Κάλεσμα για την επεξεργασία ενός Προγράμματος Επανοικείωσης και Ανασυγκρότησης του Μέλλοντος

Σήμερα, πιο επιτακτικά από ποτέ, είναι απαραίτητο ένα Πρόγραμμα Επανοικείωσης και Ανασυγκρότησης του Μέλλοντος.[1]
Αναρωτιόμαστε: Η ουτοπία ή η δυστοπία θα είναι το μέλλον μας; Μήπως θα είναι, παραδόξως, ταυτόχρονα και τα δύο, σε έναν κόσμο που θα πολώνεται ολοένα και περισσότερο μεταξύ πλούσιων και φτωχών; Ή μήπως τίποτε από αυτές τις δύο αφηγηματικές κατηγορίες αλλά μια άλλη, μια μέχρι τώρα ανέκφραστη «αφήγηση» ενός άλλου είδους σχέσων, ένας ριζικά νέος τρόπος παραγωγής, μια αδύνατη να τη φανταστούμε μέχρι στιγμής βιοπρακτική είναι αυτά που πιθανώς θα σχηματίσουν τη δυνάμει μορφή του μέλλοντος; Και εμείς, πώς θέλουμε να είναι το μέλλον;

Στην εποχή μας, εποχή πολύπλευρης βαθιάς κρίσης του συστήματος και καταστροφής του οικοσυστήματος, είναι πάνδημος ένας θεαματικός μεταμοντέρνος πεσιμισμός, μια παραλυτική αίσθηση αδιεξόδου από το υπάρχον σύστημα, τον καπιταλισμό, που αν μη τι άλλο παρουσιάζεται ως η λιγότερο κακή επιλογή, στην οποία διαπιστώνουμε μεν μυριάδες προβλήματα και αντινομίες ωστόσο δεν έχουμε, ούτε και μπορούμε, υποτίθεται, πού αλλού να στραφούμε για να βρούμε μια διέξοδο. Δεν μπορούμε να φανταστούμε καν τίποτα καλύτερο, μια εναλλακτική λύση που να μας δίνει ταυτοχρόνως την αίσθηση ότι είναι και ρεαλιστικά εφικτή, ότι είναι δυνάμενη να πραγματωθεί. Είμαστε σχεδόν πεπεισμένοι ότι το μέλλον (αν υπάρξει μέλλον) θα μοιάζει με ένα συνεχώς ανακυκλούμενο παρόν συν επιπλέον τεχνολογία και λιγότερη φύση. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η επανάσταση ως καθολική ρήξη και η ουτοπία ως όραμα ενός διαφορετικού κόσμου είναι έννοιες ανυπόληπτες πια: η φήμη τους έχει αμαυρωθεί αφού εκλαμβάνονται ως σχεδόν συνώνυμες του ολοκληρωτισμού και της βίαιης εξάλειψης της διαφοράς (άτομο/ιδιωτικό/επιθυμία) προς χάρη της ταυτότητας (κοινωνία/δημόσια συναίνεση/ηθική ή κόμμα-κράτος/κανονιστικότητα/υποταγή).
Το μέλλον έχει ήδη καταληφθεί από τις εχθρικές προς τη ζωή δυνάμεις και έχει ακυρωθεί ως ουτοπία. Από τη μια, το ασφυκτικό «αδιέξοδο» που εκφράζεται και από την αφομοιωτική ικανότητα του συστήματος που αδρανοποιεί κάθε αντίπαλό του απλώς και μόνο ενσωματώνοντας τις αντιρρήσεις του στην ίδια την δομή του, σαν τη ρητορική υπεκφυγή που σπεύδει να παραδεχτεί τα αδύνατα σημεία της κατονομάζοντας τα πρώτη, καταλαμβάνοντας έγκαιρα τη θέση από την οποία θα ασκούνταν η κριτική του αντιπάλου – η επανάσταση είναι καθημερινή στο πλαίσιο της διαφήμισης. Από την άλλη, η «ουτοπική επιθυμία» έχει καταπιεστεί σε βαθμό πλήρους αναστολής της, με κύριο όπλο απώθησής της τον φόβο που γεννά η διόλου απίθανη εμφάνιση του ολοκληρωτισμού σε κάθε ουτοπιστική πρόταση, αν δεν θεωρείται ότι είναι εγγενές στοιχείο της, σύμφωνα πάντα με μια συγκεκριμένη ερμηνεία της ιστορίας, η οποία όσο και αν καταγγέλλει την ιδεολογία κάθε άλλο παρά αντι-ιδεολογική είναι η ίδια.

