Βλαντιμίρ Ναμπόκωφ, Η αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ, μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδης, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1989, σ. 117.
[1] Σκοπός μου δεν είναι να αδικήσω κανέναν, αποδίδοντάς του «δηλώσεις» που ποτέ δεν έκανε ή βλέψεις και προσδοκίες που δεν έχει, πόσο μάλλον να επιδείξω έναν ισοπεδωτικό αρνητισμό, που θα στιγματίζει συλλήβδην τις επαγγελματικές φιλοδοξίες όλων. Γι’ αυτό οφείλω να αποσαφηνίσω ότι οι γενικεύσεις μου δεν θα μπορούσαν φυσικά να αφορούν όλους όσους δημοσιεύουν στα αγγλικά στο περιοδικό, όπως δεν μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τους, προς χάρη της ρητορικής συνάφειας, κάθε διαφορά. Είμαι πεπεισμένος, ότι υπάρχουν πολλοί και απόλυτα θεμιτοί λόγοι για να γράφει κάποιος σε μια άλλη γλώσσα, από το γιατί έτσι του γουστάρει μέχρι γιατί το απαιτεί το θέμα ή το ίδιο το μέσο δημοσίευσης (δεν παραβλέπω ότι τα αγγλικά είναι η γλώσσα του ίντερνετ). Αν όμως ανάλογες δικαιολογίες ισχύουν ίσως για κάποιους, δεν ισχύουν απαραιτήτως για όλους που κάνουν την ίδια επιλογή και σε αυτούς αναφέρομαι. Υπάρχει, από την άλλη, το ενδεχόμενο να έχω παρασυρθεί, παρερμηνεύοντας τα σημεία, σε μια χονδροειδή και άστοχη ανάλυση που βλέπει να φυτρώνουν «συνωμοσίες» εκεί όπου σπέρνονται αγαθές προθέσεις – κανείς δεν μπορεί να το πει με σιγουριά. Σε μια τέτοια περίπτωση, κανένας δεν θα πρέπει να νιώσει θιγμένος απ’ όσα γράφω εδώ κι ο μόνος που θα εκτεθεί θα είμαι αποκλειστικά εγώ. Οψόμεθα…
3 σχόλια:
μιλώντας για interaction με το παγκόσμιο χωριό, όποιος διαβάσει αυτό το άρθρο στo Guardian, ας προσέξει λίγο την haptic technology (απτική τεχνολογία). Ας μου επιτραπεί το χιούμορ, αλλά υπό αυτές τις συνθήκες οι δεξιότητες αποκτούν άμεσο νέο νόημα και όποιος εκφράζεται επαρκώς στα αγγλικά, θα μπορεί να νοιώθει και το μπράβο στο πετσί του ακόμη κι αν προέρχεται από έναν υδραυλικό του Albuquerque.
http://www.guardian.co.uk/technology/2008/sep/04/virtualworlds.secondlife
xx
and by the way, οι αγγλόφωνοι, για δέστε κι ένα video περί εικονικού καπιταλισμού στο Entropia (που παράγει ανταλλακτική αξία). "Αυτό είναι το μέλλον" λέει ο ομιλητής. Εξοργιστικό, βαρετό ή ενδιαφέρον;
http://www.guardian.co.uk/technology/video/2008/jan/11/making.money.jon.jacobs.neverdie
www.arelis.gr
περιεχει σειρα αρθρων τεχνης για νεους ελληνες καλλιτεχνες
Δημοσίευση σχολίου