Μπορούμε άραγε σήμερα να αφυπνίσουμε και να απελευθερώσουμε την ουτοπική επιθυμία, να επεξεργαστούμε τις ροπές της προς μια κατεύθυνση και να της δώσουμε συγκεκριμένη μορφή; Και με ποιους τρόπους, που δεν θα είναι απλώς ιδεαλιστικοί, θα κάνουμε κάτι τέτοιο; Υφίσταται, έστω και απωθημένη, αυτή η επιθυμία ή αποτελεί απλώς μια φαντασίωση ή/και ένα ψυχολογικό ανάχωμα στη «σχιζοφρένεια» του «αποκεντρωμένου υποκειμένου» και της «ρευστής ταυτότητας» σε έναν αφιλόξενο κόσμο; Πώς ξεπερνάμε τις αντινομίες που εμπεριέχει κάθε απόπειρα γενίκευσης; Πώς θα γινόταν η μετάβαση σε έναν ριζικά διαφορετικό κόσμο; Είναι όλες οι προτάσεις για τον ενδεδειγμένο και απαραίτητο τρόπο μετάβασης έγκυρες; Ποιος ορίζει και με ποια κριτήρια την εγκυρότητά τους; Πώς ενσωματώνεται η εξαίρεση; Πώς μπορεί η ίδια η διαδικασία μορφοποίησης να αναζωπυρώνει την ουτοπική επιθυμία;
Τα ερωτήματα αυτά, όπως και πολλά άλλα, είναι καίρια και η επεξεργασία τους με κάθε μέσο και τρόπο που μπορούμε να επινοήσουμε ίσως συμβάλλει στο να επανακαθορίσουμε το όραμά μας για έναν άλλο κόσμο και να του δώσουμε εικόνα, να μπορέσουμε να το συντάξουμε σε μια «αφήγηση» η οποία θα σκιαγραφεί τη μορφή που θα μπορούσε να έχει μια ριζικά διαφορετική κοινωνία, μια κοινωνία ισοτιμίας και αλληλεγγύης, μια κοινωνία απελευθερωμένη και αυτόνομη. Και αυτή η μορφή δεν μπορεί να παραμένει αφηρημένη. Δεν μπορεί να είναι απλώς η περιγραφή μιας επιθυμίας ή μιας ανάγκης που εκφράζεται αποκλειστικά και μόνο ως άρνηση του υπάρχοντος. Οφείλουμε να επεξεργαστούμε μια πραγματική μορφή, που θα λαμβάνει υπόψη της τις υπάρχουσες δυνατότητες και θα εμπεριέχει όλες τις συναφείς πτυχές, από την υλική παραγωγή και την αναπαραγωγή της ζωής, που όπως μας δίδαξε ο Μαρξ αποτελεί τη βάση κάθε ανθρώπινης κοινωνίας και των σχέσεων που διαμορφώνονται στο πλαίσιό της, μέχρι τις ποικίλες δοξασίες και την διασφάλιση της ιδιαιτερότητας και της ελεύθερης ανάπτυξης κάθε ατόμου ξεχωριστά.

Σε αυτό το υπό διαμόρφωση ανοικτό θεωρητικό και πραξιακό πλαίσιο καλούμε όσες και όσους αισθάνονται την ίδια ανάγκη με εμάς για την σύνταξη ενός Προγράμματος Επανοικείωσης και Ανασυγκρότησης του Μέλλοντος προκειμένου να επεξεργαστούμε από κοινού τη δυνατότητα να διαμορφώσουμε την εικόνα που θα μπορούσε να έχει ένα οικείο και επιθυμητό μέλλον. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει μόνο να προσπαθήσουμε να επινοήσουμε εξ αρχής, ex nihilo, μορφές και ιδέες (πράγμα που έτσι και αλλιώς πρέπει να κάνουμε) αλλά ότι πρέπει να επεξεργαστούμε τις μορφές, τις ιδέες και τις προτάσεις που έχουν διατυπωθεί ή/και δοκιμαστεί στο παρελθόν αλλά και όσες προτείνονται τώρα, σε συνδυασμό με τις δικές μας εμπειρίες και ιδέες, με τη δική μας αντίληψη της κατάστασης των πραγμάτων, με τα δικά μας οράματα και θέλω που αναζητούν επιτακτικά να αποκτήσουν συγκεκριμένη και αληθινή μορφή που θα τα καταστήσει δυνάμει εφικτά εάν δράσουμε αναλόγως.
Είναι δεδομένο ότι δεν μπορούμε να επαναπαυτούμε στη νομοτέλεια που μας υπόσχεται την αναπόφευκτη ιστορικά μετάβαση από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, από το «βασίλειο της ανάγκης» στο «βασίλειο της ελευθερίας» – όπως έλεγε και ο Μαρξ πρέπει να αγωνιστούμε για να διαμορφώσουμε τις συνθήκες εκείνες που θα καταστίσουν εφικτό το «τέλος της προϊστορίας». Αλλά ακόμα και αν δεχόμασταν μια τέτοια ιστορική νομοτέλεια, ότι δηλαδή ο σοσιαλισμός θα επέλθει αναπόφευκτα ασχέτως του πώς θα πράξουμε εμείς, θα θέλαμε να μπορούμε να απεικονίσουμε τη νέα μορφή της κοινωνίας και του κόσμου αυτού, που σήμερα για ποικίλους λόγους μοιάζει αδύνατον να φανταστούμε όπως ίσως μπορούσαν κάποτε, πριν από την απόλυτη επικράτηση του καπιταλισμού και της ιδεολογίας του.
Είναι προφανές ότι για τη μετάβαση σε έναν άλλο κόσμο δεν αρκούν μόνο η ευκαιριακή, «εδώ και τώρα» δράση και οι μεμονωμένες εστίες αντίδρασης (την οποία ωστόσο πρέπει να συνεχίσουμε με κάθε τρόπο και να την εντατικοποιήσουμε αφού είναι απολύτως καίρια και απαραίτητη, είναι το όπλο μας στον καθημερινό κοινωνικό ανταγωνισμό και στον γενικευμένο ταξικό πόλεμο), είναι προφανές ότι χρειάζεται μια πιο συγκεκριμένη κατεύθυνση, ένας πιο απτός προσανατολισμός. Γι’ αυτό, παράλληλα με την ενεργό καθημερινή δράση και ως απαραίτητο συμπλήρωμά της που θα την βαθύνει και θα την εμπλουτίσει ποικιλοτρόπως πρέπει να επεξεργαστούμε μια συγκροτημένη «θεωρία», να επαναχαράξουμε την κατεύθυνση της επιθυμίας μας, να επεξεργαστούμε λεπτομερώς ένα Πρόγραμμα Επανοικείωσης και Ανασυγκρότησης του Μέλλοντος.

Σε μια τέτοια διαδικασία παραγωγής του ριζικά διαφορετικού, της μορφής του Άλλου, οι καλλιτέχνες μπορούν πραγματικά να βρουν το αξιακό υπόβαθρο που χρειάζονται για να επαναφέρουν το νόημα στην καλλιτεχνική πράξη. Και τότε η δυνατότητα της τέχνης να μας κοινωνεί το Άλλο, το ριζοσπαστικά διαφορετικό, θα της προσδώσει εκ νέου μια κοινωνική λειτουργία και αξία η οποία θα κείται πέρα από την αισθητική ως κατηγορία του λόγου που μπορεί να θεμελιώσει μία επιστήμη. Η τέχνη τώρα θα αφορά τη ζωή ως ολότητα, με κάθε υλική δέσμευση που αυτό σημαίνει και με όλες τις επιπτώσεις που θα έχει η πιθανή πλήρης συγχώνευση της τέχνης με την καθημερινή πρακτική.
Στο εγχείρημα αυτό, εξίσου απαραίτητη είναι και η συμβολή ειδικών επιστημόνων από διάφορους κατακερματισμένους σήμερα κλάδους της ανθρώπινης γνώσης, όπως π.χ. ανθρωπολόγοι, περιβαλλοντολόγοι, οικονομολόγοι, πολεοδόμοι/αρχιτέκτονες, μηχανικοί, βιολόγοι, χημικοί, κ.λπ., αφού, προκειμένου να επιτύχουμε την τεκμηρίωση της ριζικά διαφορετικής μορφής (που δεν θέλουμε επουδενί –και δεν πρέπει– να είναι επιστημονική φαντασία!), οφείλουμε να επεξεργαστούμε πάρα πολλές πτυχές και λεπτομέρειες, τόσο οντολογικού όσο θεωρητικού και πρακτικού χαρακτήρα.
Όμως, πάνω απ’ όλα, η ανάπτυξη της σκέψης και η κατάθεση της εμπειρίας τής καθεμιάς και του καθενός από εμάς, ασχέτως επαγγελματικής ή κοινωνικής ιδιότητας, ηλικίας, φύλου ή εθνικότητας, σε απολύτως ισότιμη βάση, είναι αυτό που θα προσδώσει σε ένα τέτοιο ουτοπιστικό εγχείρημα τη δυνατότητα να συγκροτηθεί διαλεκτικά μέσα από την αντικειμενική σχέση της εμπειρίας και της πρόθεσης για ριζοσπαστική αλλαγή του υπάρχοντος· να φέρει τα δεδομένα της υπάρχουσας πραγματικότητας σε αντιπαράθεση με τις δυνατότητες και τις επιθυμίες μας, και έτσι να επιδιώξουμε, και ίσως εν τέλει να μπορέσουμε, να την ξεπεράσουμε. Να αναγεννηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα συλλογικό όραμα για μια εφικτή Ουτοπία.

Καλούμε λοιπόν όσες και όσους ενδιαφέρονται να συμμετέχουν στην επεξεργασία ενός τέτοιου ή ενός παρόμοιου Προγράμματος Επανοικείωσης και Ανασυγκρότησης του Μέλλοντος με σκοπό να το διαμορφώσουμε από κοινού με διάφορους τρόπους, να επικοινωνήσουν μαζί μας στο futura@ath.forthnet.gr


[1] Χρωστάω πολλά για την ιδέα αυτή και για τα όσα ισχυρίζομαι σε αυτό το κείμενο, χωρίς αυτός φυσικά να ευθύνεται για τις δικές μου τυχόν παρερμηνείες των ιδεών του, στον Φρέντρικ Τζέιμσον, και ιδιαίτερα στο βιβλίο του Αρχαιολογίες του Μέλλοντος. Τόμος 1: Η Επιθυμία που Λέγεται Ουτοπία, εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2008. Βλ. επίσης τα βιβλία Μια μοναδική Νεωτερικότητα. Δοκίμιο για την Οντολογία του Παρόντος, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2007 και Το Μεταμοντέρνο ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1999.

3 σχόλια:

ikonikos είπε...

Πολύ ενδιαφέρουσα και επιτακτική η προτροπή σου. Κάποιο φόρουμ θα ήταν ο καλύτερος (δικτυακός) τόπος σύνθεσης απόψεων ίσως.

Ανώνυμος είπε...

σχετικό νομίζω

http://www.ufu.gr/festivalaki

Ανώνυμος είπε...

Ο ουσιαστικός ηλεκτρονικός αναλφαβητισμός (πέραν των τυπικών δεξιοτήτων... που αν και επιτρέπουν τη χρήση δεν εξασφαλίζουν επ'ουδενί την δημιουργική χρήση), συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με τον κοινωνικό αυτισμό, καθώς έχει ως συστατικό στοιχείο του την κριτική ανικανότητα. Δηλαδή, όσοι ναρκώνονται μπροστά σε μια οθόνη ή με οποιονδήποτε τρόπο, ανίκανοι να κάνουν δημιουργική χρήση του διαθέσιμου μέσου, πάσχουν έτσι κι αλλιώς (ήδη και πρότερα), ως πολίτες.

Υπάρχει πλέον πραγματικά η ανάγκη καλλιέργειας ενός ενστίκτου της κατεύθυνσης. Ο καθένας μας χρειάζεται να έχει πρόσβαση σε έναν "οδηγό" καθώς και να εξασκούμαστε ως οδηγοί. Θυμάστε την ταινία Stalker? Κάτι τέτοιο! και δίνω το παράδειγμα, για να επιστήσω την προσοχή στην πνευματικότητα της λειτουργίας αυτής.

Αλλιώς, θα πελαγοδρομούν οι άνθρωποι αναίτια, θα εξαντλούνται και θα πνίγονται στους ωκεανούς της πληροφορίας ή θα βυθίζονται στο κενό της έλλειψής της.
Τί κρίμα, όταν γνωρίζεις πως οι ίδιοι ωκεανοί είναι δίοδοι!

Η κοινωνία μας αδιαφορεί σε γενικές γραμμές για το μέλλον, καθώς εχθρεύεται την τεχνολογία σε επίπεδο σκέψης και οράματος, ενώ καταναλώνει με μανία τις εντελώς εμπορικές της εφαρμογές. Δεν έχουμε παράδοση επιστημονικής φαντασίας... άρα υποτιμούμε την παιγνιώδη αναζήτηση στην πράξη, ακόμη κι αν διακηρύσσομε το αντίθετο στη θεωρία. Δεν ευνοούμε την διερεύνηση του πιθανού, αλλά μιλάμε ατέλειωτα (στα κινητά) για τα ίδια και τα ίδια.

Προς το παρόν, βάλσαμο αποτελούν οι ευλογημένοι άνθρωποι που ακτινοβολούν συμπόνοια, ευαισθησία, σεβασμό, τιμιότητα, αγωνιστικότητα, πάθος για την εργασία τους και την γνώση, αγάπη και απορία για τον κόσμο. Ευτυχώς που υπάρχουν τέτοιοι, ακόμη κι αν διαφωνώ μαζί τους σε επιμέρους εκτιμήσεις για το επιθυμητό μέλλον.
Όποιο κι αν είναι αυτό, θα ήθελα να τους περιέχει ατόφιους.

Η ποιότητα τέτοιων ανθρώπων, ποιότητα "οδηγού" που έχει διασωθεί μέσα στον χρόνο και ενάντια στην αλλοτρίωση, με συγκινεί. Ωραία ποιότητα που αποκρυσταλλώνεται όμως άλλοτε με το τέχνασμα της πτώσης.